Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητσοτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητσοτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Η «κατάρα» της δεύτερης τετραετίας μπορεί να γίνει ισχυρότερη χωρίς… αντιπολίτευση


Το μεγαλύτερο καλό που έχουν οι Δημοκρατίες είναι ότι, σε αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα, όσοι αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας ξέρουν -ή οφείλουν να ξέρουν- πως το αξίωμα το οποίο κατέχουν δεν είναι ούτε ισόβιο ούτε αιώνιο. 

Για πολλούς και ποικίλους λόγους, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, η πολύχρονη παραμονή στους διαφόρους θώκους προκαλεί φθορά ακόμη και σε δημοφιλή πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, εκείνοι που μιλούν για το σύνδρομο -κατ΄ άλλους και «κατάρα»- της δεύτερης τετραετίας που αποδίδεται στο γεγονός ότι σχεδόν ποτέ -ή έστω πολύ σπάνια- κάποια κυβέρνηση καταφέρνει να επανεκλεγεί για τρίτη συνεχόμενη φορά.

Στις παραμονές των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων ρώτησα τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη αν είναι στις προθέσεις του να αποχωρήσει από το Μέγαρο Μαξίμου στο τέλος της δεύτερης θητείας του στην πρωθυπουργία. Απάντηση ουσίας δεν έλαβα. Ίσως και δικαιολογημένα διότι ήμασταν σε προεκλογική περίοδο. Χθες που, μιλώντας στον Σκάι, δέχθηκε το ίδιο ερώτημα από τη Σία Κοσιώνη και τον Παύλο Τσίμα, προτίμησε να… κλωτσήσει το τενεκεδάκι παρακάτω, ζητώντας να ερωτηθεί ξανά σε δύο χρόνια.

Δεν ξέρω αν το πρότεινε για λόγους υπεκφυγής ή επειδή έχει αίσθηση των πραγμάτων, αλλά η αλήθεια είναι ότι για κυβέρνηση που εκλέχθηκε πανηγυρικά πριν από λίγες εβδομάδες δεν είναι λίγα τα σύννεφα που μαζεύτηκαν τόσο γρήγορα στον ορίζοντα της. Εκτός από τα πρόωρα φάλτσα τριών κυβερνητικών στελεχών που… δεν έβγαλαν όλα γέλιο, η μεγάλη εικόνα δεν θυμίζει το 2019 που, παρότι ήταν λιγότερο πεπειραμένοι οι υπουργοί που διορίστηκαν τότε, η εκκίνηση εκείνης της κυβέρνησης είχε γίνει με όρους που παρέπεμψαν σε εκ των προτέρων καλοκουρδισμένη μηχανή.

Σε αυτή τη φάση, άλλα ήταν τα νομοσχέδια που είχε ανακοινωθεί προεκλογικά ότι έχουν προτεραιότητα και άλλα τώρα προηγούνται. Γιατί, για παράδειγμα, πήγαν πίσω οι προαναγγελθείσες αλλαγές στο λεγόμενο «επιτελικό κράτος» που θα έπρεπε να ήταν ώριμες; Και ποιος λόγος επέβαλε να προηγηθεί η αποσπασματική ρύθμιση για τη διευκόλυνση της ψήφου των Αποδήμων που δεν επείγει;

Αν έγινε για να εκτεθεί η αντιπολίτευση, μάλλον θυσιάζεται το μείζον για το έλασσον. Δηλαδή οι μικροκομματικοί υπολογισμοί εις βάρος της ανάγκης για μια minimum συναίνεση, εκεί που αυτή είναι απολύτως αναγκαία, όπως στην περίπτωση της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από τους Έλληνες που διαμένουν στο εξωτερικό.

Ο πρωθυπουργός στην ίδια συνέντευξη χαρακτήρισε οξύμωρο τον προεκλογικό ισχυρισμό σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνησή του θα ήταν «αντιπολίτευση του εαυτού της». Αναγνώρισε σωστά ότι «δεν επιβάλλει αυτό η θεσμική μας τάξη». Όπως επίσης και ότι «οφείλουμε να είμαστε πολύ αυστηροί, να έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά, να μην είμαστε θύματα της “γυάλινης σφαίρας” στην οποία μερικές φορές αυτό το κτίριο (σ.σ.: το Μέγαρο Μαξίμου) μετατρέπεται, να μην θεωρούμε ότι έχουμε πάντα δίκιο».

Ο ίδιος είπε ότι βάζει πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών και δεν θα συμβιβαζόταν με μία δεύτερη τετραετία που να είναι «απλά διαχειριστική» και στην οποία τα μέλη της κυβέρνησης θα κάθονται πάνω στις δάφνες της άνετης εκλογικής επικράτησης που είχε η κυβέρνησή του. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόσταση των 23 μονάδων που χωρίζουν την κυβερνητική παράταξη από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το γεγονός ότι το άθροισμα των υπόλοιπων παραδοσιακών κομμάτων υπολείπεται του σχεδόν 41% που πήρε η ΝΔ, δίνουν μεγάλο πλεονέκτημα στον κ. Μητσοτάκη και στους συνεργάτες του.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, αυτό το πλεονέκτημα της έλλειψης αξιόμαχου αντιπάλου, εξαιτίας και του κατακερματισμού της αντιπολίτευσης, μπορεί να γίνει το μεγάλο μειονέκτημα της δεύτερης κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Όχι μόνον διότι τα στελέχη της μπορεί να βάλουν χαμηλά τον πήχη, επειδή δεν προβάλει στον ορίζοντα αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Αλλά κυρίως διότι, με δεδομένη τη φάση της ομφαλοσκόπησης στην οποία έχει περιπέσει η αντιπολίτευση, το μεγαλύτερο μέρος από τα φώτα της κοινής γνώμης είναι στραμμένο στις ενέργειες της κυβέρνησης.

Επικαλούμενος και εγώ το εμβληματικό καβαφικό ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους», που θύμισε ο πρωθυπουργός όταν αναφέρθηκε στα ελληνοτουρκικά, δεν δυσκολεύεται να πω ότι η απόσυρση από το προσκήνιο της τοξικής αντιπαράθεσης που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί συνθήκες στο πολιτικό προσκήνιο που παραπέμπουν στον στίχο του Αλεξανδρινού, σύμφωνα με τον οποίο: «Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».

Κακά τα ψέματα, ο τρόπος με τον οποίο αντιπολιτευόταν ο ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη τετραετία κάθε άλλο παρά δημιουργούσε πρόβλημα στην κυβέρνηση. Το μαρτυρά, άλλωστε, το πρωτοφανές εκλογικό αποτέλεσμα με την άνοδο της κυβερνητικής παράταξης και τον ταυτόχρονο καταποντισμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Να το πούμε με ένα παράδειγμα που τώρα γίνεται πιο ευχερές; Η παβλοφικού τύπου «αλληλεγγύη» σύσσωμης της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς κάθε «μπαχαλάκια» και παραβατικό εισβολέα στους χώρους των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, θόλωνε την εικόνα της πραγματικότητας και δεν άφηνε να φανεί ότι ο διορισμός άοπλης πανεπιστημιακής αστυνομίας δεν μπορούσε παρά να αποδειχθεί μια ιδεοληπτική «τρύπα στο νερό».

Αν δεν την είχε πολεμήσει τόσο πολύ ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας, μάλιστα, ιδεολογικά χαρακτηριστικά στην αντίθεσή του, η κοινή γνώμη θα είχε μάθει ότι η ουσιαστική κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας έχει ήδη γίνει τουλάχιστον από την αρχή του τρέχοντος χρόνου όταν οι άνθρωποι που προσλήφθηκαν για αυτό τον θεσμό τοποθετήθηκαν στα τμήματα, ξεκίνησαν να εκπαιδεύονται στα όπλα και να μετατρέπονται σε ειδικούς φρουρούς της ΕΛΑΣ.

Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να υπάρχει πανεπιστημιακή αστυνομία γιατί μόνον έτσι ήξερε να αντιπολιτεύεται, καταγγέλλοντας ακροδεξιά φαντάσματα, και η κυβέρνηση μια χαρά βολευόταν προβάλλοντας το ανύπαρκτο δόγμα «νόμος και τάξη». Τώρα που η Κουμουνδούρου πασχίζει να βρει νέα/ο αρχηγό ήρθε ο Νότης Μηταράκης να πει δυνατά την αλήθεια.

Για να αποδειχθεί έτσι ότι η «κατάρα» της δεύτερης τετραετίας μπορεί να γίνει ισχυρότερη χωρίς… αντιπολίτευση. Τουλάχιστον χωρίς την αντιπολίτευση που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ τα τέσσερα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία τις πιο πολλές φορές αντιπολιτευόταν την ίδια την πραγματικότητα!

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Η αλαζονεία καραδοκεί και το «τέλος της ιστορίας» δεν επέρχεται

Είναι αναμφίβολα πολύ ευχάριστο να ακούει κανείς τον νικητή των εκλογών να διαβεβαιώνει τους πολίτες ότι θα πολεμήσει «κάθε στάση που θα περιφρονεί την εμπιστοσύνη της κοινωνίας», καθώς επίσης και ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί «καμία έπαρση και καμία αλαζονική συμπεριφορά».

Αναμφίβολο είναι επίσης ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στον οποίο ανήκουν αυτές οι διαβεβαιώσεις, δεν αποτελεί τον πρώτο θριαμβευτή της κάλπης που στην επινίκια δήλωσή του δεσμεύεται ότι θα είναι «πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων».

Κακά τα ψέματα, τέτοιες μεγαλοστομίες έχουμε ξανακούσει και άλλες φορές στο παρελθόν, όπως και τη συνοδευτική επιχειρηματολογία, που χρησιμοποίησε ο επανεκλεγείς πρωθυπουργός, σύμφωνα με την οποία «τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα και οι πολίτες, ιδίως οι πιο αδύναμοι, πρέπει να αισθάνονται το κράτος δίπλα τους σε κάθε δυσκολία».

Οι Έλληνες ψηφοφόροι με την ετυμηγορία της περασμένης Κυριακής έδωσαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη σχεδόν όλα όσα τους ζήτησε. Του έδωσαν, κατ΄ αρχάς, μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 158 εδρών που είναι μέσα στις προδιαγραφές της ασφαλούς αυτοδυναμίας που είχε εκφράσει ο ίδιος ως επιθυμητή προσδοκία. Τοποθέτησαν, κατά δεύτερον, απέναντί του την πιο κατακερματισμένη και, ως εκ τούτου, την πλέον αποδυναμωμένη αντιπολίτευση που έχει υπάρξει στα κοινοβουλευτικά χρονικά της Μεταπολίτευσης.

Η παρουσία επτά διαφορετικών κομμάτων στα έδρανα της αντιπολίτευσης μπορεί από μια πρώτη ματιά να θεωρηθεί ως έκφραση του πλουραλισμού που ενδεχομένως επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, στην πράξη, όμως, έχει αποδειχθεί ότι ο κατακερματισμός λειτουργεί περισσότερο υπέρ της κακοφωνίας παρά συμβάλλει στην πολυφωνία.

Είναι, τυχαίο, άραγε, ότι στις περισσότερες ώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο αριθμός των κομμάτων που διαδραματίζουν ρόλο στα τεκταινόμενα είναι δύο με τρία ή το πολύ τέσσερα; Όπως, επίσης και ότι χώρες πολύ μεγαλύτερες πληθυσμιακά από τη δική μας θέτουν ως κατώφλι για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση το 5% αντί του 3% το οποίο έχουμε εμείς;

Στην προκειμένη περίπτωση, τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα εξαιτίας του γεγονότος ότι ρόλο αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη διεκδικούν κόμματα που στο σύνολό τους είναι αποδυναμωμένα και, ας είμαστε ειλικρινείς, ανίκανα να αρθρώσουν, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, πειστική εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Τα περισσότερα, άλλωστε, είναι προσωποπαγείς σχηματισμοί που χωρίς τον αρχηγό τους στο τιμόνι παύουν να υφίστανται την αμέσως επόμενη στιγμή. Σκεφτείτε λίγο τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Τσίπρα, τους Σπαρτιάτες χωρίς τον Κασιδιάρη, την Ελληνική Λύση χωρίς τον -«επιχειρηματία», κατά δήλωσή του- Βελόπουλο ή την Πλεύση Ελευθερίας χωρίς τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ειλικρινά δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι για τη νεοδημοκρατική πλειοψηφία, η οποία σχηματίστηκε από την κάλπη της Κυριακής, να αποφύγει τη διαχρονική παγίδα της αλαζονείας που καραδοκεί. Και η οποία βρίσκει, σε όλες τις εποχές και σε όλα τα καθεστώτα, περισσότερο πρόσφορο έδαφος όταν οι ασκούντες την εξουσία αισθάνονται ότι δεν απειλούνται με απώλεια των θώκων στους οποίους έχουν θρονιαστεί.

Οι περισσότεροι εξ αυτών υποπίπτουν σε ένα θανάσιμο λάθος, από το οποίο η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι ελάχιστοι καταφέρνουν να απεγκλωβιστούν. Ποιο είναι αυτό; Είναι η (ψευδ)αίσθηση ότι η εξουσία αποτελεί αιώνια κατάκτηση. Με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι θα την έχουν για πάντα. Τα παραδείγματα από την εγχώρια αλλά και τη διεθνή Πολιτική, όπως και από την ίδια τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της, που διέπονται από ιεραρχικές σχέσεις, είναι μυριάδες.

Είναι συνήθεις οι ισχυρισμοί για το «τέλος της ιστορίας» που υποτίθεται ότι επέρχεται εξαιτίας της επικράτησης ενός προσώπου ή και μια κατάστασης. Πόσες φορές στο πρόσφατο και στο απώτερο παρελθόν δεν ακούσαμε για το «Imperium», δηλαδή την «απόλυτη κυριαρχία» κάποιων αρχηγών, οι οποίοι στην πρώτη στροφή της ιστορικής εξέλιξης απεδείχθησαν απολύτως αναλώσιμοι. Όπως λέει άλλωστε και η γνωστή στερεότυπη ρήση, «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους».

Κάντε ένα γρήγορο flash back στα πρόσωπα που είχαν πρόσκαιρα κεντρικό ρόλο στα πολιτικά τεκταινόμενα της τελευταίας δεκαπενταετίας και φανταστείτε πόσοι από αυτούς είχαν διάρκεια τέτοια που να τους εξασφαλίζει «διαβατήριο» για να περάσουν στις δέλτους της Ιστορίας. 

Αρκεί ίσως μόνον να σταθεί κάποιος σε ορισμένους που αυτοπροβάλλονταν ως «άχαστοι» και οι οποίοι, ενώ δεν προλαβαίνουν να μετρούν ήττες, επιμένουν να μην απαλλάσσουν τον δημόσιο βίο από την τοξική παρουσία τους.

Γι΄ αυτό, λοιπόν, μακάρι να εννοεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσα υποστήριξε μετά τη νέα εκλογική νίκη που κατέκτησε περί της διάθεσής του να πατάξει φαινόμενα έπαρσης και αλαζονείας. Ας μας επιτρέψει, όμως, να δυσπιστούμε, κρίνοντας, αφενός, από κάποια σημάδια της πρώτης τετραετίας και αναλογιζόμενοι, αφετέρου, τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η απουσία αξιόπιστης αντιπολιτευτικής πρότασης με χαρακτηριστικά εναλλακτικής λύσης.

Καλώς εχόντων των πραγμάτων, εδώ θα είμαστε!

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Πολυφωνία ή κατακερματισμός; Δύο όψεις του ίδιου διλήμματος στην κάλπη της Κυριακής

Σε λίγες ώρες ολοκληρώνεται μια από τις πλέον ιδιότυπες προεκλογικές περιόδους των τελευταίων 180 χρόνων κατά τα οποία γίνονται βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα.

Όσο και αν είναι αλήθεια ότι είχε τις δικές της ιδιαιτερότητες η καθεμιά από τις περίπου 70 φορές που οι Έλληνες κληθήκαμε, από το 1843 και εντεύθεν, στις κάλπες για να εκλέξουμε τα μέλη της Εθνικής Αντιπροσωπείας, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η εκλογική διαδικασία που ολοκληρώνεται την προσεχή Κυριακή θα καταλάβει μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις αναμετρήσεις που διεξήχθησαν από την καθιέρωση των κοινοβουλευτικών θεσμών στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία.

Με απόλυτο ρεαλισμό και χωρίς διάθεση να προκαταλάβουμε την ψήφο των Ελλήνων, νομίζω ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα που λέει ότι είναι η πρώτη φορά στην ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία που όλοι είμαστε βέβαιοι για το κόμμα που θα αναδειχθεί πρώτο από τις κάλπες και ο αρχηγός του τη Δευτέρα θα λάβει εντολή για να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση. Όποιος είναι δύσπιστος δεν έχει παρά να αναζητήσει το σποτ του Παύλου Πολάκη με το οποίο ο «αψύς Σφακιανός» κάνει απεγνωσμένη έκκληση στο θυμικό των ψηφοφόρων για τη… σωτηρία της βουλευτικής έδρας του στα Χανιά.

Η απειλή να μείνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χωρίς έδρα στην περιφέρεια που πολιτεύεται ο κ. Πολάκης είναι πολύ μεγάλη. Όπως το ίδιο θα συμβεί και σε αρκετές άλλες περιφέρειες, ακόμη και αν πετύχει τον άθλο να διατηρήσει τα ίδια ποσοστά που πήρε τον περασμένο μήνα. Όλα τα προγνωστικά λένε ότι η θηριώδης διαφορά η οποία χώριζε το πρώτο από το δεύτερο κόμμα πριν από πέντε εβδομάδες, που έγιναν οι προηγούμενες εκλογές, είναι πιθανότερο να αυξηθεί παρά να μειωθεί.

Η συγκεκριμένη παραδοχή, πάντως, δηλαδή η αναγνώριση ότι η Νέα Δημοκρατία θα αποσπάσει στην επαναληπτική κάλπη ποσοστό που θα της εξασφαλίζει αυτοδυναμία, την οποία θα κατακτήσει -βρέξει, χιονίσει- αν μείνει βρεθεί στην περιοχή του 40% -στις 21 Μαΐου είχε 40,79%- δεν σημαίνει ότι δεν μετράει και η τελευταία ψήφος που θα πέσει στην κάλπη. Εξάλλου, πέρα από την εξασφαλισμένη νεοδημοκρατική πρωτιά, την ερχόμενη Κυριακή θα κριθούν και άλλα ζητούμενα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης.

Το εύρος της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας που θα διαθέτει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα από αυτά. Για παράδειγμα, με το ίδιο ποσοστό που έλαβε στις τελευταίες εκλογές, η κεντροδεξιά παράταξη θα εξέλεγε 171 βουλευτές, επειδή ήταν πολύ υψηλό το ποσοστό των κομμάτων που δεν κατάφεραν να περάσουν το όριο του 3% για να εκλέξουν βουλευτές. Οι εκτός Βουλής σχηματισμοί έφθασαν στο 16,01% επί του συνόλου του εκλογικού σώματος που είναι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά των μεταπολιτευτικών χρόνων.

Οι προβλέψεις για τις επερχόμενες κάλπες θέλουν το ποσοστό αυτό να περιορίζεται, εξαιτίας του γεγονότος ότι, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, τον πήχη για την εκλογή βουλευτών μπορούν να περάσουν επιπλέον δύο -ή ίσως και τρία- κόμματα. Με μικρότερες ή μεγαλύτερες αξιώσεις, την πόρτα της επόμενης Βουλής, πέραν της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και της Ελληνικής Λύσης, που πέρασαν το κατώφλι τον Μάιο, κρούουν αυτή τη φορά η Πλεύση Ελευθερίας, η Νίκη και ενδεχομένως το μόρφωμα «Σπαρτιάτες» που έλαβε τις ευλογίες του έγκλειστου στις φυλακές πρώην χρυσαυγίτη βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη.

Οι απόψεις για το κατά πόσο είναι υγιής προοπτική για τη Δημοκρατία ένας τέτοιος κατακερματισμός διίστανται. Στο όνομα της πολυφωνίας, ορισμένοι θεωρούν θετικό γεγονός την είσοδο πολλών κομμάτων στη Βουλή. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, ωστόσο, αν και εισήγαγε την απλή αναλογική, που αυτός ακριβώς ο ρόλος της, να εξασφαλίζει δηλαδή ότι θα ακούγονται περισσότερες φωνές στο κοινοβουλευτικό ημικύκλιο, εμφανίστηκε πρόσφατα μετανοημένος. Υποστήριξε ότι «η ΝΔ θέλει μια επτακομματική ή οκτακομματική Βουλή, γραφική και απαξιωμένη». Και γι΄ αυτό ο ίδιος κάλεσε «κάθε προοδευτικό και δημοκρατικό πολίτη να αποτρέψει αυτή την τρομακτική εκδοχή, στην κάλπη».

Αν το καλοσκεφθούμε, βεβαίως, η είσοδος πολλών μικρών κομμάτων στη νέα Βουλή μάλλον θα πλήξει παρά θα ευνοήσει τη Νέα Δημοκρατία. Από τη μια, κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα περιοριστεί ο αριθμός των βουλευτών που θα συγκροτούν την επόμενη πλειοψηφία. Με τα εκτός Βουλής κόμματα στο 1% η ΝΔ με, π.χ., 41% θα εκλέξει 154 βουλευτές. Ενώ αν το άθροισμα των ψήφων που δεν θα μετατραπούν σε έδρες φθάσει στο 10% τότε η γαλάζια πλειοψηφία θα απαρτίζεται από 164 βουλευτές. Με λίγα λόγια, το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη θα προσποριστεί επιπλέον δέκα έδρες που θα κάνουν πολύ πιο άνετη την πλειοψηφία του.

Από την άλλη, μια Εθνική Αντιπροσωπεία με οκτώ ή και εννέα κόμματα, έναντι έξι που εκπροσωπούνταν την προηγούμενη τετραετία 2019-2023, είναι εύκολο να αντιληφθεί όποιος ενδιαφέρεται για την ποιότητα του κοινοβουλευτικού διάλογου ότι δεν θα είναι καθόλου λειτουργική. Κάντε εικόνα μια προσεχή συζήτηση των πολιτικών αρχηγών που θα ξεκινά με ομιλία του πρωθυπουργού και θα πρέπει να τοποθετηθούν αλληλοδιαδόχως άλλοι οκτώ ηγέτες και ηγετίσκοι, οι οποίοι θα διαγκωνίζονται και μεταξύ τους για το ποιος θα εκστομίσει την εντυπωσιακότερη ατάκα ώστε να κερδίσει τις εντυπώσεις, προτού ξαναπάρει τον λόγο ο επικεφαλής της κυβέρνησης για να απαντήσει στις αιτιάσεις που θα δεχθεί από τόσες διαφορετικές κατευθύνσεις. Πόσοι άραγε συμπολίτες μας θα έχουν την… υπομονή να περιμένουν να τον ξανακούσουν;

Ας τα έχουμε όλα αυτά υπόψιν μας την Κυριακή που θα πάμε να ψηφίσουμε. Γιατί απαιτείται να πάμε. Και ας ψηφίσει ο καθένας με βάση τις προτιμήσεις και τη συνείδησή του, όπως ακριβώς επιτάσσουν οι κανόνες λειτουργίας ενός δημοκρατικού Πολιτεύματος.

Υ.Γ.: Α, και κάτι τελευταίο. Τρίτη κάλπη για να ξαναδιορθώσουμε την ψήφο μας όσοι μετανιώσουμε και πάλι γι΄ αυτή, δεν προβλέπεται να υπάρξει.

Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Τέλος εποχής (;) για τη… μνημονιακή παράνοια

Είτε το δει κάποιος ως θρίαμβο του Κυριάκου Μητσοτάκη, είτε το προσεγγίσει ως βατερλώ του ΣΥΡΙΖΑ, το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα συνιστά χωρίς υπερβολή έναν ιστορικών διαστάσεων πολιτικό σεισμό, που όμοιός του δεν έχει καταγραφεί στα κοινοβουλευτικά χρονικά του τόπου μας. Και που, κατά πάσα πιθανότητα, συνιστά το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, της εποχής της μνημονιακής παράνοιας.

Είναι, άλλωστε, χωρίς προηγούμενο, τουλάχιστον στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η διπλή παραδοξότητα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης που συνθέτουν από τη μια η εντυπωσιακή ενίσχυση της εκλογικής απήχησης του κόμματος που ασκούσε επί μια τετραετία -και τι τετραετία!- την εξουσία και από την άλλη η ραγδαία φθορά την οποία υπέστη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρά ταύτα και χωρίς τη διάθεση διεκδίκησης ρόλου μετά Χριστόν προφήτη, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν πέσαμε από τα σύννεφα όλοι όσοι ήμασταν αποδέκτες των δημοσκοπικών ευρημάτων.

Οι προσεισμικές δονήσεις που προοιωνίζονταν τον επερχόμενο μεγάλο σεισμό ήταν παραπάνω από αισθητές για όποιον δεν μετέτρεπε την επιθυμία του σε πραγματικότητα, δεν είχε αυταπάτες και δεν είχε καταληφθεί από ψευδαισθήσεις, όπως αυτές που πλήρωσε πανάκριβα η χώρα μας μετά τις πρώτες εκλογές του 2015 και πριν από την κωλοτούμπα που ακολούθησε το επόμενο καλοκαίρι.

«Αν επιβεβαιωθούν από την κάλπη αυτά που βλέπουμε στις έρευνες, πίστεψέ με ότι το βράδυ της 21ης Μαΐου όλοι οι Έλληνες θα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το κοινό exit poll που θα δώσουν όλες μαζί οι δημοσκοπικές εταιρίες», έλεγε στον γράφοντα την πρώτη βδομάδα μετά την επίσημη προκήρυξη των εκλογών ο βασικός εκλογικός αναλυτής της κυβερνητικής παράταξης.

Ο συνομιλητής μου συνόδευσε αυτή την άκρως προφητική, όπως περίτρανα αποδείχθηκε κατά τη χθεσινή εκλογική διαδικασία, εκτίμηση με την απορία του για τις ακραίες επιθέσεις που είχε εξαπολύσει εκείνες τις μέρες η Κουμουνδούρου εναντίον των εταιριών που έκαναν μετρήσεις. 

«Η πιάτσα είναι πολύ μικρή και ξέρουμε ότι και ο Τσίπρας παίρνει τα ίδια ακριβώς στοιχεία τα οποία παίρνουμε κι εμείς», παρατηρούσε. «Επειδή αποκλείω να του τα κρύβουν οι συνεργάτες του, αναρωτιέμαι ειλικρινά τον λόγο για τον οποίο συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχουν…», συμπλήρωνε.

Το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και ο στενός πυρήνας των συνεργατών του στην Κουμουνδούρου ήταν ενήμεροι για τα δημοσκοπικά ευρήματα επιβεβαίωναν το ίδιο διάστημα σε κατ΄ ιδίαν συνομιλίες τους οι περισσότεροι από τους υπεύθυνους των εταιριών ερευνών. Οι ίδιοι, μάλιστα, παραδέχονταν ότι είχαν διαμηνύσει στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «εύρισκαν τον ΣΥΡΙΖΑ κοντά στο 20%».

Επειδή, όμως, φοβούνταν ότι θα αυξανόταν το ούτως ή άλλως ασύλληπτο «μπούλινγκ» το οποίο δέχονταν -και με καταγγελίες περί διαπλοκής με την κυβέρνηση- όσοι έδειχναν ότι η ψαλίδα της διαφοράς με τη ΝΔ διαρκώς άνοιγε, για να φυλάξουν τα νώτα τους, έδιναν στον ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερα ποσοστά από αυτά που είχε το δείγμα τους. 

Στην Κουμουνδούρου, μάλιστα, είχαν επίγνωση αυτού του γεγονότος, αλλά αντί να κάνουν κάτι για να διορθώσουν τη λάθος πορεία που είχαν χαράξει, καλούσαν τις εταιρίες να δώσουν στη δημοσιότητα τα πρωτογενή ευρήματά τους, δηλαδή χωρίς τις σταθμίσεις με τις οποίες ουσιαστικά η δύναμη της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανιζόταν να είναι μεγαλύτερη από την πραγματική που διαπίστωναν οι έρευνες.

Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι προβλέψεις των δημοσκόπων έπεσαν εντελώς έξω σε αυτές τις εκλογές. Και αυτό, κακά τα ψέματα, αποτελεί αναμφισβήτητα μια μεγάλη αλήθεια που δεν πρέπει να μας αφήσει αδιάφορους. 

Μέχρι την τελευταία στιγμή έδιναν το προβάδισμα της ΝΔ να κυμαίνεται από τις 5 έως τις 7 ποσοστιαίες μονάδες και εντέλει η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν τριπλάσια, αφού ξεπέρασε τις είκοσι μονάδες. 

Βρήκαν, βεβαίως, σε γενικές γραμμές τη σειρά κατάταξης των κομμάτων, αλλά αυτό δεν είναι παρήγορο και ούτε μπορεί να αποτελέσει «άλλοθι» για το γεγονός ότι υπέκυψαν στον εκβιασμό.

Όπως και να έχει, πάντως, το βασικό ζήτημα το οποίο αναδείχθηκε από τις χθεσινές κάλπες δεν είναι τα φοβικά σύνδρομα των δημοσκόπων. Είναι η στάση και η συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ που κατέρρευσαν με τον ίδιο παταγώδη τρόπο με τον οποίο κατέρρευσαν τα εκλογικά του ποσοστά. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι καθυστέρησε να έρθει αυτή η ώρα. 

Στα ένδεκα χρόνια που παρήλθαν από τη μετεωρική ανέλιξη που εμφάνισε το συγκεκριμένο κόμμα μετά τις εκλογές του 2012, στις οποίες πιστοποιήθηκε η διάλυση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, οι άνθρωποι που το στελέχωσαν πορεύτηκαν με πρωτοφανή ερασιτεχνισμό και ασύλληπτη θρασύτητα.

Ενώ υιοθέτησαν τις χειρότερες μορφές του παλαιοκομματισμού, από αποστασίες και ρουσφέτια έως εξαγορές ψήφων, εμφανίζονταν να διαθέτουν το διαβόητο, πλέον, «ηθικό πλεονέκτημα» που οι ίδιοι απένειμαν στους εαυτούς τους. Κουνούσαν το δάκτυλο στους αντιπάλους τους, ενώ οι ίδιοι είχαν ακολουθήσει τις πλέον αντιλαϊκές πολιτικές της περιόδου των Μνημονίων, με αποκορύφωμα το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας μέσω του Υπερταμείου.

Όλα αυτά τα χρόνια παρίσταναν τους δήθεν προοδευτικούς, αλλά δεν είχαν πρόβλημα να κανακεύουν και να συνεργάζονται με τα πλέον συντηρητικά στοιχεία του πολιτικού φάσματος, φθάνοντας μέχρι του σημείου να απορροφήσουν το σύνολο των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Παρίσταναν τους πολέμιους των ακροδεξιών, αλλά δεν εύρισκαν αίθουσα για να δικάσουν τους εγκληματίες της Χρυσής Αυγής, αφού θεωρούσαν τις ψήφους τους ευπρόσδεκτες, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καλούν ανερυθρίαστα τους οπαδούς του Κασιδιάρη να προτιμήσουν τη δική τους κάλπη.

Έχασαν τις εκλογές του 2019 αλλά δεν διδάχθηκαν τίποτε. Συνέχισαν να πολιτεύονται και ως αξιωματική αντιπολίτευση με τον ίδιο αρνητισμό που είχαν προτού γίνουν κυβέρνηση. Δεν ήθελαν ή ίσως δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι οι καιροί είχαν αλλάξει. 

Επιδίδονταν -και αυτό ήταν το μόνο τους ταλέντο- σε δολοφονίες χαρακτήρα των πολιτικών τους αντιπάλων και οποιουδήποτε άλλου τους ασκούσε κριτική, που με αναίδεια τον αποκαλούσαν «πετσωμένο».

Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μια ανορθογραφία την οποία μας κληρονόμησαν οι ακραίες μνημονιακές πολιτικές που δοκίμασαν την κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα που χρεοκόπησε. 

Με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που είχε η τετραετία που πέρασε, φάνηκε στη διάρκειά της ότι οι ακραίες μνημονιακές πολιτικές είναι πλέον παρελθόν. 

Παρά τις δυσκολίες της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, τα εισοδήματα των Ελλήνων αυξήθηκαν και πολλοί συμπατριώτες μας βρήκαν δουλειές. Σίγουρα δεν λύθηκαν τα προβλήματά μας. 

Με την ίδια σιγουριά, όμως, μπορούμε να πούμε ότι τα χθεσινά εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι η πλειονότητα των Ελλήνων δεν βολεύεται με την παράνοια την οποία βιώσαμε τα μνημονιακά χρόνια και εκφράστηκε με τις αντιφάσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, καλλιέργησαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του.

Υπό αυτή την έννοια, η κατάρρευση του αφηγήματός τους που αναδείχθηκε μέσα από τις χθεσινές κάλπες συνιστά το τέλος μιας ολόκληρης εποχής και την απαρχή μιας νέας. 

Η οποία, ας ελπίσουμε, ότι θα χαρακτηριστεί από την αλήθεια και την επαναφορά στην κανονικότητα της κοινής λογικής και της στοιχειώδους συνεννόησης. Και γι΄ αυτά που λέμε. Και γι΄αυτά που εννοούμε.

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Ποιος είναι ο γκαντέμης και ποιος ο προληπτικός

Την παραμονή της τελευταίας προεκλογικής ομιλίας που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο Σύνταγμα πριν από τις θριαμβευτικές για τον ίδιο και το ΠΑΣΟΚ εκλογές του Οκτωβρίου του 1981, η πρόβλεψη της μετεωρολογικής υπηρεσίας έδειχνε βροχή. Πλην, όμως, η πρόβλεψη αυτή δεν επιβεβαιώθηκε.

Γι΄ αυτό και ο ξεχωριστός, από κάθε άποψη, πολιτικός αυτός ηγέτης, μόλις βγήκε στην εξέδρα, ξεκίνησε την ομιλία του με την επική φράση ότι «ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ έδωσε μάχη με το μετεωρολογικό δελτίο και το κέρδισε». 

Το μεγάλο πλήθος του κόσμου, το οποίο είχε κατακλύσει στην πλατεία για να τον ακούσει, παραληρούσε από την υψηλή αίσθηση του χιούμορ με την οποία ο χαρισματικός πολιτικός σχολίασε το γεγονός ότι το κέντρο της Αθήνας ήταν λουσμένο από το φως ενός υπέροχου φθινοπωρινού ήλιου.

Το περασμένο Σάββατο που ο καιρός ήταν βροχερός στη Βόρεια Ελλάδα, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας από τη Θέρμη, μια περιοχή έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου περιόδευε, ξεκίνησε την ομιλία του, που ήταν η πρώτη της επίσημης προεκλογικής περιόδου, λέγοντας: «Ούτε η βροχή ούτε κανένα καιρικό φαινόμενο δεν μπορεί να σταματήσει τον ενθουσιασμό και τη μεγάλη επιθυμία να έρθει η αλλαγή στη χώρα μας».

Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Αμέσως μετά συμπλήρωσε: «Σήμερα είναι μία σπουδαία ημέρα. Σήμερα που ο Μητσοτάκης ανακοίνωσε την προσφυγή στις κάλπες έγινε σεισμός στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη βρέχει από το πρωί». 

Αναλογιζόμενος, ίσως, ότι οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν ήταν ούτε ορθολογικοί, ούτε αριστεροί, έσπευσε να συνεχίσει, υποστηρίζοντας: «Δεν είμαι προληπτικός, δεν πιστεύω στις προλήψεις, αλλά καλού κακού στις 21 του Μάη μαζί με την ψήφο μας θα σπάσουμε και το ρόδι, για να έρθει καινούργια μέρα στον τόπο, να ανασάνει η κοινωνία, να ξεφύγουμε από μία πολιτική που τα δίνει όλα στους ισχυρούς». 

Για κάποιον -όχι και τόσο περίεργο- λόγο, όμως, φαίνεται ότι τα όσα είπε ο πρώην πρωθυπουργός σε εκείνη στην ομιλία του φάνηκαν ότι «έπιασαν τόπο» και έτσι τρεις μέρες αργότερα όταν βρέθηκε στο πρωινάδικο της τηλεόρασης του Alpha και ρωτήθηκε σχετικά από την Σταματίνα Τσιμτσιλή, μιλώντας σε άψογη συριζαϊκή διάλεκτο, είπε τα εξής εκπληκτικά: 

«Ξέρετε, γενικά έχω χιούμορ και μ’ αρέσει όταν μιλάω πλατιά στον κόσμο, να σπάω και λίγο την… απεύθυνσή μου στον κόσμο, να μη μιλάω μονάχα για τα πολύ μεγάλα και σημαντικά, να κάνουμε και λίγο χιούμορ…».

Και αφού διευκρίνισε για μια ακόμη φορά ότι δεν είναι «καθόλου προληπτικός» και δεν πιστεύει σε όλα αυτά, δεν έχασε την ευκαιρία να πει: «Έχει βγει το όνομα στον κ. Μητσοτάκη, είναι αλήθεια, όπως είχε βγει και στον συγχωρεμένο τον πατέρα του το όνομα. Αλλά νομίζω εν πάση περιπτώσει ότι η χώρα χρειάζεται μια μεγάλη αλλαγή και έτσι είπα να σπάσουμε και το ρόδι, εν πάση περιπτώσει, να μη μας βρει άλλη κακοτυχία…».

Για να πείσει, μάλιστα, ότι δεν είναι προληπτικός -που να ήταν κιόλας!- διευκρίνισε αμέσως μετά: «Εγώ έμεινα τρεις μέρες στην Κέρκυρα, τις δυο είχε ηλιοφάνεια όσο ήμουν...». 

Δύο μέρες αργότερα, εξάλλου, στο πρωινάδικο του ANT1 αυτή τη φορά, επανήλθε για να επαναλάβει την ίδια ατάκα που φαίνεται να του άρεσε: «Να σπάσουμε το ρόδι στις 21 του Μάη να μη μας βρούνε άλλα δεινά», είπε.

Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι χειρότερο: να πιστεύει, πράγματι, ο κ. Τσίπρας ότι ο πολιτικός του αντίπαλος είναι όντως γκαντέμης και προκαλεί κακοτυχία στη χώρα με σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς ή απλώς να λέει όσα λέει για το… σπασμένο ρόδι επειδή δεν έχει πρόβλημα να ψαρεύει σε θολά νερά, καλλιεργώντας τα πιο χαμηλά ένστικτα με τα οποία λειτουργεί μια αξιοσημείωτη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας;

Ό,τι, πάντως, κι αν ισχύει από τα δύο, η αλήθεια είναι πως η μέχρι στιγμής πολιτική πραγματικότητα μαρτυρεί ότι οι δοξασίες για την καλοτυχία του Αλέξη Τσίπρα και την κακοτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν βρίσκουν έρεισμα. 

Δεν χρειάζεται να συμπαθεί κανείς τον τελευταίο για να αναγνωρίσει ότι από τους πρώτους μήνες του 2016 που ο επονομαζόμενος «γκαντέμης» αναδείχθηκε στην ηγεσία της ΝΔ, προπορεύεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις και, διαψεύδοντας τις κάθε είδους προλήψεις, έβαλε τέρμα στην πολιτική κυριαρχία του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε πείσμα της δημόσιας εκφρασμένης πεποίθησης του πρώην πρωθυπουργού ότι δεν υπήρχε ούτε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο να χάσει από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο αρχηγός της συντηρητικής παράταξης -που θα δικαιολογούνταν να ήταν και προληπτικός…- τον κέρδισε κατά κράτος στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 2019. Και όλα τα προγνωστικά δείχνουν ότι το ίδιο θα συμβεί και στην επερχόμενη εκλογική μάχη της 21ης Μαΐου.

Ίσως γιατί στην πολιτική, όπως, εξάλλου, και στη ζωή, ο κρίσιμος παράγων που κινεί τους τροχούς της Ιστορίας δεν είναι ούτε τα ρόδια, ούτε τα γούρια. Είναι η δουλειά του καθενός και ο τρόπος που αυτή αποτιμάται από τους πολίτες.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Εφάπαξ ή μόνιμες; Ποιες είναι οι καλύτερες «παροχές»;

Παρόλο που οι ειδικοί λένε ότι οι ψηφοφόροι ψηφίζουν περισσότερο με κριτήριο την προσδοκία γι΄ αυτά που περιμένουν να γίνουν μετά τις εκλογές και λιγότερο ως «ευγνωμοσύνη» για τα πεπραγμένα πριν από τις κάλπες, δεν υπάρχει κυβέρνηση στη χώρα μας που τα πολλά τελευταία χρόνια να απέφυγε τον πειρασμό των προεκλογικών παροχών.

Το μοτίβο είναι ακριβώς το ίδιο, όπως και αν η ευφάνταστη ευρηματικότητα της εκάστοτε κυβέρνηση βαπτίζει τα μέτρα που λαμβάνονται παραμονές των εκλογών. 

Είτε αποκληθούν «ικανοποίηση δικαίων λαϊκών αιτημάτων», είτε χαρακτηριστούν «πολιτικές στήριξης της ελληνικής κοινωνίας στις οποίες δεν νομίζω κανείς να διαφωνεί ή να υποστηρίζει ότι είναι περιττές», όπως δικαιολόγησε τα τελευταία μέτρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, η ψηφοθηρική διάσταση ανακοινώσεων που γίνεται εν μέσω προεκλογικής περιόδου δεν αλλάζει.

Κακά τα ψέματα, πρόκειται για κάτι που μοιάζει με… προπατορικό αμάρτημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ένα αμάρτημα, το οποίο, παρά τον οξύ τρόπο που αντιδρά όταν είναι στην αντιπολίτευση και τις περί του αντιθέτου δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αποτινάξει όταν έρχεται στην εξουσία και κρατά στα χέρια της τα κλειδιά του κρατικού θησαυροφυλακίου.

Ειδικά επιδόματα, έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις, διευκολύνσεις αποπληρωμής υποχρεώσεων, απαλλαγές προστίμων, τακτοποιήσεις «αυθαιρέτων» περιλαμβάνονται σταθερά στην ημερήσια διάταξη κάθε προεκλογικής περιόδου. Δεν έλειψαν σχεδόν ποτέ και, φυσικά, δεν λείπουν ούτε από την τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Οι δικαιολογίες πάντα εφευρίσκονται.

Για παράδειγμα, ο κ. Οικονόμου δικαιολόγησε το τελευταίο κύμα παροχών με τον ισχυρισμό ότι «βρισκόμαστε σε μια περίοδο δοκιμασίας για μεγάλα κοινωνικά στρώματα, εξαιτίας των εξωγενών κρίσεων» και «είναι μέτρα τα οποία γίνονται από το περίσσευμα της οικονομίας και όχι από την υπερφορολόγηση ή από τα δανεικά…».

Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης επιχείρησε, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, να πάρει θέση στη συζήτηση που έχει ανοίξει για το κατά πόσο είναι προτιμητέες οι εφάπαξ παροχές σε σύγκριση με τις μόνιμες. 

Η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για παράδειγμα, επιμένει να κατηγορεί τη σημερινή κυβέρνηση ότι κατήργησε την «μόνιμη 13η σύνταξη» την οποία χορήγησε η προηγούμενη κυβέρνηση σε μεγάλη μερίδα των συνταξιούχων τις παραμονές των εκλογών του 2019.

Ήταν, όμως, μόνιμη εκείνη η παροχή; Είναι πολλοί εκείνοι που το αμφισβητούν. Όσοι, για παράδειγμα, διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη θυμούνται ότι κάθε φορά που η τότε κυβέρνηση καθιέρωνε μια καινούργια παροχή, ο άμοιρος υπουργός των Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος έσπευδε να απολογηθεί εγγράφως στους εκπροσώπους των θεσμικών δανεισμών μας και να δεσμευτεί ότι πρόκειται για «one off» μέτρο, το οποίο δεν θα επαναληφθεί.

Από την άλλη, διάβαζα αυτές τις μέρες τις διαμαρτυρίες των συνταξιούχων οι οποίοι, αντί αύξησης, θα λάβουν μια και μόνη φορά ένα επίδομα 200 – 300 ευρώ, επειδή με βάση τον «νόμο Κατρούγκαλου» είχαν «προσωπική διαφορά».

Εύστοχα νομίζω ότι ένας εξ αυτών με ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού επεσήμαινε ότι ο σημερινός πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί την κατάργηση του «νόμου Κατρούγκαλου», σημείωνε ότι το ευτελές ποσό που πρόκειται να λάβει τού θυμίζει τις αλήστου μνήμης εποχές που κάποιοι πολιτευόμενοι στον φάκελο με τα ψηφοδέλτια έβαζαν και ένα μικροποσό. 

«Τώρα μας τα βάζουν στον τραπεζικό λογαριασμό…», σημείωσε αναρωτώμενος ευλόγως ποια είναι η διαφορά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αλόγιστες και κυρίως οι επαναλαμβανόμενες παροχές είναι εκείνες οι οποίες μας οδήγησαν στην σκληρή και πολυετή μνημονιακή περιπέτεια που βιώσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο και οι κάθε λογής εφάπαξ χορηγήσεις δεν είναι δημοσιονομικά «ουδέτερες». 

Τι θα γίνει, για παράδειγμα, τον επόμενο χρόνο όταν θα αυξηθούν και πάλι οι συντάξεις; Οι έχοντες προσωπική διαφορά θα καλυφθούν και πάλι με ένα επίδομα; Ή, επειδή δεν θα είναι προεκλογική περίοδος, ποιος νοιάζεται;

Όπως και να έχει, οι παροχές, εφόσον έχουν ψηφοθηρικό χαρακτήρα, είτε είναι μόνιμες είτε χαρακτηρίζονται εφάπαξ, προκαλούν δημοσιονομικά προβλήματα τα οποία αργά ή γρήγορα έρχονται στην επιφάνεια. Και οι συνέπειες τους δεν είναι ποτέ ευχάριστες.

Υπό αυτή την έννοια, αποτελεί ευχής έργο ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη που παραχώρησε το βράδυ της Πέμπτης στην ΕΡΤ δήλωσε τα εξής: «Εκτιμώ ότι με τις τελευταίες ανακοινώσεις που κάναμε, με βάση τις προβλέψεις μας για τον προϋπολογισμό, έχουμε περίπου εξαντλήσει τις δυνατότητές μας για το επόμενο διάστημα».

Ας ελπίσουμε ότι δεν θα υπάρξει παρέκκλιση. Διότι δεν είναι μόνον ότι ως πιθανότερη εξέλιξη φαντάζει πως μπορεί να χρειαστεί να στηθεί διπλή κάλπη για να αποκτήσουμε βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα. Είναι πολύ περισσότερο ότι η χώρα θα πρέπει να έχει βιώσιμο μέλλον και μετά τις εκλογές. Όποιος και αν έχει την ευθύνη για τη διακυβέρνησή της.

Σε κάθε περίπτωση, το δόγμα που λέει «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον» έχει πολύ κοντά ποδάρια…

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Τα «κοράκια», οι… κόρακες και η χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου


Παρά την απύθμενη θρασύτητα που αναδύεται από την «υπόθεση Πάτση», το μέγα, δηλαδή, σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον βουλευτή Γρεβενών, ο οποίος, αν και νομικός, έγραφε στα παλαιότερα των υποδημάτων του ολόκληρο το δικαιικό μας σύστημα, μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να αρνηθεί ότι τα όσα ήρθαν αυτές τις μέρες στο φως της δημοσιότητας δεν αποτελούν παρά το σύμπτωμα μιας χρόνιας παθογένειας που βαραίνει σχεδόν το σύνολο του πολιτικού δυναμικού της χώρας.

Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να ερμηνευτεί ότι για περισσότερο από μια τριετία συνεχιζόταν χωρίς συνέπειες για τον Ανδρέα Πάτση τόσο η προκλητική καταπάτηση των ρητών διατάξεων του Συντάγματος για τις ασυμβίβαστες δραστηριότητες με το αξίωμα του βουλευτή όσο και μιας πλειάδας –«δρακόντειων», υποτίθεται- νόμων για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης όσων εκλέγονται στο Κοινοβούλιο;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρώτη ευθύνη ανήκει στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας η οποία «φιλοξένησε» στα ψηφοδέλτια της ένα πρόσωπο με το προφίλ του περί ου ο λόγος βουλευτή. Είναι προφανές ότι τόσο εκείνος που τον πρότεινε, όσο και όσοι άναψαν το «πράσινο φως» για να είναι υποψήφιος δεν μπήκαν καν στον κόπο να κάνουν ένα στοιχειώδη έλεγχο για το ποιόν του ανθρώπου αλλά και για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες τις οποίες -για να πούμε και του στραβού το δίκιο- δεν απέκρυπτε.

Το ηθικό, εξάλλου, ασυμβίβαστο ανάμεσα στην πολιτική δράση ενός προσώπου και τη δραστηριοποίηση του ίδιου ή της οικογένειας του στον τομέα των εισπρακτικών εταιριών δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται στη δημόσια σφαίρα. Προ ετών, μακαρίτης πλέον, παλαιός πολιτικός είχε υποστεί τα… πάνδεινα όταν έγινε ευρέως γνωστό ότι μέλη της οικογένειας του είχαν αναπτύξει σχετική επαγγελματική δραστηριότητα. Η ελληνική κοινωνία, καλώς ή κακώς, δεν συμπαθεί τα «κοράκια».

Όπως και να έχει, λοιπόν, οι ιθύνοντες της κυβερνητικής παράταξης όφειλαν να είναι προσεκτικοί πρωτίστως στις επιλογές των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στους κομματικούς συνδυασμούς τους, αλλά και κατόπιν για τη δράση που αναπτύσσουν όσο είναι στη Βουλή. Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι το εξής: Πως μπορεί να έχεις προγραμματική δέσμευση για αξιολόγηση και του τελευταίου δημόσιου υπαλλήλου και να μην αξιολογείς τα ίδια τα στελέχη του;

Όταν εξελέγη στην ηγεσία της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί ότι θα εφαρμόσει παντού την αξιολόγηση. Δυστυχώς, όμως, όπως συνέβη και με άλλους ηγέτες κομμάτων παλαιότερα, η υπόσχεση αυτή έμεινε στα λόγια. 

Γι΄ αυτό και όσο και αν διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι στα μεγάλα και πολυσυλλεκτικά κόμματα εξουσίας φυτρώνουν κάθε είδους λουλούδια, με αποτέλεσμα να παρεισφρέουν ανάμεσα τους και ζιζάνια, μια τέτοια δικαιολογία δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την ανυπαρξία εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου και αξιολόγησης του βίου και της πολιτείας του στελεχιακού δυναμικού το οποίο αποφασίζει για τις ζωές μας.

Τα πράγματα θα ήταν ίσως απλούστερα αν περιπτώσεις όπως αυτή του βουλευτή του βουλευτή Γρεβενών περνούσαν μόνον κάτω από τα ραντάρ των ιθυνόντων της παράταξης από την οποία προέρχεται εκείνος που… παραστρατεί. Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι ότι ούτε οι θεσμοί της ελληνικής Πολιτείας λειτουργούν με τέτοιον τρόπο ώστε να πιάνονται στην τσιμπίδα του νόμου όσοι, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνουν οι πολίτες με την ψήφο τους, παραβιάζουν τη νομιμότητα.

Από το 1964, οπότε και καθιερώθηκε για πρώτη φορά η νομοθεσία που υποχρεώνει τους πολιτικούς να υποβάλουν τις λεγόμενες δηλώσεις «πόθεν έσχες» που αφορούν τόσο τη διάρθρωση της περιουσιακής τους κατάστασης όσο, πολύ περισσότερο, την προέλευση των εισοδημάτων και των περιουσιακών τους στοιχείων, η Βουλή έχει τροποποιήσει πάμπολλες φορές τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις. Πλην, όμως, η κατάσταση του (μη) ελέγχου παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη.

Η ειρωνεία, μάλιστα, είναι ότι ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου έφερε τον τίτλο «για την προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου». Ο τρόπος, όμως, που εφαρμόζεται έκτοτε έφερε μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Η τιμή του πολιτικού κόσμου όχι μόνον δεν προστατεύεται, αλλά μάλλον εκτίθεται στο σύνολό του. Διότι, δικαιολογημένα ή όχι, η διαιώνιση των παθογενειών δημιουργεί την πεποίθηση ότι ισχύει η περίφημη λαϊκή ρήση σύμφωνα με την οποία «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».

Είναι μια πεποίθηση, η οποία βρίσκει ισχυρισμό έρεισμα στην επί τόσες δεκαετίες πεισματική άρνηση όλων των κοινοβουλευτικών συνθέσεων και όλων των κυβερνήσεων να αναθέσουν τον έλεγχο των δηλώσεων «πόθεν έσχες» σε ανεξάρτητη αρχή, η οποία να μην σχετίζεται με την πολιτική εξουσία. 

Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου δεν απαρτίζεται πλέον από πλειοψηφία βουλευτών, στην ουσία δεν έχει αλλάξει τίποτε απολύτως, όπως αποδεικνύεται από μια πλειάδα υποθέσεων οι οποίες, ενώ βοούσαν τα στοιχεία, έκλεισαν στο άψε σβήσε και στη λογική του «ούτε γάτα ούτε ζημιά».

Μοναδική εξαίρεση υπήρξε η υπόθεση του Άκη Τσοχατζόπουλου, κάτι που μάλλον οφειλόταν στην πολιτική συγκυρία της εποχής που ξέσπασε. Σε όλες τις υπόλοιπες, οι καταγγελίες για αδικαιολόγητη απόκτηση περιουσιακών στοιχείων δεν βρήκαν τον δρόμο προς τη δικαιοσύνη και οι κυρώσεις που οι νόμοι προβλέπουν έχουν αποδειχθεί κενό γράμμα. 

Μην αμφιβάλετε ότι το ίδιο θα είχε συμβεί και με την προκλητική περίπτωση του κ. Πάτση αν δεν βρισκόμαστε στην τελική ευθεία προς τις εκλογές. Ο ίδιος άλλωστε είχε καταγγελθεί για τα ίδια ακριβώς ζητήματα και προ διετίας και κανείς από τους υπεύθυνους για τον έλεγχο -που δεν ανήκουν μόνον στο κυβερνών κόμμα- δεν είχε συγκινηθεί.

Επειδή, πάντως, όπως πληροφορείται η στήλη, ετοιμάζεται η αλλαγή του νομικού πλαισίου για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών προσώπων, καθώς πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυβέρνηση δεν έχει παρά να αναθέσει τον έλεγχο των «πόθεν έσχες» των κοινοβουλευτικών και αυτοδιοικητικών στελεχών στην Αρχή για την Καταπολέμηση των Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, όπως συμβαίνει ήδη με τις αντίστοιχες δηλώσεις δημοσίων υπαλλήλων και δημοσιογράφων.

Ο σημερινός επικεφαλής της Αρχής, πρώην αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπος Βουρλιώτης διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία και όλα τα υπόλοιπα εχέγγυα που απαιτούνται για να πειστεί η κοινή γνώμη ότι υπάρχει βούληση να γίνουν πράξη οι επαγγελίες για κάθαρση και μηδενική ανοχή στη διαφθορά. 

Μόνον έτσι τα «κοράκια» θα πάψουν να είναι στο απυρόβλητο επειδή οι άλλοι «κόρακες» θα διστάζουν να τους… βγάλουν το μάτι!

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Με πόσα δισ. ευρώ κερδίζονται οι εκλογές;


Μέσα στην πολυπλοκότητά τους, οι πολιτικές εξελίξεις είναι συχνά πολύ απλές και προδιαγράφονται χάρις στην ικανότητα των πρωταγωνιστών κάθε περιόδου να «διαβάζουν» την διαμορφούμενη πραγματικότητα και να διερμηνεύουν την εκάστοτε κυρίαρχη βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Δύο πρόσφατα παραδείγματα από τον δημόσιο λόγο των πρωταγωνιστών της εγχώριας πολιτικής σκηνής το μαρτυρούν. Την προηγούμενη Παρασκευή, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε τηλεοπτικό πρωινάδικο δήλωσε τα εξής: «Αν εγώ είχα να μοιράσω 50 δισ. θα έβγαινα πρωθυπουργός μέχρι να βαρεθώ να βγαίνω. Ο κ. Μητσοτάκης τα μοίρασε χωρίς κριτήρια. Πήγαν σε ημέτερους. Ωφελήθηκαν οι ισχυροί και η μεγάλη πλειοψηφία δεν ενισχύθηκε».

Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, είπε στους βουλευτές του: «Θέλω να είμαστε πολύ μετρημένοι στον τρόπο με τον οποίον επικοινωνούμε σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συγκυρίες. Έχουμε να επιδείξουμε πάρα πολλά ως κυβερνητικό έργο», αλλά «υπάρχει και η άλλη όψη της πραγματικότητας» που «λέει ότι η κοινωνία περνάει δύσκολα, έχει μεγάλη αβεβαιότητα για τον χειμώνα που έρχεται». 

Και γι΄ αυτό, συμπλήρωσε, «θα πρέπει να επιδεικνύουμε την απαραίτητη σεμνότητα στην επικοινωνία μας ώστε να μην αισθάνονται οι πολίτες ότι υπερφίαλα στεκόμαστε πάνω στις πολλές και σημαντικές επιτυχίες».

Που τέμνονται οι δύο αυτές -από πρώτη ματιά ασύμβατες μεταξύ τους- παρεμβάσεις; Τέμνονται στην ένθεν κακείθεν παραδοχή ότι η κυβερνητική παράταξη διαθέτει αδιαμφισβήτητο εκλογικό προβάδισμα, κάτι άλλωστε που καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. 

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν πιστεύει στις δημοσκοπήσεις, με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει άλλη χώρα που κάνει τόσες δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια του έτους». Επιχείρημα το οποίο κανονικά θα έπρεπε να τον οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα από τη στιγμή που όλες αποτυπώνουν την ίδια ακριβώς τάση. 

Όταν, όμως, θεωρεί ο ίδιος ότι οι εκλογές κερδίζονται με 50 δισ. ευρώ, τότε δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζει, με προφανή ηττοπάθεια, ότι την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση την κέρδισε ήδη ο αντίπαλος του, τον οποίο κατηγορεί ότι μοίρασε το ποσό αυτό.

Δεν ξέρω αν οι απόψεις που εκφράζει ο τέως πρωθυπουργός είναι προϊόν δικής του σύλληψης ή αποτελούν ιδέες των επικοινωνιολόγων που τον συμβουλεύουν, αλλά αυτό δεν αλλάζει ουσιωδώς την κατάσταση. Ο ίδιος, άλλωστε, κέρδισε σχετικά άνετα τις εκλογές του 2015, υποσχόμενος να διανείμει δισ. που δεν είχε στη διάθεσή του, αλλά έχασε πανηγυρικά στις κάλπες του 2019 παρόλο που είχε μοιράσει σωρεία επιδομάτων χωρίς να καταφέρει να αναστρέψει την κατάσταση. 

Στον αντίποδα, ο νυν πρωθυπουργός, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε επειδή έτσι τον συμβουλεύουν οι δικοί του επικοινωνιολόγοι, εμφανίζεται τόσο σίγουρος για τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του που αρκείται σε παροτρύνσεις προς τα στελέχη της παράταξης του να επιδεικνύουν κοινωνική ενσυναίσθηση και να μην προκαλούν τους πολίτες με τους πανηγυρισμούς τους, που όποιος ακούει κάποιους συνεργάτες του, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, εύκολα διαπιστώνει ότι δεν αποφεύγουν τον «πειρασμό». 

Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία που έχει η δυνατότητα μιας κυβέρνησης να διαθέτει χρήματα για τη στήριξη των πολιτών της, το κριτήριο αυτό δεν είναι το μοναδικό με βάση το οποίο οι πολίτες επιλέγουν εκείνους που θέλουν να τους κυβερνήσουν. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που βλέπουμε γύρω μας να το αποδεικνύουν.

Στη γειτονική Ιταλία, η συμμαχία Δεξιάς και Ακροδεξιάς, η οποία οδήγησε στην πτώση την επιτυχημένη -με ευρωπαϊκούς όρους- κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, αντί να τιμωρηθεί από τους Ιταλούς ψηφοφόρους για την κρίση που προκάλεσε, επιβραβεύτηκε στις κάλπες που στήθηκαν πρόωρα και η Τζόρτζια Μελόνι, που ήταν η μόνη που μέχρι πρότινος έκανε αντιπολίτευση, ετοιμάζεται να ορκιστεί πρωθυπουργός.

Στο Βερολίνο, η τρικομματική κυβέρνηση… τίναξε την μπάνκα στον αέρα αποφασίζοντας να διαθέσει 200 δισ. ευρώ για την αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης στη Γερμανία, αλλά η δημοτικότητα του επικεφαλής της, σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς, παραμένει χαμηλή και το κόμμα του είναι πολύ πιθανό ότι θα υποστεί δεινή ήττα στις τοπικές εκλογές που θα γίνουν το προσεχές διάστημα.

Δεν μπορώ να ξέρω αν ο κ. Τσίπρας, ο οποίος ταξίδεψε αυτές τις μέρες στην Πράγα για να λάβει μέρος στη Σύνοδο των -άλλοτε… «επάρατων»- Ευρωσοσιαλιστών, είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις με τον κ. Σολτς. Αν το έκανε, τότε μπορεί να αντελήφθη ότι η πολιτική αξιοπιστία είναι υπέρτατη αξία σε σχέση με τους προϋπολογισμούς.

Όταν, όμως, ο ίδιος κάνει ρεαλιστική στροφή στο Μεταναστευτικό, αναγνωρίζοντας αφενός ότι η θάλασσα έχει σύνορα και αφετέρου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ξέφραγο αμπέλι, αλλά ο περίγυρός του -με πρώτη και καλύτερη την «Αυγή»- «παρεξηγείται» επειδή η κυβέρνηση κατηγορεί την Τουρκία για εργαλειοποίηση των μεταναστών, το κέρδος του ρεαλισμού σπαταλιέται ασκόπως και δεν εκταμιεύεται. 

Το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τα δισ., τα οποία ποτέ δεν είναι αρκετά για να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη πορεία.

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Οι δημοσκοπήσεις και τα παράδοξα

Η νέα δημοσκόπηση (της Metron Analysis) που είδε το φως της δημοσιότητας (στο Mega) δεν μας έκανε… σοφότερους αφού τα ευρήματά της, τουλάχιστον στην πρόθεση ψήφου, επιβεβαίωσαν σχεδόν με ακρίβεια την εικόνα η οποία είχε αποτυπωθεί στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που έγιναν στο άτυπο ξεκίνημα της νέας πολιτικής σεζόν που ταυτίζεται με το τέλος των θερινών διακοπών της πλειονότητας των πολιτών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία όλων των δημοσιευμένων ερευνών, η κυβέρνηση υπέστη πλήγμα από την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ένα πλήγμα, όμως, το οποίο ως τώρα δεν δείχνει να είναι ούτε συντριπτικό, ούτε μοιραίο. 

Οι βασικοί πολιτικοί συσχετισμοί παρουσιάζουν μικρές διακυμάνσεις και το προβάδισμα τόσο της κυβερνητικής παράταξης όσο και του πρωθυπουργού διατηρείται στα επίπεδα των τελευταίων εκλογών, αν δεν διευρύνεται κιόλας στην πλειονότητα των μετρήσεων.

Στις βουλευτικές κάλπες του Ιουλίου του 2019, για παράδειγμα, η ΝΔ προηγήθηκε του ΣΥΡΙΖΑ κατά 8,32% (39,85% έναντι 31,53%), ενώ στην εκτίμηση ψήφου της Metron Analysis, η διαφορά των δύο κομμάτων υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 9,2 ποσοστιαίων μονάδων (34,1% έναντι 24,9%), κάτι που σημαίνει ότι με αναγωγή των αναποφάσιστων το γαλάζιο προβάδισμα μπορεί να είναι διψήφιο.

Όταν στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε το σκάνδαλο της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και οδηγήθηκαν στην έξοδο από τα αξιώματά τους ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Παναγιώτης Κοντολέων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να προεξοφλήσουν ανατροπή των συσχετισμών.

Σε αυτό το πνεύμα, μάλιστα, ορισμένοι φανατικοί αδημονούσαν τόσο πολύ να δουν τους (ευσεβείς;) πόθους τους να αποτυπώνονται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που επιτίθεντο στους δημοσκόπους γιατί δεν διενεργούσαν έρευνες μεσούντος του Δεκαπενταύγουστου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Το ίδιο είχε συμβεί και το περασμένο Πάσχα όταν, λόγω των διακοπών, δεν είχαν γίνει μετρήσεις και κάποιοι κατέφευγαν σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι μετρήσεις διεκόπησαν επειδή στην κοινή γνώμη καταγραφόταν δυσφορία λόγω των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος.

Η πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι είναι πιο πολύπλοκη από τα απλοϊκά «wishful thinkings» στα οποία καταφεύγουν διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι για να βρουν βολικό αφήγημα για τις επιθυμίες του. 

Οι κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται παίρνουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση υπό την επίδραση πολλών παραγόντων που συχνά είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Οι φόβοι και οι ελπίδες, οι θετικές και οι αρνητικές προσδοκίες που κάθε φορά επικρατούν στις κοινωνίες σπανίως κινούν τις εξελίξεις σε ευθύγραμμη τροχιά.

Γι΄ αυτό και όποιος δεν εθελοτυφλεί, μετατρέποντας τις επιθυμίες του σε πραγματικότητα, εύκολα αναγνωρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές του παραμέτρους τους και κυρίως στη σειρά κατάταξης που θα έχουν τα κόμματα εφόσον οι επόμενες κάλπες στηθούν μέσα σε αντίστοιχο με το υφιστάμενο πολιτικό περιβάλλον.

Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα -ίσως και πρωτοφανές- πολιτικό παράδοξο το οποίο συνιστά το γεγονός ότι για περισσότερα από έξι χρόνια ο συσχετισμός των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων δεν έχει αλλάξει. 

Από τον Ιανουάριο του 2016 που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη στην ηγεσία του κόμματός του, η ΝΔ προπορεύεται με άνεση του ΣΥΡΙΖΑ, η δεύτερη θέση του οποίου δεν απειλήθηκε ούτε από την δημοσκοπική εκτίναξη του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ που παρατηρήθηκε μετά την εκλογή Ανδρουλάκη αλλά στην πορεία δεν φάνηκε να έχει διάρκεια.

Ένα δεύτερο επίσης άξιο λόγου παράδοξο -το οποίο μάλιστα μπορεί να μην είναι άσχετο με το προηγούμενο- αποτελεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, στον χώρο της κυβερνητικής παράταξης δεν έχει εμφανιστεί πρόσωπο το οποίο να μπορεί να χαρακτηριστεί «δελφίνος», δηλαδή υποψήφιος διάδοχος του σημερινού αρχηγού. 

Από την ίδρυση της ΝΔ, το 1974, οι πιθανοί διεκδικητές της ηγεσίας της κεντροδεξιάς παράταξης έκαναν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αισθητή την παρουσία τους.

Αυτό συνέβη επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Γεωργίου Ράλλη, του Ευάγγελου Αβέρωφ, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Μιλτιάδη Έβερτ, του Κώστα Καραμανλή, του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και στη διάρκεια της βραχύβιας αρχηγίας του Ευάγγελου Μεϊμαράκη. 

Έξι χρόνια, ωστόσο, μετά την εκλογή του νυν αρχηγού της ΝΔ, στον ορίζοντα δεν προβάλει καμία αξιόπιστη διάδοχη λύση για την ηγεσία της Κεντροδεξιάς.

Η προφανής εξήγηση είναι πως -ό,τι και λένε οι αντίπαλοι του- ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι το πρόσωπο που δίνει τις περισσότερες ελπίδες στο εκλογικό ακροατήριο -και άρα και στο στελεχιακό δυναμικό- της παράταξης του για παράταση της παραμονής στην εξουσία. 

Όταν χαθεί το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα που διαθέτει ο σημερινός πρωθυπουργός, πολλά μπορεί να αλλάξουν. 

Μέχρι τότε, όμως, δύσκολα θα αμφισβητείται η ηγεσία του και όποιος το κάνει, ακόμη και αν διαθέτει ειδικό βάρος όπως αυτό του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, θα υποχρεώνεται λίγες ώρες μετά σε αναδίπλωση και θα μας βγάζει περίπου… τρελούς όλους όσοι διακρίναμε κριτική για τα πρωθυπουργικά πεπραγμένα στο ζήτημα των παρακολουθήσεων.

Όταν, όμως, πριν ή μετά τις επόμενες εκλογές, διαφανεί αλλαγή των συσχετισμών που θα καταγράφεται στις μετρήσεις ή και στις κάλπες, τότε όλα θα είναι αλλιώς. 

Τα υπερεξαετή παράδοξα που περιγράψαμε πιο πάνω θα πάψουν να ισχύουν και το παιχνίδι θα αρχίσει να παίζεται με νέους όρους και καινούργιους πρωταγωνιστές.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Από την αυγουστιάτικη ραστώνη στην επερχόμενη… «διαβολοβδομάδα»

Μέσα στην… ατυχία (;) της, αφού, αν δεχθούμε την επίσημη εκδοχή, της έτυχε μια πολύ μεγάλη «στραβή στη βάρδια της», η κυβέρνηση αποδεικνύεται ότι είναι μάλλον «τυχερή», καθώς το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έχει λάβει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τη διάσταση που μπορούσε να είχε λάβει.

Όταν υπάρχει η επίσημη πρωθυπουργική παραδοχή για το «λάθος» που έγινε -προφανώς κατά την αποδιδόμενη στον Ταλλεϋράνδο ρήση, σύμφωνα με την οποία «είναι κάτι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος»- με την παγίδευση του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, η απομάκρυνση του αρχηγού της ΕΥΠ και του «προσωπάρχη» του Μαξίμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν επαρκείς κινήσεις για να εκτονώσουν τις τεράστιες πολιτικές εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν.

Ανεξάρτητα από την «εκμετάλλευση» την οποία -αυτονοήτως- επιχειρούν οι αντίπαλοι της, είναι πολλά τα ερωτήματα τα οποία ανέκυψαν από τις φειδωλές αποκαλύψεις και χρήζουν πιο ξεκάθαρων απαντήσεων από την κυβέρνηση. Υπό άλλες συνθήκες, εξάλλου, και με δεδομένους τους έως τώρα χειρισμούς, τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσχερέστερα για την ίδια.

Προσώρας, ωστόσο, οι συγκυρίες -χρονικές και πολιτικές- επιτρέπουν στην κυβερνητική ηγεσία να ελπίζει ότι αργά ή γρήγορα θα αποτελέσει παρελθόν και αυτή η σοβαρή κρίση με την οποία ήρθε αντιμέτωπη. Η θερινή ραστώνη και τα «μπάνια του λαού» που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη είναι ο υπ΄ αριθμόν ένα σύμμαχος στην προσπάθεια να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Από την άλλη, οι προσδοκίες για εσωκομματική αναταραχή στο κυβερνητικό στρατόπεδο που καλλιεργούν εδώ και μέρες φίλιες προς την αντιπολίτευση ενημερωτικές δυνάμεις δεν φαίνεται να ευοδώνονται. Τα πρόσωπα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς που ανέλαβαν το έργο της εκ των ένδον φθοράς της κυβέρνησης, δεν διαθέτουν -για να το πούμε όσο πιο ήπια γίνεται…- το εκτόπισμα για να φέρουν εις πέρας ένα τόσο βαρύ φορτίο.

Όμως, στην πολιτική, όπως και στη ζωή, τίποτε -εκτός από τον θάνατο- δεν είναι αμετάκλητο.

Υπάρχει πάντα ένα σημείο καμπής -ένα «turning point», κατά πως λένε οι Αγγλοσάξωνες- που η φορά των πραγμάτων αλλάζει και η καινούργια κατεύθυνση που αυτά παίρνουν γίνεται ανεπίστρεπτη. 

Το έχουμε δει τόσες μα τόσες φορές να συμβαίνει και σε τόσο πολλούς τομείς που μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι η κατάσταση θα παραμείνει εσαεί αμετάβλητη ή ότι οι εξελίξεις θα είναι συνεχώς ευθύγραμμες.

Από την ερχόμενη εβδομάδα, για παράδειγμα, το καλοκαίρι των διακοπών βαίνει προς το τέλος του και το σκάνδαλο των υποκλοπών -που αρκετοί «δεν το πήραν είδηση»- θα είναι μοιραία εκείνο που θα κυριαρχήσει στην πολιτική ατζέντα των επόμενων εβδομάδων. Όσες περισσότερες προσπάθειες γίνουν για «να πάει παρακάτω το τενεκεδάκι» της διερεύνησης, τόσο θα παρατείνεται η πολιτική ένταση και θα πληθαίνουν εκείνοι που θα υποψιάζονται συγκάλυψη και θα απαιτούν πειστικές απαντήσεις από υπεύθυνα χείλη.

Οι ισχυρισμοί που διακινούνται ότι «οι πολίτες ψηφίζουν με κυρίαρχο κριτήριο την τσέπη τους» μπορεί να έχουν βασιμότητα, πλην, όμως, πάσχουν διότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός πως, ακόμη και έτσι αν είναι σε γενικές γραμμές τα πράγματα, υπάρχει μια κρίσιμη μάζα σκεπτόμενων ανθρώπων που καθορίζει την εκλογική της συμπεριφορά με κριτήρια τα οποία δεν είναι ακραιφνώς «οικονομίστικα».

Οι κεντρώοι ψηφοφόροι, για παράδειγμα, που είναι εκείνοι οι οποίοι έφεραν αυτοδύναμη στην εξουσία την σημερινή κυβέρνηση, έχουν υψηλή ευαισθησία στα θέματα διαφάνειας του δημόσιου βίου και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον στην προσήλωση που επιδεικνύουν οι εκάστοτε κυβερνώντες στη λειτουργία των θεσμών, όπως και στον σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Όποιος αμφιβάλει, δεν έχει παρά να εξετάσει ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ την πλειοψηφία ήδη από το 2016 και έκτοτε δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει δημοσκοπικά μέχρι και πρότινος.

Οι μετρήσεις του περασμένου Ιουλίου έδειχναν ότι το προβάδισμα της κυβερνητικής παράταξης παρέμενε ισχυρό παρά την παρέλευση έξι ολόκληρων ετών αφότου το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, εκλέγοντας στην ηγεσία του τον Κυριάκο Μητσοτάκη, άρχισε να προπορεύεται ακόμη και στις υποτιθέμενες έρευνες που έβλεπαν το φως σε φίλια προς την προηγούμενη κυβέρνηση μέσα.

Στις δύο εβδομάδες που κύλησαν από την 5η Αυγούστου, όταν ομολογήθηκε δημοσίως ότι οι μυστικές υπηρεσίες του ελληνικού Κράτους παρακολουθούσαν Έλληνα πολιτικό, ο οποίος διεκδικούσε με αξιώσεις την ηγεσία του τρίτου κόμματος της χώρας, η κυβέρνηση κατάφερε να αποφύγει τις βαριές συνέπειες, που συνεπάγεται μια τέτοια παρεκτροπή. Τις απέφυγε υποσχόμενη διαλεύκανση των απαράδεκτων συνθηκών υπό τις οποίες επετράπη αυτή η -επιεικώς- αδικαιολόγητη… «επισύνδεση» (τι όρος κι αυτός!).

Από την επόμενη εβδομάδα, όμως, που υποχωρεί η ραστώνη των θερινών διακοπών και επαναρχίζει η λειτουργία της πολιτικής ζωής, η κυβέρνηση καλείται να τοποθετηθεί σοβαρά και υπεύθυνα. 

Αν θέλει να «ξορκίσει» τις μομφές που -δικαιολογημένα- δέχεται για υπεροψία και υποτίμηση των αντιπάλων της είναι υποχρεωμένη να δώσει πειστικές απαντήσεις τόσο για τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφασίστηκε η παγίδευση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη όσο και για το αν το ίδιο «λάθος» (;) έγινε και με άλλους πολιτικούς ή δημοσιογράφους, όπως επιμένει η περιρρέρουσα φημολογία. Φημολογία, η οποία -μέχρι τώρα τουλάχιστον- αποδείχθηκε ότι είχε βάση.

Καθώς, λοιπόν, το δεκαπενθήμερο της αυγουστιάτικης ραστώνης θα δώσει από τη Δευτέρα τη σκυτάλη στη… «διαβολοβδομάδα», στη διάρκεια της οποίας η Βουλή θα εμπλακεί στην υπόθεση του σκανδάλου με τη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, την έγκριση από την Επιτροπή Θεσμών του νέου διοικητή της ΕΥΠ και τη λήψη απόφασης για τη συγκρότηση Εξεταστικής των Πραγμάτων Επιτροπής, η κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει τις πιο κρίσιμες εξετάσεις από τον Ιούλιο του 2019 που τα στελέχη της κατέχουν τους υπουργικούς θώκους.

Αν σε αυτή τη σοβαρή δοκιμασία που την περιμένει, η απάντηση είναι όμοια με τις υπεκφυγές των προηγούμενων εβδομάδων, δεν χρειάζεται να είναι μάγος κανείς για να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Οι (έγκυρες) δημοσκοπήσεις που θα ξεκινήσουν να διενεργούνται από την μεθεπόμενη εβδομάδα, απλώς θα το επιβεβαιώσουν. 

Το καλοκαίρι, άλλωστε, δεν είναι παντοτινό!

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Πόσες κυβερνήσεις θα καταπιεί η κρίση;

Η προηγούμενη φορά που ο πλανήτης συγκλονίστηκε από ενεργειακές κρίσεις ήταν την δεκαετία του 1970 –«πετρελαϊκές» τις έλεγαν τότε τις κρίσεις γιατί το πετρέλαιο ήταν η βασική πηγή παραγωγής ενέργειας.

Ξέσπασαν το 1973 και το 1979 με αφορμή γεωπολιτικές αναταράξεις και πολεμικές συρράξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή που, συγκριτικά με τα τωρινά γεγονότα στην Ουκρανία, ήταν μάλλον ήσσονος σημασίας.

Παρά ταύτα, οι κρίσεις εκείνες υπήρξαν «μαμές» που γέννησαν σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν σχεδόν από άκρη σε άκρη της υφηλίου χωρίς να έχουν ενιαία κατεύθυνση. 

Σε πείσμα της σταθερότητας, την οποία εγγυόνταν και επέβαλαν οι δύο υπερδυνάμεις της εποχής, οι ανατροπές που σημειώθηκαν μετά την κρίση του ΄73 ήταν μεγάλες. Και σε αυτές ας μην παραλείψουμε να συμπεριλάβουμε και την πτώση της ελληνικής Χούντας, που είχε αρχίσει να φθείρεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής επιβράδυνσης και της εμφάνισης έντονων πληθωριστικών φαινομένων.

Στη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του ΄79, οι αλλαγές ήταν επίσης καταιγιστικές και ταυτόχρονα αντιφατικές. Από τη μια είχαμε την ανάρρηση στη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία πήρε τη σκυτάλη από τους Εργατικούς. Από την άλλη στον ευρωπαϊκό Νότο, όπου έως τότε την εξουσία διαχειρίζονταν συντηρητικές κυβερνήσεις, η σκυτάλη πέρασε στους Σοσιαλιστές. Τον χορό άνοιξε ο Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία και ακολούθησαν ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ελλάδα και ο Φελίπε Γκονζάλες στην Ισπανία.

Επιστρέφοντας στο σήμερα, που είναι εκείνο που μας αφορά περισσότερο, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε εξ υπαρχής ότι η ενεργειακή κρίση την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο είναι πολύ πιο οξεία από τις δύο προηγούμενες που έγιναν, άλλωστε, πριν από σχεδόν μισό αιώνα, εποχή κατά την οποία ο ρόλος της ενέργειας στην οικονομική δραστηριότητα αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων δεν ήταν τόσο σημαντικός όσο είναι στις μέρες μας. 

Η εκτίναξη των τιμών και τα τεράστια ζητήματα ενεργειακής επάρκειας, που έχουν ανακύψει μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που υποχρεώθηκε να βάλει η Δύση, δεν μπορεί να συγκριθούν με τα ανάλογα φαινόμενα του ’70.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να αποτελούν έκπληξη οι πυκνές πολιτικές ανακατατάξεις που βλέπουμε να σημειώνονται γύρω μας. Μπορεί η κρίση να διατρέχει οριζοντίως και καθέτως ολόκληρο τον πλανήτη, πλην, όμως, σε κάθε χώρα οι πολίτες που βλέπουν τις ζωές τους να υφίστανται βίαιες και ασύμμετρες αλλαγές, τον πρώτο που «ενοχοποιούν» είναι εκείνον που ασκεί την εξουσία στον δικό τους τόπο. 

Το είδαμε με το «στραπάτσο» που αντιμετώπισε ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου μήνα. Οι Γάλλοι ψηφοφόροι δεν πείστηκαν να πάνε να ψηφίσουν το κόμμα και τώρα το Παρίσι είναι χωρίς ισχυρή κυβέρνηση, άγνωστο για πόσο.

Τα πράγματα απεδείχθησαν ακόμη χειρότερα για τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος έχασε μεν την καρέκλα του εξαιτίας κάποιων σκανδαλωδών επιλογών, είναι βέβαιο όμως, ότι αν τα πράγματα πήγαιναν καλά για την γηραιά Αλβιώνα, ελάχιστοι θα ασχολούνταν με τα κορωνοπάρτι του «άτακτου» Μπόρις ή με τον διορισμό ενός… σεξουαλικά ασυγκράτητου υφυπουργού του. Οι Βρετανοί έχουν συγχωρήσει πολύ περισσότερα ανομήματα του πρωθυπουργού τους, ο οποίος εδώ και καιρό ήταν δημοσκοπικά πίσω από τους Εργατικούς.

Μεγάλες δυσκολίες αντιμετωπίζουν την ίδια ώρα και οι ηγέτες άλλων μεγάλων και σημαντικών χωρών. Στις ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν δείχνει να… τρεκλίζει πολιτικά και θα αποτελέσει θαύμα αν καταφέρει να διατηρήσει την πλειοψηφία που έχει τώρα στο Κογκρέσο τον προσεχή Νοέμβριο που θα λάβουν χώρα οι κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές. Τα προγνωστικά είναι εις βάρος του και ο λόγος δεν είναι άλλος από την ενεργειακή ακρίβεια και τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που δέχεται η αμερικανική οικονομία, παρά την ισχυροποίηση του δολαρίου εις βάρος του ευρώ.

Ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι βρίσκεται με το ένα πόδι εκτός εξουσίας, καθώς η υποστήριξη που απολαμβάνει από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας του βαίνουν μειούμενες. Τα κόμματα που τον στήριξαν όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία εξέφραζαν τα τρία τέταρτα του εκλογικού σώματος, ενώ πλέον, με βάση τις δημοσκοπήσεις είναι κάτω από το 50%, καθώς πρώτο έρχεται το ακροδεξιό σχήμα «Αδέλφια της Ιταλίας» με ποσοστό 23,5% από μόλις 4,4% που είχε συγκεντρώσει στις τελευταίες εκλογές.

Αντίστοιχες δημοσκοπικές εικόνες, που στέλνουν τις κυβερνήσεις στο καναβάτσο παρατηρούνται σχεδόν παντού. Στη Γερμανία οι αντιπολιτευόμενοι χριστιανοδημοκράτες έχουν προσπεράσει τους σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Στην γειτονική Αυστρία οι όροι αντιστρέφονται καθώς οι κυβερνώντες κεντροδεξιοί καταβαραθρώνονται και προπορεύονται με άνετο προβάδισμα οι σοσιαλδημοκράτες. Την ίδια ώρα, στην Ισπανία ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσες βλέπει την πλάτη της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης.

Μέσα σε όλα αυτά, η μόνη κυβέρνηση στην Ευρώπη που διατηρεί σχεδόν αλώβητο το προβάδισμα που την χωρίζει από την αξιωματική αντιπολίτευση είναι η ελληνική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι προσώρας ένας από τους ελάχιστους πρωθυπουργούς που, με βάση τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, δεν αντιμετωπίζει το φάσμα της ήττας. 

Οι εξηγήσεις γι΄ αυτό -το μάλλον παράδοξο- είναι πολλές και ποικίλες. Ενδεχομένως, δε, δεν έχουν να κάνουν τόσο με αυτή καθεαυτή την ικανότητα της κυβέρνησης, όσο με την ανικανότητα των αντιπάλων της.

Τα όσα ακούσαμε αυτές τις μέρες για τις δήθεν «πειραγμένες δημοσκοπήσεις» και τους παραλληλισμούς της υπουργού Παιδείας με την… «Πισπιρίγκου» είναι μάλλον ενδεικτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να εξηγήσουν την πολιτική ανθεκτικότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 

Κακά τα ψέματα, ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει απέναντι του την αντιπολίτευση που όλοι οι ηγέτες του πλανήτη θα… εύχονταν να είχαν. 

Και αυτό μάλλον αποτελεί το μεγαλύτερο «ατού» το οποίο μπορεί να τον διασώσει όταν πολλές άλλες κυβερνήσεις θα τις έχουν καταπιεί η ακρίβεια και ο πληθωρισμός που κανείς ακόμη δεν ξέρει που μπορεί να φθάσουν.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Ας γίνουμε επιτέλους «θεσμικοί»

Από τη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκλεισε -μάλλον ερμητικά- το παράθυρο της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες ξεκίνησε ένα καινούργιο γαϊτανάκι από ερωτήματα, εικασίες και υποθέσεις για τους λόγους για τους οποίους ο πρωθυπουργός οδηγήθηκε σε μια τέτοια απόφαση.

«Μπλόφα είναι που την έκανε για να αιφνιδιάσει την αντιπολίτευση και να τη βρει ανέτοιμη η προκήρυξη εκλογών», έσπευσαν να… προβλέψουν κάποιοι μετά τη συζήτηση της Τετάρτης στη Βουλή. Διυλίζοντας τον κώνωπα, επειδή δεν το είπε στην αρχική ομιλία του, κατάπιαν την κάμηλο που ήταν ότι στη δευτερολογία και στην τριτολογία μίλησε με σαφήνεια για την εξάντληση της τετραετίας. Παρέβλεψαν, επίσης, ότι υποβάθμισε την επιχειρηματολογία για την «τοξική ατμόσφαιρα» που θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για να αναιρέσει τη δέσμευση που επανειλημμένα είχε αναλάβει.

Όταν την επόμενη μέρα τα πράγματα ξεκαθαρίστηκαν έτι περαιτέρω χάρις και στη βάσανο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων που δέχθηκε στη ραδιοφωνική συνέντευξη που παραχώρησε στον Σκάι, το τροπάρι άλλαξε. «Δεν τον βολεύουν οι δημοσκοπήσεις και έκανε πίσω», έσπευσαν να υποθέσουν ακόμη κι εκείνοι που μια δυο μέρες πριν έδιναν συγκεκριμένες Κυριακές του Σεπτεμβρίου που θα στήνονταν οι κάλπες. Δεν έλειψαν βεβαίως και οι κλασσικοί συνωμοσιολόγοι που με περισσή αυταρέσκεια κόμπαζαν: «εμείς τα λέγαμε, σιγά που θα τον άφηναν οι ξένοι να κάνει εκλογές, όποτε θέλει…». 

Για να είμαστε ειλικρινείς, πάντως, η καχυποψία που αναδύεται μέσα από αυτές τις απόψεις δεν είναι αδικαιολόγητη αν λάβει κανείς υπόψιν του τη μακρά παράδοση που χαρακτηρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Καλώς ή κακώς, εδώ και πολλές δεκαετίες, η προκήρυξη πρόωρων εκλογών αποτελεί τον κανόνα τον οποίο ακολουθούν οι περισσότερες κυβερνήσεις σχεδόν με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση του κομματικού τους συμφέροντος. Αντιθέτως η εξάντληση της τετραετίας είναι η εξαίρεση που τη συναντάμε κυρίως όταν οι κυβερνώντες δεν έχουν βρει τον κατάλληλο χρόνο για να πάνε σε κάλπες που θα μπορούσαν να τις κερδίσουν.

Το Σύνταγμα θέτει περιορισμούς στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών, ορίζοντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει «προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» (στο άρθρο 41). Στην πράξη, ωστόσο, η διάταξη αυτή έχει καταστρατηγηθεί επανειλημμένα από πολλές κυβερνήσεις που επικαλέστηκαν προσχηματικά την αντιμετώπιση εθνικού θέματος για να κάνουν εκλογές σε βολικό χρόνο. 

Γι΄ αυτό και σε προηγούμενες συνταγματικές αναθεωρήσεις είχε πέσει από πολλές πλευρές η ιδέα να αλλάξει ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας σε τρόπον ώστε να… απαγορεύονται οι πρόωρες κάλπες και να επιβάλλεται η ολοκλήρωση της τετραετούς κοινοβουλευτικής θητείας.

Από τη συζήτηση που άνοιξε προέκυψε ότι κάτι τέτοιο συνιστούσε έναν ανέφικτο και μάλλον ψυχαναγκαστικού τύπου περιορισμό που στην εφαρμογή του θα μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από εκείνα που ενδεχομένως θα μπορούσε να λύσει. Και τούτο διότι υπάρχουν περιπτώσεις που η κοινοβουλευτική σύνθεση μπορεί να έχει πραγματική αδυναμία να δώσει βιώσιμη κυβερνητική λύση, οπότε η ανάγκη για ανανέωση της λαϊκής βούλησης να είναι αναπόδραστος μονόδρομος.

Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και όσοι δικαιολογημένα μπορεί να ισχυριστούν ότι κακώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε να φουντώσει η εκλογολογία, την οποία πυροδοτούσαν μέχρι πρότινος ακόμη και στενοί του συνεργάτες, δύσκολα θα διαφωνήσουν με το σκεπτικό με το οποίο απέρριψε, εν τέλει, τις εισηγήσεις που είναι γνωστό ότι δεχόταν για να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία και το σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα που διαθέτει.

Πέραν λοιπόν από «δίκες προθέσεων», η πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, υπό την αίρεση ότι θα τηρηθεί μέχρι τέλους, είναι μια πρωτοβουλία που δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί από όσους πιστεύουν ότι το μεγαλύτερο από τα προβλήματα της χώρας είναι η έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς και η εργαλειοποίησή τους ανάλογα με τη συγκυρία και τα συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών.

Μπορεί, από πρώτη άποψη, η πρωθυπουργική διακήρυξη σύμφωνα με την οποία «οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας για λόγους θεσμικής τάξης και σταθερότητας σε μια κρίσιμη συγκυρία, όπως αυτή που διανύουμε» να μην λέει πολλά στους πολίτες που χειμάζονται από την ενεργειακή κρίση και τις πρωτόγνωρες για τις νεότερες γενιές πληθωριστικές πιέσεις. Από την άλλη, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι πρόκειται για μια πρωτοβουλία που δεν αποκλείεται να ανοίξει καινούργιους δρόμους στον τρόπο διεξαγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η απρόσκοπτη, άλλωστε, λειτουργία των θεσμών, εφόσον γενικευθεί και περιλάβει κρίσιμες υπηρεσίες του Κράτους προς τους πολίτες, όπως είναι πρωτίστως η απονομή της Δικαιοσύνης ή η ασφάλεια των συνθηκών της καθημερινότητάς μας, αποτελεί το σημαντικότερο εχέγγυο για την κοινωνική πρόοδο και εξέλιξη. 

Με άλλα λόγια, ας γίνουμε επιτέλους θεσμικοί. Μόνον κέρδος θα έχει η ελληνική κοινωνία και ο κάθε πολίτης χωριστά.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Και γιατί θα πρέπει να στηθούν δύο φορές οι κάλπες;

Αρκετοί πολιτικοί και ακόμη περισσότεροι πολιτικολογούντες συνηθίζουν να σεναριολογούν και να εκτοξεύουν συνθήματα -δικά τους ή, τις περισσότερες φορές, των επικοινωνιολόγων τους- χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους ότι η πλειονότητα της κοινωνίας, απορροφημένη από τα προβλήματα και τα διαφορετικά προτάγματα της ζωή τους, δεν συνηθίζει να εντρυφεί ιδιαίτερα στις λεπτομέρειες που απασχολούν την πολιτική επικαιρότητα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως μεταδίδουν υπεύθυνοι εταιριών που διεξάγουν έρευνες για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, πολλοί από τους ερωτώμενους στις δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος δυσκολεύονται να απαντήσουν τι θα ψηφίσουν στις δεύτερες εκλογές που από μια σημαντική μερίδα πολιτικών και πολιτικολογούντων προεξοφλείται ότι θα χρειαστεί να προκηρυχθούν επειδή το σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο θα εφαρμοστεί στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, δεν θα δώσει βιώσιμη κυβερνητική λύση. 

Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι -από άγνοια ή αδιαφορία;- δεν θέλουν ή δεν μπορούν να διακρίνουν την επίπτωση στην κατανομή των εδρών, που θα έχει το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο θα ισχύσει στις μεθεπόμενες κάλπες, συγκριτικά με την απλή αναλογική που θα ισχύσει στις επόμενες. Από την άλλη, δεν είναι μικρή και η μερίδα των σκεπτόμενων πολιτών που απορεί γιατί θα πρέπει να γίνεται λόγος για «επαναληπτικές» εκλογές προτού καν εκφραστεί για πρώτη φορά η λαϊκή ετυμηγορία. 

Τούτων δοθέντων, έχω την αίσθηση ότι, όσο θα μικραίνει ο χρόνος που μας χωρίζει από τις κάλπες και θα γίνονται σε πιο πολλούς αντιληπτές οι παράμετροι του ιδιαίτερου πολιτικού τοπίου το οποίο θα διαμορφωθεί από την επομένη της προκήρυξης των εκλογών, τόσο περισσότερο θα αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι και πολύ σώφρον να πάμε να ψηφίσουμε από τη στιγμή που ό,τι και αν ψηφίσουμε θα πρέπει σε περίπου ένα μήνα θα χρειαστεί να ξαναπάμε στα εκλογικά τμήματα για να ξαναψηφίσουμε. Και χωρίς να αποκλείεται να χρειαστεί να πάμε και… τρίτη φορά!

Στη χώρα μας κατά το παρελθόν, την περίοδο 1989-1990 αλλά το 2012, καθώς και πιο πρόσφατα σε άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ ή η Βουλγαρία, απαιτήθηκε οι ψηφοφόροι να κληθούν να συμμετάσχουν σε απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι να καταστεί δυνατή η συγκρότηση κυβέρνησης. Με βάση και το δόγμα που επιτάσσει ότι «στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα», μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι παράδοξη. Αν ο συσχετισμός δυνάμεων που προκύπτει από τις κάλπες δεν δίνει κυβερνητική λύση, δεν είναι σόλοικο να διαλύεται το Κοινοβούλιο και να καλούνται οι πολίτες να εκφράσουν εκ νέου τη βούλησή τους.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι είμαστε μπροστά σε μια μεγάλη και ίσως μοναδική παραδοξότητα όταν συνομολογείται ότι θα πάμε να ψηφίσουμε για τη συγκρότηση μιας Βουλής που το ίδιο βράδυ της ψηφοφορίας θα διαλυθεί. Έτσι ώστε να πάμε να ξαναψηφίσουμε πριν καν εξεταστεί αν το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης κάλπης μπορεί να δώσει μια κυβέρνηση συνεργασίας σαν αυτή που θα συγκροτηθεί μετά τις πρώτες ή και τις… δεύτερες επαναληπτικές εκλογές.

Και αν όλα αυτά ακούγονται θεωρητικά, αναρωτιέμαι τι θα συμβεί στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις σύμφωνα με τις οποίες η μόνη βιώσιμη λύση είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με τη συμμετοχή σε ρόλο ελάσσονος εταίρου του ΠΑΣΟΚ. Το σίγουρο είναι ότι στις συνθήκες της απλής αναλογικής το άθροισμα των εδρών που θα λάβουν η ΝΔ και το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη θα δίνει άνετη κοινοβουλευτική πλειοφηφία.

Αντιθέτως είναι, με όσα ξέρουμε αυτή την ώρα, πολύ αμφίβολο αν θα ξεπεράσει τις 151 έδρες το άθροισμα των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, Το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25 του Γιάννη Βαρουφάκη και αν, όπως διακινείται από στελέχη της Κουμουνδούρου, θα μπορέσει να σχηματιστεί συμμαχική κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία να ασκεί εξουσία έχοντας -φοβερό ανέκδοτο- εξασφαλίσει τη… στήριξη του ΚΚΕ. 

Δεν είναι μόνον ότι πολλοί αντιμετωπίζουν με καγχασμό κάθε σκέψη για συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, από τη στιγμή που οι περισσότεροι ψηφοφόροι της Χαριλάου Τρικούπη είναι πιο… αντιΣΥΡΙΖΑ από τους νεοδημοκράτες, είναι κυρίως που μια τέτοια ετερόκλητη συμμαχία -φανταστείτε μόνον τον Ανδρέα Λοβέρδο να ψηφίζει για πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα…- δεν πρόκειται να πάει πολύ μακριά.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, πάντως, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης θα βρεθεί μπροστά σε δύσκολο δίλημμα. Αν μπει σε κυβέρνηση θα δυσαρεστήσει τους ψηφοφόρους του οι οποίοι δεν θέλουν να συναγελάζονται «με τη Δεξιά» ή «με τους τοξικούς ΣΥΡΙΖΑίους». Αν δεν μπει και πάρει την ευθύνη της προκήρυξης δεύτερων και τρίτων εκλογών, τότε θα κινδυνεύσει με διαρροές των ψηφοφόρων του οι οποίοι ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ επειδή θέλουν να συμμετάσχει στις ευθύνες της διακυβέρνησης και να μη βολεύεται στην άσκηση αντιπολίτευσης.

Στα δεδομένα που πρέπει να ληφθούν υπόψιν είναι ότι ένας αριθμός βουλευτών οι οποίοι θα εκλεγούν με το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να… θυσιαστούν και να μείνουν εκτός Βουλής εφόσον ο κ. Ανδρουλάκης δεν συμφωνήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας και οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές. Θα το κάνουν… αδιαμαρτύρητα, μόνον και μόνον για το καπρίτσιο να μην… λερωθούν με τις κυβερνητικές ευθύνες.

Με αυτά και με πολλά άλλα, που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν στην πορεία προς τις κάλπες, το ερώτημα γιατί θα πρέπει να προεξοφλείται από τώρα το στήσιμο δεύτερης -ή μήπως και τρίτης;- κάλπης θα τεθεί πολλές φορές. Και ειδικά μέσα στο περιβάλλον της μεγάλης αβεβαιότητας που όλα δείχνουν ότι θα στηθούν οι κάλπες, η σπουδή για απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις ίσως αποδειχθεί η χειρότερη από τις εκδοχές που θα έχουν ενώπιόν τους όλες οι πολιτικές δυνάμεις.

Ας μη βιαζόμαστε, λοιπόν!