Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα lockdown. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα lockdown. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

Υγεία ή οικονομία; Υπάρχει δίλημμα;

 

Το νέο αυστηρό lockdown που επιβλήθηκε στην Αττική μετά την τελευταία έξαρση του αριθμού των κρουσμάτων του κορωνοϊού στην πολυανθρωπότερη περιφέρεια της χώρας επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για το κατά πόσο στις αποφάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας τον βαρύνοντα λόγο θα πρέπει να τον έχουν οι οικονομικές ή υγειονομικές επιπτώσεις.

«Με το συνεχές άνοιξε – κλείσε την οικονομική δραστηριότητα, ακόμη και αν γλυτώσουμε από την πανδημία, κινδυνεύουμε στο τέλος να… πεθάνουμε όλοι από την πείνα», ισχυρίζονται ορισμένοι επιχειρηματίες από τους κλάδους των υπηρεσιών, όπως είναι η εστίαση, που πληρώνουν βαρύτατο τίμημα από την απαγόρευση της λειτουργίας των επιχειρήσεων τους. Τίμημα το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την κρατική βοήθεια όσο γενναιόδωρη και αν αποδειχθεί.

Αρκετοί είναι, εξάλλου, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το λεγόμενο «σύστημα ακορντεόν» που εφαρμόζει τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση συνιστά ημίμετρο, υπό την έννοια ότι ούτε η έξαρση της πανδημίας τιθασεύεται ούτε η οικονομική δραστηριότητα διασώζεται.

Όπως, άλλωστε, μαρτυρούν τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας ήταν τόσο πολύ βαθιά τη χρονιά που πέρασε που είναι αμφίβολο αν το χαμένο έδαφος θα έχει καλυφθεί μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Υπό τις καλύτερες συνθήκες, στο ΑΕΠ του 2019 θα επιστρέψουμε το 2022.

Είναι προφανές ότι επισημάνσεις και προβληματισμοί αυτού του είδους βρίσκουν έρεισμα στην πρωτοφανή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας. Πλην, όμως, όποιος δεν εθελοτυφλεί, θεωρώντας ότι το –μικρό ή μεγαλύτερο- «μαγαζί» του αποτελεί τον ομφαλό της γης, αναγνωρίζει ότι κανείς σε αυτόν τον πλανήτη δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια για το δέον γενέσθαι.

Ούτε, βεβαίως, υπάρχει στη διεθνή σκηνή κάποιος επιστήμονας ή ηγέτης που να έχει βρει τη χρυσή συνταγή η οποία να επιτρέπει την αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας χωρίς να πληγεί η οικονομία.

Ακόμη και χώρες που θεωρούνται οικονομικοί κολοσσοί και διαθέτουν στιβαρές υγειονομικές δομές, όπως είναι η Γερμανία, δεν δίστασαν να καταφύγουν στην άμυνα ενός παρατεταμένου lockdown μόλις ήρθαν αντιμέτωπες με τον κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο της πανδημίας.

Λίγο ως πολύ, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου που διαρκεί ο εφιάλτης του κορωνοϊού, όλες οι χώρες εφαρμόζουν τα ίδια ακριβώς μέτρα: αυξάνουν τους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα κάθε φορά που αυξάνεται το επιδημιολογικό φορτίο και τους χαλαρώνουν όποτε επέρχεται ύφεση.

Η αποτελεσματικότητα των μέτρων ποικίλλει, βεβαίως, αλλά κι εδώ είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχει άλλος χρυσός κανόνας πέραν της έγκαιρης και αποφασιστικής δράσης μόλις εμφανιστούν στον ορίζοντα πρόδρομες τάσεις επιδείνωσης των δεικτών της πανδημίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, δίλημμα επιλογής ανάμεσα στην υγεία και στην οικονομία δεν μπορεί να τίθεται. Οι κυβερνήσεις σε όλη την υφήλιο καλούνται από τη μια να προστατεύσουν την υγεία των πολιτών τους και από την άλλη να κρατήσουν όρθιες τις οικονομίες τους για να μπορέσουν να απαντήσουν αποτελεσματικά στις προκλήσεις που αναπόφευκτα θα φέρει το τέλος της πανδημίας που αρχίζει σιγά σιγά να προβάλει στον ορίζοντα, καθώς προχωρούν τα εμβολιαστικά προγράμματα.

Με δεδομένη, όμως, την μεγάλη κόπωση που αισθάνονται οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο εξαιτίας της παρατεινόμενης δοκιμασίας, η άσκηση ισορροπίας που απαιτείται να κάνουν οι ηγεσίες σε κάθε χώρα εξακολουθεί να έχει πολύ μεγάλο βαθμό δυσκολίας.

Από τη μια, χρειάζεται να κρατήσουν ανοικτά τα κρατικά θησαυροφυλάκια για να στηρίξουν τα πληττόμενα νοικοκυριά και τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις. Και από την άλλη είναι υποχρεωμένες να διατηρήσουν τα απαραίτητα (πολεμ)εφόδια που θα χρειαστεί να ρίξουν στη μάχη για την οικονομική ανάκαμψη που δεν αργήσει να δοθεί.

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι κυβερνήσεις και οι λαοί που θα πετύχουν την καλύτερη ισορροπία θα είναι εκείνοι που θα βγουν νικητές και τροπαιούχοι από τον αδυσώπητο πόλεμο κατά της πανδημίας που μαίνεται τον τελευταίο χρόνο.

Τι λέτε; Η ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες πολίτες σε ποια πλευρά θα βρεθούμε; Στους κερδισμένους ή στους χαμένους αυτού του πολέμου;

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Επιχειρήσεις της συμφοράς, ελεγκτικοί μηχανισμοί της πλάκας

 Μια από τις απτές συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού είναι ότι έφερε δραματικά στο προσκήνιο τις μεγάλες παθογένειες της ελληνικής επιχειρηματικότητας, η οποία κάθε μέρα που περνάει αποδεικνύεται τραγικά αδύναμη να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.

Μικρές, μεσαίες αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις λειτουργούν στην πλειονότητά τους με όρους του προηγούμενου αιώνα και εμφανίζουν αγκυλώσεις που λίγο απέχουν από το… επάρατο δημόσιο που (υποτίθεται ότι) ήταν ως τώρα εκείνο το οποίο έβαζε τροχοπέδη στο… επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα.

Οι ατελείωτες ουρές που σχηματίζονται καθημερινά έξω καταστήματα εταιριών που προσφέρουν τις λεγόμενες «υπηρεσίες ταχυμεταφοράς» (courier) είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου για την κατάρρευση του υποτυπώδους ηλεκτρονικού εμπορίου στη χώρα μας. Οι πολύωρες αναμονές στις τηλεφωνικές γραμμές, τα κατεβασμένα τηλέφωνα και η αγένεια που αντιμετωπίζουν όσοι έχουν κάνει παραγγελίες, οι οποίες δεν φθάνουν παρά ελάχιστες φορές στην ώρα τους, συνιστούν φαινόμενα που σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν συναντούν οι καταναλωτές.

Παθόντες, μάλιστα, δεν είναι μόνον όσοι κάνουν διαδικτυακές παραγγελίες. Είναι και αρκετοί πολίτες που υποχρεώνονται να επικοινωνούν μέσω courier με δημόσιες υπηρεσίες, όπως οι ΔΟΥ, ο ΔΕΔΔΗΕ, κάποιοι Δήμοι, κ.λ.π. Και τούτο διότι, με πρόσχημα την πανδημία, δεν επιτρέπεται η επιτόπια επίσκεψη στις υπηρεσίες, ενώ δεν διεκπεραιώνεται η αποστολή των εγγράφων ηλεκτρονικά, με αποτέλεσμα οι πολίτες να αποκτούν πρόσβαση στην αλληλογραφία έπειτα από πολύ καιρό που μπορεί να φθάσει τις αρκετές εβδομάδες.

Άλλωστε, κάποιες εταιρίες courier ετσιθελικά και με θράσος δεν παραδίδουν καν αλληλογραφία ή δέματα και ο πολίτης - καταναλωτής για να τα παραλάβει πρέπει να προσέλθει αυτοπροσώπως στα γραφεία τους και να στηθεί σε ουρά.

Παρά το γεγονός ότι το πρώτο lockdown της άνοιξης έδειξε τα όρια της αντοχής των περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στην αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρονικές παραγγελίες, ήταν, δυστυχώς, ελάχιστες οι εταιρίες που έσπευσαν να ενισχύσουν τα συστήματα υποδοχής, προετοιμασίας και αποστολής των παραγγελιών στους καταναλωτές.

Οι περισσότεροι επιχειρηματίες επαναπαύθηκαν στην κατάσταση που βρίσκονταν προτού να ξεσπάσει η υγειονομική κρίση και αδιαφόρησαν μπροστά στην επιτακτική ανάγκη να βελτιώσουν τα δίκτυα τους, με αποτέλεσμα σε αυτό το δεύτερο lockdown που οι παραγγελίες έχουν αυξηθεί, ίσως και λόγω των επικείμενων γιορτών, ο «Γολγοθάς» των καταναλωτών να έχει γίνει πολύ μεγαλύτερος.

Όποιος τολμήσει (ή καταφέρει, αφού τις περισσότερες φορές η επικοινωνία είναι αδύνατη) να διαμαρτυρηθεί, η στερεότυπη –και συνήθως αγενής- απάντηση που λαμβάνει είναι ότι μπορεί να πάρει τα χρήματα του πίσω. Μόνον, όμως, που και σε αυτή την περίπτωση η επιστροφή γίνεται με αρκετή καθυστέρηση, παρόλο που η πληρωμή όταν παραγγέλλεις πρέπει να γίνει άμεσα.

Ενθαρρυμένοι, μάλλον από την έλλειψη ανταγωνισμού, αφού, λίγο ως πολύ, σχεδόν όλοι με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν, όπως και από την πλήρη απουσία αφενός αξιόπιστων καταναλωτικών οργανώσεων και αφετέρου των ελεγκτικών μηχανισμών της Πολιτείας –Συνήγορος του Καταναλωτή, Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή- που παρακολουθούν απαθείς και καθεύδοντες την ταλαιπωρία των πολιτών, οι Έλληνες επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο ηλεκτρονικό εμπόριο δεν αισθάνονται την ανάγκη να αλλάξουν το παραμικρό. Βλέπετε η κατάρρευση των δικτύων courier εμποδίζει εξίσου και τις παραγγελίες από το εξωτερικό που, υπό άλλες συνθήκες, θα έφθαναν στην ώρα τους.

Η προφανής αντίδρασή τους που θα περίμενε κανείς να είναι η πρόσληψη προσωπικού το οποίο, έπειτα από μια εντατική εκπαίδευση, θα ενέτασσαν στο δυναμικό τους, δεν φαίνεται να πέρασε από το μυαλό των περισσοτέρων. Βολεύτηκαν πιθανότατα με την ποικιλόμορφη κρατική βοήθεια που τους παρασχέθηκε, όπως οι επιστρεπτέες προκαταβολές, η μείωση των ενοικίων, η καταβολή της μισθοδοσίας των υπαλλήλων από το δημόσιο και οι αναστολές πληρωμής των υποχρεώσεων τους. Και, ως εκ τούτου, δεν προχώρησαν στις απαιτούμενες επενδύσεις σε ανθρώπινους και άλλους πόρους που θα τους επέτρεπαν να καλύψουν το χαμένο έδαφος τόσο στη διάρκεια της κρίσης, όσο και μεταγενέστερα.

Στο Σχέδιο για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας που συνέταξε πρόσφατα Επιτροπή ειδικών υπό τον νομπελίστα καθηγητή Χριστόφορο Πισσαρίδη επισημαίνεται ως ένα από τα μεγάλα προβλήματα της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας ο κατακερματισμός που συνιστούν οι πολλές επιχειρήσεις μικρού μεγέθους.

«Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι συνέπεια αγκυλώσεων στην οικονομία που δημιουργούν κίνητρα στις επιχειρήσεις να παραμένουν μικρές και δυσκολεύουν την ανάπτυξή τους», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην Έκθεση της Επιτροπής. Γι΄ αυτό και μεταξύ των προτάσεων που υποβάλει είναι η «άρση αντικινήτρων για τη μεγέθυνση μικρομεσαίων επιχειρήσεων εντός της χώρας».

Κακά τα ψέματα, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν απεδείχθησαν αδύναμες να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εποχής μόνον οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Εξίσου, αν όχι και ακόμη περισσότερο, προβληματικές έδειξαν να είναι και μεγαλύτερες εταιρίες, ορισμένες από τις οποίες μάλιστα κατέχουν δεσπόζουσα θέση στον κλάδο τους.

Άρα το ζήτημα της πολυσυζητημένης οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας έγινε ακόμη και πιο εμφανές. Όπως εμφανέστερος έγινε και ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους που πρέπει κάποια στιγμή να ασκηθεί. Με στόχο όχι βεβαίως να υποκατασταθούν από δημόσιες επιχειρήσεις οι ιδιωτικές εταιρίες εμπορίας και παραγωγής, αλλά να επιβληθεί ότι το παιχνίδι θα παίζεται με τους συναλλακτικούς κανόνες που ισχύουν παγκοσμίως.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Όταν ο αρχηγός φαντασιώνεται τανκς να μπαίνουν στη Βουλή

Το τελευταίο διάστημα η πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας έχει ξεστρατίσει για τα καλά. Είναι αλήθεια ότι η επέλαση της πανδημίας έχει εκ των πραγμάτων περιορίσει σημαντικά την πολιτική ύλη επί της οποίας τα κόμματα μπορούν να αντιπαρατίθενται.

Πόσες… κοκορομαχίες, για παράδειγμα, μπορεί να στηθούν για αν είναι ανάγκη να τηρούνται πρακτικά στην Επιτροπή Λοιμωξιολόγων; Και πόσους τηλεκαβγάδες μπορούν να αντέξουν οι άμοιροι τηλεθεατές για το αν τα κρούσματα του κορωνοϊού στη χώρα μας είναι πολύ περισσότερα από άλλες χώρες αν δούμε τον ρυθμό αύξησης τους ή πολύ λιγότερα αν εξετάσουμε τον απόλυτο αριθμό τους;

Είναι προφανές ότι, με τέτοιου επιπέδου… διακυβεύματα, το αντιπολιτευτικό «ψωμί» δεν βγαίνει εύκολα. Πολύ περισσότερο που στο οικονομικό πεδίο είναι πλέον κοινός τόπος ότι ο (κεϊνσιανού τύπου) κρατικός παρεμβατισμός αποτελεί μονόδρομο για να παραμείνουν σε λειτουργία οι μηχανές της οικονομίας και να μη βουλιάξουν στη φτώχεια δισεκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ποιος θα περίμενε άλλοτε ότι μια κεντροδεξιά κυβέρνηση -με αναπληρωτή υπουργό τον Θεόδωρο Σκυλακάκη…- θα μοίραζε επιδόματα σε εργαζόμενους που δεν πάνε στη δουλειά τους;

Με αυτά, λοιπόν, και με πολλά άλλα, παρακολουθούμε, όλο και πιο συχνά τελευταία, τη (δια)μάχη των ιδεών, που αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης, να δίνει τη θέση της στη λεγόμενη «δίκη προθέσεων». Τα στελέχη των κομμάτων δεν αντιπαρατίθενται επισημαίνοντας λάθη, ανακολουθίες, αντιφάσεις ή καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων. Αντιπαρατίθενται επιχειρώντας ο ένας να αποδώσει στον άλλο ανομολόγητες προθέσεις οι οποίες μερικές φορές βρίσκουν έρεισμα σε απλά γλωσσικά ατοπήματα, ενώ άλλες κατασκευάζονται εκ του μηδενός.

Τα όσα είπε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις αυτού του πολύ παράδοξου τρόπου πολιτικής αντιπαράθεσης, ο οποίος δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα αλλά αναζητεί ερείσματα σε μια εικονική πραγματικότητα. Εδώ και λίγο καιρό ο επικεφαλής του ΜέΡΑ 25 προσπαθεί να συνθέσει ένα δικό του «αφήγημα», σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση επιδιώκει να… «διαβρώσει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα».

Δεν χάνει δε ευκαιρία να το λανσάρει ακόμη και όταν δεν υπάρχει καμία αφορμή γι΄ αυτό. Το έκανε πριν λίγες μέρες στην επέτειο Πολυτεχνείου, αλλά παρότι δεν του βγήκε, αφού η επιθυμία του να συλληφθούν ο ίδιος και οι βουλευτές του έμεινε ανεκπλήρωτη. Και έκτοτε το συνεχίζει απτόητος.

Το περασμένο Σάββατο, που ήταν η μέρα των Ενόπλων Δυνάμεων, στην πρόσοψη της Βουλής προβλήθηκε ένα επετειακό βίντεο τεσσάρων λεπτών που παρουσίαζε τις μάχες των Ελλήνων ανά τους αιώνες. Στην απευθείας μετάδοση πρέπει να το είδαν ελάχιστοι, αφού, λόγω του lockdown, η πιθανότητα να κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα άνθρωποι στο Σύνταγμα είναι μηδαμινή. Το είδαν, όμως, πάρα πολλοί από το Διαδίκτυο, είτε μέσω της ιστοσελίδας του ΓΓΕΘΑ που είναι ανηρτημένο είτε μέσω του ΥοuTube.

Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι μεταξύ εκείνων που είδαν το βίντεο δεν ήταν σίγουρα ο κ. Βαρουφάκης. Παρά ταύτα, ο αρχηγός του ΜέΡΑ 25 ανέβηκε στο βήμα της Εθνικής Αντιπροσωπείας για να πει: «Πρόσφατα, κύριε Πρόεδρε της Βουλής, θα μου επιτρέψετε να το πω όσο πιο ελαφρά τη καρδία μπορώ, είδαμε και αυτό το θέαμα με την προβολή ενός τανκ στο κτήριο της Βουλής».

Και με όλη τη… σοβαρότητα που τον διακρίνει, δεν δίστασε να προβεί στην ακόλουθη καταγγελία: «Είναι μία μεταμοντέρνα έκδοση αυτής της ΥΕΝΕΔοποίησης της Ελλάδας. Ντροπή μας. Το τανκ στον Έβρο, αν θέλετε, να το δω σαν σύμβολο της εθνικής ασφάλειας και της ελευθερίας. Το τανκ στην Πλατεία Συντάγματος προβεβλημένο πάνω στην πρόσοψη της Βουλής είναι μια ντροπή για τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό»!

Αν είχε παρακολουθήσει το επίμαχο βίντεο, ο κ. Βαρουφάκης πιθανότατα δεν θα έλεγε όσα είπε. Για τον απλούστατο λόγο ότι στο βίντεο υπήρχαν όλων των ειδών τα οπλικά συστήματα της στεριάς, της θάλασσας και του αέρα: από το υγρό πυρ του Βυζαντίου έως τους εμπροσθογεμείς σισανέδες της Οθωμανικής περιόδου και από τις τριήρεις της αρχαιότητας έως τις μεταπολεμικές «Ντακότες». Δεν εμφανιζόταν, όμως, πουθενά τανκς. Ούτε ένα. Ούτε για δείγμα…

Ο αρχηγός του ΜέΡΑ 25, ο οποίος μάλλον φαντασιώθηκε «το τανκ στην Πλατεία Συντάγματος» δεν είναι, πάντως, ο πρώτος που εφαρμόζει το δόγμα το οποίο αποπνέει η ρήση σύμφωνα με την οποία «όταν διαφωνεί μαζί μας η πραγματικότητα, αλίμονο στην πραγματικότητα».

Από τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη που τον αποκάλεσαν «τυμβωρύχο» εξαιτίας μιας κακής διατύπωσης που χρησιμοποίησε, θέλοντας να πει ότι το σημαντικό για την ανάσχεση της πανδημίας είναι τα μέτρα προφύλαξης και όχι ο αριθμός των ΜΕΘ, έως τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα που τον εμφάνισαν να λέει ότι «είναι πεταμένα τα λεφτά στις ΜΕΘ», ενώ εκείνος αναφερόταν στην επίταξη για την οποία το Σύνταγμα προβλέπει αμοιβή ακόμη και όταν δεν χρησιμοποιούνται, είναι πολλές οι περιπτώσεις που γίνεται μεγάλος ντόρος όχι για τις θέσεις ή τις απόψεις που εξέφρασε κάποιος κυβερνητικός ή άλλος παράγοντας, αλλά για εκείνα που θα ήθελαν να πει οι αντίπαλοί του…

Ας ελπίσουμε, λοιπόν, να μην αργήσει το τέλος της πανδημίας και για έναν επιπλέον λόγο. Διότι ίσως έτσι επιστρέψει η Πολιτική και δούμε τις δίκες προθέσεων να δίνουν και πάλι τη σκυτάλη στις κανονικές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ή μήπως όχι, αφού οι μάχες στο πεδίο της εικονικής πραγματικότητας είναι πιο εύκολες και πιο… άκοπες;

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Στους ίδιους αναπνευστήρες και στις ίδιες ΜΕΘ

 «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μας και η ρήση τους αυτή φαίνεται να βρίσκει την απόλυτη επιβεβαίωση στην εξέλιξη της φονικής και πολλαπλά επώδυνης πανδημίας του κορωνοϊού.

Στους αρκετούς πλέον μήνες που διαρκεί η μεγάλη αυτή δοκιμασία, ο ένας μετά τον άλλο καταρρέουν μια σωρεία από «μύθους» που είτε χτίστηκαν τώρα, είτε επανήλθαν από το παρελθόν και αναδείχθηκαν στις δύσκολες μέρες της ασφυκτικής πίεσης που δέχονται οι σύγχρονες κοινωνίες από την πρωτοφανή υγειονομική κρίση αλλά και τη συνακόλουθη οικονομική δυσπραγία.

Μπορεί οι συνωμοσιολόγοι, οι αρνητές της λογικής και οι κάθε λογής λαϊκιστές και λοιποί ακραίοι να συνεχίσουν να δίνουν τις δικές τους «μάχες χαρακωμάτων», αλλά, για όσους δεν εθελοτυφλούν ή δεν είναι έρμαια των ιδεοληψιών τους, η πραγματικότητα την οποία βιώνουμε έχει κονιορτοποιήσει όλες τις ανόητες και τοξικές θεωρίες για την αμφισβήτηση της ύπαρξης του ιού με βλακώδη ερωτήματα του τύπου «ξέρεις κάποιον που να νόσησε;», όπως και με ανυπόστατους ισχυρισμούς για τις συνέπειες του, του τύπου «δεν μπορούμε να καταστρέψουμε την οικονομία για μια… γριπούλα» ή «όλα γίνονται για να μας φυτέψει… τσιπάκια ο Μπιλ Γκέιτς».

Η ολοένα και μεγαλύτερη, δυστυχώς, εξάπλωση της πανδημίας, υποχρεώνει όλο και περισσότερους να γνωρίζουν κάποιον που προσβλήθηκε από τον ιό και να αναγνωρίζουν ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα χωρίς τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, αλλά και να συνειδητοποιούν ότι ο Μπιλ Γκέιτς, μάλλον δεν δίνει… δεκάρα τσακιστή για να ελέγξει τα μυαλά κάποιων αποδεδειγμένα… άμυαλων.

Όπως και να έχει, άλλωστε, πατρίκιοι και πληβείοι, έχοντες και μη έχοντες, δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι, μετριοπαθείς και εξτρεμιστές, θρησκευόμενοι και αγνωστικιστές, Ευρωπαίοι, Αφρικανοί και Ασιάτες, εργοδότες και υπάλληλοι, είμαστε, λίγο ως πολύ, όλοι αντιμέτωποι με την ίδια αόρατη απειλή για τη ζωή μας και, πάνω κάτω, με τον ίδιο τεράστιο κίνδυνο από τις απώλειες στα εισοδήματά μας.

Με άλλα λόγια, η πανδημία αποτελεί ένα πολύ διδακτικό μάθημα προς όλους μας ότι σε αυτή τη ζωή και σε αυτόν τον πλανήτη εκείνα που μας ενώνουν είναι πολύ πιο σημαντικά από εκείνα που μας χωρίζουν.  Άλλωστε, η δυσμενής πραγματικότητα δείχνει ότι, σίγουρα στη χώρα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, οι πάντες, πλούσιοι και φτωχοί, λογικοί και παράφρονες, ανοιχτόμυαλοι και ψεκασμένοι, μόλις νοσήσουν από Covid-19 τα ίδια ακριβώς τεστ κάνουν για να διαπιστώσουν αν είναι θετικοί στον ιό.

Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι ο ιός δεν κάνει εξαιρέσεις. Έτσι, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει κανείς στην κοινωνία μας, αν είναι δηλαδή αξιωματούχος ή απλός άνθρωπος, αλλά και τις απόψεις και τις δοξασίες από τις οποίες εμφορείται, αν είναι, δηλαδή, ιερωμένος που πιστεύει ότι ο αγιασμός… σκοτώνει τον ιό ή ιδεοληπτικός που θεωρεί υπέρτατο δικαίωμα τη διαδήλωση και όχι την προστασία της ανθρώπινης ζωής, όσοι, εν τέλει, νοσούν και χρειάζονται περίθαλψη διεκδικούν τα ίδια ακριβώς νοσοκομειακά κρεβάτια.

Όπως δεν εκπλήσσεται, πλέον, κανείς με τον όλο και μεγαλύτερο αριθμό των κληρικών που  πλήττονται από την επέλαση του ιού, καθώς πολλοί εξ αυτών αρνούνταν να φορέσουν μάσκα ή να τηρήσουν τα υπόλοιπα μέτρα προστασίας που εισηγούνται οι ειδικοί, έτσι, μάλλον, δεν θα εκπλαγούμε αν τις επόμενες μέρες δούμε να νοσηλεύονται δίπλα δίπλα στον ίδιο νοσοκομειακό θάλαμο κάποιοι από τους διαδηλωτές της επετείου του Πολυτεχνείου μαζί με τους αστυνομικούς που βρέθηκαν εκεί από επαγγελματική υποχρέωση για να αποτρέψουν τον συνωστισμό και τον συγχρωτισμό.

Όπου και αν κόλλησε ο καθένας τον ιό, στην εκκλησία ή στη διαδήλωση, στον χώρο δουλειάς ή στη διασκέδαση, αν δεν είναι ήπια τα συμπτώματα που εμφανίζει, στους ίδιους αναπνευστήρες και στις ίδιες Μονάδες Εντατικής Θεραπείας θα βρεθεί για να αποφύγει τα χειρότερα. Στους αναπνευστήρες και στις Μονάδες του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο, σε πείσμα όσων μέχρι πρότινος το αμφισβητούσαν, θεωρώντας αφελώς ότι μπορούσε να το υποκαταστήσει ο ιδιωτικός τομέας, ή το κακοποίησαν, αφήνοντάς το να ρημάξει στην κακοδιοίκηση.

Το δημόσιο σύστημα υγείας, το ΕΣΥ, για όσους δεν είναι τυφλωμένοι από τα πάθη τους, αποδεικνύεται στο μεγάλο οχυρό μας, στα «ξύλινα τείχη» της εποχής μας που θα μας σώσουν, κατ΄ αντιστοιχία με τα πλοία των Αθηναίων που, σύμφωνα με τον χρησμό της Πυθίας, ήταν τα «ξύλινα τείχη» που τούς έδωσαν τη νίκη απέναντι στον Ξέρξη το 480 π.Χ. στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Υ.Γ.: Όσο για τους επίσης ακραίους ισχυρισμούς ορισμένων ότι ίσως να μη δικαιούνται θέση στις ΜΕΘ όσοι συνειδητά δεν τηρούν τα μέτρα αυτοπροστασίας, επειδή αμφισβητούν τον ιό ή τη σημασία της ατομικής ευθύνης, οι εχέφρονες πολίτες δεν μπορεί να τους υιοθετούν και η ευνομούμενη Πολιτεία επ’ ουδενί δεν μπορεί να τους υλοποιήσει.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το πνεύμα του Σημίτη

 Ένας… αόρατος πρωταγωνιστής κυριάρχησε στην 7ωρη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για την κατάσταση της πανδημίας και τις βαριές επιπτώσεις που έχει στην ελληνική κοινωνία και στην εθνική της οικονομία. Ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Ή, για την ακρίβεια, το πνεύμα που απέπνεε το πρόσφατο πολυσυζητημένο άρθρο του για το καθήκον και την υποχρέωση της αντιπολίτευσης.

Ήταν αρκετοί όσοι έσπευσαν να επικρίνουν και μάλιστα με σφοδρότητα την παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού. Μόνον, όμως, που η επιχειρηματολογία αρκετών εξ αυτών έδειχνε να μην βασίζεται σε αυτές καθαυτές τις θέσεις που διατυπωνόταν στο άρθρο. Στηριζόταν περισσότερο σε «δίκη προθέσεων» που στόχο είχε να υπηρετήσει το «ιδεολόγημα» ότι ο κ. Σημίτης «αβαντάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη».

Δεν ξέρω πόσοι από τους επικριτές του μπήκαν στον κόπο, παρότι επρόκειτο για ένα λιτό κείμενο μόλις 397 λέξεων, να το διαβάσουν. Έχει, ωστόσο, αξία να θυμηθούμε τις βασικές επισημάνσεις του πριν από την απόπειρα να αποδείξουμε τον ισχυρισμό για την ισχυρή επίδραση που είχε η δημόσια παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για την πανδημία.

«Η αντιπολίτευση θα έπρεπε να βοηθήσει σε μια πληρέστερη εικόνα της αντιμετώπισης των προβλημάτων αντί να επιβεβαιώνει κάθε φορά μια γνωστή αντιπαλότητα, χωρίς να αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαφορών», ανέφερε εξ αρχής ο κ. Σημίτης στο άρθρο του που είδε το φως μέσα από την εφημερίδα «Τα Νέα».

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωνε ότι οι δηλώσεις με τις οποίες η αντιπολίτευση αντέδρασε στην ανακοίνωση του δεύτερου lockdown «δεν είναι εξαίρεση σε σχέση με δηλώσεις της και για άλλα θέματα». Και συνόψιζε την επιχειρηματολογία του, υπογραμμίζοντας ότι «ο τρόπος αυτός αντίδρασης δείχνει μία από τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής ζωής».

Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υποστήριξαν ότι ζήτησε, τάχατες, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κηρύξουν «σιωπητήριο», ο κ. Σημίτης ξεκάθαρα υπογράμμισε ότι «η αντιπολίτευση πρέπει να εκφράζεται». Πρόσθεσε, όμως, αμέσως μετά ότι «χρέος της είναι, όταν επισημαίνει τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής δραστηριότητας, να έχει και η ίδια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία ένα κατανοητό και εφαρμόσιμο σχέδιο αντιμετώπισης».

Χωρίς περιστροφές, μάλιστα, συμπλήρωνε κάτι μάλλον αυτονόητο: Ότι, δηλαδή, στην περίπτωση της επιδημίας και του lockdown «τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν παρουσίασαν ένα δικό τους σχέδιο με βάση διεθνή δεδομένα. Δεν εξήγησαν από την αρχή της πανδημίας ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τις υπάρχουσες εμπειρίες. Απλώς παρακολουθούν και αρνούνται».

«Αλλά η κοινή γνώμη δεν χρειάζεται την άρνηση. Για να απαιτήσει τα αναγκαία και σωστά από την κυβέρνηση χρειάζεται πληροφόρηση, τεκμηρίωση, δημιουργικότητα», υπογράμμιζε ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος κατέληγε επισημαίνοντας: «Τότε μόνο θα είναι πρόθυμη να ακολουθήσει δρόμους άλλους από εκείνους που της υπαγορεύει η κυβέρνηση και να αναθέσει σε όσους έχουν διαφορετικές ευθύνες την εξουσία».

Ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι για να επιβραβευτεί ένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αρκεί να λέει «όχι σε όλα» όσα κάνει η εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς να προβάλει εναλλακτική πολιτική πρόταση; Νομίζω κανείς.

Γι΄ αυτό και όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση της Πέμπτης δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί έναν ασυνήθιστο –και καλώς εννοούμενο- ανταγωνισμό μεταξύ των αρχηγών να πείσουν ότι η θεώρησή τους στην υπόθεση της πανδημίας δεν εξαντλούνταν στην κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης αλλά επεκτεινόταν και στη διατύπωση προτάσεων.

Με προεξάρχουσα την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η οποία έκανε μια από τις καλύτερες και πιο τεκμηριωμένες ομιλίες της κατά τα τελευταία πεντέμισι χρόνια που είναι αρχηγός κόμματος, ο ένας μετά τον άλλο οι επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης πάσχισαν να αποδείξουν ότι δεν μένουν μόνον στην κριτική, αλλά διατυπώνουν και προτάσεις.

Χωρίς να λείψουν παντελώς οι υπερβολές, όπως αυτή για τον διορισμό υπουργών κοινής αποδοχής, ούτε οι πλειοδοσίες για τον αριθμό των διορισμών που πρέπει να γίνουν, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από την κυρία Γεννηματά, που ήταν σαφές ότι με την ομιλία της «απαντούσε» και στις επισημάνσεις του Κώστα Σημίτη, όλοι τους, από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Δημήτρη Κουτσούμπα έως τον Κυριάκο Βελόπουλο και τον Γιάνη Βαρουφάκη, έδειξαν να συναισθάνονται ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αποτελεί συνώνυμο της άρνησης και της χαιρέκακης προσμονής να πάνε στραβά τα πράγματα.

Η στάση αυτή, μάλιστα, της αντιπολίτευσης αναγνωρίστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος στην καταληκτική τριτολογία του, με την οποία έκλεισε τη συζήτηση, εξέφρασε διάθεση να υιοθετήσει προτάσεις από όλες τις πτέρυγες, όπως του Αλέξη Τσίπρα για τη χορήγηση υπολογιστών σε μαθητές και την ενίσχυση των οικονομικά αδύναμων ενόψει των Χριστουγέννων, της Φώφης Γεννηματά για τη διενέργεια μαζικών τεστ στα σχολεία και σε άλλες μαζικές δομές και του Κυριάκου Βελόπουλου για την αναστολή των πλειστηριασμών.

Για να αποδειχθεί, έτσι, ότι, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη «έπιασε τόπο». Και, πολύ περισσότερο, ότι η συναίνεση, η λογική και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων προάγουν την πολιτική και συνιστούν κέρδος για την κοινωνία.