Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Το ρίσκο του κ. Βενιζέλου

Ένα τεράστιο ρίσκο  ανέλαβε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ  Ευάγγελος Βενιζέλος με την απόφασή  του να συνεχίσει τη στήριξή του προς την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, από την οποία έλαβε αποστάσεις ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης.
Με την πρωτοβουλία του αυτή, ο κ. Βενιζέλος επιχειρεί ίσως να διορθώνει την αμφιθυμία που έδειξε ένα χρόνο πριν όταν δεν θέλησε την άμεση εμπλοκή του ίδιου και των κορυφαίων στελεχών του κόμματός του στο κυβερνητικό σχήμα, επιτρέποντας στον κ. Σαμαρά να σχηματίσει ένα υπουργικό συμβούλιο που απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.
Πέρυσι τον Ιούνιο ο κ. Βενιζέλος είχε δικαιολογήσει την επαμφοτερίζουσα επιλογή του, επικαλούμενος το φαινόμενο του κυβερνητισμού που το εμφάνισε ως μια από τις παθογένειες που βάρυναν το στελεχιακό δυναμικό του ΠΑΣΟΚ, λόγω της μακρόχρονης παρουσίας ορισμένων σε κυβερνητικά πόστα.
Οι εξελίξεις που δρομολογήθηκαν δεν δικαιολόγησαν την στόχευση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, καθώς το κόμμα του αντί για τα οφέλη που προσδοκούσε ότι θα είχε από την στήριξη που παρείχε στην κυβέρνηση, χωρίς τη συμμετοχή πολιτικών στελεχών, κατέγραφε, εν τέλει, ζημιές και μόνον ζημιές.
Η μια μετά την άλλη οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η  απήχηση του άλλοτε κραταιού κόμματος της Κεντροαριστεράς βρισκόταν σε συνεχή πτωτική πορεία. Ό,τι καλό γινόταν –αν γινόταν- στη χώρα το πιστωνόταν ο κ. Σαμαράς και η ΝΔ, ενώ το ΠΑΣΟΚ εισέπραττε διαρκή φθορά, με αποτέλεσμα οι ψηφοφόροι και τα στελέχη του να διαρρέουν δεξιά και αριστερά.
Το «μέτωπο» που φάνηκε ότι ξεκίνησε να οικοδομεί με τον πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ όταν πριν από λίγες εβδομάδες ο κ. Σαμαράς απέρριψε το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και συνεχίστηκε με την ενιαία στάση που είχαν τα δύο κόμματα στο ζήτημα της ΕΡΤ, έδωσε την εντύπωση, ακόμη και σε στενούς συνεργάτες του, ότι μπορούσε να οδηγήσει σε κοινή κάθοδο των δύο κομμάτων στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Το σκηνικό αυτό, που  ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος είχε διαμορφώσει με τα επανειλημμένα  φλερτ που απηύθυνε προς την Αγίου  Κωνσταντίνου, ανετράπη πλήρως με την απόφασή του να συνεχίσει την συμπόρευση με τον κ. Σαμαρά, παρά το ότι του καταλογίζει μύρια όσα για αλαζονική συμπεριφορά και θεσμικά ατοπήματα, όπως το «μαύρο» στην ΕΡΤ.
Η αποχώρηση  της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση  δεν είναι βέβαιο ότι θα αποτρέψει ως δια μαγείας τα έντονα φαινόμενα έλλειψης συντονισμού στην κυβερνητική λειτουργία που παρατηρήθηκαν τον τελευταίο χρόνο. Όπως δεν είναι επίσης βέβαιο ότι οι αρνητικές εντυπώσεις από τις κυβερνητικές αρρυθμίες και αστοχίες ότι θα μοιράζονται ισομερώς, καθώς το ακροατήριο των δύο, πλέον, κυβερνητικών κομμάτων είναι διαφορετικό.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ανέφερε  ότι θα επιδιώξει «κυβέρνηση με προοδευτικά  χαρακτηριστικά», κάτι που, όπως και  να το κάνει κανείς, ηχεί παράταιρα  στην Ελλάδα του μνημονίου και με δύο κυβερνητικούς εταίρους που στον ένα χρόνο της συνεργασίας τους βρήκαν κοινή γλώσσα μόνον στα προαπαιτούμενα που έθετε κάθε φορά η τρόικα.
Αν ο κ. Βενιζέλος καταφέρει όντως να εμπεδώσει το συνεργατικό και μεταρρυθμιστικό πνεύμα που έλειψε ως τώρα από την τρικομματική κυβέρνηση, τότε το ρίσκο που ανέλαβε, παραμένοντας στην κυβέρνηση, μπορεί να βγει σε καλό στον ίδιο, στον πολιτικό χώρο που εκπροσωπεί και κυρίως στη δοκιμαζόμενη κοινωνία.

(Δημοσιεύθηκε www.protothema.gr στις 21.6.2013)

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Πρόβες θανάτου

Αν επί τριάμισι ώρες και με όσα είχαν προηγηθεί της σύσκεψης τους, οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί δεν κατάφεραν το βράδυ της Δευτέρας να βρουν κοινή γλώσσα για να ερμηνεύσουν μια –κατά το μάλλον ή ήττον- τόσο σαφή δικαστική απόφαση, είναι να απορεί κανείς ποιο μπορεί να είναι το μέλλον αυτής της κυβέρνησης.
Μπορεί ο φόβος των εκλογών και οι διεθνείς πιέσεις να απέτρεψαν, σε πρώτη φάση, το «μοιραίο» που θα επέφερε ένα πλήρες ναυάγιο, πλην, όμως, τα όσα διημείφθησαν με τους μεν –το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ- να υποστηρίζουν ότι πρέπει να ανέβουν οι διακόπτες της ΕΡΤ για να γίνει συζήτηση ουσίας για τις μεταρρυθμίσεις και τους δε –το Μέγαρο Μαξίμου και τον υπουργό των Οικονομικών- να απαντούν ότι «η ΕΡΤ καταργήθηκε»!-, δεν προοιωνίζονται τίποτε ευοίωνο, καθώς περισσότερο ως… πρόβες θανάτου μπορεί να εκληφθούν.
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να έχει κανείς εμπεδωμένη άποψη υπέρ του δίκιου της μιας ή της άλλης πλευράς για να διαπιστώσει ότι, με αφορμή το ζήτημα της ΕΡΤ, ο χρονικός ορίζοντας της τρικομματικής συνεργασίας μίκρυνε επικίνδυνα. Ακόμη και αν στη νέα σύσκεψη της Τετάρτης βρεθεί τελικά συμβιβαστική φόρμουλα, οι αμοιβαίες καχυποψίες θα εκείνες που θα δίνουν τον τόνο αυτής της παράταιρης, όπως αποδεικνύεται, συνεργασίας που θυμίζει, πλέον, γάμο εξ ανάγκης που παρατείνεται εξαιτίας του κόστους του διαζυγίου και των πιέσεων του οικογενειακού περίγυρου.
Το χάσμα που έφεραν στην επιφάνεια τα τελευταία γεγονότα, μην ξεχνάμε ότι πριν από «μαύρο» στην ΕΡΤ είχε προηγηθεί η σκληρή κόντρα με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, δεν είναι μόνο προϊόν των ιδεολογικών διαφορών που αναμφισβήτητα χωρίζουν τα συγκυβερνώντα κόμματα. Είναι, πρωτίστως, αποτέλεσμα της διαφορετικής αντίληψης που φαίνεται να έχουν οι δύο πλευρές για τον χαρακτήρα αυτής της κυβέρνησης, η οποία φαίνεται ότι από την αρχή ξεκίνησε στραβά επειδή δεν βασίστηκε σε σαφείς κανόνες.
Με ευθύνη, μάλλον, των δύο μικρότερων κομμάτων, τα οποία πέρυσι το καλοκαίρι, όταν σχηματιζόταν η τρικομματική συνεργασία, ήθελαν να τηρήσουν αποστάσεις, εστάλη το λανθασμένο μήνυμα ότι το σχήμα που δημιουργήθηκε δεν ήταν παρά μια μονοκομματική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, στην οποία οι δύο άλλοι συμμετείχαν συμβολικά και δι΄ αντιπροσώπων. Οι υπογραφές των 21 υπουργών και αναπληρωτών υπουργών της ΝΔ που τέθηκαν κάτω από την επίμαχη πράξη νομοθετικού περιεχόμενου με την οποία άνοιξε ο δρόμος για τη διάλυση της ΕΡΤ και όποιων άλλων ΔΕΚΟ θα πάρουν σειρά, με πλήρη αγνόηση των μόλις τεσσάρων (!) μελών του υπουργικού συμβουλίου που υποδείχθηκαν από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, πέρα από την αλαζονεία και τον αυταρχισμό που εκπέμπουν, συνιστούν, ταυτόχρονα, έναν ισχυρό συμβολισμό.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι αριθμητικό. Και, ως εκ τούτου, ακόμη και αν αλλάξει ο αριθμητικός συσχετισμός των προσώπων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, εκείνο που φαίνεται πολύ δύσκολο έως μάλλον αδύνατο να αλλάξει είναι η νοοτροπία που αναδύεται από την έλλειψη πνεύματος συνεργασίας μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων. Τα τελευταία γεγονότα απέδειξαν, δυστυχώς, ότι οι προσωπικοί και μικροκομματικοί υπολογισμοί, μαζί με τους επικοινωνιακούς χειρισμούς, που μοιάζουν να είναι το… άπαν αυτής της κυβέρνησης, που έφθασε μέχρι του να… νοικιάσει μπουλντόζες για μαϊμού εγκαίνια έργων, ορθώνουν ανυπέρβλητα εμπόδια στο δρόμο αυτής της συνεργασίας που, έτσι όπως πορεύεται, δεν μπορεί παρά, αργά ή γρήγορα, να οδηγηθεί σε οριστικό αδιέξοδο.
Αφού ούτε ο «από μηχανής» Θεός της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν κατάφερε να δώσει τη λύση του δράματος που είδαμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας εδώ και μια εβδομάδα, αναρωτιέμαι ποια δύναμη μπορεί να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία. Μπορεί να αλλάξουν μυαλά οι κυβερνώντες και να πάρουν το νήμα της συνεργασίας από την αρχή, προτάσσοντας το συμφέρον της χώρας; Μακάρι, αν και πολύ αμφιβάλλω!

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 18.6.2013)

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Το "μαύρο" θα κυνηγά τους εμπνευστές και εκετελεστές του λουκέτου...

ΗΠΕΙΡΟΣ, ΤΟΠΟΣ ΝΑ ΖΕΙΣ 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΥΚΕΤΟ ΣΤΗΝ ΕΡΤ


           Το αυταρχικό και αντιδημοκρατικό λουκέτο που επέβαλε στη δημόσια ραδιοτηλεόραση η κυβέρνηση Σαμαρά συνιστά βαρύτατο πλήγμα στην πλουραλιστική ενημέρωση του ελληνικού λαού, ιδιαίτερα στην ελληνική περιφέρεια.
           Το «μαύρο» στις οθόνες πολλών σπιτιών στις εσχατιές της Ηπείρου, που είχαν ως μοναδικό ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες της ΕΡΤ, θα κυνηγά τους εμπνευστές και τους εκτελεστές της απόφασης να κατέβουν οι διακόπτες και να πεταχτούν στο δρόμο τόσοι εργαζόμενοι.
            Η παράταξη «Ήπειρος, Τόπος Να Ζεις» καταδικάζει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τον κατήφορο στον οποίο κατακρυλά η κυβέρνηση του κ. Σαμαρά, προσπαθώντας να καλύψει επικοινωνιακά την αδυναμία της να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ελληνικού λαού για ουσιώδεις και αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις.
            Παράλληλα συμπαραστεκόμαστε στον αγώνα των εργαζομένων για να κρατήσουν ανοικτή τη δημόσια ραδιοτηλεόραση και απαιτούμε να ενισχυθούν τα περιφερειακά προγράμματα της ΕΡΤ, όπως η ΕΡΑ Ιωαννίνων που προσφέρει ανεκτίμητο έργο στους πολίτες της Ηπείρου. 

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Το πασπαρτού της δικαίωσης ή μήπως της κοροϊδίας;

Μια μοναδική, ίσως παγκόσμια, πρωτοτυπία διεκδικεί η έκθεση του ΔΝΤ για το πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας που δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες ημέρες: αποτελεί το… πασπαρτού της δικαίωσης για όλους όσοι ενετάχθησαν –έστω και για λίγο…- στο πλατύ αντιμνημονιακό μέτωπο.
Δεν εξηγείται αλλιώς πως από ένα κείμενο που το ίδιο το Ταμείο στην εκτενή αναφορά που κάνει στην ιστοσελίδα του βάζει ως τίτλο «Η Ελλάδα κάνει προόδους, αλλά χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια για να επανέλθει στην ανάπτυξη», να έχουν δικαιωθεί οι… πάντες σε αυτή τη χώρα, με πρώτους και καλύτερους όσους εμποδίζουν και την πρόοδο και την ανάπτυξη.
Από τους οικονομολογούντες των τηλεοπτικών πρωινάδικων ως τον πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά με τα… «Ζάππεια» του και από τους καφενειακού τύπου συνωμοσιολόγους αναλυτές ως τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αλέξη Τσίπρα με τις απειλές για αποχώρηση από το ευρώ που εκτόξευε, πέρυσι τέτοιες μέρες, προς την «μαντάμ Μέρκελ», όλοι θεωρούν εαυτούς δικαιωμένους.
Δεν ξέρω πόσοι εξ αυτών μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν την επίμαχη έκθεση, αν και είναι αλήθεια πως κάτι τέτοιο δεν συνιστά προαπαιτούμενο για να υποστηρίξει βασίμως κάποιος ότι το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα «έπεσε έξω».
Η βαθιά ύφεση, κατά πολύ βαθύτερη εκείνης που είχε προβλεφθεί στο αρχικό μνημόνιο, όπως και η υψηλή ανεργία, πολύ υψηλότερη και από τις χειρότερες προβλέψεις που είχαν γίνει το 2010, αποτελούν αναμφίβολους και αδιάψευστους μάρτυρες της αστοχίας του προγράμματος και των παραδοχών που έκαναν οι ιθύνοντες του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γι΄ αυτό, άλλωστε, χρειάστηκε να γίνουν επανειλημμένες αναθεωρήσεις και απαιτήθηκε να συναφθεί πριν από λίγους μήνες δεύτερη δανειακή σύμβαση πέραν της αρχικής, που οι εμπνευστές της είχαν θεωρήσει επαρκή για να βελτιωθούν οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας και να μπορέσει η χώρα να ξαναβγεί στις αγορές.
Ο λόγος, εξάλλου, για όσους δεν αρέσκονται στις θεωρίες συνωμοσίας, που η Ελλάδα υποχρεώθηκε το 2010 να μπει στο μνημόνιο δεν ήταν άλλος από τον αποκλεισμό της από τις αγορές που της στερούσε τη δυνατότητα να καλύψει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας (όπως ρητά αναφέρεται στην έκθεση που όλοι οι... δικαιωμένοι επικαλούνται) είχε φθάσει το 2009 στο 15,6% και χωρίς τον υπολογισμό των τόκων (πρωτογενές έλλειμμα) ήταν στο 10,5%.
Έτσι, ακόμη και αν η Ελλάδα αποφάσιζε να μην πλήρωνε τους «τοκογλύφους», όπως αρέσκονται πολλοί συνέλληνες να αποκαλούν εκείνους που μας είχαν δανείσει, ήταν παραπάνω από επιβεβλημένη η ανάγκη για άμεση και δραστική περικοπή δημοσίων δαπανών (από μισθούς, συντάξεις, κλπ) που κατά τους μετριότερους υπολογισμούς έπρεπε να είναι της τάξης των 20 με 25 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Εν τέλει, οι περικοπές που υποστήκαμε στην τριετία είναι μάλλον μεγαλύτερες. Και αυτό αποτελεί ίσως την πλήρη επιβεβαίωση της αστοχίας όσων σχεδίασαν το αρχικό πρόγραμμα, κάνοντας παραδοχές –όπως επί παραδείγματι η είσπραξη 50 δισ. ευρώ από αποκρατικοποιήσεις και εκποίηση δημόσιας περιουσίας- που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Από εκεί, όμως, μέχρι του σημείου να δηλώνουν δικαιωμένοι όσοι ακόμη σήμερα υπερασπίζονται τα διεφθαρμένα πελατειακά δίκτυα και συντηρούν αλώβητη τη γραφειοκρατία, ή όσοι κάνουν πλάτες στη φοροδιαφυγή και ευνοούν την ακινησία στη δημόσια διοίκηση διοίκηση, νομίζω ότι πάει πολύ.
Το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας δεν πήγε καλά, όχι μόνον επειδή απέτυχαν οι προβλέψεις των δανειστών μας, αλλά και διότι εξακολουθούν να κοροϊδεύουν τον ελληνικό λαό αρκετοί από όσους έσπευσαν αυτές τις μέρες να… πανηγυρίσουν για την (υποτιθέμενη) δικαίωσή τους από την έκθεση του ΔΝΤ.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 10.6.2013)

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Οι τουρκικές παλινδρομήσεις από το Ισλάμ ως την Ευρώπη

            Τις πελώριες αντιφάσεις που ταλανίζουν τη σύγχρονη Τουρκία, οι ελίτ της οποίας παλινδρομούν ανάμεσα στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και στην επιστροφή στην ισλαμική παράδοση, φέρνει στην επιφάνεια η διαφαινόμενη γενίκευση της λαϊκής εξέγερσης που ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη.
            Η σκληρή και αιματηρή καταστολή που αντέταξαν οι γνωστές για τη βιαιότητά τους δυνάμεις ασφαλείας της γείτονος απέναντι σε διαμαρτυρόμενους που, εδώ και καιρό, αντιδρούν στη μετατροπή σε εμπορικό κέντρο ενός από τα παραδοσιακά πάρκα της Πόλης, ήλθε σε μια στιγμή που η κυβέρνηση του κ. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έκανε ένα ακόμη βήμα προς την εφαρμογή της ισλαμικής της ατζέντας, επιβάλλοντας –για λόγους θρησκευτικούς- καθεστώς ποτοαπαγόρευσης.
            Οι τελευταίες εξελίξεις αναδεικνύουν τον βαθύ διχασμό της κατακερματισμένης τουρκικής κοινωνίας που στο βάθος της παραμένει ένα «καζάνι που βράζει», παρά τη φαινομενική πολιτική και κοινωνική σταθερότητα που παρουσίαζε η γειτονική χώρα τα τελευταία χρόνια με την απόλυτη επικράτηση του κ. Ερντογάν και τον βαθμηδόν περιορισμό της επιρροής του κεμαλικού «βαθέος κράτους», που αποτελούν το στρατιωτικό κατεστημένο και η κρατική γραφειοκρατία (δικαστικοί, διπλωμάτες, κ.ά.) και εμφανίζονταν ως εγγυητές του «δυτικού χαρακτήρα» και της «κοσμικότητας» του τουρκικού κράτους.
            Η ταχεία ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας που σημειώθηκε κατά τη δεκαετή παντοκρατία του ισλαμιστή κ. Ερντογάν, ο οποίος επαίρεται ότι «έδιωξε το ΔΝΤ από την Τουρκία», αποδεικνύεται ότι δεν  ήταν ικανή συνθήκη για να συγκαλύψει τις μεγάλες –ιδεολογικές και άλλες- διαφορές που χωρίζουν τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Τουρκίας, καθώς και τα διαφορετικά συμφέροντα που αυτές εκπροσωπούν και θέλουν να επιβάλουν.
            Από μια πρώτη οπτική, η «άνοιξη αλά Τούρκα», για την οποία ήδη γίνεται λόγος στα διεθνή μέσα, δεν μπορεί να παραλληλιστεί με τις ανάλογες εξεγέρσεις στις μουσουλμανικές χώρες της Βορείου Αφρικής, της Αραβικής Χερσονήσου και της Μέσης Ανατολής που ξέσπασαν τα δύο τελευταία χρόνια με κύριο στόχο την ανατροπή δικτατορικών καθεστώτων.
Ωστόσο, η έκταση του λαμβάνουν τα γεγονότα στην Πόλη, φαίνεται να έχουν ανάλογο υπόβαθρο που σχετίζεται με την οικονομική και κοινωνική (κατα-)πίεση που ασκούν οι κυρίαρχες δυνάμεις σε περιθωριοποιημένα, πλην δυναμικά και ανερχόμενα, κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Στρώματα που ειδικά στην Τουρκία περιλαμβάνουν όχι μόνον όσους δεν είχαν συμμετοχή στο αποκαλούμενο «οικονομικό θαύμα» της περιόδου Ερντογάν, αλλά και μεγάλες μειονοτικές ομάδες, όπως οι Κούρδοι, καθώς και πολίτες που απλώς αντιδρούν στις παρατηρούμενες τάσεις για επιβολή των ισλαμικών ιδεών από τη σημερινή κυβερνητική εξουσία.    
Εξάλλου, η –μόνον φαινομενικά δημοκρατική- γειτονική χώρα έχει μακρά «παράδοση» σε υποκινούμενες και μη λαϊκές εξεγέρσεις, μια από τις οποίες πλήρωσε ακριβά στο πετσί της η ελληνική μειονότητα της Πόλης με το «πογκρόμ» εναντίον της στο οποίο επιδόθηκε ο «εξεγερμένος» όχλος στα Σεπτεμβριανά του 1955. Έχει επίσης προϊστορία σε βιαιότατες καταστολές των διαμαρτυριών, όπως και σε –ανοιχτά ή συγκεκαλυμμένα- στρατιωτικά πραξικοπήματα.
Γι΄  αυτό και η συνέχεια που θα έχουν οι βιαιότητες που βρίσκονται σε εξέλιξη θα καταδείξει πολλά για τον χαρακτήρα της Τουρκίας και επιπλέον θα καθορίσει το κατά πόσο το μέλλον της είναι στην Ευρώπη ή στον ισλαμικό κόσμο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στη 1.6.2013)

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Ο Καραμανλής, ο Σαμαράς και ο φόβος της Χρυσής Αυγής

Η πρώτη σφραγίδα που μπήκε στο ευρωπαϊκό διαβατήριο της Ελλάδας ήταν τον Δεκέμβριο του 1974 και έφερε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος, έχοντας μόλις πριν από λίγους μήνες επιστρέψει στην Ελλάδα και αφού κέρδισε τις πρώτες εκλογές του Νοεμβρίου, οργάνωσε το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό.
Με την ευμενή υπέρ της λεγόμενης «Αβασίλευτης» άψογη ουδετερότητα που τήρησε, ο τότε αρχηγός της συντηρητικής παράταξης απάλλαξε τη χώρα από μια πολύχρονη πηγή ανωμαλίας που ήταν η εμπλοκή του Παλατιού στην πολιτική. Με αυτή την απόφασή του και με μια σειρά κινήσεις και πρωτοβουλίες που ανέλαβε τα επόμενα χρόνια σηματοδότησε τον οριστικό ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας.
Αρκετοί στενοί, τότε, συνεργάτες του Καραμανλή ήταν φιλοβασιλικοί: από τον μετέπειτα διάδοχό του στην πρωθυπουργία Γεώργιο Ράλλη, ο οποίος παραδέχθηκε ότι ψήφισε υπέρ της Βασιλείας, έως τον Σπύρο Θεοτόκη, ο οποίος εκπροσωπούσε ένα από τα πιο γνωστά τζάκια της παλαιάς Δεξιάς και την επομένη του δημοψηφίσματος, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, παραιτήθηκε από βουλευτής της ΝΔ για να γίνει τρία χρόνια αργότερα συναρχηγός της «βασιλοχουντικής» Εθνικής Παράταξης.
Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι η πλειονότητα όσων στην κάλπη για το Πολιτειακό ψήφισαν υπέρ της βασιλευομένης –το 30,8% του εκλογικού σώματος- προέρχονταν από τη «δεξαμενή» των ψηφοφόρων που τρεις εβδομάδες νωρίτερα είχαν δώσει στην νεοϊδρυθείσα Νέα Δημοκρατία το ανεπανάληπτο 54,37% που πήρε ο Καραμανλής στις πρώτες μεταχουντικές εκλογές.
Η επιλογή του Σερραίου πολιτικού να αγνοήσει το λεγόμενο «πολιτικό κόστος», ταυτιζόμενος με τη βούληση που είχε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού και κινούμενος σε αντίθετη φορά από εκείνη που ήθελαν οι μισοί και πλέον ψηφοφόροι του, όχι μόνον δεν του κόστισε εκλογικά –αφού κέρδισε και τις επόμενες εκλογές, παρά την εμφάνιση στην εκλογική κονίστρα των βασιλοχουντικών που περιορίστηκαν στο 6,82% στις βουλευτικές εκλογές του 1977-, αλλά τον καθιέρωσε ως μια ευρωπαϊκή πολιτική φυσιογνωμία με διεθνή αναγνώριση και ακτινοβολία.
Το προηγούμενο αυτό μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει τον οδηγό στην απόφαση που καλείται να λάβει σήμερα ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς για το λεγόμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που διχάζει βαθιά τον τρικομματικό κυβερνητικό συνασπισμό και αποτελεί ένα από τα κρισιμότερα τεστ αντοχής για τη συνοχή του και εν γένει την πολιτική σταθερότητα που αργά αλλά σταθερά υπάρχουν σημάδια ότι βαίνει προς αποκατάσταση.
Η δημοσκόπηση της Alco που δημοσίευσε το κυριακάτικο «Πρώτο Θέμα» έδειξε ότι η πλειονότητα των πολιτών, σε ποσοστό 52%, ευνοεί την ανάληψη μιας τέτοιας νομοθετικής πρωτοβουλίας. Υπάρχει, ωστόσο, μια πολύ ισχυρή μειοψηφία που έχει, σε ποσοστό 35%, αντίθετη άποψη και διαφωνούν με το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Αντώνης Ρουπακιώτης και στηρίζουν σθεναρά το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι προφανές ότι πολλοί από τους αντιδρώντες είναι ψηφοφόροι, οι οποίοι στις τελευταίες εκλογές ή και σε προηγούμενες αναμετρήσεις ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία. Και, κακά τα ψέματα, το βασικό επιχείρημα που προβάλουν οι συνεργάτες του κ. Σαμαρά για να μην προωθηθεί το επίμαχο νομοσχέδιο στη Βουλή, είναι για να μην δυσαρεστηθεί αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος το οποίο εκδηλώνει συμπάθεια προς τη Χρυσή Αυγή, αγνοώντας –προφανώς οι περισσότεροι- το πραγματικό ιδεολογικό υπόβαθρο του νεοναζιστικού αυτού μορφώματος.
Τα περί δήθεν περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης δεν είναι παρά το άλλοθι για να καλυφθεί ο φόβος για το πρόσκαιρο πολιτικό κόστος που μπορεί, ενδεχομένως, να υπάρξει για το μεγαλύτερο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού, τα στελέχη του οποίου ισχυρίζονται πως τάχατες οι προωθούμενες ρυθμίσεις για να τιμωρούνται όσοι εγκωμιάζουν τον ναζισμό ή πρωταγωνιστούν σε εκδηλώσεις ξενοφοβικής βίας θα ενισχύσουν, αντί να πλήξουν, την Χρυσή Αυγή, καθώς τα στελέχη της θα «ηρωοποιηθούν» στα μάτια συντηρητικών ψηφοφόρων που προβληματίζονται από το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης.
Και ο Παλαιοκώστας, όμως, ο οποίος «κλέβει τις τράπεζες», θεωρείται «ήρωας» από αρκετούς συνέλληνες. Για να μη θυμηθούμε τη... γοητεία που φημολογείτο ότι ασκούσε παλαιότερα σε ένα τμήμα του γυναικείου πληθυσμού ο Παπαχρόνης. Κανείς, ωστόσο, δεν φαίνεται να διανοήθηκε να προτείνει την αποποινικοποίηση των ληστειών ή των βιασμών. Γιατί, άραγε, να συμβεί αυτό για τους ρατσιστές και ξενόφοβους ναζιστές, που είναι τόσο… γενναίοι «ήρωες» που πάνε οπλισμένοι στη Βουλή;
Σε κάθε περίπτωση, οι απόψεις περί ενδεχόμενης «ηρωοποίησης» μοιάζουν πολύ κοντόφθαλμες. Κατ΄ αρχήν γιατί τα μέτρα για τον περιορισμό της λαθρομετανάστευσης δεν έρχονται σε αντίθεση με τον ποινικό ή άλλο κολασμό των ρατσιστών. Και, κυρίως, γιατί αν η κυβέρνηση δεν λάβει τώρα μέτρα, υπό τον φόβο της αντίδρασης των συμπαθούντων τη Χρυσή Αυγή, τα στελέχη της θα εκτραχυνθούν ακόμη περισσότερο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εσωτερική σταθερότητα και τη διεθνή εικόνα της χώρας.
Αν, λοιπόν, ο νυν πρωθυπουργός εννοεί ότι θέλει πράγματι να ηγηθεί του ευρωπαϊκού μετώπου, το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο είναι, νομίζω, η ευκαιρία να το αποδείξει, απορρίπτοντας μικροκομματικούς υπολογισμούς, όπως ακριβώς έκανε σε πολύ πιο δύσκολους καιρούς για την τότε πολύ πιο ασταθή ελληνική δημοκρατία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 27.5.2013).

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Μήπως να αποφασίσει η τρόικα (και) για το αντιρατσιστικό;

            Όποιος παρακολουθεί τον δημόσιο διάλογο που γίνεται για το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για την αντιμετώπιση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, εύκολα αναγνωρίζει το ιδεολογικό χάσμα που χωρίζει τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. 
            Όπως και στην περίπτωση της αναθεώρησης του «νόμου Ραγκούση» για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς (ο οποίος «πάγωσε» μετά την απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις του), οι διαφορετικές προσεγγίσεις των τριών κομμάτων είναι δεδομένες και, εν πολλοίς, αναμενόμενες.
            Πολιτικές προκαταλήψεις, ιδεολογικές δοξασίες, ιστορικές  προσλαμβάνουσες, είναι μερικοί από τους θεμιτούς λόγους που δυσκολεύουν την εξεύρεση κοινού τόπου σε ιδιαιτέρως «φορτισμένα» ζητήματα, όπως είναι το μεταναστευτικό ή, εν προκειμένω, η ποινικοποίηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
            Υπό αυτήν την έννοια, το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Αντώνης Ρουπακιώτης δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό από, τουλάχιστον, ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού της Νέας Δημοκρατίας που είναι γαλουχημένο με συντηρητικά ανακλαστικά και απευθύνεται σε ακροατήριο, μερίδα του οποίου είτε τείνει ευήκοον ους, είτε εγκρίνει τον ακραίο λόγο της Χρυσής Αυγής.
            Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, όπως και σε αρκετές ανάλογες που προέκυψαν τους τελευταίους ένδεκα μήνες, κατά τους οποίους η συγκυβέρνηση επιχειρεί –μάλλον ατυχώς, προσώρας- να βρει κοινό βηματισμό, τίθεται ένα μείζον θέμα που υπερβαίνει τις θεμιτές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις του πολιτικά ετερόκλητου σχήματος, καθώς αφορά τον συνολικό τρόπο της κυβερνητικής λειτουργίας.
            Ποιο, για παράδειγμα, θεσμικό όργανο απεφάσισε για το περιεχόμενο του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και ποιος θα δώσει το «πράσινο φως» για να κατατεθεί στη Βουλή; Το υπουργικό συμβούλιο; Αποκλείεται, γιατί δεν λειτουργεί. Η κυβερνητική Επιτροπή; Ούτε, γιατί δεν υπάρχει καν. Ο υπουργός Δικαιοσύνης επικαλείται συμφωνία των τριών αρχηγών, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται, αλλά και αν επιβεβαιωθεί μικρή σημασία έχει, αφού δεν πρόκειται για όργανο με θεσμική οντότητα.
            Διαπιστώνεται, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη αφορμή, μια τεράστια θεσμική αταξία στη λειτουργία της κυβέρνησης, η επισήμανση της οποίας δεν γίνεται για λόγους θεσμολαγνείας και προσήλωσης στους τύπους, που, υπό την παρούσα συγκυρία της έκτακτης οικονομικής κατάστασης που εξακολουθεί να διέρχεται η χώρα, θα μπορούσε από ορισμένους να θεωρηθεί ως υπερβολική «πολυτέλεια».
            Η συντριπτική πλειονότητα των νομοθετημάτων που προώθησε –με καταιγιστικούς ρυθμούς και ασφυκτικές προθεσμίες- η σημερινή κυβέρνηση στη Βουλή ήταν επιταγές της τρόικας, τα περίφημα «προαπαιτούμενα» που επέβαλαν οι εταίροι και δανειστές μας προκειμένου να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
            Σε αρκετά από αυτά τα νομοθετήματα μπορεί, όντως, να μην υπήρχαν ο απαραίτητος χρόνος και οι κατάλληλες συνθήκες για να ακολουθηθεί ο κανονικός τρόπος προετοιμασίας τους. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να διαιωνίζεται. Και, πάντως, δεν μπορεί να αφορά νομοθετικές πρωτοβουλίες που δεν έχουν να κάνουν με τις σχέσεις με τους δανειστές μας που ήταν ως τώρα το άλλοθι για να ακολουθούνται έκτακτοι τρόποι νομοθέτησης (πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου, πολυνομοσχέδια του ενός άρθρου και άλλα τέτοια κοινοβουλευτικά ακραία φαινόμενα).
           Αν η συγκυβέρνηση θέλει, όπως λέει, να μακροημερεύσει, είναι υποχρεωμένη, με την εμπειρία του ενός χρόνου που συμπληρώνεται τον επόμενο μήνα από τη συγκρότησή της, να αλλάξει ρότα και να καθιερώσει (νέους, ενδεχομένως) κανόνες για τη λειτουργία της, έτσι ώστε από τη μια να αποφεύγονται οι τριβές που επιφέρουν οι συνεχείς αιφνιδιασμοί της Βουλής και από την άλλη να εφαρμοστούν, επιτέλους, διαδικασίες δημοκρατικού διαλόγου και ουσιαστικής διαβούλευσης για να περιοριστούν τα φαινόμενα αυθαιρεσίας που στέλνουν λάθος μήνυμα στην κοινωνία.   
            Εκτός πια και αν οι κυβερνώντες συνήθισαν τόσο πολύ στην επιβολή των πάντων «απ΄ έξω» και τους είναι πιο βολικό να… αναθέσουν στην τρόικα να κάνει όλα όσα εκείνοι δεν μπορούν, αφού αδυνατούν να συνεννοηθούν στα στοιχειώδη, όπως είναι ακόμη και το ποιος αποφασίζει αν χρειάζεται ή όχι ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 21.5.2013)

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Οι κυβερνήσεις πέφτουν,οι κρατικοδίατοι μένουν

            Τον περασμένο μήνα σε μια ακριτική περιοχή της Ελλάδας, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, έγιναν τα εγκαίνια μιας νέας μονάδας ανακύκλωσης πλαστικού που εγκαταστάθηκε σε ένα παλαιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας το οποίο έβαλε λουκέτο πριν από μερικά χρόνια. Παρότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται δεν είναι παρά ένα μικρό ποσοστό –ίσως και κάτω από 10%- όσων απασχολούνταν παλαιότερα στον ίδιο χώρο, η επένδυση θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντική για την περιοχή που δοκιμάζεται από την ερήμωση και την πληθυσμιακή γήρανση.
Ο επιχειρηματίας, ο οποίος είναι ο ίδιος που είχε κλείσει και ένα όμοιο εργοστάσιο στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, το οποίο είχε επίσης αποκτήσει όταν πριν από δύο δεκαετίες είχε ανακύψει το ζήτημα με τις περιβόητες «προβληματικές» επιχειρήσεις που είχαν περάσει για κάποιο διάστημα στον έλεγχο του δημοσίου, σε μια -μάταιη, όπως αποδείχθηκε- προσπάθεια να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, ήθελε να γιορτάσει το επιχειρηματικό του “come back” στην περιοχή.
Ετοίμασε, λοιπόν, μια μικρή φιέστα, στην οποία κάλεσε το τοπικό πολιτικό προσωπικό, ενώπιον του οποίου εξαπέλυσε έναν… πύρινο λόγο κατά του ελληνικού κράτους, αλλά και των πολιτικών ταγών του, τέτοιον που θα… ζήλευαν και «πούροι» αντιεξουσιαστές, παρόλο που η ουσία των λεγομένων του δεν διέφερε και πολύ από τα επιχειρήματα των προ ετών «αποκλεισμένων» στα χιόνια κατοίκων των βορείων προαστίων της Αθήνας που διαμαρτυρόταν, μέσω της τηλοψίας, κραυγάζοντες «που είναι το κράτος;».
Οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, κατά δήλωση ορισμένων από τους παρισταμένους, ένοιωσαν βαριά την προσβολή που τους έγινε –να κληθούν, δηλαδή, σε μια φιέστα για να ακούσουν να τους σύρει ο οικοδεσπότης τα «εξ αμάξης»-, αλλά, παρά ταύτα, κανείς τους δεν αντέδρασε –κάποιοι ενδεχομένως και από ενοχή, αφού δεν αποκλείεται να του είχαν ζητήσει και καμία πρόσληψη πολιτικού τους φίλου ή συγγενούς.
Έτσι, δεν τόλμησε κάποιος να σηκωθεί και να υπενθυμίσει στον συγκεκριμένο επιχειρηματία, ο οποίος χρημάτισε κατά το παρελθόν στην προεδρία του ΣΕΒ, ότι υπήρξε και ο ίδιος πολιτικός και μάλιστα διορισμένος και όχι αιρετός, αφού θήτευσε ως ευρωβουλευτής και στη διάρκεια της «χαρισάμενης» πενταετούς παρουσίας του στις Βρυξέλλες δεν έτυχε να πληροφορηθούμε κάποια ιδιαίτερη επίδοση που να τον διαφοροποιεί από εκείνους τους οποίους τώρα ψέγει με τόση αυστηρότητα.  
Το ακόμη δυστυχέστερο, όμως, είναι ότι δεν σηκώθηκε ένας από τους προσβεβλημένους τοπικούς παράγοντες να του επισημάνει ότι, από τα στοιχεία που ο ίδιος δημοσιοποίησε, το 40% της επένδυσής του είναι από κρατική και κοινοτική επιχορήγηση –χρήματα, δηλαδή, των Ελλήνων και Ευρωπαίων φορολογουμένων-, ένα επίσης αξιοσέβαστο μέρος προέρχεται από τραπεζικό δανεισμό –τον οποίο χωρίς την εγγύηση του υπερχρεωμένου ελληνικού δημοσίου, μάλλον δεν θα εξασφάλιζε-, ενώ οι καταλήξεις στην επωνυμία των εταιριών που μετέχουν στο επενδυτικό του σχήμα, μαρτυρούν πως, αν δεν είναι offshore, σίγουρα δεν έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, με ό,τι σημαίνει αυτό για τη φοροδοτική τους συμπεριφορά.  
Θυμήθηκα τη μικρή πικρή ιστορία με αφορμή την πρόσφατη γενική συνέλευση του ΣΕΒ, στην οποία τα ηγετικά του στελέχη επιδόθηκαν σε… μαρξιστικές κορώνες και αντιμνημονιακές ρεβεράντζες προς τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο κάλεσαν προφανώς στη λογική του «ποιος ξέρει τι μπορεί να βγάλει η επόμενη κάλπη…» και σε ανάμνηση, ίσως, του «εμείς πρέπει να είμαστε πάντα με το γκουβέρνο», που αποδίδεται στον Μποδοσάκη, στην εμβληματική προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρείν του προηγούμενου αιώνα.  
Μια μέρα μετά, όμως, οι αντιμνημονιακές μάσκες έπεσαν παταγωδώς με την άρνηση της ηγεσίας του ΣΕΒ να προσυπογράψει την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τον καθορισμό του κατώτερου μισθού που αποκάλυψε περίτρανα ότι οι Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες –αρκετοί από τους οποίους κατ΄ όνομα και μόνον επιχειρούν- θέλουν ή δεν θέλουν το μνημόνιο ανάλογα με τα κοντόθωρα μικροσυμφέροντά τους.
Γι΄ αυτό και με κάθε ευκαιρία επιτίθενται στον δημόσιο τομέα, όταν φυσικά δεν τον απομυζούν οι ίδιοι, ενώ δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση να συμβάλλουν στο ελάχιστο για να περιοριστεί η λαίλαπα που σαρώνει τις εργασιακές σχέσεις (και) στον ιδιωτικό τομέα, παρόλο που η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι θεσπισμένοι κανόνες του παιχνιδιού στις κοινωνικές σχέσεις συμβάλλουν αποφασιστικά στην υγιή επιχειρηματικότητα.   
Εν κατακλείδι; Οι κυβερνήσεις πέφτουν, αλλά οι κρατικοδίατοι επιχειρηματίες μένουν σταθεροί και απαρασάλευτοι.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.5.2013)

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Οι δόσεις και ο δρόμος προς την ανόρθωση

             Η είδηση για την απόφαση εκταμίευσης από το Eurogroup μιας ακόμη δόσης ύψους 7,2 δισεκατομμυρίων ευρώ μου έφερε κατά νου το… παράπονο του «μοιραίου» προέδρου της Αργεντινής Φερνάντο Ντε λα Ρούα, ο οποίος στο τέλος του 2001 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αξίωμά του, αποχωρώντας από το Προεδρικό Μέγαρο με ελικόπτερο, έπειτα από τη στάση πληρωμών που υποχρεώθηκε να κηρύξει, δεσμεύοντας, μάλιστα, τις καταθέσεις των συμπατριωτών του, που μεγάλο μέρος τους εξανεμίστηκαν από τους ασύλληπτους ρυθμούς πληθωρισμού που συνόδευσαν την πολιτική των διαδόχων του.
«Οκτώ δισεκατομμύρια ήταν όλα και όλα όσα ζητούσαμε…», έλεγε «παραπονιάρικα» σε μια πρόσφατη συνέντευξή του (στους Φακέλους του Σκάι) ο πρώην πρόεδρος της μεγάλης αυτής λατινοαμερικανικής χώρας, συγκρίνοντας την άρνηση δανεισμού που αντιμετώπισε τότε η Αργεντινή με το απείρως πιο γενναιόδωρο «πρόγραμμα βοήθειας» που εξασφάλισε δέκα χρόνια αργότερα η Ελλάδα και χάρις στο οποίο εξακολουθεί να στέκεται οικονομικά (έστω και… τρεκλίζοντας) όρθια.
Όσο και αν στη χώρα μας παραμένει άκρως αντιδημοφιλής μια τέτοια παραδοχή, για όποιον δεν αρέσκεται στα στερεότυπα, τις εμμονές και τις δαιμονολογικές αφηγήσεις η σύγκριση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε ως «παιδί ενός ανώτερου Θεού», εξαιτίας της συμμετοχής της στο «κλαμπ της ευρωζώνης».
Ο αντίλογος για το βαρύ κοινωνικό κόστος που μέσω, κυρίως, της ανεργίας κατέβαλε και εξακολουθεί να καταβάλει η ελληνική κοινωνία στο βωμό της ασφυκτικής περιοριστικής πολιτικής που εφαρμόζεται την τελευταία «μνημονιακή» τριετία είναι μεν υπαρκτός, πλην, όμως, για να γίνει βάσιμος χρειάζεται να εξετάσει κανείς τις εναλλακτικές εκδοχές που είχε και έχει μια υπερδανεισμένη χώρα που επί σειρά ετών συσσώρευε ελλείμματα. 
Το καίριο, εξάλλου, ερώτημα που δικαίως τίθεται για το κατά πόσο η διεθνής –κυρίως ευρωπαϊκή- βοήθεια αξιοποιήθηκε επ΄ ωφελεία της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας παραμένει εκκρεμές, αλλά για να απαντηθεί χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα έγινε μια αντιπαραγωγική χώρα που το ισοζύγιο των διεθνών της συναλλαγών χειροτέρευε χρόνο με το χρόνο με ρυθμούς αντίστοιχους ή και μεγαλύτερους από εκείνους της δημοσιονομικής εκτροπής.
Γι΄ αυτό και οι δανειακές δόσεις, όσο μεγάλες και αν είναι και βεβαίως απαραίτητες για να συνεχιστεί η στοιχειώδης οικονομική λειτουργία, δεν είναι αυτές με τις οποίες θα κερδηθεί το μεγάλο στοίχημα της αναγκαίας ανόρθωσης της χώρας. Χρειάζονται πολύ περισσότερα και γι΄ αυτό ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και δύσβατος. 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 13.5.2013)

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

«Επί τον τύπον των ήλων» της χρεoκοπίας των κομμάτων

Το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει στο ΠΑΣΟΚ, όπως και  η αδυναμία των ηγετικών του στελεχών να διαχειριστούν την κατάσταση και να βρουν μια ευχερή λύση στο μεγάλο πρόβλημα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι, συνιστούν, ίσως, την πιο χαρακτηριστική επιτομή της ελληνικής κρίσης.

Το ίδιο, άλλωστε, το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ, που συναντάται με ανάλογη ένταση και στα άλλα κόμματα που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στο πολιτικό στερέωμα, είναι αποτέλεσμα σπάταλης διαχείρισης και υπερδανεισμού, αντίστοιχου με αυτόν που κατέφευγαν οι διαχειριστές της δημοσιονομικής πολιτικής του ελληνικού δημοσίου τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και σε περιφερειακό, από τους δήμους ως τις μικρές ΔΕΚΟ.

Οι ηγεσίες των ελληνικών κομμάτων, μηδέ του ΚΚΕ εξαιρουμένου που είχε τη φήμη του, από κάθε άποψη, πιο οργανωμένου σχηματισμού, έκαναν, με χρήματα προερχόμενα, κυρίως, από την κρατική επιχορήγηση, «πολυτελείς» προεκλογικές καμπάνιες και συντηρούσαν κομματικούς στρατούς –τα λεγόμενα «επαγγελματικά» στελέχη, που, όπως αποδείχθηκε, στην πλειονόητητά τους μόνον «επαγγελματίες» δεν ήταν.

Γιατί, αλήθεια, τι σόι «επαγγελματίες» μπορεί να ήσαν εκείνοι που ξόδευαν ασύστολα και όταν δεν τους αρκούσε η διόλου ευκαταφρόνητη κρατική επιχορήγηση, όπως και οι «άδηλες ενισχύσεις» που έμπαιναν στα κομματικά ταμεία, κατέφευγαν στον τραπεζικό δανεισμό;  Όπως οι ιθύνοντες για τον δημόσιο κορβανά, έτσι και οι υπεύθυνοι για τα οικονομικά των κομμάτων, αδιαφορώντας για την υποθήκευση του ίδιου του μέλλοντός τους, συσσώρευαν χρέη που ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθούν, ακόμη και αν, στο μεταξύ, δεν είχε επέλθει η οικονομική κρίση του ελληνικού δημοσίου.

Οι ομοιότητες, όμως, του τρόπου λειτουργίας των κομμάτων με τη γενικότερη κατάσταση στη χώρα, δεν σταματούν μόνον στις αιτίες, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε το οικονομικό αδιέξοδο. Επεκτείνεται –και ίσως αυτό είναι σημαντικότερο, γιατί αναδεικνύει βαθύτερα ζητήματα- και στην αδυναμία αντιμετώπισης του.

Με την ίδια επιμονή που πολλοί συνέλληνες αρνούνται να παραδεχθούν τι συνέβαινε όλα τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα, μπερδεύοντας το αίτιο με το αιτιατό (το αν δηλαδή η κρίση έφερε το μνημόνιο ή το αντίθετο) και βολεύονται με το να φορτώνουν την κρίση σε «άλλους» (γενικώς…), βλέπουμε τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ –που στην προκειμένη περίπτωση κολλάει απόλυτα το παγκάλειο «όλοι μαζί τα φάγανε»- να επιδίδονται σε ανούσιους καβγάδες μετάθεσης των αδιαμφισβήτητων ευθυνών τους.

Αντί, λοιπόν, να καθήσουν γύρω από ένα τραπέζι και να βάλουν κάτω τα χαρτιά τους για να δουν που πήγαν όλα αυτά τα εκατομμύρια τα οποία σπαταλήθηκαν, να αναζητήσουν τυχόν υπαίτιους που μπορεί να «έβαλαν το χέρι στο βάζο με το μέλι» και, σε κάθε περίπτωση, να εφαρμόσουν οι ίδιοι ένα δικό τους «μνημόνιο» που θα τους βγάλει από την κρίση, καταφεύγουν σε μικροκομματικά παιχνιδάκια με ένθεν κακείθεν διαρροών, που, εν τέλει, ζημιώνουν όλους τους. 

Η εντύπωση που δημιουργείται από τους χειρισμούς που γίνονται στην Ιπποκράτους, αλλά, λίγο ως πολύ, και στα άλλα κομματικά επιτελεία, είναι ότι το ελληνικό κομματικό σύστημα δεν έχει αντιληφθεί πως, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για τις χώρες-και μάλιστα όχι για όλες, αλλά για τις λίγες και «τυχερές» που είναι σε κοινή νομισματική ένωση- για τα κόμματα δεν έχουν επινοηθεί μηχανισμοί οικονομικής στήριξης.

Υπό αυτή την έννοια, η χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας, που ήταν «ελεγχόμενη», χάρις στην έξωθεν οικονομική βοήθεια, θα μοιάζει «παραδεισένια» λύση μπροστά στην επερχόμενη άτακτη χρεοκοπία των ελληνικών κομμάτων, οι ηγεσίες των οποίων ελάχιστα πράττουν για να την αποφύγουν, περιμένοντας από «άλλους» –ποιους άραγε;- να «βγάλουν το φίδι από την τρύπα» ή -μέρες που είναι- να βάλουν το χέρι τους «επί τον τύπον των ήλων».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 7.5.2013)