Τον πρώτο καιρό ήταν ο Πούτιν που θα (μας) έστελνε τη
μπροστάντζα των 6 δισ. ευρώ για τον αγωγό. Και γι΄ αυτό, αγνοώντας το πάθημα
του κακόμοιρου υπουργού Οικονομικών της Κύπρου που είχε μείνει επί μέρες
αμανάτι στη Μόσχα περιμένοντας λίγα δανεικά για να αποφύγει η Λευκωσία το δικό
της Μνημόνιο, διανύσαμε όλο το πρώτο εξάμηνο του 2015 με το πηγαινέλα στη
ρωσική πρωτεύουσα των κυβερνητικών
αποστολών υψηλού επιπέδου.
Μετά ήταν ο Ομπάμα, για τον οποίο, αν και ερχόταν στην Ελλάδα
ως απερχόμενος Πρόεδρος, φαντασιώνονταν ότι θα είχε στις αποσκευές του τη
ρύθμιση του χρέους που θα μας χάριζαν οι Ευρωπαίοι. Εκείνο, δηλαδή, που δεν
είχε κάνει ο Αμερικανός Πρόεδρος σε όλη τη διάρκεια της οκταετούς θητείας του, κατά
την οποία είχε περιοριστεί σε ανέξοδες παροτρύνσεις για περιορισμό της
λιτότητας, κάποιοι πίστεψαν ότι θα μπορούσε να το κάνει ως τέως, επειδή θα
γοητευόταν –θυμάστε αλήθεια τις αξέχαστες σκηνές στο Μέγαρο Μαξίμου;- από την
προσωπικότητα του Έλληνα πρωθυπουργού.
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά του Τραμπ και η 20ή Ιανουαρίου που
ήταν προγραμματισμένο να εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο έγινε το νέο ορόσημο για
τους βαθυστόχαστους αναλυτές του Μεγάρου Μαξίμου που πόνταραν ότι μια από τις
πρώτες αποφάσεις του νέου Προέδρου των ΗΠΑ θα ήταν η εντολή για απόσυρση του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου από την Ευρώπη. Μέσα στην παραζάλη της ανοησίας που δέρνει
πολλούς από τους ανθρώπους που αποφασίζουν για τις τύχες μας ορισμένοι θεώρησαν
και θεωρούν ακόμη ότι θα είναι «λυτρωτικό» να φύγει από το ελληνικό πρόγραμμα ο
μόνος σύμμαχος που έχουμε στη μάχη για την ελάφρυνση του χρέους και που δεν
είναι άλλος από το ΔΝΤ.
Αφού, όμως, διαψεύστηκε και αυτή η αυταπάτη, το κυβερνητικό
ρεπερτόριο δεν είχε καμία δυσκολία να αλλάξει αμέσως σκοπό. Όπως αποκάλυψε ο
ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιος Κούλογλου, εναπέθεσαν τις ελπίδες του στην
επικράτηση της Ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογές στην Ολλανδία, υιοθετώντας ένα
απίθανο σκεπτικό που είναι αδύνατο να το χωρέσει ο νους ενός λογικού ανθρώπου.
Με εξαίρεση όσους επενδύουν στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να
υπάρχει άλλος με σώας τας φρένας που να έχει πιστέψει ότι η αναταραχή στην
Ευρώπη και τα διαλυτικά φαινόμενα στην ευρωζώνη που θα προκαλούσε μια
ενδεχόμενη νίκη του Βίλντερς θα ήταν προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων.
Απτόητοι και από την άστοχη αυτή πρόβλεψή τους, οι
κυβερνώντες και πάλι δεν το βάζουν κάτω. Ελλείψει άλλου «αφηγήματος»,
εμφανίζονται, πλέον, αποφασισμένοι να βάλουν όλα τα αυγά τους στο καλάθι των
γερμανικών εκλογών. Ποντάρουν -και το δηλώνουν δημοσίως ορισμένοι- στην
εκλογική νίκη του σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς. Ευελπιστούν ότι έτσι θα
απαλλαγούν από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάνοντας την μάλλον αφελή εκτίμηση ότι ο Γερμανός υπουργός
Οικονομικών ασκεί προσωπική πολιτική έναντι της Ελλάδας και δεν υπηρετεί απλώς
τα συμφέροντα της χώρας του.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η τακτική αυτή που θυμίζει
την περιώνυμη ρήση του Καραγκιόζη «θα με δείρει, θα κουραστεί, θα ιδρώσει, θα
αρρωστήσει και στο τέλος θα πεθάνει», επιχειρείται να εμφανιστεί ως μέρος μιας
κάποιας διαπραγματευτικής στρατηγικής που κανείς δεν αντιλαμβάνεται που
κατατείνει και τι στόχο έχει. Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι καθυστερήσεις
έχουν τεράστιο κόστος και μάλιστα διπλό, καθώς από τη μια τρενάρει η πολυπόθητη
ανάκαμψη και από την άλλη σε κάθε επόμενο γύρο διαπραγμάτευσης η θέση της
ελληνικής πλευράς είναι πιο αδυνατισμένη, δεν φαίνεται να τους απασχολεί.
Δυστυχώς, τα απανωτά παθήματα της τελευταίας διετίας δεν
έχουν γίνει μαθήματα, γιατί οι παθόντες αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Είναι, για παράδειγμα, κωμικοτραγικό να τους ακούς να επιχειρηματολογούν
υποστηρίζοντας ότι «η ελληνική υπόθεση είναι μέρος ενός γεωστρατηγικού
παιχνιδιού» και, την ίδια ώρα, να διαρρέουν οι ίδιοι στα φιλικά τους μέσα ότι λίγο
πριν από την αναχώρηση των εκπροσώπων των θεσμών από την Αθήνα, «τηλεφώνησαν
από το Μαξίμου στον Επίτροπο Μοσκοβισί για να διαμαρτυρηθούν επειδή οι τρεις
Ευρωπαίοι παρακολουθούσαν άφωνοι την Ντέλια Βελκουλέσκου του ΔΝΤ να μιλάει με
ιταμό τρόπο στους Έλληνες υπουργούς».
Η συνέχεια που είχε η τηλεφωνική διαμαρτυρία έγινε γνωστή
λίγες μέρες μετά, το βράδυ ενός χαμένου χρονικού οροσήμου, όπως ήταν το Eurogroup της 20ής Μαρτίου. Εκόντες άκοντες, οι
Έλληνες υπουργοί έμειναν στις Βρυξέλλες, αφού τους διαμηνύθηκε ότι η άλλη
πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να επιστρέψει στην Αθήνα χωρίς να προηγηθεί
συμφωνία. Αλλά και πάλι οι δικοί μας δεν φαίνεται να πτοήθηκαν.
Γιατί δεν πτοούνται; Διότι, όπως έλεγε κι ο σκληρός
διαπραγματευτής στο σκετς του Καραγκιόζη, «θα μας δείρουν, θα κουραστούν, θα
ιδρώσουν, θα αρρωστήσουν και στο τέλος θα πεθάνουν». Δεν είναι αυτό επιτυχής
διαπραγμάτευση;