Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Σάνα ή Πόπη;

Την περασμένη Κυριακή η Φινλανδία είχε βουλευτικές εκλογές και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της πρωθυπουργού Σάνα Μαρίν, η οποία ηγείτο πεντακομματικής κυβέρνησης, κατετάγη τρίτο πίσω από δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα που το υπερσκέλισαν με βραχεία κεφαλή.

Το κεντροδεξιό κόμμα «Εθνική Συμμαχία» έκοψε πρώτο το νήμα με ποσοστό 20,8%, δεύτερο ήρθε το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών με 20,1% και ακολούθησαν οι Σοσιαλδημοκράτες της Μάριν με 19,9%. Παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι αύξησαν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο, η 38χρονη ηγέτης τους δεν αμφιταλαντεύθηκε ούτε στιγμή. 

Το ίδιο βράδυ συνεχάρη τον κεντροδεξιό αντίπαλό της, ο οποίος έλαβε μόλις 1% περισσότερο από την ίδια, αλλά το ποσοστό αυτό αρκούσε για να αναλάβει την ευθύνη του σχηματισμού νέας συμμαχικής κυβέρνησης.

Μια μέρα μετά η Μάριν δρομολόγησε τις διαδικασίες για την εκλογή του διαδόχου της στην ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών, γνωστοποιώντας ότι η ίδια παραμένει απλή βουλευτής ως τον Σεπτέμβριο που θα αναδειχθεί νέος αρχηγός. Πρόλαβε, άραγε, να… χορτάσει την εξουσία και την εγκατέλειψε με τέτοια ευκολία; Δύσκολα μπορεί να το πει κανείς. 

Άλλωστε, εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής μόλις τον Απρίλιο του 2015, ανέλαβε το πρώτο της υπουργικό χαρτοφυλάκιο το καλοκαίρι του 2019 και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ορίστηκε πρωθυπουργός.

Η θητεία της συνοδεύτηκε από το ξέσπασμα δύο κρίσεων που ήταν από τις μεγαλύτερες των τελευταίων δεκαετιών: την πανδημία του κορωνοϊού και την εισβολή στην Ουκρανία. 

Παρότι δέχθηκε επικρίσεις όχι για τα μέτρα που έλαβε, αλλά για τον τρόπο που διασκέδαζε με τους (συνομήλικους, τι άλλο;) φίλους της στη διάρκεια της πανδημίας, η νεότατη πολιτικός αντιμετώπισε με επιτυχία τις κρίσεις που «έτυχαν στη βάρδια της». 

Με γενναιότητα, μάλιστα, προχώρησε στην αναθεώρηση της παραδοσιακής εξωτερικής πολιτικής της χώρας της και εγκαταλείποντας τη φοβική «ουδετερότητα», την οποία με απειλές επέβαλε η γειτονική «ρωσική αρκούδα», ενέταξε τη Φινλανδία στο ΝΑΤΟ.

Συγκυριακά, την επομένη των πρόσφατων εκλογών και ενώ η ίδια είχε γνωστοποιήσει την παραίτησή της, στην έδρα της Ατλαντικής Συμμαχίας ανακοινώθηκε επίσημα ότι η Φινλανδία αποτελεί πλέον το 31ο μέλος του στρατιωτικού συνασπισμού του Δυτικού Κόσμου. 

Η Σάνα Μάριν δεν πανηγύρισε για την εξέλιξη. Ούτε διεκδίκησε ως προσωπικό της επίτευγμα αυτή τη μεγάλη απόφαση που την έκανε πολύ δημοφιλή στο εξωτερικό. Πολύ περισσότερο, δεν διαμαρτυρήθηκε για την εκλογική… τύχη που, παρά ταύτα, της επεφύλαξαν οι συμπατριώτες της ψηφοφόροι.

Αποδέχθηκε την ετυμηγορία της κάλπης και πήγε παρακάτω, δείχνοντας απόλυτη συνέπεια με όσα είχε υποστηρίξει όταν είχε γίνει αποδέκτρια δηλητηριωδών σχολίων για την προσωπική της ζωή και τον τρόπο που επέλεξε να διασκεδάζει. 

«Είμαι ένα ανθρώπινο ον», είπε δακρυσμένη σε μια κομματική εκδήλωση τον περασμένο Αύγουστο. Και αφού διαβεβαίωσε τους πάντες ότι «δεν έλειψε ούτε μια μέρα από τη δουλειά», σημείωσε ότι «προσβλέπει μερικές φορές στη χαρά, στο φως και στην ευχαρίστηση εν μέσω αυτών των σκοτεινών νεφών».

Με εκείνα τα λόγια της, αλλά και με όλη τη στάση της, ανέδειξε ένα σπάνιο πρότυπο πολιτικού. Του πολιτικού που κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του και δεν έχει ανάγκη να υποκρίνεται τον σκληρό και ατσαλάκωτο «άνθρωπο από σίδερο», όπως επιβάλει το στερεοτυπικό υπόδειγμα που φέρεται να ακολουθεί η πλειονότητα των παραδοσιακών πολιτικών. 

Ειδικά στη χώρα μας, όλοι τους είναι άτρωτοι, έχουν πάντα δίκιο και όταν αυτό δεν τους αναγνωρίζεται, οι ίδιοι δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη. Φταίει ο λαός που δεν αναγνωρίζει την αρτιότητα των προτάσεων τους και την τελειότητα των δράσεων τους.

Όποιος έχει αμφιβολία ότι αυτή είναι η επικρατούσα νοοτροπία στην εγχώρια πολιτική ζωή δεν έχει παρά να ανατρέξει στα όσα υποστήριξε σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη στον Σκάι μια νεόκοπη πολιτικός, η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Πόπη Τσαπανίδου.

Επέμεινε να υπερασπίζεται με πάθος την άποψη ότι ο Αλέξης Τσίπρας δικαιούται να διατηρήσει το αξίωμα του αρχηγού, το οποίο κατέχει από το μακρινό 2009, ακόμη και αν το κόμμα του υποστεί νέα εκλογική ήττα στις επερχόμενες κάλπες.

«Βγαίνω από το ρούχο του εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ και σας απαντώ: Η νίκη θα μας ικανοποιήσει. Η ήττα, ακόμη και με μικρή διαφορά, εμένα προσωπικά θα με στεναχωρήσει γιατί θα διαπιστώσω ότι έχει γίνει πολύ συστηματική προπαγάνδα από την κυβέρνηση να φοβηθεί ο κόσμος, να αμφισβητηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ», ανέφερε η μέχρι πρότινος τηλεοπτική δημοσιογράφος. 

«Δηλαδή αν χάσετε, θα χάσετε γιατί ο κόσμος θα έχει παραπλανηθεί;», ήταν το επόμενο εύλογο ερώτημα που δέχθηκε από τη Σία Κοσιώνη, στην οποία χωρίς δισταγμό απάντησε: «Ναι, γιατί είναι τόσο καλό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ».

Ανεξαρτήτως της ωμότητας που είχε, ως απότοκο ίσως και της προηγούμενης επαγγελματικής ιδιότητας της εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, η συγκεκριμένη τοποθέτησή της είναι αποκαλυπτική για τον τρόπο που πολιτεύεται ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού που διεκδικεί την ψήφο των Ελλήνων. 

Ο λόγος των περισσοτέρων χαρακτηρίζεται από τέτοιου είδους βεβαιότητες ότι τα έχουν όλα καλώς καμωμένα. Με αποτέλεσμα να ψάχνουν και να μη βρίσκουν λάθη ακόμη και όταν όλοι οι άλλοι τούς καταλογίζουν ευθύνες. 

Γι΄ αυτό και η υποβολή παραιτήσεων αποτελεί την εξαίρεση. Εξαίρεση, μάλιστα, που συχνά γίνεται με τρόπο απολύτως προσχηματικό, ο οποίος υποκρύπτει προσδοκίες επανόδου από την πίσω πόρτα.

Οι κάλπες της 21ης Μαΐου θα αναδείξουν νικητές και θα καταγράψουν ηττημένους. Πόσοι άραγε από τους τελευταίους θα το αναγνωρίσουν και δεν θα κρυφτούν πίσω από την… παραπλάνηση του λαού; 

Δεν βάζω στοιχήματα, αλλά αν έβαζα θα πόνταρα ότι το «δόγμα» της Πόπης θα κατατροπώσει τη «νοοτροπία» της Σάνα. 

Άλλωστε, εδώ είναι Βαλκάνια!

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Επτά εβδομάδες για σκανδαλοθηρία ή προγραμματικές αντιπαραθέσεις

Ελάχιστοι υποθέτω ότι είναι εκείνοι που μπορεί να εξεπλάγησαν από την τροπή που έλαβε η αντιπαράθεση με την οποία εγκαινιάστηκε η προεκλογική περίοδος μόλις ανακοινώθηκε η ημερομηνία κατά την οποία θα στηθεί η πρώτη βουλευτική κάλπη.

Σαν έτοιμα από καιρό τα κομματικά επιτελεία ξεκίνησαν να ξύνουν τον πάτο των βαρελιών με τα κρυμμένα μυστικά και τα ντοκουμέντα για τα «άπλυτα» των αντιπάλων τους, επιχειρώντας να κατακλύσουν την πολιτική ατμόσφαιρα με (εντός ή εκτός εισαγωγικών) αποκαλύψεις.

Το σκηνικό, άλλωστε, δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε πρωτόγνωρο. Αντιθέτως θα έλεγε κανείς ότι είναι αφόρητα επαναλαμβανόμενο. Σε βαθμό τέτοιο που να δημιουργείται η αίσθηση ότι έχουν χαρακτήρα... εθίμου.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξάλλου, στις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις των πολλών τελευταίων ετών, στο βασικό μενού της προεκλογικής αντιπαράθεσης είχαν σταθερή θέση η σκανδαλοθηρία και η ένθεν κακείθεν απόπειρα δαιμονοποίησης του στελεχιακού δυναμικού της αντίπαλης παράταξης με χαρακτηρισμούς όπως «κλέφτες», «ανεπρόκοποι», «φοροφυγάδες», «μπαταξήδες», κ.ο.κ. 

Η πρακτική είναι γνωστή και δοκιμασμένη. Υποθέσεις οι οποίες φυλάσσονταν στα αρχεία των κομματικών επιτελείων για να χρησιμοποιηθούν στον... κατάλληλο χρόνο, άρχισαν να ανασύρονται από τα συρτάρια. 

Και όταν αυτές δεν επαρκούν για να δημιουργηθούν ισχυρές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη, οι επιτετραμμένοι με την σκανδαλοθηρία δεν δυσκολεύονται να ξεφουρνίσουν ξαναζεσταμένες -υπαρκτές ή ανύπαρκτες- καταγγελίες με σκοπό να σερβιριστούν προς άγραν του ενδιαφέροντος του ανυποψίαστου φιλοθεάμονος κοινού.

Παρόλο όμως που είναι πολύ αμφίβολος ο βαθμός επιρροής που έχει αυτή η ατμόσφαιρα στην πλειονότητα των πολιτών και κυρίως σε εκείνους που δεν είναι φανατικά ταυτισμένοι με ένα κόμμα, το μοτίβο δεν αλλάζει. 

Ίσως επειδή η ευκολία που συνεπάγεται η εκτόξευση κατηγοριών είναι λιγότερο κοπιώδης από την προσπάθεια που χρειάζεται για να καταβάλει μια παράταξη προκειμένου να καταδείξει την υπεροχή της σε προγραμματικές προτάσεις.

Είναι, για παράδειγμα, πολύ πιο εύκολο να εξακοντίζει κάποιος μια επίκριση κατά των αντιπάλων του παρά να καταναλώνει φαιά ουσία για να παρουσιάσει μια επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη πρόταση για έναν ή περισσότερους τομείς πολιτικής. Για το πρώτο αρκούν η ημιμάθεια, το θράσος και η αμετροέπεια. Το δεύτερο απαιτεί γνώση, προσπάθεια και πνευματική κόπωση.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι η προεκλογική σκανδαλοθηρία σπανίως έχει μετρήσιμες επιπτώσεις στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Μπορεί να οπλίζει με «επιχειρήματα» τους ταγμένους της κάθε πλευράς, πλην όμως συνήθως αφήνει παγερά αδιάφορους τους μετακινούμενους ψηφοφόρους οι οποίοι αποτελούν το κρίσιμο υποσύνολο του εκλογικού σώματος που καθορίζει την ετυμηγορία της κάλπης.

Όπως και να έχει, οι εχέφρονες πολίτες δεν καταπίνουν αμάσητη την προπαγάνδα για την υποτιθέμενη αποκλειστικότητα του ηθικού πλεονεκτήματος. Είναι σε θέση να αναγνωρίζουν ότι ούτε οι «καλοί» είναι από τη μια όχθη ούτε οι «κακοί» από την άλλη. 

Η ζωή έχει διδάξει ότι οι απλοϊκότητες με βάση τις οποίες κάποιοι διατείνονται ότι τα πράγματα είναι μόνον «άσπρα» ή μόνον «μαύρα» δεν αποτυπώνουν την πολύπλοκη πραγματικότητα η οποία μας περιβάλει.

Είναι αλήθεια ότι οι ταγμένοι της μιας ή της άλλης πλευράς είναι εκείνοι που δίνουν τον τόνο. Εν προκειμένω, δεν λίγοι εκείνοι που αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι αποτελεί μείζον πολιτικό ζήτημα το χαριστικό δάνειο που έλαβε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας πριν από αρκετά χρόνια ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Ραγκούσης για να οικοδομήσει ακίνητο το οποίο εκμεταλλεύεται εμπορικά. 

Ούτε φυσικά αποτελούν αμελητέα ποσότητα όσοι είναι έτοιμοι να πιστέψουν ότι τα ουκ ολίγα αρνητικά που βιώνουμε σχετίζονται με το γεγονός ότι ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Παπαθανάσης απηλλάγη από την εγγύηση που είχε παράσχει για να δανειοδοτηθεί επιχείρηση με την οποία σχετιζόταν.

Είναι βέβαιο ότι οι πολίτες στο σύνολό τους θα είχαν να κερδίσουν πολύ περισσότερα αν η δημόσια συζήτηση περιστρέφονταν γύρω από την αξιοπιστία των συγκεκριμένων προσώπων. 

Με άλλα λόγια, θα ήταν καλύτερο να συζητούμε για όσα υποστήριζε ο κ. Ραγκούσης προτού προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ για τους πολιτικούς που αλλάζουν κόμματα για να εξασφαλίσουν τα επτά χιλιάρικα της βουλευτικής αποζημίωσης. 

Όπως και για το αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τα όσα ισχυρίζεται ο κ. Παπαθανάσης και ο πολιτικός του προϊστάμενος Άδωνις Γεωργιάδης τόσο για τη συγκράτηση των τιμών που υποτίθεται ότι επέφερε το λεγόμενο «καλάθι του νοικοκυριού» όσο και για τις ξένες επενδύσεις που προσελκύει η χώρα και οι οποίες άλλοι υποστηρίζουν ότι αποτελούν κατά βάση συναλλαγές στον τομέα του real estate.

Δεν έχω αμφιβολία ότι πηχυαίοι τίτλοι για τη «βίλα με πισίνα στην Πάρο που κτίστηκε με δάνειο της Εργατικής Κατοικίας» ή για το «βαθύ κούρεμα στο υπουργικό δάνειο» είναι πιο εύληπτοι για τη μάζα των πολιτών που είναι αποφασισμένοι να ψηφίσουν τη μια ή την άλλη παράταξη.

Διατηρώ, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι τη διαφορά στις κάλπες που θα στηθούν στις 21 Μαΐου θα την κάνει η μειοψηφία εκείνων που θα ψηφίσουν με κριτήριο τις προτάσεις που θα έχουν ενώπιον τους όταν μπουν στο παραβάν.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

«Η κόλαση είναι οι… άλλοι» ή «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»

Όταν το 2014 ο Σταύρος Θεοδωράκης πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει το «Ποτάμι», έναν μετριοπαθή πολιτικό σχηματισμό που έστελνε μηνύματα καταλλαγής απέναντι στην αφόρητη οξύτητα που είχε δημιουργήσει η μνημονιακή επέλαση, οι ένθεν κακείθεν φανατικοί ξιφουλκούσαν εναντίον του, καταμαρτυρώντας του τα μύρια όσα, κυρίως μέσα από την ανωνυμία του Διαδικτύου.

Σφοδρότεροι επικριτές του ήταν οι τότε επελαύνοντες προς την εξουσία φίλοι και οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ που δεν εννοούσαν να χωνέψουν τον πιθανολογούμενο κίνδυνο ότι ίσως έχαναν τα λάφυρα που προσδοκούσαν να τους επιφέρει η επερχόμενη εκλογική νίκη. 

Παρά ταύτα, μάλλον αφελώς σκεπτόμενος, ο Θεοδωράκης έτρεφε την αυταπάτη ότι μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας, που δεν είχε αυτοδύναμη πλειοψηφία, θα τον προτιμούσε ως κυβερνητικό εταίρο.

Φυσικά, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Με τους οποίους, άλλωστε, μοιράζονταν πολύ περισσότερα από όσα κοινά θα μπορούσε να βρει ο Τσίπρας στους «ποταμίσιους».

Με τον Καμένο μοιράζονταν πρωτίστως τις λαϊκίστικες διακηρύξεις περί κατάργησης του Μνημονίου «με ένα νόμο και ένα άρθρο». Αλλά και την ασύμμετρη μισαλλοδοξία εναντίον των μνημονιακών «εχθρών», χωρίς τους οποίους δεν θα είχαν έρεισμα ύπαρξης ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι ΑΝΕΛ.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε και μετά την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του 2015 που ακολούθησε την μεγάλη κωλοτούμπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οι οποίοι χωρίς αιδώ μετέτρεψαν σε «ναι» το «όχι» του δημοψηφίσματος, υπογράφοντας το τρίτο και δυσμενέστερο Μνημόνιο.

Ο Θεοδωράκης ανέμενε και πάλι ματαίως πρόσκληση από την Κουμουνδούρου. Η οποία δεν ήρθε ποτέ αφού ο συνεταιρισμός Τσίπρα - Καμμένου είχε ακόμη πολύ μέλλον μπροστά του.

Έπρεπε να έρθει η ώρα να περάσει από τη Βουλή η διαβόητη Συμφωνία των Πρεσπών και να κορυφωθούν τα τσαλίμια του αρχηγού των ΑΝΕΛ για να αναγνωρίσει ο Τσίπρας τη χρησιμότητα του «Ποταμιού». 

Επιφυλάσσοντας στο κόμμα του ρόλο ανταλλακτικού δεκανικιού στην καταρρέουσα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο επικεφαλής του «Ποταμιού» επιτάχυνε την προϊούσα φθορά στην οποία είχε μπει ο φέρελπις σχηματισμός που είχε ιδρύσει πέντε χρόνια νωρίτερα.

Η συνέχεια ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη. Ο Τσίπρας εξαργύρωσε πολιτικά τα όποια οφέλη θα μπορούσαν να υπάρξουν από μια Συμφωνία, όπως υπογράφηκε στις Πρέσπες με τις ευλογίες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Ενώ ο Θεοδωράκης επιφορτίστηκε μόνον με ζημία, η οποία μάλιστα απεδείχθη τόσο μεγάλη ώστε να τερματιστεί πολύ άδοξα η πολιτική διαδρομή την οποία διέγραψε το «Ποτάμι».

Η όψιμη αναγνώριση της καλής του διάθεσης από τους παλαιούς σφοδρούς επικριτές του δεν διέσωσε τον πολιτικό Σταύρο Θεοδωράκη. Οπότε, η επιστροφή του εκεί που το ταλέντο του ήταν αδιαμφισβήτητο, δηλαδή στη δημοσιογραφία και στις πετυχημένες τηλεοπτικές εκπομπές μέσα από τις οποίες αναδείχθηκε, ήταν μοιραία εξέλιξη για εκείνον.

Εξίσου μοιραία, όμως, είναι, όπως φάνηκε, και η επανάληψη των χυδαίων επιθέσεων εναντίον του την οποία εξαπέλυσε ένας ολόκληρος στρατός διαδικτυακών χουλιγκάνων μόλις έγινε γνωστό ότι πήρε συνέντευξη από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την τραγωδία των Τεμπών. 

Μπορεί τα λάφυρα της εξουσίας να μην είναι τόσο ορατά όσο ήταν πριν από οκτώ χρόνια, δεν παύουν όμως να ανεβάζουν την αδρεναλίνη όσων τα ορέγονται.

Πριν καν μεταδοθεί η εκπομπή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν κατακλυσθεί από ρυπαρές αναρτήσεις ανώνυμων και επώνυμων τρολ για υποτιθέμενο «ξέπλυμα του Μητσοτάκη». Λες και ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να βασανίζει τον συνομιλητή του για να ομολογήσει και δεν περιορίζεται στην υποβολή ερωτήσεων και ο συνεντευξιαζόμενος κρίνεται από τις απαντήσεις που δίνει. 

Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν και μετά την μετάδοση της εκπομπής, αλλά τα περισσότερα από όσα γράφηκαν μαρτυρούσαν ότι η πλειονότητα των επικριτών δεν την είχαν δει.

Το πιο εξοργιστικά ενδιαφέρον, ωστόσο, ήταν ότι όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης διευκρίνισε πως ανάλογη εκπομπή είχε συμφωνήσει να κάνει και με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, οι φίλοι του τελευταίου -και ανάμεσα τους και δημοσιογράφοι που παριστάνουν τους επαγγελματίες!- εξεμάνησαν, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καλούν τον πρώην πρωθυπουργό να μην ανταποκριθεί στο αίτημα του δημοσιογράφου.

Τέτοια είναι η… δημοκρατικότητα και η… δεοντολογική προσήλωση που χαρακτηρίζει μια πλειάδα συμπολιτών μας οι οποίοι, κατά τα άλλα, κήδονται δήθεν του κύρους της χώρας και τάχατες εξεγείρονται επειδή μια οργάνωση, η οποία εμφορείται από τις ίδιες με εκείνους ιδέες, έχει κατατάξει την Ελλάδα στην 108η θέση από την άποψη της ελευθερίας της ενημέρωσης.

Δεν μπορώ να προβλέψω αν τελικώς ο κ. Τσίπρας θα δώσει συνέντευξη στον Σταύρο Θεοδωράκη. Αν κρίνω από την κατάληξη που είχε η «σύγκρουση» του με τον Παύλο Πολάκη, εκτιμώ ότι θα ενδώσει στις απαιτήσεις του οπαδικού στρατού του και πιο συγκεκριμένα όλων εκείνων που επέβαλαν την επιστροφή στο ψηφοδέλτιο των Χανίων του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας. Χωρίς φυσικά ο αποκληθείς και «αψύς Σφακιανός» να μεταμεληθεί ή να αναιρέσει στο παραμικρό τη στοχοποίηση όσων ο ίδιος θεωρεί ότι αντιστρατεύονται τον ισοπεδωτικό λαϊκισμό και την ολοκληρωτική αντίληψη που χαρακτηρίζουν τον ίδιο και -δυστυχώς- το πολυπληθές ακροατήριό του.

Το γεγονός ότι αμέσως μετά το συγχωροχάρτι το οποίο εξασφάλισε ο Πολάκης, τη σκυτάλη της στοχοποίησης όσων δεν συμφωνούν με τον ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε -αδαπάνως, μέχρι στιγμής- ο «πολύς» Απόστολος Γκλέτσος, συνιστά τρανή απόδειξη ότι το εγχείρημα της υποτιθέμενης στροφής Τσίπρα προς το Κέντρο μπήκε στη ναφθαλίνη. 

Το τζίνι της τοξικής εχθροπάθειας έχει βγει από το μπουκάλι και κυκλοφορεί ανεξέλεγκτο και ασύδοτο.

Ο διάσημος Γάλλος φιλόσοφος είχε πολύ παραστατικά περιγράψει τέτοιες καταστάσεις με τη μνημειώδη ρήση σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι… άλλοι». 

Ενδεχομένως, αν ζούσε στην Ελλάδα του 2023 και καλείτο να περιγράψει τον κυκεώνα μέσα στον οποίο θα διανύσουμε τη δίμηνη προεκλογική περίοδο που έχουμε μπροστά μας κατά πάσα πιθανότατα θα αναφωνούσε ότι «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»…

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Μήπως οι μετρήσεις μάς δείχνουν μεγάλο συνασπισμό;

Όταν ο έμπειρος και καταξιωμένος αναλυτής Θωμάς Γεράκης της γνωστής εταιρίας ερευνών Marc ανέλαβε το επαγγελματικό ρίσκο να δημοσιοποιήσει την πρώτη μέτρηση με τις διαθέσεις των Ελλήνων, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών που συγκλόνισε το πανελλήνιο, ήταν αρκετοί οι δημοσιολογούντες που έσπευσαν να του επιτεθούν με ανοίκεια μέσα και χαρακτηρισμούς που δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθούν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αγγελιαφόρος γίνεται στόχος, αλλά ήταν από τις λίγες φορές που η «είδηση» που μετέφερε επιβεβαιώθηκε τόσο γρήγορα και τόσο πανηγυρικά. Αμέσως μετά την έρευνα της Marc, η μια μετά την άλλη, οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως δίνουν με εντυπωσιακή ακρίβεια τα ίδια ευρήματα. 

Σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις έρευνες καταγράφεται ο θυμός των πολιτών που προκαλεί υποχώρηση της δύναμης της κυβερνητικής παράταξης η οποία φθάνει μεν στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας επταετίας, πλην, όμως, δεν στερείται την πρωτιά.

Όπως, επίσης, κατέδειξαν και οι επόμενες έρευνες που διενήργησαν η GPO, η ΜRΒ, η Prorata, η Pulse και η Metron Analysis, τις απώλειες της ΝΔ δεν τις καρπώνονται ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ που παραμένει «ακίνητος», ούτε το ΠΑΣΟΚ το οποίο βολοδέρνει στο φάσμα μεταξύ του μονοψήφιου και του διψήφιου ποσοστού. 

Καλώς ή κακώς, οι πολίτες φαίνεται να χρεώνουν τις ευθύνες για το δυστύχημα σε όλα τα κόμματα που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τα τελευταία χρόνια. Περισσότερο στη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και οι προηγούμενες δεν θεωρούνται άμοιρες ευθυνών.

Έτσι, άλλωστε, εξηγείται γιατί οι διαρροές ψήφων από τη Νέα Δημοκρατία κατευθύνονται είτε προς τη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο», στην οποία αθροίζονται άκυρα, λευκά και αναποφάσιστοι, είτε προς τους μικρότερους σχηματισμούς, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ενισχύονται, αλλά ουδείς εξ αυτών σε βαθμό που να προοιωνίζεται συνθήκες ανατροπής του διαμορφωμένου εδώ και χρόνια σκηνικού.

Με άλλα λόγια και σε πείσμα των κάθε λογής συνωμοσιολόγων, που τα βρίσκουν όλα στημένα και προσυνεννοημένα, οι μετρήσεις εν γένει αποτυπώνουν λίγο ως πολύ τις ίδιες τάσεις. 

Οι εταιρίες, οι οποίες στην αρχή της πανδημίας έδειχναν την κυβερνητική παράταξη να προηγείται με σχεδόν είκοσι μονάδες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτυπώνουν τώρα προβάδισμα ψαλιδισμένο στις τρεις με τέσσερις μονάδες, που με τις αναγωγές μπορεί να φθάνει το πολύ έως τις επτά.

Το πρώτο ενδιαφέρον συμπέρασμα που εξάγεται από το πρόσφατο δημοσκοπικό κύμα είναι ότι έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα ανούσιων αμφισβητήσεων και άγονων αντιπαραθέσεων, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αρχίζουν να συμφιλιώνονται με την αυτονόητη παραδοχή ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι παρά «φωτογραφίες της στιγμής» και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν «εντολές γραμμένες στις πλάκες του Μωυσή». 

Όταν αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι δημοσκοπήσεις.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από τα αριθμητικά δεδομένα των μετρήσεων τα οποία, σε τούτη τουλάχιστον τη φάση, καταγράφουν την αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικής κυβέρνησης τόσο κατ΄ εφαρμογήν του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει στην επερχόμενη κάλπη, όσο και με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση και η ισχύς του οποίου θα ξεκινήσει από την μεθεπόμενη κάλπη.

Οι επιδόσεις των κομμάτων εξουσίας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) είναι τέτοιες που, αν δεν αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα, στη φάση της απλής αναλογικής, δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον πήχη της κυβερνητικής αυτοδυναμίας (151 βουλευτές) ούτε το άθροισμα των εδρών που αναμένεται να λάβουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ούτε η πρόσθεση των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25, ακόμη και αν το τελευταίο περάσει, όπως δείχνουν οι πρόσφατες μετρήσεις, καταφέρει να περάσει το κατώφλι του 3% που δίνει εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση.

Παρόλο που στην παρούσα φάση, οι φανατικοί -και όχι μόνον- όλων των πλευρών το ξορκίζουν, είναι βέβαιο ότι το βράδυ της ημέρας κατά την οποία θα εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία, το σενάριο της συνεργασίας θα τεθεί στον δημόσιο διάλογο εφόσον τα αποτελέσματα της κάλπης προσομοιάζουν με αυτά που δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις. 

Άλλωστε, ακόμη και αν προκύψει αυτοδυναμία, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι οριακή, τόσο μετά την πρώτη όσο και μετά την δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.

Με την ενισχυμένη αναλογική, για παράδειγμα, το πρώτο κόμμα για να διαθέτει 151 βουλευτές θα πρέπει να ξεπεράσει το 37,5% των ψήφων. Πόσο σταθερή, όμως, θα είναι μια τέτοια κυβέρνηση; Ας το αναλογιστούν τα στελέχη και οι οπαδοί της ΝΔ που ενδεχομένως δυσκολεύονται να δουν το κόμμα τους να μοιράζεται τα «λάφυρα» της εξουσίας. Και ας το σκεφθούν οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως όσοι εξ αυτών δεν επιθυμούν απλώς να πάρουν τη ρεβάνς.

Μετά και τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα, η εμπιστοσύνη των πολιτών στις μονοκομματικές κυβερνήσεις φαίνεται να μειώνεται.

Ταυτόχρονα, η στροφή προς το Κέντρο και την ήπια προεκλογική αντιπαράθεση που δείχνει να κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τις τελευταίες εβδομάδες παίρνει αποστάσεις από τον «πολακισμό», διευκολύνει τον διάλογο για την εξεύρεση ενός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος ικανού να οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον.

Άλλωστε, οι περιπτώσεις του Ισραήλ και της Βουλγαρίας που την τελευταία διετία οδηγούνται σε ατέρμονες εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς να επιτυγχάνουν κυβερνητική σταθερότητα, αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγή. 

Στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, τόσο από τις διεθνείς όσο και από τις εγχώριες εξελίξεις, το αίτημα για συνεννόηση των βασικών πολιτικών δυνάμεων γίνεται επιτακτικότερο από ποτέ.

Γι΄ αυτό και ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός, δηλαδή η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποκλείεται a priori. Καθώς πλέον οι διαφορές που χωρίζουν τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι -εξαιρουμένων των φιλοδοξιών για την ανάληψη θώκων- τόσο μεγάλες, μοιραία η προοπτική της συνεργασίας τους θα αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων.

Αν οι συζητήσεις αυτές ευοδωθούν, πολλά πράγματα είναι δυνατόν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Μπορεί τα ένθεν κακείθεν άκρα να φρυάξουν, πλην όμως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα θα αποτελέσει πολύ σύντομα μια υπαρκτή πραγματικότητα που θα απογειώσει την ελληνική οικονομία και θα ανακουφίσει την ελληνική κοινωνία η οποία βιώνει ακόμη δυσκολίες που ορθώθηκαν στον δρόμο της εξαιτίας της μνημονιακής επέλασης.

Αν ρωτάτε πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο, προσωπικά δεν τρέφω μεγάλες αυταπάτες. Γι΄ αυτό και η απάντηση που δίνω είναι απλή: από λίγο έως ελάχιστα. Αλλά ποιος μας εμποδίζει να ελπίζουμε και να προσδοκούμε το καλύτερο;

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

Πόσες φορές ακόμη θα αποδειχθούμε Επιμηθείς;

Δεν νομίζω ότι απαιτούνταν ιδιαίτερες γνώσεις κοινωνικής ψυχολογίας, επικοινωνίας και πολιτικού μάρκετινγκ για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του σοκ από το οποίο κατελήφθη η μέση ελληνική οικογένεια από την πρώτη στιγμή που έγιναν γνωστές οι συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στο φρικιαστικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Χωρίς να υποτιμώ τη χρησιμότητα των ειδικών, θεωρώ ότι μόνον όποιος προσεγγίσει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο σκέπτεται, δρα και συμπεριφέρεται η ελληνική κοινωνία μπορούσε να διαγνώσει την συλλογική οδύνη, το βαθύ πένθος και την εκτεταμένη οργή που προκάλεσε στην πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών ο άδικος χαμός τόσων νέων ανθρώπων.

Σε μια περίοδο κατά την οποία στο συλλογικό υποσυνείδητο είχε αρχίσει να δημιουργείται η εντύπωση ότι αφήνουμε σιγά σιγά πίσω μας τις μεγάλες δοκιμασίες της μνημονιακής εποχής, η απροσδόκητη (;) σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχιών ήρθε να γκρεμίσει τον μύθο ότι αλλάξαμε σελίδα και αρχίσαμε να γράφουμε τις πρώτες σελίδες της νέας ευρωπαϊκής κανονικότητας που (οι περισσότεροι τουλάχιστον) νοιώθουμε την ανάγκη ότι μας αξίζει να ζήσουμε.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημαντικότερη επίπτωση που επέφερε στο συλλογικό γίγνεσθαι το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών ήταν η ανασφάλεια την οποία σκόρπισε σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, σε συνδυασμό με την ταύτιση την οποία ένοιωσαν πολλοί συμπολίτες μας με την απερίγραπτη θλίψη όσων έχασαν τους ανθρώπους τους και είδαν τις ζωές τους να ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Άλλωστε, το τρένο θεωρούνταν, καλώς ή κακώς, μέχρι την αποφράδα 28η Φεβρουαρίου το πιο ασφαλές μεταφορικό μέσο, ακόμη και από όσους δεν το χρησιμοποιούσαν. Πολύ περισσότερο για τους γονείς πολλών νέων παιδιών που έχασαν τη ζωή τους στο αδιανόητο δυστύχημα οι οποίοι τους παρότρυναν να το πάρουν επειδή προεξοφλούσαν ότι θα τους τηλεφωνούσαν να τους πουν ότι έφθασαν ασφαλείς στον προορισμό τους.

Γι΄ αυτό και η απόπειρα να δικαιολογηθούν εκ των υστέρων οι πολύ πρόσφατες διαβεβαιώσεις του αρμόδιου υπουργού περί της ασφάλειας του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, που τόσο τραγικά διαψεύστηκαν, όχι μόνον δεν γίνεται ανεκτή, αλλά -δικαιολογημένα μάλλον- εξοργίζει ακόμη περισσότερο την ήδη θυμωμένη κοινή γνώμη.

Έτσι που ήρθαν τα πράγματα και ανεξάρτητα από το μερίδιο ευθύνης που επιμερίζει ο καθένας ανάμεσα στο μοιραίο ανθρώπινο λάθος και στα χρόνια συστημικά προβλήματα, τα οποία αναδείχθηκαν από τη πολυαίμακτη σύγκρουση των συρμών, οι πολίτες απαιτούν ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση. Δεν θέλουν μισόλογα και απεχθάνονται την κυνικότητα για την ανομολόγητη παραδοχή περί του μοιραίου και αναπότρεπτου.

Οι κυνικοί ισχυρισμοί, εξάλλου, του τύπου ότι «ξέραμε την αλήθεια, αλλά δεν την λέγαμε, διότι ο κόσμος δεν θα έμπαινε στα τρένα», όχι μόνον δεν καταλαγιάζουν τον φόβο και την αβεβαιότητα για το τι μπορεί να μας επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά εκτοξεύει στα ύψη την ανασφάλεια των πολιτών καθώς ο καθένας ευλόγως αναρωτιέται σε πόσους άλλους τομείς ισχύει το ίδιο, οι αρμόδιοι το κρύβουν και απλώς λόγω συγκυριών και καλής… τύχης δεν είχαμε αντίστοιχα αποτελέσματα.

Μπορεί η κυβέρνηση να τρέχει πλέον και να μη… φθάνει στην προσπάθεια να διορθώσει τις πάμπολλες παθογένειες στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών (συμβάσεις που δεν υλοποιούνταν, κόντρες εργολάβων, προσωπικό που δεν αξιολογούνταν, υλικά που λεηλατούνταν, κ.ά.), η εύλογη απορία που εκφράζεται από μια μεγάλη μερίδα των πολιτών είναι σε πόσους άλλους τομείς της εγχώριας δημόσιας ζωής τα πράγματα δουλεύουν κατά τον ίδιο τρόπο.

Για να το διατυπώσω πιο παραστατικά με ένα ερώτημα: Πόσες φορές ακόμη θα αποδειχτούμε «Επιμηθείς» και θα χρειαστεί να τρέχουμε εκ των υστέρων για να διορθώσουμε πράγματα και καταστάσεις που όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να αλλάξουν αλλά δεν προχωράμε στην αλλαγή τους επειδή είτε δεν μπορούμε είτε δεν θέλουμε να θίξουμε τα διαπιστωμένα και αρρήτως συνομολογούμενα κακώς κείμενα;

Κάθε φορά που σχετικοποιούνται οι κανόνες και δεν τηρούνται τα πρωτόκολλα ασφαλείας οποιοσδήποτε νοήμων αντιλαμβάνεται ότι αυξάνονται οι πιθανότητες να συμβεί κάτι απρόοπτο, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες θα είχε αποφευχθεί. 

Χωρίς διάθεση για κινδυνολογία, θέλω να αναφερθώ σε ένα και μόνο πρόσφατο παράδειγμα, θυμίζοντας τον συναγερμό που ήχησε τον περασμένο μήνα για την ανάγκη να γίνουν έλεγχοι στατικότητας στα δημόσια κτίρια της χώρας μας εξ αφορμής της καταστροφικής σεισμικής δόνησης που έπληξε την Τουρκία και τη Συρία.

Ένα μήνα μετά, υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι έγιναν όσα έπρεπε να γίνουν για να μη θρηνήσουμε θύματα εφόσον συμβεί και στη χώρα μας μια αντίστοιχη δόνηση; Δεν νομίζω. Και γι΄ αυτό το πιθανότερο είναι ότι την επόμενη φορά που θα έχουμε ένα ισχυρό χτύπημα του «Εγκέλαδου» στα δικά μας χώματα θα τρέχουμε ως άλλοι «Επιμηθείς» και οι αρμόδιοι θα επιχειρούν να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα. 

Φυσικά, επί των ερειπίων…

Υ.Γ.: Ο Επιμηθέας ήταν μυθολογικό πρόσωπο, που το όνομά του ταυτίστηκε με εκείνον που βγάζει τα συμπεράσματα μετά το γεγονός (ετυμολογία: επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά).

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Στις πόσες παραιτήσεις γινόμαστε κανονική χώρα;

Δικαιολογημένα μάλλον, προκαλεί πολλές συζητήσεις η παραίτηση του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή λίγες ώρες μετά το φρικτό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Παρόλο, όμως, που ήταν -κατ΄ εμέ, τουλάχιστον- μια κίνηση απολύτως επιβεβλημένη, με λύπη διαπιστώνει κανείς ότι οι ερμηνείες που της δίνονται ποικίλουν ανάλογα με τα κομματικά «γυαλιά» τα οποία φορούν οι περισσότεροι από όσους τη σχολιάζουν.

Το πιο παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι όλοι όσοι τις πρώτες ώρες ζητούσαν μετ΄ επιτάσεως να «πέσουν κεφάλια» και να υποβληθούν άμεσα παραιτήσεις, μόλις το «αίτημά» τους εκπληρώθηκε, άλλαξαν τροπάρι. 

Επειδή μάλλον είχαν προεξοφλήσει ότι θα ίσχυε η γνωστή πεπατημένη, σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα ουδείς παραιτείται, καθώς σχεδόν πάντα… «η κόλαση είναι οι άλλοι», οι πύρινες καταγγελίες κατά των «ανάλγητων» οι οποίοι «παραμένουν στις καρέκλες τους», έδωσαν τη θέση τους σε σχόλια για την υποκριτική στάση που υποκρύπτουν οι παραιτήσεις.

Στην αντίπερα όχθη, ωστόσο, εξίσου παράδοξη ήταν και η συμπεριφορά όλων εκείνων οι οποίοι εξαρχής ήθελαν να περιορίσουν το εύρος των ευθυνών για την πολύνεκρη τραγωδία στο ανθρώπινο λάθος ενός και μόνου ανθρώπου, του σταθμάρχη που δεν γύρισε κατά τον σωστό τρόπο το κλειδί το οποίο θα έβαζε στις κατάλληλες ράγες τους συρμούς των μοιραίων τρένων. 

Οι ίδιοι, λίγο ως πολύ, όταν ο Κώστας Καραμανλής είχε την πρόνοια να λάβει την αυτονόητη απόφαση να ζητήσει από τον πρωθυπουργό να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του, προτού, υπό το βάρος της κατακραυγής της κοινής γνώμης, οδηγηθεί στην υποχρεωτική καρατόμηση που με βεβαιότητα θα ακολουθούσε, άρχισαν να τον επαινούν ως να είχε πράξει κάτι το ηρωικό.

Κακά τα ψέματα, η στάση τόσο της μιας μερίδας των συμπολιτών μας όσο και της άλλης αποτελούν αδιάψευστα κριτήρια για τη μεροληψία και τον φανατισμό που ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας μας προσεγγίζει μεγάλα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τις λειτουργίες των θεσμών της ελληνικής Πολιτείας αλλά και με τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με το καθήκον να τους υπηρετούν. 

Αν ο πολιτικός που παρεκτρέπεται είναι «δικός μας» είμαστε απολύτως ανεκτικοί μαζί του. Αν είναι της αντίπαλης παράταξης και υποπέσει στο ίδιο «αμάρτημα», δεν δυσκολευόμαστε να τον κατακεραυνώσουμε. Αντίστοιχα, αν ένας δικαστής βγάζει μια απόφαση, η οποία ευνοεί τις απόψεις και θέσεις μας, σπεύδουμε να τον αποθεώσουμε (σ.σ.: θυμηθείτε το περιλάλητο, πλέον, «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας»). 

Ενώ, όποιος έχει αντίθετη κρίση με όσα εμείς θεωρούμε «καλά και συμφέροντα», δεν έχουμε ιδιαίτερη δυσκολία να υπαινιχθούμε ότι ο λειτουργός της Θέμιδος που εξέδωσε την μη αρεστή απόφαση ήταν υποκινούμενος. 

Είναι, θεωρώ, βέβαιο ότι δεν έχουμε το αξιότερο πολιτικό δυναμικό ανάμεσα στις χώρες που επιλέγουν τους ταγούς με την ανοιχτή δημοκρατική λειτουργία της καθολικής και ισότιμης ψήφου.

Εξίσου βέβαιο πιστεύω πως είναι ότι δεν διαθέτουμε το πιο αξιόπιστο δικαστικό σύστημα στον δυτικό κόσμο που η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. 

Αν το διαθέταμε, άλλωστε, δεν θα ήταν τόσο εκτεταμένη η ατιμωρησία -και των πολιτικών, γιατί όχι;- που η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών συνομολογεί ότι επικρατεί στη χώρα. 

Παρόλο που πολλοί συμπολίτες μας καλύπτονται πίσω από το βολικό στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι», προσωπικά συντάσσομαι με την άποψη που λέει «κάθε λαός έχει την ηγεσία που του αξίζει». 

Από τη στιγμή που οι ηγεσίες προκύπτουν από την ψήφο των πολιτών, οι πολίτες δεν μπορεί να είναι ανεύθυνοι για τις επιλογές τους. Και όσο επιβραβεύουν πρόσωπα τα οποία δεν ασκούν ευόρκως το καθήκον τους ή το ασκούν πλημμελώς, τόσο θα βλέπουν να διαιωνίζονται χρόνιες παθογένειες οι οποίες μπαίνουν κάτω από το χαλί που στρώνεται με προσχηματικές δικαιολογίες για «στραβές που έτυχαν στις βάρδιες τους».

Όπως και να έχει, η παραίτηση Καραμανλή ήταν το ελάχιστο που απαιτείτο να γίνει μετά τη φρικιαστική τραγωδία των Τεμπών. Όχι απλώς και μόνον για να εκτονωθεί η δικαιολογημένη οργή των πολιτών που δεν φορούν κομματικές παρωπίδες. Αλλά κυρίως για να εκπεμφθεί προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι όποιος δεν κάνει σωστά τη δουλειά του θα υφίσταται συνέπειες. 

Μπορεί ο παραιτηθείς υπουργός να μην ήταν ο μόνος υπαίτιος για το απερίγραπτο χάλι στο οποίο δεκαετίες έχουν καταδικαστεί οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι, αλλά ήταν σίγουρα ένας από τους υπαιτίους. Και γι΄ αυτό δεν μπορούσε να παραμείνει ούτε στιγμή παραπάνω στον θώκο του.

Αρκεί, άραγε, η παραίτησή του για να πούμε ότι η Ελλάδα μετετράπη αίφνης σε μια κανονική χώρα; Μια χώρα στην οποία όλοι όσοι έχουν ταχθεί να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον (πολιτικοί ταγοί, δικαστικοί λειτουργοί, στελέχη και υπάλληλοι της Δημόσιας Διοίκησης) λογοδοτούν, αξιολογούνται και ενίοτε παραιτούνται; Προφανώς όχι. Η αρχή όμως έγινε και ο επόμενος, που δεν θα κάνει καλά τη δουλειά του, θα ξέρει ότι ο πήχης της ευθύνης έχει μπει κάπως ψηλότερα.

Με άλλα λόγια, θα χρειαστούν πολλές ακόμη παραιτήσεις για να αλλάξουν κατεστημένες νοοτροπίες δεκαετιών. Ας ελπίσουμε ότι οι αλλαγές αυτές θα επέλθουν με λιγότερο επώδυνο τρόπο για την κοινωνία μας από αυτόν που οδήγησε στην παραίτηση του υπουργού Μεταφορών. 

Οι επόμενοι ας παραιτηθούν χωρίς να μεσολαβήσει -ποτέ ξανά!- μια τέτοια ανείπωτη τραγωδία.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Το ανεξόφλητο χρέος του Κώστα Καραμανλή στην Ιστορία

Ήμουν κοινοβουλευτικός συντάκτης όταν ο Κώστας Καραμανλής έγινε, το 1997, αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, αξίωμα στο οποίο παρέμεινε δώδεκα χρόνια και είναι ο μακροβιότερος από τους εννέα που το ανέλαβαν.

Εκείνος ήταν ήδη οκτώ χρόνια βουλευτής και επειδή δεν θυμόμουν να τον είχα δει όλα αυτά τα χρόνια στο βήμα του Κοινοβουλίου ανέτρεξα στο αρχείο με τα Πρακτικά της Εθνικής Αντιπροσωπείας για να αναζητήσω τα χαρίσματα του 42χρονου τότε πολιτικού άνδρα που τον είχαν οδηγήσει στην πανηγυρική εκλογή του σε θέση υποψηφίου πρωθυπουργού.

Τα αποτελέσματα της αναζήτησής μου υπήρξαν πιο εντυπωσιακά από όσα και ο ίδιος περίμενα να είναι. Η συνδρομή του στο κοινοβουλευτικό έργο ήταν από ελάχιστη έως μηδαμινή, αφού περιοριζόταν στη συνυπογραφή, μαζί με άλλους συναδέλφους του, πολύ λίγων ερωτήσεων και επερωτήσεων, ενώ ακόμη λιγότερες ήταν οι παρεμβάσεις του στις συζητήσεις που μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Σε μια μάλιστα εξ αυτών είχε δεχθεί τα σφοδρότατα πυρά του τότε υπουργού Εξωτερικών Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος αφού τον έψεξε για το «στρογγυλεμένο» λόγο που είχε εκφράσει, είχε -πολύ προφητικά- αποδώσει τη στάση του στο γεγονός ότι, λόγω οικογενειακού ονόματος, ήταν προορισμένος να γίνει αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας.

Η… στωικότητα με την οποία αντιμετώπισε ο Κώστας Καραμανλής την επιθετικότητα του «φασαριόζου» πολιτικού της αντίπαλης παράταξης ήταν το χαρακτηριστικό που σημάδεψε και ολόκληρο τη μετέπειτα πορεία του. 

Διότι, κακά τα ψέματα, αν κάτι χαρακτήρισε και τις τρεις φάσεις της πολιτικής διαδρομής του -δηλαδή πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την αποχώρησή του από την πρωθυπουργία- ήταν η διαρκής προσπάθεια του να αποφύγει τις συγκρούσεις.

Επειδή, όμως, πολιτική χωρίς συγκρούσεις δεν υπάρχει, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ερμηνεύσει κανείς την παράδοξη συμπεριφορά του πρώην πρωθυπουργού είναι η ψυχαναλυτική προσέγγιση της στάσης του.

Δεν υπάρχει, άλλωστε, όχι μόνον στα εγχώρια αλλά και στα παγκόσμια χρονικά, αντίστοιχη περίπτωση πολιτικού άνδρα που να κυβέρνησε για πεντέμισι συναπτά έτη μια χώρα και αμέσως μετά να βυθίστηκε στην απόλυτη σιωπή αποφεύγοντας να κάνει απολογισμό των πράξεων και των παραλείψεών του, αλλά και να αντιδράσει στα πολλά αποδοκιμαστικά και στα λιγότερα επιδοκιμαστικά σχόλια που έγιναν για την περίοδο της διακυβέρνησής του.

Ρόλο αντίστοιχο με εκείνον του Κιγκινάτου, του Ρωμαίου στρατιωτικού και πολιτικού, ο οποίος αφού έκανε το καθήκον του στην πατρίδα του, στη συνέχεια αποτραβήχτηκε από τα κοινά, διεκδίκησε, εν πολλοίς, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος.

Με τη διαφορά, όμως, από τον ομώνυμο ανηψιό του, ότι εκείνος φρόντισε για την υστεροφημία του. Και το έκανε τόσο με τις σχετικά συχνότερες παρεμβάσεις που έκανε στα πολιτικά πράγματα κάθε φορά που χρειάστηκε, αλλά και με τα εκτενή Αρχεία του τα οποία δημοσιεύτηκαν και δίνουν τη δική του εκδοχή των πραγμάτων για τα περισσότερα από τα γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε.

Αντιθέτως, ο νεότερος Καραμανλής, αν και υπήρξε από τους πλέον ευνοημένους πολιτικούς της νεότερης Ιστορίας, αποτραβήχτηκε από την πολιτική ζωή -κατά μια εκδοχή το 2009 που, χάνοντας τις εκλογές, παρέδωσε και την ηγεσία της ΝΔ, και κατά μία άλλη αυτές τις μέρες που δήλωσε ότι δεν θα διεκδικήσει την επανεκλογή του στην επόμενη Βουλή- αφήνοντας πίσω του πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς.

Όποια άποψη και αν έχει κανείς για το ισοζύγιο -θετικό ή αρνητικό- της προσφοράς του πρώην πρωθυπουργού στον τόπο, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί ότι τον βαραίνει το ιστορικό χρέος να πει κάποια στιγμή τη δική του εκδοχή των πραγμάτων στα οποία διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Δεν είναι, για παράδειγμα, διόλου λογικό να μείνουν εσαεί αναπάντητες οι αιτιάσεις που δέχεται για τη συμβολή της διακυβέρνησής του στη χρεωκοπία της χώρας. Ούτε μπορεί να γίνονται από τον ίδιο ανεκτοί για πάντα οι έπαινοι που του επιφυλάσσουν οι κάθε είδους συνωμοσιολόγοι που στην πλειονότητά τους αντιστρατεύονται τις αρχές και τις ιδέες της παράταξη που τον ανέδειξε στα ύπατα αξιώματα.

Παρότι τις περισσότερες φορές δεν απέφυγε τους βερμπαλιστικούς πειρασμούς στηλιτεύοντας γενικώς και αορίστως καταστάσεις και παθογένειες που δεν είχε διάθεση να καταπολεμήσει, όπως οι περίφημες αναφορές στους λεγόμενους «νταβατζήδες», τους οποίους, εν τέλει, κάθε άλλο παρά έθιξε, το πιθανότερο είναι ότι η Ιστορία θα αναγνωρίσει στον Κώστα Καραμανλή καλές προθέσεις.

Ταυτόχρονα, όμως, θα του καταλογίσει σοβαρότατη αδυναμία να εκπληρώσει όσα κατά καιρούς επαγγέλλονταν. Από το σύνθημα «σεμνά και ταπεινά» το οποίο από μια πλειάδα συνεργατών του μεταφράστηκε στην πράξη σε μια άμετρη επίδειξη αλαζονείας, έως την άσκηση των καθηκόντων του με όρους μερικής απασχόλησης και την ανάθεση της ουσιαστικής διακυβέρνησης σε συνεργάτες του που δεν διέθεταν τα κατάλληλα προσόντα.

Εν κατακλείδι, ο Κώστας Καραμανλής, εφόσον επιζητεί δίκαιη κρίση από την Ιστορία, οφείλει τώρα που αποσύρθηκε, έστω μόνον από τα κοινοβουλευτικά καθήκοντά του, όπως σπεύδουν να επισημάνουν οι εκτός ΝΔ υπερασπιστές του, να βρει τα κατάλληλα εργαλεία για να απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα που συνοδεύουν τη διαδρομή του. 

Εντελώς ενδεικτικά νομίζω ότι ο ιστορικός του μέλλοντος για να τον κρίνει ακριβοδίκαια θα χρειαστεί να ακούσει τις απαντήσεις του σε ερωτήματα, όπως:

*Γιατί μπήκε στην πολιτική αφού δεν ήταν έτοιμος να παίξει το παιχνίδι με τους όρους που αυτό είθισται να παίζεται;

*Πόσο μετάνιωσε για τις επιλογές των συνεργατών που έκανε τις περιόδους που ήταν αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και κατόπιν πρωθυπουργός, δημιουργώντας συχνά την εντύπωση ότι όλα λειτουργούσαν στον «αυτόματο πιλότο»;

*Γιατί άφησε άλλους να μιλούν για εκείνον και κυρίως γιατί ανέχτηκε την προβοκατόρικη εκμετάλλευση της σιωπής του στα χρόνια της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οι οποίοι τον εμφάνιζαν να τους στηρίζει;

Παρόλο που έχω την αίσθηση ότι αν μου δινόταν η ευκαιρία θα ήταν πολύ μακρύς ο κατάλογος με τις ερωτήσεις που θα είχα να υποβάλλω στον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος σε προσωπικό επίπεδο μού είναι συμπαθής, ακόμη και σε αυτά τα τρία ερωτήματα αν κάποια στιγμή αποφάσιζε να απαντήσει νομίζω ότι το αποτέλεσμα θα ήταν θετικό και για τον ίδιο προσωπικά και για την Πολιτική.

Τι λέτε; Θα το κάνει; Προσωπικά αμφιβάλλω αλλά δεν παύω να ελπίζω ότι είναι πιθανό να συμβεί. Κυρίως διότι πιστεύω στην βαθιά ψυχαναλυτική ανάγκη την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Εφάπαξ ή μόνιμες; Ποιες είναι οι καλύτερες «παροχές»;

Παρόλο που οι ειδικοί λένε ότι οι ψηφοφόροι ψηφίζουν περισσότερο με κριτήριο την προσδοκία γι΄ αυτά που περιμένουν να γίνουν μετά τις εκλογές και λιγότερο ως «ευγνωμοσύνη» για τα πεπραγμένα πριν από τις κάλπες, δεν υπάρχει κυβέρνηση στη χώρα μας που τα πολλά τελευταία χρόνια να απέφυγε τον πειρασμό των προεκλογικών παροχών.

Το μοτίβο είναι ακριβώς το ίδιο, όπως και αν η ευφάνταστη ευρηματικότητα της εκάστοτε κυβέρνηση βαπτίζει τα μέτρα που λαμβάνονται παραμονές των εκλογών. 

Είτε αποκληθούν «ικανοποίηση δικαίων λαϊκών αιτημάτων», είτε χαρακτηριστούν «πολιτικές στήριξης της ελληνικής κοινωνίας στις οποίες δεν νομίζω κανείς να διαφωνεί ή να υποστηρίζει ότι είναι περιττές», όπως δικαιολόγησε τα τελευταία μέτρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, η ψηφοθηρική διάσταση ανακοινώσεων που γίνεται εν μέσω προεκλογικής περιόδου δεν αλλάζει.

Κακά τα ψέματα, πρόκειται για κάτι που μοιάζει με… προπατορικό αμάρτημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ένα αμάρτημα, το οποίο, παρά τον οξύ τρόπο που αντιδρά όταν είναι στην αντιπολίτευση και τις περί του αντιθέτου δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αποτινάξει όταν έρχεται στην εξουσία και κρατά στα χέρια της τα κλειδιά του κρατικού θησαυροφυλακίου.

Ειδικά επιδόματα, έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις, διευκολύνσεις αποπληρωμής υποχρεώσεων, απαλλαγές προστίμων, τακτοποιήσεις «αυθαιρέτων» περιλαμβάνονται σταθερά στην ημερήσια διάταξη κάθε προεκλογικής περιόδου. Δεν έλειψαν σχεδόν ποτέ και, φυσικά, δεν λείπουν ούτε από την τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Οι δικαιολογίες πάντα εφευρίσκονται.

Για παράδειγμα, ο κ. Οικονόμου δικαιολόγησε το τελευταίο κύμα παροχών με τον ισχυρισμό ότι «βρισκόμαστε σε μια περίοδο δοκιμασίας για μεγάλα κοινωνικά στρώματα, εξαιτίας των εξωγενών κρίσεων» και «είναι μέτρα τα οποία γίνονται από το περίσσευμα της οικονομίας και όχι από την υπερφορολόγηση ή από τα δανεικά…».

Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης επιχείρησε, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, να πάρει θέση στη συζήτηση που έχει ανοίξει για το κατά πόσο είναι προτιμητέες οι εφάπαξ παροχές σε σύγκριση με τις μόνιμες. 

Η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για παράδειγμα, επιμένει να κατηγορεί τη σημερινή κυβέρνηση ότι κατήργησε την «μόνιμη 13η σύνταξη» την οποία χορήγησε η προηγούμενη κυβέρνηση σε μεγάλη μερίδα των συνταξιούχων τις παραμονές των εκλογών του 2019.

Ήταν, όμως, μόνιμη εκείνη η παροχή; Είναι πολλοί εκείνοι που το αμφισβητούν. Όσοι, για παράδειγμα, διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη θυμούνται ότι κάθε φορά που η τότε κυβέρνηση καθιέρωνε μια καινούργια παροχή, ο άμοιρος υπουργός των Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος έσπευδε να απολογηθεί εγγράφως στους εκπροσώπους των θεσμικών δανεισμών μας και να δεσμευτεί ότι πρόκειται για «one off» μέτρο, το οποίο δεν θα επαναληφθεί.

Από την άλλη, διάβαζα αυτές τις μέρες τις διαμαρτυρίες των συνταξιούχων οι οποίοι, αντί αύξησης, θα λάβουν μια και μόνη φορά ένα επίδομα 200 – 300 ευρώ, επειδή με βάση τον «νόμο Κατρούγκαλου» είχαν «προσωπική διαφορά».

Εύστοχα νομίζω ότι ένας εξ αυτών με ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού επεσήμαινε ότι ο σημερινός πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί την κατάργηση του «νόμου Κατρούγκαλου», σημείωνε ότι το ευτελές ποσό που πρόκειται να λάβει τού θυμίζει τις αλήστου μνήμης εποχές που κάποιοι πολιτευόμενοι στον φάκελο με τα ψηφοδέλτια έβαζαν και ένα μικροποσό. 

«Τώρα μας τα βάζουν στον τραπεζικό λογαριασμό…», σημείωσε αναρωτώμενος ευλόγως ποια είναι η διαφορά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αλόγιστες και κυρίως οι επαναλαμβανόμενες παροχές είναι εκείνες οι οποίες μας οδήγησαν στην σκληρή και πολυετή μνημονιακή περιπέτεια που βιώσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο και οι κάθε λογής εφάπαξ χορηγήσεις δεν είναι δημοσιονομικά «ουδέτερες». 

Τι θα γίνει, για παράδειγμα, τον επόμενο χρόνο όταν θα αυξηθούν και πάλι οι συντάξεις; Οι έχοντες προσωπική διαφορά θα καλυφθούν και πάλι με ένα επίδομα; Ή, επειδή δεν θα είναι προεκλογική περίοδος, ποιος νοιάζεται;

Όπως και να έχει, οι παροχές, εφόσον έχουν ψηφοθηρικό χαρακτήρα, είτε είναι μόνιμες είτε χαρακτηρίζονται εφάπαξ, προκαλούν δημοσιονομικά προβλήματα τα οποία αργά ή γρήγορα έρχονται στην επιφάνεια. Και οι συνέπειες τους δεν είναι ποτέ ευχάριστες.

Υπό αυτή την έννοια, αποτελεί ευχής έργο ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη που παραχώρησε το βράδυ της Πέμπτης στην ΕΡΤ δήλωσε τα εξής: «Εκτιμώ ότι με τις τελευταίες ανακοινώσεις που κάναμε, με βάση τις προβλέψεις μας για τον προϋπολογισμό, έχουμε περίπου εξαντλήσει τις δυνατότητές μας για το επόμενο διάστημα».

Ας ελπίσουμε ότι δεν θα υπάρξει παρέκκλιση. Διότι δεν είναι μόνον ότι ως πιθανότερη εξέλιξη φαντάζει πως μπορεί να χρειαστεί να στηθεί διπλή κάλπη για να αποκτήσουμε βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα. Είναι πολύ περισσότερο ότι η χώρα θα πρέπει να έχει βιώσιμο μέλλον και μετά τις εκλογές. Όποιος και αν έχει την ευθύνη για τη διακυβέρνησή της.

Σε κάθε περίπτωση, το δόγμα που λέει «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον» έχει πολύ κοντά ποδάρια…

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

Μήπως είναι ώρα να οριστεί η ημερομηνία της κάλπης;

Με ένα κείμενο 2.220 λέξεων, το οποίο εκφωνούσε επί είκοσι και πλέον λεπτά της ώρας κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, επεχείρησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου να εκθέσει τις απόψεις της κυβέρνησης για το επίμαχο θέμα του Προεδρικού Διατάγματος 85/2022 που αφορά το προσοντολόγιο για τις προσλήψεις στο Δημόσιο και έχει ξεσηκώσει τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας.

Αν και ο ίδιος προλογικά και με έμφαση επεσήμανε ότι «τα όσα αφορούσαν τους καλλιτέχνες σε αυτό το Προεδρικό Διάταγμα έχουν ήδη αποσυρθεί, έχουν ήδη καταργηθεί», από τα λεγόμενά του ήταν προφανής η δυσκολία την οποία εδώ και εβδομάδες αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στην προσπάθεια που καταβάλει να βρει ευήκοα ώτα στα όσα υποστηρίζουν τα στελέχη της αναφορικά με το status των πτυχίων που χορηγούν οι κάθε λογής εγχώριες σχολές των παραστατικών τεχνών (θέατρο, χορός, κλπ).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άτυπη προεκλογική περίοδος στην οποία βρισκόμαστε τους τελευταίους πολλούς μήνες συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός νηφάλιου και ουσιαστικού διαλόγου για την πραγματική διάσταση των ζητημάτων με τα οποία είναι αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία. Με ευθύνη κατά βάση των δύο μεγάλων παρατάξεων που διεκδικούν την εξουσία, διαπιστώνει κανείς την απόλυτη αδυναμία συνεννόησης ακόμη και στα πιο στοιχειώδη. «Μέρα», λέει ο ένας. «Νύχτα», απαντά ο άλλος.

Μπορεί, για παράδειγμα, η κυβέρνηση να υπαναχώρησε πλήρως σε ό,τι αφορά το προσοντολόγιο των ηθοποιών και λοιπών καλλιτεχνών που προσλαμβάνονται στο Δημόσιο, αφήνοντας ανεπηρέαστο το καθεστώς που ίσχυε ως τώρα, η αντιπολίτευση, όμως, κάνει τα πάντα για να συντηρήσει τις αντιδράσεις τις οποίες καλώς ή κακώς προκάλεσε η αρχική διατύπωση του Διατάγματος ανάμεσα στους καλλιτέχνες.

Οι τελευταίοι, αν και ουδείς αντιλαμβάνεται πλέον ποιο ακριβώς είναι το αίτημά τους, συνεχίζουν ακάθεκτοι τις κινητοποιήσεις τους, αφού η κυβέρνηση, παρά τις φλύαρες δηλώσεις των στελεχών της, έχει χάσει την έξωθεν μαρτυρία, ενώ η αντιπολίτευση σιγοντάρει τις αποχές από τις παραστάσεις και τις καταλήψεις των κτηρίων που στεγάζουν τα κρατικά θέατρα. Ως πότε; Το πιθανότερο είναι έως τις εκλογές.

Κακά τα ψέματα, το φαινόμενο δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε σπάνιο. Σε όλες τις προεκλογικές περιόδους οι μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις και οι υπερβολικές προσδοκίες είναι στην ημερήσια διάταξη. Η αδυναμία της εκάστοτε κυβέρνησης να πει κατηγορηματικά «όχι» στα πλέον μαξιμαλιστικά αιτήματα, σε συνδυασμό με την υπερβολική προθυμία της εκάστοτε αντιπολίτευσης να υιοθετεί όλες ανεξαιρέτως τις απαιτήσεις που προβάλλονται από τις κάθε λογής κοινωνικές ομάδες, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κλίμα, οι συνέπειες του οποίου συνήθως γίνονται αντιληπτές μετά τις εκλογές.

Είναι παγκοίνως γνωστό ότι στη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο η οποία προηγήθηκε των βουλευτικών εκλογών της άνοιξης του 2004, οι τότε διεκδικητές του πρωθυπουργικού θώκου διαγκωνίστηκαν σκληρά για το ποιος θα μονιμοποιούσε μετεκλογικά στο Δημόσιο περισσότερους συμβασιούχους υπαλλήλους, αδιαφορώντας για το πόσο θα κόστιζε κάτι τέτοιο στον κρατικό προϋπολογισμό. Πέντε χρόνια αργότερα οι δυο τους -ο καθένας με τον τρόπο του- έγιναν αρνητικοί πρωταγωνιστές της χρεωκοπίας της χώρας που ακολούθησε ως μοιραίο απότοκο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της.

Αν και δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει βάσιμα κάποιος ότι στην τρέχουσα συγκυρία βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας νέας δημοσιονομικής κατάρρευσης, όπως εκείνη του 2009, από την άλλη κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει ελαφρά τη καρδία τους προφανείς κινδύνους οι οποίοι ελλοχεύουν εξαιτίας της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που διανύουμε. Ενδεχομένως, δε, και της ασάφειας που επικρατεί σε σχέση με τον ακριβή χρόνο που θα στηθούν οι προσεχείς κάλπες.

Η αλήθεια είναι ότι, σε αντίθεση με ορισμένες άλλες χώρες, στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ σταθερή και εκ των προτέρων γνωστή η ημερομηνία των εκλογών. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όλοι γνωρίζουν ότι αιώνες τώρα οι εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια την Τρίτη, μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου. Στη χώρα μας, αντιθέτως, οι κάλπες στήνονται όποτε βολεύει την εκάστοτε κυβέρνηση.

Είναι πολύ σπάνιες οι φορές που έχει ολοκληρωθεί η τετραετής βουλευτική θητεία, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα μας. Ο κανόνας που ακολουθείται θέλει την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία να γίνεται με γνώμονα τον αιφνιδιασμό της αντιπολίτευσης και σε χρόνο που ευνοεί τους εκλογικούς σχεδιασμούς της κυβερνητικής παράταξης. Συνηθέστατα, αντί της προσήλωσης στους θεσμούς, επικρατεί η υποταγή στους κομματικούς υπολογισμούς.

Ο σημερινός πρωθυπουργός έχει ως τώρα αποφύγει τον πειρασμό να προκηρύξει πρόωρες εκλογές σε περιόδους που οι δημοσκοπήσεις τού έδιναν τη δυνατότητα για άνετη επικράτηση. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης αιτιολόγησε τη στάση του με το επιχείρημα ότι δεν ενέδωσε στον… πειρασμό επειδή «σέβεται τους θεσμούς». Παρά ταύτα, αποφεύγει έως τώρα να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία των επόμενων εκλογών.

Η πρωθυπουργική δήλωση σύμφωνα με την οποία οι κάλπες θα στηθούν «από το Απρίλιο και μετά…» δεν ξεκαθαρίζει το τοπίο και δεν συμβάλει στην πολιτική σταθερότητα που αναμφίβολα έχει ανάγκη ο τόπος. Η συνεχιζόμενη ασάφεια γύρω από το εκλογικό χρονοδιάγραμμα θολώνει την πολιτική ατμόσφαιρα και προκαλεί παρενέργειες που οι συνέπειες τους ίσως φανούν αργότερα.

Υπό αυτό το πνεύμα, ίσως είναι η ώρα για να οριστεί από τώρα με σαφήνεια η ημερομηνία των εκλογών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Η πρόκληση για τον πρωθυπουργό είναι μεγάλη. Και το κέρδος για την Πολιτική, αλλά και για την ελληνική κοινωνία, ακόμη μεγαλύτερο.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Με… Βαρεμένους δύσκολα συγκροτείται «προοδευτική συμμαχία»

«Τον προκάλεσε με τον λαϊκισμό της!». Πιο γελοία δικαιολογία δεν μπορούσε να διατυπωθεί από όσους έσπευσαν να «ξεπλύνουν» την άθλια συμπεριφορά του βουλευτή Γιώργου Βαρεμένου κατά της συναδέλφου του Άννας Καραμανλή, από τα χέρια της οποίας άρπαξε βίαια στη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής τη φωτοτυπία που κρατούσε και έδειχνε τον Αλέξη Τσίπρα να πηγαίνει στο θέατρο λίγες ώρες αφότου κατέπεσε το πολεμικό αεροσκάφος με τους δύο αξιωματικούς.

Είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία η ίδια δικαιολογία που χρησιμοποιούν οι κάθε είδους βιαστές που τόσο οι ίδιοι όσο και εκείνοι που θέλουν να τους βρουν ελαφρυντικά ισχυρίζονται ότι η εμφάνιση των θυμάτων ήταν τέτοια που προκάλεσε τον θύτη. 

Παρά ταύτα, δεν ξέρω αν ήταν ή όχι σεξιστική η συμπεριφορά του απίθανου αυτού πολιτικού άνδρα, όπως αρκετοί υποστήριξαν, ούτε έχει σημασία η έμφυλη διάσταση του ζητήματος. Το ίδιο θα ίσχυε αν επιτίθετο σε έναν άνδρα που θεωρούσε ότι ήταν του χεριού του και μπορούσε να του επιβληθεί.

Τα πράγματα στην προκειμένη περίπτωση είναι σίγουρα πολύ χειρότερα. Διότι, αν λάβει κανείς υπόψη του τα δεδομένα που συνθέτουν το ακραίο επεισόδιο στο οποίο πρωταγωνίστησε ο πρώην δημοσιογράφος, που εκλέγεται βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Αιτωλοακαρνανία, δεν δυσκολεύεται να συμπεράνει ότι πρόκειται για μια κίνηση με απολύτως φασιστικό υπόβαθρο. 

Μια κίνηση που δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από την ανάλογη συμπεριφορά που είχε επιδείξει προ ενδεκαετίας ο διαβόητος Ηλίας Κασιδιάρης όταν πέταξε νερό στην Ρένα Δούρου και χειροδίκησε κατά της Λιάνας Κανέλλη επειδή τάχατες τον είχαν… προκαλέσει χαρακτηρίζοντάς τον «φασισταριό».

Είναι ειλικρινά απορίας άξιον τι θα έκανε ο διατελέσας και αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Βαρεμένος αν δεν αντιμετώπιζε την βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας σε ένα τηλεοπτικό πλατό και με ανοικτές τόσες κάμερες να τον καταγράφουν. 

Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος φαντασία για να υποθέσει βάσιμα ότι δεν θα περιοριζόταν μόνον στη βίαιη απόσπαση του χαρτιού που είχε στα χέρια της. Ο τρόπος που ενήργησε ήταν τέτοιος που είναι βέβαιο ότι η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη αν ήταν απούσες οι κάμερες. 

Από την άλλη, μπορεί η Άννα Καραμανλή -δημοσιογράφος κι εκείνη, ωιμέ!- να είχε όντως επιδοθεί σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού κραδαίνοντας τη φωτογραφία του κ. Τσίπρα, αλλά με ποια μέτρα και ποια σταθμά ήταν αυτό κάτι που έθιξε τις… ευαισθησίες του κ. Βαρεμένου και των ομοϊδεατών του οι οποίοι έσπευσαν να του συμπαρασταθούν; 

Ήταν αυτή η πρώτη φορά που ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ άκουγε να επικρίνεται αδίκως ένας πολιτικός ώστε να εξεγερθεί τόσο πολύ που να μην μπορέσει να συγκρατήσει το… πάθος για την αλήθεια και κατά της αδικίας το οποίο αίφνης τον κατάλαβε; 

Είναι προφανές ότι τίποτε από όλα αυτά δεν βάρυνε στη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑίου βουλευτή. Η προϊστορία του, άλλωστε, είναι τέτοια που κάθε άλλο μαρτυρεί. 

Ο ίδιος και οι συν αυτώ, προκειμένου να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν τα αξιώματα, τα οποία τους έδιναν τη δυνατότητα να κρύβουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε μετρητά στους εξαεριστές των σπιτιών τους, χαζογελούσαν με συγκαταβατική ικανοποίηση όταν άκουγαν από το βήμα της Βουλής υπουργούς που στήριζαν με την ψήφο τους να απευθύνονται προς τους πολιτικούς τους αντιπάλους με φράσεις όπως: «Στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα…». 

Ο καθένας σε αυτό που αποκαλείται δημόσια σφαίρα διαθέτει τη δική του ιστορία, έχει το δικό του παρελθόν και παρόν, τα οποία σε μεγάλο βαθμό προδιαγράφουν και το μέλλον ενός εκάστου. 

Υπό αυτή την έννοια, θεωρώ ότι δεν υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που να… συγκινείται από τη δήθεν ιερά οργή κατά του λαϊκισμού που καταλαμβάνει πολιτικούς με τις προδιαγραφές του κ. Βαρεμένου. 

Η ευαισθησία κατά του λαϊκισμού δεν είναι το «φόρτε» τους. Ισχύει μάλλον το ακριβώς αντίθετο.

Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα με το οποίο εκλέγεται ο κ. Βαρεμένος έσπευσε να του παράσχει άλλοθι, εξομοιώνοντας τη φασιστική συμπεριφορά του με τον λαϊκισμό της συναδέλφου και τηλεοπτικής συνομιλήτριάς του. 

Αν ήταν ίδια μεγέθη ο λαϊκισμός και η χειροδικία, τότε τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έπρεπε να βρίσκονταν διαρκώς αντιμέτωποι με καταιγισμό χειροδικιών. 

Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κενό περιεχομένου «ηθικό πλεονέκτημα» όσων αυτοπροσδιορίζονται ως τάχατες «προοδευτικοί» δεν έχει κανένα νόημα.

Όπως και να έχει, το 2023 βρίσκεται πλέον πολύ μακριά από το 2012 που η ελληνική κοινωνία ήταν -δικαιολογημένα ή όχι- στα «κάγκελα» και δικαιολογούσε τους κάθε λογής ακτιβισμούς ακόμη και όταν αμφισβητούσαν κεκτημένα του πολιτικού πολιτισμού που είχαν κατοχυρωθεί με κόπους, θυσίες και συχνά με αίμα. 

Οι εποχές ευτυχώς αλλάζουν. Σε βαθμό τέτοιο που πολλά από όσα «έργα» την προηγούμενη δεκαετία έκοβαν πληθώρα εισιτηρίων, στην εποχή μας να μη βρίσκουν ακροατήριο πέρα από έναν πεπερασμένο αριθμό φανατικών.

Για παράδειγμα, η αποχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τις ψηφοφορίες στη Βουλή, που ανακοινώθηκε πομπωδώς αυτές τις μέρες, μπορεί να είχε νόημα την περίοδο πριν από το 2015, που οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις είχαν μεγάλη πέραση. Στις μέρες μας, όμως, κάθε άλλο παρά συνεγείρει τα πλήθη. 

Όλα γύρω μας, άλλωστε, μαρτυρούν ότι με τους κάθε είδους… Βαρεμένους (με μικρό ή μεγάλο αρχίγραμμα) δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι μπορεί να συγκροτηθεί «προοδευτική συμμαχία». 

Κοντός ψαλμός αλληλούια…