Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Δύο εικόνες, πολλές σκέψεις για τον διχασμό και τη συμφιλίωση

Το χειροκρότημα με το οποίο έγινε δεκτή η Ντόρα Μπακογιάννη από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί έξω από τη Μητρόπολη Αθηνών για το κατευόδιο της Φώφης Γεννηματά, αλλά και οι αποδοκιμασίες με τις οποίες υποδέχθηκε μια μερίδα συνδικαλιστών τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία, με επικεφαλής τον Τρύφωνα Αλεξιάδη, βρέθηκαν στις εγκαταστάσεις της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά για να συμπαρασταθούν στους εργαζόμενους, που είχαν κάνει συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τον θάνατο ενός συναδέλφου τους, είναι δύο τόσο αντικρουόμενες όσο και αντιπροσωπευτικές εικόνες της ελληνικής πραγματικότητας.

Η εκδημία της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής, μιας γυναίκας πολιτικού που σε όλη τη διαδρομή της στον δημόσιο βίο αγωνίστηκε με θέρμη για τις ιδέες της, αλλά έχοντας ως γνώμονα το μέτρο στις αντιπαραθέσεις που είχε με τους αντιπάλους της, έγινε αφορμή για πάνδημο πένθος και καταλλαγή των πολιτικών παθών. Στον αντίποδα ο άδικος θάνατος ενός εργαζομένου, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια του στο λιμάνι και θα επέστρεφε στην οικογένειά του, αντί να αποτελέσει το έναυσμα για να συμβάλουν όλες οι παρατάξεις στην προσπάθεια να ληφθούν όλα εκείνα τα μέτρα ασφαλείας που θα αποτρέψουν την επανάληψη ενός ανάλογου τραγικού δυστυχήματος, έγινε η αιτία για να αναμοχλευθούν τα πάθη και να συντηρηθούν οι διχαστικές πρακτικές και οι διαχωρισμοί.

Κακά τα ψέματα, η κοινωνία μας έχει μακρύ παρελθόν εσωτερικών διχασμών και εμφυλίων συγκρούσεων. Ένα παρελθόν που μας στοίχισε πολύ ακριβά σε αίμα, σε οικονομική δύναμη και εν γένει σε σπατάλη δυνάμεων εξαιτίας της οποίας, ήδη από τα χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας, τέθηκε πολλές φορές εν αμφιβόλω η εθνική κυριαρχία και η εδαφική μας ακεραιότητα. Μεταπολεμικά, ως αποτέλεσμα των συνεπειών του Εμφυλίου, αλλά κυρίως μεταπολιτευτικά -και αφού πληρώσαμε το βαρύ τίμημα του ακρωτηριασμού της Κύπρου στο οποίο μας οδήγησε η χουντική εκτροπή, στην πολιτική ζωή του τόπου έγιναν μεγάλα και σταθερά βήματα προς την κατεύθυνση της εθνικής συμφιλίωσης.

Στο Κοινοβούλιο, στην Αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό, αλλά και στην καθημερινή ζωή, άνθρωποι από διαφορετικές παρατάξεις μιλούσαν, συνδιαλέγονταν, συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν χωρίς ο ένας να αντιμετωπίζει τον άλλο ως θανάσιμο εχθρό που έπρεπε να προλάβει να τον εξοντώσει για να μην κινδυνεύσει η δική του ζωή. Προϊόντος του χρόνου, μάλιστα, ακόμη και τα διαβόητα «γαλάζια» και «πράσινα» καφενεία έπαψαν να λειτουργούν με θαμώνες από μια παράταξη κάνοντας τους οπαδούς της αντίπαλης να αναζητούν τον δικό τους χώρο. Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 η ευημερούσα ευρωπαϊκή Ελλάδα άφηνε σιγά σιγά πίσω της τα οξυμένα κομματικά πάθη και τις ακραίες αντιπαραθέσεις. Κανείς δεν χρειαζόταν πλέον να κρύβει την εφημερίδα που διάβαζε, ούτε του απαγορευόταν να εκφράζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις του.

Δυστυχώς, οι αυτονόητες για μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «κατακτήσεις» αυτές, δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα κατά την προηγούμενη μνημονιακή δεκαετία. Ο σεβασμός στους δημοκρατικούς κανόνες υποχώρησε και έδωσε τη θέση τους στη μισαλλοδοξία που συκοφαντούσε και απειλούσε ακόμη και με φυσική εξόντωση όσους εξέφραζαν διαφορετική άποψη που δεν ακολουθούσε το κυρίαρχο λαϊκίστικο αφήγημα. Ετερόκλητες δυνάμεις από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος συνασπίστηκαν, καταλαμβάνοντας πλατείες, στήνοντας κρεμάλες, πολιορκώντας τις ταβέρνες που έτρωγαν πολιτικοί αντιπάλων παρατάξεων και φθάνοντας μέχρι του σημείου να διαλύσουν τη στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 2011 και να αποδοκιμάσουν τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, έναν σεβάσμιο πολιτικό που στα νιάτα του είχε αγωνιστεί κατά της φασιστικής Κατοχής.

Με το τέλος, ωστόσο, των ψευδαισθήσεων στο οποίο οδήγησε κατά βάση η διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που κατέδειξε την αυταπάτη των απλουστευτικών προτάσεων για «κατάργηση του Μνημονίου με ένα νόμο και ένα άρθρο», τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή. Από τη μια η χρεωκοπία των διακηρύξεων του τύπου «ή αυτοί ή εμείς», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», από την άλλη η καταδίκη της «Χρυσής Αυγής» ως εγκληματικής οργάνωσης, τα πάθη φάνηκε ότι άρχισαν βαθμηδόν να καταλαγιάζουν. Χωρίς να εξαφανιστούν οι ακραίοι, οι οποίοι λιγότερο ή περισσότερο δεν λείπουν σχεδόν από κανέναν πολιτικό χώρο, οι δυνάμεις της λογικής και της συνεννόησης άρχισαν να ξαναπαίρνουν το πάνω χέρι.

Το πνεύμα της ενότητας και της ομοψυχίας που ενέπνευσε η αδόκητη φυγή της Φώφης Γεννηματά έδειξε ότι, όσο και αν αντιστέκονται τα ζιζάνια του διχασμού, σαν αυτά που έκαναν κάποιους άλλους να συμπεριφέρονται στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συμπεριφέρονταν και οι τελευταίοι παλαιότερα, η ελληνική κοινωνία θέλει να προχωρήσει μπροστά. Στο τέλος - τέλος, αν χειροκροτούν τη Ντόρα Μπακογιάννη άνθρωποι που δακρύζουν για την απώλεια της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής και, κατά τεκμήριο, ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ, γιατί δεν μπορούν να τιμήσουν όλοι μαζί οι αριστεροί τη μνήμη ενός αδικοχαμένου εργαζομένου;            

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

Ποιος κομίζει το «νέο» στο ΚΙΝΑΛ;

 Πολλά λέγονται και γράφονται υπέρ και κατά της απόφασης του Γιώργου Παπανδρέου να διεκδικήσει την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής. Εκείνο, ωστόσο, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί είναι ότι η υποψηφιότητα του πρώην πρωθυπουργού τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα και έδωσε νέα διάσταση σε μια πολιτική διαδικασία, όπως είναι η κούρσα για την ηγεσία του ενός ιστορικού κομματικού σχηματισμού, η οποία κινδύνευε να περάσει απαρατήρητη και να αποτελέσει υπόθεση μόνον των δεκάδων χιλιάδων μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ που ανόρεκτα και με βαριά καρδιά θα πήγαιναν να ψηφίσουν στις 5 Δεκεμβρίου.

Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος με την τωρινή ή την παλαιότερη στάση του, αποτελεί αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η παρουσία του κ. Παπανδρέου και –μην το ξεχνάμε!- γιου του ιδρυτή της παράταξης σε αυτή τη διεκδίκηση αύξησε κατακόρυφα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και, αναπόφευκτα, των μέσων ενημέρωσης. Με τον τρόπο αυτό είναι βέβαιο ότι μπήκε ψηλότερα ο πήχης για το σύνολο των επτά υποψηφίων, ή όσων τελικά θα είναι εκείνοι που μείνουν μέχρι τέλους στην κούρσα, στη διάρκεια των έξι εβδομάδων που απομένουν ως τις εσωκομματικές κάλπες.

Ο καθένας εξ αυτών θα πρέπει να δικαιολογήσει την υποψηφιότητά του, αποδεικνύοντας ότι έχει κάτι να εισφέρει στην παράταξή του και ευρύτερα στην πολιτική. Διότι οι κεντροαριστεροί πολίτες που θα πάνε στις κάλπες θα αξιολογήσουν κατ΄ αρχήν την προσωπικότητα και την μέχρι τώρα προσφορά ενός εκάστου των υποψηφίων. Πλην όμως, όπως διδάσκει η ιστορία, η πλειονότητα των ψηφοφόρων δεν μένει μόνον σε αυτά τα στοιχεία τα οποία κατά βάση κινητοποιούν όσους είναι ενταγμένοι σε οργανωτικούς μηχανισμούς ή λειτουργούν ατταβιστικά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βασικό χαρακτηριστικό που τις περισσότερες φορές σταθμίζουν οι πολίτες κάθε φορά που καλούνται να συμμετάσχουν σε κάποια εκλογική διαδικασία είναι οι προοπτικές που διανοίγονται μπροστά τους για ανατροπή των υφιστάμενων συσχετισμών και κυρίως για βελτίωση των συνθηκών της καθημερινής ζωής όλων μας που φέρνουν οι ιδέες από τις οποίες εμφορείται κάθε υποψήφιος που διεκδικεί είτε κάποιον κομματικό θώκο είτε την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας.    

Όποιος δεν έχει παρωπίδες και δεν φορά παραμορφωτικούς φακούς εύκολα αναγνωρίζει ότι κατά το παρελθόν ο Γιώργος Παπανδρέου είχε πει και είχε κάνει πολλά πρωτοπόρα πράγματα. Από την εποχή που ήταν ο πρώτος πολιτικός ο οποίος εμφανιζόταν με laptop σε κομματικές συνεδριάσεις και οι περισσότεροι τον έβλεπαν ως… «εξωγήινο» έως την περίοδο που μιλούσε με άγνωστους για το εγχώριο πολιτικό σύστημα όρους και έννοιες, όπως η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η διαύγεια, η ψηφιοποίηση, η δια βίου μάθηση, η κλιματική αλλαγή και η πράσινη ανάπτυξη, ο πρώην πρωθυπουργός άνοιξε δρόμους στους οποίους λιγότερο η περισσότερο περπατούν όλοι στις μέρες μας.

Η αλήθεια είναι ότι όλες αυτές οι διακηρύξεις του κ. Παπανδρέου έλαβαν χώρα σε μια άλλη, μάλλον μακρινή, εποχή. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι οι απόψεις του ήταν πολύ πρόωρες και, ως εκ τούτου, ανεφάρμοστες διότι δεν συγχρονίζονταν με τις τότε προσλαμβάνουσες της ελληνικής κοινωνίας. Άλλοι αντιτείνουν ότι απλώς ήταν… άτυχος διότι ως πρωθυπουργός ήρθε αντιμέτωπος με τα ελλείμματα των προκατόχων του και η οικονομική κρίση που μοιραία προέκυψε, από τη στιγμή που η χώρα δεν μπορούσε πλέον να δανειστεί από τις αγορές για να καλύψει τις υπέρογκες κρατικές δαπάνες, η προσφυγή στο ΔΝΤ ήταν αναπόφευκτη και οι δυνατότητες εφαρμογής των ρηξικέλευθων μεταρρυθμιστικών ιδεών που λάνσαρε στη δημόσια σφαίρα ήταν άκρως περιορισμένες.

Όσο βάσιμος, ωστόσο, και αν είναι ο ισχυρισμός ότι «μνημόνια εφάρμοσαν και οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ που διαδέχθηκαν την κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου», η αναζήτηση… δικαίωσης δεν συνιστά ουσιαστική πολιτική πρόταση που μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους πολίτες για να αποκαταστήσουν το ΠΑΣΟΚ και τα στελέχη του που πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα, το οποίο, κατά πολλούς, ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο από το μερίδιο των ευθυνών που τους αναλογούσαν.

Καλώς ή κακώς οι πολίτες δεν ψηφίζουν για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, επιβραβεύοντας όσους τυχόν τους ευνόησαν κατά το παρελθόν. Τις περισσότερες φορές η ψήφος τους κατευθύνεται προς όσους καλλιεργούν ελπίδες και δημιουργούν προσδοκίες για το μέλλον. Ο σχεδόν απαράβατος αυτός κανόνας δεν μπορεί παρά να ισχύσει και στην εκλογική αναμέτρηση για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής.

Με άλλα λόγια, μπορεί ο κ. Παπανδρέου, λόγω του αδιαμφισβήτητου ειδικού βάρους το οποίο διαθέτει, αλλά και του αμφιλεγόμενου παρελθόντος που τον συνοδεύει, να κατάφερε να ανεβάσει τον δείκτη του ενδιαφέροντος για την κούρσα ηγεσίας στη συρρικνωμένη πλέον παράταξή του, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η μάχη κρίθηκε υπέρ του. Πολύ περισσότερο, επίσης, δεν σημαίνει ότι οι παλαιοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι στις βουλευτικές κάλπες που στήθηκαν μετά το 2009 σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους, κάνοντας διαφορετικές επιλογές, θα σπεύσουν να… επαναπατριστούν άμα τη εμφανίσει του στην εκλογική κονίστρα.

Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, το (πρόσκαιρο;) ενδιαφέρον που προκαλείται εξαιτίας και του γεγονότος ότι το Κίνημα Αλλαγής έχει, ενόψει και της απλής αναλογικής, ρόλο - κλειδί στις προσεχείς πολιτικές εξελίξεις, δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε ενίσχυση της εκλογικής επιρροής του. Εκείνο που απαιτείται από τους υποψηφίους για την ηγεσία του είναι να πείσουν ότι εκπροσωπούν το «νέο» όσους θα πάνε να ψηφίσουν, σε πρώτη φάση, για την ηγεσία του χώρου τους και, εν συνεχεία, το ευρύ εκλογικό σώμα που θα αποφασίσει ποιοι θα κυβερνήσουν, ποιοι θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση και ποιοι θα εξαφανιστούν από προσώπου… πολιτικής!   

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Αν σπάσεις το θερμόμετρο, δεν πέφτει ο… πυρετός!


Αν εξαιρέσει κανείς την αφορμή που ήταν τα όσα διαδραματίστηκαν στην Αυστρία και οδήγησαν στην παραίτηση του καγκελαρίου Σεμπάστιαν Κουρτς, καθόλου δεν πρωτοτυπεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την επιλογή του να στοχοποιήσει τις δημοσκοπήσεις και τα μέσα ενημέρωσης προτείνοντας να συσταθεί Εξεταστική των πραγμάτων Επιτροπή για να γίνει διερεύνηση των υποψιών που έχουν στην Κουμουνδούρου ότι το σύνολο των εταιριών που διεξάγουν μετρήσεις μετέχουν σε μια συνωμοσία εις βάρος τους. 

Έχει συμβεί πάμπολλες φορές κατά το παρελθόν οι πολιτικοί σχηματισμοί που υστερούν στις μετρήσεις να αντιδρούν στρεφόμενοι εναντίον των δημοσκόπων. Άλλοτε αντιδρούν αμφισβητώντας τη μεθοδολογία των ερευνών τους ή την αξιοπιστία των στοιχείων που συλλέγουν οι εταιρίες και δημοσιοποιούν τα media. Τις περισσότερες φορές, όμως, ξιφουλκούν εκτοξεύοντας βαρύτατες καταγγελίες, οι οποίες, συχνά, πυκνά, συνοδεύονται με απειλές για μηνύσεις και κάθε άλλου είδους δικαστικές προσφυγές. Απειλές, όμως, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν τελεσφορούν. Για τον απλούστατο λόγο ότι η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι δεν έχουν αντικείμενο.

Είναι, άλλωστε, οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες οι οποίοι όταν οι μετρήσεις των ίδιων ακριβώς εταιριών είναι ευνοϊκές για τις επιδιώξεις τους, όχι μόνον τις αποδέχονται, αλλά τις επικροτούν, τις επικαλούνται και τις διατυμπανίζουν. Και αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή,   χωρίς να παραβλέπει κανείς ότι σε κάποιες λίγες περιπτώσεις υπήρξαν όντως αστοχίες, ο γενικός κανόνας είναι ότι οι έρευνες των αναγνωρισμένων εταιριών για τις πολιτικές τάσεις που διαμορφώνονται στη χώρα μας δεν τα έχουν άσχημα.

Ακόμη και στην κραυγαλέα εξαίρεση που καταγράφηκε τον Ιούλιο του 2015 με τις ατυχείς, όπως απεδείχθησαν, προβλέψεις για το αποτέλεσμα του αλλοπρόσαλλου δημοψηφίσματος, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι στην ίδια παγίδα έπεσαν όλες ανεξαιρέτως οι εταιρίες που έκαναν μετρήσεις είτε για λογαριασμό των υποστηρικτών του «ναι» είτε με ανάθεση από τους θιασώτες του «όχι» το οποίο επικράτησε πανηγυρικά. Όπως επίσης δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι πολίτες μάλλον δεν επηρεάστηκαν από τα λανθασμένα ευρήματα των δημοσκόπων και ψήφισαν εκείνο που θεωρούσαν οι ίδιοι σωστό. Ανεξαρτήτως αν στην πορεία είδαν να εφαρμόζεται το ακριβώς αντίθετο…

Οι περιπτώσεις, άλλωστε, που οι δημοσκοπήσεις πέφτουν έξω, είναι ίσως το ισχυρό επιχείρημα που μαρτυρά τη σχετικότητα των ισχυρισμών περί χειραγώγησης της κοινής γνώμης που διατυπώνουν όσοι αναζητούν άλλοθι για την κακοδαιμονία τους. Αν, εξάλλου, αρκούσε η επίκληση μιας ή και περισσότερων δημοσκοπήσεων – «μαϊμού» για να αλλάξουν οι απόψεις των πολιτών, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε χάσει με τον συντριπτικό τρόπο που έχασε τις τελευταίες εκλογές, αφού η κοινή γνώμη θα είχε πειστεί ότι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα θα ήταν ο νικητής της κάλπης, όπως προεξοφλούσαν τα φιλικά του μέσα που επικαλούνταν μετρήσεις από εταιρίες «φαντάσματα».

Δεν ξέρω ειλικρινά αν «εξ ιδίων κρίνουν τα αλλότρια» εκεί στην Κουμουνδούρου, επειδή πέφτουν οι ίδιοι θύματα της ψευδούς πραγματικότητας που κατασκευάζουν, αλλά η τακτική της στρουθοκαμήλου, που ακολούθησαν όταν είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και εξακολουθούν να ακολουθούν και τώρα που είναι στην αντιπολίτευση, δεν τους έχει βγει σε καλό. Ενθυμούμαι για παράδειγμα ότι τόσο ο Νίκος Παπάς όταν άρχισε να ξετυλίγει το σχέδιο ελέγχου των τηλεοπτικών καναλιών όσο και ο Νίκος Κοτζιάς όταν υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών διερρήγνυαν τα ιμάτια τους ότι είχαν στα γραφεία τους (μυστικές;) μετρήσεις που διέψευδαν τις δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις που κατέγραφαν την έντονη διαφωνία της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών.

Δύο φορές ως τώρα, την πρώτη όταν ήταν ακόμη στο Μέγαρο Μαξίμου και τη δεύτερη πρόσφατα όταν ρωτήθηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης αν έχει αλλάξει αφότου έχασε την εξουσία, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει επικαλεστεί τον Μπρεχτ για να πει ότι δεν θέλει να αποτελέσει «μνημείο του εαυτού του». Η τακτική, ωστόσο, που ακολουθούν ο ίδιος και το κόμμα του δείχνει ότι ισχύει το ακριβώς. Όσο ήταν στην κυβέρνηση επιδόθηκαν σε ένα λυσσαλέο πόλεμο κατά των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων που δεν έδιναν γη και ύδωρ στην εξουσία τους, εμφανίζοντας τους συλλήβδην ως «αργυρώνητους».

Φαίνεται ότι δεν διδάχθηκαν τίποτε από το αποτέλεσμα που είχαν οι προσπάθειες τους οι οποίες κατέληξαν σε φιάσκο. Γι΄ αυτό και μάλλον συνεχίζουν απτόητοι, παρόλο που όλο δείχνουν ότι η Εξεταστική που ζήτησαν θα τους γυρίσει μπούμερανγκ. Το ίδιο λάθος, άλλωστε, που είχαν κάνει με τις Πρέσπες και την επιχείρηση καθυπόταξης των ΜΜΕ κάνουν και τώρα μα την καταψήφιση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας και όχι μόνον. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, αγνοούν τις μετρήσεις που δείχνουν ότι κινούνται στον αντίποδα όσων επιθυμεί η πλειονότητα των πολιτών και ανάμεσά τους ένα μεγάλο μέρος και εκείνων που στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ.             

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα που οι άνθρωποι έχουμε καταφέρει να μετρούμε τον πυρετό μας, κανείς δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος του, επειδή… έσπασε το θερμόμετρο. Η λύση της… παρακεταμόλης ήταν και παραμένει η μόνη αποτελεσματική μέθοδος για να πέσει ο πυρετός. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τις δημοσκοπήσεις που προσφυώς έχουν αποκληθεί «φωτογραφίες της στιγμής». Τα ευρήματα τους είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν με απειλές, συκοφαντίες και προπηλακισμούς των δημοσκόπων και των μέσων που τα φιλοξενούν…

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Οι… ορέξεις της απλής αναλογικής

 Με την φλεγματική, ή κατ΄ άλλους κυνική, διάθεση που τον χαρακτήριζε, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν άκουσε σε μια παλαιότερη συνεδρίαση της Βουλής έναν βουλευτή μικρότερου κόμματος να ξιφουλκεί κατά των κομμάτων εξουσίας εκείνης της εποχής που, κατά την άποψη του, «δεν τολμούσαν να εφαρμόσουν το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής», έσπευσε να σχολιάσει: «Μα, κύριε συνάδελφε, για να μπει κανείς στη Βουλή, δεν αρκεί η απλή αναλογική, χρειάζονται και ψήφοι…».

Θυμήθηκα το άκρως χαρακτηριστικό αυτό κοινοβουλευτικό στιγμιότυπο καθώς το τελευταίο διάστημα αναπτύσσεται μια έντονη παραφιλολογία περί της δημιουργίας νέων πολιτικών σχηματισμών, τα οποία λέγεται ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν το γεγονός ότι στις επόμενες βουλευτικές εκλογές η κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών θα γίνει με το σύστημα της απλής αναλογικής.

Η συμπεριφορά, για παράδειγμα, του βουλευτή Κωνσταντίνου Μπογδάνου αποδίδεται από ορισμένους σε τέτοιους υπολογισμούς που φέρεται να κάνει ο πρώην δημοσιογράφος για τον οποίο λέγεται ότι έχει βλέψεις να ηγηθεί του πολιτικά «ορφανού» μετά την φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής ακροδεξιού ακροατηρίου το οποίο «συγκινείται» από την εμφυλιοπολεμική ρητορική, αρέσκεται σε ξενοφοβικές εξάρσεις και επικροτεί τους λαϊκίστικους ακτιβισμούς που γίνονται για το θεαθήναι.

Η περίπτωση Μπογδάνου δεν είναι η μοναδική που μαρτυρά μια σχετική κινητικότητα η οποία παρατηρείται τόσο στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος όσο και στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό. Είναι μια κινητικότητα, η οποία βρίσκεται ακόμη στην πρόωρη φάση της αναζήτησης ρόλου που απασχολεί διάφορα πρόσωπα και, κατά τα φαινόμενα, θα ενταθεί το επόμενο διάστημα που θα ξεκαθαρίσει και το τοπίο με την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής και θα αρχίσει η ουσιαστική αντίστροφη μέτρηση προς τις προσεχείς κάλπες.        

Η αλήθεια είναι ότι η διεθνής αλλά και η εγχώρια εμπειρία δείχνουν ότι η απλή αναλογική λειτουργεί συνήθως αποσυσπειρωτικά για τις μεγάλες πολυσυλλεκτικές παρατάξεις. Κι αυτό διότι με την απλή αναλογική ενισχύονται οι τάσεις κατακερματισμού του πολιτικού συστήματος που προκαλούνται αφενός επειδή σε κάποιες περιπτώσεις προκύπτουν πραγματικές ανάγκες έκφρασης κάποιων κοινωνικών δυνάμεων και αφετέρου επειδή, σε άλλες περιπτώσεις, εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα πρόσωπο με ηγετικές φιλοδοξίες που θέλει να στήσει τον δικό του, συνήθως προσωποπαγή για τα δικά μας δεδομένα, σχηματισμό.

Στις παρούσες συνθήκες, ωστόσο, όλα αυτά μοιάζουν να κινούνται απολύτως στη σφαίρα της θεωρίας και να μην βρίσκουν αντιστοίχιση στην πραγματικότητα. Από όλες, εξάλλου, τις μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης που έχουν γίνει στους 27 μήνες που έχουν παρέλθει από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, προκύπτει ότι το πολιτικό σκηνικό είναι διαμορφωμένο σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που ήταν και στις τελευταίες βουλευτικές κάλπες. Ο μετακινήσεις ψηφοφόρων που παρατηρούνται είναι πολύ περιορισμένες και, προσώρας, τουλάχιστον, στον ορίζοντα δεν διακρίνεται κάποιος παράγων ικανός να ανατρέψει την υφιστάμενη διάρθρωση του πολιτικού συστήματος.

Οι εξηγήσεις που μπορεί να δώσει κανείς γι΄ αυτή την εικόνα είναι πολλές και σίγουρα οι λόγοι που την διαμορφώνουν έχουν να κάνουν τόσο με τις συνθήκες στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο όσο και με τα πρόσωπα που διαδραματίζουν ή ενδιαφέρονται να διαδραματίσουν ρόλους. Γενικότερα μιλώντας θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος την άποψη ότι η πλειονότητα του κοινωνικού σώματος αισθάνεται κουρασμένη από την περιπέτεια της τελευταίας δωδεκαετίας και προτιμά η πολιτική ζωή του τόπου να μπει σε ήρεμα νερά χωρίς αναταράξεις και τρικυμίες.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι βέβαιο ότι συνέβαλε σημαντικά και η πρωτοβουλία της σημερινής κυβέρνησης να αλλάξει ήδη από την αρχή της θητείας της τον εκλογικό νόμο, καταργώντας την απλή αναλογική που θα ισχύσει μόνον στις επόμενες εκλογές. Από την μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση θα εφαρμοστεί νέο σύστημα το οποίο έχει ρήτρα για κλιμακωτό «μπόνους» εδρών υπέρ του πρώτου κόμματος που στην πραγματικότητα δίνει περίπου τον ίδιο κοινοβουλευτικό συσχετισμό δυνάμεων που έδινε και το σύστημα που εφαρμόστηκε επί σειρά ετών έως την τελευταία αναμέτρηση του Ιουλίου του 2019.

Για να μην θεωρητικολογούμε, όμως, ας δούμε τις επιπτώσεις στην κατανομή των εδρών που θα έχει η εφαρμογή των συστημάτων της απλής αναλογικής και του κλιμακωτού μπόνους που θα ισχύσουν στις δύο επόμενες αναμετρήσεις με βάση τα ποσοστά που είχαν τα κόμματα που βρίσκονται στη σημερινή Βουλή. Η ΝΔ, με το ποσοστό 39,9% που είχε τον Ιούλιο του 2019, θα πέσει, από τις 158 έδρες που διαθέτει τώρα, στις 130, αλλά θα επανέλθει και πάλι στις 158 αν διατηρήσει το ίδιο ποσοστό στην, τρόπον τινά, επαναληπτική εκλογή που θα γίνει εφόσον δεν σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση στις πρώτες κάλπες.

Αντιστοίχως ο ΣΥΡΙΖΑ, που με το 31,5% του 2019 έχει σήμερα 86 έδρες, θα αυξήσει τους βουλευτές του σε 103 με την απλή αναλογική και θα επανέλθει στους 86 με το σύστημα του κλιμακωτού μπόνους που υιοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση. Το ίδιο περίπου θα συμβεί και με τα υπόλοιπα κόμματα: το ΚΙΝΑΛ (με το 8,1%) θα πάει από τις 22 στις 27 έδρες και θα επιστρέψει πάλι στον προηγούμενο αριθμό, το ΚΚΕ (με το 5,3%) θα πάει προσωρινά από τις 15 στις 17 έδρες, ενώ η Ελληνική Λύση (με το 3,7%) θα αυξήσει επίσης πρόσκαιρα κατά 2 τους 10 βουλευτές που διαθέτει τώρα, όπως και το ΜέΡΑ25 (3,4%) που θα πάει προσωρινά από τους 9 στους 11 βουλευτές.

Συμπερασματικά, λοιπόν, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάτι σημαντικό που θα ανατρέψει άρδην τα τωρινά δεδομένα, όσοι «ορέγονται» μερίδιο εξουσίας επειδή μόνον και μόνον θα ισχύσει η απλή αναλογική στις επόμενες εκλογές, το πιθανότερο είναι ότι θα μείνουν με την… όρεξη!

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Η νομιμότητα είναι το μόνο αντίπαλο δέος των άκρων

             Τα πρόσφατα επεισόδια στα Επαγγελματικά Λύκεια της ευρύτερης Θεσσαλονίκης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως καμπανάκι για όσους ενδεχομένως είχαν την αφελή εντύπωση ότι το μαύρο μέτωπο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης μετά την καταδίκη και τη φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής.

            Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στα δεξιότερα του πολιτικού άξονα εδώ και δεκαετίες κινείται ένα ποσοστό Ελλήνων που κυμαίνεται μεταξύ 5 και 10% του εκάστοτε εκλογικού σώματος. Αρχής γενομένης από το 6,82% που συγκέντρωσε η αποκαλούμενη «Εθνική Παράταξις» τις εκλογές του 1977, μόλις τρία χρόνια μετά την κατάρρευση της Χούντας, καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς αυξομειώνονται αναλόγως με την εκάστοτε πολιτική και οικονομική συγκυρία.

Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, σε αδρές γραμμές, η Ακροδεξιά αυξάνει τις δυνάμεις της όταν βρίσκεται στη διακυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, ενώ η απήχησή της στο εκλογικό σώμα υποχωρεί αισθητά σχεδόν κάθε φορά που η παράταξη της Κεντροδεξιάς είναι στην αντιπολίτευση και διεκδικεί βασίμως την επιστροφή της στην εξουσία.

Αν και οι κατά καιρούς πολιτικοί σχηματισμοί που εμφανίστηκαν στον πέραν της ΝΔ χώρο δεν είχαν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και σίγουρα δεν μπορεί να εξομοιωθούν όλοι τους με την εγκληματική δράση της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι αναπόσπαστο στοιχείο του ιδεολογικού πυρήνα όλων των ακροδεξιών κομμάτων, κομματιδίων, οργανώσεων και μορφωμάτων είναι ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και η μισαλλοδοξία κατά των άλλων παρατάξεων.

Όντας, άλλωστε, στην πλειονότητά τους, θιασώτες των μεθόδων κατάληψης της εξουσίας που ακολούθησαν οι πραξικοπηματίες, όπως και θαυμαστές εγχώριων αλλά και ξένων δικτατόρων, δύσκολα μπορούσε να κρυφθεί το φλερτ τους με τη βίαιη κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και άρα με την έλλειψη σεβασμού στους κανόνες της δημοκρατικής εναλλαγής στην εξουσία με βάση την ψήφο των πολιτών.

Σε αντίθεση, πάντως, με ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στη Γαλλία που έχει μακρά παράδοση λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, στην Ελλάδα η Ακροδεξιά δεν κατάφερε να σπάσει το φράγμα του 10% και να γίνει κεντρικός παίκτης στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Ακόμη και στις ακραίες συνθήκες τη μνημονιακής εποχής που διαλύθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα, μπορεί να πήραν αέρα τα πανιά τους, έμειναν, όμως, στο περιθώριο και ουσιαστικά πολύ μακριά από το να καταφέρουν να προβληθούν ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Γι΄ αυτό και στις τελευταίες εκλογές συρρικνώθηκε η δύναμη της Χρυσής Αυγής, υποκαθιστάμενη από άλλα σχήματα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς, πολύ πριν η ηγεσία της καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη. Η ενίσχυση άλλων δυνάμεων που κινούνται στα δεξιότερα του πολιτικού φάσματος έδειξε ότι η συρρίκνωσή του φιλοναζιστικού μορφώματος δεν οδήγησε και στην εξαφάνιση των ψηφοφόρων της ή έστω σε μεταμέλεια όλων εκείνων που τους ψήφιζαν τα προηγούμενα χρόνια.    

Ορισμένοι αποδίδουν την πολιτική καχεξία των ακροδεξιών δυνάμεων στις νωπές μνήμες των Ελλήνων από την περιπέτεια της χουντικής επταετίας και της κατοχικής θηριωδίας. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει απόλυτα όταν είδαμε το ναζιστικό μόρφωμα του Νίκου Μιχαλολιάκου να καταγράφει αξιοσημείωτα ποσοστά σε περιοχές μαρτυρίου όπως το Δίστομο ή τα Καλάβρυτα.

Ένα μεγάλο ευτύχημα για τη χώρα μας είναι, ίσως, ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος είναι κατακερματισμένος, αλλά κυρίως ότι δεν ευδόκησε να έχει στην ηγεσία του μια χαρισματική προσωπικότητα, όπως εκείνες που ηγήθηκαν αντίστοιχων εθνικιστικών και ξενοφοβικών σχηματισμών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το εκτόπισμα των περισσότερων εγχώριων ηγετίσκων ήταν περιορισμένο και ουδείς τους κατάφερε ως τώρα να αποκτήσει ευρύτερη συμπάθεια στο λαϊκό ακροατήριο.

Όπως και να έχει, πάντως, η Ακροδεξιά ήταν και παραμένει μια υπαρκτή οντότητα που ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανείς πότε όσοι την εκφράζουν θα ξαναβγούν από τα λαγούμια στα οποία κρύφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι κινητοποιήσεις των αντιεμβολιαστών δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος σε αυτό το «εν υπνώσει» ακροατήριο, το οποίο, όπως μαρτυρούν και τα πρόσφατα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, μπορεί να μην αργήσει να ξυπνήσει.

Η ανοχή την οποία έδειξαν την περίοδο 2011-2013 ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος αλλά, πολύ περισσότερο, οι αρχές του τόπου αποθράσυναν τα «Τάγματα Εφόδου» τα οποία, από τις στρατιωτικού τύπου παρελάσεις στους δρόμους των πόλεων και τις θορυβώδεις παραστάσεις σε διάφορες δημόσιες παραστάσεις, σύντομα προχώρησαν στους ξυλοδαρμούς αλλοδαπών και Ελλήνων. Και, όσο έβλεπαν ότι το πεδίο τους ήταν ελεύθερο και μπορούσαν ανεξέλεγκτοι να κάνουν ότι θέλουν, ήταν πλέον ζήτημα χρόνου για το πότε θα έφθαναν ως τις δολοφονίες.

Εκείνα τα λάθη, λοιπόν, δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η ελληνική Πολιτεία και πιο συγκεκριμένα η κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει αποφασιστική στάση και να μην επιτρέψει να γίνουν ούτε τα σχολεία ούτε εν γένει ο δημόσιος χώρος πεδία ανταγωνιστικού προσηλυτισμού των δυνάμεων των άκρων που δεν χάνουν ευκαιρία να δυναμιτίσουν την ομαλότητα η οποία είναι εκείνη που τους οδηγεί στο περιθώριο.

Δεν είναι επιτρεπτό να κυκλοφορούν μαχαίρια σε σχολικά συγκροτήματα και ούτε είναι ανεκτό να χρειάζεται να γίνονται αντιδιαδηλώσεις για να επέμβει η Αστυνομία ώστε να επιβληθεί η νομιμότητα σε χώρους προορισμένους για την εκπαιδευτική διαδικασία. Η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, που εκφράζουν τη βούληση της πλειονότητας των πολιτών, διαθέτουν την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση για να το κάνουν.  

Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, άλλωστε, ότι η νομιμότητα αποτελεί το μόνο αντίπαλον δέος όλων ανεξαιρέτως των άκρων. 

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Μια σύγκριση Ελλάδας - ΗΠΑ ή όταν υπάρχουν και άλλοι… σαν και μας

 

            Περπατώντας αυτές τις μέρες στους δρόμους της Νέας Υόρκης είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την μεγάλη ομοιότητα που παρουσιάζει ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού ανάμεσα στη χώρα μας και στις ΗΠΑ.

            Η αμερικανική μεγαλούπολη, που δικαιολογημένα διεκδικεί τον τίτλο της μητρόπολης του κοσμοπολιτισμού, δείχνει να αφήνει σιγά σιγά πίσω της το βαρύ χτύπημα που δέχτηκε πριν από περίπου έναν χρόνο από το μεγάλο πανδημικό κύμα που στοίχισε τις ζωές σε πολλούς ανθρώπους. Δεν συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο σε ολόκληρη τη μεγάλη αυτή χώρα, γι΄ αυτό και ο πρόεδρος Μπάιντεν ζήτησε τελεσιγραφικά να εφαρμοστεί υποχρεωτικός εμβολιασμός σε όλη τη χώρα, πριν πάρει την απόφαση να άρει από το Νοέμβριο τους περιορισμούς για να εισέλθει κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες με μόνη προϋπόθεση την επίδειξη εμβολιαστικού πιστοποιητικού.   

            Παρότι υπάρχουν ξενοδοχεία και καταστήματα που παραμένουν ακόμη κλειστά, αφού εξακολουθούν να ισχύουν περιορισμοί στην έλευση τουριστών από το εξωτερικό, η ζωή στην πόλη της Νέας Υόρκης δείχνει να είναι προσαρμοσμένη στην μεταπανδημική εποχή. Οι άνθρωποι έχουν στην  πλειονότητά τους συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι πρέπει να εμβολιαστούν, όπως επίσης και ότι για κάποιον καιρό ακόμη θα ζουν με περιορισμούς.

Στους δρόμους της πόλης, οι κάτοικοι και οι λιγοστοί επισκέπτες, κυκλοφορούν σχεδόν όλοι με τις μάσκες, χωρίς, ωστόσο, οι περισσότεροι να τις φορούν. Τις έχουν, όμως, μαζί τους διότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση αν θέλουν να μπουν σε οποιονδήποτε κλειστό χώρο, είτε πρόκειται για κατάστημα ή γραφείο, είτε για σχολείο ή εστιατόριο.    

            Βρέθηκα έξω από παιδικούς σταθμούς και είδα με πόση τάξη οι γονείς πήγαιναν τα νήπια τους τα οποία φορούσαν όλα τις μάσκες τους πριν φθάσουν στην πόρτα του σχολείου. Στην είσοδο τα υποδέχονταν οι υπεύθυνοι, τα θερμομετρούσαν και τα οδηγούσαν στις τάξεις τους. Εν ολίγοις όλα κινούνταν σα να μην υπήρχε η παραμικρή ιδιαίτερη κατάσταση. Ούτε φασαρίες, ούτε υστερικές απειλές για μηνύσεις και αυτόφωρα που χρειάζεται να παρέμβουν εισαγγελείς και υπουργοί για να αποκατασταθεί η κοινή λογική.

            Επισκέφθηκα εστιατόρια και η εικόνα ήταν ακριβώς ίδια και στη συμπεριφορά των ενηλίκων, για τους οποίους ισχύει υποχρέωση εμβολιασμού προκειμένου να βρεθούν σε εσωτερικούς χώρους για ποτό ή φαγητό. Με το που μπαίνεις δείχνεις το πιστοποιητικό εμβολιασμού σου σε υπάλληλο που είναι επιτετραμμένος γι΄ αυτό και αφού ελέγξει τα στοιχεία της ταυτότητάς σου, παίρνεις το «ΟΚ» για να πάρεις θέση σε τραπέζι. Κανείς δεν διαμαρτύρεται, κανείς δεν φωνάζει και όλα βαίνουν καλώς.

            Δεν ξέρω αν είναι παρήγορο για τη χώρα μας, αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η καλή εικόνα της Νέας Υόρκης δεν είναι αντιπροσωπευτική για το σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση πάνω από το 70% του πληθυσμού της και άρα είναι πολύ κοντά στην επίτευξη τείχους ανοσίας αν υπολογιστεί και ο μεγάλος αριθμός όσων έχουν νοσήσει.

            Στο σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο, τα πράγματα είναι σχεδόν όπως στη χώρα μας. Με βάση τα στοιχεία από την έγκυρη ιστοσελίδα «ourworldindata» στην Ελλάδα έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μια δόση το 62% του πληθυσμού, ποσοστό που για τους πλήρως εμβολιασμένους υποχωρεί στο 58%. Αντιστοίχως, στις ΗΠΑ, όπου πάντως, οι εμβολιασμοί ξεκίνησαν νωρίτερα, έχει μέχρι τώρα εμβολιαστεί το 63% του πληθυσμού, εκ του οποίου μόνον το 54% είναι πλήρως εμβολιασμένο.

            Το ενδιαφέρον είναι ότι σε πάρα πολλές αμερικανικές Πολιτείες, τα ποσοστά εμβολιασμού είναι κάτω του 50%. Με μια απλή περιήγηση στα επίσημα στοιχεία διαπιστώνει κανείς ότι οι μεσοδυτικές Πολιτείες, που αποτελούν την αποκαλούμενη «βαθιά Αμερική» η οποία στις δύο τελευταίες πανεθνικές κάλπες ψήφισε φανατικά τον Ντόναλντ Τραμπ, είναι αυτές που παρουσιάζουν τις χαμηλότερες επιδόσεις σε προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα.

Στον αντίποδα Πολιτείες με παραδοσιακή εκλογική συμπεριφορά υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως η Βοστώνη ή η Καλιφόρνια, η εικόνα προσομοιάζει με εκείνη της Νέας Υόρκης. Σε αδρές γραμμές, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, όπως και στον διαχωρισμό που παρατηρήθηκε στις κάλπες του 2016 και του 2020 για την προεδρική εκλογή στην οποία οι λιγότερο μορφωμένοι και οι περισσότεροι θρησκευόμενοι επέλεγαν Τραμπ και όχι Χίλαρι Κλίντον ή Τζο Μπάιντεν, έτσι και τώρα δείχνουν μεγαλύτερη σπουδή για να εμβολιαστούν όσοι είναι περισσότερο μορφωμένοι και λιγότερο θρησκευόμενοι.

Αν και στη χώρα μας δεν έχουν γίνει αξιόπιστες μετρήσεις σχετικά με το ακριβές profile όσων αρνούνται, διστάζουν ή φοβούνται να εμβολιαστούν, δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να μη βρίσκει ομοιότητες με την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως και εκεί, άλλωστε, έτσι και στα καθ΄ ημάς, το ποσοστό των εμβολιασμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην πρωτεύουσα είναι σαφώς μεγαλύτερο από εκείνο που συναντάται στην περιφέρεια και κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα.

Χωρίς να αποτελεί γενικό κανόνα και ούτε να λείπουν οι εξαιρέσεις, η αλήθεια είναι ότι και στη χώρα μας όσο πιο πολύ θρησκευόμενος και λιγότερο μορφωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο πιθανό είναι να μην θέλει να εμβολιαστεί. Στην Ελλάδα δεν είναι τόσο εύκολο, όσο στην Αμερική, να γίνει ο διαχωρισμός εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων με βάση τις επιλογές τους στην κάλπη. Αλλά με μια αναζήτηση στον περίγυρό μας βρίσκουμε ότι το… κίνημα των αντιεμβολιαστών είναι μεν πολυσυλλεκτικό, αλλά τροφοδοτείται από τα άκρα του πολιτικού άξονα, έχοντας εντονότερη –αλλά όχι αποκλειστικά- την ακροδεξιά προέλευση.

Καλόν είναι να τα έχουμε όλα αυτά υπόψιν, πολύ περισσότερο που, εφόσον στηθούν οι επόμενες κάλπες πριν από το οριστικό τέλος της πανδημίας, θα έχει ενδιαφέρον πως θα συμπεριφερθούν στην κάλπη όλοι αυτοί οι αρνητές των εμβολιασμών. Οι οποίοι –τι παράδοξο αλήθεια;- είναι οι ίδιοι που νωρίτερα αμφισβητούσαν την πανδημία και μάχονταν το lockdown και τις μάσκες.

Για να μην αισθανόμαστε, πάντως, «έθνος ανάδελφον», πρέπει να ξέρουμε ότι τα ίδια πιστεύουν σχεδόν αντίστοιχα ποσοστά και στην πατρίδα του… Μπιλ Γκέιτς. Αν αυτό, ωστόσο, αποτελεί παρηγοριά, είναι άλλη μεγάλη κουβέντα….       

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Έχουν, τελικά, μεγάλη δύναμη οι «ψεκασμένοι»

 Τα στοιχεία είναι συντριπτικά και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του. Το ποσοστό των εμβολιασμένων στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι τόσο χαμηλό, που τα όρια για την επίτευξη του πολυαναμενόμενου τείχους ανοσίας δεν πρόκειται να τα προσεγγίσουμε προτού στις περισσότερες σοβαρές χώρες του πλανήτη κηρυχθεί το τέλος της πανδημίας.

Δυστυχώς, όμως, με τους ρυθμούς που πάμε, αφού μόλις και μετά βίας φθάνει τις 20 χιλιάδες ο μέσος ημερήσιος όρος όσων από τα εκατομμύρια των ανεμβολίαστων προσέρχονται για να εμβολιαστούν, η μακάβρια λίστα με τους ανθρώπους που καθημερινά χάνουν τη ζωή τους από τον κορωνοϊό θα συνεχίσει να μακραίνει.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην πρώτη φάση της εξάπλωσης της πανδημίας, κατά την οποία η κυβέρνηση υπερηφανευόταν για την αποτελεσματική άμυνα που είχε κάνει, μήνα με τον μήνα οι επιδόσεις της χώρας μας κατρακυλούν σε όλο και χαμηλότερες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης.

Μια κατρακύλα για την οποία η μόνη εξήγηση είναι η χαμηλή προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα. Καθημερινά καταγράφονται απώλειες ζωών δεκάδων ανθρώπων, οι συντριπτικά περισσότεροι από τους οποίους αφορούν συνανθρώπους που αρνούνταν ή δίσταζαν να εμβολιαστούν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παντού στον κόσμο υπάρχουν αρνητές των εμβολίων ή άνθρωποι που φοβούνται ή δεν πείθονται για την αποτελεσματικότητά τους. Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι η χώρα μας αν δεν κατέχει τα παγκόσμια πρωτεία, είναι σίγουρα στην κορυφή της λίστας των θεωρούμενων προηγμένων χωρών που έχουν μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που αμφισβητούν την επιστημονική γνώση και συμπεριφέρονται ανορθολογικά.

Από έρευνες που έγιναν κατά το παρελθόν είχε διαπιστωθεί ότι περίπου το 30% των συμπατριωτών μας ενστερνίζονταν (ή απλώς «φλέρταραν» με) τις απίθανες θεωρίες συνωμοσίας που ήθελαν κάποιες αόρατες δυνάμεις να ψεκάζουν τη χώρα μας προκειμένου ο… ανυπότακτος λαός της να αποδεχθεί τα Μνημόνια και να χάσει την εθνική του ταυτότητα.

Είναι αλήθεια ότι πάνω σε αυτές τις γελοίες δοξασίες χτίστηκαν καριέρες πολιτικές -και όχι μόνον…- καθώς ακόμη και πολιτικά στελέχη που ήταν προφανές ότι δεν πίστευαν σε τέτοιες αηδίες, έκλειναν το μάτι σε όλους εκείνους που έκτοτε συνηθίσαμε να λέμε «ψεκασμένους» με σκοπό να τους έχουν αφιονισμένους ώστε όχι μόνον να τους αποσπούν την ψήφο τους αλλά να τους ποδηγετούν γενικότερα.

Ας μην αυταπατώμεθα, λοιπόν, αυτά τα δύο με τρία εκατομμύρια των Ελλήνων «ψεκασμένων» δεν εξαφανίστηκαν. Είναι δίπλα μας και είναι παντού. Πρέπει, λοιπόν, να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι ζουν ανάμεσά μας και αποτελούν τη βασική «δεξαμενή» από την οποία προέρχεται το ισχυρό κύμα των αρνητών των εμβολίων με το οποίο, περισσότερο από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έρχεται αντιμέτωπη η χώρα μας.

Από τη στιγμή, μάλιστα, που οι κάθε λογής ταγοί τούτου του τόπου (πολιτικοί, πνευματικοί, συνδικαλιστικοί, θρησκευτικοί και πάει λέγοντας) σιωπούν, το φαινόμενο της άρνησης της πραγματικότητας θα παραμένει αναλλοίωτο. Συνάνθρωποί μας θα συνεχίσουν να χάνουν αδίκως τις ζωές τους. Και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία θα εξακολουθήσει να δοκιμάζεται αφού η συμπεριφορά των «ψεκασμένων» θα εμποδίζει την επιστροφή στην κανονικότητα, την οποία χώρες με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, όπως η Δανία και η Πορτογαλία, έχουν αρχίσει να απολαμβάνουν.

Η πρώτη και κύρια ευθύνη για να αναλάβει δράση, ώστε να αλλάξει η δυσμενής πραγματικότητα, ανήκει αναμφίβολα στην κυβέρνηση, η οποία, δυστυχώς, δεν φαίνεται να δείχνει την αποφασιστικότητα που εμφάνισε στις πρώτες φάσεις της πανδημίας. Για παράδειγμα, οι έλεγχοι για την τήρηση των εναπομεινάντων περιοριστικών μέτρων έχουν ατονήσει σε βαθμό εξαφανίσεως.

Την ίδια ώρα, η επέκταση της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών στους εργαζόμενους στο Δημόσιο αναβάλλεται από εβδομάδα σε εβδομάδα. Οι ένστολοι και οι ιερωμένοι παραμένουν στο απυρόβλητο και ειδικά οι δεύτεροι έχουν αφεθεί ασύδοτοι να προπαγανδίζουν τις πιο ακραίες και επικίνδυνες θεωρίες  των «ψεκασμένων» αντιεμβολιαστών.

Είναι προφανές ότι επικράτησε ο φόβος για το λεγόμενο «πολιτικό κόστος» και οι κυβερνώντες διστάζουν να κάνουν όλα όσα επιτάσσει το καθήκον τους. Τη στάση αδράνειας που τηρούν τη διευκολύνει σίγουρα και το γεγονός ότι δεν εκδηλώνεται πίεση από καμία άλλη πλευρά.

Ούτε κάποια από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, ούτε άλλος συλλογικός φορέας της κοινωνίας αισθάνθηκε μέχρι στιγμής την ανάγκη να πάψει να είναι ουδέτερος θεατής μιας κατάστασης που έχει βαρύ κόστος πρωτίστως σε ανθρώπινες ζωές αλλά και σε συνολική κοινωνική ευημερία.

Κάποια στιγμή φάνηκε ότι το Κίνημα Αλλαγής, οι οπαδοί του οποίου καταγράφονται στις περισσότερες μετρήσεις ως οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές του ορθού λόγου, είχε τάση να κινηθεί προς την κατεύθυνση που επιτάσσει η λογική, αλλά η διάθεση που έδειξε να ηγηθεί της καμπάνιας υπέρ των εμβολιασμών δεν είχε την ανάλογη συνέχεια, ίσως και λόγω της εσωτερικής μάχης για την ηγεσία.

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ότι, εν τέλει, οι «ψεκασμένοι» έχουν μεγάλη δύναμη. Και εξ αυτού ουδείς θέλει να τους κακοκαρδίσει. Πόσω μάλλον να συγκρουστεί μαζί τους. Βλέπεις αυτοί ψηφίζουν, ενώ οι νεκροί… στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων!

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Και που να μην εξημέρωνε τα ήθη η μουσική….

 

            Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν, όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο ιστορικός Πολύβιος, πεπεισμένοι ότι η μουσική εξημερώνει τα ήθη. Τα οποία ήθη θεωρούσαν ότι επηρεάζονται από το φυσικό περιβάλλον και ειδικότερα από την τραχύτητα του τόπου και τα κλιματολογικά φαινόμενα.

            Είκοσι δύο αιώνες αφότου ο Πολύβιος έκανε, αναφερόμενος μάλιστα στους συμπατριώτες του Αρκάδες, αυτή την τόσο σημαντική παρατήρηση, η οποία στην πορεία του χρόνου έγινε παγκοσμίως αποδεκτή, είναι απορίας άξιον ότι ζουν ανάμεσα μας άνθρωποι οι οποίοι πήγαν την περασμένη Τετάρτη στη Μητρόπολη της Αθήνας για να πουν, υποτίθεται, το στερνό αντίο στον τρισμέγιστο Μίκη Θεοδωράκη και, με αυτή την ευκαιρία, να αποδοκιμάσουν τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. 

             Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι οι άνθρωποι αυτοί ενστερνίστηκαν κάτι από τα όσα υψιπετή εξέπεμπε η αξεπέραστη μουσική ιδιοφυία του παγκοσμίως καταξιωμένου μουσουργού. Και το πιθανότερο είναι ότι δεν κατάφεραν να αντιληφθούν το παραμικρό από την ξεχωριστή στάση ζωής της τεράστιας αυτής προσωπικότητας που στη μακρά και πολυσχιδή διαδρομή της στη δημόσια σφαίρα δεν βολεύτηκε ούτε στιγμή στους εύκολους και απλοϊκούς διαχωρισμούς.

Δεν είναι μόνον που τη μουσική του Μίκη, λιγότερο ή περισσότερο, την σιγοτραγουδήσαμε όλοι μας, ανεξαρτήτως αν αισθανόμασταν αριστεροί, δεξιοί ή κεντρώοι. Είναι, πολύ περισσότερο, που ο ίδιος, ο οποίος συχνά αισθανόταν, σύμφωνα με δικό του παραλληλισμό, ως «τάνκερ στη λίμνη των Ιωαννίνων», μαχόταν αταλάντευτα για την ενότητα του ελληνικού Έθνους. Και η επιμονή του σε αυτόν τον στόχο απετέλεσε ίσως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του.

Μόνον τυχαίο, άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι ο Μίκης που εξέφρασε επιθυμία «να πεθάνει σαν κομμουνιστής», θέλησε η κηδεία του να γίνει με όλο το τελετουργικό της ελληνορθόδοξης παράδοσης μας. Εξάλλου, αυτός ο αμετανόητα Αριστερός, που αν και υπέστη τα πάνδεινα, έμεινε πιστός στην κοσμοθεωρία του, δεν δίστασε, όταν πίστεψε ότι οι καιροί το επέβαλαν, να εκστομίσει το σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς», να ορκιστεί υπουργός σε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ή να καταγγείλει ως χειρότερη μορφή φασισμού την αριστερόστροφη.

Τι αλήθεια μπορεί να κατάλαβαν από το έργο και τη ζωή του Μίκη όλοι αυτοί που πήγαν στη Μητρόπολη για να γιουχαΐσουν τον πολιτικό τους αντίπαλο; Και ποιο, άραγε, μήνυμα θέλησαν να περάσουν τόσο οι ίδιοι όσο και εκείνοι που έσπευσαν να τους επικροτήσουν; Με αφορμή, μάλιστα, το ότι –κακώς- δεν δόθηκε μεγάλη ειδησεογραφική έμφαση στο γεγονός, ορισμένοι, γνωστοί και μη εξαιρετέοι ελεεινολόγοι και ελεεινολογούντες, έσπευσαν –αν είναι δυνατόν!- να κηρύξουν το επερχόμενο τέλος της ελληνικής δημοσιογραφίας...

Δίχως αμφιβολία είναι μεγάλο το δίλημμα για το αν πρέπει να προβάλλονται ή όχι τέτοιες αθλιότητες. Και ίσως ακόμη μεγαλύτερο είναι το δίλημμα σχετικά με τον τρόπο προβολής τέτοιων περιστατικών. Η πλήρης αποσιώπηση είναι σίγουρα η χείριστη των πιθανών επιλογών. Από την άλλη, όμως, αναρωτιέται κανείς πόσο σωστή είναι η επιλογή να γίνονται κυρίαρχο θέμα τέτοια ακραία και, ίσως, περιθωριακά φαινόμενα. Και αυτό χωρίς την ίδια ώρα να στηλιτεύεται η παραβίαση κάθε έννοιας για στοιχειώδη κοινωνική συμβίωση και κάθε κανόνα που επιβάλλει πολιτισμένη πολιτική αντιπαράθεση.

Ο τόπος μας, κακά τα ψέματα, έχει μακρά παράδοση διχασμών και έχει υποφέρει αρκετά από τέτοια περιστατικά τόσο στο απώτερο όσο και στο πρόσφατο παρελθόν. Η γραφικότητα, για παράδειγμα, του νεαρού, ο οποίος κατά την πρώιμη μνημονιακή περίοδο μούντζωνε προς τους επισήμους στη διάρκεια μαθητικής παρέλασης, οδήγησε πολύ σύντομα στη διάλυση της στρατιωτικής παρέλασης της Θεσσαλονίκης. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο βρεθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε από τις πλατείες των λεγόμενων «Αγανακτισμένων» στα «Τάγματα Εφόδου» της Χρυσής Αυγής και στο κυνήγι ακόμη σε ταβέρνες των πολιτικών που ήταν σε θέσεις εξουσίας.

Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι δεν υπήρξε ομόθυμη καταδίκη των όσων από κάθε άποψη απαράδεκτων συνέβησαν στη κηδεία του Μίκη, που θεωρώ ότι όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι συμφωνούν πως ήταν ο πλέον ακατάλληλος τρόπος για να εκφραστούν πολιτικές προτιμήσεις ή για επιχειρήσει κανείς να προσποριστεί πολιτικά οφέλη, φαίνεται ότι τα παθήματα του παρελθόντος μάλλον δεν έχουν γίνει μαθήματα. Γενικότερα, άλλωστε, μιλώντας, όπως δείχνει και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία τα θέματα της πανδημίας είναι σαφές ότι για ένα αξιοσημείωτο ποσοστό συμπολιτών μας, ο ανορθολογισμός, δυστυχώς, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη επιλογή.

Με άλλα λόγια, όσο υπάρχουν άνθρωποι που πάνε στην κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη για να γιουχάρουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη, μοιάζει συμβατό να βρίσκει κάποιος τόσους πολλούς γύρω μας που είναι διατεθειμένοι να δωροδοκήσουν γιατρούς για να τους δώσουν ψεύτικο πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης από κορωνοϊό. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που ακούν τη μουσική του Μίκη και δεν… εξημερώνονται, τα πράγματα θα συνεχίσουν να παραμένουν πολύ δύσκολα.         

Ή, για να το πούμε με τον εμβληματικό στίχο του Οδυσσέα Ελύτη, που τόσο περίτεχνα μελοποίησε ο αιώνιος Μίκης, κάνοντάς τον κτήμα όλων μας, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή...».

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Η υπεροψία είναι ο χειρότερος σύμβουλος

 

            Δύο εβδομάδες πριν ανακοινωθεί, με τον τρόπο που ανακοινώθηκε, ο τελευταίος ανασχηματισμός της κυβέρνησης, οι πολιτικοί αρχηγοί, σύμφωνα με το δημοσιογραφικό στερεότυπο, διασταύρωναν τα ξίφη τους στη Βουλή για τις συνέπειες και τις ευθύνες από τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου.

Οι τόνοι ανέβηκαν συχνά σε εκείνη τη συνεδρίαση της 25ης Αυγούστου και ακούστηκαν βαριές εκατέρωθεν εκφράσεις κυρίως ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δευτερευόντως ανάμεσα στη Φώφη Γεννηματά και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Παρακολουθώντας την οξεία αντιπαράθεση, προσωπικά μου κέντρισε το ενδιαφέρον μια αποστροφή της ομιλίας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος απευθυνόμενος προς το πρωθυπουργικό έδρανο είπε επί λέξει τα εξής: «…Δεν είστε ικανός την ώρα της κρίσης να δείξετε ότι καταλαβαίνετε τι δεν πήγε καλά και αναζητείτε -μαθαίνω- διέξοδο σε ανασχηματισμούς και σε πρόσωπα από τον δημοκρατικό χώρο για να αποτελέσουν τις σωσίβιες λέμβους σας…».

Το βράδυ της ίδια μέρας, αλλά και τις επόμενες ημέρες, έθεσα υπόψιν συνεργατών του πρωθυπουργού την εν λόγω επισήμανση του κ. Τσίπρα, καλώντας τους να μου επιβεβαιώσουν ή να μου διαψεύσουν ότι η κυβέρνηση βολιδοσκοπούσε πρόσωπα από άλλους πολιτικούς χώρους ενόψει του ανασχηματισμού. Με λύπη μου διαπίστωσα ότι σχεδόν κανείς άλλος πλην εμού δεν είχε προσέξει την -εν είδει προειδοποιητικής βολής- καταγγελία του πρώην πρωθυπουργού ότι η κυβέρνηση έψαχνε –κατά την έκφρασή του- «σωσίβιες λέμβους» στον «δημοκρατικό χώρο».

Η λύπη μου έγινε έκπληξη την περασμένη Τρίτη όταν στο άκουσμα των μεταβολών που αποφάσισε ο πρωθυπουργός να κάνει στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου διαπίστωσα ότι η μόνη εντυπωσιακή αλλαγή του ανασχηματισμού ήταν η είσοδος στην κυβέρνηση του πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ Ευάγγελου Αποστολάκη σε θέση επικεφαλής στο υπό σύσταση υπουργείο Πολιτικής Προστασίας. Με λίγα λόγια είχε γίνει ακριβώς εκείνο που είχε… προφητέψει ο κ. Τσίπρας, χωρίς, μάλιστα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, να λάβει κάποιος από την κυβέρνηση υπόψιν του την… προφητεία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η συνέχεια του επεισοδίου είναι πλέον παγκοίνως γνωστή: ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε εντόνως, αποδίδοντας χαρακτηρισμούς περί «αποστασίας» και «εξαγοράς» στον ναύαρχο Αποστολάκη, ο τελευταίος υπαναχωρώντας δεν απεδέχθη το αξίωμα και το κυβερνητικό σχήμα ορκίστηκε εν τέλει «κολοβό» αφού η θέση του υπουργού Πολιτικής Προστασίας έμεινε κενή μέχρι να βρεθεί άλλο πρόσωπο που θα την καλύψει. Κι όλα αυτά διότι ο κ. Τσίπρας ήξερε τι προετοιμάζει ο πρωθυπουργός, καθώς είναι σαφές πλέον ότι τον είχε προϊδεάσει ο βολιδοσκοπηθείς από το Μέγαρο Μαξίμου κ. Αποστολάκης, αλλά η κυβέρνηση νόμιζε ότι ετοίμαζε τον απόλυτο επικοινωνιακό αιφνιδιασμό που θα κατέπλησσε φίλους και αντιπάλους.

Ανεξαρτήτως του κατά πόσο ήταν «ηρωική» ή «ατιμωτική» η πράξη του ναυάρχου Αποστολάκη, αλλά και του γεγονότος ότι ο κ. Τσίπρας «δεν δικαιούται δια να… ομιλεί», κατά την περιώνυμη έκφραση του μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα, για «αποστασίες» καθώς όταν ήταν πρωθυπουργός διόρισε στην κυβέρνησή του ακόμη και βουλευτές που είχαν εκλεγεί στην ίδια κοινοβουλευτική περίοδο με την αντίπαλη παράταξη, το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται από την περιγραφείσα υπόθεση είναι ότι οι συζητήσεις που γίνονται στη Βουλή είναι… διάλογοι κωφών.

Στις περισσότερες κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις οι αγορεύσεις μοιάζουν με παράλληλους μονόλογους που εκφωνούνται χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι ομιλίες των άλλων. Ούτε η αντιπολίτευση ακούει την κυβέρνηση. Αλλά ούτε και η κυβέρνηση δίνει βάση στα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης. Με λίγες εξαιρέσεις και οι μεν και οι δε καταλαμβάνονται από έναν αυτάρεσκο ναρκισσισμό που συχνά καταλήγει σε αλαζονική υπεροψία. Όπως αυτή που έκανε την κυβέρνηση Μητσοτάκη να μην λάβει διόλου υπόψιν της την προειδοποίηση Τσίπρα που, με την ύστερη γνώση, εύκολα αναγνωρίζει κανείς (σ.σ.: οι λέξεις «σωσίβιες λέμβοι» είναι χαρακτηριστικές) ότι ήταν φωτογραφία του κ. Αποστολάκη.     

Στην επίμαχη συζήτηση της 25ης Αυγούστου, ο πρωθυπουργός αντέδρασε έντονα στην επίθεση που δέχθηκε και με αυτή την αφορμή είπε προς τον κ. Τσίπρα: «Μην περιμένετε μετά να συζητάμε για αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου και μην εκπλήσσεστε μετά που όλα αυτά τα οποία λέτε, ουσιαστικά, δεν τα ακούει κανείς». Δεν έμεινε, όμως, μόνον σε αυτό: «Ειλικρινά σας το λέω, δεν μετριέμαι με εσάς, δεν είστε το μέτρο σύγκρισής μου εσείς. Θα είχα βάλει τον πήχη πάρα πολύ χαμηλά εάν απλά ήθελα να είμαι καλύτερος από εσάς», συμπλήρωσε ο κ. Μητσοτάκης.

Δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που ένας πρωθυπουργός απευθύνθηκε κατ΄ αυτόν τον -μάλλον υποτιμητικό- τρόπο προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ίδιος όταν ήταν στη αντίστοιχη θέση είχε ακούσει πολύ πιο βάναυσες προσβολές από τον πρωθυπουργό Τσίπρα. Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς, το ίδιο έργο το έχουμε δει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός και ο κύκλος του νομίζουν ότι είναι άτρωτοι και δεν πρόκειται να χάσουν από τον αντίπαλό τους, κάτι που τις πιο πολλές φορές διαψεύδεται στην πράξη.  

Η υπεροψία, βλέπετε, είναι ο χειρότερος σύμβουλος των ισχυρών. Πλην, όμως, ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορεί να την ελέγξουν. Και ακόμη λιγότεροι όσοι έχουν τη δύναμη να την καθυποτάξουν, έτσι ώστε να κρατήσουν αυτιά και μάτια ανοιχτά στην πραγματικότητα.