Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ύφεση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ύφεση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Η ελληνική υφεσιακή παραδοξότητα



            «Νέα υφεσιακά μέτρα δεν θα δεχθούμε…», είναι η κυβερνητική επωδός που συνοδεύει τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και αφορούν ουσιαστικά την εξασφάλιση της δανειοδότησης της ελληνικής οικονομίας την οποία, υποτίθεται ότι, δεν… θέλαμε και γι΄ αυτό οι ιθύνοντες του οικονομικού επιτελείου διεκήρυσσαν την άρνηση να δεχθούν τις «τοξικές» δόσεις της δανειακής σύμβασης και συνυπέγραφαν την επιστροφή των 11,5 δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που προοριζόταν για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών.
            Δεν έχουν, φυσικά, άδικο να αποκηρύσσουν την ύφεση, η οποία είναι αποδεδειγμένο και εμπειρικά διαπιστωμένο από την προηγούμενη εξαετία ότι πλήττει περισσότερο τους οικονομικά αδύνατους. Με τη διαφορά, όμως, ότι οι νέοι κυβερνώντες με τις πράξεις τους, αλλά, κυρίως, με τις παραλείψεις τους, κατάφεραν να προκαλέσουν εκείνο που, υποτίθεται ότι, ήθελαν να αποφύγουν: την επιστροφή της ύφεσης, η οποία, πλέον, κάνει παντού εμφανή τα σημάδια της.
            Δεν χρειάζεται να περιμένει κάποιος τις επίσημες στατιστικές καταγραφές και τις αναλύσεις των στοιχείων για την οικονομική δραστηριότητα ώστε να πειστεί ότι η σταθεροποίηση και η ελαφρά τάση ανάκαμψης που καταγράφηκε την προηγούμενη χρονιά έχει ήδη αναστραφεί. Μια απλή, άλλωστε, βόλτα στην πασχαλινή αγορά είναι ικανή να πείσει και τον πλέον «άπιστο Θωμά» για τη βαριά ατμόσφαιρα που επικρατεί στην πραγματική οικονομία.     
            Είναι, ειλικρινά, να απορεί κανείς πως δεν αντιλαμβάνονται στην κυβέρνηση ότι ισχυρότερο υφεσιακό μέτρο δεν μπορεί να υπάρξει από την αδράνεια και την απραξία στην οποία έχει καταδικαστεί τους τελευταίους μήνες η ελληνική οικονομία, αρχικά με την προεκλογική αβεβαιότητα και εν συνεχεία με τη μετεκλογική παράλυση που είναι διάχυτη παντού.
            Τους σχεδόν δυόμιση μήνες που είναι στα πράγματα η νέα κυβέρνηση έχει βρεθεί χρόνος για να ασχοληθούν τα στελέχη της με τόσα άλλα πράγματα που θα μπορούσαν να περιμένουν λίγο ακόμη. Όπως, για παράδειγμα, η… αποσυμφόρηση των φυλακών ή η κατάργηση των Προτύπων σχολείων και η… επανεγγραφή στα Πανεπιστήμια των «αιώνιων» φοιτητών.
Το ίδιο διάστημα, αντιθέτως, αν εξαιρεθούν οι… εργώδεις προσπάθειες του… ακάματου υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης να επαναφέρει στο δημόσιο όσους ο ίδιος και το δικηγορικό του γραφείο είχαν αναλάβει να υπερασπιστούν τα προηγούμενα χρόνια, δεν βρέθηκε χρόνος ούτε να συζητηθεί, ούτε πολύ περισσότερο να νομοθετηθεί, ένα, έστω, μέτρο που να οδηγεί στη δημιουργία θέσεων εργασίας, που είναι η μόνη μέθοδος για την καταπολέμηση της ύφεσης.
Ποιος εχέφρων άνθρωπος, αλήθεια, πιστεύει ότι στις προτεραιότητες της ελληνικής Βουλής είναι, σε αυτή τη φάση, να συστήσει «κολοβή» Εξεταστική για το πως οδηγηθήκαμε στο Μνημόνιο ή, ακόμη χειρότερα, να συγκροτήσει (με πρόσωπα αμφιβόλου, τουλάχιστον για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, επιστημοσύνης) Επιτροπή για τη διαγραφή του δημοσίου χρέους;  
Σκέφθηκε, άραγε, κανείς, πόσο πιο φιλολαϊκό θα ήταν -και, πρωτίστως, πιο αποτελεσματικό για χιλιάδες νέους- αν η Πρόεδρος της Βουλής ηγείτο –παραλλήλως, έστω, με την πρωτοβουλία για τη διαγραφή του χρέους- μιας καμπάνιας κατά της ανεργίας και υπέρ της δημιουργίας θέσεων εργασίας; 
Σε μια περίοδο που η υπόλοιπη Ευρώπη εκμεταλλεύεται τη μοναδική, ίσως, θετική οικονομική συγκυρία που δημιουργούν τα αντιυφεσιακά μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια που επικρατούν παγκοσμίως, η υποχώρηση στις διεθνείς τιμές των καυσίμων και η υποτίμηση του ευρώ, η Ελλάδα κινείται -μόνη αυτή!- προς την αντίθετη κατεύθυνση της επώδυνης οικονομικής αιμορραγίας που προκαλεί η συνεχιζόμενη απώλεια θέσεων εργασίας.
Υπάρχει εξήγηση γι΄ αυτό το παράδοξο; Ή θα το φορτώσουμε κι αυτό στους… ξένους, με ή χωρίς Εξεταστική Επιτροπή;

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Το ιδεολογικό πρόσημο της οικονομίας


            «Βρε, πως αλλάζουν οι καιροί…», μπορεί να αναφωνήσει κανείς παρακολουθώντας τα όσα διημείφθησαν κατά την παρουσία του Αμερικανού υπουργού Τζακ Λιου στην ελληνική πρωτεύουσα και συγκρίνοντάς τα με την ατμόσφαιρα που επικράτησε τρία εικοσιτετράωρα νωρίτερα με την αντίστοιχη επίσκεψη του Γερμανού ομολόγου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ποιος, αλήθεια, θα περίμενε πριν από λίγα χρόνια ότι θα παρέλυε η Αθήνα από την επίσκεψη ενός Ευρωπαίου αξιωματούχου, ο οποίος δεν τόλμησε να κυκλοφορήσει στην πόλη, και θα υποδεχόμαστε, εν χορδαίς και οργάνοις, έναν υπερατλαντικό επισκέπτη, ο οποίος –τηρουμένων των αναλογιών- κυκλοφόρησε άνετα παντού;

Δεν είναι ανεξήγητο, βεβαίως, αυτό το κοντράστ, ούτε η εναλλαγή στο ρόλο του «μισητού» προσώπου. Οι δύο υψηλοί επισκέπτες της χώρας μας εκφράζουν δύο εντελώς διαφορετικές οικονομικές συνταγές, που, χωρίς υπερβολή, προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους.

Ο οικονομικός εγκέφαλος της δεξιάς κυβέρνησης του Βερολίνου ήταν και παραμένει ένας εμμονικός κήρυκας της λιτότητας που θέλει να επιβάλει την τιμωρητική πειθαρχία στους σπάταλους νοτιοευρωπαίους, οι οποίοι μόνον με την έμπρακτη μεταμέλεια μπορεί να έχουν το έλεος του για να μπορέσουν να σωθούν από την… ασωτεία που επέδειξαν.

Αντιθέτως, ο άνθρωπος στον οποίο ανέθεσε τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ ο φιλελεύθερος πρόεδρος Ομπάμα, προσπαθεί με όλα τα μέσα να πείσει για τον τερματισμό της καταστροφικής λιτότητας και να πιέσει τους ομολόγους του στον υπόλοιπο πλανήτη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας που, ιστορικά, αποτελεί το μόνο ουσιώδες αντίδοτο για να καταπολεμηθεί η ύφεση και να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας.

Κακά τα ψέματα, το ζήτημα που αναδεικνύουν αυτές οι αντιτιθέμενες προσεγγίσεις είναι απολύτως ιδεολογικό. Και ας μην έχει κανείς αμφιβολία ότι αν στη Γερμανία κυβερνούσαν οι σοσιαλδημοκράτες και στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πάρει το πάνω χέρι οι Ρεπουμπλικάνοι, οι όροι θα ήταν, πιθανότατα, αντεστραμμένοι. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα προγράμματα που αναμετρήθηκαν στις περυσινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ή στην αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γερμανία ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου.

Μπορεί στην ισοπεδωμένη μνημονιακή Ελλάδα, που αγωνίζεται ακόμη να απαλλαγεί από την πελατειακή λογική του παρελθόντος η οποία εξακολουθεί να την κρατά καθηλωμένη, να έχει επικρατήσει ένας απόλυτος ιδεολογικός «αχταρμάς», σε βαθμό που να δυσκολεύεται κανείς να αναγνωρίσει ποιος είναι συντηρητικός και ποιος φιλελεύθερος ή να ξεχωρίσει τον νεοφιλελεύθερο από τον προοδευτικό, στο διεθνές πεδίο τα ζητήματα αυτά είναι, λίγο ως πολύ, λυμένα και ξεκάθαρα.

Παρά τους ισχυρισμούς των φανατικών οπαδών του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου για το «τέλος της ιστορίας», η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν για το ξεπέρασμά της στην Αμερική του Ομπάμα και στην Ευρώπη της Μέρκελ έδειξε ότι υπάρχουν περισσότεροι του ενός δρόμοι.

Γι΄ αυτό και η αμερικανική οικονομία, παρότι έχει μεγάλα συσσωρευμένα χρέη, προτάσσοντας την ανάπτυξη, έχει εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργεί θέσεις εργασίας. Την ίδια περίοδο η Ευρώπη βολοδέρνει στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, παρακολουθώντας σχεδόν άπραγη την εκτόξευση της ανεργίας, επειδή είχε και έχει ως μονοδιάστατο στόχο τον περιορισμό των ελλειμμάτων και την τιθάσευση του χρέους.

Τι δείχνουν όλα αυτά; Μάλλον κάτι αυτονόητο: ότι η οικονομία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερο» ζήτημα και η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής είχε πάντοτε -και θα εξακολουθήσει, μάλλον, στους αιώνες των αιώνων- να έχει ιδεολογικό πρόσημο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.7.2013)

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ο κ. Σόιμπλε και οι τρύπες στο νερό



«Αν το υπουργείο Οικονομικών αποφάσιζε να γεμίσει φιάλες με τραπεζογραμμάτια, να τις θάψει σε κατάλληλο βάθος σε μη χρησιμοποιούμενα ανθρακωρυχεία, τα οποία ύστερα γέμιζε με απορρίμματα των πόλεων και επέτρεπε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας, να ξεθάψουν πάλι τα τραπεζογραμμάτια (αφού, βεβαίως, αποκτήσουν το δικαίωμα να το κάνουν, υποβάλλοντας προσφορές σε πλειοδοτικό διαγωνισμό), δεν θα υπήρχε πλέον ανεργία», έγραψε πριν από σχεδόν επτά δεκαετίες ο μεγάλος διανοητής της οικονομικής σκέψης Τζον Μέυναρτ Κέινς.
Όπως εξηγούσε στο μνημειώδες έργο του «Γενική Θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», από το οποίο προέρχεται το συγκεκριμένο απόσπασμα, «με τη συνδρομή των επιπτώσεων» που θα είχε μια τέτοια πρωτοβουλία, «το πραγματικό εισόδημα της κοινωνίας, καθώς επίσης και ο πλούτος της, θα αυξανόταν». Προς άρση δε τυχόν παρεξηγήσεων πρόσθετε πως «θα ήταν, ασφαλώς λογικότερο να ανεγερθούν οικίες και να γίνου ανάλογα έργα». Συμπλήρωνε, όμως, ότι «αν υπάρχουν πολιτικές και πρακτικές δυσκολίες γι΄ αυτό, τα παραπάνω θα ήταν καλύτερα από το τίποτε».
Μου ήρθαν στο νου οι αναφορές αυτές του κορυφαίου οικονομολόγου παρακολουθώντας όλες τις τελευταίες μέρες την πρεμούρα της κυβέρνησης να ψηφιστεί άρον – άρον το περίφημο πολυνομοσχέδιο πριν από την άφιξη στην Αθήνα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έτσι ώστε την επομένη –καθόλου τυχαία προφανώς- να εκταμιευθεί  το πρώτο μέρος της δόσης που ενέκρινε πρόσφατα το Eurogroup.
Ο κ. Σόιμπλε θα το βρει ψηφισμένο το πολυνομοσχέδιο που επέβαλαν οι επιτετραμμένοι του. Μόνον, όμως, που σε κανένα από τα εκατό και βάλε άρθρα του δεν θα βρει κανείς το πνεύμα του Κέινς και την έμφαση που εκείνος έδινε στη σημασία της απασχόλησης ως βασικού προσδιοριστικού παράγοντα για την αύξηση του εισοδήματος και του πλούτου της κοινωνίας.
Ο Γερμανός υπουργός και οι ομοϊδεάτες του που έχουν το «πάνω χέρι» στην ευρωζώνη υποβάλουν εδώ και τριάμισι χρόνια την ελληνική οικονομία στο ανελέητο σισύφειο μαρτύριο να ανοίγει τρύπες που αντί να αυξάνουν, όπως ήθελε ο Κέινς με το παράδειγμα που επικαλέστηκε, μειώνουν τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την αδηφάγο ύφεση που καταστρέφει δουλειές, επιχειρήσεις, ζωές.
Την ώρα που η ελληνική οικονομία αργοπεθαίνει από την έλλειψη ρευστότητας, την επενδυτική άπνοια και την υπερφορολόγηση, κυρίαρχο στοιχείο για τη χώρα αναδεικνύεται, εξαιτίας της ιδεοληπτικής εμμονής των δανειστών μας για ανατροπές στο status του ελληνικού δημοσίου, το αν η δημοτική αστυνομία θα αλλάξει όνομα και θα γίνει διοικητική αστυνομία.
Χωρίς διάθεση υπεράσπισης του ελληνικού δημοσίου, ως Έλλην φορολογούμενος πολίτης θυμώνω με την επιμονή αυτή, όπως -πολύ περισσότερο- και με την αποδοχή της από το περιδεές εγχώριο πολιτικό προσωπικό, όταν κανείς δεν εξηγεί ποιο θα είναι το δημοσιονομικό ή άλλο όφελος από οριζόντια μέτρα αυτού του είδους που πίπτουν επί των κεφαλών δικαίων και αδίκων, επιόρκων ή και ευόρκως ασκούντων τα καθήκοντά τους.
Αναρωτιέμαι δε αν από όσους κυβερνητικούς παράγοντες θα έχουν την ευκαιρία να συνομιλήσουν με τον κ. Σόιμπλε θα βρει κάποιος το σθένος να του πει τις άβολες αλήθειες που είναι βέβαιο ότι δεν θέλει να ακούσει ο Γερμανός υπουργός. Όχι δεν αναφέρομαι στα όσα λέγονται για τις πολεμικές επανορθώσεις που η χώρα του δεν έχει πληρώσει στην Ελλάδα από την περίοδο της κατοχής. Εκεί είναι βέβαιο ότι είναι εξοπλισμένος με –διπλωματικά και άλλα- επιχειρήματα και εύκολα θα ξεφύγει.
Εκεί που θεωρώ ότι δεν θα μπορέσει να ξεφύγει εύκολα είναι αν προειδοποιηθεί ότι, όσο μας καταδικάζει να… ανοίγουμε τρύπες στο νερό, αυτό αργά ή γρήγορα θα στραφεί εναντίον της χώρας του και των φορολογουμένων της. Κι αυτό διότι, όσο τα δάνεια που μας χορηγούνται δεν κατευθύνονται στην αύξηση του εγχώριου προϊόντος, δεν υπάρχει περίπτωση να πάρουν πίσω έστω και ένα μέρος του κεφαλαίου τους, κάτι που είναι πολύ πιθανό να συμβεί και… χωρίς να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμη και αν ο κ. Σόιμπλε δείξει να το ξέρει και να το έχει υπολογίσει, είναι βέβαιο ότι δεν το ξέρουν και δεν το έχουν υπολογίσει οι Γερμανοί ψηφοφόροι που θα κρίνουν τον ίδιο και την κυβέρνηση του σε δέκα εβδομάδες από σήμερα.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 15.7.2013)

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Το μυνήγι της ουράς μας



Στο «παρά πέντε» -ή ακόμη και στο «και πέντε»- ένας ακόμη έλεγχος της τρόικας ολοκληρώνεται και μια ακόμη δόση -τμηματικά ή εφάπαξ- θα καταβληθεί τις επόμενες ημέρες, αφού αγκομαχώντας η Βουλή θα ψηφίσει ένα ακόμη κατεπείγον πολυνομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα, που, ως συνήθως, καθυστέρησαν και αν παραστεί ανάγκη μπορεί να υιοθετηθούν με μια ακόμη πράξη νομοθετικού περιεχομένου.
Αλήθεια, έχουν κάποιο νόημα όλα αυτά; «Έχουν», ίσως πουν κάποιοι από τους ελάχιστους εναπομείναντες αισιόδοξους που διατηρούν ενδεχομένως κάποιες αμυδρές ελπίδες ότι «δεν μπορεί κάποτε θα αρχίσει εκείνη η περιβόητη ανάκαμψη» που όλο την ακούμε και ποτέ δεν την βλέπουμε.
Ακόμη, όμως, και αν έχουν δίκιο οι αισιόδοξοι, που σωστά ενδεχομένως ισχυρίζονται ότι «καμιά κρίση δεν υπήρξε αιώνια», στη δική μας περίπτωση δημιουργείται η αίσθηση ότι η επανάληψη για πολλοστή φορά του ίδιου σκηνικού, όπως αυτό περιγράφεται πιο πάνω, όχι μόνον δεν συμβάλει στην έγκαιρη έλευση της ανάκαμψης, αλλά μάλλον λειτουργεί ως τροχοπέδη.
Χωρίς να ενστερνίζομαι την άποψη που, δυστυχώς, όλο και περισσότεροι διατυπώνουν ότι «όλα είναι στημένα», προβληματίζομαι, ειλικρινά, με όσα διαμείβονται σε αυτές τις περιβόητες «διαπραγματεύσεις» με την τρόικα. Τι νόημα, για παράδειγμα, έχει αυτή η περίφημη κινητικότητα στο δημόσιο τομέα, όπως εξελίσσεται; Ποια μεταρρυθμιστική πνοή θα φυσήξει στη χώρα αν οι εργαζόμενοι στη δημοτική αστυνομία πάψουν να ανήκουν στην ευθύνη των δημάρχων και περάσουν στη δικαιοδοσία της ΕΛΑΣ;
«Βλέπεις το τυρί και δεν βλέπεις τη φάκα, που είναι ότι τους περισσότερους εξ αυτών τους πάνε για απόλυση», θα αντιτάξει πιθανότατα ένας περισσότερο καχύποπτος που μπορεί να έχει δίκιο. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Θα μειωθεί, έστω κατ΄ ελάχιστον, η ύφεση που κατατρώει τις σάρκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας;  Δεν νομίζω. Το πιο πιθανό, για να μην πως το απολύτως βέβαιο, είναι ότι οι απολύσεις θα βαθύνουν την αδηφάγο ύφεση.
Ξέρω ότι πολλοί από τους αυτόκλητους –υποτιθέμενους- συνηγόρους των ανέργων, θα σπεύσουν να επαναλάβουν τη γνωστή επωδό που εκφράζεται με το δήθεν αθώο, πλην, όμως, άκρως υποκριτικό και συνάμα παραπλανητικό ερώτημα: «Οι εκατοντάδες χιλιάδες απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα δεν έχουν ψυχή;».
Χωρίς καμία διάθεση να υπερασπιστώ την αναμφίβολα κακή ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει το ελληνικό δημόσιο, αμφισβητώ ότι το «πήγαινε έλα» που θέλουν να επιβάλουν στους υπαλλήλους του, θα βοηθήσει πραγματικά έστω και έναν άνεργο του ιδιωτικού τομέα να ξαναβρεί τη χαμένη του δουλειά.
Γι' αυτό και όλα αυτά που γίνονται μου θυμίζουν τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του και ποτέ δεν την πιάνει. Όσο οι περισπούδαστοι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας και μαζί τους οι δικοί μας κυβερνητικοί ιθύνοντες αναλώνονταν σε «διαπραγματεύσεις», όπως αυτές που είδαμε τις τελευταίες μέρες, η ημιθανής ελληνική οικονομία εξακολουθούσε να αιμορραγεί εξαιτίας της ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας που υποτίθεται ότι θα σταματούσε με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς πολλά πιο ουσιώδη ζητήματα από την κινητικότητα που θα βοηθούσαν την οικονομία να ανακάμψει αν υπάρχει όντως ενδιαφέρον γι΄ αυτό.  Οι μεγάλοι οδικοί άξονες, επί παραδείγματι, στους οποίους έγιναν εικονικά εγκαίνια πριν από δυόμισι μήνες, δημιουργώντας ελπίδες ότι θα ξαναέδιναν δουλειά σε κάποιους από τους ανέργους, χάσκουν ακόμη ημιτελείς. Και, όμως, ούτε οι τροϊκανοί, ούτε οι εδώ συνομιλητές τους έδειξαν να ενδιαφέρονται. 
Το γιατί μοιάζει ανεξήγητο. Εκτός πια και αν το ζητούμενο είναι να κυνηγάμε την ουρά μας στο πλαίσιο ενός νέου «πειράματος» στο οποίο ενδεχομένως θέλουν να μας υποβάλουν οι «ταλιμπάν» που αποφασίζουν για μας.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 7.7.2013)

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Οι (αν)ισορροπίες μιας συγκατοίκησης

Με όση καλή προαίρεση και αν αντιμετωπίσει κανείς ορισμένα από τα πολλά ευτράπελα του χθεσινού κυβερνητικού ανασχηματισμού, είναι δύσκολο να τα προσπεράσει για αρκετούς λόγους και κυρίως για τους εξής τρεις:
Πρώτον, διότι η κυβέρνηση που μόλις σχηματίστηκε έρχεται ως συνέχεια μιας σοβαρότατης κρίσης εξαιτίας της οποίας λίγο έλειψε να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές και, εφόσον αυτό γινόταν στις συνθήκες της πολιτικής έντασης που είχαν δημιουργηθεί, ήταν πολύ πιθανό η ελληνική οικονομία να κατέληγε στην άβυσσο.
Δεύτερον, καθώς η γενικευμένη κρίση που διέρχεται ο τόπος μας και πιο ειδικότερα η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, που εκδηλώνεται με την έντονη αμφισβήτηση του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού, απαιτεί, περισσότερο παρά ποτέ, πολιτικές πρωτοβουλίες που να είναι προϊόν συνεκτικού σχεδίου τόσο για την αντιμετώπιση της σκληρής καθημερινής υφεσιακής πραγματικότητας όσο και για τη συνολική κατεύθυνση της χώρας προς την πορεία εξόδου από το μνημόνιο.
Τρίτον, επειδή το νέο κυβερνητικό σχήμα αποτελεί ένα πρωτόγνωρο «πείραμα», χωρίς προηγούμενο ιστορικό δεδομένο, αφού για πρώτη φορά οι δύο παραδοσιακά κυβερνητικές παρατάξεις αποφάσισαν –κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία- να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συγκυβερνήσουν, σύμφωνα (υποτίθεται) με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η επισήμανση και μόνον της σπουδής να ανακοινωθούν –με τον τρόπο που ανακοινώθηκαν- ονόματα υπουργών και υφυπουργών, χωρίς να προηγηθεί η -περίφημη πλέον- επικαιροποιημένη προγραμματική σύμβαση, αρκεί, νομίζω, για να γίνει αντιληπτό ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν ελήφθη υπόψη στο σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Ούτε η πρόσφατη κρίση φαίνεται να έγινε μάθημα για να μην επαναληφθεί το πάθημα με το αυταρχικό λουκέτο της ΕΡΤ, ούτε, πολύ περισσότερο, διεφάνη από κάποια πλευρά διάθεση να γίνει μια πραγματικά νέα αρχή με την οποία θα εκπεμπόταν το μήνυμα ότι μπαίνουν στο περιθώριο οι γνωστές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που συνέβαλαν τα μάλα για να βρεθούμε εδώ που είμαστε, και εγκαινιάζεται, επιτέλους, μια καινούργια περίοδος.
Αντιθέτως, ακόμη και αν παραβλέψει κανένας το γεγονός ότι μπήκε το κάρο μπροστά από το άλογο, δηλαδή μοιράστηκαν οι θέσεις προτού να καθοριστούν τα καθήκοντα, ελπίζοντας ότι τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει και η νέα προγραμματική συμφωνία, οι επιλογές των προσώπων που –και όπως- έγιναν μαρτυρούν ότι επικράτησε απολύτως η πεπατημένη που χρόνια τώρα ακολουθείται στους εγχώριους κυβερνητικούς σχηματισμούς.
Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι «καραμπόλες» για να βρεθεί οπωσδήποτε θώκος για πρόσωπα που έπρεπε να μείνουν ή να μπουν στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα αν πληρούν τα ουσιαστικά προσόντα για το πόστο στο οποίο κατέληξαν ή αν είχαν να παρουσιάσουν κάτι το άξιο λόγου στην προηγούμενη θητεία τους εντός ή εκτός κυβέρνησης.
Στο ίδιο μοτίβο, δεν περνούν εύκολα απαρατήρητες οι λογικές των εσωκομματικών και γεωγραφικών ισορροπιών ή, ακόμη χειρότερα, της «επετηρίδας» που επικράτησαν σε ορισμένες τοποθετήσεις που είναι φανερό ότι έγιναν για να «βολευτούν» κάποιοι «δικοί μας» που, αν έμεναν έξω, θα γκρίνιαζαν, ενώ είναι φανερό ότι δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν, ιδίως σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που διερχόμαστε.
Για να μην πούμε, τέλος, για τις εμφανείς καχυποψίες των «συγκατοίκων» που αποπνέει η διανομή των οφιτσίων, με την μια πλευρά να θέλει να διατηρήσει πάση θυσία την μονοκρατορία στα «υπουργεία του κράτους», «θυσιάζοντας», κι αυτό εξ ανάγκης, μόνον το Εξωτερικών, και την άλλη να αρκείται στην αριθμητική (αν)ισορροπία.
Εν κατακλείδι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, το νέο κυβερνητικό σχήμα φαίνεται, δυστυχώς, να κτίστηκε τα πλέον παλαιά υλικά που ήταν δυνατόν να βρεθούν, ενώ και οι μέθοδοι οικοδόμησης του που ακολουθήθηκαν δεν είχαν τίποτε το καινοτόμο και το εξωστρεφές, όπως απαιτούν οι καιροί.
Μακάρι οι εξελίξεις να με διαψεύσουν και από σήμερα να ξεκινάει μια νέα εποχή…

(Δημοσιεύθηκε www.protothema.gr στις 25.6.2013)

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Σύγχρονοι «Λουδίτες» από τη Χαλκιδική ως τη Θεσπρωτία


Πριν ακριβώς από δύο αιώνες στη Βρετανία, η οποία απογειωνόταν οικονομικά ως συνέπεια της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης που ξεκίνησε στο έδαφός της, κορυφωνόταν η δράση του πρωτότυπου κινήματος του Λουδιτών. Οι Λουδίτες ήταν μια οργάνωση που αντιτασσόταν στην επέλαση της μηχανής και οι μυημένοι σε αυτήν εισέβαλαν στις κλωστοϋφαντουργίες, καταστρέφοντας τους αργαλειούς και τις πλεκτικές μηχανές.
«Δεν θα καταθέσουμε ποτέ τα όπλα μέχρις ότου η Βουλή των Κοινοτήτων να υιοθετήσει νόμο για να απομακρυνθούν όλες οι μηχανές οι οποίες είναι επιζήμιες για τις λαϊκές τάξεις», έγραφαν στις απειλητικές προκηρύξεις τους οι κινηματίες, που εμπνέονταν από τον μυθικό «στρατηγό Νεντ Λουντ», που –αν και αμφισβητείται ιστορικά η ύπαρξή του, υποτίθεται ότι- ηγούνταν του «Στρατού των Εκδικητών» κατά των εργοστασίων.
«Χρειάζεται χρόνος και πείρα, για να μάθει ο εργάτης να διακρίνει τις μηχανές από την κεφαλαιοκρατική τους χρησιμοποίηση και έτσι να στρέφει τις επιθέσεις του όχι ενάντια στα ίδια τα υλικά μέσα παραγωγής, αλλά ενάντια στην κοινωνική μορφή της εκμετάλλευσής τους», έγραφε αργότερα  ο μεγάλος διανοητής Καρλ Μαρξ για το πολιτικά αφελές εκείνο κίνημα.
Θυμήθηκα την ενδιαφέρουσα αυτή ιστορία, που έλαβε χώρα σε μια εποχή που αναπτυσσόταν ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η Ελλάδα ήταν ακόμη στην ολότητά της μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρακολουθώντας τα όσα τεκταίνονται στα μεταλλεία χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής, με την πρόσφατη εμπρηστική επίθεση κατά των εγκαταστάσεων της επιχείρησης που έχει αναλάβει την εξόρυξη του χρυσού, αλλά και τη συγκέντρωση που έγινε το Σαββατοκύριακο από κατοίκους -και «αλληλέγγυους» (!)- κατά της επένδυσης.
Από όσα διάβασα δεξιά και αριστερά δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιος ακριβώς είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο κινητοποιούνται οι αντιδρώντες, οι οποίοι, όπως είδα σε βίντεο που προφανώς μοίρασαν οι ίδιοι στο διαδίκτυο, στην τελευταία ευάριθμη συγκέντρωση που οργάνωσαν κοντά στα μεταλλεία, τραγουδούσαν –μάλλον για να πάρουν… κουράγιο- το άσμα «είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς…».
Θεωρούν, πραγματικά, ότι πρόκειται για μια οικονομικά ασύμφορη για το ελληνικό δημόσιο παραχώρηση ή πιστεύουν ακράδαντα ότι οι μέθοδοι εξόρυξης θα αποβούν καταστροφικές για το περιβάλλον της περιοχής; Αν ισχύει το πρώτο και έχουν υπόψη τους κάποιον επενδυτή που θα πρόσφερε περισσότερα, να τον υποδείξουν και να συνταχθούμε όλοι μαζί τους, απαιτώντας επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, θα αρθεί το περιβαλλοντικό ζήτημα και η ανάγκη για ήπια εναλλακτική ανάπτυξη της περιοχής που θέτουν;
  Κρίνοντας, ωστόσο, από το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής –που προφανώς είναι περισσότεροι από τις περίπου χίλιες οικογένειες που μέλη τους βρήκαν δουλειά στα μεταλλεία- δεν συμμερίζεται τις ενστάσεις τους, μου δημιουργείται η αίσθηση πως οι διαμαρτυρίες δεν εδράζονται παρά σε έναν σύγχρονο «λουδιτισμό», που όσοι τον ασπάζονται, μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους καταστροφείς των πλεκτικών μηχανών στη Βρετανία των αρχών του 19ου αιώνα.
Το φαινόμενο, άλλωστε, είναι ευρέως διαδεδομένο στη χώρα μας και δυστυχώς πλειστάκις αποδεικνύεται «αποτελεσματικό». Πέρασε, για παράδειγμα, απαρατήρητο ότι στην τριεθνή συμφωνία που υπεγράφη τις προηγούμενες μέρες για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την Τουρκία στην Ιταλία, ο αγωγός TAP (Transadriatic Pipeline) προβλέπεται να διασχίσει σχεδόν ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, αλλά, πριν φτάσει στα σύνορα της Ηπείρου, κάνει παράκαμψη για να καταλήξει στην Αλβανία.
Η χάραξη αυτή αποτελεί τροποποίηση του αρχικού σχεδίου που ήθελε η μεταφόρτωση του αερίου να γίνεται από τα παράλια της Θεσπρωτίας, κοντά στα οποία προβλεπόταν να δημιουργηθεί σταθμός συμπίεσης του αερίου. Η αλλαγή της διαδρομής του αγωγού είναι «επίτευγμα» της δράσης μιας μικρής ομάδας τοπικών «Λουδιτών», οι οποίοι απειλούσαν τους μηχανικούς της ΔΕΠΑ και κινήθηκαν να βυθίσουν τα πλοιάρια που έκαναν έρευνες στη θαλάσσια περιοχή για να βρεθεί η βέλτιστη λύση που θα εκμηδένιζε τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον της περιοχής.
Οι θέσεις εργασίας που είναι βέβαιο ότι θα δημιουργούνταν επ΄ ωφελεία του τοπικού πληθυσμού, που αντιμετωπίζει από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας, όπως και τα πολύ πιθανά αντισταθμιστικά ωφελήματα, μεταξύ των οποίων θα ήταν ίσως και η δημιουργία σταθμού διανομής φυσικού αερίου στην απομονωμένη Ήπειρο, έγιναν «δώρο» στη γείτονα χώρα, την οποία ασμένως επέλεξαν οι επενδυτές, αφού και καλοδεχούμενοι είναι και μικρότερες αμοιβές θα δώσουν.
Με αυτά και πολλά άλλα, η ελληνική οικονομία, και μαζί της η δεινοπαθούσα από την ύφεση ελληνική κοινωνία, παραμένουν στην καθήλωση και επιβιώνουν χάρις τις δόσεις που εξασφαλίζουμε από τους όλο και πιο απαιτητικούς εταίρους και δανειστές, την ίδια ώρα που κάποιοι «τσαρλατάνοι», που και οι ίδιοι ζουν από τα δανεικά, υπόσχονται… θαύματα, όπως η (αυτόματη και ανέξοδη) «διαγραφή του επονείδιστου χρέους».
(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 26.2.2013)

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Η χαμένη ευκαιρία με το debate που δεν έγινε στη Συγγρού

            «Τέτοιες ανοησίες ο κ. Στουρνάρας δεν μπορεί να λέει. Θα τον καλέσουμε στη Συγγρού αν θέλει να έρθει να τον εξετάσουμε αν ξέρει καλά την οικονομική ιστορία της Ελλάδας», δήλωσε προ ημερών ο Γραμματέας της Πολιτικής Επιτροπής της ΝΔ κ. Μανώλης Κεφαλογιάννης.
Ο «γαλάζιος» γραμματέας αντέδρασε έτσι όταν κλήθηκε να σχολιάσει συνέντευξη –την οποία παραδέχθηκε ότι δεν είχε διαβάσει ακόμη- του υπουργού Οικονομικών, ο οποίος, με αρκετά παραστατικό τρόπο και συγκεκριμένα παραδείγματα για διορισμούς και άλλες σπατάλες, ανέλυε πράξεις και παραλείψεις των προηγούμενων κυβερνήσεων που οδήγησαν το 2009 στην κορύφωση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και έκαναν αναπότρεπτη την προσφυγή της χώρας στο μνημόνιο.
            Δεν ξέρω αν τελικά ο κ. Κεφαλογιάννης διάβασε τη συνέντευξη του κ. Στουρνάρα και πείστηκε ότι δεν λέει ανοησίες. Θεωρώ, όμως, ότι το γεγονός πως δεν υλοποίησε την… απειλή του να κληθεί ο υπουργός Οικονομικών για εξέταση στη Συγγρού, δεν είναι παρά μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, από τις πολλές που κρατούν καθηλωμένη την ελληνική κοινωνία και δεν επιτρέπουν την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
            Όταν κορυφαία στελέχη του κυβερνητικού χώρου, όπως είναι ο κ. Κεφαλογιάννης, δεν αναγνωρίζουν τις πραγματικές διαστάσεις των προβλημάτων που μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε τώρα και αμφισβητούν τα στοιχεία για την υπερχρέωση της χώρας που επικαλείται ο υπουργός Οικονομικών και είναι επικυρωμένα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποτυπωμένα στον προϋπολογισμό που ψήφισε η παρούσα Βουλή –και άρα και ο γραμματέας της ΝΔ-, δεν μπορεί να υπάρξει ελπίδα ανάκαμψης.
            Όσο δεν λύνονται αυτά τα ζητήματα, όχι απαραίτητα για να καταλογιστούν οι ευθύνες ενός εκάστου (που και αυτό είναι αναγκαίο), αλλά, κυρίως, για να εξαχθούν τα σωστά συμπεράσματα και να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη, στο δημόσιο διάλογο θα κυριαρχούν οι παραλυτικές θεωρίες συνωμοσίας που αποδίδουν τα πάντα στους «κακούς» ξένους που, τάχατες, επιβουλεύονταν το «οικόπεδο Ελλάς» και γι΄ αυτό μας έδιναν δανεικά με το… ζόρι.
Όσο παραμένουν εκκρεμότητες αυτού του είδους, θα βρίσκουν έδαφος οι… παραμυθίες ότι θα ξυπνήσουμε ένα πρωί και ένας «από μηχανής Θεός» θα εισβάλει στη σκηνή και θα μας φέρει πίσω μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, δουλειά, επιχειρήσεις, περιουσίες, εθνική αξιοπρέπεια και ό,τι άλλο χάσαμε στη διάρκεια αυτής της αδυσώπητης και χωρίς ορατό τέλος υφεσιακής εξαετίας που βιώνουμε.
            Αν γινόταν το debate στη Συγγρού, που πρότεινε ο κ. Κεφαλογιάννης, και, ίσως ένα ανάλογο σε καθένα από τα άλλα κομματικά επιτελεία -της Κουμουνδούρου, βεβαίως, συμπεριλαμβανόμενης- ίσως να μην δινόταν η διάσταση που επιχειρούν ορισμένοι να δώσουν στην παραδοχή από το ΔΝΤ του λάθους υπολογισμού που έκαναν οι επιτελείς του στον - «φετιχοποιημένο», πλέον- πολλαπλασιαστή της ύφεσης.
Θα μπορούσε, πιθανότατα, το εξοντωτικά αυστηρό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε, κατ΄ απαίτηση δανειστών και εταίρων, στη χώρα μας –η οποία, ας μην ξεχνάμε, είχε τη μεγαλύτερη υπερχρέωση στην Ευρώπη και, συνάμα, επί σειρά ετών τα υψηλότερα ελλείμματα τόσο στους προϋπολογισμούς της όσο και στο εμπορικό ισοζύγιό της- να ήταν ηπιότερο και να επεκτεινόταν (κάτι που -εν μέρει τουλάχιστον- ήδη έγινε) η περίοδος εφαρμογής του.
  Από εκεί, όμως, μέχρι του σημείου να καλλιεργούνται προσδοκίες για επιστροφή στο… 2008 ή μάλλον στο 2007 (αφού το 2008 είχε αρχίσει η ύφεση), η απόσταση είναι τεράστια και δεν δικαιολογεί καμία αυταπάτη ότι οσονούπω θα αποκατασταθούν συντάξεις, μισθοί και άλλα εισοδήματα ή ότι θα γίνουν νέες προσλήψεις στο δημόσιο και γενικώς θα είναι όλα ωραία και καλά. 
Όσο, λοιπόν, οι «ταγοί» αυτού του τόπου αδυνατούν να συνεννοηθούν στα στοιχειώδη και, αντί να ανασκουμπωθούν και να κοιτάξουν πως θα βάλουν επιτέλους φρένο στην ύφεση, εξακολουθούν να εμφορούνται από τις παραδοσιακές νοοτροπίες του να προσπαθεί ο ένας να φορτώσει στον άλλο την ευθύνη για τα οικονομικά ερείπια που κάθε μέρα που περνάει πολλαπλασιάζονται γύρω μας, όχι στο 2007 δεν θα επιστρέψουμε, αλλά πιο πιθανό είναι να πάμε πίσω στο… 1947!    
Γι΄ αυτό το debate που δεν έγινε στη Συγγρού επιμένω ότι ήταν μια ακόμη χαμένη ευκαιρία για να «κλείσουμε παλαιούς λογαριασμούς» και να πούμε «φτου και από την αρχή». Ευελπιστώ όχι η τελευταία…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 14.2.2013)

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Πόνος, αλλά με… δόσεις ελπίδας


Προσεγγίζοντας τις αποφάσεις του Eurogroup με την ψυχραιμία που απαιτούν οι περιστάσεις και  χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της ανάγκης της μιας πλευράς για πανηγυρισμούς ή της επιμονής άλλων στην καταστροφολογία και στη μόνιμη κινδυνολογία, δύο είναι τα στοιχεία που τις συνθέτουν: πόνος και ελπίδα.
Για όποιον δεν θέλει να έχει αυταπάτες ή να τρέφει ιδεοληπτικές εμμονές, οι αποφάσεις των εταίρων και δανειστών μας για τη μελλοντική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι μονοσήμαντες και ούτε χωρούν σε απλοϊκά ερμηνευτικά σχήματα περί απόλυτου καλού ή κακού.
Περιέχουν, αναμφισβήτητα, μεγάλες δόσεις κοινωνικού πόνου που θα προκληθεί από τη σιδηρά πειθαρχία που απαιτεί η απαρέγκλιτη εφαρμογή του επώδυνου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να επιτευχθούν τα επόμενα  χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα τέτοια που να καθιστούν το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος «βιώσιμο» και άρα αντιμετωπίσιμο.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι χωρίς την αλληλεγγύη των εταίρων μας, ο «ξαφνικός θάνατος» με τον οποίον απειλούνταν εδώ και καιρό η ελληνική οικονομία, μπορεί να θεωρείται πλέον ότι ξεπεράστηκε. Οι αποφάσεις, άλλωστε, των Βρυξελλών αυτό που κυρίως έκαναν είναι ότι έστειλαν παντού το πολυσήμαντο μήνυμα πως η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει αναπόσπαστο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Η μέγγενη, ωστόσο, των επώδυνων υφεσιακών μέτρων που καλείται να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση, συνδυάζεται, πλέον, με τις ελπίδες που καλλιεργούν οι «ανάσες» που δίνει το «κοκτέιλ» των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας που αποφασίστηκαν και δημιουργούν τις συνθήκες για να σταθεροποιηθεί η οικονομία μας και να μπει, επιτέλους, φρένο στη διαρκή αβεβαιότητα και στην περιδίνηση που προκαλεί το «σπιράλ θανάτου» στο οποίο βρισκόμαστε παγιδευμένοι την τελευταία τριετία.         
Ο δρόμος, ωστόσο, που έχει να διανύσει η ελληνική κοινωνία τα επόμενα χρόνια είναι μακρύς και δύσκολος. Είναι δρόμος που δεν στρώθηκε αίφνης με ροδοπέταλα, αλλά μπορεί, εφεξής, να θεωρείται περισσότερο βατός. Εξακολουθεί να είναι δρόμος ανηφορικός, αλλά μοιάζει, πλέον, να μην είναι αδιάβατος.
Στον περίπλοκο κόσμο που ζούμε επικρατεί το σλόγκαν ότι «δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα». Υπό αυτή την έννοια, οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας είναι, αναμφίβολα, βαριές και τα καθήκοντα που έχει η σημερινή κυβέρνηση πολύ δύσκολα.
Το κυριότερο, όμως, από τα καθήκοντα αυτά είναι να πείσει την ελληνική κοινωνία, αλλά την διεθνή κοινή γνώμη, ότι θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Και θα προχωρήσει, χωρίς περισπασμούς, σε όλες εκείνες τις αποφάσεις που θα εμπεδώνουν από τη μια το αίσθημα δικαιοσύνης στην εφαρμογή των μέτρων και από την άλλη το κλίμα εμπιστοσύνης στις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας που είναι η ώρα να βγουν μπροστά και να ηγηθούν της δύσκολης προσπάθειας που ξεκινά για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. 
Εν κατακλείδι, και πέρα από τους αδυσώπητους αριθμούς που συνοδεύουν τις αποφάσεις του Eurogroup, εκείνο που θα κρίνει την αποτελεσματικότητά τους είναι οι δόσεις ελπίδας που θα αισθανθεί η ελληνική κοινωνία ότι μετριάζουν τον αναμφισβήτητο κοινωνικό πόνο.
Και, φυσικά, η προοπτική ότι, προϊόντος του χρόνου, οι θυσίες θα πιάνουν τόπο και ο πόνος θα γίνεται όλο και μικρότερος, μέχρι να ξαναμπούμε στην ανοδική φάση και να επανέλθει η ευημερία, όχι μόνον των αριθμών, αλλά και των ανθρώπων!
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

«Τις πταίει» για την εμπλοκή;

Κάτι πάει πολύ στραβά με την περίφημη διαπραγμάτευση που υποτίθεται ότι γίνεται εδώ και μήνες ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την τρόικα. Δεκάδες φορές το τελευταίο διάστημα ακούσαμε από επίσημα χείλη την επωδό ότι «το πακέτο κλείνει», αλλά αυτό εξακολουθεί να παραμένει… «ορθάνοιχτο».
Το ένα μετά το άλλο τα «ορόσημα» που έχουν τεθεί –μια η συνεδρίαση του Eurogroup, την άλλη η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ και την παράλληλη η Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής αυτής της εβδομάδας- ξεπερνιούνται και στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται λύση για το δράμα που προκαλεί η επιδεινούμενη ημέρα με την ημέρα ύφεση που τρώει τα σωθικά της οικονομίας και της κοινωνίας.
Το δημόσιο ίσα που καταβάλει τσίμα-τσίμα τους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων και τις συντάξεις, ενώ η πραγματική οικονομία στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας, καθώς σχεδόν κανείς προμηθευτής του δημοσίου δεν πληρώνεται, προκαλώντας μια μεταδοτική ασφυξία που δοκιμάζει και τις υγιείς επιχειρήσεις.
Το χιλιοειπωμένο «φως στο βάθος του τούνελ», που επανέλαβε ως και η κυρία Μέρκελ, μοιάζει να… σβήνει τις τελευταίες μέρες, αφού, όπως αποδεικνύεται, σε όλα τα «μέτωπα» -Δημόσια Διοίκηση, Υγεία, Εργασιακά, Ασφαλιστικά- υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα για τα οποία οι εκπρόσωποι των δανειστών πιέζουν ασφυκτικά και ζητούν όλο και περισσότερα.
Αβίαστα, νομίζω, προκύπτει, το ερώτημα «τις πταίει» για τις επανειλημμένες αναβολές στην οριστικοποίηση της συμφωνίας με την τρόικα, που οι εταίροι μας έχουν αναγάγει σε απόλυτο προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της δόσης – «ανάσας» για την ελληνική οικονομία.
Είναι, άραγε, γενεσιουργός αιτία της εμπλοκής η αλαζονεία των «τροϊκανών» που, ενθαρρυμένοι, ίσως, από το γεγονός ότι οι τελευταίες κινητοποιήσεις δεν έδειξαν να έχουν την ορμή παλαιότερων, τα «θέλουν όλα» και αδιαφορούν για τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις που θα προκληθούν στις διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας;
Ή μήπως για την ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί ευθύνεται η κυβέρνηση που αρνήθηκε την πρόταση για δημιουργία εθνικής διαπραγματευτικής ομάδας, έριξε το βάρος της στην περίφημη «πολιτική λύση» και πόνταρε μονομερώς στην αποκαλούμενη «ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας» που, ενδεχομένως, έστειλε στην άλλη πλευρά το λάθος μήνυμα ότι μπορεί να γίνουν δεκτά τα πάντα;
Όπως και να έχει, αυτό που πρέπει να γίνει σαφές σε αυτή την κρίσιμη ώρα είναι ότι η κατάσταση, ως έχει, δεν πάει άλλο. Η ανασφάλεια των δημοσίων υπάλληλων έχει παραλύσει τη χώρα. Η αγωνία των συνταξιούχων –που, μην ξεχνάμε, είναι αυτοί που έδωσαν τη νίκη στον υφιστάμενο κυβερνητικό συνασπισμό- έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Οι επιχειρηματίες είναι σε απόγνωση. Όσο για τους νέους και τους πολυπληθείς ανέργους, αυτοί έχουν προ πολλού χάσει κάθε ελπίδα.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση χάνει πολύτιμο πολιτικό χρόνο, από τον ελάχιστο που, ούτως ή άλλως, διέθετε και η ζημιά που κινδυνεύει να υποστεί μπορεί να αποβεί ανήκεστος, ανεξαρτήτως ποια θα είναι, εν τέλει, η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, εφόσον αυτές παραταθούν επί μακρόν.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Οι «σωτήρες», οι λίστες και οι αυταπάτες

«Μπορείτε να μου πείτε εσείς γιατί δεν παίρνουμε τα 600 δισεκατομμύρια που μας δίνουν οι ομογενείς για να ξεχρεώσουμε;». Το ερώτημα διατυπωμένο, στο περιστύλιο της Βουλής, από τα χείλη βουλευτή της ελάσσονος αντιπολίτευσης, ξάφνιασε τη μικρή ομήγυρη δημοσιογράφων που… συνελήφθη αδιάβαστη.
Η αρχική απορία των εκπροσώπων του Τύπου, ένας από τους οποίους ήταν και ο γράφων, έγινε καγχασμός, όταν ο βουλευτής μας κατελόγισε συνυπευθυνότητα, επειδή «κρύβουμε το θέμα» με τους Ελληνοαμερικανούς που είχαν συγκεντρώσει το ποσό, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ξεπερνάει πολλές φορές την περιουσία του πλουσιότερου Αμερικανού Μπιλ Γκέιτζ. Μας υποσχέθηκε να μας στείλει το βίντεο με τη συνέντευξη που είχαν δώσει σε κανάλι της Κρήτης οι… διαμαρτυρόμενοι ομογενείς επειδή το ελληνικό κράτος δεν δέχεται τη… δωρεά τους.
Το βίντεο τελικώς δεν μας εστάλη, ίσως επειδή ο συγκεκριμένος «υπερπατριώτης» βουλευτής είχε άλλες απασχολήσεις. Τις αμέσως επόμενες ημέρες έπρεπε να ρίξει το βάρος του σε ένα άλλο θέμα, το οποίο, αυτή τη φορά, δεν έκρυψε ένας… «κακός» δημοσιογράφος, ο οποίος έγραψε ότι ο εν λόγω «εθνοπατέρας» και η οικογένεια του ήταν μεταξύ εκείνων που κατά τα δύο προηγούμενα χρόνια είχαν βγάλει μέρος από τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό.
Ο βουλευτής ισχυρίστηκε ότι τα λεφτά ήταν νόμιμα, καθώς προέρχονταν από πώληση ακινήτων και πήγαν στο εξωτερικό γιατί επρόκειτο να έχει εκεί μέλος της οικογένειας του κάποια επαγγελματική δραστηριότητα. Η δουλειά, βεβαίως, δεν έγινε, αλλά τα χρήματα έμειναν έξω και ο «πούρος» πατριώτης υποσχέθηκε ότι θα τα φέρει πίσω. Δεν το έχει κάνει ακόμη, επειδή, προφανώς, δεν έχει ξεκαθαρίσει το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» (ή, λέτε, μήπως περίμενε να έρθουν πρώτα τα… δολάρια των ομογενών;).  
Το «φιάσκο» με τα δισεκατομμύρια των εξ Αμερικής «σωτήρων» που θα απάλλασσαν, δήθεν, την Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο από το σύνολο των χρεών τους, είναι πλέον γνωστό. Στο «παραμύθι», πάντως, που ξεκίνησε από το διαδίκτυο και ορισμένα περιθωριακά μέσα ενημέρωσης, «τσίμπησαν» (από αφέλεια ή και σκοπιμότητες;) και ορισμένοι, κατά τεκμήριο, σοβαροί άνθρωποι. Μεταξύ τους και υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, με διδακτική, μάλιστα, εμπειρία σε αμερικανικό πανεπιστήμιο και ειδίκευση στα θέματα της περίφημης ΑΟΖ, που έχει αναδειχθεί σε μια ακόμη εναλλακτική πηγή για τη… «σωτηρία» μας.
Όλα αυτά θα ήταν απλές γραφικότητες, αν δεν συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ένα μεγάλο μέρος της οποίας είναι, δυστυχώς, έτοιμο να πιστέψει ο,τιδήποτε δείχνει τον εύκολο δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα της κραιπάλης με δανεικά. Βλέπετε, υπάρχουν πολλοί ανάμεσά μας που πιστεύουν ότι δεν ζούμε παρά έναν «εφιάλτη» από τον οποίο θα ξυπνήσουμε και δια μιας θα εξαφανιστούν οι συνέπειες της εξάχρονης ύφεσης που μας ταλανίζουν.
Πριν από τους «θείους από το Σικάγο» με τον πακτωλό των δολαρίων, ήταν ο Πούτιν ή και οι Κινέζοι που, υποτίθεται ότι, μας δάνειζαν, αλλά εμείς δεν τα παίρναμε γιατί, τάχατες, ήταν -κατά τη γνωστή συνωμοσιολογική θεωρία, που τείνει να γίνει εδραία πεποίθηση σε αρκετό κόσμο- «προαποφασισμένο να μπούμε στο μνημόνιο».    
 Αντίστοιχης βαρύτητας είναι, εξάλλου, και η συζήτηση που (ξανα-)άνοιξε τελευταία γύρω από διαφόρων μορφών «λίστες» που κυκλοφορούν και αφορούν είτε σε φοροφυγάδες είτε σε μεγαλοκαταθέτες που μετέφεραν, όπως ο βουλευτής που προαναφέραμε, χρήματα στο εξωτερικό, καθώς και σε πολιτικούς που καταγγέλλονται ότι πλούτισαν παράνομα και τους γίνεται έλεγχος από το ΣΔΟΕ.
Κακώς, κάκιστα, υπήρξε η χρόνια αβελτηρία ελέγχου και πάταξης όλων αυτών των φαινομένων που μαρτυρούν τη διάλυση που συνεχίζει να επικρατεί στους ελεγκτικούς μηχανισμούς της Πολιτείας. Και είναι, αναμφίβολα, εκτεθειμένο το τμήμα εκείνο του πολιτικού κόσμου που χειρίστηκε ή χειρίζεται τέτοια ζητήματα, χωρίς να φροντίζει να υπάρξει ταχεία διερεύνηση και διαλεύκανση του συνόλου των υποθέσεων, ώστε να εμπεδωθεί το αίσθημα της δίκαιης κατανομής των βαρών στη δοκιμαζόμενη κοινωνία.
Ας μην αυταπατώμεθα, όμως. Τα δημόσια έσοδα, σίγουρα, μπορεί να βελτιωθούν από την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει σε όλες τις σοβαρές χώρες του κόσμου, στις οποίες παρατηρούνται μεν φαινόμενα φοροδιαφυγής και φοροκλοπής, όπως και ξεπλύματος χρήματος ή και παράνομου πλουτισμού από ισχυρούς, αλλά δεν είναι στην έκταση που τα συναντά κανείς στη χώρα μας, εξαιτίας του διαχρονικού καθεστώτος της ατιμωρησίας.
Οι σοβαροί μελετητές του ελληνικού οικονομικού προβλήματος υποστηρίζουν με επιχειρήματα πως ακόμη και αν περιοριζόταν στα διεθνή επίπεδα η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, αυτό που μπορούσε να γίνει είναι να μετριαστούν οι περικοπές των δημοσίων δαπανών ή οι ανάγκες μας για δανειακά. Βεβαίως, δεν είναι κάτι επουσιώδες. Δεν συνιστά, όμως, και «πανάκεια» . Χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας και νέες επενδύσεις για την τόνωση της εγχώριας παραγωγής, κανένας «θείος από το Σικάγο» και καμία «λίστα» δεν θα αλλάξει τη σημερινή δυσμενή πραγματικότητα της ύφεσης και της ανεργίας.
tziovaras@protothema.gr

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Πορτογαλία: σαν σκηνές από (ελληνική) ταινία προσεχώς


Παρακολουθώ, αν και στην, πνιγμένη από πολλών ειδών σκουπίδια, εγχώρια επικαιρότητα, δεν τους δίνονται και ιδιαίτερη σημασία, τα όσα διαδραματίζονται στην –από πολλές απόψεις- πολύ κοντινή μας Πορτογαλία και βρίσκω να μοιάζουν σαν σκηνές από (ελληνική) ταινία προσεχώς.  
Θυμίζω ότι τον περασμένο Ιούνιο στην Πορτογαλία, που αντιμετώπιζε, ανάλογη με την ελληνική, οικονομική κρίση, άλλαξαν κυβέρνηση. Ο αρχηγός της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης Πέδρο Κοέλιο, υποχρέωσε τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Ζοζέ Σόκρατες, που είχε οδηγήσει τη χρεοκοπημένη χώρα του στο μηχανισμό στήριξης της «τρόικας», σε παραίτηση και, αφού μεσολάβησαν εκλογές, ανέλαβε εκείνος το τιμόνι της χώρας.
Νωρίτερα και παρά τις έντονες πιέσεις που του άσκησαν ομοϊδεάτες του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο Κοέλιο είχε αρνηθεί να συνεργαστεί με τον πρωθυπουργό Σόκρατες, ο οποίος, αφού ήπιε μόνος το «πικρό ποτήρι» των πρώτων μέτρων λιτότητας, ουσιαστικά παρέδωσε την εξουσία, αφού, με την πολιτική που είχε υποχρεωθεί να ακολουθήσει, εκλογικό χαΐρι δεν επρόκειτο να δει στις πρόωρες κάλπες που αναγκάστηκε να στήσει.
Ο κεντροδεξιός Κοέλιο διεκήρυττε προεκλογικά ότι θα «επαναδιαπραγματευόταν το μνημόνιο» και θα άλλαζε το «μείγμα πολιτικής» του προκατόχου του, σκορπίζοντας μεγαλύτερα ρίγη συγκίνησης στα πέριξ της αθηναϊκής λεωφόρου Συγγρού από ότι στο κέντρο της Λισαβόνας. Στους τέσσερις μήνες, όμως, που είναι στην εξουσία, όχι μόνον επαναδιαπραγμάτευση δεν μπόρεσε να κάνει, αλλά ήδη έχει λάβει ως τώρα δύο «πακέτα» μέτρων λιτότητας.
Στα τέλη Ιουλίου ανακοίνωσε, με το πρώτο «πακέτο», μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης (μέτρο στο οποίο στα καθ΄ ημάς τον είχε προλάβει ο Ανδρέας Λοβέρδος) και κατάργηση ή συγχώνευση δημοσίων φορέων -μεταξύ των οποίων και ένα τηλεοπτικό κανάλι- (όπως πολλάκις έχει ανακοινωθεί κι εδώ, αλλά ακόμη «παλεύεται» το ζήτημα). Στόχος, όπως είχε εξαγγελθεί, ήταν να περιοριστεί το έλλειμμα στο 5,9% στο τέλος του έτους και να λάβει η χώρα τις επόμενες δόσεις του δανείου των 78 δισ. ευρώ από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Ο περιορισμός, όμως, του ελλείμματος στο προβλεπόμενο επίπεδο αποδείχθηκε «άπιαστο όνειρο», αφού αυτό εκτινάχθηκε κοντά στο 8%,  με αποτέλεσμα «τρύπα» 3 δισ. ευρώ στον φετινό προϋπολογισμό, που οι «τροϊκανοί» απαίτησαν από τον… «εθνικά υπερήφανο» κ. Κοέλιο  να το καλύψει άμεσα, αν θέλει επόμενη δόση.
Έτσι, την περασμένη εβδομάδα ο Πορτογάλος πρωθυπουργός, μαζί με τον προϋπολογισμό του 2012, ανακοίνωσε το δεύτερο «πακέτο» λιτότητας της θητείας του, με ακόμα πιο έντονο «ελληνικό χρώμα», αφού προβλέπει περικοπές σε μισθούς και «δώρα» όσων αμείβονται με μισθό πάνω από 1.000 ευρώ, καθώς και αύξηση του ΦΠΑ σε πολλά προϊόντα από το 13% στο 23%, όπως ακριβώς, δηλαδή, έγινε και στην Ελλάδα...
«Ζούμε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης», είπε σε τηλεοπτικό διάγγελμά του ο Κοέλιο, ο οποίος –άκουσον, άκουσον!- δέχθηκε πυρά από την αντιπολίτευση ότι θα βουλιάξει ακόμη περισσότερο την πορτογαλική οικονομία στην ύφεση. Ύφεση, η οποία για φέτος προβλεπόταν στο 1,9%, αλλά θα ξεπεράσει το 2%, ενώ υπολογίζεται στο 2,2% για το 2012, έναντι θετικής ανάπτυξης 1,4% το 2010, χρονιά κατά την οποία –μην ξεχνάμε- ότι για την Ελλάδα ήταν η τρίτη συνεχόμενη με ύφεση, καθώς, με βάση τα νεότερα στοιχεία, χτύπησε πρώτη φορά την πόρτα μας το 2008.
Ένοιωσα την υποχρέωση να τα θυμίσω όλα αυτά, όχι για να (υπο-)στηρίξω την κυβέρνηση, που είναι φανερό, άλλωστε, πως έχει χάσει τον «μπούσουλα», αλλά γιατί ενοχλούμαι από «τυφλές» -δήθεν συνδικαλιστικές- κινητοποιήσεις, με στόχο να προκληθούν άμεσες πολιτικές εξελίξεις και, συνάμα,  επειδή θυμώνω με όσους δείχνουν να μη διδάχτηκαν τίποτε από τη γενικευμένη κρίση που ζούμε και εξακολουθούν να υπόσχονται «λαγούς με πετραχήλια», εξαγγέλλοντας μείωση φορολογικών συντελεστών, ως αντίδοτο στη φοροδιαφυγή και κλείνοντας το μάτι σε κάθε είδους και κάθε μορφής διεκδίκηση.
Δεν έχω κανέναν δισταγμό να αναγνωρίσω –και με τη δέσμευση του γραπτού λόγου- ότι αργά ή γρήγορα η σημερινή κυβέρνηση θα αποτελέσει παρελθόν, υπό το βάρος των μέτρων που υποχρεώθηκε να λάβει και τα οποία βρίσκονται σε διάσταση με τις ιδεολογικές επιλογές της, ενώ έρχονται σε αντίθεση με όσα προεκλογικά διεκήρυττε, αγνοώντας ή παραβλέποντας –μικρή σημασία ίσως έχει, πλέον, ποιο από τα δύο ίσχυε- την «ωρολογιακή βόμβα» που καλούνταν να παραλάβει πριν από δύο χρόνια.
Για αρκετούς, μάλιστα, φίλους της κυβερνητικής παράταξης, η επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων, θα λειτουργήσει «λυτρωτικά» για τον πολιτικό τους χώρο. Ενστερνίζομαι, εν πολλοίς, την άποψη τους, αλλά διστάζω να την υιοθετήσω, επειδή δεν είμαι βέβαιος ότι αποτελεί, τούτη τουλάχιστον την κρίσιμη ώρα, την καλύτερη λύση για τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.     

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

«Αύγουστε καλέ μου μήνα, νά ΄σουν δυο φορές το χρόνο…»

         O Αύγουστος υπήρξε ανέκαθεν ο μήνας της ανάπαυλας. Πολύ πριν ο σύγχρονος τρόπος ζωής «επιβάλει» την ανάγκη του παραθερισμού, των διακοπών και της θερινής άδειας, η φύση και για την ακρίβεια ο κύκλος της παραδοσιακής αγροτικής οικονομίας, με τον θερισμό και το αλώνισμα που είχαν τελειώσει και τη νέα σπορά που έπρεπε να περιμένει τα πρωτοβρόχια, είχε καθιερώσει τον Αύγουστο ως τον μήνα της ξεκούρασης και του γλεντιού.
        Έτσι έφτασε ως τις μέρες μας η παροιμία «Αύγουστε, καλέ μου μήνα, νά ΄σουν δυο φορές το χρόνο» που εκφράζει και σήμερα τη διάθεση που δημιουργεί στους περισσότερους εξ ημών, αφενός, η προσωρινή αποχή από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, την ίδια ώρα που, αφετέρου, ξαναζωντανεύουν τα έρημα χωριά μας και, κυρίως, τονώνεται η τουριστική «βιομηχανία» που, χωρίς αυτήν, οι ελπίδες για έξοδο από την οικονομική κρίση θα ήταν πολύ λιγότερες.
        Σε πείσμα, πάντως, της κρίσης, με χαρά διαπίστωνε κανείς αυτές τις μέρες, ότι πολύς κόσμος «βγήκε από το καβούκι του» και ξέδωσε, συμμετέχοντας σε κάθε είδους εκδηλώσεις: από ξένοιαστο «αραλίκι» στις παραλίες μας, που, παρότι δεν ήταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, έσφυζαν από ζωή, παραδοσιακά πανηγύρια και ανταμώματα, έως river parties και συναυλίες.
        Ο δεύτερος, ουσιαστικά, χρόνος λειτουργίας της Εγνατίας Οδού, που, ευτυχώς, ακόμη είναι χωρίς διόδια, έφερε και πάλι αυξημένη τουριστική κίνηση από την Βόρεια Ελλάδα στα παράλια της Θεσπρωτίας. Κίνηση που θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, ακόμη και για την ενδοχώρα του νομού, αν είχε ήδη «ανοίξει» το, πιο σημαντικό για μας, «μέτωπο» προς το Νότο, με την ολοκλήρωση τόσο της Ιόνιας Οδού που, δυστυχώς, παραμένει «παγωμένη», όσο και της Αθηνών – Πατρών που προχωράει με ρυθμούς «χελώνας».
        Δεν είναι, όμως, μόνον τα συγκεκριμένα υπερτοπικά μεγάλα έργα, που κρατούν καθηλωμένο τον μικρό μας τόπο, είναι και τα δικά μας τοπικά, με σημαντικότερα την παράκαμψη της Ηγουμενίτσας και τη σύνδεση με το μεθοριακό σταθμό στο Μαυρομάτι, που όσο μένουν στα χαρτιά τόσο θα δυσκολεύεται η ζωή όλων, ντόπιων και επισκεπτών, τουριστών και επιχειρηματιών της περιοχής.
        Τα επισημαίνω όλα αυτά όχι για λόγους μεμψιμοιρίας, ούτε για να χαλάσω την αυγουστιάτικη γιορτινή διάθεση, γκρινιάζοντας γι΄ αυτά που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και για την συνεχιζόμενη, ασυγχώρητη ως ένα μεγάλο βαθμό, καθυστέρηση που παρατηρείται
Αν αναφέρομαι σε αυτά, είναι κυρίως επειδή είμαι πεπεισμένος πως μόνον με την άμεση και ταχύτατη προώθηση των μεγάλων αυτών έργων, όσων τουλάχιστον από αυτά είναι «ώριμα», θα σπάσει ο φαύλος κύκλος της ύφεσης και της ανεργίας που αποτελεί την επιτομή της κρίσης της ελληνικής οικονομίας.
        Μπορεί οι περισσότεροι γύρω μας, μισθωτοί και συνταξιούχοι, να διαμαρτύρονται για τις περικοπές που υπέστησαν, προσωπικά δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι το άγριο πρόσωπο της οικονομικής κρίσης είναι εκείνο που βλέπουν οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται δραματικά από μήνα σε μήνα και η τάση που διαμορφώνεται προοιωνίζεται ένα δύσκολο φθινόπωρο και έναν ακόμη δυσκολότερο χειμώνα.
Χωρίς, λοιπόν, ουσιαστικά μέτρα για την ανάσχεση της ανεργίας, στόχος που μπορεί να επιτευχθεί με ένα συνεκτικό σχέδιο δημιουργίας θέσεων εργασίας, δεν πρόκειται να ξεπεραστεί η κρίση που αντιμετωπίζουμε και η οποία, όπως επανειλημμένως σημειώνω από τούτη τη στήλη, δεν είναι μόνον οικονομική, είναι πρωτίστως κοινωνική.
Όταν ο μη ενεργός πληθυσμός της χώρας είναι μεγαλύτερος από τον ενεργό και όταν σε λίγο, με το τέλος της τουριστικής σεζόν, ο αριθμός των ανέργων θα «σπάσει» το «ψυχολογικό» όριο του ενός εκατομμυρίου, όποιες –αναγκαίες, κατά τ΄ άλλα- αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και να προωθήσει η κυβέρνηση, θα έχει χάσει το μεγάλο παιχνίδι που δεν είναι άλλο από τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Και δεν χρειάζεται κανείς να είναι κοινωνιολόγος για να αντιληφθεί ότι η κοινωνική συνοχή είναι όρος απαραίτητος για την πρόοδο και την ανάπτυξη της κοινωνίας.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.