Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Οι… απερίσπαστοι συνωμοσιολόγοι θα δώσουν, άραγε, λογαριασμό;


Μέχρι πριν από δύο εβδομάδες, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, θέλοντας να υποβαθμίσει τον επελαύνοντα κορωνοϊό, ο οποίος σάρωνε ήδη τον πλανήτη από άκρη σε άκρη, επέμεινε να τον αποκαλεί «κινέζικο ιό», σε μια διττή προσπάθεια που κατέτεινε, αφενός, στην υποβάθμιση της σημασίας του φαινομένου και, αφετέρου, στην επιβεβαίωση της ιδεοληπτικής εμμονής του κατά του δημόσιου συστήματος υγείας.
Όπως εμμέσως παραδεχόταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο βασικός λόγος για τον οποίο αρνούνταν να δει κατάματα την πραγματικότητα που δημιουργούνταν πια σε πολλές χώρες μακριά από την Κίνα, ήταν επειδή φοβόταν ότι οι διαφαινόμενες επιπτώσεις θα διακινδύνευαν την επανεκλογή του, αφού τα μέτρα τα οποία θα έπρεπε να ληφθούν θα επιβάρυναν την αμερικανική οικονομία και αυτό θα μετρούσε στην ψήφο που δώσουν τον Νοέμβριο οι Αμερικανοί πολίτες.
Ήρθαν, όμως, έτσι τα πράγματα που η εικασία του Ντόναλντ Τραμπ κινδυνεύει να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Διότι εκείνο το οποίο υποτίθεται ότι ήθελε να αποφύγει με την άρνηση της βοώσας πραγματικότητας, δηλαδή το αποκαλούμενο «πολιτικό κόστος» από τη λήψη μέτρων που θα έπλητταν την οικονομία των ΗΠΑ, απεδείχθη όχι μόνον ότι ήταν αναπόφευκτο, αλλά, εν τέλει, το τίμημα που θα κληθούν να πληρώσει η χώρα αλλά και ο Πρόεδρός της θα είναι ακόμη βαρύτερο.
Οι δραματικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών δείχνουν ότι η οικονομική ζημιά μεγάλωσε κατά πολύ από την καθυστέρηση ανάληψης δράσης για την ανάσχεση της πανδημίας. Ενώ οι πολύ περισσότερες ανθρώπινες ζωές που, δυστυχώς, θα χαθούν και μάλιστα αδίκως, εξαιτίας της ιδεοληπτικής εμμονής του Αμερικανού Προέδρου, αναπόφευκτα δυσχεραίνουν τα πολιτικά σχέδια του αμετροεπούς πολιτικού. Ο οποίος στην αρχή αρνούνταν το lockdown, τώρα πλέον ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη με τους πιθανούς θανάτους, σε μια κουτοπόνηρη απόπειρα να μην περάσει από κάτω.
Η περίπτωση της ιδεοληπτικής άρνησης του Ντόναλντ Τραμπ να αναγνωρίσει την πραγματικότητα και να προασπίσει το συμφέρον των πολιτών του, αλλά και του ίδιου, δεν είναι η μοναδική. Την είδαμε στη γειτονική μας Τουρκία του Ερντογάν, την είδαμε στη Μεγάλη Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον, που ανέκρουσαν πρύμναν, ακολουθώντας την οπορτουνιστική τακτική του Αμερικανού Προέδρου. Τη βλέπουμε στη μακρινή Βραζιλία του ανεκδιήγητου Μπολσονάρου, ο οποίος συνεχίζει ασυγκίνητος μπροστά στο παγκόσμιο «γαϊτανάκι του θανάτου».
Εξίσου μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι και το ότι αντίστοιχα στρεβλή ερμηνεία των όσων μας συμβαίνουν κάνουν και υποτιθέμενοι «διανοούμενοι» του εγχώριου καλλιτεχνικού στερεώματος οι οποίοι, σε μια επίδειξη δήθεν πνεύματος αντίστασης σε όσες παραδοχές κάνουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι που παίρνουν τοις μετρητοίς τις απόψεις και τις νουθεσίες των ειδικών επιστημόνων, καταφεύγουν σε ασύλληπτες θεωρίες συνωμοσίας για όσα –υποτίθεται ότι- υποκρύπτονται πίσω από την πανδημία και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που συστήνονται για τον περιορισμό της εξάπλωσης.
Μετά τον Σταμάτη Κραουνάκη που διαπίστωσε ότι ο κορωνοϊός είναι «εργαστηριακή επίθεση μείωσης πληθυσμών» και ότι «το εμβόλιο υπάρχει», αλλά ο ίδιος έχει βρει το δικό του φάρμακο που είναι η… πρόπολη, εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Γιώργος Κιμούλης για να μας «αποκαλύψει» ότι όλος αυτός ο εφιάλτης τον οποίο ζει ολόκληρος ο πλανήτης δεν είναι παρά «εργαλείο περίσπασης». Και γι΄ αυτό ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης βάζει εισαγωγικά στη λέξη «πανδημία», επειδή προφανώς αμφισβητεί την ύπαρξή της.
Εκ πρώτης άποψης, είναι απορίας πως μπορεί να συγκλίνουν οι θέσεις πολιτικάντηδων της Ακροδεξιάς και με οι απόψεις καλλιτεχνών που εμφανίζονται να είναι στρατευμένοι στην Αριστερά. Με δεδομένη, όμως, τη σύγκλιση των άκρων που ζήσαμε στη χώρα μας την περασμένη δεκαετία, ίσως δεν πρέπει να απορεί κανείς. Η ώσμωση που έφερε ο λεγόμενος «αντιμνημονιακός» αγώνας φαίνεται ότι έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα στο κοινωνικό σώμα. Γι΄ αυτό και σε πείσμα των σχηματικών διαχωρισμών, η παρανοϊκή Ακροδεξιά και η παλαβή Ακροαριστερά βρίσκουν κοινή γλώσσα.
Υπό άλλες συνθήκες, οι δήθεν αντισυμβατικές προσεγγίσεις καλλιτεχνών που, αν και δηλώνουν αριστεροί, δεν έχουν πρόβλημα να χρησιμοποιούν τα… αστικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προπαγανδίσουν τις θεωρίες τους, ίσως να μην είχαν καμία σημασία. Στην παρούσα συγκυρία, ωστόσο, δεν περνούν απαρατήρητες εξαιτίας του γεγονότος ότι η δημοφιλία του facebook, ειδικά αυτή την εποχή του εγκλεισμού των πολλών, είναι εκτεταμένη και αρκετοί συμπολίτες μας νομίζουν ότι «ενημερώνονται» μέσω αυτού.
Είναι ευτύχημα, πάντως, ότι οι… απερίσπαστοι συνωμοσιολογικοί ισχυρισμοί τους φαίνεται να βρίσκουν πολύ μικρή ανταπόκριση στην πολύπαθη ελληνική κοινωνία που δοκιμάστηκε σκληρά την προηγούμενη δεκαετία, εξαιτίας και του γεγονότος ότι η κρίση παρατάθηκε από αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις. Η συντριπτική πλειονότητα των συμπατριωτών μας εμπιστεύονται, πλέον, το επιστημονικό δυναμικό και τις αρχές της χώρας, συμμορφώνονται με τις υποδείξεις τους και τηρούν αγόγγυστα τα επώδυνα μέτρα της απομόνωσης και της κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Μιας, ωστόσο, και έχει γίνει του συρμού η μισαλλόδοξη καμπάνια «μετά θα λογαριαστούμε» που διακινείται από κάποιους που κινούνται στο ίδιο ιδεολογικό στίγμα με τους… απερίσπαστους συνωμοσιολόγους της εποχής μας, θα είχε ενδιαφέρον, όταν τελειώσει ο εφιάλτης που ζούμε, να έδιναν λογαριασμό στους συμπολίτες μας που τους θαυμάζουν και τους ανέδειξαν σε πνευματικούς ταγούς. Λέτε να το κάνουν;

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

«Ζήτω το Κράτος», αλλά «ποιο Κράτος»;

            Από αρχαιοτάτων χρόνων, στους πολέμους και σε ανάλογες μείζονες κρίσεις, όπως η πρωτοφανής πανδημία την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο, είθισται οι πολίτες να στρέφονται προς το Κράτος ως τον θεσμό και φορέα της συλλογικής βούλησης για ένωση των διάσπαρτων δυνάμεων της κοινωνίας προκειμένου να δώσουν πιο αποτελεσματικά τον αγώνα για περιορισμό των καταστροφικών συνεπειών της εκάστοτε κρίσης.
            Η τάση αυτή είναι ευεξήγητη καθώς θεωρείται λογικό και αναμενόμενο οι πολίτες όχι απλώς να θέλουν αλλά και να απαιτούν την εμπλοκή του Κράτους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πολεμικές συρράξεις, φυσικές καταστροφές ή άλλα ακραία φαινόμενα όπως η παγκόσμια υγειονομική κρίση των ημερών μας, που συνιστούν σημαντική απειλή για τις ζωές πολλών ανθρώπων και την μετέπειτα ευημερία πολύ περισσότερων.
            Το Σύνταγμα της χώρας μας περιέχει ρητή διάταξη (στην παράγραφο 3 του άρθρου 21) σύμφωνα με την οποία «το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Είναι μια διάταξη που ισχύσει από το 1975 όταν ψηφίστηκε για πρώτη ο ισχύων χάρτης της ελληνικής Πολιτείας και παρέμεινε έκτοτε αναλλοίωτη.
Ίσως δεν είναι κατάλληλος ο χρόνος για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά, αφού τέθηκε στη δημόσια σφαίρα, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι το πως εφαρμόστηκε η εν λόγω συνταγματική πρόνοια είναι θέμα το οποίο σχετίζεται με τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων. Συνάμα, όμως, αποτελεί και ζήτημα το οποίο συναρτάται ευθέως τόσο από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους όσο και από αυτόν καθεαυτόν τον τρόπο διάθεσης των πόρων.
Οι ασύλληπτες, για παράδειγμα, σπατάλες οι οποίες έγιναν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα, όταν πολλαπλασιάστηκε μέσα σε λίγα χρόνια η φαρμακευτική δαπάνη, δεν είναι άσχετες από την ανάγκη για σημαντική περικοπή των δαπανών που επιβλήθηκε κατά τη μνημονιακή δεκαετία που ακολούθησε.
Κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχαν οι σπατάλες της δεκαετίας που οδήγησαν στις περικοπές της επομένης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα μπορούσε με τα ίδια χρήματα να ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση τόσο σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό όσο και σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό.
Θα χρειαζόταν, οπωσδήποτε, ενίσχυση για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία. Θα διέθετε, όμως, περισσότερους υγειονομικούς, έχοντας κρατήσει και στη χώρα αρκετούς από τους νεότερους γιατρούς οι οποίοι, ενώ σπούδασαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλες χώρες. Ενώ θα είχε και λιγότερο επιτακτικές ανάγκες για νέες ΜΕΘ και ΜΑΦ, για αναπνευστήρες και αναλώσιμα. 
            Όσο δικαιολογημένο, λοιπόν, είναι να αναφωνούμε αυτές τις μέρες «ζήτω το κράτος», άλλο τόσο επιβεβλημένο είναι να αναρωτιόμαστε «ποιο κράτος είναι αυτό που θέλουμε;». Θέλουμε ένα σύγχρονο και ευέλικτο Κράτος; Ή προτιμούμε ένα Κράτος «Λεβιάθαν» που παραπέμπει στα χρεωκοπημένα κομμουνιστικά καθεστώτα του παρελθόντος και χρησιμοποιείται ως λάφυρο από κάθε λογής επιτηδείους;
Θέλουμε ένα Κράτος το οποίο υπάρχει και λειτουργεί στην υπηρεσία των πολιτών; Ή ένα Κράτος που προσλαμβάνει ανεξέλεγκτα υπαλλήλους (κηπουρούς και όχι νοσηλευτές, διοικητικούς και όχι γιατρούς) χωρίς κριτήρια και αξιολόγηση;
Θέλουμε ένα Κράτος – στρατηγείο που έχει ως κύριο ρόλο να εγγυάται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, θέτοντας τους κανόνες; Ή βολευόμαστε με ένα Κράτος, το οποίο είναι έρμαιο των κομματικών εγκάθετων που σιτίζονται από αυτό είτε ως διοικούντες είτε ως συνδιοικούντες συνδικαλιστές;    
           Τα ερωτήματα δεν είναι ούτε θεωρητικά ούτε ρητορικά. Είναι απολύτως πρακτικά. Και ανακύπτουν αβίαστα εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειονότητα όλων όσοι σήμερα αποθεώνουν την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης είναι οι ίδιοι που ήταν δογματικά αντίθετοι σε όλες τις προσπάθειες εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του Δημοσίου μέσω της θέσπισης διαδικασιών και κανόνων για την αξιολόγηση των κρατικών δομών και των υπηρετούντων σε αυτές στελεχών.
Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση που επιτάσσει την οργάνωση της συλλογικής άμυνας στα «ξύλινα τείχη» -για να θυμηθούμε τον χρησμό της Πυθίας πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.- του Δημοσίου δεν δικαιώνει σίγουρα όλους εκείνους οι οποίοι με φανατισμό υποστήριζαν το κλείσιμο δημόσιων νοσοκομείων, την… κατεδάφιση της ΕΡΤ και άλλες λαϊκίστικες υπερβολές που θα λειτουργούσαν ως «πανάκεια» για την ανάπτυξη.
Εξίσου αδικαίωτη, όμως, παραμένει και η επιμονή όλων όσοι θέλουν την κρατικοποίηση των πάντων και βρήκαν τώρα ευκαιρία να «την πουν» σε όσους δεν ενστερνίζονται τις απόψεις τους κατά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ή της εκμάθησης και χρήσης των νέων τεχνολογιών από τους δημοσίους υπαλλήλους προκειμένου να εξελιχθούν.
Για να το πούμε, αν θέλετε, και με ένα ακόμη ευχερές παράδειγμα: Κράτος ήταν το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, το οποίο, υπό την ηγεσία του Νίκου Παπά, ασχολούνταν με… υψιπετή εγχειρήματα όπως η διανομή των τηλεοπτικών αδειών και η… κατάκτηση του Διαστήματος.
Κράτος είναι και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που το διαδέχθηκε και, υπό την οποία ηγεσία του Κυριάκου Πιερρακάκη, πήρε το νήμα από το 2014, αν όχι και από το… 2012, για να προχωρήσει επιτέλους η ψηφιοποίηση του ελληνικού Δημοσίου προς όφελος των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι με τον απλούστερο τρόπο εκδίδουν αυτές τις μέρες τις άδειες για να κυκλοφορούν.        
             Σε τελική ανάλυση, άλλωστε, στο ερώτημα για «περισσότερο ή λιγότερο Κράτος;», η λογική απάντηση την οποία πάντοτε ενστερνίζονται οι όπου γης νουνεχείς και μετριοπαθείς ήταν και παραμένει μία: αποτελεσματικό Κράτος. Αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν πριν από τη κρίση με την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό χρειαζόμαστε τώρα. Αυτό θα χρειαστούμε και μόλις περάσει η κρίση και αρχίσει η ανάκαμψη.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Όταν τελειώσει ο εφιάλτης…


Πολλά μπορεί να πει κανείς για αυτόν τον μάλλον μακρόσυρτο εφιάλτη που βιώνει ο πλανήτης από τη μια άκρη του ως την άλλη με την επέλαση της πανδημίας του κορωνοϊού. Η μόνη βεβαιότητα, ωστόσο, είναι πως, όταν αργά ή γρήγορα θα τελειώσει, τίποτε δεν θα είναι ίδιο όπως ήταν προτού να ενσκήψει αυτή η τεράστια δοκιμασία στην οποία υποβαλλόμαστε όλοι μας ανεξαιρέτως.
Δεν είναι υπερβολή να παραδεχθούμε ότι είμαστε αντιμέτωποι με μια μοναδική στην ιστορία της ανθρωπότητας δοκιμασία η οποία τείνει να μετατρέψει τον πλανήτη σε μια απέραντη φυλακή, στην οποία εκούσια ή ακούσια μπαίνουμε όλοι: πλούσιοι και φτωχοί, πατρίκιοι και πληβείοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, θρησκευόμενοι και άθεοι, αριστεροί και δεξιοί, βόρειοι και νότιοι, αφεντικά και υπάλληλοι.
Οι χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, τις οποίες είναι σφόδρα πιθανό ότι θα θρηνήσουμε παγκοσμίως, η μικρότερη ή μεγαλύτερη ταλαιπωρία που θα υποστούν τα εκατομμύρια, ενδεχομένως, των συνανθρώπων που θα νοσήσουν από τον ιό, όπως και οι ανυπολόγιστες ακόμη ζημιές, τις οποίες θα καταγράψουν οι περισσότεροι κλάδοι της οικονομίας, είναι οι προφανείς αρνητικές συνέπειες για τις οποίες όλοι πλέον μιλούν και, άλλοι έγκαιρα και άλλοι με χαρακτηριστική καθυστέρηση, σπεύδουν να προλάβουν.
Την ίδια ώρα, όμως, οι εξίσου σημαντικές επιπτώσεις που θα επιφέρουν οι βαθιές αλλαγές, οι οποίες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα επιβάλλονται βιαίως στην προσωπική και στην επαγγελματική ζωή των περισσότερων εξ ημών, είναι αδύνατο να προβλεφθούν. Η έκταση των εξωγενών παρεμβάσεων στην καθημερινότητα ανθρώπων που ζουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Υδρογείου, μπορεί εν τέλει να αποδειχθεί μεγαλύτερη και από εκείνη που συνέβη στη διάρκεια του δύο Παγκοσμίων Πολέμων του προηγούμενου αιώνα.
Άλλωστε, ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν έχουν υποχρεωθεί τόσο πολλοί άνθρωποι να κλειστούν στα σπίτια τους από την απειλή ενός αόρατου εχθρού. Μεγάλους λοιμούς έζησε και άλλες φορές η ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει, όμως, κανένα προηγούμενο με τόσο εκτεταμένη υποχρεωτική αλλαγή στον τρόπο ζωής και εργασίας των ανθρώπων, όπως αυτός που επιβάλλεται αυτή την περίοδο στη μια μετά την άλλη τις χώρες όλου του κόσμου.
Η δημοσιογραφική γραφίδα φαντάζει πολύ αδύναμη για να προδιαγράψει τα «αχαρτογράφητα νερά» στα οποία έχουμε βρεθεί να κολυμπούμε όλοι μας. Μόνον ερωτήματα μπορεί να θέσει. Ερωτήματα τα οποία μάλλον θα αργήσουν να απαντήσουν και οι εκπρόσωποι μιας σειράς επιστημονικών κλάδων, όπως οι κοινωνιολόγοι, οι ψυχίατροι, οι πολιτικοί επιστήμονες και τόσοι άλλοι, που θα χρειαστεί να εμπλακούν σε αυτή την ιδιαίτερη περιπέτεια στην οποία έχει εισέλθει η ζωή του ανθρώπινου είδους.
Ποιο, για παράδειγμα, είναι το αύριο των οικογενειών που εκόντες άκοντες ζουν ως έγκλειστοι μέσα στα ίδια τους τα σπίτια; Ποια διάσταση θα πάρει το μεγάλο πρόβλημα της αποτρόπαιας ενδοοικογενειακής βίας, όταν οι βαλλόμενοι άνθρωποι δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τις εστίες τους έστω και για τόσο λίγο όσο χρειάζεται για να δώσουν «τόπο στην οργή»;
Αλλά και ευρύτερα: Πόσον καιρό θα κάνουν να σηκώσουν κεφάλι και να ξαναβγούν από τις κρυψώνες τους οι ημιμαθείς του Διαδικτύου που λάνσαραν ένα σωρό ανόητες θεωρίες συνωμοσίας για την προέλευση του ιού; Πόσο θα μετανοήσουν για την ευκολία των απόψεών τους οι φανατικοί αρνητές του δημόσιου συστήματος υγείας;
Ποια θα είναι η τύχη λαϊκιστών πολιτικών, όπως ο Μπόρις Τζόνσον, ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που καθυστέρησαν να πάρουν μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας στις χώρες τους επειδή είχαν εμπιστοσύνη στο… DNA των λαών τους και όχι στην επιστημονική κοινότητα που προειδοποιούσε για τα επερχόμενα δεινά;
Ας οπλιστούμε λοιπόν με υπομονή και κουράγιο. Ο εφιάλτης κάποια στιγμή θα τελειώσει. Και, όπως συνέβη αρκετές φορές με τραγωδίες του παρελθόντος, μαζί με τις πολλές ζημιές είναι σίγουρο ότι θα αφήσει πίσω του και αρκετά «κέρδη».
Ο φονικότατος, για παράδειγμα, πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να τερμάτισε την «Μπελ Επόκ», κατήργησε όμως τις προϋπάρχουσες αυτοκρατορίες στην Ευρώπη και ανέδειξε νέα έθνη που ήταν καταπιεσμένα, ενώ γέννησε τον υπερρεαλισμό στην Τέχνη και έδωσε το έναυσμα για σειρά από νέες επιστημονικές ανακαλύψεις σε πολλούς τομείς.
Αντιστοίχως, ο φρικαλέος δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έκλεισε το κεφάλαιο της οικονομικής και πολιτικής κρίσης του Μεσοπολέμου που βίωνε πριν το ξέσπασμά του ο τότε κόσμος και εγκαινίασε τη μεγαλύτερη περίοδο ειρήνης, ανάπτυξης και διάχυτης –οικονομικής και όχι μόνον- ευημερίας που γνώρισε ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων του πλανήτη.
Με τη σοφία που τους διέκρινε οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Και το πιθανότερο είναι ότι το τέλος του εφιάλτη, που δεν ξέρουμε ακόμη πόσο θα κρατήσει, θα μας βρει, αν όχι όλους, σίγουρα τους περισσότερους, πιο σοφούς και πιο προσγειωμένους.
Τηρώντας, λοιπόν, όλους τους κανόνες της επιστήμης και της λογικής, που θα μας βοηθήσουν να φέρουμε πιο κοντά το τέλος του εφιάλτη, ας αισιοδοξήσουμε ότι το αύριο που θα έρθει μαζί του θα είναι σίγουρα πιο ευοίωνο. Να είμαστε υγιείς, να το απολαύσουμε!