Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σημίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σημίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Περίγελως του κάθε… Φίτσο(υλα)!



Ακούγοντας τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στην αλά Μπεν Χουρ πολύωρη τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε στην αρχή της εβδομάδας να… ψέγει τον αυστριακό σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Βέρνερ Φάιμαν, μου ήρθε στο νου ένα περιστατικό από εκείνα που καταρρίπτουν μια ακόμη αυταπάτη από τις δεκάδες -ή μήπως εκατοντάδες και βάλε;- που έφεραν την Ελλάδα στη δυσμενή θέση στην οποία βρίσκεται και επιτρέπει στον κάθε Σλοβάκο πολιτικάντη, όπως ο πρωθυπουργός τους Ρόμπερτ Φίτσο, να μας λοιδορεί. 
Ήταν Δεκέμβριος του 2014 και απείχαμε μόνον λίγες ημέρες από την ευόδωση του μεγαλεπήβολου σχεδίου να χρησιμοποιηθεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο –ποιος θυμάται τις περιβόητες απόπειρες δωροδοκίας του Χαϊκάλη και της Ξουλίδου;- η προεδρική εκλογή για να ανατραπεί η κυβέρνηση Σαμαρά και να προκληθούν πρόωρες εκλογές που όλοι προεξοφλούσαν ότι θα τις κέρδιζε, όταν ο κ. Τσίπρας επισκέφθηκε το υπουργείο Εξωτερικών.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τον οποίο συνάντησε εκεί ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ήταν, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα και σε πείσμα των χλιαρών διαψεύσεων που ακολούθησαν, ιδιαίτερα φιλικός έναντι του επισκέπτη του, τον οποίο προειδοποίησε σχεδόν για όλα όσα ακολούθησαν. Κατά βάση τον προέτρεψε να μην βιάζεται να γίνει πρωθυπουργός αφού «έτσι κι αλλιώς, θα γίνεις κάποια στιγμή», όπως του είπε. Και όταν ο κ. Τσίπρας τού απάντησε, μάλλον αφελώς, ότι «θα τα καταφέρουμε έτσι που να μη χρειαστεί να γίνει τίποτε από όλα αυτά», ο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης έγινε λιγάκι πιο ωμός: «Αγόρι μου, δεν έχεις καταλάβει. Θα σε γ… με το που θα αναλάβεις», τον προειδοποίησε.
Ξέρετε ποιο ήταν το αντεπιχείρημα του κ. Τσίπρα, σύμφωνα με όσα είχαν διαρρεύσει από αυτή την τόσο «προφητική» συνάντηση; «Μα έχω φίλους στην Ευρώπη, που θα με βοηθήσουν». Και όταν ο συνομιλητής του τού ζήτησε να κατονομάσει ορισμένους, ο εν αναμονή πρωθυπουργός ανέφερε το όνομα του κ. Φάιμαν «που είναι σοσιαλιστής». Η αντίδραση του Βενιζέλου ότι «ναι, αλλά πρωτίστως είναι αυστριακός», δεν φαίνεται να τον έπεισε.
Τη συνέχεια την ξέρουμε για τον «φίλο Βέρνερ», όπως αποκάλεσε τον αυστριακό καγκελάριο στη συνέντευξη της Δευτέρας ο αφελέστατος κ. Τσίπρας, ο οποίος μας είπε με άλλα λόγια ότι μόλις τον συναντήσει θα του πει ότι δεν μας «εξηγήθηκε καλά». Λες και οι διεθνείς σχέσεις ήταν ποτέ θέμα αστικής ευγένειας και όχι ζήτημα εξυπηρέτησης, αποκλειστικά και μόνον, του εθνικού συμφέροντος που εκπροσωπεί ο εκάστοτε στοιχειωδώς σοβαρός ηγέτης ακόμη και όταν εκπροσωπεί την πλέον ανυπόληπτη χώρα.
Με τέτοιες ιδεοληπτικού τύπου αφελείς προσεγγίσεις, φθάσαμε, δυστυχώς, στο σημείο να έχουμε γίνει ο περίγελως του κάθε κ. Φίτσο(υλα), που προσβάλει την Ελλάδα ξέροντας ότι η απαράδεκτη στάση του δεν θα τύχει έμπρακτης αποδοκιμασίας όχι μόνον στο εσωτερικό της δικής του επικράτειας, αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στις οποίες έχει, ως φαίνεται, χαθεί κάθε συμπάθεια και κάθε σεβασμός για τη χώρα μας.
Πριν βιαστούμε, ωστόσο, να καταφύγουμε σε κανένα καινούργιο απονενοημένο διάβημα απόσυρσης και του πρεσβευτή μας στην Μπρατισλάβα, όπως βλακωδώς πράξαμε με την επικεφαλής της διπλωματικής αντιπροσωπείας μας στη Βιέννη, θα ήταν ίσως καλό να αναρωτηθούμε τι ήταν εκείνο που έκανε τον Σλοβάκο πρωθυπουργό να προειδοποιεί τον έλληνα ομόλογό του –και μαζί όλους εμάς- ότι «θα υπάρχει μόνο ένα hotspot και αυτό θα λέγεται Ελλάδα».    
Οι εύκολοι αφορισμοί, όπως, π.χ., αυτός στον οποίο κατέφυγε η ΝΔ, υποστηρίζοντας ότι «είναι απαράδεκτο χθεσινά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μπήκαν σε αυτήν παρακαλώντας την Ελλάδα για στήριξη, να προκαλούν με εχθρικές, άθλιες δηλώσεις, τους Έλληνες», είναι καλοί για εσωτερικοί κατανάλωση, αλλά δεν ερμηνεύουν το φαινόμενο της καταρράκωσης του κύρους της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Η βολική, άλλωστε, θεωρία του «είμαστε έθνος ανάδελφον» μόνον ηττοπαθή αισθήματα μπορεί να καλλιεργήσει, όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί πολλάκις. Δεν κομίζει, εξάλλου «γλαύκα εις Αθήνας» όποιος υποστηρίζει ότι οι συμμαχίες στη βάση του κοινού συμφέροντος είναι εκείνες που κινούσαν και κινούν τον κόσμο.
 Αφόρητες γενικότητες του τύπου «χρειάζεται να κινητοποιηθούμε όλοι στην Ε.Ε., ώστε να δοθεί αποτελεσματική απάντηση στην προσφυγική κρίση», όπως αυτές του κ. Τσίπρα μπορεί να ηχούν ευχάριστα στα αυτιά ορισμένων. Πλην, όμως, η ευχαρίστηση που προκαλούν μάλλον περιορίζεται μόνον σε εκείνους που δεν θέλουν να παραδεχθούν τη μεγάλη αλήθεια που είπε πρόσφατα ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ότι, δηλαδή, «μας κυβερνούν πρόσωπα ανόητα που θεωρούν ότι από εδώ από την Ελλάδα μπορούν να αλλάξουν το καθεστώς της Ε.Ε.».
Με τέτοια μυαλά και τέτοιες ιδέες, ας μην απορούμε γιατί, μετά τις τράπεζες, μας έκλεισαν και τα σύνορα. Και, αντ΄ αυτού, ας προετοιμαστούμε για τα ακόμη χειρότερα, που, με την πορεία που έχουμε πάρει, δεν θα αργήσουν.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Καραμανλής – Παπανδρέου: Σιωπή ή ρεβάνς;



            Όταν ερωτάται για την κρίση και τους υπαιτίους που οδήγησαν σε αυτή, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, αν και παραμένει βαθειά διχασμένη, σε δύο ονόματα πολιτικών επικεντρώνεται: σε εκείνο του Κώστα Καραμανλή, που κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του κορυφώθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και ξεκίνησε η ύφεση, καθώς και σε εκείνο του Γιώργου Παπανδρέου, επί των ημερών της διακυβέρνησης του οποίου η χώρα αποκλείστηκε από τις αγορές και εκούσα-άκουσα οδηγήθηκε στο Μνημόνιο.
            Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί ο καθένας να έχει για το ποιος από τους δύο συνεχιστές των δύο ισχυρότερων πολιτικών «δυναστειών» της μεταπολεμικής Ελλάδας φταίει περισσότερο ή λιγότερο για την κρίση, σε μια διαπίστωση δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει: ότι ακολούθησαν και ακολουθούν εντελώς διαφορετικούς δρόμους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, όπως και για να προασπίσουν την υστεροφημία τους και την ενδεχόμενη μύχια βούληση για να επανακάμψουν στο προσκήνιο, όπως λογικά συμπεραίνεται από το γεγονός ότι διατηρούν τις βουλευτικές έδρες τους.
            Ο Κώστας Καραμανλής έχει επιλέξει την απόλυτη σιωπή. Επί πέντε χρόνια ούτε στη Βουλή, ούτε πουθενά αλλού δεν έχει ανοίξει το στόμα του για να υπερασπιστεί τη διακυβέρνησή του, παρά τις κατά καιρούς βολές που δέχεται. Στήριξε και στηρίζει την παράταξή του, συμμετέχει στις επετειακές και άλλες εκδηλώσεις της και αποφεύγει να δημιουργεί προβλήματα στον διάδοχό του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και όταν ο τελευταίος είχε ανοιχτά στραφεί κατά παλαιών συνεργατών του.
Ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος επηρεάζει μεγάλο αριθμό βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, υπερψήφισε, αν και θα μπορούσε να τα ανατρέψει με ένα νεύμα, όλα ανεξαιρέτως τα νομοθετήματα της κυβέρνησης που συμμετέχει το κόμμα του, φθάνοντας μέχρι του σημείου να πει –και ο ίδιος- «ναι» ακόμη και στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2013 που κατατέθηκε επί υπουργίας Γιάννη Στουρνάρα και συνιστούσε έναν ηχηρά επιβεβαιωτικό κόλαφο για τα τρομακτικά ελλείμματα που παρέδωσε η κυβέρνησή του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, από την άλλη, δείχνει να ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική τακτική, παρότι κι αυτός τα τρία χρόνια που παρήλθαν από την παράδοση της πρωθυπουργίας στον Λουκά Παπαδήμο, δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά στο ελληνικό Κοινοβούλιο, του οποίου παραμένει μέλος. Μιλάει, ωστόσο, αλλού, σε ξένα πανεπιστήμια, σε παρουσιάσεις βιβλίων και μέσω ανακοινώσεων που εκδίδονται επ΄ ονόματί του, όπως οι τελευταίες που ακολούθησαν τη συνάντηση με τον διάδοχό του Ευάγγελο Βενιζέλο με τις οποίες ζητεί έκτακτο συνέδριο και αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν συμμετέχει στις εκδηλώσεις του κόμματός του, το οποίο, εξάλλου, κατηγορεί ότι δεν προωθεί τη… «συμμετοχή», δικαιολογούμενος, συνήθως, ότι έχει σοβαρές απασχολήσεις στο εξωτερικό. Οργανώνει δικές του εκδηλώσεις, στις οποίες οι άνθρωποί του γιουχάρουν τον διάδοχό του κι ο ίδιος επικαλείται «τα γυρίσματα του καιρού». Καταψηφίζει, χωρίς να εξηγήσει το «γιατί», κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, παρόλο που όταν ήταν εν τη «βασιλεία» του δεν ανεχόταν διαφοροποιήσεις και έφθασε ως τη διαγραφή, για ελάσσονος σημασίας διαφωνία, του προκατόχου του Κώστα Σημίτη.
Όπως για τον βαθμό ευθύνης ενός εκάστου εκ των δύο βασικών πρωταγωνιστών της κρίσης, που τα «νωπά» ακόμη γεγονότα της περιόδου 2004-2010, δεν επιτρέπουν τελεσίδικες ετυμηγορίες, σε όσους τουλάχιστον δεν αναζητούν έναν και μόνον «αποδιοπομπαίο τράγο», έτσι, αν ακόμη όχι περισσότερο, δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς ποιος από τους δύο πρωθυπουργούς δικαιώνεται για τα μετέπειτα: εκείνος που απλώς σιωπά ή ο άλλος που θέλει να πάρει την… εκδικητική ρεβάνς;        
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι είναι προφανείς κάποιες διαπιστώσεις για τα αποτελέσματα που έχουν η πορεία που ο καθένας από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς χάραξε και ακολουθεί, είτε η πορεία αυτή αποτελεί προϊόν προσωπικής ιδιοσυγκρασίας και μόνον, είτε οφείλεται στην «ποιότητα» των ανθρώπων που τους περιτριγυρίζουν και τους επηρεάζουν.  
Το βέβαιο είναι ότι ο «σιωπηλός» Κώστας Καραμανλής εξακολουθεί να απολαμβάνει τον σεβασμό και την εκτίμηση όχι μόνον των πολυπληθών οπαδών, μελών και στελεχών που έχουν παραμείνει στο κόμμα που ίδρυσε ο θείος του και ηγήθηκε ο ίδιος, αλλά και ευρύτερων δυνάμεων της Κεντροδεξιάς –και όχι μόνον- παράταξης, σε βαθμό που να συζητείται -στα σοβαρά!- ακόμη και ως ένας από τους επικρατέστερους που πριν ή μετά τις εκλογές θα αναρριχηθούν στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Το ακριβώς αντίθετο μάλλον συμβαίνει με τον «θορυβώδη» Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος, κακά τα ψέματα, ακόμη και αν ξανάπαιρνε το «δαχτυλίδι» για να επιστρέψει στο αποδεκατισμένο κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του, μάλλον δεν θα εύρισκε οπαδούς, μέλη ή στελέχη για να ηγηθεί. Οι περισσότεροι φίλοι του, άλλωστε, έχουν, ακολουθώντας, ίσως, το δικό του παράδειγμα, εγκαταλείψει το σκάφος και έχουν ανοίξει πλώρη για άλλες πολιτείες. Ενώ οι λίγοι που έχουν απομείνει πίσω για να… «μαζέψουν τα ασυμμάζευτα», μάλλον δεν έχουν διάθεση να ακούν αδιαμαρτύρητα εγκλήσεις για (ψευδεπίγραφη) «συμμετοχή», με τις οποίες επιχειρείται να αποκρυβεί το αίσθημα της εκδικητικής όσο και (αυτο)καταστροφικής ρεβάνς.

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Ζητείται Έλληνας… Ρέντσι

«Από πλευράς προσέλευσης πήγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι ήταν πολλά τα άσπρα μαλλιά. Από αυτή την άποψη, θέλει πολλή δουλειά. Να πείσουμε ότι αυτή η κίνηση είναι όντως η πιο νεανική που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα», σχολίασε ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, που ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας που οργάνωσε η πρωτοβουλία των «58» για την ενοποίηση της Κεντροαριστεράς.

Ο καθηγητής Αλιβιζάτος είναι 64 ετών και η δική του ηλικία μάλλον αποτελούσε τον μέσο όρο όσων βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στο θέατρο Ακροπόλ, όπου κυριαρχούσαν οι… «ασπρομάλληδες». Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διάγει το 77ο έτος και ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Παπανδρέου Παρασκευάς Αυγερινός είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος του, για να αναφερθούμε σε δύο από τους πλέον επιφανείς πολιτικούς της «παλαιάς φρουράς» που η παρουσία τους σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως.

Ο επίσης παρών στην εκδήλωση πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος μπορεί να κλείνει… μόλις τα 57 του στην αρχή του νέου χρόνου, αλλά η έντονη παρουσία του στα πολιτικά πράγματα την τελευταία 25ετία τον καθιστά δυσανάλογα μεγαλύτερο από τη βιολογική του ηλικία, χαρακτηριστικό που βαραίνει και πολλούς ακόμη πολιτικούς της γενιάς του αλλά και της αμέσως προηγουμένης, όπως ο -απών από την περί ης ο λόγος σύναξη- 65χρονος πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης.

Το ίδιο βράδυ στη γειτονική μας Ιταλία ο Ματέο Ρέντσι, άρτι εκλεγείς στην ηγεσία του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής Κεντροαριστεράς, του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως λέγεται τώρα το μετεξελιγμένο -πάλαι ποτέ- Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Παλμίρο Τολιάτι και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, παρουσίαζε τη νέα 12μελή γραμματεία του κόμματός του που απαρτίζεται από πέντε άνδρες και επτά γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 35 έτη.

Μόλις στα 38 του και έχοντας στο ενεργητικό του μια πετυχημένη θητεία δημάρχου στη Φλωρεντία, ο Ματέο Ρέντσι κινητοποίησε την περασμένη Κυριακή δυόμισι εκατομμύρια Ιταλούς, οι οποίοι πήγαν στις εσωκομματικές κάλπες που έστησε το Δημοκρατικό Κόμμα και τον ανέδειξαν πανηγυρικά στην ηγεσία της Κεντροαριστεράς, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσε απέναντι του ο παραδοσιακός μηχανισμός του κόμματός του.

Σε μια γερασμένη, όσο και η Ελλάδα, χώρα, στην οποία ο νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο έχει την ηλικία του Παρασκευά Αυγερινού και ο μέχρι πριν από ένα χρόνο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που είναι συνομήλικος του Κώστα Σημίτη, δεν λέει να το βάλει κάτω, ο Ρέντσι με μια επιθετική προεκλογική καμπάνια επέμεινε στο ανανεωτικό εγχείρημα που σηματοδοτούσε η υποψηφιότητά του και βγήκε νικητής, παρότι πριν από περίπου ένα χρόνο είχε χάσει στην κούρσα των προκριματικών εκλογών για την πρωθυπουργία από τον «γκρίζο» Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι.

«Ξεκινάμε μια νέα πορεία. Η γενιά που ήταν στο γυμνάσιο όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου, αναλαμβάνει το πηδάλιο», είπε ο μεταρρυθμιστής δήμαρχος της Φλωρεντίας στις πρώτες δηλώσεις μετά την εκλογή του στη θέση του γενικού γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος με ποσοστό 69%, για να συμπληρώσει: «Θα ζητήσουμε τη βοήθεια των γηραιότερων, αλλά η ευθύνη, τώρα, είναι δική μας».

Επιστρέφοντας στα δικά μας, δεν μπορεί παρά να νοιώσει κανείς απογοήτευση αναλογιζόμενος ότι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο ευρύτερο πολιτικό στερέωμα μοιάζουν να είναι στα πράγματα όχι μόνον από την πτώση του τείχους στην πάλαι ποτέ διαιρεμένη γερμανική πρωτεύουσα, αλλά ίσως και από την ίδια την ανοικοδόμησή του, στην οποία το δυναμικό ορισμένων, τουλάχιστον, εγχώριων πολιτικών δυνάμεων ευχαρίστως, αν ήταν στο χέρι τους, θα συνέβαλαν να… ξανακτιστεί.

Γιατί, βλέπετε, το ζήτημα της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, δεν είναι μόνον ηλικιακό, είναι μάλλον πολύ περισσότερο θέμα νοοτροπιών που μοιάζουν εμπεδωμένες στις ηγετικές ομάδες των παλαιών αλλά και των νεοπαγών κομμάτων της ελληνικής πολιτικής που, παρά την κρίση, παραμένουν προσκολλημένα στο παρελθόν. Και δεν θέλουν να αλλάξουν σε τίποτε, καθοδηγώντας, μάλιστα, την ελληνική κοινωνία προς την ίδια κατεύθυνση και αναπαράγοντας το ίδιο μοντέλο που οδήγησε στη χρεωκοπία και στην απαξίωση της πολιτικής.

Υπό αυτή την έννοια, η επικράτηση του Ματέο Ρέντσι δεν είναι μόνον σημαντική επειδή ο ίδιος είναι 38άρης και πλαισιώνεται από συνομηλίκους του. Είναι πολύ περισσότερο για τα μηνύματα που εξέπεμψε κατά του πολιτικού κατεστημένου της χώρας και της γραφειοκρατίας που δεν διακρίνει τους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από τους αριθμούς. Και πάνω από όλα για το ευδιάκριτο δείγμα γραφής που είχε να επιδείξει, ασκώντας την εξουσία στο Δήμο του με πρωτοβουλίες πέρα από τα καθιερωμένα, που έφθασαν μέχρι τη μείωση του προσωπικού τους στο μισό. Αυτά ήταν που τον έφεραν στην κορυφή της ιταλικής πολιτικής σκηνής και τον καθιστούν κεντρικό πρωταγωνιστή στις πολιτικές εξελίξεις που αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν στην, επίσης χειμαζόμενη από την κρίση, γειτονική χώρα.

«Ο κόσμος είναι κουρασμένος και απογοητευμένος. Δεν έχει πίστη. Εγώ πιστεύω στην αλλαγή, και γι' αυτό κάνω πολιτική, επειδή εξακολουθώ να πιστεύω ότι όλα μπορούν να αλλάξουν», είπε ο Ματέο Ρέντσι. Και είμαι βέβαιος ότι πολλοί Έλληνες θα ήθελαν να ακούσουν το ίδιο από τον μελλοντικό ηγέτη της χώρας τους. Αρκεί να τους έπειθε ότι τα εννοεί και να έχει, έστω, προσπαθήσει να τα κάνει πράξη στον προγενέστερο βίο του.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 12.12.2013)

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

«Το κεφάλι έξω από το νερό»

Χύθηκε πολύ μελάνη το τελευταίο διάστημα για τον σχολιασμό της εν εξελίξει διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Διακινήθηκαν ακόμη και σενάρια εκλογών, με αφορμή τις σκληρές θέσεις των εταίρων και δανειστών μας. Και γενικά δημιουργήθηκε μια πολεμική ατμόσφαιρα σύγκρουσης που η σκοπιμότητά της είναι αμφισβητήσιμη.
Η ελληνική πλευρά εμφανίστηκε για μια ακόμη φορά να πορεύεται χωρίς μπούσουλα, δικαιώνοντας, εν πολλοίς, την, κατά τα άλλα προσβλητική, εκτίμηση του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα ότι το μνημόνιο παραμένει το μόνο σοβαρό κείμενο χάραξης οικονομικής πολιτικής με δεσμευτικούς στόχους.
Όποιος παρακολούθησε την τελευταία τηλεοπτική συνέντευξη του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά δεν δυσκολεύθηκε, νομίζω, να αντιληφθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή από τη διαπραγμάτευση με την τρόικα και την παράθεση ουσιαστικών επιχειρημάτων για τα όσα έγιναν και τα όσα μπορούν να γίνουν για να κλείσει ο προϋπολογισμός του 2014.
Η περίφημη «πολιτική διαπραγμάτευση», που ανασύρθηκε, εκ νέου, ως επιχειρηματολογία (ή μήπως ως άλλοθι;) για να περιοριστούν οι πιέσεις των τροϊκανών, αποδείχθηκε και πάλι ανέφικτος στόχος, όπως προσφυώς, θεωρώ ότι, επεσήμανε με πρόσφατο άρθρο του ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, είναι ο μόνος Έλληνας πολιτικός που εγκαίρως και εγκύρως είχε κρούσει, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2008, τον κώδωνα του κινδύνου για την υπαγωγή της χώρας μας στη μέγγενη του ΔΝΤ.
Μας αρέσει ή όχι, ο πρώην πρωθυπουργός, στις όχι και τόσο συχνές παρεμβάσεις του, λέει πολλές από τις άβολες αλήθειες που το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν θέλει να αναγνωρίσει, προσεγγίζοντας τα ζητήματα με επικοινωνιακή και μόνον διάθεση και δημιουργώντας φρούδες ελπίδες ότι επίκειται η έξοδος της χώρας από το μνημόνιο που στη φαντασίωση ορισμένων μεταφράζεται ως επιστροφή στην  κραιπάλη του παρελθόντος.
Γι΄ αυτό και θεωρώ σημαντικό να επαναλάβω ορισμένες από τις θέσεις του κ. Σημίτη που πριν από μερικές εβδομάδες φιλοξενήθηκαν στο «Πρώτο Θέμα». Ο πρώην πρωθυπουργός επισήμαινε στους συνομιλητές του ότι η πορεία βελτίωσης που θα διαγράψει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια θα είναι σταθερή αλλά αργή, ωστόσο η κατάσταση θα παραμείνει «μίζερη» για αρκετά χρόνια.
 Εκτιμούσε, επίσης, ότι θα συνεχιστεί η πίεση των Ευρωπαίων εταίρων μας, κυρίως για την εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων, αλλά, όπως σημείωνε χαρακτηριστικά, «θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό».
Με την απόσταση των εβδομάδων που πέρασαν από τη δημοσίευση των εκτιμήσεων του κ. Σημίτη, νομίζω ότι εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι υπήρξαν κάτι ως προλεγόμενα των όσων διαμείβονται αυτές τις μέρες με την –καθυστερημένη- έλευση της τρόικας και την έναρξη των διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Για όσους δεν τρέφουν αυταπάτες, είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς να επικυρωθούν τα στοιχεία που δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει όντως πετύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους που ετέθησαν, δεν πρόκειται να υπάρξει η επιθυμητή από την ελληνική πλευρά συνολική λύση του ελληνικού οικονομικού προβλήματος.
Εκτός αυτού, δεν μπορεί να παραβλέπει κανείς και το γεγονός ότι ο κίνδυνος ενίσχυσης των ακραίων αντιευρωπαϊκών κινημάτων στις επικείμενες ευρωεκλογές δεν είναι μόνον ελληνικός. Αφορά ολόκληρη την Ευρώπη και για τον ακριβώς αντίθετο λόγο για τον οποίο υφίσταται αυτή η απειλή στη χώρα μας.
Γιατί, κακά τα ψέματα, τυχόν «πολιτική λύση» σε αυτή τη φάση, που θα προνοεί πρόωρη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, θα αξιοποιηθεί από μια σειρά λαϊκίστικες δυνάμεις στην Ευρώπη που θα ψηφοθηρήσουν ενόψει των ευρωεκλογών, μιλώντας στο όνομα των δικών τους φορολογουμένων.
Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι δεν έχουμε παρά να προετοιμαζόμαστε να κολυμπήσουμε ως τον Μάιο με τον κεφάλι έξω από το νερό. Και μετά τις ευρωεκλογές, ίδωμεν!

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Εγκώμιον πολιτικής, με αφορμή τέσσερις θανάτους

Μέσα στον Αύγουστο «έφυγαν από τη ζωή» τέσσερις διακεκριμένες  πολιτικές προσωπικότητες: ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ Αναστάσης Πεπονής, ο στενός συνεργάτης του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, συγγραφέας Νίκος Θέμελης, ο γνωστός ηθοποιός και πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Λυκούργος Καλλέργης και ο ιστορικός ηγέτης της ανανεωτικής Αριστεράς Λεωνίδας Κύρκος.
Δεν ξέρω πόσο συμπτωματικό είναι, αλλά συμβαίνει, σε μια εποχή που η κρίση της πολιτικής είναι στο απόγειο της, και οι τέσσερις να εγκαταλείπουν τον μάταιο τούτο κόσμο καθολικά τιμώμενοι και με «οικουμενική»  αναγνώριση της προσφοράς τους στα κοινά και στους αγώνες και στις αγωνίες του λαού μας σε καιρούς πολύ πιο χαλεπούς από αυτούς που εμείς ζούμε σήμερα.
Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση πως, κάνοντας κανείς αναδρομή στην πορεία ενός εκάστου εξ αυτών, δεν βρίσκει σε καμιά από τις συγκεκριμένες περιπτώσεις να ισχύει το γνωστό υποκριτικό ρητό, σύμφωνα με το οποίο «ο νεκρός δεδικαίωται», το οποίο συνήθως επικρατεί για τους ανθρώπους –πολιτικούς και μη- όταν φεύγουν από τη ζωή.  
Ξεκινώντας από τον Αναστάση Πεπονή, ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι άφησε θετικά το χνάρι του στα πολιτικά δρώμενα της χώρας; Και το άφησε όχι μόνον με την παρακαταθήκη του ΑΣΕΠ, για την οποία ο ίδιος πάλεψε, επιδιώκοντας να απαλλάξει την πολιτική από τις «πελατειακές σχέσεις, χωρίς να διστάσει, όταν το έργο του υπονομεύτηκε -εκ των έσω, φυσικά-, να υποβάλει την παραίτησή του. Δίδαξε, με τον τρόπο αυτό, πολιτικό ήθος και συνέπεια, όπως είχε κάνει και στην περίοδο της Αποστασίας, όταν μετέδωσε από το κρατικό ραδιόφωνο τις επιστολές του νόμιμου πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά και μετέπειτα, αγωνιζόμενος κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
Τριάντα χρόνια δίπλα στον Κώστα Σημίτη ήταν ο Νίκος Θεμελής και η επιρροή του στον πρώην πρωθυπουργό, ως διαχρονικός διευθυντής του γραφείου του, υπήρξε, κατά γενική ομολογία τεράστια. Παρά ταύτα, δεν τον έκανε γνωστό, όπως συνέβη με άλλους, η εξουσία που διέθετε, αλλά το πλούσιο λογοτεχνικό έργο του, το οποίο, εκτός των άλλων, αποτελεί μια «ελεγεία» στην Ηπειρώτικη Διασπορά, εκλεκτό τέκνο της οποίας υπήρξε και ο ίδιος, κάτι που, δυστυχώς, δεν έχει (εκ-)τιμηθεί δεόντως από τους τοπικούς ταγούς, οι οποίοι, νομίζω, ότι είναι ώρα να το κάνουν.
Από «καλή γενιά» Κρητικών αγωνιστών, γιός του πρωτοπόρου σοσιαλιστή Σταύρου Καλλέργη, που καθιέρωσε την Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, ο Λυκούργος Καλλέργης, δεν «εξαργύρωσε» την πατρική κληρονομιά με «οφίτσια». Αφιέρωσε τη ζωή του στην Τέχνη, στην οποία, έπειτα από ένα «πέρασμα» από το Κοινοβούλιο, ως βουλευτής του ΚΚΕ, το 1977, επέστρεψε, συνεχίζοντας να την υπηρετεί, με την ίδια συνέπεια που υπηρέτησε τις ιδέες του μέσα από τον συνδικαλισμό.
Τι να πει κανείς για τον Λεωνίδα Κύρκο που να μη μοιάζει πολύ φτωχό για να χαρακτηρίσει την προσωπικότητά του; Ακόμη και όσοι, στην μακρά πολιτική διαδρομή του, διαφωνήσαμε, κατά καιρούς, μαζί του, δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσουμε τη συνεπή δράση στην κατεύθυνση της ανανέωσης και της συνένωσης της Αριστεράς, όπως και την ευρωπαϊκού τύπου διαλλακτικότητα στην πολιτική συμπεριφορά του και τη διαχρονικά συναινετική διάσταση των παρεμβάσεων του.
Ένοιωσα την ανάγκη να κάνω τούτες τις επισημάνσεις, γιατί, ειλικρινά, ενοχλούμαι βαθιά κάθε φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος με την ισοπεδωτική και άκρως επικίνδυνη αντίληψη που τείνει να επικρατήσει στις μέρες μας και θέλει συλλήβδην όλους τους πολιτικούς να είναι «άρπαγες», «κλέφτες» και «κηφήνες» που «ρουφούν το αίμα του λαού», όπως συχνότερα, παρά ποτέ, ακούει κανείς, τελευταία, στους ανά την Ελλάδα καφενέδες, όπου αναμασιέται ο τηλεοπτικός λαϊκισμός.
Έχοντας παρακολουθήσει –εκ του συστάδην, όπως λένε στη στρατιωτική ορολογία- τα πολιτικά δρώμενα για περισσότερο από δυόμισι δεκαετίες, κατά τις οποίες υπήρξα κοινοβουλευτικός συντάκτης σε διάφορα μέσα ενημέρωσης, γνώρισα από πολύ κοντά αρκετούς πολιτικούς όλων των παρατάξεων. Αν χρειαζόταν να συνοψίσω την εμπειρία μου αυτή σε μια φράση, εκείνο, στο οποίο θεωρώ ότι θα κατέληγα είναι πως «δεν είναι ίδιοι όλοι οι πολιτικοί».
Υπήρξαν και , βεβαίως, υπάρχουν «επαγγελματίες» πολιτικοί που η παρουσία τους στη πολιτική είναι ένα είδος καριέρας, για τη συνέχιση της οποίας είναι διατεθειμένοι να κάνουν οποιοδήποτε «συμβιβασμό» ή να επιδοθούν σε κάθε είδους «αλισβερίσι». Δίπλα τους, ωστόσο, στα ίδια έδρανα κάθονταν και, σίγουρα, εξακολουθούν να κάθονται, πολιτικοί με διάθεση προσφοράς που δεν θεωρούν την πολιτική χώρο πλουτισμού –γιατί, πιστέψτε το, η πλειονότητα φεύγει φτωχότερη από την πολιτική- και δεν διστάζουν να αποχωρήσουν όταν τίθενται θέματα συνείδησης, όπως έκανε ο Αναστάσης Πεπονής, ή όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, όπως έκανε ο Λεωνίδας Κύρκος.
Εκείνο, πάντως, που νομίζω ότι πρέπει να έχουμε, κυρίως, υπόψη μας, όταν «πυροβολούμε» τους πολιτικούς, είναι πως και τους μεν και τους δε ψηφοφόροι, όπως εμείς, τους έστειλαν εκεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Πολιτική είναι πέρα και πάνω από τα πρόσωπα που έρχονται και παρέρχονται. Και, φυσικά, χωρίς Πολιτική καμία κοινωνία δεν προοδεύει.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Στην αυλή του γείτονα!

          Διίστανται οι απόψεις για το αν έπρεπε ή όχι η Ελληνίδα Επίτροπος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, ειρήσθω εν παρόδω, εμπειρότατη πολιτικός Μαρία Δαμανάκη να προβεί στη δραματική επισήμανση ότι το καταστροφικό σενάριο της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη βρίσκεται στο τραπέζι. Οι επικριτές της, κάνοντας κυρίως δίκη προθέσεων, της καταμαρτύρησαν ότι μίλησε από τη βολή της εξασφάλισης που της παρέχει το καλοπληρωμένο αξίωμα που κατέχει, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι λειτούργησε ως προπομπός -”λαγός”, κατά το κοινώς λεγόμενο- της κυβέρνησης.
          Δυστυχώς, όμως, στην ουσία των λεγομένων της λίγοι στάθηκαν. Όπως λίγοι είχαν στα σταθεί στις αντίστοιχες προειδοποιήσεις που είχε απευθύνει, το Δεκέμβριο του 2008, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης που είχε μιλήσει από το επίσημο βήμα της Βουλής για το σενάριο της υπαγωγής της Ελλάδας στο -άγνωστο τότε στο ευρύ κοινό- Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
          Το ΔΝΤ είναι πλέον εδώ, αλλά, δυστυχώς, εδώ είναι και η αμεριμνησία με την οποία πολιτικό σύστημα, όπως και μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, τοποθετούνται απέναντι στα μεγάλα προβλήματα που μας ταλανίζουν, είτε πρόκειται για τα ακραιφνώς οικονομικά, είτε αφορούν άλλα κοινωνικά ζητήματα. Από πού να ξεκινήσει και που να τελειώσει κανείς;
          Ας πάρουμε για παράδειγμα το θέμα των σκουπιδιών και την πολύμηνη περιπέτεια της Κερατέας. Τοπικοί παράγοντες, εν εξάλλω, ιερωμένοι μεσολαβητές και άβουλες πολιτικές ηγεσίες κατάφεραν να σταματήσουν τις εργασίες για τη δημιουργία ΧΥΤΥ και μαζί προφανώς θα σταματήσει και η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Που θα πάνε τα σκουπίδια της Αττικής; Προφανώς στην αυλή του γείτονα.
          Αντίστοιχη κατάσταση στο άλλο μεγάλο κοινωνικό θέμα με τους μετανάστες. Μετά την εύκολη λύση με το κλείσιμο του λιμανιού της Ηγουμενίτσας (που καταφέραμε να στείλουμε παντού το λάθος μήνυμα ότι η πόλη είναι υπό κλοιό), τώρα που ήρθε η ώρα να λειτουργήσει ο νόμος για τα κέντρα υποδοχής και ασύλου, άρχισαν οι παραλυτικοί μαξιμαλισμοί.
Κανείς τοπάρχης δεν δείχνει διατεθειμένος να συμβάλει στην εξεύρεση λύσης. Ο δήμαρχος Ζίτσας ξεσηκώθηκε μόλις έγινε γνωστό ότι υπήρχε πιθανότητα να λειτουργήσει το παλαιό στρατόπεδο της Βροσίνας. Η περιφέρεια Ηπείρου, όπως και στα περισσότερα από τα μεγάλα ζητήματα του τόπου μας, σφυρίζει αδιάφορα, υποστηρίζοντας, γενικώς και αορίστως, να μη λειτουργήσει στη δική μας περιφέρεια.
Στην ίδια ρότα και η περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, που, λόγω του λιμανιού της Πάτρας, αντιμετωπίζει επίσης τη μεγάλη πίεση των transit μεταναστών που δίνουν μάχη για μια θέση στα πλοία της φυγής προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Η πλειοψηφία του εκεί Περιφερειακού Συμβούλιου απέρριψε την πρόταση να δημιουργηθεί κέντρο υποδοχής σε παλαιό στρατόπεδο στο Στάνο Αιτωλοακαρνανίας, το οποίο είναι στο μέσον της διαδρομής Πάτρα – Ηγουμενίτσα και άρα μπορεί να φιλοξενήσει μετανάστες και από τους συνωστιζόμενους στα δύο λιμάνια.
Διάβασα ότι αντιπροτάθηκε οι συλλαμβανόμενοι μετανάστες να πάνε στην κεντρική Ελλάδα και ειδικότερα στη Θεσσαλία, έτσι ώστε να μην υπάρχει εύκολη πρόσβαση προς τις πύλες εξόδου της χώρας. Ποιος, όμως, μας εγγυάται ότι οι γείτονες θα δεχθούν στην αυλή τους το πρόβλημα και δεν θα ξεσηκωθούν και εκείνοι με τη σειρά τους; Φυσικά κανείς, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η σημερινή κατάσταση.
Γράφοντας όλα αυτά, μου έρχεται κατά νου η μεγάλη πανθεσπρωτική και πρωτοπόρα για την εποχή της κινητοποίηση του τέλους της δεκαετίας του ΄80 για την προστασία του ποταμού Καλαμά από την ανεξέλεγκτη ρύπανσή του από τα λύματα της πόλης των Ιωαννίνων.
Ορισμένοι νουνεχείς είχαν τότε προτείνει ο έλεγχος της ποιότητας των υδάτων που διοχετεύονταν από το βιολογικό καθορισμό στο ποτάμι μας να περάσει στην ευθύνη των θεσπρωτικών αρχών. Η πρόταση προσέκρουσε στην πεισματική άρνηση της δική μας πλευράς και είκοσι και πλέον χρόνια μετά το αποτέλεσμα είναι γνωστό σε όλους μας: οι γείτονες μας Γιαννιώτες δεν έχασαν την ευκαιρία να φορτώσουν το πρόβλημα στη δική μας αυλή.
Στο εύλογο ερώτημα «τι σχέση έχουν όλα αυτά με την οικονομική κρίση;», η απάντηση είναι πολύ απλή: όσο διακατεχόμαστε από τέτοιες νοοτροπίες, δεν ανασκουμπωνόμαστε και συνεχίζουμε αμέριμνοι, μεταθέτοντας το δικό μας πρόβλημα στους γείτονες (τους ευρωπαίους εταίρους μας, εν προκειμένω), η κρίση δεν πρόκειται να ξεπεραστεί.

            *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 51.5.2011)

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

"Ωδή" σε έναν απερχόμενο

        Από επαγγελματική, κυρίως, υποχρέωση έχω παρακολουθήσει την τελευταία 25ετία όλες, χωρίς εξαίρεση, τις συζητήσεις στη Βουλή  για τον κρατικό προϋπολογισμό που εθιμικά γίνονται παραμονές Χριστουγέννων.
        Από την εποχή που είχαν τα ηνία της οικονομίας ο Κώστας Σημίτης και ο Δημήτρης Τσοβόλας ή ο Γιάννης Παλαιοκρασάς και ο Στέφανος Μάνος ως την περίοδο που κατέθεσαν προϋπολογισμούς ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ο Γιάννος Παπαντωνίου, ο Νίκος Χριστοδουλάκης, ο Γιώργος Αλογοσκούφης και πιο πρόσφατα ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ήμουν εκεί και τις πέντε μέρες που διαρκεί η διαδικασία, ακούγοντας, άλλοτε με περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο ενδιαφέρον, τις ομιλίες των αρχηγών των κομμάτων, των υπουργών και των βουλευτών από όλες τις παρατάξεις που εναλλάσσονταν στο βήμα.
        Παρακολούθησα, μάλλον από επαγγελματική... διαστροφή, και τη φετινή συζήτηση του προϋπολογισμού που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα. Ήλπιζα μέσα μου ότι οι ειδικές συνθήκες που -κατά γενική παραδοχή- επικρατούν στη χώρα θα λειτουργούσαν αφυπνιστικά. Και οι ρήτορες θα αναζητούσαν πρωτότυπους τρόπους για να πάρουν θέση απέναντι στην βαθειά κρίση που διέρχεται όχι μόνον η ελληνική οικονομία, αλλά η ίδια η ελληνική κοινωνία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το πολιτικό σύστημα, το οποίο υποτίθεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντανάκλαση της κοινωνίας.
        Χωρίς καμιά διάθεση για ισοπεδωτική γενίκευση, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν βρήκα καμία πρωτοτυπία. Μπορεί να μην έλειψαν κάποιες λίγες φωτεινές εξαιρέσεις αγορητών που επεχείρησαν να ξεφύγουν από τα τετριμμένα, αλλά τη γενική εντύπωση δεν την άλλαξαν.
        Τα ίδια στερεότυπα. Η ίδια αποστέωση. Ελάχιστη σύνδεση με την πραγματικότητα, την... ουσιαστική πραγματικότητα και όχι την. υστερική που διαμορφώνουν τα πρωινάδικα και τα βραδινά δελτία των (δήθεν) ειδήσεων που θαρρείς πως έχουν βαλθεί να υποκαταστήσουν τους παραδοσιακούς καφενέδες.
        Τα γράφω αυτά καθώς την ειδησεογραφία των ημερών σχεδόν μονοπώλησαν οι εσωκομματικές γκρίνιες στην κυβερνητική παράταξη, ένα από τα πλέον προσφιλή ζητήματα για τη «δημοσιογραφία της ατάκας», στην οποία η οπτικοποίηση των ειδήσεων έχει παρασύρει το σύνολο των μέσων ενημέρωσης.
         Και αισθάνομαι πως αν ήταν στο χέρι μου θα αφιέρωνα αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον ίσο χρόνο, με εκείνο που δόθηκε στο «όχι» που είπε στον προϋπολογισμό ο βουλευτής Πρέβεζας Βαγγέλης Παπαχρήστος, και στο «όχι» που είπε ο απερχόμενος δήμαρχος Πρέβεζας Μιλτιάδης Κλάπας στη... χριστουγεννιάτικη απεργία των οδοκαθαριστών της πόλης του.
        «Δεν θα υποκύψω σε κανέναν εκβιασμό», δήλωσε θαρρετά ο κ. Κλάπας και, την ώρα που άλλοι συνάδελφοί του κρύβονταν, εκείνος απέρριπτε παράλογα αιτήματα των δημοτικών υπαλλήλων που, μεταξύ άλλων, διεκδικούσαν... ελαστικότητα ωραρίου, ώστε να εργάζονται δύο ως διόμισι ώρες την ημέρα, ή χρηματική αποζημίωση για το γάλα που πρέπει να πίνουν, αλλά δεν είναι της αρεσκείας τους.
        Πιο σημαντική από πολλές φλύαρες κοινοβουλευτικές αγορεύσεις θεωρώ, εξάλλου, ότι ήταν η δήλωσή του, σύμφωνα με την οποία «κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι ο Δήμαρχος, ο οποίος φεύγει, παύει να εκτελεί τα καθήκοντά του, ως έχει υποχρέωση απέναντι στους πολίτες». Όπως και η κατηγορηματική διαβεβαίωσή του ότι «μέχρι την τελευταία μέρα θα εκτελώ τα καθήκοντά μου σαν να είναι η πρώτη που ανέλαβα».
       Η στάση του αποκτά ιδιαίτερη αξία, επειδή δεν χαρακτηρίζει κάποιον. ανάλγητο νεοφιλελεύθερο θιασώτη του «μνημονίου» και των επιταγών της «τρόικας». Για τους μη γνωρίζοντες ο κ. Κλάπας είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και αυτές τις μέρες, κλείνοντας μια επιτυχή οκταετή θητεία στο Δήμο Πρέβεζας, απέρχεται, καθώς δεν θέλησε, παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν, να διεκδικήσει το ίδιο ή άλλο αυτοδιοικητικό αξίωμα.
        Γι΄ αυτό και, κατά την ταπεινή μου άποψη, του πρέπει τιμή και δόξα, αφού μόνον πολίτες και πολιτικοί με τόσο υψηλή αίσθηση καθήκοντος μπορεί να μας απαλλάξουν μια ώρα αρχύτερα από τους επαχθείς όρους του μνημονίου.

         *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 28.12.2010)