Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σύνταγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σύνταγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Το «αυγό του Κολόμβου» στην ψήφο των Αποδήμων


«Πρώτος κανόνας της πολιτικής είναι να ξέρεις να μετράς» έλεγε ένας σπουδαίος Αμερικανός πολιτικός των τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα και έκτοτε η φράση του αυτή καθιερώθηκε ως άγραφος γνώμονας για τη λειτουργία αλλά και την ερμηνεία της εκάστοτε πολιτικής πραγματικότητας.
Εφαρμόζοντας, λοιπόν, τον συγκεκριμένο κανόνα στο θέμα της ψήφου των Αποδήμων, το οποίο απασχολεί αυτές τις μέρες την εγχώρια πολιτική επικαιρότητα, ας ξεκινήσουμε μετρώντας: Τον περασμένο Μάιο είχαμε ευρωεκλογές και σε αυτές συμμετείχαν περί τις 12.000 Έλληνες πολίτες που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους αλλά ζουν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκεί στους χώρους των ελληνικών διπλωματικών αντιπροσωπειών στήθηκαν 53 ειδικά εκλογικά τμήματα.
Το αποτέλεσμα το οποίο έβγαλαν αυτές οι λίγες κάλπες είχε ως εξής: Η ΝΔ απέσπασε ποσοστό 33,89% που ήταν πολύ κοντά στο συνολικό της ποσοστό (33,12%). Οι επιδόσεις των άλλων κομμάτων κατέγραψαν αξιοπρόσεκτες αποκλίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κόμμα με μεγαλύτερη προς κάτω απόκλιση από το εθνικό του ποσοστό (23,75%), καθώς ψηφίστηκε μόλις από το 15,28% των ψηφοφόρων του εξωτερικού. Χαμηλότερες «πτήσεις» στις εκτός επικράτειας κάλπες είχαν επίσης η Χρυσή Αυγή και η Ελληνική Λύση.
Αντιθέτως, το ΚΚΕ, που οι ψηφοφόροι του εξωτερικού το κατέταξαν τρίτο με 14,09% (έναντι 5,25% στο σύνολο), το Κίνημα Αλλαγής, που έλαβε 8,58% (από 7,72% συνολικά), το ΜέΡΑ 25, με 3,25% (από 2,99%), όπως και το Ποτάμι, που έφθασε στο 4,95% (έναντι συνολικού 1,52%), προτιμήθηκαν περισσότερο από τους συμπατριώτες μας που ζουν και εργάζονται ή σπουδάζουν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι επιδόσεις αυτές μόνον τυχαίες δεν μπορούν να θεωρηθούν, αφού σε μεγάλο βαθμό συνάδουν και με ό,τι είχε συμβεί πέντε χρόνια νωρίτερα όταν είχαμε τις προηγούμενες ευρωεκλογές, τον Μαΐο του 2014. Τότε, από τους περίπου 10.000 Έλληνες του εξωτερικού που αιτήθηκαν να ψηφίσουν από τον τόπο της διαμονής τους,  το 27,43% ψήφισε ΝΔ (22,72% πανελλαδικά), το 19,35% ΣΥΡΙΖΑ (που ήταν πρώτος στο σύνολο με 26,56%), το 17,92% ΚΚΕ (από 6,11%), το 8,29% την «Ελιά»- ΠΑΣΟΚ (από 8,02%), το 7,94% το Ποτάμι (από 6,61%), ενώ η Χρυσή Αυγή συγκέντρωσε το χαμηλό 4,74% (από 9,39% στο σύνολο της Επικράτειας).
Τώρα που μετρήσαμε και μάλιστα σε δύο εκλογικές διαδικασίες, νομίζω ότι δεν έχουμε δυσκολίες για να αντιληφθούμε ποιος στηρίζει τι και γιατί στο θέμα της ψήφου των Ελλήνων που διαμένουν έξω από την ελληνική επικράτεια. Μπορούμε εύκολα πλέον να διαπιστώσουμε πόσο κουτοπόνηρες είναι οι θεωρίες περί δήθεν «αλλοίωσης που εκλογικού σώματος», επειδή –άκουσον, άκουσον!- μπορεί να ψηφίσει και ο Τομ Χανκς, που έχει παντρευτεί ελληνοαμερικανίδα...
Λες και ο γνωστός ηθοποιός του Χόλυγουντ, αν όντως είχε δικαίωμα ψήφου στη χώρα μας αλλά και επιθυμία να ψηφίσει για τον Κατρούγκαλο ή τον Άδωνι, θα τσιγκουνεύονταν να πάρει το αεροπλάνο και να έρθει να ψηφίσει. Και, αντ’ αυτού, θα πήγαινε στο ελληνικό προξενείο του Λος Άντζελες ή του Αγίου Φραγκίσκου...
Επίσης, τώρα που μετρήσαμε, μπορούμε να τεστάρουμε και τη βασιμότητα που έχουν οι υποψίες του… δαιμόνιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννη Ραγκούση ότι μπήκε σε εφαρμογή το… καταχθόνιο σχέδιο του Μάκη Βορίδη για να ληφθούν όλα τα «κατάλληλα θεσμικά μέτρα προκειμένου να μην κυβερνήσει ξανά η προοδευτική παράταξη»!
Το τι είδους «προοδευτική παράταξη» είναι αυτή η οποία θέλει να αποκλείσει από την εκλογική διαδικασία όποιον πιθανολογεί ότι δεν θα την ψηφίσει, είναι κάτι που για να το ερμηνεύσει κάποιος θα πρέπει και πάλι να καταφύγει στο μέτρημα. Να μετρήσει αν υπερτερούν των επαινετικών οι επικριτικές για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του δηλώσεις του κ. Ραγκούση.
Όπως και να έχει, η συζήτηση που έχει ανοίξει μοιάζει να έρχεται από το παρελθόν. Μπορεί ο σφικτός κορσές των 200 ψήφων, οι οποίες απαιτούνται για την ψήφιση νόμου που να διευκολύνει την ψήφο όσων βρίσκονται εκτός της ελληνικής επικράτειας, να περιορίζει τη δυνατότητα ελιγμών της κυβέρνησης, αλλά είναι ώριμες οι συνθήκες για να δοθεί λύση στον «Γόρδιο δεσμό» που μένει άλυτος - αν όχι και από το 1975, που ψηφίστηκε το Σύνταγμα - σίγουρα από το 2001 που αναθεωρήθηκε η παράγραφος 4 του άρθρου 51.
Υπό τις παρούσες συνθήκες και με δεδομένη την τεχνολογική πρόοδο των τελευταίων ετών, αλλά και τη σχετική διεθνή εμπειρία, η λύση είναι τόσο απλή όσο και το «αυγό του Κολόμβου»: Η Βουλή μπορεί να καθιερώσει την εξ αποστάσεως ψήφο για όλους ανεξαιρέτως τους εκλογείς. Οι οποίοι θα μπορούν με τις ίδιες διαδικασίες να ψηφίζουν μέσω Διαδικτύου, οπουδήποτε και να βρίσκονται: στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό.
Με τον τρόπο αυτό θα αυξηθεί η συμμετοχή τόσο των λεγόμενων ετεροδημοτών του εσωτερικού, που μόνον ορισμένοι εξ αυτών μπορούν τώρα να ψηφίζουν σε ειδικά τμήματα, όσο και όσων διαμένουν στο εξωτερικό.  Οι ανήκοντες στις δύο κατηγορίες θα μπορούν –με τις απαραίτητες δικλείδες- να ψηφίζουν από το σπίτι ή το γραφείο τους, χωρίς να χρειάζεται να μετακινηθούν και να στήνονται στις ουρές των εκλογικών τμημάτων στα οποία είναι εγγεγραμμένοι.
Άλλωστε, τα τμήματα ετεροδημοτών που οργανώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως και εκείνα που μπορεί να στηθούν με την προωθούμενη μεσοβέζικη πρόταση της αυτοπρόσωπης προσέλευσης των αποδήμων στα Προξενεία, αφενός είναι κοστοβόρα και αφετέρου δεν διευκολύνουν όλους τους εκλογείς.
Ένας ψηφοφόρος που σπουδάζει στο Εδιμβούργο θα πρέπει να κάνει ταξίδι στο Λονδίνο για να ψηφίσει, ενώ ένας εργαζόμενος στην Ατλάντα θα χρειαστεί να οδηγήσει χιλιάδες μίλια για να βρει κάλπη στην Τάμπα της Φλόριδας. Όπως και ένας από τα Γιάννενα που δουλεύει στη Σαντορίνη και ψηφίζει μόνον εκεί που είναι εγγεγραμμένος.
Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως γνωστόν, οι δεσμοί που δεν λύνονταν, κόβονταν. Ζητείται, ως εκ τούτου, ο τολμηρός που θα το κάνει. Διότι όσο βέβαιο είναι ότι η καθιέρωση της εξ αποστάσεως άσκησης του εκλογικού δικαιώματος θα φέρει στο προσκήνιο πολλές καινούργιες θεωρίες συνωμοσίας, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι μόνον έτσι η χώρα θα περάσει στον 21ο αιώνα.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Ναι στα αυτονόητα, όχι στους ψυχαναγκασμούς



Καμία κυβέρνηση δεν προέρχεται από παρθενογέννηση. Τα στελέχη που απαρτίζουν όλες τις κυβερνήσεις του πλανήτη έχουν παρελθόν, απόψεις, θέσεις, νοοτροπίες και κουβαλούν ψυχολογικές «αποσκευές» που δεν εξαφανίζονται με την υπουργοποίησή τους.
Το ίδιο προφανώς συμβαίνει και με τη νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι άνθρωποι που τη συγκροτούν διαθέτουν ο καθένας τους το δικό του ταπεραμέντο. Και όσο αλήθεια και αν είναι ότι ο πρωθυπουργός προσπάθησε να τους περάσει από διαδικασίες αξιολόγησης, άλλο τόσο γεγονός αναμφισβήτητο αποτελεί ότι δεν υπάρχει… καλούπι που να βγάζει ομογενοποιημένα κυβερνητικά στελέχη.
Γι΄ αυτό και δεν είναι να απορεί κανείς με κάποιες πρώτες αρρυθμίες, ου μην αλλά και αστοχίες, που παρατηρούνται στην μέχρι τούδε κυβερνητική λειτουργία. Το χρονικό διάστημα που έχει διανυθεί είναι σαφώς πολύ μικρό για να εξαχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα.
Παρά ταύτα εκείνο που είναι δύσκολο να αρνηθεί όποιος δεν διακατέχεται από ακραία προκατάληψη είναι ότι αυτή η κυβέρνηση αν εκπλήσσει για κάτι είναι επειδή τις περισσότερες φορέςκάνει απλώς τα… αυτονόητα.
Είναι αλήθεια ότι επί πολλά χρόνια η χώρα μας είχε καταληφθεί από μια παρανοϊκή υψιπέτεια που εμπόδιζε τόσο τους κάθε λογής ταγούς όσο και τους απλούς πολίτες να συνεννοηθούν για το τι ήταν γεγονός και τι αποτελούσε συλλογική φαντασίωση ή ατομική αυταπάτη και να αποφασίσουν τι υλοποιείται άμεσα και χωρίς χρονοτριβή και τι απαιτεί χρόνο για να ωριμάσει.
Κλόουν της πολιτικής παρίσταναν τους υπουργούς αλλά δεν καθόταν, δήθεν, στην υπουργική καρέκλα για να μην… αλλοτριωθούν, όπως έλεγαν στο πόπολο. Χωρίς, όμως, οι βερμπαλισμοί αυτού του είδους να τους εμποδίζουν να κάνουν χρήση όλων των προνομίων της εξουσίας  που απολάμβαναν ως λάφυρο που κέρδισαν στη μάχη.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει μέχρις στιγμής να αφήνει πίσω πολλές από αυτές τις παθογένειες, όχι γιατί έχει να επιδείξει σπουδαίο έργο, αλλά επειδή τις περισσότερες φορές κάνει αυτονόητα πράγματα. Γεγονός που στις μέρες μας προσομοιάζει με… επαναστατική πράξη.
Δεν είναι λίγοι όσοι τα τελευταία χρόνια έχουν επισημάνει ότι η Ελλάδα για να πάει μπροστά και να γίνει μια κανονική χώρα εκείνο που χρειάζεται είναι μια… επανάσταση: η επανάσταση του αυτονόητου.
Ας δούμε δύο απλά παραδείγματα που σχετίζονται με τη μεγαλύτερη τραγωδία των τελευταίων χρόνων που έζησε πριν από ένα χρόνο η ελληνική κοινωνία επειδή στο Μάτι δεν έγιναν – πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και στη συνέχεια του δράματος- πολλά από αυτά που σε κάθε κανονική χώρα θα είχαν γίνει.
Σε ελάχιστες μέρες αφότου ανέλαβε τα ηνία της χώρας, η νέα κυβέρνηση συνεννοήθηκε με ιδιώτες για να καθαρίσουν (χωρίς κόστος για το Δημόσιο) το επικίνδυνο οικόπεδο, όπου είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες τόνοι καύσιμης ύλης. Και ταυτόχρονα «έπεσε με τα μούτρα» για να βρει λύση στο θέμα του συστήματος αποστολής SMS σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Ένα χρόνο μετά τη φονική πυρκαγιά, στην οποία χάθηκαν αδίκως 102 συνάνθρωποί μας και αφού η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε προχωρήσει το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης 112, η νέα κυβέρνηση έκανε κάτι πραγματικά απλό: συνεργάστηκε με τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας για την υλοποίηση μιας ενδιάμεσης λύσης, ούτως ώστε να υπάρχει δυνατότητα προειδοποίησης των πολιτών για φυσικούς κινδύνους με γραπτό μήνυμα, μέχρι να λειτουργήσει το 112 έως το τέλος του τρέχοντος έτους.
Από την άλλη, ωστόσο, εξίσου  αυτονόητο είναι ότι μερικά πράγματα χρειάζονται χρόνο για να υλοποιηθούν και δεν αρκεί η σύλληψη μιας φαεινής ιδέας να μετουσιωθεί εν ριπή οφθαλμού σε νομοθετική πρωτοβουλία. Επειδή αυτός που τη συνέλαβε έθεσε ένα… ψυχαναγκαστικό χρονοδιάγραμμα το οποίο πρέπει να τηρηθεί απαρέγκλιτα, αγνοώντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τις… γονατογραφίες που γίνονται νόμοι του κράτους στο άψε σβήσε.
Τα τελευταία χρόνια η χώρα και το πολιτικό σύστημα ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα από την εμμονή με την οποία οι εταίροι και οι δανειστές επέβαλαν να περάσουν κατεπείγοντα πολυνομοσχέδια χιλιάδων σελίδων χωρίς να προηγηθεί η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τη λογική διαδικασία διαβούλευσης, ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη θέσεις και απόψεις για το προωθούμενο κάθε νομοθέτημα όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων.
Συστατικό στοιχείο, άλλωστε, για την επιστροφή στην κανονικότητα είναι, αυτονοήτως, και η διαβούλευση για τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνηση. Το ότι κάποιες εξ αυτών μπορεί να ήταν στο Κυβερνητικό Πρόγραμμα της ΝΔ που ενέκριναν οι ψηφοφόροι, δεν δικαιολογεί τη σπουδή να περάσουν κάποια πράγματα για να φανεί ότι οι νέοι υπουργοί κινούνται ταχέως και αποφασιστικά.
Για να μη μιλάμε θεωρητικώς, ας παραθέσουμε ένα παράδειγμα στο οποίο αποτυπώνεται η… ψυχαναγκαστική παραβίαση του αυτονόητου: Κάποιος από τους συνεργάτες του πρωθυπουργού συνέλαβε την ιδέα να τεθούν αυστηρά ασυμβίβαστα και κωλύματα για όσους αναλαμβάνουν θέσεις στην κυβέρνηση και στον κρατικό μηχανισμό.
Προτάθηκε, ειδικότερα, ορισμένα από αυτά τα ασυμβίβαστα να ισχύουν για αρκετά χρόνια μετά την εγκατάλειψη της θέσης όσων αναλαμβάνουν αξιώματα γενικού γραμματέα σε υπουργείο ή διοικητή δημόσιου οργανισμού. Εν ολίγοις αν κάποιος απολυθεί ή παραιτηθεί θα πρέπει να μείνει επί χρόνια άνεργος, αφού στον τομέα της κυβερνητικής ευθύνης που είχε –και επιλέχθηκε επειδή είχε σχετική προϋπηρεσία και εμπειρία- δεν θα μπορεί να ξαναδουλέψει.
Ναι, λοιπόν, στην αυτονόητη αντιμετώπιση της γνωστής νοοτροπίας ότι «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει» που κρατά καθηλωμένη τη χώρα, ενώ είναι θέμα απλών κινήσεων και κοινής λογικής για να προχωρήσουν ώριμα ζητήματα. Όχι, όμως, στις ψυναναγκαστικές λογικές επειδή απλώς πρέπει οι νέοι κυβερνώντες πρέπει να δείξουν ότι είναι διαφορετικοί από τους άλλους.
Αυτονόητα πράγματα, δηλαδή!

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

«Η φθήνια τρώει τον… παρά»



Αν έχει ένα αναμφίβολο προσόν η κυβέρνηση Τσίπρα είναι η ευκολία με την οποία τα στελέχη της σκαρφίζονται διάφορα –φθηνά, κατά βάση- κόλπα είτε για να δικαιολογήσουν πράγματα και καταστάσεις είτε για να εξαπατήσουν τους Έλληνες πολίτες, για τους οποίους, κρίνοντες μάλλον εξ ιδίων τα αλλότρια, δεν πρέπει να έχουν την καλύτερη άποψη σχετικά με την κριτική τους ικανότητα.
Ανάμεσα σε εκατοντάδες παραδείγματα που δείχνουν σε πόσο χαμηλό επίπεδο έχουν βάλει τον πήχη της αξιολογικής κρίσης που έχουν οι συμπατριώτες μας, δανείζομαι ένα από την τρέχουσα επικαιρότητα: «Επιστροφή φόρου τον Απρίλιο για 1.000.000 πολίτες», πανηγύριζαν αυτές τις μέρες τις ημέρες φιλοκυβερνητικά μέσα.
Όποιος έμπαινε στον κόπο να μάθει πως θα γίνει διαπίστωνε με έκπληξη ότι οι φιλοΣΥΡΙΖΑϊκοί προπαγανδιστές ερμήνευαν κατ΄ αυτόν τον τρόπο το απλούστατο μέτρο που πρόσφατα θεσπίστηκε και προβλέπει την αποστολή χωριστών φορολογικών εκκαθαριστικών στα ζευγάρια, ανεξαρτήτως να υποβάλλουν ή όχι κοινές δηλώσεις.
«Οι φορολογούμενοι που θα υποβάλουν τη φορολογική τους δήλωση έως το τέλος Μαρτίου και το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης είναι πιστωτικό, θα δουν το ποσό της επιστροφής του φόρου στον τραπεζικό τους λογαριασμό πιθανότατα και εντός του Απριλίου», διαβάζουμε στα σχετικά προπαγανδιστικά «ρεπορτάζ». «Ρεπορτάζ» τα οποία δεν έμεναν μόνον σε αυτό, αλλά «εκλαϊκεύοντας», δήθεν την «είδηση» πληροφορούν τους αναγνώστες τους και τα εξής:
«Είναι πολύ πιθανό να εμφανιστεί για πρώτη φορά το εξής “φαινόμενο”: Η σύζυγος να εισπράττει στον τραπεζικό της λογαριασμό την επιστροφή φόρου τον Απρίλιο ή τον Μάιο και ο σύζυγος να ξεκινά να πληρώνει τον δικό του φόρο εισοδήματος από τον Ιούλιο».
Όπως ακριβώς το διαβάσατε: Ο ένας σύζυγος θα πάρει νωρίς το εκκαθαριστικό που θα προβλέπει επιστροφή φόρου και γι΄ αυτό θα πάει όλη η οικογένεια μαζί στις κάλπες Μαίου για να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, αδιαφορώντας για το ότι θα είναι σε αναμονή το χρεωστικό εκκαθαριστικό του άλλου συζύγου που θα τους το στείλουν μετά τις εκλογές!


Όποιος αμφιβάλει για το ποιος ενορχηστρώνει αυτούς τους αστείους ισχυρισμούς, που δεν μπορούν να κρύψουν την χαμηλή εκτίμηση που έχουν στην κυβέρνηση για τους «υπηκόους» τους, δεν έχει παρά να ανατρέξει στα «επιχειρήματα» με τα οποία θέλησε ο ίδιος ο πρωθυπουργός να υποστηρίξει τις προτάσεις του κόμματός του για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Δικαιώνοντας όλους όσοι υποστηρίζουν ότι στο Μαξίμου ζουν και αναπνέουν με το πώς θα δημιουργήσουν προβλήματα στην αντιπολίτευση, επειδή μόνον έτσι μπορεί να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές, η κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία μετατράπηκε σε ένα ευτελές παιχνίδι πολιτικού κουτσομπολιού για το ποιος είναι με ποιον. 
Ο Αλέξης Τσίπρας, ο πολιτικός που εργαλειοποίησε όσο κανείς άλλος στο παρελθόν τη συνταγματική διάταξη για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, προκαλώντας την πρόωρη διάλυση της Βουλής το 2014, τώρα εισηγείται να αλλάξει αυτή η ρύθμιση για να μην μπορεί να επαναλάβει κανείς αυτό το τέχνασμα, παρά μόνον ο ίδιος.
Και γνωρίζοντας ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος ως βουλευτής ήταν ο μόνος από τη Νέα Δημοκρατία που το 2015 δεν έδωσε θετική ψήφο στον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, προσπάθησε να σπείρει διχαστικά «δαιμόνια» στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης.
«Η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης δεν θα προτείνει εκ νέου τον Προκόπη Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, διότι δεν επιθυμεί ο σημερινός Πρόεδρος να ανανεώσει τη θητεία του», υποστήριξε από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός της Ελλάδος. «Ίσως γιατί δεν θεωρεί ότι είναι καλός Πρόεδρος είτε γιατί έχει τάξει κάπου αλλού τη στήριξή του», συμπλήρωσε καθότι στόχος του δεν ήταν μόνον η συνοχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και της ελάσσονος.
Ο αρχηγός του κόμματος που… απείλησε την αντιπολίτευση ότι θα αποσύρει την πρότασή της για αναθεώρηση του άρθρου 32 που αναφέρεται στην προεδρική εκλογή, επειδή κινδυνεύει να του γυρίσει σε μπούμερανγκ, κατηγόρησε τον αντίπαλό του ότι «επιχειρεί να μετατρέψει τη διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης σε παρωδία».
Κατηγορία, την οποία στήριξε με το γεγονός ότι ο αρχηγός της ΝΔ «μαζεύει διάφορους αξιόλογους, κατά τα άλλα, συνταγματολόγους να του ενισχύσουν την άποψη ότι δεν παίζει ρόλο τι ακριβώς ψηφίζει στην πρώτη Βουλή, ψηφίζει μόνο το άρθρο αυτό, ενώ λέει ρητά ότι διαφωνεί στην κατεύθυνση και στο περιεχόμενο, ώστε να έχει το άρθρο αυτό 180, ευελπιστώντας ότι στην επόμενη Βουλή θα έχει μαζί με το ΚΙΝΑΛ, προφανώς, 151 Βουλευτές και να το αλλάξει για να καταφέρει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όχι τον σημερινό Πρόεδρο που εμείς προτείνουμε, αλλά κάποιον άλλον, ενδεχομένως κάποιο στέλεχος, νυν ή σε αποστρατεία, του ΚΙΝΑΛ».
«Αυτή είναι όλη η σκοπιμότητα», ισχυρίστηκε, προκαλώντας μάλλον καγχασμούς στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Που αυξήθηκαν από όσα πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας: «Αυτό είναι όλο το πολιτικό παιχνίδι που κρύβεται πίσω από αυτήν την ιστορία», είπε ο πρωθυπουργός. Και συμπλήρωσε: «Εμείς, λοιπόν, θα το πούμε καθαρά. Υπάρχει μεγάλη ανησυχία, αλλά εάν θέλει, μπορεί να το διαψεύσει ο κ. Μητσοτάκης. Θα πάρει τον λόγο και θα πει “όχι, εμείς θα προτείνουμε τον Παυλόπουλο”, οπότε όλη αυτή η ιστορία θα τελειώσει. Τον προκαλώ να το κάνει».
Όσοι άκουσαν κ. Τσίπρα είναι βέβαιο ότι έμειναν με την απορία για το ποιος είναι εκείνος διακατέχεται από τη «μεγάλη ανησυχία» στην οποία αναφέρθηκε. Όπως και με την περιέργεια για το ποιος μπορεί να τον έπεισε ότι δημιούργησε προβλήματα στην αντιπολίτευση με τους αστήρικτους ισχυρισμούς ότι υπάρχει προσυνεννόηση ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στο ΚΙΝΑΛ για την εκλογή Προέδρου η οποία θα γίνει σε ένα χρόνο από τώρα και αφού στο μεταξύ θα έχουν στηθεί στη χώρα νωρίτερα τρεις κάλπες: ευρωπαϊκές, αυτοδιοικητικές και βουλευτικές. 
Είναι προφανώς το δικό του… υψηλής στάθμης πολιτικό κριτήριο που τον οδήγησε σε μια τέτοια σκέψη. Το κριτήριο με το οποίο παλαιότερα μετέτρεψε το «Όχι» του δημοψηφίσματος του 2015 σε ένα ταπεινωτικό «Ναι». Το κριτήριο που τον έκανε να καταστήσει κατηγορούμενους τους πολιτικούς του αντιπάλους που του ασκούν την πιο αυστηρή κριτική. Το κριτήριο που τον έστειλε να υπογράψει τη Συνθήκη των Πρεσπών για να διασπαστεί τη ΝΔ. Το κριτήριο που τον κάνει να πιστεύει ότι θα κλέψει τις ψήφους των αφελών οικογενειών που θα λάβουν προεκλογικά τα πιστωτικά εκκαθαριστικά με τις επιστροφές φόρων και μετεκλογικά τα χρωστικά με τις πληρωμές.
Για τέτοιες περιπτώσεις ο λαός μας μια πολύ ταιριαστή παροιμία που λέει: «Η φθήνια τρώει τον παρά». Παροιμία την οποία μάλλον δεν την ξέρουν εκεί στο Μαξίμου.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Φτωχαίνουν οι λέξεις κι ο κατήφορος δεν βρίσκει πάτο!



Φαρσοκωμωδία, ιλαροτραγωδία, τραγέλαφος, τσίρκο, θέατρο σκιών, ευτελισμός, ξεπεσμός, ξεφτίλα, ξετσιπωσιά, εκτροπή, κατάπτωση. Η ελληνική γλώσσα διαθέτει μεγάλο πλούτο από ουσιαστικά τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να χαρακτηρίσει τα πολιτικά φαινόμενα που ζούμε αυτή την περίοδο.
Μεγάλη είναι και η ποικιλία των επιθέτων που μπορεί να επιστρατευθούν για τον ίδιο σκοπό: πρωτοφανές, μοναδικό, καινοφανές, ανεπανάληπτο, ανεκδιήγητο, απερίγραπτο και αρκετά ακόμη παρόμοια τα οποία κατά βούληση μπορεί οιοσδήποτε να υιοθετήσει.
Φοβάμαι, ωστόσο, ότι όλα αυτά τα ουσιαστικά και τα επίθετα είναι, εν τέλει, πολύ φτωχά για να μπορέσουν να αποδώσουν παραστατικά τις άνευ προηγουμένου εξελίξεις που διαμορφώνονται στο πολιτικό σκηνικό. Οι λέξεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να περιγράψουν την αλληλουχία των πρωτόγνωρων επεισοδίων που διαδέχεται το ένα το άλλο.
Αν για το ψέμα ισχύει ο αφορισμός του Γιόζεφ Γκέμπελς σύμφωνα με τον οποίο «όσο πιο τερατώδες είναι, τόσο πιο πιστευτό γίνεται», έτσι και σε όλα αυτά που εκτυλίσσονται στο κοινοβουλευτικό προσκήνιο και παρασκήνιο φαίνεται να ισχύει ότι, όσο πιο υπερβολικό είναι αυτό που θα πουν ή θα κάνουν οι κυβερνώντες, τόσο μειώνονται τα ανακλαστικά αντίδρασης της αντιπολίτευσης αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας.
Το άρθρο 60 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Είναι μια εν πολλοίς αυτονόητη πρόνοια, η οποία –η αλήθεια είναι ότι- έχει πολλές φορές κακοποιηθεί, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν γνώρισε τόσο κραυγαλέα και απροσχημάτιστη καταστρατήγηση.
Αναφέρομαι, προφανώς, στο γεγονός ότι έξι από τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων, που θεωρητικώς δεν τους ενώνει τίποτε σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, αφού έχουν εκλεγεί με τέσσερα διαφορετικά κόμματα, συντονίστηκαν και ανενδοίαστα υπέγραψαν παρόμοιες επιστολές με τις οποίες δηλώνουν απερίφραστα ότι η ψήφος τους πρέπει να προσμετράται στην κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς καν να ερωτώνται αν συμφωνούν με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Ο πρόεδρος του ελληνικού Κοινοβουλίου, θεματοφύλακας, κατά τα άλλα, του θεσμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τον οποίο ορκίστηκε να υπηρετεί, όχι μόνον αποδέχθηκε τις επιστολές των  έξι βουλευτών, αλλά τις χρησιμοποίησε και ως «επιχείρημα» για να υποστηρίξει ότι από κοινοβουλευτική σκοπιά «ναι, μπορούμε να πάμε Οκτώβριο σε εκλογές».
Δεν τον προβλημάτισε τον κ. Νίκο Βούτση η κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, ίσως γιατί και ο ίδιος, με την ιδιότητα του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, υπέγραψε, όπως και όλοι οι ομοϊδεάτες συνάδελφοι του, δήλωση με την οποία «δεσμεύονται ότι η έδρα που καταλαμβάνουν ανήκει στο κόμμα και όχι στους/στις ίδιους/ες».
Δεν φάνηκε, μάλιστα, ούτε καν να τον απασχόλησε το πλέον απίστευτο που είναι ότι δύο από τους έξι επιστολογράφους βουλευτές ανήκουν σε κοινοβουλευτική ομάδα, τους ΑΝΕΛ, που –καλώς ή κακώς- δεν είναι πλέον στη συμπολίτευση, αλλά έχει περάσει στην αντιπολίτευση.
Έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν λόγος για την έκπτωση των πολιτικών και κοινοβουλευτικών ηθών. Εκείνοι, μάλιστα, που χρησιμοποιούσαν τους πλέον αυστηρούς τόνους για να ασκήσουν κριτική στους παρεκτρεπόμενους, συμβαίνει να είναι όσοι σήμερα όχι μόνον σφυρίζουν αδιάφορα για μείζονος σημασίας φαινόμενα πολιτικής έκπτωσης, αλλά βρίσκουν και δικαιολογίες.
Το πιο αστείο, όμως, και συνάμα εξοργιστικό είναι ότι την ίδια ώρα παριστάνουν τους «προοδευτικούς» και τους «σοσιαλδημοκράτες», δατεινόμενοι ότι οδηγούν τη χώρα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, και ξορκίζουν, υποτίθεται, την αβεβαιότητα για την οποία πληρώνει βαρύ τίμημα η ελληνική οικονομία, όπως έδειξε το υψηλότατο επιτόκιο με το οποίο πρόσφατα δανείστηκε η χώρα.
Μεμονωμένοι βουλευτές με τα χαρακτηριστικά του Παπαχριστόπουλου, της Μεγαλοοικονόμου, του Ζουράρη, αλλά και του Δανέλλη, ενδεχομένως και του Αμυρά ή του Ψαριανού, θήτευσαν και σε προηγούμενες κοινοβουλευτικές περιόδους. Και είναι αλήθεια ότι αρκετές φορές παλαιότερα έχει ακουστεί ο αφορισμός ότι «αυτή η Βουλή είναι χειρότερη από όλες τις προηγούμενες».
Ο υποφαινόμενος είχε υποστηρίξει από αυτή εδώ τη στήλη κάτι αντίστοιχο, όταν στο τέλος του 2014 διαλύθηκε με τα γνωστά τερτίπια του ΣΥΡΙΖΑ στην προεδρική εκλογή η Βουλή που είχε σχηματιστεί μετά τη δίδυμη εκλογική αναμέτρηση του 2012. Ποιος ξεχνάει τον μεταμεληθέντα χρυσαυγίτη Στάθη Μπούκουρα που έκλαιγε μετανοιωμένος στο βήμα της Βουλής; Ή τον ηθοποιό Παύλο Χαϊκάλη και την «απόπειρα εξαγοράς του» για να ψηφίσει Σταύρο Δήμα; 
Ποτέ, ωστόσο, στο παρελθόν δεν έχει υπάρξει τέτοιος… συνωστισμός προσώπων που δεν σέβονται ούτε τον θεσμό που υπηρετούν, ούτε τους ψηφοφόρους που τους εξέλεξαν, ούτε καν τους ίδιους τους εαυτούς τους, αθετώντας προκλητικά τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι από την τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση, η οποία προέκυψε από εκλογές χωρίς σταυρό και στη διάρκεια της είχαμε μεγάλες μεταστροφές, με πλειάδα προσώπων τα οποία «άλλαξαν φανέλα», δεν υπάρχει ούτε ένας βουλευτής που να παρέδωσε την έδρα του όταν διαφώνησε ή πέρασε σε άλλο στρατόπεδο.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ότι ο κατήφορος στον οποίο έχει μπει η πολιτική ζωή της χώρας δεν έχει βρει ακόμη τον πάτο του. Γι΄ αυτό και είναι δύσκολο να βρει κανείς σε μια τόσο πλούσια γλώσσα, όπως είναι η ελληνική, τις κατάλληλες λέξεις για να αποτυπώσει όλα όσα ζούμε. Και τα χειρότερα που, ίσως, μας περιμένουν ακόμη.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Συνταγματική αναθεώρηση τώρα; Όχι, ευχαριστώ!



Με τόσο αμοραλισμό και ιδεοληψία που έχει διοχετευθεί στο κοινωνικό σώμα την τελευταία τετραετία και με τέτοια εξαπάτηση και κοροϊδία που υφίστανται όλο αυτό το διάστημα οι πολίτες είναι προφανές ότι δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται η κυβέρνηση τη μείζονα θεσμική διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης.
Μια κατ΄ εξοχήν συναινετική διαδικασία, αφού για να αλλάξει το Σύνταγμα απαιτούνται συμπτώσεις και συγκλίσεις από ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις και μάλιστα σε δύο διαφορετικές κοινοβουλευτικές περιόδους, έρχεται στο προσκήνιο με το γνωστό μοντέλο της διχόνοιας που ακολουθείται σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου.
Η εκκίνηση έγινε με φιέστα η οποία στήθηκε προ διετίας στο προαύλιο της Βουλής για να ακολουθήσει «τουρνέ» των κυβερνητικών προτάσεων ανά την ελληνική επικράτεια που είναι αμφίβολο αν συγκίνησαν έστω και έναν απλό πολίτη, πέραν των εξ επαγγέλματος και επ΄ αμοιβή εμπλεκομένων σε αυτή τη διαδικασία.  
Το ζήτημα επανέρχεται τώρα στη Βουλή, εκεί που από την αρχή έπρεπε να μείνει, ακολουθώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες διαβούλευσης. Και το πιο αποκαρδιωτικό είναι ότι επανέρχεται μέσα στο ίδιο διχαστικό μοτίβο. Ένα μοτίβο που μόνον εθελοτυφλούντες δεν βλέπουν σε αυτό τη σταθερή και επίμονη επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου να εκτεθεί η αντιπολίτευση και να βρεθεί ο κοινός τόπος για να καταστεί εφικτή η αναθεώρηση και να προχωρήσουν οι συνταγματικές αλλαγές που η κοινωνία θεωρεί ώριμες.
Παρότι είναι σαφές ότι η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, όπως όριζε η παλαιά συνταγματική πρόνοια που έδινε το δικαίωμα στον ανώτατο άρχοντα να διαλύει τη Βουλή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει ούτε τη στρατηγική ούτε την τακτική που ακολουθεί τόσα χρόνια. Γι΄ αυτό και ως την τελευταία ώρα που θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την εξουσία θα επιμένει να κατασκευάζει αιτίες για αντιπαράθεση και να αναζητεί αφορμές για σύγκρουση.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος εκστόμισε τον πιο βαρύγδουπο βερμπαλισμό που έχει ακουστεί ποτέ σε προγραμματικές δηλώσεις κυβέρνησης, λέγοντας «είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας και αυτό θα υπηρετήσουμε μέχρι τέλους», έχει εργαλειοποιήσει όσο κανένας άλλος προκάτοχός του τον καταστατικό χάρτη της ελληνικής Πολιτείας. Φθάνοντας, μάλιστα, μέχρι του σημείου να τον χρησιμοποιεί ως… φόβητρο κατά των αντιπάλων του.
Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η αστεία κριτική την οποία ασκούν οι κυβερνώντες προς την αντιπολίτευση, εκτοξεύοντας τάχατες απειλές για την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών που υποτίθεται ότι φοβίζει τους πολιτικούς αντιπάλους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στην πραγματικότητα, όμως, αν υπάρχει κάποιος που πρέπει να φοβάται από την αλλαγή του περιώνυμου άρθρου 86 του Συντάγματος δεν είναι ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη Φώφη Γεννηματά, ούτε κανένα άλλο στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που σε τίποτε δεν τους αφορά το θέμα, τουλάχιστον όσο δεν έχουν την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Οι μόνοι που πρέπει να φοβούνται είναι οι σημερινοί υπουργοί οι οποίοι μπορεί να ελπίζουν ότι θα προστατευθούν και δεν θα διωχθούν από την επόμενη Βουλή με βάση την ισχύουσα  νομοθεσία περί ποινικής ευθύνης των μελών του υπουργικού συμβουλίου, επειδή τα τυχόν αδικήματά τους, π.χ. για τα τέρατα και σημεία του πρώτου εξαμήνου του 2015, θα θεωρηθούν παραγεγραμμένα.
Όπως και να έχει, όμως, η αναθεώρηση του άρθρου 86, στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις δηλώνουν σύμφωνες και που για προπαγανδιστικούς λόγους εμφανίζεται ως πανάκεια για τη διαφάνεια, μόνον τέτοια δεν είναι. Άλλωστε, όταν προέκυψαν στοιχεία η Δικαιοσύνη ουδόλως εμποδίστηκε από το εν λόγω άρθρο είτε να καταδικάσει τον Άκη Τσοχατζόπουλο είτε, μόλις πρόσφατα, να προφυλακίσει τον Γιάννο Παπαντωνίου.
Ούτε παραγραφές ίσχυσαν, ούτε ατιμωρησία εξασφαλίστηκε. Και αυτό καλό είναι να το ξέρουν ορισμένοι από τους σημερινούς υπουργούς που –για να το διατυπώσουμε όσο πιο κομψά γίνεται- επιτρέπουν να χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα ως να είναι λάφυρο που τους παραδόθηκε μαζί με τη διακυβέρνηση.
Με αυτά και με πολλά άλλα, όπως οι επιστολές που εστάλησαν σε ανύπαρκτους αρχηγούς ανύπαρκτων κομμάτων ή ακόμη και η διατύπωση ψευδεπίγραφων προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων ώστε δήθεν να προστατεύονται δημόσια αγαθά, όπως το νερό και το ηλεκτρικό, που επί των ημερών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ιδιωτικοποιούνται με επιμονή μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη κυβέρνηση, εύκολα οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για να γίνει μια ουσιαστική και απροσχημάτιστη αναθεώρηση που να αντιστοιχεί στις ανάγκες της εποχής.
Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί τον βαρύνοντα λόγο στην αναθεωρητική διαδικασία να τον έχει το κόμμα που απέρχεται από την εξουσία και θέλει να μπλοκάρει ακόμη και αλλαγές με τις οποίες είναι σύμφωνη η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών που έπαθε και έμαθε από τις λαϊκίστικες προσεγγίσεις και τις απατηλές υποσχέσεις των τελευταίων χρόνων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν άλλη επιλογή από το να απορρίψουν την ΣΥΡΙΖΑϊκής εμπνεύσεως  συνταγματική αναθεώρηση, διακηρύσσοντας σε όλους τους τόνους ότι δεν συναινούν στο διχαστικό πνεύμα που θέλει να αφήσει πίσω της, καθώς θα απέρχεται, η σημερινή εξουσία.     
Η απόρριψη, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωτικό να γίνει δια της αποχής. Μπορεί να γίνει εξίσου αν όχι ακόμη πιο αποτελεσματικά και δια της συμμετοχής. Ο ρόλος των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων, που ενδιαφέρονται ειλικρινά για το αύριο της χώρας, είναι να μπουν στη συζήτηση, με τον επιπλέον στόχο να αποκαλύψουν τα προσχήματα. Και όταν έρθει, αν έρθει, η ώρα της ψηφοφορίας μπορούν να αποφασίσουν την αποχή για να εμποδίσουν μια «κολοβή» αναθεώρηση που θα μεταθέτει για σχεδόν μια δεκαετία τις ώριμες αλλαγές.
            Έτσι θα αφήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί απερίσπαστος στον… δρόμο της προόδου που έχει επιλέξει με τους παλαιούς και νέους του συμμάχους: τον Πάνο Καμμένο, τον Νίκο Νικολόπουλο, την Κατερίνα Παπακώστα και άλλους «πρόθυμους» που τυχόν θα βρεθούν.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Οι καμπούρες της καμήλας



            Αυτή τη φορά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας πήγε με δική του πρωτοβουλία και μίλησε στη Βουλή χωρίς να αναρωτηθεί αν άξιζε τον κόπο να σπαταλήσει μέρος του πολύτιμου χρόνου του, όπως είχε κάνει σε προηγούμενες φάσεις που η παρουσία του ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας της αντιπολίτευσης. Το νομοσχέδιο για την αναδοχή και την υιοθεσία που ήταν στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου είχε κάνει άνω κάτω τα περισσότερα κόμματα, αφού αντιπολιτευόμενοι βουλευτές το στήριζαν και συμπολιτευόμενοι το καταψήφιζαν.
            Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς από έναν υπεύθυνο πολιτικό ηγέτη, ο οποίος θέλει μάλιστα να παραστήσει τον ευρωπαίο σοσιαλδημοκράτη, να αρθεί υπεράνω των αντιθέσεων και να εκφράσει την ικανοποίησή του που σε ένα τόσο ευαίσθητο για τα ανθρώπινα δικαιώματα ζήτημα το ελληνικό Κοινοβούλιο υπέταξε τον κομματισμό και τις άκαμπτες «γραμμές» επιτρέποντας στους βουλευτές να ψηφίσουν κατά συνείδηση. 
            Ανεξάρτητα αν συμφωνεί κάποιος ή όχι με την επίμαχη ρύθμιση που θεσπίζει δικαίωμα αναδοχής τέκνου από ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, η ευρύτερη πλειοψηφία των 161 βουλευτών που στήριξαν, εν τέλει, αυτό το νεωτεριστικό μέτρο θα έπρεπε να χαροποιεί την κυβέρνηση που το προώθησε. Και ο επικεφαλής της θα έπρεπε να χαιρετίζει τη συναίνεση που επετεύχθη και θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για τη διακομματική συνεννόηση που είναι τόσο απαραίτητη στην μετά πολλών εμποδίων πορεία της χώρας προς την κανονικότητα.
            Ο κ. Τσίπρας, όμως, κινήθηκε στον αντίποδα. Δεν πήγε στη Βουλή για να «κεφαλαιοποιήσει» τη συναίνεση που είχε παρατηρηθεί στη μεγάλη πλειονότητα των άρθρων του συζητούμενου νομοσχεδίου. Πήγε για να ενισχύσει τη διχαστική ατμόσφαιρα που είχε επικρατήσει τις προηγούμενες ημέρες. Και, αντί να επικροτήσει το γεγονός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έθεταν θέμα κομματικής πειθαρχίας, διευκολύνοντας τη συμπολίτευση που κινδύνευε η συνοχή της από τις διαρροές βουλευτών τόσο των ΑΝΕΛ όσο και -για πρώτη φορά- του ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξε να εξαπολύσει επίθεση κατά του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας.
            «Στην πραγματικότητα, είναι βαθιά συντηρητικός και πολλές φορές φλερτάρει με αναχρονιστικές ιδέες, αλλά φλερτάρει επικίνδυνα και με τον ακροδεξιό λαϊκισμό σε κάθε ουσιαστικό βήμα που κάνει αυτή η κυβέρνηση σε ζητήματα που αφορούν τα ατομικά δικαιώματα», υποστήριξε αναφερόμενος στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος -καλώς ή κακώς- είχε αποφασίσει να μη ζητήσει τον λόγο για να τοποθετηθεί επί του νομοσχεδίου που το κόμμα του υπερψήφιζε με εξαίρεση το άρθρο για την αναδοχή από ομόφυλους.
            Το παράδοξο είναι ότι ο κ. Τσίπρας πριν πει όλα αυτά για τον κ. Μητσοτάκη είχε υποστηρίξει ότι «δεν χωράνε σε τέτοιου είδους ζητήματα μικροκομματικές σκοπιμότητες». Ενώ, την ίδια ώρα, δεν βρήκε ούτε μια λέξη ψόγου για τους βουλευτές της συγκυβέρνησης που είχαν καταφύγει σε ακραίες ομοφοβικές τοποθετήσεις ή είχαν διαμηνύσει είτε ότι θα απείχαν από την ψηφοφορία είτε ότι θα καταψήφιζαν. Και οι οποίοι αθροιστικά ήταν περισσότεροι από τους αντιπολιτευόμενους που δεν συντάσσονταν με τα δικά τους κόμματα.
            «Η καμήλα βλέπει τις καμπούρες των άλλων και όχι την δική της», λέει μια ελληνική παροιμία που ταιριάζει γάντι με τη στάση του πρωθυπουργού. Φαίνεται, όμως, ότι δεν την ήξερε. Και ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί την προηγούμενη φορά που χρησιμοποίησε παροιμία με καμήλα μπέρδεψε την «ουρά» του ζώου με την… ουρά της αναμονής εκτιθέμενος μπροστά σε διεθνές κοινό. Και με το γνωστό επίπεδο των αγγλικών του δεν θα ήταν απίθανο να μπερδέψει την… δούκισσα της Κορνουάλης Καμίλα που υποδεχόμαστε την ίδια ώρα στη χώρα μας.
            Πέρα, πάντως, από την αστεία διάσταση της υπόθεσης, το μόνο βέβαιο συμπέρασμα που εξάγεται από το επιθετικό πνεύμα του κ. Τσίπρα κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι, με ευθύνη της κυβέρνησης, η πολιτική ζωή του τόπου δυσκολεύεται να επανέλθει σε συνθήκες ομαλότητας και διακομματικής συνεννόησης.
Αν σε τόσο απλά ζητήματα, όπως είναι η υιοθεσία και η αναδοχή παιδιών που όλοι είναι επί της αρχής σύμφωνοι, στήνεται σκηνικό πόλωσης, προκειμένου να κερδηθούν επικοινωνιακοί πόντοι και να διεκδικηθούν εύσημα «προοδευτικότητας», αναρωτιέται κανείς πως μπορεί να επιτευχθούν συναινετικές συνθήκες για να προωθηθούν μείζονες αλλαγές όπως, επί παραδείγματι, η συνταγματική Αναθεώρηση.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Πως καταφέρνουν να πέφτουν σε όλα έξω!



Δεν περνάει σχεδόν ούτε μέρα που η επικαιρότητα να μην κατακλύζεται από μια ή περισσότερες κυβερνητικές ανακολουθίες. Είναι τόσο συχνές οι ασυνέπειες των οποίων γινόμαστε μάρτυρες που είναι απορίας άξιο αν υπάρχει έστω και μια μικρή ή μεγαλύτερη εξαγγελία των κυβερνώντων που να έχει εκπληρωθεί.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Να θυμηθεί τα όσα ισχυριζόταν ο νυν πρωθυπουργός για την ενοικίαση γαλλικών φρεγατών;  Ή να ξεχάσει τον κόσμο που χάλαγαν ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ όταν υπό πολύ καλύτερους όρους επιχειρήθηκε να μεταβιβαστεί πριν από λίγα χρόνια ένα μέρος της τότε κραταιάς ακόμη ΔΕΗ;
Και δεν είναι μόνον αυτά. Το μικρό πλεόνασμα που έβγαλε η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν «ματωμένο», ενώ το πολλαπλάσιο υπερπλεόνασμα που από άστοχη υπερφορολόγηση προέκυψε επί των ημερών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θεωρείται «επιτυχία» και πιστώνεται στην «υπεραπόδοση» της οικονομίας η οποία συμβαίνει να παρουσιάζει τη μικρότερη μεγέθυνση σε όλη την Ευρώπη.
Ο κατάλογος με τις κραυγαλέες περιπτώσεις που διαπιστώνεται διάσταση λόγων και έργων είναι ατελείωτος. Και επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Από τον ΕΝΦΙΑ που θα καταργούνταν και τη σεισάχθεια,που τόσοι αφελείς περίμεναν αλλά τώρα αντιμετωπίζουν το φάσμα των πλειστηριασμών ή βλέπουν να τους κατάσχονται οι λογαριασμοί, έως τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας και τους ξένους που θα μας παρακαλούσαν να μας δανείσουν μόλις σκίζαμε το Μνημόνιο.
Από τις συντάξεις και τον κατώτατο μισθό που θα επανέρχονταν έως την «ανακάλυψη» ότι… υπάρχουν θαλάσσια σύνορα και τα εξευτελιστικά «ναι σε όλα» που υποχρεώνονται να πουν οι διαφωνούντες κυβερνητικοί βουλευτές για να μην κινδυνέψει η καρέκλα τους.
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες οι οποίοι, όπως κατήγγειλαν, εμποδίζονταν από τον φράκτη του Έβρουκαι έπρεπε να ανοίξουν τα σύνορα για να κατευθυνθεί ο καθένας όπου ήθελε, τώρα δεινοπαθούν εγκλωβισμένοι στα ελληνικά νησιά όπου ζουν υπό άθλιες συνθήκες τόσο για τους ίδιους όσο και για τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Τα δικαιώματα όσων είχαν περιοριστεί στην… επαίσχυντη Αμυγδαλέζα γινόταν πολύ περισσότερο σεβαστά από εκείνα των εγκλείστων στη Μόρια. 
Έχουν το θράσος να υποστηρίζουν ότι τα άγρια μνημονιακά τους μέτρα κράτησαν δήθεν την «κοινωνία όρθια», παραβλέποντας τη συνεχώς διερυνόμενη φτώχεια, τα απειλούμενα με διάλυση δημόσια νοσοκομεία και τα κενά στα σχολεία που με έκπληξη διαπίστωσε ο κ. Τσίπρας ότι δεν καλύφθηκαν μόλις την περασμένη εβδομάδα που πήγε στο Καστελόριζο και βρέθηκε μια θαρραλέα εκπαιδευτικός για να καταρρίψει την κυβερνητική προπαγάνδα που ήθελε να λειτουργούν όλα άψογα.
Οι παρελάσεις και οι θρησκευτικές τελετές, με πιο χαρακτηριστική την απόδοση τιμών στο «Άγιο Φως», που παλαιότερα γινόταν αντικείμενο χλευασμών από σημερινούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης, τώρα τηρούνται με… ευλάβεια προς χάριντης υποκριτικής ψηφοθηρίας. Τα ρουσφέτια και ο νεποτισμός με το βόλεμα συγγενών, φίλων και κάθε είδους κολλητών έχουν, τηρουμένων των αναλογιών της κρίσης, ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Οι μετακλητοί υπάλληλοι που θα καταργούνταν έχουν αυξηθεί και βρίσκονται σε επίπεδα που καμία προηγούμενη ομάδα διακυβέρνησης δεν είχε φθάσει. Τα κυβερνητικά αεροσκάφη, που θα πωλούνταν για να… ξεχρεώσουμε, κάνουν υπερωρίες και έχουν μετατραπεί σε learjetπου τα χρησιμοποιούν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ακόμη και για λόγους προσωπικής και οικογενειακής αναψυχής.
Οι πολυδιάστατες διεθνείς σχέσεις που θεωρητικά θα ακολουθούσαν έχουν δώσει τη θέση τους στην εθελόδουλη πρόσδεση στο άρμα των υπερατλαντικών «συμμάχων» οι οποίοι υπαγορεύουν τη «βούληση» των κυβερνώντων, επιβάλλοντας τα εξοπλιστικά προγράμματα που θα αποκτήσουμε και τις υποχωρήσεις τις οποίες θα κάνουμε στο «Μακεδονικό». 
Ο υποτιθέμενος πόλεμος κατά της διαπλοκής μορφοποιήθηκε σε προσπάθεια ποδηγέτησης της ενημέρωσης και εξυπηρέτησης με απροκάλυπτο τρόπο επιχειρηματικών συμφερόντων που είναι διατεθειμένα να δώσουν γη και ύδωρ στη κυβερνητική εξουσία. Εν κρυπτώ και παραβύστωδεν πρέπει ποτέ στο παρελθόν να έχουν μπει τόσοι πολλοί επιχειρηματίεςαπό την πίσω πόρτα του Μαξίμου.
Το Σύνταγμα, για την τήρηση του οποίου έδιναν όρκους πίστης, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν «κάθε του λέξη», δεν έχει υποστεί τέτοια καταρράκωση τις τελευταίες δεκαετίες, χάριν κομματικών σκοπιμοτήτων. Ενώ ποτέ άλλοτε από την εξομάλυνση της πολιτικής ζωής, που ξεκίνησε με την πτώση της χούντας, δεν έχει παρατηρηθεί τέτοια εχθροπάθεια για τους πολιτικούς τους αντιπάλους και δεν έχει διανοηθεί τόσο εξόφθαλμη σκευωρία όπως η μαζική στοχοποίηση με την υπόθεση Novartis.
Επειδή είναι αδύνατο σε ένα κείμενο όπως αυτό να γίνει συστηματική καταγραφή όλων των ανακολουθιών, θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον αν ένας ερευνητικός οργανισμός που ειδικεύεται στις πολιτικές επιστήμες αναλάμβανε το τιτάνιο έργο να αποτυπώσεισε έναν ευσύνοπτο τόμο μία προς μία όλες τις «κωλοτούμπες» τις οποίες άλλοτε με έκπληξη και άλλοτε με συγκατάβαση βλέπουμε τους τελευταίους σαράντα μήνες να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας.
Μια τέτοια αποτύπωση θα αποτελούσε σπουδαία παρακαταθήκη στις μελλοντικές γενιές πολιτικών που θα είχαν, έτσι, ένα μέτρο για το πως μπορεί κάποιος να λέει τα πάντα, να κάνει τα αντίθετά τους και να καταφέρνει να πέφτει πάντα έξω. Αλλά θα ήταν ταυτόχρονα και γενναιόδωρη προσφορά προς όσους από τους πολίτες εξαπατήθηκαν και πλέον θέλουν να αποφύγουν τις κακοτοπιές της άμετρης υποσχεσιολογίας.

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Ώρα για πάρτι στο Μαξίμου

Πριν από αρκετά χρόνια ο συνήθως προσεκτικός στην τήρηση των αρχών της διάκρισης των εξουσιών πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης υπέπεσε στο «παράπτωμα» να συγκαλέσει στο Μέγαρο Μαξίμου σύσκεψη στην οποία, εκτός από τους υπουργούς του, συμμετείχαν και υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Ήταν, αν θυμάμαι καλά, την περίοδο της ολυμπιακής προετοιμασίας και για να μη χάνεται χρόνος στην κινητοποίηση όλων των μηχανισμών που έπρεπε να ενεργοποιηθούν, κάποιοι πρωθυπουργικοί συνεργάτες σκέφθηκαν ότι για τον καλύτερο συντονισμό θα έπρεπε να βρεθούν όλοι μαζί και επειδή ήταν κυβερνητικό θέμα προτιμήθηκε το γραφείο του πρωθυπουργού και όχι τα γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη.
Την επομένη ημέρα -δεν υπήρχαν, βλέπετε, ακόμη το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ανθούν κάθε είδους τρολ που τις περισσότερες φορές ενεργοποιούνται εν τω γεννάσθαι της είδησης που θέλουν να αποδομήσουν- ξεσηκώθηκε μέγας πολιτικός και δημοσιογραφικός σάλος. Με προεξάρχοντα τα στελέχη του τότε Συνασπισμού (που, μπορεί να βολόδερναν μεταξύ του 3 και του 4% και να θεωρούσαν υπαίτιους γι΄ αυτό την πολυτραγουδισμένη «διαπλοκή», διέθεταν, όμως, ένα αξιοζήλευτο επικοινωνιακό δυναμικό) οι καταγγελίες για το «μέγα ανοσιούργημα» της ταύτισης κόμματος και κράτους υπήρξαν ουρανομήκεις.
Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, πάντως, οι αντιδράσεις ενδεχομένως να μην ήταν και πολύ άδικες. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα πολιτικά προσχήματα. Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι ήταν η εποχή που εύρισκε έρεισμα το σύνθημα «ΠΑΣΟΚ και κράτος, Θεόδωρος Τσουκάτος!». Ένα σύνθημα που ξεκίνησε από το εσωτερικό του τότε κυβερνώντος κόμματος. Και μπορεί να το λάνσαραν οι οπαδοί του Άκη Τσοχατζόπουλου επειδή, κακά τα ψέματα, ήθελαν μεγαλύτερο μερίδιο από τα λάφυρα του πολύπαθου δημοσίου, ωστόσο αυτό δεν μειώνει τη σημασία του. Και κυρίως δεν μπορεί να διασκεδαστούν οι αντιλήψεις που εμπεδώνονταν στην ελληνική κοινωνία. Αντιλήψεις που, δυστυχώς, διέτρεχαν οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Και φάνηκε ολοκάθαρα όταν έφυγε από τα πράγματα ο Κώστας Σημίτης...
Επιστρέφοντας στην αρχή και στις καταγγελίες ότι «οι κομματικοί του ΠΑΣΟΚ βεβήλωσαν το κυβερνητικό κτίριο», πρέπει να επισημάνουμε ότι ο τότε πρωθυπουργός πήρε στα σοβαρά την κριτική που του ασκήθηκε. Και έκτοτε απέφευγε επιμελώς να κάνει συσκέψεις με τους κομματικούς στο Μαξίμου. Τα προσχήματα, που λέγαμε παραπάνω. Ενώ και οι διάδοχοι του -άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο- κινήθηκαν στο ίδιο μοτίβο. Είχαμε, για παράδειγμα, τις επισκέψεις που δεχόταν ο Κώστας Καραμανλής από τον γραμματέα της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελο Μεϊμαράκη, προτού ο τελευταίος αναλάβει κυβερνητικό πόστο, αλλά χαρακτηρίζονταν άτυπες. Γι΄ αυτό και κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε να διανείμει φωτογραφίες από το τετ α τετ. Ενώ και ο επισκέπτης ενημέρωνε τους δημοσιογράφους για τα διαμειφθέντα κάτω από τις… νεραντζιές του απέναντι πεζοδρομίου. Άλλοι ένοικοι του Μαξίμου καλούσαν κατά καιρούς ομάδες βουλευτών για να τους μεταφέρουν το κλίμα από τις περιφέρειες τους, κάλεσμα που μπορούσε να δικαιολογηθεί ότι αφορούσε το «γκελ» της κυβέρνησης στην κοινωνία, αλλά ως εκεί…
Τα θυμήθηκα όλα αυτά βλέποντας τις φωτογραφίες από την πανηγυρική ατμόσφαιρα υπό την οποία η βουλευτής Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, έγινε δεκτή στο Μέγαρο Μαξίμου για να… τιμηθεί η απόφασή της να πάψει να είναι «ανεξάρτητη». Όπως συνέβαινε τους τελευταίους μήνες της πολιτικής της περισυλλογής που ακολούθησε την αποσκίρτηση από την Ένωση Κεντρώων και την εγκατάλειψη του… άμοιρου αρχηγού της (που θεωρούσε τον εαυτό του ισότιμο συνομιλητή του Τσίπρα). Περιχαρής η κυρία βουλευτής, που μετά τον προϋπολογισμό ψήφισε και το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο για να εντχθεί ως συνεργαζόμενη στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, πέρασε το κατώφλι του Μαξίμου. Στη συνάντηση με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα τη συνόδευαν η γραμματέα της ΣΥΡΙΖΑϊκής Κ.Ο. Αφροδίτη Θεοπεφτάτου και -άκουσον, άκουσον!- και ο γραμματέας του υπουργικού Συμβουλίου Μιχάλης Καλογήρου.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι προφανές: Τι σχέση έχει η κυρία Μεγαλοοικονόμου με την κυβέρνηση, ώστε συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό, παρόντος του γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου; Η βουλευτής μπορεί να είναι άξια θαυμασμού επειδή είδε αίφνης το φως το αληθινό, αλλά η προσχώρησή της στον ΣΥΡΙΖΑ είναι γεγονός που αφορά το κόμμα που τη δέχθηκε μετά βαΐων και κλάδων. Εξάλλου, ακόμη και αν πρέπει να τιμηθεί με υπουργοποίηση για την επιλογή της, ή επειδή είναι, κατά δήλωσή της, «Ταύρος» (στο ζώδιο), απαιτείται πρώτα να πάει να ορκιστεί στο Προεδρικό Μέγαρο και μετά να συνεργαστεί με τον γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου…
Ξέρω, ξέρω, ορισμένοι θα σκεφτούν ότι μπροστά σε τόσα και τόσα που συμβαίνουν γύρω μας, στην τυπικότητα της διάκρισης των εξουσιών θα… κολλήσουμε; Δεν είναι έτσι, όμως. Γιατί στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που ενώ έχουν υποσχεθεί να είναι «κάθε λέξη του Συντάγματος», καταπατούν απροκάλυπτα τον καταστατικό χάρτη της χώρας. Πιστοί στην τόσο μακρινή από τις παραδόσεις της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας νοοτροπία ότι «πήραμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία», όπως την εξέφρασε παραστατικά στην πρόσφατη συνέντευξη της η πρωθυπουργική συμβία Μπέτυ Μπαζιάνα, είναι προφανές ότι οι θεωρίες, αλλά και οι πρακτικές περί διάκρισης εξουσιών -Εκτελεστική, Νομοθετική, Δικαστική- είναι απολύτως ξένες με αυτά που πρεσβεύουν και, κατά το σλόγκαν τους, κάνουν πράξη.
Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι για να γιορτάσουν την πρώτη επέτειο από την εκλογική νίκη του 2015 μετέτρεψαν σε πιάνο μπαρ το Μέγαρο Μαξίμου; Κλήθηκαν εκεί αποκλειστικά οι βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δείχνοντας πόσο σέβονται τους θεσμούς. Η αλήθεια είναι ότι πέρυσι, που έκλεισαν δύο χρόνια δεν το επανέλαβαν. Ίσως επειδή ο… πιανίστας, που για όποιον το λησμόνησε θυμίζουμε ότι ήταν ο Κώστας Ζουράρις, είχε βαριά καθήκοντα στο υπουργείο Παιδείας. Η παραγωγικότητα και το δυσβάστακτο βάρος που -άμοιρη Παιδεία!- είχε επωμιστεί αποδεικνύεται τώρα που αποπέμφθηκε. Για την ακρίβεια, αποκαλύπτεται ότι υπέγραφε μια απόφαση για κάθε μήνα που ήταν υφυπουργός. Που σημαίνει ότι χρειαζόταν έναν ολόκληρο μήνα προετοιμασίας για κάθε υπογραφή!
Τώρα όμως που απαλλάχθηκε από τα βαριά καθήκοντα του υφυπουργού, μπορεί άνετα να προσληφθεί από τον, κατά την κρίση του, «σοφό» πρωθυπουργό για να συνεχίσει την προσφορά του ως πιανίστας. Διότι μπορεί η κυρία Μεγαλοοικονόμου να έγινε δεκτή χωρίς μουσική υπόκρουση, οι επόμενοι, όμως, που προανήγγειλε ότι περιμένει ο κ. Τσίπρας να του παράσχουν στήριξη, πως θα περάσουν το κυβερνητικό κατώφλι; Χωρίς ούτε ένα πάρτι; Θα κάνουν οι σημερινοί κυβερνώντες τα ίδια που έκανε και το… «παλαιό πολιτικό σύστημα»; Παίρνεται έτσι η εξουσία;
Ώρα για πάρτι, λοιπόν. Τώρα, εξάλλου, που βγαίνουμε και από το Μνημόνιο. Όχι; Πως όχι;