Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσίπρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσίπρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Εκλογή Κασσελάκη: Πολιτικό φαινόμενο ή μιντιακό γεγονός;


Ας ξεκινήσουμε με την αντικειμενική αλήθεια των αριθμών: Ο Στέφανος Κασσελάκης, επιβεβαιώνοντας όλα τα προγνωστικά, θριάμβευσε στην κούρσα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό άνω του 56%, αφού ψηφίστηκε από περίπου 75.000 μέλη, οπαδούς και φίλους του κόμματός του. Είναι πολλοί; Ίσως. Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς.

Θέμα οπτικής είναι, άλλωστε, και το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους πέντε ψηφοφόρους που μετείχαν στον πρώτο γύρο της εκλογικής διαδικασίας δεν πήγαν να ψηφίσουν στον δεύτερο γύρο. Παρακολουθώντας ολημερίς τη χθεσινή ειδησεογραφία που βασίζονταν μάλλον στα non paper της Κουμουνδούρου -τα οποία έχουν γίνει πια «του συρμού», αφού τα χρησιμοποιούν και τα άλλα κόμματα- έμενες με την εντύπωση ότι είχαν βγει στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες για να αποθεώσουν τον νέο «Μεσσία».

Όποιος βέβαια είχε την πρόνοια να περάσει έξω από ένα από τα πάμπολλα εκλογικά τμήματα δεν είχε την ίδια εικόνα, κάτι που επιβεβαίωσε και η ανακοίνωση νωρίς το βράδυ του αριθμού των ψηφισάντων. Ήταν συνολικά 15.000 λιγότεροι από την προηγούμενη Κυριακή και αν προσθέσει κανείς τους 7.000 που ψήφισαν τώρα, χωρίς να έχουν ψηφίσει στον πρώτο γύρο, τότε προκύπτει σαφώς ότι περίπου 22.000 ψηφοφόροι της πρώτης Κυριακής δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξαναψηφίσουν.

Τι συμπέρασμα βγάζει όλο αυτό; Ότι η πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει σε καμία περίπτωση τις εντυπώσεις που τα (περισσότερα) μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν. Το απέδειξε, άλλωστε, περίτρανα το ισχνό ακροατήριο το οποίο είχε συγκεντρωθεί έξω από την Κουμουνδούρου και με τα παρωχημένα και χιλιοακουσμένα συνθήματα («Στέφανε προχώρα…», κλπ) προσπαθούσε να δώσει υπόσταση σε ένα γεγονός που κινητοποίησε δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο από το 2% του εκλογικού σώματος.

Επιμένοντας στη γλώσσα των αριθμών, δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι το περίφημο «κίνημα Κασσελάκη», γύρω από το οποίο στρατεύτηκαν τόσες ετερόκλητες δυνάμεις, εκείνο που ουσιαστικά πέτυχε ήταν να κινητοποιήσει κάτι ελάχιστα περισσότερο από το 1% της ελληνικής κοινωνίας, αν ληφθεί υπόψη ότι δόθηκε δικαίωμα ψήφου ακόμη και σε 15χρονα παιδιά, με στόχο να αυξηθεί το ενδιαφέρον των πολιτών και η συμμετοχή στις κάλπες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς τη συμμετοχή του Στέφανου Κασσελάκη στην εκλογική κούρσα, η ανάδειξη του επόμενου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια υπόθεση που θα περνούσε εντελώς απαρατήρητη. Κακά τα ψέματα, ο ουρανοκατέβατος και αμερικανοτραφής 35χρονος οικονομολόγος, ο οποίος μέχρι πρότινος αποτελούσε το απόλυτο αντιπαράδειγμα που θα ήθελαν οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ για αρχηγό τους, έδωσε με την υποψηφιότητά του επικοινωνιακή πνοή σε ένα γεγονός που είχε αφήσει παγερά αδιάφορη τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Υπό αυτή την έννοια, οι αραχνιασμένοι τοίχοι της Κουμουνδούρου έχουν όντως ανάγκη από ένα φως, όπως αυτό που υποσχέθηκε να φέρει ο κ. Κασσελάκης. Βλέποντας, ωστόσο, κανείς όλους εκείνους που στάθηκαν δίπλα του τόσο τον προηγούμενο καιρό που έτρεξε την καμπάνια του μέσα από τα σόσιαλ μίντια, όσο και εκείνα που διημείφθησαν στη διάρκεια της επινίκιας παράστασης, την οποία έδωσε έξω από τα κεντρικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι η χθεσινή ημέρα ήταν η απαρχή ενός πολιτικού φαινομένου που ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες για αλλαγή που έχει η χώρα.

Με τον ομόφωνα καταδικασμένο από Ειδικό Δικαστήριο Νίκο Παπά στο πλευρό του και με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Παύλο Πολάκη να αποτελεί τον πολιτικό μέντορα και παρασκηνιακό καθοδηγητή του, τίποτε καλό δεν μπορεί να προοιωνίζεται για τη συνέχεια. Διότι ακόμη και αν είναι τόσο φιλομαθής όσο θέλει να λέει ότι είναι, για να δικαιολογήσει τις αντιφάσεις και τις γκάφες στις οποίες υπέπεσε, αν επιλέξει ως δασκάλους τους ίδιους που τον έπεισαν να ισχυρίζεται όσα ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, η κατάληξη την οποία θα έχει η επικοινωνιακή καταιγίδα που συνόδευσε την παρουσία του στο μιντιακό προσκήνιο, είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη.

Πέρα από συνωμοσιολογικού τύπου προσεγγίσεις, τα μίντια, ως εκ της φύσεώς τους, αρέσκονται σχεδόν εξίσου τόσο με τη δημιουργία ειδώλων όσο και με την κατακρήμνισή τους. «Τρελαίνονται» με όσους επικοινωνούν μέσω το tik tok, διότι δίνουν «έτοιμη τροφή». «Εξιτάρονται» με το πηγαινέλα στο γυμναστήριο. «Παθαίνουν ντελίριουμ» με τις οικογένειες, κυρίως όταν δεν είναι συμβατικές. Όπως και με τα χαριτωμένα σκυλάκια που βγαίνουν βόλτα μπροστά στις κάμερες.

Οι συγκεκριμένες προδιαγραφές σε κάνουν μια τηλεοπτική και, εν γένει, μια μιντιακή περσόνα. Είναι στην πραγματικότητα ένας ρόλος που πρέπει να παίζεται για όσο οι αδηφάγες κάμερες είναι ανοιχτές. Και δεν αρκεί να παίζεται με το ίδιο μοτίβο. Το ρεπερτόριο πρέπει να αλλάζει συχνά γιατί οι επαναλήψεις το κάνουν βαρετό. Και όταν τελειώνουν τα ερωτήματα για τους γονείς, τους συντρόφους και τα κατοικίδια, τότε αρχίζουν τα δύσκολα.

Οι «κακομαθημένοι» δημοσιογράφοι ξεκινούν πια να ρωτούν για τις πολιτικές θέσεις, τις προτεραιότητες της διακυβέρνησης, την ακρίβεια, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Κυπριακό και τόσα άλλα για τα οποία ο Στέφανος Κασσελάκης δεν μίλησε όλον αυτόν τον καιρό. Και όταν μίλησε για κάποια εξ αυτών, ή κατέφυγε σε λαϊκίστικες γενικότητες ή απλώς απέδειξε πόσο αδαής είναι για την ελληνική πραγματικότητα.

Φρονίμως, μάλλον, ποιών ο ίδιος, δεν δείχνει να βιάζεται να μπει στο Κοινοβούλιο, όπως θα μπορούσε να γίνει αν παραιτούνταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που διόρισε πριν από εκείνον στη λίστα Επικρατείας ο Αλέξης Τσίπρας. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι ούτε εκείνοι προτίθενται να παραιτηθούν –«ΣΥΡΙΖΑ είναι οι άνθρωποι, δεν είναι κορόιδα…»-, αλλά ούτε ο ίδιος φαίνεται να έχει καμία σχετική πρεμούρα.

Διότι, όση άγνοια κινδύνου και αν διαθέτει ο κ. Κασσελάκης, μπορεί να αντιληφθεί ότι αν ανέβαινε το στο βήμα της Βουλής στην παρούσα φάση, η πιθανότητα να έρθει στο φως η ασχετοσύνη που τον διακρίνει είναι πολύ μεγάλη. Οπότε μέχρι τότε και για όσο μπορεί θα εξακολουθήσει να κρύβεται. Διότι η περίπτωσή του δεν αποτελεί πολιτικό φαινόμενο, όπως διατείνονται οι υποστηρικτές του, καθώς δεν έχει τίποτε να πει, τουλάχιστον ως ηγέτης ενός κόμματος το οποίο θέλει να ισχυρίζεται ότι ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά. Αντιθέτως, όλη η μέχρις στιγμής παρουσία του στο πολιτικό στερέωμα, δεν είναι παρά ένα μιντιακό γεγονός το οποίο δεν θα πάρει πολύ καιρό για να ξεφουσκώσει.

Όπως άλλωστε συμβαίνει στην φυσική, έτσι και στην πολιτική, οι κομήτες όσο ξαφνικά εμφανίζονται, τότε γρήγορα εξαφανίζονται. Εδώ μπορεί να περιμένουμε ως τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου.

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Η αναίρεση (ή μήπως η… συναίρεση;) του ΣΥΡΙΖΑ

            Στα 180 χρόνια που παρήλθαν από τη συνταγματική καθιέρωση του κοινοβουλευτικού βίου στη χώρα μας, το εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει θεσμική σταθερότητα.

            Ιστορικοί λόγοι, όπως πόλεμοι, οικονομικές κρίσεις, περίοδοι πολιτικής ανωμαλίας και πραξικοπήματα, σε συνδυασμό με τις κοινωνιολογικές συνθήκες που σχετίζονται με την κοινωνική και πληθυσμιακή κινητικότητα, η οποία καταγράφηκε όλες αυτές τις δεκαετίες, διαμόρφωσαν τις συλλογικές νοοτροπίες που δεν επέτρεψαν τη δημιουργία σταθερών κομματικών δομών με θεσμική μνήμη και αδιασάλευτη συνέχεια.

            Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα περισσότερα κόμματα, μικρά και μεγάλα, παραδοσιακά και συγκυριακά, ήταν και παραμένουν αρχηγοκεντρικοί μηχανισμοί χωρίς πάγιες και κατοχυρωμένες θεσμικές διαδικασίες είτε σε οργανωτικό είτε σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η βούληση του αρχηγού είναι ο υπέρτατος κανόνας που υπερισχύει των όποιων καταστατικών προβλέψεων που σπανίως εφαρμόζονται. 

Βασικά ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας, όπως η στελέχωση των οργάνων, η κατάρτιση ψηφοδελτίων, οι πολιτικές - κυβερνητικές συνεργασίες και η διαμόρφωση των προτάσεων σε μείζονα ζητήματα, έχουν αναχθεί σε «αποκλειστικά προνόμια του αρχηγού», επί των οποίων όποιος έχει διαφορετική άποψη «θέτει εαυτόν εκτός κόμματος». 

Τα παραδείγματα των κομμάτων στα οποία ισχύει η «ενός ανδρός αρχή» είναι πάμπολλα τόσο από το παρελθόν όσο και από το παρόν. Με αποτέλεσμα να είναι πολύ συχνές οι κομματικές διασπάσεις, όπως και η δημιουργία νέων -θνησιγενών στην πλειονότητά τους- σχηματισμών από φιλόδοξους δελφίνους οι οποίοι είτε πέφτουν θύματα καρατομήσεων είτε δείχνουν ακόρεστη σπουδή να «στήσουν το δικό τους κομματικό μαγαζί». 

Θυμηθείτε μόνον πόσα κόμματα και κομματίδια της μιας, άντε των δύο χρήσεων, γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως την περίοδο μετά το ξέσπασμα της μνημονιακής κρίσης. Κάποιες στιγμές, μάλιστα, φάνηκε πως θα μπορούσε να διαψευστεί η περίφημη ρήση του Ευάγγελου Αβέρωφ, σύμφωνα με την οποία «όποιο πρόβατο βγαίνει από το μαντρί το τρώει ο λύκος». 

Πλην, όμως, ο χρόνος έδειξε ότι μόλις περιορίστηκε το επικοινωνιακό γκελ των ηγετών - δημιουργών τους, οι νεοπαγείς σχηματισμοί που είχαν δημιουργήσει διαλύθηκαν εις τα εξ ων συνετέθησαν: Εθνική Παράταξη, ΚΟΔΗΣΟ, ΔΗΑΝΑ, ΔΗΚΚΙ, ΚΕΠ, ΛΑΟΣ, ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, ΔΗΣΥ, ΚΙΔΗΣΟ, Χρυσή Αυγή, Ένωση Κεντρώων, Ποτάμι, ΜέΡΑ 25, κ.α.           

Αφορμή γι΄ αυτές τις επισημάνσεις πήρα από το «δράμα» που φαίνεται να βιώνει αυτές τις μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ, το άλλοτε κραταιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τον… ουρανοκατέβατο διεκδικητή της ηγεσίας του, ο οποίος όλως αιφνιδίως εμφανίστηκε τις τελευταίες ημέρες στο προσκήνιο, δημιουργώντας τεράστιο επικοινωνιακό θόρυβο. 

Δικαιολογημένα, τα μέσα ενημέρωσης έστρεψαν τα φώτα τους στο πρόσωπο του -κατά δήλωσή του «άριστου»- νεαρού εφοπλιστή Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος χωρίς την παραμικρή προϋπηρεσία ή και γνώση της λειτουργίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος, ου μην αλλά και της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, έβαλε πλώρη για να γίνει αρχηγός σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το οποίο από την ίδρυσή του πρεσβεύει και υπηρετεί τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που ιδεολογικά, πολιτικά αλλά και κοινωνικά εκπροσωπεί ο επίδοξος νέος ηγέτης του. Θα έλεγε κανείς, βλέποντάς τον στα social media, ότι αποτελεί προϊόν artificial intelligence (τεχνητής νοημοσύνης).

Επισημαίνοντας και σε όσους δεν γνωρίζουν τον ορισμό, όπως τον μαθαίνουν οι δημοσιογράφοι στο ξεκίνημα τους, ότι «είδηση αποτελεί όταν ο άνθρωπος δαγκώνει τον σκύλο και όχι όταν ο σκύλος δαγκώνει άνθρωπο», η στάση των ΜΜΕ δεν είναι διόλου παράδοξη. Και σίγουρα δεν ερμηνεύεται με δαιμονολογικές προσεγγίσεις για συνωμοσία του συστήματος το οποίο θέλησε τάχατες να προωθήσει έναν αμερικανόθρεφτο τεχνοκράτη με θητεία -άκουσον, άκουσον- στη… διαβόητη Goldman Sacs.

Το παράδοξο, αντιθέτως, είναι ότι όποιος παρακολουθεί την τρέχουσα επικαιρότητα, αλλά και τις τάσεις που διαμορφώνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαπιστώνει ότι ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των φίλων και οπαδών της παράταξης που κυβέρνησε τη χώρα για τεσσεράμισι χρόνια, δείχνει να τείνει ευήκοον ους στις γενικόλογες και εν πολλοίς αντιφατικές διακηρύξεις του κ. Κασσελάκη. Και αυτό παρόλο που, από μια πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον, συνιστούν την απόλυτη αναίρεση των απόψεων, θέσεων και προτάσεων που υποστηρίζει το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (για την αξιολόγηση, τα Πανεπιστήμια, τον Στρατό, κοκ).

Σε μια δεύτερη, ωστόσο, ανάγνωση του τρόπου με τον οποίο πολιτεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από τον καιρό που ανέλαβε την ηγεσία του ο Αλέξης Τσίπρας, εύκολα νομίζω ότι μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι δεν εκπλήσσεται που ένας διάττων πολιτικός αστέρας, ο οποίος έρχεται από το πολιτικό… πουθενά, πιστεύει ότι είναι κατάλληλος να αναλάβει αρχηγός σε ένα κομματικό συνονθύλευμα. 

Ένα συνονθύλευμα, το οποίο (ας θυμηθούμε ότι) στέγασε τον Πάνο Καμμένο και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, τη Θεοδώρα Τζάκρη, που ψήφισε τρία μνημόνια, και τον Παύλο Χαϊκάλη, στον οποίο ανετέθη η επίλυση του Ασφαλιστικού, τον Ευάγγελο Αντώναρο και τη Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, την Κατερίνα Παπακώστα και τον Κώστα Ζουράρι, που μόνον σε μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσαν να αναλάβουν υπουργικά χαρτοφυλάκια, τον αειθαλή Στέφανο Τζουμάκα και τον υπερδραστήριο Απόστολο Γκλέτσο, άλλα και τόσους άλλους αστέρες που μόνον σε αυτό το κόμμα θα μπορούσαν να συμβιώνουν, κλείνοντας, όποτε χρειαζόταν, το μάτι και σε χρυσαυγίτες που οι ψήφοι τους δεν ήταν… «μη ευπρόσδεκτες».

Μπορεί οι θέσεις του κ. Κασσελάκη σε όλους εμάς να ακούγονται κατάλληλες για να ενταχθεί σε κάποιο από τα άλλα κόμματα, τη ΝΔ ίσως ή και, ενδεχομένως, το ΠΑΣΟΚ που έχουν ιδεολογική συνάφεια με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, ο ίδιος στον διαδικτυακό επικοινωνιακό ορυμαγδό που έχει εξαπολύσει υποστηρίζει ότι επέλεξε συνειδητά να ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ.

Γι΄ αυτό και ο καιρός θα δείξει -και πολύ περισσότερο οι ψήφοι που θα λάβει, εφόσον φθάσει τελικά στην κάλπη της 10ης Σεπτεμβρίου- αν αποτελεί την αναίρεση ή τη συναίρεση του ΣΥΡΙΖΑ που πορεύθηκε όλα αυτά τα χρόνια με ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις από αυτές που αποπνέει η καμπάνια του ουρανοκατέβατου διεκδικητή της ηγεσίας του.

Κασσελάκης, λοιπόν, και παντός (πολακικού) ΣΥΡΙΖΑ!      

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

Ούτε αριστερή υποκρισία, oύτε ακροδεξιά αναλγησία

Ψάχνω και δεν βρίσκω φωτογραφίες ή video από τις… επισκέψεις του Αλέξη Τσίπρα στους λασπότοπους της Ειδομένης και στις χιονισμένες σκηνές της Μόριας όπου για βδομάδες και μήνες υπέφεραν χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες οι οποίοι είχαν εγκλωβιστεί εκεί επειδή η Ευρώπη είχε ζητήσει από τους βόρειους γείτονες μας να κλείσουν τα σύνορά τους με την Ελλάδα.

Ο λόγος που δεν βρίσκω είναι πολύ απλός: ο κ. Τσίπρας, αν και ήταν πρωθυπουργός όταν εκτυλίσσονταν εκείνα τα δράματα, δεν πήγε ποτέ ούτε στην Ειδομένη ούτε στη Μόρια. Μπορεί οι υπουργοί που ο ίδιος είχε διορίσει να είχαν χαράξει, από προφανή ιδεοληπτική εμμονή, πολιτική «ανοιχτών συνόρων», που έφερνε την Ελλάδα αντιμέτωπη με ένα δυσανάλογα μεγάλο για τις αντοχές της πρόβλημα, αλλά για εκείνον το πρόβλημα ήταν σα να μην υπήρχε.

Εν συνεχεία, βεβαίως, κατά την προσφιλή του τακτική, δεν είχε πρόβλημα να αλλάξει άρδην την πολιτική της κυβέρνησής του, κλείνοντας τα σύνορα και καταβάλλοντας προσπάθειες να πείσει την Τουρκία να βάλει ένα κάποιο φρένο στους αδίστακτους διακινητές που θησαύριζαν από την πολύ προσοδοφόρα δραστηριότητα της ουσιαστικής δουλεμπορίας που ασκούσαν με την αναμφίβολη ανοχή των αρχών της γειτονικής μας χώρας.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ωστόσο, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε επιμελώς να κάνει αυτό που έκανε τούτες τις μέρες όταν, με αφορμή το τραγικό δυστύχημα στα διεθνή ύδατα ανοικτά της Πύλου, μετέβη εκτάκτως στην Καλαμάτα για να πληροφορεί τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το αποτρόπαιο έγκλημα με το πλωτό φέρετρο που ναυάγησε στα ανοιχτά των ελληνικών ακτών και οδήγησε στον υγρό τάφο εκατοντάδες άμοιρους συνανθρώπους μας.

Θα μπορούσε κανείς να παραβλέψει την συμπεριφορά που είχε ως πρωθυπουργός και να θεωρήσει εύλογο το ενδιαφέρον του κ. Τσίπρα να βρεθεί στη Μεσσηνία. Μόνον, όμως, που φρόντισε ο ίδιος να μην γίνει πιστευτό κάτι τέτοιο. 

Όχι μόνον γιατί είχαν λειτουργήσει ως δικοί του προπομποί οι -κατά την ορολογία του Νίκου Βούτση- μεσήλικες «ημιπιτσιρικάδες» της… νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι έψεξαν την προηγούμενη μέρα την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθιστώντας την συνυπεύθυνη για το έγκλημα (!) επειδή κάποια στιγμή παλαιότερα φωτογραφήθηκε στον φράκτη του Έβρου. Αλλά και διότι ο ίδιος πήγε εκεί παριστάνοντας τον ειδικό εμπειρογνώμονα επί θεμάτων ναυαγίων και αντιδικώντας μπροστά στις κάμερες με τον υπηρεσιακό υπουργό Πολιτικής Προστασίας.

Δυσκολεύομαι, με κάθε ειλικρίνεια, να αντιληφθώ την ανάγκη η οποία κάνει έναν πρώην πρωθυπουργό, ο οποίος, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι υποψήφιος για να επανέλθει στο αξίωμα, να επιφυλάσσει στον εαυτό του μια τέτοια συμπεριφορά. Η εικόνα την οποία εξέπεμψε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, επ΄ ουδενί δεν συνάδει με την υπευθυνότητα που απαιτείται να εκφράζει ο επικεφαλής του δεύτερου σε εκλογική δύναμη κόμματος.

Είχε κάθε δικαίωμα -και υποχρέωση ίσως- να εκφράσει τον έντονο αποτροπιασμό του για μια ακόμη ανείπωτη τραγωδία που λαμβάνει χώρα στα νερά της Μεσογείου. Με τον τρόπο αυτό θα διερμήνευε και τα συναισθήματα της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων που όλα δείχνουν ότι βρήκε εύλογη την αντίδραση της επίσημης ελληνικής Πολιτείας, όπως αυτή εκφράστηκε τόσο με την κήρυξη του εθνικού πένθους από τον υπηρεσιακό πρωθυπουργό Ιωάννη Σαρμά όσο και με την επιτόπια μετάβαση της Προέδρου της Δημοκρατίας.

Για μια ακόμη φορά, όμως, ο αμφίθυμος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, που δυσκολεύεται να αποφασίσει αν είναι υπέρ ή κατά του φράκτη στον Έβρο και καταφεύγει σε γενικότητες του τύπου «δεν λύνεται έτσι το πρόβλημα», επέλεξε να κινηθεί μακριά από τη κοινή λογική από την οποία εμφορείται ο μέσος Έλληνας. Ο οποίος ευλόγως θέλει, από τη μια, να μην είναι η χώρα του ξέφραγο αμπέλι και από την άλλη επιθυμεί να μην χάνουν τις ζωές τους και ούτε να βασανίζονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι που επιδιώκουν εναγωνίως και καταβάλλοντας βαρύτατο τίμημα να βρεθούν επί ευρωπαϊκού εδάφους.

Σε κάθε περίπτωση, το Μεταναστευτικό είναι ένα πολυσύνθετο ζήτημα που είναι συνυφασμένο με την εξέλιξη της ανθρωπότητας από αρχαιοτάτων χρόνων. Ως εκ τούτου, οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις δεν μπορεί να το προσεγγίζουν με απλοϊκούς λαϊκίστικους ισχυρισμούς του τύπου «εμείς είμαστε με τον άνθρωπο». Με εξαίρεση, άλλωστε, τους μισάνθρωπους ακροδεξιούς ρατσιστές, όλοι οι κανονικοί άνθρωποι μπορεί να υποστηρίζουν το ίδιο. Μόνον, όμως, που κανείς τους, από όσο φαντάζομαι, δεν επιθυμεί να μεταφερθεί στην Ευρώπη ολόκληρη η Ασία και η Αφρική.

Διότι, ακόμη και όποιος ειλικρινά ενοχλείται από τους φράκτες, εύκολα αντιλαμβάνεται τι θα συνέβαινε αν δεν είχε κλειδαριές και περίφραξη για το σπίτι, το χωράφι ή το αυτοκίνητο του. Όπως και οι συνέπειες που θα ακολουθούσαν αν αίφνης καταργούνταν τα σύνορα μεταξύ των χωρών και μπορούσε ο καθένας να μετακινείται κατά βούληση. Ωραίο και ιδεαλιστικό ακούγεται όλο αυτό, πλην, όμως, για να εφαρμοστεί απαιτείται το ίδιο αιφνιδιαστικά να μεταφερθούμε σε μια… αταξική κοινωνία και, για να θυμηθούμε τον εθνικό μας ποιητή, «σε έναν όμορφο κόσμο ηθικό και αγγελικά πλασμένο».

Καλώς ή κακώς, πάντως, απέχουμε πολύ από μια τέτοια μεταμόρφωση. Γι΄ αυτό και μέχρι να την επιτύχουμε, όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι νομίζω ότι αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται, κρατώντας αποστάσεις και από την απερίσκεπτη ακροδεξιά αναλγησία και από την ασυλλόγιστη αριστερή υποκρισία.

Υ.Γ.: Για να προλάβω κάποιους φανατικούς του ενός ή του άλλου άκρου, σπεύδω να εξομολογηθώ την εδραία πεποίθηση που έχω ότι η μετανάστευση των γονέων μου στα μεταπολεμικά πέτρινα χρόνια της ελληνικής περιφέρειας δεν συνέβαλε μόνον στην ανοικοδόμηση της χώρας υποδοχής, η οποία, μάλιστα, ευθύνονταν εν πολλοίς για τη διεύρυνση της δικής μας υπανάπτυξης, αλλά απετέλεσε συνάμα και την ευκαιρία για να ξεφύγει η δική μου οικογένεια, όπως και χιλιάδες άλλες, από την καταδίκη στη φτώχεια που προοιωνίζονταν η έλλειψη πλουτοπαραγωγικών πόρων στην Ελλάδα εκείνης της εποχής.

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

Η «βουβαμάρα» έβγαλε εκπλήξεις, η «αδιαφορία» τι θα βγάλει;

Στις παραμονές των τελευταίων εκλογών όλοι οι ψύχραιμοι παρατηρητές συνομολογούσαμε ότι το κυρίαρχο στοιχείο της προεκλογικής ατμόσφαιρας που διαμορφωνόταν στην πορεία προς τις κάλπες της 21ης Μαΐου ήταν η πρωτοφανής «βουβαμάρα» με την οποία προσέγγιζε τα τεκταινόμενα η πλειονότητα του εκλογικού σώματος.

Ο εικονικός πόλεμος ο οποίος διεξαγόταν, πρωτίστως, στο Διαδίκτυο και, δευτερευόντως, στα τηλεοπτικά πλατό δεν μεταφέρθηκε ούτε στιγμή στους δρόμους, στις πλατείες και γενικά στους χώρους συνάθροισης των πολιτών. 

Τα κόμματα και οι υποψήφιοι οργάνωναν τις εκδηλώσεις τους, μιλούσαν, κατά βάση, αποκλειστικά και μόνον στους οπαδούς τους και όλα κυλούσαν σε ένα κλίμα πρωτόγνωρης ηρεμίας το οποίο ελάχιστα θύμιζε τις θορυβώδεις προεκλογικές καμπάνιες του παρελθόντος που αναστάτωναν τη χώρα από τη μια άκρη έως την άλλη.

Παρά ταύτα και σε πείσμα όσων προφήτευαν ότι αυτό το κλίμα μπορεί να προοιωνιζόταν χαμηλό ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας για τις εξελίξεις, η αυξημένη σε σχέση με το 2019 συμμετοχή που καταγράφηκε στην ψηφοφορία έδειξε ότι το ενδιαφέρον των πολιτών δεν βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον θόρυβο που δημιουργείται. Εξαιρουμένου του μεμονωμένου περιστατικού με την καταγγελλόμενη απόπειρα εξαγορά ψηφοφόρων στην Καρδίτσα, το οποίο διερευνάται από τη Δικαιοσύνη, ήταν ίσως η πρώτη φορά που στο αστυνομικό δελτίο δεν κατεγράφησαν παρεκτροπές που να συνδέονται με τις εκλογές.

Με ωριμότητα που παρέπεμπε σε στέρεες ευρωπαϊκές δημοκρατίες που έχουν παράδοση στη θεσμική προσήλωση, οι Έλληνες πολίτες εξέφρασαν την ετυμηγορία τους και επέλεξαν τους εκλεκτούς τους με κριτήρια που ανταποκρίνονταν στη βούληση ενός εκάστου. Το ότι οι επιλογές αυτές δεν άρεσαν σε ορισμένους, οι οποίοι όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα αντέδρασαν υβρίζοντας όσους ψήφισαν διαφορετικά από τους ίδιους, δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς τα πράγματα.

Άλλωστε, το «έργο» της ελεεινολόγησης των αντιπάλων το έχουμε δει αρκετές φορές στο παρελθόν. Είναι σύνηθες οι χαμένοι της κάλπης να καταλογίζουν ανωριμότητα σε όσους ψήφισαν διαφορετικά. Για λόγους ψυχολογικής άμυνας απέναντι στη διάψευση των δικών τους προσδοκιών, αισθάνονται βολικά να πιστεύουν ότι είναι οι άλλοι εκείνοι οι οποίοι έσφαλαν.

Στην προκειμένη περίπτωση, πάντως, τα πράγματα αλλάζουν, αφού σε μόλις πέντε εβδομάδες από την προηγούμενη προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία οδηγούμαστε σε επαναληπτική εκλογική διαδικασία. Σε τυπικό επίπεδο όλα ξεκινούν από την αρχή ή για να χρησιμοποιούμε το κυρίαρχο στερεότυπο των ημερών «οι κάλπες που θα ανοίξουν το πρωί της Κυριακής 25 Ιουνίου θα είναι άδειες».

Επί της ουσίας, όμως, με την παρέλευση των σχεδόν δύο εβδομάδων που μας χωρίζουν από το νέο ραντεβού με την κάλπη, εκείνο που στην πραγματικότητα καλούμαστε να κάνουμε όλοι οι ψηφοφόροι είναι να επιβεβαιώσουμε ή να αναιρέσουμε την πρόσφατη επιλογή μας. 

Μπορεί αυτή τη φορά να μην επιλέγουμε τον βουλευτή της αρεσκείας μας -αφού, ως γνωστόν, ισχύει η λίστα με τη σειρά εκλογής που καθορίζουν οι κομματικές ηγεσίες- επιλέγουμε, ωστόσο, αφενός, το κόμμα που θα μας κυβερνήσει και, αφετέρου, τα κόμματα που θέλουμε να ασκήσουν αντιπολίτευση και από ποια θέση.

Το μεγαλύτερο, ωστόσο, ενδιαφέρον στην επερχόμενη αυτή εκλογική αναμέτρηση είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στις 21 Μαΐου, θα προσέλθουμε στα εκλογικά τμήματα γνωρίζοντας, λιγότερο ή περισσότερο, το «τι τέξεται η επιούσα». Ποιος δηλαδή θα έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και ποιοι, πάνω κάτω, θα κάθονται στα έδρανα της αντιπολίτευσης. 

Υπό αυτή την έννοια και όσο κι αν αποτελεί κανόνα απαράβατο της εκλογικής διαδικασίας ότι κάθε νέα ψηφοφορία επιφυλάσσει διαφορετικό αποτέλεσμα, όποιος δεν τρέφει αυταπάτες αναγνωρίζει ότι τα ζητούμενα από την κάλπη της 25ης Ιουνίου είναι μεν περιορισμένα, αλλά δεν είναι ασήμαντα.

Κακά τα ψέματα, το πρώτο και βασικότερο από τα διακυβεύματα αυτής της αναμέτρησης είναι το εύρος της αυτοδυναμίας το οποίο θα έχει η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς δεν νομίζω να υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που να έχει αμφιβολίες για το ποιο κόμμα θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης. Θα είναι οριακή ή άνετη η προσδοκώμενη αυτοδυναμία;

Το δεύτερο ζητούμενο είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα λάβουν το εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση. Θα είναι πέντε, έξι, επτά, ή, μήπως, οκτώ; Θα υπερβούν το όριο του 3% μόνον η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου και η «Νίκη» των θρησκευόμενων που ζήλωσαν πολιτική δόξα; Ή θα προστεθεί και το ΜέΡΑ 25 του Βαρουφάκη;

Το τρίτο θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει όταν θα ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των ψηφοδελτίων που θα πέσουν στις κάλπες είναι η πολιτική παράταξη που θα αναδειχθεί ως εναλλακτική δύναμη για τη μελλοντική διεκδίκηση της εξουσίας. 

Θα επιβιώσει στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που δείχνει να έχει μπει σε ρότα αποδρομής, ή θα επιστρέψει στο ΠΑΣΟΚ ο ρόλος του αντίπαλου δέους προς την κεντροδεξιά διακυβέρνηση;

Έχω την αίσθηση ότι αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την έκβαση αυτής της αναμέτρησης ο τρόπος που θα συμπεριφερθεί η κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων οι οποίοι πήγαν στις πρόσφατες κάλπες με την πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε επί ίσοις όροις την εκλογική πρωτιά. 

Το double score που χώρισε τα δύο μεγαλύτερα κόμματα ήταν μια ψυχρολουσία που δεν θα αφήσει ανεπηρέαστους όσους ψηφίζουν -και δεν είναι λίγοι- με κριτήριο να είναι το βράδυ των εκλογών με εκείνους που πανηγυρίζουν.

Σε κάθε περίπτωση, μπορεί, όπως συνήθως λέγεται, η Δημοκρατία να μην έχει αδιέξοδα, αλλά για να λειτουργήσει αποτελεσματικά θέλει θεσμικά αντίβαρα.

Οπότε, όσο και αν, όπως πολλοί λένε, η «βουβαμάρα» των προηγούμενων εκλογών έχει πλέον δώσει τη σκυτάλη στην «αδιαφορία», με την οποία ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος αντιμετωπίζει τις επερχόμενες κάλπες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκλογική συμπεριφορά όλων μας θα έχει συνέπειες ή και επιπτώσεις οι οποίες θα φανούν μετά την απομάκρυνση από τα παραβάν των εκλογικών τμημάτων.

Κοντός ψαλμός, αλληλούια!

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Όποιος εξέθρεψε αυτό το «τέρας», σύντομα θα το βρει μπροστά του

Με καθυστέρηση κάποιων ημερών η Κουμουνδούρου διέγραψε την Πέμπτη ένα από τα πάμπολλα στελέχη της τα οποία από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε το σκάνδαλο με τον καταγγελλόμενο ως βιαστή ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Γεωργούλη επιδόθηκαν σε ένα άθλιο συνωμοσιολογικό κρεσέντο ξεπλύματος του θύτη και ενοχοποίησης του θύματος.

Αν, όμως, στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήθελαν να τηρήσουν ίδια μέτρα και ίδια σταθμά θα χρειαζόταν να προχωρήσουν μαζικές εκκαθαρίσεις φίλων, οπαδών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που δεν συμμερίστηκαν τη γραμμή την οποία χάραξε ο αρχηγός τους με τη γενικόλογη τοποθέτηση ότι «είμαστε με τα θύματα και όχι με τους θύτες» και «το μήνυμα είναι καμία συγκάλυψη, καμία σκιά».

Άλλωστε, τόσο πριν όσο και μετά τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο συγκεκαλυμένα, είναι εκατοντάδες τα συνδεδεμένα με τον ΣΥΡΙΖΑ πρόσωπα τα οποία με δηλώσεις τους στα συμβατικά μέσα ενημέρωσης και με αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν δεν χύνουν δηλητήριο αμφισβήτησης της ακεραιότητας της καταγγέλλουσας, συνδέουν τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης με τις επερχόμενες εκλογές.

Δεν γίναμε μόνον μάρτυρες ακραίων σεξιστικών παραληρημάτων, όπως ο απίστευτος ισχυρισμός που διατυπώθηκε επωνύμως και με γυναικεία υπογραφή ότι «αν ο Γεωργούλης παρενοχλούσε γυναίκα και αυτή δεν τον ήθελε, είναι… είδηση». Είδαμε «πούρους» αριστερούς να αναμασούν χωρίς την παραμικρή αιδώ ασυνάρτητες αθλιότητες του ακροδεξιού «ενημερωτικού» υποκόσμου. Δεν είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται μια τέτοια συμπόρευση, αλλά αυτή τη φορά ο κατήφορος ήταν πολύ μεγάλος.

Διαβάσαμε και ακούσαμε τόσο από επίσημους διαδικτυακούς λογαριασμούς όσο και από -έμμισθα ή άμισθα, διατεταγμένα ή εθελοντικά- τρολ υπαινιγμούς για «στημένη» συνωμοσία κατά του ΣΥΡΙΖΑ που εξυφάνθηκε (;) από τον Μητσοτάκη, τον «εκβιαζόμενο», κατά την εκπρόσωπο της Κουμουνδούρου, Ανδρουλάκη και φυσικά τη… βελγική Δικαιοσύνη.

Τι και αν πριν από κάποιες εβδομάδες επαινούνταν οι εισαγγελικές αρχές των Βρυξελλών για τον τρόπο που κινήθηκαν κατά της Εύας Καϊλή ή και της Μαρίας Σπυράκη που -για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά- βρέθηκαν στο στόχαστρό τους; Περιέργως πως, τώρα που η τσιμπίδα του νόμου έπιασε έναν καλλιτέχνη, ο οποίος εκλέχθηκε ευρωβουλευτής με τη σημαία του ΣΥΡΙΖΑ, το αφήγημα άλλαξε άρδην.

«Είναι όλα στημένα για να πληγεί το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς», διατείνεται ένας ολόκληρος κύκλος προσώπων. Είναι τα ίδια πρόσωπα που δεν διστάζουν να κραδαίνουν τη ρομφαία της κάθαρσης ακόμη και στην παραμικρή υποψία παρεκτροπής κάποιου που ανήκει σε άλλη παράταξη. Η ρομφαία, μάλιστα, δεν έχει στόχο απλώς το πρόσωπο το οποίο παρεκτράπη, αλλά ολόκληρη την παράταξη από την οποία προέρχεται ο παρεκτραπείς.

Ο Ανδρουλάκης έπρεπε να ξέρει για την Καϊλή και, αφού δεν ήξερε, είναι ένοχο όλο το ΠΑΣΟΚ. Ο Μητσοτάκης και η Μενδώνη ήταν υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τη δράση του Λιγνάδη και, αφού δεν ήξεραν, είναι όλη η ΝΔ «κόμμα παιδεραστών». Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε ως άσπιλος, αμόλυντος και άμωμος, δεν μπορεί παρά να είναι θύμα συνωμοσίας. Και το ίδιο ισχύει για όσους έχουν βαπτιστεί στη δική του «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που παίρνουν αιώνιο συγχωροχάρτι.

Ο αρχηγός της ΕΥΠ επί Καραμανλή μπορεί να γίνεται κυβερνητικό στέλεχος αρμόδιο για τη Δικαιοσύνη και τη Διαφάνεια και όταν καταδικάζεται από το Ειδικό Δικαστήριο δεν φταίει εκείνος αλλά οι δικαστές που τον καταδίκασαν. Οι πρωταγωνιστές της χρεωκοπίας της χώρας και της μνημονιακής προέλασης, μπορεί να καθύβριζαν ολημερίς και ολονυκτίς προσωπικά τον Αλέξη Τσίπρα, από τη στιγμή που προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ απαλλάχθηκαν διαπαντός κάθε ανομήματος. Τους χορηγήθηκε άφεση αμαρτιών με μόνο αντάλλαγμα να καθυβρίζουν τώρα τους αντιπάλους του αρχηγού.

Η περίπτωση του Ευάγγελου Αντώναρου είναι άκρως χαρακτηριστική γιατί δεν νομίζω ότι βρίσκει κανείς άλλον λόγο αξιοποίηση από το… ταλέντο του να επιτίθεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Εκτός πια και αν γοητεύθηκαν από τις… εύστοχες προβλέψεις του κυβερνητικού εκπρόσωπου της ύστερης κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή που ο ίδιος πρόσφατα υποστήριξε ότι «δεν έχει πέσει ποτέ έξω».

Το «μπρος – πίσω», εξάλλου, στο οποίο υποχρεώθηκε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας, όταν επεχείρησε να καρατομήσει τον Παύλο Πολάκη, αλλά υπαναχώρησε εξαιτίας των αντιδράσεων της… διαδικτυακής βάσης των υποστηρικτών της Κουμουνδούρου, που εξέφρασαν ομοθυμαδόν αμέριστη αλληλεγγύη προς τον «αψύ Σφακιανό», έδειξε ότι ο «βαθύς ΣΥΡΙΖΑ» έχει το πάνω χέρι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η υπόθεση Γεωργούλη ήρθε να επιβεβαιώσει ότι ένα μεγάλο τμήμα των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να κατανοήσει απλά πράγματα, όπως είναι το αυτονόητο ότι ο βιαστής είναι βιαστής ανεξάρτητα σε ποια παράταξη δηλώνει ότι ανήκει. 

Γι΄ αυτό και δεν είδαμε -και ούτε πρόκειται να δούμε- κανέναν από την ηγεσία ή το στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ να καταφέρεται με τον ίδιο οξύ επικριτικό τρόπο με τον οποίο είχε καταφερθεί εναντίον άλλων πρωταγωνιστών σε φαινόμενα σεξουαλικής και άλλης κακοποίησης. Είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να δούμε πανό με το σύνθημα «είναι βιαστής» σε καμία από τις παραστάσεις του επόμενου καλοκαιριού.

Κακά τα ψέματα, ένας ολόκληρος κόσμος έχει εκπαιδευτεί να υποστηρίζει, ακόμη και όταν δεν πιστεύει κάτι τέτοιο, ότι κάποιοι διαθέτουν a priori το περιβόητο «ηθικό πλεονέκτημα». Όχι γι΄ αυτό που είναι. Αλλά γι΄ αυτό που δηλώνουν ότι είναι. Είναι ένας κόσμος που δείχνει να μην ενοχλείται από γενικεύσεις του τύπου «όλοι οι δικοί μας είναι καλοί και όλοι οι άλλοι είναι κακοί».

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι όλοι αυτοί φαίνεται να μην λαμβάνουν υπόψιν ότι αυτό το «τέρας», το οποίο κατασκεύασαν, από τη μια, πείθει όλο και λιγότερους, απομακρύνοντας τους σκεπτόμενους που δεν συμβιβάζονται με σχήματα «άσπρο-μαύρο», ενώ, από την άλλη, αργά ή γρήγορα θα έρθει η ώρα να κατασπαράξει τους ίδιους τους δημιουργούς του που δεν θα μπορούν να το ταΐσουν με άλλες αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.

Κόντος ψαλμός αλληλούια!

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

«Η κόλαση είναι οι… άλλοι» ή «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»

Όταν το 2014 ο Σταύρος Θεοδωράκης πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει το «Ποτάμι», έναν μετριοπαθή πολιτικό σχηματισμό που έστελνε μηνύματα καταλλαγής απέναντι στην αφόρητη οξύτητα που είχε δημιουργήσει η μνημονιακή επέλαση, οι ένθεν κακείθεν φανατικοί ξιφουλκούσαν εναντίον του, καταμαρτυρώντας του τα μύρια όσα, κυρίως μέσα από την ανωνυμία του Διαδικτύου.

Σφοδρότεροι επικριτές του ήταν οι τότε επελαύνοντες προς την εξουσία φίλοι και οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ που δεν εννοούσαν να χωνέψουν τον πιθανολογούμενο κίνδυνο ότι ίσως έχαναν τα λάφυρα που προσδοκούσαν να τους επιφέρει η επερχόμενη εκλογική νίκη. 

Παρά ταύτα, μάλλον αφελώς σκεπτόμενος, ο Θεοδωράκης έτρεφε την αυταπάτη ότι μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας, που δεν είχε αυτοδύναμη πλειοψηφία, θα τον προτιμούσε ως κυβερνητικό εταίρο.

Φυσικά, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Με τους οποίους, άλλωστε, μοιράζονταν πολύ περισσότερα από όσα κοινά θα μπορούσε να βρει ο Τσίπρας στους «ποταμίσιους».

Με τον Καμένο μοιράζονταν πρωτίστως τις λαϊκίστικες διακηρύξεις περί κατάργησης του Μνημονίου «με ένα νόμο και ένα άρθρο». Αλλά και την ασύμμετρη μισαλλοδοξία εναντίον των μνημονιακών «εχθρών», χωρίς τους οποίους δεν θα είχαν έρεισμα ύπαρξης ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι ΑΝΕΛ.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε και μετά την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του 2015 που ακολούθησε την μεγάλη κωλοτούμπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οι οποίοι χωρίς αιδώ μετέτρεψαν σε «ναι» το «όχι» του δημοψηφίσματος, υπογράφοντας το τρίτο και δυσμενέστερο Μνημόνιο.

Ο Θεοδωράκης ανέμενε και πάλι ματαίως πρόσκληση από την Κουμουνδούρου. Η οποία δεν ήρθε ποτέ αφού ο συνεταιρισμός Τσίπρα - Καμμένου είχε ακόμη πολύ μέλλον μπροστά του.

Έπρεπε να έρθει η ώρα να περάσει από τη Βουλή η διαβόητη Συμφωνία των Πρεσπών και να κορυφωθούν τα τσαλίμια του αρχηγού των ΑΝΕΛ για να αναγνωρίσει ο Τσίπρας τη χρησιμότητα του «Ποταμιού». 

Επιφυλάσσοντας στο κόμμα του ρόλο ανταλλακτικού δεκανικιού στην καταρρέουσα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο επικεφαλής του «Ποταμιού» επιτάχυνε την προϊούσα φθορά στην οποία είχε μπει ο φέρελπις σχηματισμός που είχε ιδρύσει πέντε χρόνια νωρίτερα.

Η συνέχεια ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη. Ο Τσίπρας εξαργύρωσε πολιτικά τα όποια οφέλη θα μπορούσαν να υπάρξουν από μια Συμφωνία, όπως υπογράφηκε στις Πρέσπες με τις ευλογίες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Ενώ ο Θεοδωράκης επιφορτίστηκε μόνον με ζημία, η οποία μάλιστα απεδείχθη τόσο μεγάλη ώστε να τερματιστεί πολύ άδοξα η πολιτική διαδρομή την οποία διέγραψε το «Ποτάμι».

Η όψιμη αναγνώριση της καλής του διάθεσης από τους παλαιούς σφοδρούς επικριτές του δεν διέσωσε τον πολιτικό Σταύρο Θεοδωράκη. Οπότε, η επιστροφή του εκεί που το ταλέντο του ήταν αδιαμφισβήτητο, δηλαδή στη δημοσιογραφία και στις πετυχημένες τηλεοπτικές εκπομπές μέσα από τις οποίες αναδείχθηκε, ήταν μοιραία εξέλιξη για εκείνον.

Εξίσου μοιραία, όμως, είναι, όπως φάνηκε, και η επανάληψη των χυδαίων επιθέσεων εναντίον του την οποία εξαπέλυσε ένας ολόκληρος στρατός διαδικτυακών χουλιγκάνων μόλις έγινε γνωστό ότι πήρε συνέντευξη από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την τραγωδία των Τεμπών. 

Μπορεί τα λάφυρα της εξουσίας να μην είναι τόσο ορατά όσο ήταν πριν από οκτώ χρόνια, δεν παύουν όμως να ανεβάζουν την αδρεναλίνη όσων τα ορέγονται.

Πριν καν μεταδοθεί η εκπομπή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν κατακλυσθεί από ρυπαρές αναρτήσεις ανώνυμων και επώνυμων τρολ για υποτιθέμενο «ξέπλυμα του Μητσοτάκη». Λες και ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να βασανίζει τον συνομιλητή του για να ομολογήσει και δεν περιορίζεται στην υποβολή ερωτήσεων και ο συνεντευξιαζόμενος κρίνεται από τις απαντήσεις που δίνει. 

Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν και μετά την μετάδοση της εκπομπής, αλλά τα περισσότερα από όσα γράφηκαν μαρτυρούσαν ότι η πλειονότητα των επικριτών δεν την είχαν δει.

Το πιο εξοργιστικά ενδιαφέρον, ωστόσο, ήταν ότι όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης διευκρίνισε πως ανάλογη εκπομπή είχε συμφωνήσει να κάνει και με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, οι φίλοι του τελευταίου -και ανάμεσα τους και δημοσιογράφοι που παριστάνουν τους επαγγελματίες!- εξεμάνησαν, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καλούν τον πρώην πρωθυπουργό να μην ανταποκριθεί στο αίτημα του δημοσιογράφου.

Τέτοια είναι η… δημοκρατικότητα και η… δεοντολογική προσήλωση που χαρακτηρίζει μια πλειάδα συμπολιτών μας οι οποίοι, κατά τα άλλα, κήδονται δήθεν του κύρους της χώρας και τάχατες εξεγείρονται επειδή μια οργάνωση, η οποία εμφορείται από τις ίδιες με εκείνους ιδέες, έχει κατατάξει την Ελλάδα στην 108η θέση από την άποψη της ελευθερίας της ενημέρωσης.

Δεν μπορώ να προβλέψω αν τελικώς ο κ. Τσίπρας θα δώσει συνέντευξη στον Σταύρο Θεοδωράκη. Αν κρίνω από την κατάληξη που είχε η «σύγκρουση» του με τον Παύλο Πολάκη, εκτιμώ ότι θα ενδώσει στις απαιτήσεις του οπαδικού στρατού του και πιο συγκεκριμένα όλων εκείνων που επέβαλαν την επιστροφή στο ψηφοδέλτιο των Χανίων του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας. Χωρίς φυσικά ο αποκληθείς και «αψύς Σφακιανός» να μεταμεληθεί ή να αναιρέσει στο παραμικρό τη στοχοποίηση όσων ο ίδιος θεωρεί ότι αντιστρατεύονται τον ισοπεδωτικό λαϊκισμό και την ολοκληρωτική αντίληψη που χαρακτηρίζουν τον ίδιο και -δυστυχώς- το πολυπληθές ακροατήριό του.

Το γεγονός ότι αμέσως μετά το συγχωροχάρτι το οποίο εξασφάλισε ο Πολάκης, τη σκυτάλη της στοχοποίησης όσων δεν συμφωνούν με τον ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε -αδαπάνως, μέχρι στιγμής- ο «πολύς» Απόστολος Γκλέτσος, συνιστά τρανή απόδειξη ότι το εγχείρημα της υποτιθέμενης στροφής Τσίπρα προς το Κέντρο μπήκε στη ναφθαλίνη. 

Το τζίνι της τοξικής εχθροπάθειας έχει βγει από το μπουκάλι και κυκλοφορεί ανεξέλεγκτο και ασύδοτο.

Ο διάσημος Γάλλος φιλόσοφος είχε πολύ παραστατικά περιγράψει τέτοιες καταστάσεις με τη μνημειώδη ρήση σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι… άλλοι». 

Ενδεχομένως, αν ζούσε στην Ελλάδα του 2023 και καλείτο να περιγράψει τον κυκεώνα μέσα στον οποίο θα διανύσουμε τη δίμηνη προεκλογική περίοδο που έχουμε μπροστά μας κατά πάσα πιθανότατα θα αναφωνούσε ότι «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»…

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Με… Βαρεμένους δύσκολα συγκροτείται «προοδευτική συμμαχία»

«Τον προκάλεσε με τον λαϊκισμό της!». Πιο γελοία δικαιολογία δεν μπορούσε να διατυπωθεί από όσους έσπευσαν να «ξεπλύνουν» την άθλια συμπεριφορά του βουλευτή Γιώργου Βαρεμένου κατά της συναδέλφου του Άννας Καραμανλή, από τα χέρια της οποίας άρπαξε βίαια στη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής τη φωτοτυπία που κρατούσε και έδειχνε τον Αλέξη Τσίπρα να πηγαίνει στο θέατρο λίγες ώρες αφότου κατέπεσε το πολεμικό αεροσκάφος με τους δύο αξιωματικούς.

Είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία η ίδια δικαιολογία που χρησιμοποιούν οι κάθε είδους βιαστές που τόσο οι ίδιοι όσο και εκείνοι που θέλουν να τους βρουν ελαφρυντικά ισχυρίζονται ότι η εμφάνιση των θυμάτων ήταν τέτοια που προκάλεσε τον θύτη. 

Παρά ταύτα, δεν ξέρω αν ήταν ή όχι σεξιστική η συμπεριφορά του απίθανου αυτού πολιτικού άνδρα, όπως αρκετοί υποστήριξαν, ούτε έχει σημασία η έμφυλη διάσταση του ζητήματος. Το ίδιο θα ίσχυε αν επιτίθετο σε έναν άνδρα που θεωρούσε ότι ήταν του χεριού του και μπορούσε να του επιβληθεί.

Τα πράγματα στην προκειμένη περίπτωση είναι σίγουρα πολύ χειρότερα. Διότι, αν λάβει κανείς υπόψη του τα δεδομένα που συνθέτουν το ακραίο επεισόδιο στο οποίο πρωταγωνίστησε ο πρώην δημοσιογράφος, που εκλέγεται βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Αιτωλοακαρνανία, δεν δυσκολεύεται να συμπεράνει ότι πρόκειται για μια κίνηση με απολύτως φασιστικό υπόβαθρο. 

Μια κίνηση που δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από την ανάλογη συμπεριφορά που είχε επιδείξει προ ενδεκαετίας ο διαβόητος Ηλίας Κασιδιάρης όταν πέταξε νερό στην Ρένα Δούρου και χειροδίκησε κατά της Λιάνας Κανέλλη επειδή τάχατες τον είχαν… προκαλέσει χαρακτηρίζοντάς τον «φασισταριό».

Είναι ειλικρινά απορίας άξιον τι θα έκανε ο διατελέσας και αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Βαρεμένος αν δεν αντιμετώπιζε την βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας σε ένα τηλεοπτικό πλατό και με ανοικτές τόσες κάμερες να τον καταγράφουν. 

Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος φαντασία για να υποθέσει βάσιμα ότι δεν θα περιοριζόταν μόνον στη βίαιη απόσπαση του χαρτιού που είχε στα χέρια της. Ο τρόπος που ενήργησε ήταν τέτοιος που είναι βέβαιο ότι η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη αν ήταν απούσες οι κάμερες. 

Από την άλλη, μπορεί η Άννα Καραμανλή -δημοσιογράφος κι εκείνη, ωιμέ!- να είχε όντως επιδοθεί σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού κραδαίνοντας τη φωτογραφία του κ. Τσίπρα, αλλά με ποια μέτρα και ποια σταθμά ήταν αυτό κάτι που έθιξε τις… ευαισθησίες του κ. Βαρεμένου και των ομοϊδεατών του οι οποίοι έσπευσαν να του συμπαρασταθούν; 

Ήταν αυτή η πρώτη φορά που ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ άκουγε να επικρίνεται αδίκως ένας πολιτικός ώστε να εξεγερθεί τόσο πολύ που να μην μπορέσει να συγκρατήσει το… πάθος για την αλήθεια και κατά της αδικίας το οποίο αίφνης τον κατάλαβε; 

Είναι προφανές ότι τίποτε από όλα αυτά δεν βάρυνε στη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑίου βουλευτή. Η προϊστορία του, άλλωστε, είναι τέτοια που κάθε άλλο μαρτυρεί. 

Ο ίδιος και οι συν αυτώ, προκειμένου να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν τα αξιώματα, τα οποία τους έδιναν τη δυνατότητα να κρύβουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε μετρητά στους εξαεριστές των σπιτιών τους, χαζογελούσαν με συγκαταβατική ικανοποίηση όταν άκουγαν από το βήμα της Βουλής υπουργούς που στήριζαν με την ψήφο τους να απευθύνονται προς τους πολιτικούς τους αντιπάλους με φράσεις όπως: «Στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα…». 

Ο καθένας σε αυτό που αποκαλείται δημόσια σφαίρα διαθέτει τη δική του ιστορία, έχει το δικό του παρελθόν και παρόν, τα οποία σε μεγάλο βαθμό προδιαγράφουν και το μέλλον ενός εκάστου. 

Υπό αυτή την έννοια, θεωρώ ότι δεν υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που να… συγκινείται από τη δήθεν ιερά οργή κατά του λαϊκισμού που καταλαμβάνει πολιτικούς με τις προδιαγραφές του κ. Βαρεμένου. 

Η ευαισθησία κατά του λαϊκισμού δεν είναι το «φόρτε» τους. Ισχύει μάλλον το ακριβώς αντίθετο.

Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα με το οποίο εκλέγεται ο κ. Βαρεμένος έσπευσε να του παράσχει άλλοθι, εξομοιώνοντας τη φασιστική συμπεριφορά του με τον λαϊκισμό της συναδέλφου και τηλεοπτικής συνομιλήτριάς του. 

Αν ήταν ίδια μεγέθη ο λαϊκισμός και η χειροδικία, τότε τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έπρεπε να βρίσκονταν διαρκώς αντιμέτωποι με καταιγισμό χειροδικιών. 

Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κενό περιεχομένου «ηθικό πλεονέκτημα» όσων αυτοπροσδιορίζονται ως τάχατες «προοδευτικοί» δεν έχει κανένα νόημα.

Όπως και να έχει, το 2023 βρίσκεται πλέον πολύ μακριά από το 2012 που η ελληνική κοινωνία ήταν -δικαιολογημένα ή όχι- στα «κάγκελα» και δικαιολογούσε τους κάθε λογής ακτιβισμούς ακόμη και όταν αμφισβητούσαν κεκτημένα του πολιτικού πολιτισμού που είχαν κατοχυρωθεί με κόπους, θυσίες και συχνά με αίμα. 

Οι εποχές ευτυχώς αλλάζουν. Σε βαθμό τέτοιο που πολλά από όσα «έργα» την προηγούμενη δεκαετία έκοβαν πληθώρα εισιτηρίων, στην εποχή μας να μη βρίσκουν ακροατήριο πέρα από έναν πεπερασμένο αριθμό φανατικών.

Για παράδειγμα, η αποχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τις ψηφοφορίες στη Βουλή, που ανακοινώθηκε πομπωδώς αυτές τις μέρες, μπορεί να είχε νόημα την περίοδο πριν από το 2015, που οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις είχαν μεγάλη πέραση. Στις μέρες μας, όμως, κάθε άλλο παρά συνεγείρει τα πλήθη. 

Όλα γύρω μας, άλλωστε, μαρτυρούν ότι με τους κάθε είδους… Βαρεμένους (με μικρό ή μεγάλο αρχίγραμμα) δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι μπορεί να συγκροτηθεί «προοδευτική συμμαχία». 

Κοντός ψαλμός αλληλούια…

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η… ματαιότητα της μομφής και η κρίση για τους κρίνοντες


Στην πολιτική καθημερινότητα γίνονται πολύ συχνά πράγματα τα οποία, παρόλο που είναι προφανώς μάταια, δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει, ιδίως αν είναι επαγγελματίας του είδους και έχει επιλέξει να ακολουθήσει την πεπατημένη.

Πάρτε για παράδειγμα τις διάφορες συναθροίσεις κομματικών οργάνων, στις οποίες μαζεύονται οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι που, μάλιστα, κατά τεκμήριο συμφωνούν μεταξύ τους και αναλώνονται σε χειροκροτήματα προς τον ομιλητή, ο οποίος συνήθως είναι ο αρχηγός τους με τον οποίο ουδείς διαφωνεί.

Η όλη τελετουργία στήνεται αποκλειστικά και μόνον για το τηλεοπτικό θεαθήναι και πιο συγκεκριμένα για να επιλέξουν οι δημοσιογράφοι μια ατάκα που θα παίξει στα δελτία ειδήσεων και θα γίνει τίτλος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Έναν τέτοιο χαρακτήρα είναι σαφές πως είχε, για όποιον τουλάχιστον διέθετε τον χρόνο και την υπομονή να την παρακολουθήσει, η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση με αφορμή το πολυσυζητημένο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.

Με εξαίρεση ίσως λίγους πολύ θερμοκέφαλους φανατικούς, δεν μπορώ να φανταστώ άλλους και κυρίως ανθρώπους με στοιχειώδη κοινό νου που να θεώρησαν ότι πλησίαζε η ώρα να πέσει η κυβέρνηση όταν είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να βγαίνει το πρωί της περασμένης Τρίτης από τα γραφεία της ΑΔΑΕ με τον γνωστό φάκελο ανά χείρας και το βράδυ της ίδιας μέρας να προαναγγέλλει έξω από το Προεδρικό Μέγαρο ότι την επομένη ημέρα θα δημοσιοποιούσε το περιεχόμενό του από το βήμα της Βουλής.

Δεν ήταν μόνον που τα στοιχεία του φακέλου τον οποίο κρατούσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαρρεύσει στα φιλικά του μέσα λίγο μετά την αναχώρησή του από τα γραφεία της ανεξάρτητης αρχής, που είναι ταγμένη να… διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών, ήταν πολύ περισσότερο που το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση προέτρεπε επισήμως, δια του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση μομφής (δυσπιστίας).

Κακά τα ψέματα, όμως, παρόλο που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει το momentum του πολιτικού αιφνιδιασμού, που είναι συνήθως εκείνο που δίνει υπόσταση σε τέτοιες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, η πρόταση μομφής, την οποία εντέλει υπέβαλε ο κ. Τσίπρας, ήταν πλέον μονόδρομος. Ήταν μια πρόταση, την οποία δεν μπορούσε να ματαιώσει, ακόμη και αν ο ίδιος ήταν βέβαιος -που ήταν!- για το προεξοφλημένο αποτέλεσμά της.

Με βάση τις εγχώριες, αλλά και τις διεθνείς, κοινοβουλευτικές παραδόσεις, οι προτάσεις δυσπιστίας αποκτούν πολιτικό νόημα σε δύο περιπτώσεις:

*Πρώτον όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει ζητήματα εσωτερικής συνοχής, και

*Δεύτερον, όταν βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καμία από τις δύο προϋποθέσεις δεν φαίνεται να εκπληρώνεται.

Η «επένδυση» στελεχών και υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ στη διαφοροποίηση «καραμανλικών» και «σαμαρικών» βουλευτών, ήταν εξ αρχής μια απόλυτη ψευδαίσθηση που κατέληξε φρούδα ελπίδα.

Δεν υπάρχει βουλευτής που να έχει εκλεγεί με κάποιο κόμμα και να είναι διατεθειμένος λίγες βδομάδες πριν από την προκήρυξη των εκλογών να αποσκιρτήσει από την παράταξη με την οποία εξελέγη.

Πολύ περισσότερο όταν αυτή η παράταξη προηγείται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις και στην κοινωνία δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που να προοιωνίζονται πολιτική αλλαγή.

Συμπερασματικά, η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης ήταν μια αναμφισβήτητα μάταιη πρωτοβουλία. Μάταιη υπό την έννοια ότι ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.

Αν η σκοπιμότητα της πρόκλησης της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης εξαντλείται στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης ότι η κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε αντιθεσμικές και ενδεχομένως παράνομες διαδικασίες, έχει καλώς. Ως εκεί όμως.

Διότι, κατά τα λοιπά, είναι ακραία αντιφατικό την ίδια ώρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την έκφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας», στελέχη του κόμματος από το ίδιο το βήμα της Βουλής να μιλούν για «διεφθαρμένους εισαγγελείς» που έθεσαν στο αρχείο υποθέσεις που κινήθηκαν από τους ίδιους σε βάρος πολιτικών τους αντιπάλων.

Θα πρέπει κάποια στιγμή σε αυτόν τον τόπο να συμφωνήσουμε όλοι ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τη Δικαιοσύνη, όπως πολύ σωστά δήλωνε πριν από λίγο καιρό ο κ. Τσίπρας έξω από το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και να μην το κάνουμε αυτό επιλεκτικά.

Δεν γίνεται να θεωρείται αδέκαστος ο Χρήστος Ράμμος επειδή έγινε πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής κατόπιν εισηγήσεως του γνωστού και μη εξαιρετέου Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και να στοχοποιείται ανελέητα ο Ισίδωρος Ντογιάκος επειδή ανέλαβε το αξίωμα του με πρόταση του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα.

Αναμφίβολα και οι κρίνοντες κρίνονται για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Αλλά με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Και όχι με απολύτως ιδιοτελή κριτήρια.