Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τρόικα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τρόικα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Το φθηνό άλλοθι

«Μισογεμάτο» δήλωσε ότι βλέπει το «ποτήρι» της ελληνικής κρίσης ο «πολύς» κ. Πόουλ Τόμσεν, με την τελευταία του παρέμβαση από την έδρα του ΔΝΤ, επιμένοντας ότι, κατά την άποψή του, το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας εξακολουθεί να είναι η φοροδιαφυγή και εστιάζοντας κυρίως στο ζήτημα της φορολογικής διοίκησης, δηλαδή στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
Είναι αλήθεια  ότι δεν είναι πολύ εύκολο να αντιλέξει κανείς ότι όντως η φοροδιαφυγή αποτελεί ένα από τα μεγάλα προβλήματα, που έρχεται από το παρελθόν και, αναμφισβήτητα, εντείνει την ανισότητα μεταξύ των πολιτών, στο βαθμό που κάποιοι αποκτούν εισοδήματα για τα οποία δεν καταβάλουν τους αναλογούντες φόρους ή και τις ασφαλιστικές εισφορές, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός που καλείται να καλύψει τα ελλείμματα των Ταμείων.
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι αυτού του είδους οι διαπιστώσεις, τις οποίες, εκτός από τον κ. Τόμσεν, κάνουν και άλλοι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας, δεν είναι παρά μια «βολική αλήθεια», ένα, αν θέλετε, άλλοθι που αναζητούν οι εμπνευστές του υπερβολικά υφεσιακού προγράμματος που εφαρμόζεται εδώ και τρία χρόνια στην Ελλάδα.
Δεν ξέρω ποια είναι η πληροφόρηση που έχουν η Γερμανίδα καγκελάριος κυρία Άγκελα Μέρκελ (παλαιότερα είχε γίνει γνωστό ότι έχει κάθε πρωί στο γραφείο της αποδελτίωση του ελληνικού Τύπου) και η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, που σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνουν το στερεότυπο «να πληρώσουν οι πλούσιοι Έλληνες», αλλά όποιος ζει σε τούτη τη χώρα ξέρει –ή οφείλει να ξέρει- ότι προσεγγίσεις αυτού του τύπου γίνονται για λαϊκή –λαϊκίστικη, καλύτερα- κατανάλωση.
Τους φόρους, εξάλλου, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία και σχεδόν παντού στον σύγχρονο κόσμο, είναι γνωστό ότι  δεν τους πληρώνουν οι πλούσιοι, στους οποίους το καπιταλιστικό σύστημα δίνει πολλούς τρόπους για να τους αποφύγουν (of shore, π.χ.). Και σε κάθε περίπτωση οι έλληνες πλούσιοι, κάνουν ότι κάνουν και οι άλλοι πλούσιοι, φοροδιαφεύγουν δηλαδή και μεταφέρουν τα λεφτά τους σε διάφορους «παραδείσους», που, εφόσον δεν είναι η ανίσχυρη Κύπρος, μια χαρά εξασφαλίζονται, όποια εθνικότητα και αν έχουν.
Η «άβολη αλήθεια», όμως, την οποία δεν θέλουν να αναγνωρίσουν ο κ. Τόμσεν και οι κυρίες Μέρκελ και Λαγκάρντ στις, δήθεν, ηθικές τους παραινέσεις προς τους Έλληνες πλουσίους είναι ότι –ηθελημένα, μάλλον- αγνοούν τους λόγους για τους οποίους στην παρούσα φάση πάρα πολλά νοικοκυριά στην Ελλάδα δεν εκπληρώνουν τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους, όπως και εκατοντάδες χιλιάδες μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που υποχρεώνονται να έχουν απλήρωτους τους εργαζόμενους τους. Και οι λόγοι αυτοί σχετίζονται ευθέως με το φαύλο κύκλο της λιτότητας που επιβάλουν εμμονικά, αδιαφορώντας για τα οικονομικά ερείπια που επισωρεύονται καθημερινά.
Ακόμη και  αν προσπεράσει κανείς την υπερφορολόγηση που οδηγεί και συνεπείς πολίτες να έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη για πάμπολλες επιχειρήσεις, οι οποίες, ενώ κατά τα λοιπά είναι υγιείς και με λειτουργικά κέρδη, απειλούνται με οικονομική καταστροφή, είτε επειδή το ελληνικό δημόσιο δεν είναι ανταποκρίνεται στις δικές του υποχρεώσεις, είτε διότι άλλες επιχειρήσεις τούς μετακυλύουν τα δεινά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν.
Επιπλέον, όταν τρία χρόνια τώρα η ελληνική επιχειρηματική τάξη είναι σχεδόν πλήρως αποκλεισμένη από την πίστωση, καθώς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί, ενώ την ίδια ώρα όσοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό πρέπει να διαθέτουν ρευστό για να συνάψουν συμφωνίες, αντιλαμβάνεται κανείς ότι εκεί θα έπρεπε να δοθεί βάρος αν υπήρχε ουσιαστικό ενδιαφέρον για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Δεν αναρωτιέται, για παράδειγμα, κανείς τους γιατί, ενώ το τελευταίο διάστημα τόσοι πολλοί επιχειρηματίες –που αρκετοί εξ αυτών στο παρελθόν, είναι αλήθεια, ότι μπορεί να είχαν ασυλία- οδηγούνται στα ανακριτικά γραφεία ή και στις φυλακές, τα έσοδα του δημοσίου δεν αυξάνονται. Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι οι δρακόντειες ποινές, ακόμη και όταν είναι επιβεβλημένες για να λειτουργούν εκφοβιστικά, δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα;
Όσο, λοιπόν, οι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας επιμένουν, με τις απειλές για μη καταβολή των επόμενων δόσεων, να μην επιτρέπουν να προχωρήσει ο συμψηφισμός, έστω, των υποχρεώσεων του δημόσιου προς τους ιδιώτες, αλλά, κυρίως, να εμποδίζουν μια λειτουργική ρύθμιση των συσσωρευμένων χρεών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που αντικειμενικά δεν μπορεί να εξοφληθούν εφάπαξ, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί.
Και μπορεί ο κ. Τόμσεν, επειδή δεν θέλει να παραδεχθεί την αποτυχία του ίδιου και των ομοϊδεατών του, να ισχυρίζεται ότι βλέπει το ποτήρι «μισογεμάτο», μικρή νομίζω σημασία έχει ο ισχυρισμός του, όταν όλοι εμείς που υφιστάμενοι με διάφορους τρόπους –ανεργία, λουκέτα, δουλειά χωρίς αμοιβή και πάει λέγοντας- τις συνέπειες των εμμονών του ίδιου και των συν αυτώ, το βλέπουμε όπως πραγματικά είναι, δηλαδή «μισοάδειο».
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.4.2013)

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

«Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας»

Θα είχε ενδιαφέρον να καταμετρούσε κανείς πόσες φορές από το περασμένο καλοκαίρι που ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις της σημερινής κυβέρνησης με την τρόικα, έχει δώσει ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας την ίδια στερεότυπη απάντηση που έδωσε την Κυριακή, καθώς έβγαινε –για… εκατοστή ίσως φορά- από το Μέγαρο Μαξίμου, επαναλαμβάνοντας ότι «υπάρχει σημαντική πρόοδος».
Όσο και αν είναι κατανοητό ότι μέσα στα «καθήκοντα» του επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης είναι να δείχνει ψύχραιμος και να προκαλεί με τη δημόσια εικόνα του αίσθημα –τεχνητής, έστω- αισιοδοξίας, έχω την εντύπωση ότι η όλη η υπόθεση έχει πλέον καταντήσει παρά πολύ κουραστική, πιο κουραστική ίσως και από την καταμέτρηση των «κλισέ» δηλώσεων του κ. Στουρνάρα.
Δεν ξέρω πόσο πραγματικά εξυπηρετούν όλα αυτά την προσπάθεια να δημιουργηθεί κλίμα πολιτικής σταθερότητας, αλλά εκείνο που με βεβαιότητα μπορώ να ισχυριστώ είναι ότι, η παράταση του σήριαλ υπό τον τίτλο «πρόοδος στις διαπραγματεύσεις» με την τρόικα, εκτός από την δεδομένη απέχθεια των πολιτών, βλάπτει σοβαρά την οικονομική σταθεροποίηση.
Οκτώ μήνες τώρα η χώρα αντί για την πολυπόθητη επανεκκίνηση της οικονομίας, μετρά καθημερινά εκατόμβες νέων ανέργων, την ίδια ώρα που χιλιάδες άλλοι οι οποίοι αν και –υποτίθεται ότι- εργάζονται μένουν απλήρωτοι, αφού οι επιχειρήσεις που τους απασχολούν πνίγονται από την έλλειψη ρευστότητας που τροφοδοτείται (και) από την παρατεινόμενη τραπεζική κρίση.
Λίγες μόνον ώρες, άλλωστε, μετά την τελευταία περί… προόδου διαπίστωση του κ. Στουρνάρα, ήρθε μια ακόμη ανατροπή στα κυβερνητικά σχέδια με την απαίτηση, όπως φαίνεται, της τρόικας να ματαιωθεί η συγχώνευση της Εθνικής Τράπεζας με την Eurobank, ματαίωση που οι συνέπειες βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον θα είναι τεράστιες, αφού ρίχνει πολύ νερό στον μύλο της οικονομικής αβεβαιότητας και ανασφάλειας.
Δεν είμαι από εκείνους που θα βιαστούν να ρίξουν το εύκολο «ανάθεμα» στη μια ή στην άλλη πλευρά, δηλαδή στην κυβέρνηση ή στην τρόικα, πλην, όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν σοβαρές ευθύνες για το «φιάσκο» της  τραπεζικής συγχώνευσης, ευθύνες που πρέπει να καταλογιστούν σε εκείνους στους πραγματικά ανήκουν.
Δεν μπορεί τη μια στιγμή να είναι "σπουδαίο γεγονός" η ένωση των δυνάμεων των δύο πιστωτικών ιδρυμάτων και σε λίγους μήνες να συνιστά "καταστροφή". Κάποιος πρέπει να εξηγήσει τι άλλαξε μέσα σε λίγους μήνες και ποια συμφέροντα ήταν εκείνα που προώθησαν το σχέδιο και ποιοι εξυπηρετούνται τώρα που πάει στράφι το εγχείρημα.   
Εδώ, ωστόσο, που έχουν φθάσει τα πράγματα, το πιο σημαντικό –όχι μόνον σε σχέση με τον τραπεζικό «γάμο» που δεν έγινε- είναι να αντιληφθεί η κυβέρνηση, την οποία ψήφισε ο ελληνικός λαός και όσοι από τον πολιτικό κόσμο την απαρτίζουν θα κριθούν στις επόμενες εκλογές, ότι μόνον μια επιλογή έχει: να βάλει το συντομότερο δυνατό ένα τέλος στο «μαρτύριο της σταγόνας», στο οποίο υποβάλει την ίδια η τρόικα και εκείνη με τη σειρά της τους έλληνες πολίτες.
Η διαιώνιση της σημερινής κατάστασης, που θυμίζει τον ευρηματικό τίτλο «όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» (του πολύ ωραίου μυθιστορήματος του Γιώργου Σκαμπαρδώνη), μόνον (οικονομικά) ερείπια επισωρεύει, σε βαθμό δε τέτοιο που σε λίγο δεν θα έχει μείνει τίποτε όρθιο…
Υ.Γ.: Την επόμενη φορά που θα βγει από το Μαξίμου ο υπουργός Οικονομικών ας δοκιμάσει να μην επαναλάβει το «υπάρχει πρόοδος». Μπορεί να του φέρει… γούρι και την (μεθ)επόμενη φορά να μπορέσει να ανακοινώσει το τέλος των διαπραγματεύσεων.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 8.4.2013)

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Υπάρχει εναλλακτική στην «τσιγκούνα θεία»;


           Κακώς, κάκιστα ίσως, δεν εξαιρέθηκαν εξ αρχής από το «κούρεμα» οι μικροκαταθέτες των κυπριακών τραπεζών. Και δεν χρειάζεται να μας το πει ο «πολύς» Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ο οποίος πριν από ένα χρόνο επέμενε άτεγκτα να περιληφθούν στο απείρως πιο καταστροφικό ελληνικό PSI οι Έλληνες μικροομολογιούχοι που και αυτοί αποταμιευτές ήταν, δεν ήταν ούτε επενδυτές, ούτε κερδοσκόποι.
          Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι η πολύ πιθανή απαλλαγή των Κυπρίων μικροκαταθετών ουδόλως αλλάζει τα δυσμενή δεδομένα του ασύμμετρου οικονομικού πολέμου που διαδραματίζεται στην Κύπρο. Ακόμη δε χειρότερα, η επικέντρωση της όλης συζήτησης στους μικροκαταθέτες, μόνον ως υπεκφυγή και αποπροσανατολισμός λειτουργεί και δεν μετριάζει τη ζημιά που σίγουρα προκαλείται από το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ευρώπη «μπαίνει χέρι» στους τραπεζικούς λογαριασμούς.
          Εξάλλου, είτε εξαιρεθούν ολοσχερώς οι μικροκαταθέτες από το «κούρεμα», είτε μειωθεί το ποσοστό της δικής τους συμμετοχής, ο βαρύς λογαριασμός που καλείται να πληρώσει η μικρή Κύπρος για να περισώσει ό,τι περισώζεται από το υπερτροφικό τραπεζικό της σύστημα, το οποίο από μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημά της μετατράπηκε σε ασήκωτο βαρίδι που απειλεί να την βουλιάξει οικονομικά, δεν φαίνεται να αλλάζει ουσιαστικά.
          Δυστυχώς, η «τσιγκούνα θεία», όπως μάλλον εύστοχα, αποκάλεσε την Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, ο αρχηγός του αντιπάλου γερμανικού κόμματος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, δεν πρόκειται να γίνει ξαφνικά γενναιόδωρη και να απαρνηθεί την τευτονική πειθαρχία την οποία βάλθηκε να να επιβάλει από άκρου εις άκρον της Ευρώπης.
         Αν δει, όμως, κανείς χωρίς συναισθηματισμούς το πρόβλημα της Κύπρου, με λύπη διαπιστώνει ότι το ακόμη μεγαλύτερο δυστύχημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι στην πολιτική της Μέρκελ δεν προβάλλεται καμία σοβαρή εναλλακτική πρόταση που να συνιστά ουσιαστική λύση στο αδιέξοδο ενώπιον του οποίου βρίσκεται η αδύναμη κυπριακή ηγεσία.
         Δεν είναι μόνον ότι καμία από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης –ακόμη και από αυτές που κινδυνεύουν λίαν συντόμως να βρεθούν στη θέση της Λευκωσίας- δεν εξέφρασε αντιρρήσεις στις αποφάσεις που επέβαλε ο Β. Σόιμπλε τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου στο Eurogroup.
         Είναι, κυρίως, ότι τόσο πριν όσο μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup δεν βρέθηκε κανείς –στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο- πρόθυμος να βάλει το χέρι στη δική του τσέπη και να προσφέρει στην Κύπρο τα χρήματα που χρειάζεται ή έστω να υποδείξει μια άλλη πηγή από την οποία θα μπορούσαν να αντληθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια.
         Βλέπετε, ακόμη και οι «ομόδοξοι» Ρώσοι του Β. Πούτιν, κατέστησαν σαφές ότι ενδιαφέρονται πρωτίστως να μη θιγούν οι συμπατριώτες τους που πήγαν τα «μαύρα» τους στο νησί, ενώ φαίνεται να είναι διστακτικοί ακόμη και για να ανανεώσουν το «δανειάκι» των περίπου τριών δισ. ευρώ που –προφανώς με το αζημίωτο- χορήγησαν παλαιότερα στην κυπριακή κυβέρνηση.      
         Κακά τα ψέματα, το ποσό των συνολικά 17 δισεκατομμυρίων ευρώ που απαιτείται για το πρόγραμμα «διάσωσης» (;) της κυπριακής οικονομίας δεν πρόκειται να μειωθεί και τα 5,6 δισ. ευρώ που είναι αναγκαία για να μπορέσουν να σταθούν όρθιες οι κυπριακές τράπεζες δεν θα «πέσουν από τον ουρανό».
         Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυπριακή ηγεσία δεν έχει παρά να σταθμίσει με ψυχραιμία την κατάσταση, να εξαντλήσει τη δημιουργική της φαντασία και να αναζητήσει τη βέλτιστη λύση για τους πολίτες της. Χωρίς, όμως, περαιτέρω χρονοτριβές και ατέρμονες υπεκφυγές.
          Όπως, άλλωστε, αποδείχθηκε, η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων που παρατηρήθηκε τους τελευταίους μήνες με τις αμφιθυμίες της κυβέρνησης του Δημήτρη Χριστόφια, δεν μετρίασε τη ζημιά, μάλλον την επαύξησε. Το ίδιο προφανώς ισχύει και τώρα όσο η κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη ακολουθεί την πεπατημένη και νομίζει ότι κερδίζει κάτι αναβάλλοντας την λήψη αποφάσεων και κρατώντας κλειστές τις τράπεζες.

                    (Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 19.3.2013)

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Το φλουρί της ΔΕΚΟ και το «εθνικό γόητρο»

            Σε μια επιδοτούμενη από το ελληνικό δημόσιο ΔΕΚΟ χθες (Τρίτη, 12 Μαρτίου) έκοψαν την… πρωτοχρονιάτικη πίτα. Οι εκεί, όμως, πραγματικοί εργαζόμενοι, αντί να το γιορτάσουν, έπεσαν σε… μαύρη κατάθλιψη.
Το φλουρί, που αντιστοιχούσε σε μια σύγχρονη ηλεκτρονική συσκευή, έπεσε σε ένα… άγνωστο τους πρόσωπο, που, όταν ζήτησαν να πληροφορηθούν ποιο είναι, διαπιστώθηκε ότι η φυσική παρουσία του στην υπηρεσία, από την οποία αμείβεται αδιαλείπτως, περιορίζεται σε τέσσερις με πέντε επισκέψεις που πραγματοποίησε στο χώρο ολόκληρη την τελευταία τριετία...  
            Το περιστατικό είναι απολύτως πραγματικό και έχω στη διάθεσή μου όλα τα στοιχεία που το επιβεβαιώνουν. Αποφεύγω, όμως, σκοπίμως να κατονομάσω την ΔΕΚΟ στην οποία συνέβη. Όχι μόνον επειδή ενδεχομένως θα θεωρηθεί από ορισμένους ως περιπτωσιολογία. Αλλά κυρίως διότι φοβάμαι πως αν το πληροφορηθεί η τρόικα –που εκπροσωπεί τους δανειστές που δίνουν χρήματα για να πληρώνεται κάθε μήνα το συγκεκριμένο πρόσωπο και αρκετοί άλλοι σαν και αυτό- ίσως… συμβάλω στην περαιτέρω παράταση της φαρσοκωμωδίας που ζούμε τις τελευταίες μέρες από μια ενδεχόμενη απαίτηση να καταργηθεί πάραυτα η περί ής ο λόγος ΔΕΚΟ.
            Αναφέρομαι στις παρατεινόμενες διαπραγματεύσεις με την τρόικα, που δεν ξέρω αν το έχουν συνειδητοποιήσει στην κυβέρνηση, αλλά έχω την αίσθηση ότι, στα μάτια της πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών, τείνουν να εξελιχθούν σε μια πελώρια φαρσοκωμωδία.
            Για δεύτερη συνεχή εβδομάδα, οι δύο πλευρές, αντί να διαβουλεύονται για τα μεγάλα ζητήματα που αφορούν τη χώρα μας, όπως είναι η άνευ προηγουμένου ύφεση που ως άλλος Μινώταυρος καταπίνει καθημερινά θέσεις εργασίας και οδηγεί στο κοινωνικό περιθώριο δημιουργικές δυνάμεις, καταπιάνονται με θέματα που θα έπρεπε να είχαν επιλυθεί προ πολλού.
Είναι δυνατόν επί τόσες ημέρες να μην μπορεί να βρεθεί άκρη με την από ετών εξαγγελθείσα αναμόρφωση του ελληνικού δημοσίου και την απομάκρυνση των –όποιων και όσων- «επίορκων», αργόσχολων και αργόμισθων, επειδή δεν συνεδριάζουν ή δεν έχουν συγκροτητηθεί ποτέ (όπως -καλή ώρα- στη ΔΕΚΟ της ιστορίας μας που μοίρασε χθες πρωτοχρονιάτικα φλουριά) πειθαρχικά συμβούλια;
Χρειάζονται, άραγε, όλα αυτά τα «σούρτα φέρτα» των τροϊκανών στα υπουργικά γραφεία και στο πρωθυπουργικό για να καταρτιστεί ένα στοιχειώδες σχέδιο για την είσπραξη του -προκαθορισμένου με τον ψηφισμένο προϋπολογισμό- ποσού από τη φορολόγηση των ακινήτων, ώστε να μην επιμένει η άλλη πλευρά στην παράταση του -άδικου για τους πολλούς- «χαρατσιού» μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ;
            Διαβάζω και ακούω διάφορους «καραμπουζουκλήδες» συμπολίτες μας, από τις τάξεις των δημοσιολογούντων και των πολιτικάντηδων, που στην πλειονότητά τους «σιτίζονται από το Πρυτανείο», να καλούν την κυβέρνηση να επιδείξει… υψηλό εθνικό φρόνημα και «να διώξει τώρα την τρόικα», επειδή, λένε, «προσβάλει το γόητρο της χώρας».
            Συμφωνώ κι εγώ μαζί τους. Η παραμονή της τρόικας είναι άκρως προσβλητική για μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Και αν όντως η κυβέρνηση θεωρεί ότι εκπροσωπεί μια τέτοια χώρα, σήμερα κιόλας θα πρέπει να ζητήσει από τους εκπροσώπους των εταίρων και πιστωτών μας να αποχωρήσουν από την Ελλάδα.
Και μετά; Μετά, εφόσον τα βρούμε μεταξύ μας για το τι πραγματικά θέλουμε, πόσα φλουριά και σε ποιους επιθυμούμε να μοιράζουν οι ελλειμματικές ΔΕΚΟ, ας τους καλέσουμε πίσω. Για να κάνουμε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις και να απαιτήσουμε τη συνδρομή τους για την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, τη ρευστότητα, τη λειτουργία της αγοράς, τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Μόνον έτσι, νομίζω ότι μπορεί να προασπιστούμε το αναμφίβολα καταρρακωμένο εθνικό μας γόητρο.
(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr stiw

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Οι φόροι και οι μύθοι

Παρακολουθώ, όχι με ιδιαίτερη έκπληξη είν΄ αλήθεια, αφού πρόκειται περί πολυπαιγμένου έργου και μάλιστα με τους ίδιους, σχεδόν, πρωταγωνιστές, τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο λεγόμενος «δημόσιος διάλογος» για το φορολογικό νομοσχέδιο. Τα όσα, ωστόσο, ακούγονται, κυρίως κατά τη διάρκεια του άφθονου χρόνου που αφιερώνουν τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία –και των πρωινάδικων, όπως πληροφορούμαι, αλλά δεν έχω ιδία αντίληψη, γιατί τα αποφεύγω-, είναι, κατά την άποψή μου, εξοργιστικά.
Με… ιερά οργή οι σχολιαστές των «οκτώ» κατακεραυνώνουν κάθε -εικαζόμενη, πολλές φορές- ρύθμιση που μπορεί να συμβάλει στην δικαιότερη κατανομή των βαρών, ίσως επειδή αναγκαστικά περνάει μέσα από την αύξηση της δικής τους φορολογικής επιβάρυνσης, υπερασπιζόμενοι ακόμη και την κατάργηση φοροαπαλλαγών που αποδείχθηκαν ατελέσφορες, την ίδια ώρα που με ικανοποίηση χαιρετίζουν κάθε μέτρο που μειώνει τα συνολικά έσοδα του κράτους. 
Υποτίθεται ότι μιλούν από την πλευρά του… λαού και της κοινωνίας, θέλοντας να πείσουν ότι, τάχατες, προασπίζουν τα συμφέροντα τους από τους… φορομπήχτες του υπουργείου Οικονομικών. Και για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το υποτιθέμενο αντιμνημονιακό τους προφίλ, τραβάνε και ένα καταχέριασμα στους ανάλγητους τροϊκανούς… κατακτητές.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι αυτοί στρέφονται κατά των αδυνάτων, οι οποίοι, όσο και αν ακούγεται παράδοξο μέσα στη θολούρα στην οποία καλείται να βρει άκρη η ελληνική κοινωνία, είναι εκείνοι που πριν από όλους πλήττονται όταν μειώνονται τα έσοδα του κράτους ή περιορίζονται οι εισπράξεις από την άμεση φορολογία και γίνεται επιτακτική ανάγκη η αύξηση των έμμεσων φόρων.
Το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των μικροσυνταξιούχων και χαμηλόμισθων, όχι μόνον δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από την αύξηση των αμέσων φόρων, αλλά αν ήταν σωστά ενημερωμένοι και αν, επιπλέον, είχαν στοιχειώδη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα του κράτους, θα έπρεπε να εύχονται την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογίας επί των υψηλότερων εισοδημάτων, όπως, άλλωστε, συμβαίνει στις περισσότερες σοβαρές χώρες του κόσμου.
Γνωρίζω τον –κατ΄ εμέ- εύκολο αντίλογο όλων αυτών των κηνσόρων, όπως και των πολιτικάντηδων που επενδύουν σε αυτή την πολιτική ατζέντα, καθώς επαναλαμβάνεται σχεδόν μονότονα κάθε βράδυ μέσα από το μυθοποιημένο στερεότυπο ερώτημα: «Και τι θα γίνει με την κατανάλωση; Τι θα κάνει η αγορά που έχει στεγνώσει, με αποτέλεσμα να κλείνουν χιλιάδες καταστήματα;».
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι απλή: Αν είναι να δουλεύει η αγορά, όπως δούλευε τόσα χρόνια, πουλώντας κάθε είδους εισαγόμενα προϊόντα και αδιαφορώντας για την καταστροφή που συντελέστηκε στην εγχώρια παραγωγή και οδήγησε στην απόλυτη ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου –τη βασική, δηλαδή, πηγή των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας-, οι πολίτες αυτής της χώρας δεν πρόκειται να… σωθούν ακόμη και αν  –προς χαράν των τηλεσχολιαστών- μηδενιζόταν οι φορολογικοί συντελεστές.
Οι όψιμοι, δήθεν, «κεϊνσιανιστές», μέσα στον αντιμνημονιακό τους οίστρο, παραβλέπουν, για παράδειγμα, την τεράστια ζημιά που προκλήθηκε όταν στις αρχές του 2009 κάποιοι οικονομικοί «φωστήρες» είχαν την φαεινή έμπνευση (;) να δώσουν κίνητρα – επιχορηγήσεις και μείωση φόρων- για την αγορά κλιματιστικών και μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η επίπλαστη ευημερία που στηρίζονταν στα δανεικά, τα οποία δινόταν ακόμη αφειδώς, χάρις και στην παραποίηση των στατιστικών στοιχείων, θα ήταν αιώνια.    
Αντ΄ αυτών, θα μπορούσαν, ακόμη και τώρα μπορούν, να ισχύσουν κίνητρα για την τόνωση του εσωτερικού τουρισμού, για την ενίσχυση καινοτόμων επιχειρήσεων ή για την επιδότηση εταιριών που δημιουργούν θέσεις εργασίας σε κλάδους που στηρίζουν τα παραγωγικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Γι΄ αυτά, όμως, δεν γίνεται κανένας δημόσιος διάλογος, ούτε εκδηλώνεται ενδιαφέρον από τα τηλεοπτικά δελτία, προφανώς γιατί αυτοί που τα σχεδιάζουν βολεύονται με τη μείωση της φορολογίας.  
Από… ιδρύσεως κόσμου, όμως, η φορολογία -και η δη η άμεση- είναι το κατ΄ εξοχήν, αναδιανεμητικό μέτρο που διαθέτει μια στοιχειωδώς οργανωμένη Πολιτεία. Μέσω της φορολόγησης αποφεύγονται συνθήκες κοινωνικής ζούγκλας και στηρίζονται τα εισοδηματικά πιο αδύναμα μέλη κάθε κοινωνίας που έχουν την ανάγκη του δασκάλου για τα παιδιά τους, του αστυνομικού που να εμπεδώνει το κλίμα ασφάλειας στις γειτονιές τους, του δικαστή από τον οποίο μπορεί να βρουν το δίκιο τους.
Αρκεί, βεβαίως, η Πολιτεία αυτή να διαθέτει αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς που να συλλέγουν τους αναλογούντες φόρους, αλλά να κατοικείται και από συνειδητούς πολίτες που να πληρώνουν πρώτα τους δικούς τους φόρους τους, αναλογικά με τα εισοδήματα και την περιουσία που διαθέτουν και, κατόπιν, να απαιτούν, δικαίως, να πληρώνουν και οι άλλοι. Η φοροδιαφυγή, όμως,  των άλλων, που πολλές φορές οι ίδιοι την υποθάλπουμε, δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμο άλλοθι.      
Ξέρω ότι, για ιστορικούς και όχι μόνον λόγους, στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ mainstream (πόσω μάλλον στις μέρες μας, μέρες γενικευμένης σύγχυσης και απολύτως συγκεχυμένων απόψεων για το πώς και το γιατί φθάσαμε εδώ που είμαστε) να τάσσεται κανείς υπέρ των φόρων, αλλά αν τώρα δεν ειπωθεί η αλήθεια και δεν επικρατήσει η λογική δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ από τον κρίση.
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

«Τις πταίει» για την εμπλοκή;

Κάτι πάει πολύ στραβά με την περίφημη διαπραγμάτευση που υποτίθεται ότι γίνεται εδώ και μήνες ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την τρόικα. Δεκάδες φορές το τελευταίο διάστημα ακούσαμε από επίσημα χείλη την επωδό ότι «το πακέτο κλείνει», αλλά αυτό εξακολουθεί να παραμένει… «ορθάνοιχτο».
Το ένα μετά το άλλο τα «ορόσημα» που έχουν τεθεί –μια η συνεδρίαση του Eurogroup, την άλλη η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ και την παράλληλη η Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής αυτής της εβδομάδας- ξεπερνιούνται και στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται λύση για το δράμα που προκαλεί η επιδεινούμενη ημέρα με την ημέρα ύφεση που τρώει τα σωθικά της οικονομίας και της κοινωνίας.
Το δημόσιο ίσα που καταβάλει τσίμα-τσίμα τους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων και τις συντάξεις, ενώ η πραγματική οικονομία στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας, καθώς σχεδόν κανείς προμηθευτής του δημοσίου δεν πληρώνεται, προκαλώντας μια μεταδοτική ασφυξία που δοκιμάζει και τις υγιείς επιχειρήσεις.
Το χιλιοειπωμένο «φως στο βάθος του τούνελ», που επανέλαβε ως και η κυρία Μέρκελ, μοιάζει να… σβήνει τις τελευταίες μέρες, αφού, όπως αποδεικνύεται, σε όλα τα «μέτωπα» -Δημόσια Διοίκηση, Υγεία, Εργασιακά, Ασφαλιστικά- υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα για τα οποία οι εκπρόσωποι των δανειστών πιέζουν ασφυκτικά και ζητούν όλο και περισσότερα.
Αβίαστα, νομίζω, προκύπτει, το ερώτημα «τις πταίει» για τις επανειλημμένες αναβολές στην οριστικοποίηση της συμφωνίας με την τρόικα, που οι εταίροι μας έχουν αναγάγει σε απόλυτο προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της δόσης – «ανάσας» για την ελληνική οικονομία.
Είναι, άραγε, γενεσιουργός αιτία της εμπλοκής η αλαζονεία των «τροϊκανών» που, ενθαρρυμένοι, ίσως, από το γεγονός ότι οι τελευταίες κινητοποιήσεις δεν έδειξαν να έχουν την ορμή παλαιότερων, τα «θέλουν όλα» και αδιαφορούν για τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις που θα προκληθούν στις διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας;
Ή μήπως για την ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί ευθύνεται η κυβέρνηση που αρνήθηκε την πρόταση για δημιουργία εθνικής διαπραγματευτικής ομάδας, έριξε το βάρος της στην περίφημη «πολιτική λύση» και πόνταρε μονομερώς στην αποκαλούμενη «ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας» που, ενδεχομένως, έστειλε στην άλλη πλευρά το λάθος μήνυμα ότι μπορεί να γίνουν δεκτά τα πάντα;
Όπως και να έχει, αυτό που πρέπει να γίνει σαφές σε αυτή την κρίσιμη ώρα είναι ότι η κατάσταση, ως έχει, δεν πάει άλλο. Η ανασφάλεια των δημοσίων υπάλληλων έχει παραλύσει τη χώρα. Η αγωνία των συνταξιούχων –που, μην ξεχνάμε, είναι αυτοί που έδωσαν τη νίκη στον υφιστάμενο κυβερνητικό συνασπισμό- έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Οι επιχειρηματίες είναι σε απόγνωση. Όσο για τους νέους και τους πολυπληθείς ανέργους, αυτοί έχουν προ πολλού χάσει κάθε ελπίδα.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση χάνει πολύτιμο πολιτικό χρόνο, από τον ελάχιστο που, ούτως ή άλλως, διέθετε και η ζημιά που κινδυνεύει να υποστεί μπορεί να αποβεί ανήκεστος, ανεξαρτήτως ποια θα είναι, εν τέλει, η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, εφόσον αυτές παραταθούν επί μακρόν.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Ο... τροχονόμος και τα προεκλογικά επιχειρήματα

Ορισμένοι συμπολίτες μας, όταν βλέπουν τροχονόμο σε ένα σημείο με μεγάλη κίνηση οχημάτων, σπεύδουν να βγάλουν το εύκολο συμπέρασμα ότι για το μποτιλιάρισμα και την επακόλουθη καθυστέρηση, ευθύνεται η παρουσία του οργάνου που ρυθμίζει την κυκλοφορία. Πρόκειται για κλασσική περίπτωση σύγχυσης ανάμεσα στο αίτιο και στο αιτιατό, που μαρτυρά αδυναμία αντίληψης του γεγονότος ότι, αν δεν υπήρξε πρόβλημα, δεν θα χρειαζόταν η παρουσία του τροχονόμου, αφού η κίνηση θα διεξαγόταν ομαλά.
Κάπως έτσι θεωρώ ότι έχουν τα πράγματα με την προπαγανδιστική τακτική που ακολουθούν αρκετοί από τους αντιμνημονιακούς κήνσορες, τόσο τους πρώιμους, προερχόμενους από το χώρο της ΝΔ, και τώρα «μεταμεληθέντες», όσο και τους διαχρονικούς αρνητές της υπαρκτής ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας.  Και οι μεν και οι δε, επιχειρώντας να συνδέουν την υπογραφή του μνημονίου και την έλευση της τρόικας στην Ελλάδα με την δεινή οικονομική κρίση που βιώνουμε, οδηγούνται στο πρόχειρο συμπέρασμα ότι η τελευταία είναι το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο για την εδώ παρουσία των εκπροσώπων των δανειστών.
 Δεν θέλει, νομίζω, μεγάλη φιλοσοφία για να αντιληφθεί κανείς πόσο απολύτως λανθασμένο είναι ένα τέτοιο συμπέρασμα. Αρκεί να ρίξει μια ματιά στα οικονομικά στοιχεία, όπως αυτά διαμορφώθηκαν, τουλάχιστον, κατά την τελευταία δεκαετία. Την περίοδο αυτή, η Ελλάδα βρέθηκε να έχει καταρρίψει, ταυτοχρόνως, όλα τα ευρωπαϊκά, αν όχι και παγκόσμια,  ρεκόρ στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, στην εκτίναξη του δημοσίου χρέους και –κυρίως- στο έλλειμμα του εμπορικού της ισοζυγίου. Και άλλες χώρες είχαν προβλήματα, αλλά καμία δεν τα είχε όλα μαζί και σε αυτή την έκταση.
Με αφορμή την Εξεταστική Επιτροπή για τα στατιστικά στοιχεία του ελλείμματος που έχει συγκροτηθεί στη Βουλή, χωρίς τη συμμετοχή της ΝΔ, παρακολουθώ με ενδιαφέρον τις «φιλότιμες» προσπάθειες που καταβάλουν για να υπερασπιστούν τη θητεία τους στελέχη της «γαλάζιας» διακυβέρνησης, όπως ο τελευταίος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Γιάννης Παπαθανασίου. Και, κυρίως, την εμμονή τους να αποποιούνται των ευθυνών τους για το γεγονός ότι, παρά τον υπερβολικό δανεισμό στον οποίο κατέφυγαν και τις συνακόλουθα υψηλές δημόσιες δαπάνες, η ελληνική οικονομία είχε ήδη εισέλθει, από το 2008, στη φάση της ύφεσης.
Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, πως με αυτό το δεδομένο, μοιραία, στη συνέχεια, από το 2009 και έπειτα, η ύφεση εκτινάχθηκε, αφού τα δανεικά των προηγούμενων χρόνων δεν πήγαν σε παραγωγικές επενδύσεις, που θα ενίσχυαν την αναγκαία εξωστρέφεια της οικονομίας, αλλά σπαταλήθηκαν σε προεκλογικές παροχές, όπως –ποιος ξεχνά αλήθεια;-  τα μέτρα για την ενθάρρυνση, μέσω επιδότησης (!), της αγοράς εισαγόμενων κλιματιστικών και μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητων, τα οποία τώρα βγαίνουν μαζικά «στο σφυρί».
Με τέτοια οικονομική πολιτική, όμως, δε μπορούσε παρά οι στρόφιγγες του δανεισμού κάποια στιγμή να έκλειναν, αφού οι δανειστές, αργά ή γρήγορα, θα αντιλαμβανόταν ότι οι πιθανότητες να πάρουν τα χρήματά τους πίσω μειωνόταν. Όπως και έγινε, αφού η χώρα, ακόμη και αν δεν ήταν ήδη σε ύφεση, που σήμαινε απώλεια θέσεων εργασίας, αλλά και εισοδημάτων, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα χωρίς νέα δανεικά, όταν μόνον το 2009 το δημοσιονομικό έλλειμμα, δηλαδή η απόκλιση εισπράξεων και πληρωμών του δημοσίου, ήταν πάνω από 32 δισ. ευρώ.  
Οι ισχυρισμοί πως δήθεν η κυβέρνηση που ανέλαβε τις τύχες της χώρας τον Οκτώβριο του 2009, «φούσκωσε» το έλλειμμα, τάχατες «για να πάμε στο μνημόνιο», δεν νομίζω ότι αντέχουν στην κοινή λογική. Ξέρετε εσείς καμία κυβέρνηση που να μη θέλει να μοιράζει λεφτά και να γίνεται ευχάριστη; Και, δυστυχώς, από αυτό το «αμάρτημα» δεν ξέφυγε ούτε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, η οποία, ας μην ξεχνάμε, δύο μήνες μετά την έλευση στην εξουσία, μοίρασε –το μισό από το νομοθετικά θεσπισμένο, γιατί μετά προσγειώθηκε ανώμαλα στην πραγματικότητα- επίδομα αλληλεγγύης, αδιακρίτως και χωρίς κανένα έλεγχο κριτηρίων.
Επιστρατεύθηκε, πρόσφατα, μέχρι και ο ανεκδιήγητος πρώην επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που είχε γίνει διεθνώς περίγελως με τη «φαεινή ιδέα» που είχε συλλάβει, εισηγούμενος, επί της υπουργίας του Γιώργου Αλογοσκούφη, να αυξηθεί το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), με συνυπολογισμό σε αυτό και των εσόδων από τη φοροδιαφυγή των εκδιδόμενων γυναικών (!), προκειμένου να στηριχθεί η απάτη με τα πλαστά στατιστικά στοιχεία, που ορισμένοι θέλουν να μας πείσουν ότι θα μπορούσε να διαιωνισθεί.     
Μόνον ως αστειότητες μπορούν, εξάλλου, να αντιμετωπιστούν οι ισχυρισμοί ότι δεν υπήρξε πρόνοια να επαναληφθεί το προηγούμενο του «εμπροσθοβαρούς» δανεισμού που έκανε η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, για να αποφευχθεί η προσφυγή στο ΔΝΤ. Ακόμη και αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, αυτό που θα συνέβαινε θα ήταν η παράταση λίγων μηνών, αν όχι λίγων εβδομάδων και η περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, λόγω της συνεχιζόμενης αμεριμνησίας.
Το γεγονός ότι, παρά την πρόσφατη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, το περίφημο PSI, μέσω του οποίου διεγράφησαν περισσότερα από 100 δισ. ευρώ, εξακολουθούμε και είμαστε μια από τις πλέον υπερδανεισμένες χώρες στην Ευρώπη, αρκεί, νομίζω, για να αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε διαθέτει κοινή λογική ότι το μόνο που δεν χρειαζόταν η Ελλάδα στο τέλος του 2009 και στις αρχές του 2010 , ήταν ο επιπλέον δανεισμός.
Υπό άλλες συνθήκες, όλα αυτά μπορεί, ίσως, να είχαν μόνον ιστορική αξία και να μην μας απασχολούσαν στην παρούσα συγκυρία που το ζητούμενο είναι να ανασκουμπωθούμε και να δώσουμε τη μάχη για να ξεφύγουμε από την παγίδα της ύφεσης. Τα θέτω, όμως, με τούτο το σημείωμα, επειδή πιθανολογώ ότι θα βρεθούν στο επίκεντρο της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε και πιστεύω ότι χρειάζεται να αποκρουστεί, ως επικίνδυνη, η επιχειρηματολογία που συγχέει, είτε σκόπιμα, είτε αθέλητα, τις αιτίες με τα αποτελέσματα.
 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Εμείς «θα βγάλουμε τα κάστανα από τη φωτιά»

Χρειάστηκε να φθάσει ο «κόσμος στο χτένι» για να ακούσουμε από επίσημα αρχηγικά χείλη –έστω και κατά προσχηματικό τρόπο- πως «για πρώτη φορά γίνεται διαπραγμάτευση» και να δούμε –έστω και για το θεαθήναι- έκτακτες συνεδριάσεις «ξεχασμένων» κομματικών οργάνων , προκειμένου να υπάρξει ευρύτερη συναίνεση για το υπό κατάρτιση σκληρό οικονομικό πρόγραμμα που απαιτούν οι πιστωτές μας, ως προϋπόθεση για να συνεχίσουν να μας χρηματοδοτούν.
Είναι και αυτή μια από τις μεγάλες παθογένειες που ανέδειξε η πρόσφατη γενικευμένη κρίση που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Αναφέρομαι στην απουσία πνεύματος συνεργασίας και διαλόγου, ουσιαστικής διαβούλευσης και, κυρίως, διάθεσης για συλλογική δράση έναντι των μεγάλων προταγμάτων που ξεπερνούν τα κατακερματισμένα ατομικά και κλαδικά αιτήματα.
Από τη λειτουργία των κομματικών σχηματισμών έως την καθημερινότητα των μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων –με αποκορύφωμα την πρόσφατη διαπίστωση της αδυναμίας δύο μεγάλων τραπεζικών ομίλων να ισχυροποιήσουν τη θέση τους, ενώνοντας τις δυνάμεις τους-, παρατηρεί κανείς την επικράτηση «μεσσιανικών» συνδρόμων του τύπου «ό,τι πει ο μεγάλος αρχηγός», αλλά και των νοοτροπιών που κατατείνουν στη λογική «κάποιος άλλος να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά».
Κατά τη γνώμη μου, σ΄ αυτό το έδαφος γονιμοποιήθηκαν και θέριεψαν η διαπλοκή, η διαφθορά, τα πελατειακά δίκτυα, ο νεποτισμός, η αυθαιρεσία των ισχυρών, η εκτεταμένη αδιαφάνεια, φαινόμενα που συνέβαλαν καθοριστικά στην απομύζηση του δημοσίου πλούτου, είτε μέσω της κατασπατάλησης των πόρων, είτε μέσω της λαφυραγώγησής τους από δυναμικές μειοψηφίες.
Το φαινόμενο, λοιπόν, μπορεί να μην είναι καινούργιο, αλλά η πολυπλοκότητα της τρέχουσας  κρίσης το έχει διευρύνει, καθώς σε τέτοιες περιόδους αντηχούν πιο εύηχα στα αυτιά των ανθρώπων, που δοκιμάζονται από την ανεργία, τη φτώχεια και την ανέχεια, βαρύγδουπες απλοϊκότητες και εύκολες συνταγές που θέλουν «να πετάξουμε έξω τους μουσαφίρηδες». Καμία αντίρρηση, αλλά μήπως οι «νοικοκυραίοι» δεν είναι έτοιμοι να διαχειριστούν τις τύχες τους και γι΄ αυτό κάλεσαν τους «μουσαφίρηδες»;
Ποιος, για παράδειγμα, δεν θυμάται τις… ηρωικές δηλώσεις σημερινών υπουργών «δεν θα δεχθώ μπάστακες στο υπουργείο μου»; Δηλώσεις που έρχονται από το παρελθόν, όταν κάποιοι εξακόντιζαν βέλη κατά των «χαμηλόβαθμων υπαλλήλων» των Βρυξελλών και κατόπιν, βάζοντας «την ουρά στα σκέλια», νομοθετούσαν στη Βουλή κατά τις επιταγές τους, αλλάζοντας νόμους που οι ίδιοι είχαν ψηφίσει. 
Αποτέλεσμα όλων αυτών, θεωρώ πως είναι η διαχρονική αδυναμία που παρατηρείται για την κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την έξοδο από την κρίση. Γι΄ αυτό και είμαστε «έρμαια» των πιστωτών μας, οι οποίοι, ευρισκόμενοι αντιμέτωποι με αυτή την πραγματικότητα, γίνονται όλο και πιο απαιτητικοί.
Είναι βέβαιο ότι κανείς δεν κατέχει τη μοναδική «εξ αποκαλύψεως» αλήθεια και, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, η έλλειψη ανοιχτού δημοκρατικού διαλόγου, αφήνει πεδίο δράσης για φαινόμενα ενός ιδιότυπου πολιτικού «χουλιγκανισμού», όπως αυτά που παρατηρούμε γύρω μας και εκφράζονται με τα διχαστικά συνθήματα που εκπέμπονται από πολλές πλευρές.  
Αν οι πολιτικές δυνάμεις δεν αρχίσουν να ασκούνται, πρωτίστως στο εσωτερικό τους, στον εξαντλητικό διάλογο, κανένα πρόγραμμα, που θα επιβληθεί έξωθεν, δεν πρόκειται να αποδειχθεί αποτελεσματικό, όταν εκείνοι που θα κληθούν να το εφαρμόσουν δεν έχουν πιστέψει σε αυτό. Η λογική του να «μας ρίξει κάποιος στη θάλασσα για να μάθουμε κολύμπι» αποδείχθηκε ότι δεν αποδίδει.
Η πολυετής, άλλωστε, συμμετοχή μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που ξεκίνησε με τέτοιους όρους, ελάχιστα φαίνεται να συνέβαλε στην αποβολή των βαλκανικών συνδρόμων που μας κατατρύχουν, γεγονός που ίσως εξηγεί τους λόγους για τους οποίους είμαστε «ουραγοί» στα επιτεύγματα και «πρωταθλητές» στις αρνητικές επιδόσεις.  
            Αν η κρίση, λοιπόν, είναι ευκαιρία, ας την αδράξουμε, ξεκινώντας από τον διάλογο, την απαίτηση για λογοδοσία και συνάμα τη διεκδίκηση της συμμετοχής στις αποφάσεις. Εμείς, άλλωστε, θα είμαστε εκείνοι που θα κληθούμε να «βγάλουμε τα κάστανα από τη φωτιά».

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Η «τραγωδία των κοινών»

Το πρώτο όχημα που συνάντησα, ξεκινώντας την πρωινή διαδρομή μου την Παρασκευή 5 Νοεμβρίου, τελευταία ημέρα της προεκλογικής περιόδου του πρώτου γύρου των πρόσφατων εκλογών, ήταν μια… αγκομαχούσα μπετονιέρα. Η αγχώδης προσπάθεια του οδηγού της να επιταχύνει μαρτυρούσε ότι βιαζόταν να προλάβει δρομολόγιο του, που, όπως πληροφορήθηκα με ένα - δύο τηλεφωνήματα που έκανα, είχε προορισμό την τσιμεντόστρωση ιδιωτικών εκτάσεων.    
Ήταν μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις που βίωσα στη διάρκεια της  προεκλογικής εκστρατείας, απογοήτευση που έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν λίγες μέρες αργότερα και με επικείμενο τον δεύτερο γύρο των εκλογών, ο Καλαμάς υπερχείλιζε, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στις αγροτικές καλλιέργειες της Βρυσσέλας και της ευρύτερης περιοχής του Παραποτάμου. Οι πλημμυροπαθείς ξεσηκώθηκαν, οι «αρχές» -προεκλογική περίοδος ακόμη γαρ-  κινητοποιήθηκαν και η λύση(;) βρέθηκε άμεσα: αποζημιώσεις από τον ΕΛΓΑ, τα ΠΣΕΑ και όπου αλλού μπορούσαν να βρεθούν χρήματα.
Η ουσιαστική συζήτηση για τα αίτια του φαινομένου –που ήταν η τρίτη φορά που συνέβαινε φέτος, ενώ ακολούθησε και τέταρτη και πέμπτη τις επόμενες εβδομάδες- αποδείχθηκε μάταιη. Προσέκρουσε στο… «τέτοια ώρα, τέτοια λόγια».  Η αναφορά στα «ακραία καιρικά φαινόμενα» ήταν επαρκής δικαιολογία για να κηρυχθεί η περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ώστε να μην καθυστερήσει η καταγραφή των ζημιών και να επιταχυνθεί η εκταμίευση των αποζημιώσεων.
Από το λίγο χρόνο, ωστόσο, που αφιερώθηκε στην συζήτηση για τα αίτια –γιατί, κακά τα ψέματα, υπάρχουν και αγρότες που θέλουν να αποδίδουν οι καρποί του κόπου τους και δεν βολεύονται με το εύκολο χρήμα- προέκυπτε σαφώς ότι δεν έφταιγε μόνον ο… κακός μας ο καιρός. Ή, για να το πούμε αλλιώς, το πρόβλημα είχε τις συγκεκριμένες διαστάσεις επειδή τα ακραία καιρικά φαινόμενα συναντήθηκαν με την ακραία αδιαφορία. Και, δυστυχώς, θα έχει και στο μέλλον ανάλογες διαστάσεις, όσο συνεχίζεται η ίδια αμεριμνησία και κάθε τι συλλογικό εξακολουθεί να υποτάσσεται στο στενά νοούμενο ατομικό συμφέρον, κυρίως όσων έχουν προσβάσεις στην εξουσία.
Μόνον ένα μικρό μέρος από τα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια για τις τσιμεντοστρώσεις ιδιωτικών εκτάσεων στις πόλεις και στα χωριά του νομού μας –ποσά που προέρχονταν από τα δανεικά που μας έφεραν εδώ την «τρόικα» και τις ακρότητες της- αν είχαν διατεθεί για στοιχειώδη έργα στον Καλαμά, όπως, π.χ., ο καθαρισμός και η εκβάθυνση της κοίτης, το ύψος των αποζημιώσεων που θα καταβληθούν –από δανεικά και πάλι, του ΔΝΤ αυτή τη φορά, που μας δίνονται με τοκογλυφικά επιτόκια- θα ήταν σίγουρα μικρότερο.  
Γράφοντας για όλα αυτά μου έρχεται κατά νου η περίφημη θεωρία για την «τραγωδία των κοινών (αγαθών)» που ανέπτυξε το 1968 ο οικολόγος Garret Hardin και περιλαμβάνεται πλέον στα εγχειρίδια των οικονομικών για να καταδειχθεί πως «η ιδιωτικά ορθολογική συμπεριφορά» (να κοιτάει, επί παραδείγματι, ο καθένας πώς να εξασφαλίσει την τσιμεντοστρωμένη πρόσβαση στον αγρό του), «οδηγεί σε συλλογική συμφορά».
Οι θιασώτες της νεοκλασσικής οικονομικής θεωρίας, την οποία, ως γνωστόν, ασπάζεται σχεδόν λατρευτικά η πλειονότητα όσων απαρτίζουν την «τρόικα» που έχει ενσκήψει στη χώρα μας, σε τέτοιες περιπτώσεις θεωρούν ότι «λύση είναι να ιδιωτικοποιήσεις το κοινωνικό αγαθό, έτσι ώστε ο ιδιοκτήτης να έχει τώρα τόσο τα οφέλη όσο και το κόστος».
Δεν αποκλείεται, λοιπόν, να δούμε και να ακούσουμε το προσεχές διάστημα –υπερβολικές;- προτάσεις, όπως «αφού δεν μπορείτε να προστατεύσετε τα ποτάμια σας, δώστε τα σε ιδιώτες να τα προστατεύσουν και να τα αξιοποιήσουν». Κάπως έτσι, άλλωστε, δεν άνοιξαν οι ορέξεις για τα λιμάνια, τη «Δωδώνη» και –Κύριος οίδε- τι άλλο;
Στο χέρι μας, όμως, είναι, όχι απλά να αρνηθούμε –που θα το κάνουμε!-, αλλά, κυρίως, να αποδείξουμε ότι οι θεωρίες τους είναι γελοίες και δεν ισχύουν στην πράξη.

             *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύθηκε στη "Θεσπρωτική" στις 7.12.2010)