Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Είναι λύση οι εκλογές;


          Οι (πρόωρες) εκλογές υπήρξαν ανέκαθεν… αγαπημένο θέμα των δημοσιογράφων, όπως και των πολιτευόμενων, κυρίως όταν οι τελευταίοι βρίσκονται στην κατηγορία των «εκτός νυμφώνος». Αντιθέτως, η λεγόμενη “κοινή γνώμη”, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, εμφανίζεται, σχεδόν παγίως, από διστακτική έως αρνητική σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Υπό αυτή την έννοια δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι, ενώ σε όλες τις έρευνες τρεις στους τέσσερις πολίτες δηλώνουν ότι δεν επιοθυμούν να στηθούν κάλπες, τα εκλογικά σενάρια τελούν υπό διαρκή αναζωπύρωση, παρά τις επανειλημμένες διαψεύσεις από αρμόδια κυβερνητικά χείλη.
Η εικοτολογία που συνέδεε το ενδεχόμενο προσφυγής σε εκλογές πριν από την 18μηνη ισχύ της λίστας για την επιλογή των βουλευτών που εκπνέει στις 3 Απριλίου, στερείτο της παραμικρής βάσης. Σε αντίθεση με τις εν γένει εξελίξεις στην οικονομία που αποτελούν σοβαρό λόγο για την πρόωρη διάλυση της Βουλής, ζήτημα, όμως, που οι πολιτικές δυνάμεις προσεγγίζουν, όπως είναι φυσικό, εντελώς διαφορετικά.   
«Οι πρόωρες εκλογές είναι ευθύνη του πρωθυπουργού να τις αποφασίσει. Εμείς σε κάθε περίπτωση είμαστε έτοιμοι», δηλώνει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αντ. Σαμαράς, παρότι είναι σαφές ότι ο ίδιος δεν επιθυμεί εκλογές στην παρούσα φάση, αφού κινδυνεύει να δει το κόμμα του να υποχωρεί κάτω και από το ιστορικά χαμηλό ποσοστό που κατέγραψε τον Οκτώβριο του 2009.
Γι΄ αυτό και φρονίμως ποιών φροντίζει να κατηγορήσει την κυβερνητική παράταξη για την κυκλοφορία των σεναρίων, υποστηρίζοντας: «Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, μέσα στον πανικό του, τη μια διαρρέει πρόωρες εκλογές και την άλλη τις αποκλείει. Μόνοι τους τα διαρρέουν το διαρρέουν, μόνοι τους το διαψεύδουν. Κι ύστερα το ξανά-διαρρέουν. Εμείς "δεν τσιμπάμε"! Προχωράμε το δρόμο μας. Δεν μας απασχολούν τα πολιτικάντικα καμώματα μιας κυβέρνησης που παραπαίει».
Με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση εκφράζεται το ΚΚΕ. «Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για τίποτα. Εμείς ανά πάσα στιγμή είμαστε έτοιμοι, αλλά οι πρόωρες εκλογές δείχνουν και το εξής:  Ότι ο λαός έχει την ευκαιρία κυριολεκτικά να τους τιμωρήσει όλους», δηλώνει η κυρία Αλέκα Παπαρήγα, που έχει λόγους να μην ανησυχεί, αφού το κόμμα της σε όλες τις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται σε ανοδική τροχιά.
Εκείνος, όμως, που δεν… κρύβεται είναι ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ κ. Γ. Καρατζαφέρης, ο οποίος, έχοντας προφανώς την άνεση ότι το κόμμα του «σε όλες τις δημοσκοπήσεις έχει τη μεγαλύτερη άνοδο», προπαγανδίζει τις κάλπες. «Πιστεύω», λέει αναφερόμενος στον πρωθυπουργό, «ότι ψάχνει να βρει μια αξιοπρεπή αποχώρηση για να μην παρομοιαστεί η δική του απόδραση με αυτή του Κ. Καραμανλή». Και για να μην… πονοκεφαλιάζουν άλλοι, βρίσκει ο ίδιος τη… λύση: «Η πιθανότητα ο κ. Παπανδρέου να είναι από τις πρώτες επιλογές των “μεγάλων” για τη θέση του γραμματέα του ΟΗΕ είναι πολύ σημαντική».
Υπέρ των εκλογών τάσσεται και ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλ. Τσίπρας. «Η σημερινή κυβέρνηση έχει εκλεγεί για εντελώς διαφορετικό πράγμα από αυτό το οποίο υλοποιεί. Και όσο πάει απομακρύνεται. Άρα υπάρχει θέμα δημοκρατικής νομιμοποίησης», δηλώνει και επειδή, προφανώς, ανησυχεί για μια δική του ενδεχόμενη “ψυχρολουσία”, σπεύδει να προσθέσει: «Από εκεί και πέρα για να αποτελέσουν οι εκλογές λύση, θα πρέπει μεγάλα κομμάτια του εκλογικού σώματος, να αποδεσμευτούν από την απάθεια, την παραίτηση και την χειραγώγηση. Αλλιώς θα ξαναβρεθούμε στα ίδια».
Περισσότερο «φοβική» εμφανίζεται η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη που δηλώνει ότι «δεν πιστεύει ότι μπορούν να γίνουν εκλογές στο ορατό μέλλον, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφή για την οικονομία», επειδή, προφανώς, η «Δημοκρατική Συμμαχία», της οποίας ηγείται, δείχνει να «βολοδέρνει» σε ποσοστά μακρινά από το στόχο εισόδου στη Βουλή.  Το ίδιο, λίγο ως πολύ, φαίνεται να ισχύει και για την «Δημοκρατική Αριστερά» του κ. Φ. Κουβέλη, που είναι το δεύτερο νεότευκτο κόμμα, από την εκλογική τύχη του οποίου θα εξαρτηθούν πολλά μετεκλογικά. Όχι τόσο για το σχηματισμό κυβέρνησης, όσο στην επίτευξη κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας που, σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, αλλά και τους δεδομένους συσχετισμούς δυνάμεων, εξαρτάται απολύτως από τα ποσοστά που θα καταγράψουν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής.
Με το σύστημα με το οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές, ο λεγόμενος «πήχης της αυτοδυναμίας» του πρώτου κόμματος τίθεται στην περιοχή του 38%, σε ποσοστό, δηλαδή, πολύ κοντινό με αυτό που δίνουν οι εκτιμήσεις για την  εκλογική απήχηση του ΠΑΣΟΚ.
Μετά την 25η Μαρτίου, οπότε θα ξέρουμε τις ευρωπαϊκές αποφάσεις για την ελληνική οικονομία και ευρύτερα την ευρωζώνη, θα απαντηθεί και το ερώτημα του τίτλου μας. Που σκοπίμως τέθηκε έτσι... 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύθηκε στη "Θεσπρωτική" στις 22.2.2011)

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Περιφερειακό Συμβούλιο ή… «παιδική χαρά»;

Στην πικρή «γεύση» που αποκομίζω μέχρι στιγμής από την παρουσία μου στο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου, επέλεξα να αναφερθώ σήμερα, καθώς ολοκληρώθηκε, μετ’ εμποδίων, η πρώτη ουσιαστική συνεδρίαση του Συμβουλίου, η οποία παρότι… επεκτάθηκε σε τρεις πολύωρες συνεδρίες που διήρκεσαν ως μετά τα μεσάνυκτα, δεν… εδέησε να εξαντλήσει όλα τα θέματα της αρχικής ημερήσιας διάταξης.
Η έλλειψη κανονισμού λειτουργίας, φαινόμενο που δεν συναντά κανείς ούτε σε… Πολιτιστικό Σύλλογο, η κακή οργάνωση των συζητήσεων που, αν συνεχιστεί, θα μετατρέψει το Περιφερειακό Συμβούλιο σε forum ατέρμονης και άσκοπης φλυαρίας, η προχειρότητα των περισσότερων εισηγήσεων που παρουσιάστηκαν από την πλειοψηφία, καθώς και η αδυναμία σύνθεσης στις ψηφοφορίες των απόψεων και θέσεων των παρατάξεων, όταν αυτές συγκλίνουν, φιλοτεχνούν μια απογοητευτική εικόνα… «παιδικής χαράς» που δεν δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο θεσμός είναι ακόμα «στα σπάργανα».
Τα πρόσωπα, άλλωστε, που έχουν την βασική ευθύνη –ο περιφερειάρχης Αλ. Καχριμάνης και ο, συνδεόμενος μαζί του συγγενικά, πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου Κ. Πέτσιος που πλαισίωνε τον ανιψιό του πρώην νομάρχη και κατά την προηγούμενη οκταετία, κατέχοντας το ίδιο αξίωμα στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων- δεν είναι καινούργιοι στο αυτοδιοικητικό «κουρμπέτι». Και, άρα, δεν μπορεί να αποδοθεί σε απειρία η απίστευτη ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η λειτουργία του Περιφερειακού Συμβουλίου.
Η επιλογή, άλλωστε, των θεμάτων που προτάχθηκαν, οι χρόνοι που αφιερώθηκαν σε καθένα από αυτά, η ανοχή ή μη που επιδεικνύονταν στους ομιλητές (μέλη του Συμβουλίου ή πολίτες που, σύμφωνα με τον «Καλλικράτη», ακούγονται στις συνεδριάσεις), μαρτυρούν σκοπιμότητες και προκαταλήψεις με ιδεολογικό υπόβαθρο και τοπικιστικά ελατήρια που δύσκολα μπορούσαν να αποκρυβούν.
Στη συζήτηση, επί παραδείγματι, για το Προεδρικό Διάταγμα προστασίας της λίμνης Παμβώτιδας, κατά την έκφραση του ίδιου του προεδρεύοντος, «μίλησαν όλα τα Γιάννενα» (!), καθώς δόθηκε άνεση χρόνου σε όλους όσοι από το ακροατήριο ήθελαν να εκφράσουν, ως κτηματίες, την αντίθεσή τους –όπως και η πλειοψηφούσα παράταξη- με το Διάταγμα του υπουργείου Περιβάλλοντος. Την ίδια ώρα ο μοναδικός, μεταξύ των πολιτών, υποστηρικτής της αντίθετης άποψης πιεζόταν από το προεδρείο να ολοκληρώσει την τοποθέτησή του.
Αντιστοίχως, στη συζήτηση για τους μετανάστες της Ηγουμενίτσας, η μόνη σύμβουλος της πλειοψηφίας, η Θεσπρωτή Αντιγόνη Πασχάλη – Φίλη, που επεχείρησε να παρουσιάσει δέσμη προτάσεων για την αντιμετώπιση του μείζονος αυτού κοινωνικού προβλήματος, δεν κατάφερε να εκφωνήσει ολόκληρη την ομιλία της, εξαιτίας των συνεχών παρεμβάσεων του προεδρεύοντος «να τελειώνει»!
Προφανώς και δεν είναι τυχαίο ότι οι προτάσεις της ερχόταν σε σαφή αντίθεση με τη βασική εισήγηση της πλειοψηφούσας παράταξης που μιλούσε για… «ξεψάρωτους»(!) μετανάστες και περιείχε -λανθάνοντος ρατσιστικού χαρακτήρα- ασύστατους ισχυρισμούς του τύπου: «στην Ιταλία τούς πετούν στη θάλασσα, χωρίς να ανοίξει μύτη»(!)
Στο αμέσως επόμενο, όμως, θέμα της ημερήσιας διάταξης που αφορούσε το ενδεχόμενο πώλησης της γαλακτοβιομηχανίας «Δωδώνη» και στο οποίο, λίγο ως πολύ, συμπίπταμε όλοι, οι εκπρόσωποι υπαρκτών και… ανύπαρκτων συλλόγων γαλακτοπαραγωγών που βρισκόταν στο ακροατήριο, είχαν στη διάθεσή τους άφθονο χρόνο για να εκφράσουν τις -αντικυβερνητικές- θέσεις τους.
Αντιθέτως, η… αίσθηση της φειδούς για το χρόνο επανήλθε στο προεδρείο όταν μέλη του Συμβουλίου διατύπωναν συγκεκριμένες προτάσεις για το μέλλον της «Δωδώνης», με τις οποίες καλούσαν την ίδια την Περιφέρεια Ηπείρου να αναλάβει πρωτοβουλίες και να γίνει εκείνη ο διάδοχος της Αγροτικής Τράπεζας στο μετοχικό κεφάλαιο της ηπειρωτικής γαλακτοβιομηχανίας (θέση που και ο γράφων έχει αναπτύξει από αυτή εδώ τη στήλη ήδη από τις 18 του περασμένου Δεκεμβρίου).
Το πλέον απογοητευτικό, όμως, είναι ότι ακόμη και σε θέματα που ήταν προφανής η σύγκλιση ή και η ταύτιση απόψεων, όπως, για παράδειγμα, στο ζήτημα με τα διόδια της Εγνατίας, η μέθοδος ψήφισης που ακολουθείται –κάθε παράταξη να ψηφίζει την πρότασή της, έστω κι όταν αυτή δεν είχε διατυπωθεί ρητά και με σαφήνεια!- εμποδίζει τη συναίνεση και σε -ορισμένες περιπτώσεις- και την έκφραση της πραγματικής βούλησης των μελών του Συμβουλίου.
Με τέτοιες νοοτροπίες, βεβαίως, ο θεσμός του Περιφερειακού Συμβουλίου δεν μπορεί να πάει μακριά, αφού ο κίνδυνος της απαξίωσης του είναι μεγάλος, αν δεν καταφέρει, από τώρα που είναι ακόμη στην αρχή, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων που απαιτούν τόσο η εποχή που διανύουμε όσο και η θεσμική υπόσταση που του έχει δοθεί.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύθηκε στη "Θεσπρωτική" στις 15.2.2011)

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Για τους μετανάστες της Ηγουμενίτσας*


Έχω την αίσθηση ότι αν μπορούσε η ευρεία κοινωνία της Ηπείρου να παρακολουθήσει τη σημερινή –συνέχεια ουσιαστικά της εναρκτήριας- συνεδρίαση του Συμβουλίου μας, θα ένοιωθε απογοήτευση και θλίψη για το ξεκίνημά μας.
Και τα αισθήματα αυτά που –τουλάχιστον εμένα προσωπικά- με διακατείχαν από την αρχή της προηγούμενης συνεδρίασης μας, έγιναν πιο έντονα εξαιτίας της εισήγησης που μόλις ακούσαμε, όχι μόνο από το ύφος της, όσο κυρίως από το περιεχόμενό της.
Γιατί μπορεί, κύριε Πρόεδρε, ως θεσμός να είμαστε νέος, αλλά ο εισηγητής που μόλις ακούσαμε, ο κ. Πιτούλης, δεν είναι καθόλου νέος, όχι στην ηλικία -σε αυτήν φαίνεται νεότατος-, αλλά στη θητεία στα δημόσια πράγματα.
Οκτώ χρόνια δήμαρχος υπήρξε στην Ηγουμενίτσα και θα περίμενε κανείς μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη και παρουσίαση του σοβαρού αυτού προβλήματος που, όπως μόλις μας είπε, ταυτίζεται χρονικά με τη θητεία του. Και κυρίως θα περίμενε κανείς να ξεπερνούσε τις –όποιου επιπέδου- γενικόλογες διαπιστώσεις και ως γνώστης να μας πρότεινε εφικτές λύσεις. Δυστυχώς, όμως, δεν ακούσαμε την παραμικρή πρόταση. Πόσω μάλλον κάτι σχετικό με την ανάληψη δράσης!
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι προσωπικό του κ. Πιτούλη. Είναι βαθύτατα πολιτικό και, μετά τις δύο πολύωρες συνεδριάσεις μας, έχω, πλέον, την πεποίθηση ότι άπτεται συνολικά του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει η διοίκηση της Περιφέρειας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ήπειρος.
Από την ημερήσια διάταξη, άλλωστε, της σημερινής συνεδρίασης «εξαφανίστηκε» η συζήτηση για τη λειτουργία της Κοινωνικής Επιτροπής που ήταν επόμενο στην προηγούμενη ατζέντα μας, υπό τη μορφή ενός πρωθύστερου σχήματος, το οποίο παραμένει.
Καλούμαστε, δηλαδή σήμερα να κάνουμε αυτό που λένε για το κάρο που μπαίνει πριν από το άλογο. Πως αλλιώς, αλήθεια να εξηγηθεί το γεγονός ότι καλούμαστε να συζητήσουμε πρώτα για ένα από τα σοβαρότερα κοινωνικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η περιοχή μας, προτού να συζητήσουμε για τη λειτουργία της Κοινωνικής Επιτροπής και να αποφασίσουμε για τη συγκρότησή της, όπως, καθ΄ ά γνωρίζω, έχει γίνει στις άλλες Περιφέρειες;

Τα λέω όλα αυτά, χωρίς, πιστέψτε με, την παραμικρή αντιπολιτευτική διάθεση, αλλά με γνώμονα ότι εμείς ως παράταξη πιστεύουμε σε μια Περιφέρεια που δεν αναζητεί άλλοθι στην απραξία και στην αδράνεια, αλλά, αντιθέτως, μέσα από τη λειτουργία των Επιτροπών και της Ολομέλειας, όπως και από την καθημερινή συγκροτημένη λειτουργία των αρμοδίων υπηρεσιών, αντιμετωπίζει τα προβλήματα και δεν περιορίζεται σε διαπιστώσεις καταστάσεων και απλές διεκπεραιώσεις υποθέσεων.
Και στο προκείμενο πρόβλημα του συνωστισμού των μεταναστών πέριξ του λιμανιού της Ηγουμενίτσας –που η παράταξη μας με ανακοίνωσή της ζήτησε να συζητηθεί στο Συμβούλιο μας και το οποίο, νομίζω, όλοι μας, λίγο ως πολύ, γνωρίζουμε και ξέρουμε τις διαστάσεις του, γι΄ αυτό δεν θα επεκταθώ σε περιττές περιγραφές- πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο ρόλος της Κοινωνικής Επιτροπής είναι κομβικός.

Εν τάχει και για να μην κουράσω το Σώμα θέλω να κλείσω την παρέμβασή μου με τα βασικά σημεία της πρότασής μας που είναι η άμεση σύσταση της Κοινωνικής Επιτροπής, η οποία πρέπει το γρηγορότερο δυνατόν να αναλάβει δράση, κινητοποιώντας όλες τις δυνάμεις που εμπλέκονται στο οξύ μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ηγουμενίτσα, στην οποία δεν είναι υπερβολή να υπογραμμίσει κανείς ότι απειλείται η κοινωνική συνοχή της πόλης και επηρεάζεται αρνητικά η οικονομική ζωή της ευρύτερης περιοχής.

Στο γενικό αυτό πλαίσιο αυτό, προτείνουμε, λοιπόν, ειδικότερα τα εξής:
*Κατ΄ αρχήν, οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι υγειονομικές μονάδες της Περιφέρειας μας, όπως και οι εθελοντικές οργανώσεις αρωγής, μη κυβερνητικές οργανώσεις, της Εκκλησίας ή και άλλες, είναι ανάγκη να συντονίζονται από την Κοινωνική Επιτροπή, η οποία καλείται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανακούφιση τόσο των ίδιων των μεταναστών που ζουν υπό συνθήκες που προσβάλουν τις αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού, όσο και των περιοίκων που βιώνουν αισθήματα έντονης ανασφάλειας. Και με αυτή την ευκαιρία πρέπει να χαιρετίσουμε τις πρωτοβουλίες του Δήμου Ηγουμενίτσας, για τις οποίες, δυστυχώς, δεν μπορούσε να είναι σήμερα εδώ για να τις αναπτύξει ο δήμαρχος Γιώργος Κάτσινος που έμεινε ματαίως πέντε ώρες στην προηγούμενη συνεδρίαση, αλλά δεν συζητήθηκε το θέμα. Εμείς εξαίρουμε τη στάση του και στηρίζουμε τις πρωτοβουλίες, διότι είναι η πρώτη φορά που κάποια αρχή της περιοχής μας ασχολείται επιτέλους με το μείζον αυτό ζήτημα και γι΄ αυτό ως παράταξη ήμασταν παρόντες στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου     
*Παράλληλα, η δεύτερη επιμέρους πρότασή μας είναι ότι η Κοινωνική Επιτροπή απαιτείται να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις αστυνομικές και λιμενικές υπηρεσίες, όπως και με τους υπευθύνους του Οργανισμού Λιμένος Ηγουμενίτσας, προκειμένου να βρεθεί τρόπος να προπαγανδιστεί αποτελεσματικά η αδυναμία διαφυγής από την Ηγουμενίτσα που –όπως λένε ειδικότεροι από μένα- είναι ο μόνος αποτρεπτικός παράγοντας για τη συγκέντρωσή τους στις παρυφές της πόλης.   
*Επίσης, η Περιφέρεια Ηπείρου, μέσω κυρίως της Κοινωνικής Επιτροπής, αλλά όχι μόνον, πρέπει να προετοιμαστεί άμεσα και να πιέσει προς κάθε κατεύθυνση για την έγκαιρη ενεργοποίηση του νόμου που ψηφίστηκε τις προηγούμενες εβδομάδες από τη Βουλή. Ο νόμος αυτός, μεταξύ άλλων, προβλέπει τη δημιουργία Περιφερειακών Επιτροπών Ασύλου, μια από τις οποίες θα λειτουργήσει εδώ στην έδρα μας, όπως και Κέντρων Υποδοχής, για τα οποία θα πρέπει να έχει άποψη η Περιφέρεια και να υποδείξει –εφόσον θεωρηθεί αναγκαίο- άμεσα κατάλληλους χώρους.

Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Αν θέλουμε να δικαιώσουμε το ρόλο μας, το μόνο που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να μένουμε θεατές των εξελίξεων. Κι εμείς που οραματιζόμαστε την Ήπειρο, Τόπο Να Ζούμε, δεν το επιτρέπουμε στους εαυτούς μας.

       *Εισήγηση στη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου στις 9 Φεβρουαρίου 2011.

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Ο αγωγός και «τα κοντά ποδάρια»

            Ανάμεικτα συναισθήματα με διακατείχαν, καθώς παρακολουθούσα την περασμένη Τρίτη τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής για τον ελληνοϊταλικό αγωγό φυσικού αερίου που θα διέλθει από τη Θεσπρωτία. Ακούγοντας τις τοποθετήσεις του αρμόδιου υφυπουργού Ενέργειας Γ. Μανιάτη, των υπηρεσιακών παραγόντων της ΔΕΠΑ, των τοπικών μας «αρχόντων» –του περιφερειάρχη Ηπείρου Αλ. Καχριμάνη και του δημάρχου Ηγουμενίτσας Γ. Κάτσινου-, όπως και των βουλευτών που ζήτησαν το λόγο, το αίσθημα της δικαίωσης εναλλασσόταν με εκείνο της απογοήτευσης. 
Εκείνο, ωστόσο, που βάρυνε περισσότερο στις σκέψεις μου ήταν η επιβεβαίωση ενός από τους βασικούς κανόνες της πολιτικής που θέλει τα προεκλογικά ψέματα να έχουν «κοντά ποδάρια». Έβλεπα να καταρρέουν ενώπιόν μου τα «ψεύτικα, τα λόγια τα μεγάλα» και να επέρχεται το σύνηθες μετεκλογικό αποτέλεσμα που ό,τι λέει κανείς να το βρίσκει μπροστά του και, συνάμα, να γίνεται καταγέλαστος στα μάτια των συμπολιτών του. Όπως ακριβώς, δηλαδή, συμβαίνει τώρα με όλους όσοι «τζογάριζαν» προεκλογικά με τον αγωγό, εκμεταλλευόμενοι αδίστακτα τις αγωνίες των κατοίκων της Πέρδικας.
Όταν τον περασμένο Σεπτέμβριο ανακινήθηκε το ζήτημα με την δημοσίευση της προμελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το ευκολότερο πράγμα για μένα προσωπικά, αλλά και την παράταξη μου «Ήπειρος, Τόπος Να Ζεις», θα ήταν να ακολουθήσουμε την προεκλογική «πεπατημένη», παριστάνοντας τους… υπερευαίσθητους περιβαλλοντικά και «χαϊδεύοντας τα αυτιά» όσων αντιτίθεντο στο έργο, είτε από άγνοια, ανάμεικτη -σε ορισμένες περιπτώσεις- με δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τον τόπο τους, είτε από σκοπιμότητες και ενδεχομένως μικροσυμφέροντα που διακυβεύονται από την όδευση του αγωγού.
Το αποφύγαμε, όμως, επιλέγοντας το δύσκολο δρόμο της ειλικρίνειας, της σοβαρότητας και της αξιοπιστίας. Και το κάναμε όχι από «άγνοια κινδύνου», όπως κάποιοι κυνικοί της πολιτικής προδίκαζαν τότε, αλλά έχοντας πλήρη επίγνωση των –πρόσκαιρων- συνεπειών που θα είχε η υπεύθυνη στάση μας. Η διαστρέβλωση, άλλωστε, της θέσης μας που επιχειρήθηκε και η άθλια επίθεση παραπληροφόρησης που εκδηλώθηκε από μερίδα του τοπικού τύπου, όπως και η σπουδή των αντιπάλων μας να  την εκμεταλλευθούν, δεν μας εξέπληξαν, αλλά ούτε και μας έκαμψαν.
Σε κάθε ευκαιρία τονίζαμε ότι «ο αγωγός φυσικού αερίου Ελλάδας - Ιταλίας που θα περάσει από την περιοχή μας είναι, για μας, έργο μεγάλης εθνικής σημασίας, έργο ζωής και ανάπτυξης για την περιοχή μας» και «δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν το μεγάλο αυτό έργο να μετατραπεί σε προεκλογικό κλοτσοσκούφι».
Καυτηριάζαμε την πρακτική που ακολουθούσαν «οι συντηρητικές δυνάμεις της απραξίας» που «δεν διστάζουν να επιχειρήσουν να θυσιάσουν το έργο στο βωμό της εξυπηρέτησης ψηφοθηρικών συμφερόντων» με «διαστρέβλωση της αλήθειας, παραπλάνηση και εκφοβισμό».
          Επιμέναμε ότι «η οριστική απόφαση για τη χωροθέτηση πρέπει να ληφθεί, χωρίς την παραμικρή χρονική καθυστέρηση, μόλις εκλεγεί η νέα αιρετή Περιφέρεια, η οποία θα είναι εκεί παρούσα μαζί με τους κατοίκους της Πέρδικας για να δοθεί η καλύτερη δυνατή λύση», που «θα μειώνει στο ελάχιστο τις όποιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις του έργου».
Υπογραμμίζαμε ότι «η προστασία του φυσικού πλούτου της περιοχής είναι για εμάς όρος αδιαπραγμάτευτος» και το ίδιο ξεκαθαρίζαμε και προς τους Περδικιώτες, τους κατοίκους αυτού του πανέμορφου χωριού που, όπως επισημαίναμε, «μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για το πως η τουριστική ανάπτυξη μπορεί να συμπορευθεί με τη διατήρηση του τοπικού χαρακτήρα μιας περιοχής».
Σε όλα αυτά οι αντίπαλοί μας αντέτειναν γενικόλογες αναφορές για «αρνητικές εξελίξεις» (αφού δεν μπορούσαν να γίνουν πιο συγκεκριμένοι, καθώς τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης), ισχυρισμούς για δήθεν «τετελεσμένα που δεν αλλάζουν» στη χωροθέτηση του εργοστασίου συμπίεσης του αερίου, όπως και σκόπιμη παραπληροφόρηση ότι, τάχα, «ο αγωγός θα είναι transit και δεν θα υπάρχει κανένα αντισταθμιστικό όφελος για την περιοχή».
Είναι οι ίδιοι που τώρα, αυτοδιαψευδόμενοι, ήρθαν στα δικά μας λόγια, αναγνωρίζοντας, από τη μια, την εθνική σημασία του έργου και διατυπώνοντας, από την άλλη, προτάσεις για νέα χωροθέτηση του εργοστασίου συμπίεσης αλλά και διεκδίκησης αντισταθμιστικών.    
          Έχοντας εδραία την πεποίθηση ότι, αν τους είχαμε ακολουθήσει στον κατήφορο της ψηφοθηρίας, η κατάσταση που διαμορφώνεται θα ήταν πιο δυσοίωνη, δεν έχουμε παρά να τους παραδώσουμε στην κρίση των κατοίκων της Πέρδικας, της Θεσπρωτίας και όλης της Ηπείρου.   

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.

(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 8.2.2011)

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Έκαστος εφ΄ ω ετάχθη

Παρόλο που, κόντρα στις “κασσάνδρειες” προβλέψεις πολλών, σχετικών και άσχετων, η χώρα μας απέφυγε, όπως όλα δείχνουν, τα χειρότερα, που δεν θα ήταν άλλα από τη χρεωκοπία ή τη στάση πληρωμών, είναι σαφές ότι απέχουμε ακόμη πολύ από τη λήξη του συναγερμού και μένουν πάρα πολλά να γίνουν για να μπορεί να πει κανείς ότι «το νερό μπήκε στα αυλάκι».
Για όσους προσεγγίζουν το παγκόσμιο γίγνεσθαι χωρίς συνωμοσιολογικές αγκυλώσεις, η παρουσία του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου τις προηγούμενες μέρες στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός είχε ελπιδοφόρα μηνύματα για την Ελλάδα, ιδίως αν συγκρίνει κανείς το φετινό κλίμα στο πάντα παγωμένο ελβετικό θέρετρο με όσα διημείφθησαν στον ίδιο χώρο ένα χώρο πριν.
Η αλλαγή του διεθνούς κλίματος για μια χώρα που –καλώς ή κακώς- είναι εξαρτημένη από τα δανεικά των ξένων (τα οποία, φυσικά, δεν επρόκειτο, ούτε πρόκειται ποτέ, να αφήσουν οι δανειστές μας να γίνουν και… ”αγύριστα”), αποτελεί σίγουρα μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να μπει η χειμαζόμενη ελληνική οικονομία στο δρόμο της ανάταξης, αφού –το θέλουμε, δεν το θέλουμε- δεν είμαστε μόνοι μας στον κόσμο, ούτε εμείς, ούτε και καμία άλλη χώρα (της Κούβας και της Βόρειας Κορέας, συμπεριλαμβανόμενων).
Σε καμιά περίπτωση, όμως, αυτό το θετικότερο κλίμα που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, όπως και η –σφόδρα πιθανή- προοπτική επιμήκυνσης της αποπληρωμής του συνολικού ελληνικού χρέους, δεν είναι επαρκείς συνθήκες για να ισχυριστεί κανείς βάσιμα ότι «κερδήθηκε η παρτίδα» και ότι μπορούμε, πλέον, να εφησυχάσουμε ότι από εδώ και ύστερα όλα θα είναι πιο εύκολα για μας.
Η Ιστορία, άλλωστε, αλλά και η ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις, έχουν δείξει ότι, για όσους δεν εναποθέτουν τα πάντα στη… Θεά Τύχη και δεν “παραμυθιάζονται” από τις θεωρίες είτε περί των “περιούσιων” λαών, είτε περί των “ανάδελφων” εθνών, οι “παρτίδες” κερδίζονται μόνο με τη δουλειά και πιο συγκεκριμένα με την οργανωμένη και την καλά σχεδιασμένη δουλειά.
Αυτή η διαχρονική αλήθεια που ίσχυε πάντοτε, ισχύει πολύ περισσότερο σε περιόδους που κάποιος βρίσκεται σε δυσχερή θέση, όπως συμβαίνει τώρα για τη χώρα μας. Χωρίς δουλειά, άλλωστε, κανένα πρόβλημα δεν επιλύεται και τίποτε δεν έχει αλλάξει ποτέ προς το καλύτερο.
Άκοπα και χωρίς προσπάθεια, οι μόνες αλλαγές που μπορεί να επέλθουν (θα) είναι προς το χειρότερο, όπως έδειξε η μακάρια αμεριμνησία των τελευταίων χρόνων, κατά τους οποίους η χώρα είχε ανατεθεί στον “αυτόματο πιλότο”.
Γι΄ αυτό και πρώτιστο καθήκον και υποχρέωση της κυβέρνησης είναι να αποδεικνύει καθημερινά ότι δουλεύει οργανωμένα και με σχέδιο τόσο για την έξοδο από την κρίση όσο και για τη δίκαιη κατανομή των επιπρόσθετων βαρών που επισωρεύτηκαν εξαιτίας της κρίσης.
Μόνον έτσι θα καταφέρει να εμφυσήσει στην πλειονότητα των πολιτών το απαιτούμενο αίσθημα εμπιστοσύνης ότι οι –σε ορισμένες περιπτώσεις άδικες- θυσίες στις οποίες υποβάλλονται με τις οριζόντιες περικοπές των μισθών, των συντάξεων και των άλλων παροχών, δεν είναι μάταιες, ούτε θα αποδειχθούν… αιώνιες.
Από και ύστερα, βεβαίως, είναι και ευθύνη του καθενός εξ ημών να συμβάλει με τις δικές του δυνάμεις, πέρα από την προσωπική του ικανοποίηση και στην προσφορά στο κοινωνικό σύνολο: ο δάσκαλος, π.χ., με τον αγώνα του για ένα καλύτερο σχολείο υπέρ του μαθητή, ο δημόσιος υπάλληλος με την προσπάθειά του για μια υπηρεσία που να εξυπηρετεί καλύτερα τους πολίτες, ο επιχειρηματίας με την επιδίωξή του για μια επένδυση που να σέβεται το περιβάλλον και να δημιουργεί θέσεις εργασίας, και πάει λέγοντας.
Εν ολίγοις, έκαστος εφ΄ ω ετάχθη!

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.

(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" την 1η.2.2011)

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Κατώτεροι των περιστάσεων

Έχοντας θητεύσει στο κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ επί εικοσιπέντε συναπτά έτη και έχοντας «καλύψει» δημοσιογραφικά τη λειτουργία όλων των εξεταστικών επιτροπών της μεταπολιτευτικής περιόδου – «χρίστηκα» κοινοβουλευτικός συντάκτης το καλοκαίρι του 1986 με αφορμή το ξεκίνημα της έρευνας της Εξεταστικής Επιτροπής για τον λεγόμενο «Φάκελο της Κύπρου»- δεν εκπλήσσομαι ιδιαίτερα από την… άδοξη κατάληξη της διερεύνησης του σκανδάλου της Siemens.
Ως πολίτης, ωστόσο, και παρόλο που αρνούμαι να ενστερνιστώ ισοπεδωτικούς αφορισμούς του τύπου «όλοι ίδιοι είναι, τι άλλο περίμενες;», δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με όσους υποστηρίζουν ότι συνολικά το πολιτικό σύστημα αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά κατώτερο των ειδικών περιστάσεων που διέρχεται η χώρα, όπως και της ανάγκης να εμπεδωθεί στους πληττόμενους από την οικονομική κρίση πολίτες το αίσθημα δικαιοσύνης.
Οι διακηρύξεις του Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου «να ματώσουμε, προκειμένου να παταχθεί η διαφθορά» δεν βρήκαν, δυστυχώς, την αναμενόμενη ανταπόκριση, καθώς αποδείχθηκε ότι η «πεπατημένη» του παρελθόντος διαθέτει ακόμη πολύ ισχυρά ερείσματα, τόσο ισχυρά που να ξεπερνούν και αυτή την πρωθυπουργική βούληση που φαίνεται να είναι ανυπόκριτη και την οποία έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι είναι ειλικρινής.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αμφισβητήσει κανείς με βάσιμη επιχειρηματολογία ότι η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ έκανε βήματα υπέρβασης του παρελθόντος, όχι μόνον με αυτές καθεαυτές τις πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση των Εξεταστικών που η προηγούμενη κυβέρνηση αρνιόταν πεισματικά να συστήσει, αλλά και με το «δια ταύτα» του πορίσματός της, στο οποίο περιέλαβε πρόσωπα και από τους δύο πολιτικούς χώρους που κυβέρνησαν τη χώρα.
Δεν μπορεί, επίσης, να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά η Επιτροπή Ελέγχου των οικονομικών των βουλευτών και των κομμάτων -που προεδρεύεται από τον αντιπρόεδρο της Βουλής Βαγγέλη Αργύρη- κίνησε τις διαδικασίες για το άνοιγμα λογαριασμών εμπλεκόμενων στο σκάνδαλα πολιτικών, για τους οποίους διεξάγεται έλεγχος, ώστε να αποδειχθεί εάν δικαιολογείται η περιουσιακή κατάσταση που εμφανίζουν στις δηλώσεις «πόθεν έσχες».
Στα –έστω δειλά αυτά- βήματα που έγιναν από την κυβερνητική πλειοψηφία, πάντως, δεν ακολούθησαν τα άλλα κόμματα και κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση, η ηγεσία της οποίας φαίνεται ότι εξαντλεί την «νεωτερικότητα» σε ανώδυνες αλλαγές, όπως αυτή του λογότυπου με τον πυρσό.
Την ίδια ώρα αρνείται να ανταποκριθεί στα αιτήματα των καιρών και επί της ουσίας παραμένει εγκλωβισμένη στο παρελθόν, όταν –μην ξεχνάμε- η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή εμπόδιζε στο Κοινοβούλιο τη συγκρότηση Εξεταστικών και έκλεινε νύχτα τη Βουλή για να διευκολύνει την παραγραφή των ενδεχόμενων ευθυνών συνεργατών του υπουργών για τη Siemens, το Βατοπαίδι και τα δομημένα ομολόγα.
Υπό αυτή την έννοια δεν γίνεται και δεν μπορεί να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός ότι το σκάνδαλο της Siemens «ήταν μόνο πράσινο» με τον οποίο επιχειρείται να καλυφθεί ο δισταγμός να προταθεί η περαιτέρω έρευνα για «γαλάζια» στελέχη. Αν ήταν έτσι, τότε γιατί αρνιόταν να συσταθεί όταν είχε την πλειοψηφία;
Ομοίως, η δικαστική απόφαση με την οποία κρίνονται ως παραγεγραμμένα τα υπουργικά αδικήματα για το Βατοπαίδι, όχι μόνον δεν δικαιώνει τη στάση της ΝΔ, αλλά, αντιθέτως, την εκθέτει, αφού η κυβέρνησή της ήταν εκείνη που άνοιξε το δρόμο της παραγραφής, καταπατώντας το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής και επιτρέποντας απαράδεκτες παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη που οδήγησαν εκτός του Σώματος αδέκαστους λειτουργούς της Θέμιδος, όπως το Θεσπρωτό εισαγγελέα Ηλία Κολιούση.
Μαζί, βεβαίως, με τη ΝΔ εκτίθεται ολόκληρο το πολιτικό σύστημα –των κομμάτων που δεν κυβέρνησαν μη εξαιρουμένων- που ανέχθηκε όλα αυτά τα χρόνια τη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών που διευκολύνει τη συγκάλυψη τα σκάνδαλα, τις απαράδεκτες ρυθμίσεις για τη βουλευτική ασυλία που διευκολύνουν την ατιμωρησία των πολιτικών, καθώς και το διάτρητο θεσμό του «πόθεν έσχες» που εξομοιώνει εκείνους για τους οποίους η πολιτική αποτελεί χώρο πλουτισμού με τους έντιμους που τη βλέπουν ως πεδίο προσφοράς.
Όσο παραμένει αυτή η κατάσταση –και δυστυχώς, με ευθύνη πάλι της ΝΔ, δεν μπορεί να αλλάξει δραστικά πριν από το 2013, οπότε είναι δυνατόν να ξεκινήσει η επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος- μαζί με τα ξερά θα καίγονται και τα χλωρά. Και οι πολίτες, με πρώτους τους νέους, θα αποστρέφουν το πρόσωπό τους από την πολιτική.        

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.

(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 25.1.2011)

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

«Εμπρηστές» σε ρόλο «πυροσβέστη»

Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν απολαυστικά διασκεδαστικές οι «κασσάνδρειες» προβλέψεις επώνυμων συντηρητικών κύκλων (και του τόπου μας) για επερχόμενη… «κοινωνική ανάφλεξη». Η λαϊκή ρήση περί του «πεινασμένου» (για εξουσία, εννοείται) που «καρβέλια ονειρεύεται» θα αρκούσε ίσως για να προσπεράσει κανείς τέτοιες είδους ανιστόρητες προφητείες. 
Ο καγχασμός, εξάλλου, του «κοίτα ποιος μιλάει» θα ήταν μάλλον αρκετός για να χαρακτηρίσει τις –αριστερού ύφους ή μήπως και αριστερίστικου;- όψιμες δήθεν ευαισθησίες χθεσινών επιβητόρων της εξουσίας για την «άδικη κατανομή των θυσιών» που, κατά τους ισχυρισμούς τους, «απονομιμοποιεί την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική»!
Στην όντως δύσκολη, ωστόσο, οικονομική, κοινωνική και πολιτική συγκυρία, τέτοιου είδους παρεμβάσεις δεν μπορούν να μένουν ασχολίαστες. Γιατί όσο άχαρο κι αν είναι να ασχολείται κανείς με το παρελθόν και τους εκφραστές του, άλλο τόσο -και ακόμη περισσότερο- δύσκολο είναι να ανέχεται την απροκάλυπτη πρόκληση στις νωπές μνήμες όλων μας για το τι συνέβη στη χώρα τα προηγούμενα χρόνια και με ποιων την ευθύνη φθάσαμε εδώ που φθάσαμε.
Προλαβαίνω την ένσταση του καλοπροαίρετου αναγνώστη, παραθέτοντας ευθύς εξαρχής την άποψή μου ότι βεβαίως και οι ευθύνες δεν είναι μονοδιάστατες και δεν περιορίζονται αποκλειστικά στα στελέχη μιας και μόνο παράταξης. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι μέσω της –σκόπιμης σε αρκετές περιπτώσεις- διάχυσης των ευθυνών προς όλους, θα επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να μετατραπούμε σε κατοίκους της χώρας των Λωτοφάγων. Και, πολύ περισσότερο, ότι θα αποδεχθούμε σε ρόλους «κήνσορα» τους πραγματικούς υπαίτιους για το σημερινό κατάντημα.
Ένας από τους λόγους, άλλωστε, για τη δυσμενή κατάσταση που βιώνουμε είναι ακριβώς η –ενδεχομένως όχι συλλογική, αλλά σίγουρα πλειοψηφική- ανοχή που επιδεικνύαμε όλα αυτά τα χρόνια στην επιλογή πολιτικού δυναμικού με κριτήρια την επίδοση στο λαϊκίστικο βερμπαλισμό, την ικανότητα στην τοπική ίντριγκα ως προαπαιτούμενο της προσωπικής ανέλιξης και, πάνω από όλα, την αποτελεσματικότητα στις πελατειακές σχέσεις.
Τα φαινόμενα αυτά, εξάλλου, αποτελούν, σχεδόν κατά γενική ομολογία, τις βασικές αιτίες που προκαλούν στις μέρες μας την «απονομιμοποίηση» της ευρύτερης πολιτικής και που μπορεί να οδηγήσουν –ίσως ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, στην περίπτωσή μας- σε «κοινωνική ανάφλεξη». Η οποία, βεβαίως, αν και όταν συμβεί, πλέον ή βέβαιον είναι ότι δεν θα έχει ως αίτημα την παλινόρθωση του αμετανόητου παρελθόντος, αλλά, αντιθέτως, θα απαιτήσει την οριστική παραπομπή του στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας».    
Έτσι κι αλλιώς δεν φαίνεται να είναι πολλοί εκείνοι που πείθονται ότι τη λύση στο ελληνικό «δράμα» μπορεί να τη δώσουν οι «εμπρηστές» που εμφανίζονται έξω από το παραδόμενο στις φλόγες κτίριο και δίκην αυτόκλητων «πυροσβεστών» σχολιάζουν και επικρίνουν όσους πασχίζουν –με περισσότερη ή λιγότερη αποτελεσματικότητα- να ελέγξουν την πυρκαγιά και να αποτρέπουν την επέκτασή της.
Γι΄ αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, εκείνοι που άσκησαν εξουσία τα προηγούμενα χρόνια, καλό θα ήταν να μην προκαλούν τη νοημοσύνη μας, μιλώντας -τάχαμ΄ ανήσυχοι- για τους κινδύνους μιας κοινωνικής ανάφλεξης. Διότι αν πράγματι συμβεί, σίγουρα οι φλόγες της θα απειλήσουν πρώτα απ΄ όλους αυτούς που δυσκολεύονται ακόμη να αναγνωρίσουν ότι με τον τρόπο που πολιτεύτηκαν προλείαναν το έδαφος για την επαπειλούμενη ανάφλεξη.    
Έχουν, αναμφίβολα, το αναφαίρετο δικαίωμα να ελέγχουν την κυβερνητική πολιτική και να ασκούν αντιπολίτευση, όπως οι ίδιοι νομίζουν. Όταν, όμως, αδυνατούν να παραδεχθούν οφθαλμοφανή εγκληματικά λάθη και παραλείψεις που εκτυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια όλων μας, πάει πολύ να κουνάνε το δάκτυλο και να κατηγορούν άλλους ότι δεν κάνουν αυτοκριτική.
Η πρόκληση, μάλιστα, γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν η συμπεριφορά αυτή εδράζεται στον ισχυρισμό ότι οι εξεταστικές επιτροπές, τις οποίες συγκρότησε ή εξήγγειλε ότι θα συγκροτήσει η τωρινή κυβέρνηση, δεν απέδωσαν. Ισχυρισμός που μπορεί να γίνει δεκτός μόνον από όποιους αγνοούν το υπάρχον -και, δυστυχώς διαιωνιζόμενο- θεσμικό καθεστώς της ατιμωρησίας των πολιτικών, μέσω της σύντομης  παραγραφής ή και της σκοπίμως πολύπλοκης διαδικασίας για την ενεργοποίηση των διατάξεων της νομοθεσίας περί ποινικής ευθύνης υπουργών.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όλοι κρινόμαστε και από το παρελθόν μας, αλλά πρωτίστως για το τι πράττουμε σήμερα για να προετοιμάσουμε ένα διαφορετικό και πιο ευοίωνο μέλλον.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 18.1.2011)

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Ο «φράκτης» και τα βαρύγδουπα «τσιτάτα»

            Η μετανάστευση, για όσους δεν διακατέχονται από ιδεολογικές παρωπίδες, υπήρξε ανέκαθεν αναζωογονητικός παράγων για τις κοινωνίες και τις οικονομίες των χωρών υποδοχής.  Από τους αποικισμούς της αρχαίας Ελλάδας ως τα μεταμεσαιωνικά ευρωπαϊκά μεταναστευτικά ρεύματα με κατεύθυνση το λεγόμενο Νέο Κόσμο ή τις πιο σύγχρονες μαζικές μετακινήσεις εργατικού δυναμικού στις φάμπρικες της μεταπολεμικής Ευρώπης, οι μετανάστες, ακόμη και στις περιπτώσεις που ξεριζώνονταν βίαια από τους τόπους γέννησης τους, συνέβαλαν καθοριστικά στην οικονομική άνοδο των τόπων εγκατάστασής τους.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και σίγουρα δυσκολεύεται κανείς να φανταστεί την εξέλιξη της Αμερικής χωρίς τα αλλεπάλληλα κύματα μεταναστών που έφτασαν εκεί τους προηγούμενους αιώνες ή ακόμη και τη σημερινή Ελλάδα χωρίς τους ξεριζωμένους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι στη Γερμανία, η οποία στήριξε το μεταπολεμικό οικονομικό της «θαύμα» στους εργάτες από την Ελλάδα, την Γιουγκοσλαβία, την Πορτογαλία και την Τουρκία, η συμμαχική κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαντ Σρέντερ με τους Πράσινους ψήφισε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ειδικό νόμο για να προσελκύσει νέους επιστήμονες από την Ινδία και άλλες  ασιατικές χώρες για να καλύψει τις ανάγκες των επιχειρήσεων της σε εξειδικευμένο προσωπικό στις νέες τεχνολογίες.
Στο ίδιο συμπέρασμα της θετικής οικονομικής αλλά και κοινωνικής επίδρασης καταλήγουν όλες οι ψύχραιμες αποτιμήσεις του φαινομένου της μαζικής εισόδου μεταναστών στην Ελλάδα που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 και έκτοτε, δυστυχώς, συνεχίζεται με αμείωτους, αν όχι και αυξανόμενους, ρυθμούς. Παρά τον άναρχο τρόπο με τον οποίο εισήλθαν στη χώρα μας εκατοντάδες χιλιάδες Βαλκάνιοι, Ασιάτες και Αφρικανοί μετανάστες, η παρουσία τους εδώ υπήρξε αναμφίβολα τονωτική τόσο σε μακροοικονομικό επίπεδο, αφού συνέβαλε στο αυξημένο ΑΕΠ που επέτρεψε την είσοδό μας στην ευρωζώνη, όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο, καθώς πάμπολλες μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και μεμονωμένοι μοναχικοί συνάνθρωποι μας σε πόλεις και απομακρυσμένα χωριά, βρήκαν στα πρόσωπα των μεταναστών πολύτιμους αρωγούς.    
Έτσι, μπορούν να εξηγηθούν και οι απαράμιλλες αντοχές που πλειοψηφικά επέδειξε η ελληνική κοινωνία στην «ενσωμάτωση» ενός, κατά γενική ομολογία, πληθυσμιακά δυσανάλογα μεγάλου αριθμού μεταναστών που βρήκαν δουλειά, στέγη και σχολείο για τα παιδιά τους, έστω και αν όλα αυτά ήταν σε πολλές περιπτώσεις υπό συνθήκες υποδεέστερες από εκείνες που είχαμε εξασφαλίσει για εμάς τους ίδιους. Επειδή, όμως, σε όλες τις καταστάσεις υπάρχουν και όρια, μόνον όσοι εθελοτυφλούν  δεν αναγνωρίζουν ότι τα όρια αντοχής της ελληνικής κοινωνίας έχουν προ πολλού εξαντληθεί εξαιτίας του εγκλωβισμού μέσα στα ελληνικά σύνορα χιλιάδων –ή μήπως πλέον ή σε λίγο εκατομμυρίων;- λαθρομεταναστών που δεν θέλουν πια να μείνουν ή να δουλέψουν εδώ, αλλά χρησιμοποιούν τη χώρα μας ως σταθμό για να βρεθούν στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι εικόνες με τους «φτωχοδιάβολους» που πολιορκούν το λιμάνι της Ηγουμενίτσας μπορεί να αφήνουν ασυγκίνητους μόνον εκείνους που από την ασφάλεια της αυτάρεσκης βολής τους αρκούνται να εκστομίζουν βαρύγδουπα, δήθεν προοδευτικά, «τσιτάτα», όπως οι περί «αυγού του φιδιού»  χαρακτηρισμοί για την πρόθεση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Χρήστου Παπουτσή να τοποθετηθεί φράκτης στην ελληνοτουρκική μεθόριο του Έβρου για τον περιορισμό της εισόδου λαθρομεταναστών. Απόψεις αυτού του είδους είναι εξίσου ανεδαφικές με τους λαϊκίστικους ισχυρισμούς ότι μπορούμε να κάνουμε τα «στραβά μάτια» και να επιτρέψουμε σε όσους συνωστίζονται στα ελληνικά λιμάνια την επιβίβαση στα πλοία, διευκολύνοντας, κατ΄ αυτόν τον τρόπο,  την αναχώρησή τους.       
Είναι αυτονόητη βεβαιότητα  ότι η προάσπιση ενός περίκλειστου ευρωπαϊκού κάστρου αποτελεί μια κοντόθωρη πολιτική. Και, βεβαίως, έχουν απόλυτο δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι το παγκόσμιο μεταναστευτικό πρόβλημα θα επιλυθεί μόνον όταν δημιουργηθούν συνθήκες μεγαλύτερης ασφάλειας και ευημερίας για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Ως τότε, όμως, η Ελλάδα, η οποία δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση, δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι το μόνο ξέφραγο αμπέλι που θα υποδέχεται όλους όσοι θέλουν να εκπορθήσουν το ευρωπαϊκό κάστρο.
Μια κυβέρνηση που σέβεται την αποστολή της έχει καθήκον και υποχρέωση να πάψει να είναι θεατής των προβλημάτων που απειλούν την κοινωνική συνοχή και να λαμβάνει μέτρα.

           *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 11.1.2011)

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Οι ευθύνες για την αισιοδοξία


Οι γιορτινές αυτές μέρες, με την  αλλαγή του χρόνου και τη συνήθη ραστώνη που τη συνοδεύει, δίνουν μια καλή αφορμή για εσωτερική ενδοσκόπηση και απολογισμό που σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο όλοι, λίγο ως πολύ, νοιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε.  Είναι, όμως, συνάμα και μια –ακόμη πιο σημαντική, πιστεύω- ευκαιρία για ενατένιση στα μελλούμενα, όχι, προφανώς με διάθεση μεταφυσικής πρόβλεψης, αλλά για τον καθορισμό στόχων και προοπτικών, την επισήμανση προτεραιοτήτων.
Αφήνοντας κατά μέρος τα προσωπικά που είναι ατομική υπόθεση του καθενός, μπορούμε, νομίζω, μιλώντας για το ευρύτερο πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, να συμφωνήσουμε όλοι μας ότι η ατμόσφαιρα που μας περιβάλλει είναι ζοφερή και την κάνει ακόμη ζοφερότερη η σχεδόν γενικευμένη εθνική απαισιοδοξία που μας έχει καταλάβει.. 
Οι οριζόντιες περικοπές των μισθών, η εκτίναξη των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως η ενέργεια και τα καύσιμα, η κατακόρυφη πτώση του τζίρου των περισσότερων επιχειρήσεων, αλλά, πολύ περισσότερο, η ανεργία, αυτή η σύγχρονη κοινωνική γάγγραινα που επιτείνεται από τα απανωτά «λουκέτα» στην αγορά, συνιστούν το μέτρο της αποτυχίας του σαθρού οικονομικού μοντέλου που στήθηκε στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.
Είναι, πλέον, πασιφανές, τουλάχιστον για όσους θέλουν να έχουν μια συνολική εικόνα της κατάστασης, ότι η περιώνυμη κρίση, που έχει μπει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, είναι γενικευμένη και δεν περιορίζεται μόνον σε ένα τομέα και δη στο δημόσιο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, επειδή ίσως μια τόσο απλοϊκή εξήγηση βολεύει κάποιους ιδεολογικά ή απλώς δίνει σε άλλους το απαραίτητο άλλοθι για να ισχυρίζονται, κατά το γνωστό απόφθεγμα του Ζαν Πωλ Σαρτρ, «η κόλαση είναι οι άλλοι».
Μια συγκριτική ματιά στα οικονομικά στοιχεία των θεωρούμενων ως επιχειρηματικών κολοσσών της χώρας (εργοληπτικών, τραπεζικών, μιντιακών, κ.ά.) αρκεί για να διαπιστώσει κανείς τον κρατικοδίαιτο χαρακτήρα αυτών των «γιγάντων με τα γυάλινα πόδια» που στη θέα τους το παιδί του γνωστού παραμυθιού του Άντερσεν είναι βέβαιο ότι θα  αναφωνούσε αυτό που όλοι έβλεπαν, αλλά δίσταζαν να πουν: «ο βασιλιάς ήταν γυμνός».
Οι επισημάνσεις αυτές δεν στοχεύουν στην υιοθέτηση λογικών διάχυσης της ευθύνης προς όλους, ώστε να χαθούν από το πλάνο οι πραγματικοί υπεύθυνοι, παλαιότεροι και σημερινοί, ούτε συνηγορούν σε γενικόλογους αφορισμούς  του τύπου «μαζί τα φάγαμε» που «καίνε μαζί με τα χλωρά και τα ξερά».
Κατατείνουν, αντιθέτως, στην υπογράμμιση της αναγκαιότητας να υπάρξει συλλογική συνειδητοποίηση, κυρίως από τις γενιές των μεσηλίκων, στις οποίες ανήκει κι ο γράφων, ότι το καθεστώς της πολύχρονης ευημερίας που, κατά πλειοψηφία, απολαύσαμε, δεν μπορεί να συνεχιστεί.
 Ή, για να το πούμε αλλιώς, δεν μπορεί να συνεχιστεί αν δεν αλλάξουν πολλές από τις παραδοχές του. Kαι κυρίως η ανοχή στην αργομισθία, στην ατιμωρησία και στην ισοπέδωση, ο “ωχαδερφισμός” και η παραίτηση που καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στο γόνιμο έδαφος των πελατειακών σχέσεων που διαμορφώθηκαν τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο.
Η συλλογική αυτή συνειδητοποίηση αποτελεί, αναμφίβολα,  την αναγκαία συνθήκη για να γίνει η απαιτούμενη “επανεκκίνηση” της χώρας για την οποία μιλούν πολλοί τελευταία, έστω κι αν τη βλέπουν διαφορετικά. Σε καμιά, ωστόσο, περίπτωση αυτή η αναγκαία συνθήκη δεν είναι από μόνη της ικανή να αλλάξει τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα.
Και μπορεί στους «αντιπολιτικούς» καιρούς μας να μην ηχεί και τόσο ευχάριστα, ιδίως από όσους δεν έχουν βαθιά και ουσιαστική  της ελληνικής και της παγκόσμιας Ιστορίας, αλλά εμείς θα επιμείνουμε ότι το κύριο βάρος πέφτει στις πλάτες της  πολιτικής ηγεσίας: τοπικής, περιφερειακής και εθνικής.
Δική τους ευθύνη είναι να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση που θα έρθει μόνον όταν ανθίσουν ξανά στην ελληνική κοινωνία η αισιοδοξία, η πίστη στις ατομικές και συλλογικές δυνάμεις μας. Αρκεί οι πολιτικοί ταγοί να έχουν όραμα και σχέδιο. Μα, πάνω από όλα, αίσθηση καθήκοντος και όρεξη για δουλειά.
Καλή χρονιά!   
   
        *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 4.1.2011)

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

"Ωδή" σε έναν απερχόμενο

        Από επαγγελματική, κυρίως, υποχρέωση έχω παρακολουθήσει την τελευταία 25ετία όλες, χωρίς εξαίρεση, τις συζητήσεις στη Βουλή  για τον κρατικό προϋπολογισμό που εθιμικά γίνονται παραμονές Χριστουγέννων.
        Από την εποχή που είχαν τα ηνία της οικονομίας ο Κώστας Σημίτης και ο Δημήτρης Τσοβόλας ή ο Γιάννης Παλαιοκρασάς και ο Στέφανος Μάνος ως την περίοδο που κατέθεσαν προϋπολογισμούς ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ο Γιάννος Παπαντωνίου, ο Νίκος Χριστοδουλάκης, ο Γιώργος Αλογοσκούφης και πιο πρόσφατα ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ήμουν εκεί και τις πέντε μέρες που διαρκεί η διαδικασία, ακούγοντας, άλλοτε με περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο ενδιαφέρον, τις ομιλίες των αρχηγών των κομμάτων, των υπουργών και των βουλευτών από όλες τις παρατάξεις που εναλλάσσονταν στο βήμα.
        Παρακολούθησα, μάλλον από επαγγελματική... διαστροφή, και τη φετινή συζήτηση του προϋπολογισμού που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα. Ήλπιζα μέσα μου ότι οι ειδικές συνθήκες που -κατά γενική παραδοχή- επικρατούν στη χώρα θα λειτουργούσαν αφυπνιστικά. Και οι ρήτορες θα αναζητούσαν πρωτότυπους τρόπους για να πάρουν θέση απέναντι στην βαθειά κρίση που διέρχεται όχι μόνον η ελληνική οικονομία, αλλά η ίδια η ελληνική κοινωνία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το πολιτικό σύστημα, το οποίο υποτίθεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντανάκλαση της κοινωνίας.
        Χωρίς καμιά διάθεση για ισοπεδωτική γενίκευση, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν βρήκα καμία πρωτοτυπία. Μπορεί να μην έλειψαν κάποιες λίγες φωτεινές εξαιρέσεις αγορητών που επεχείρησαν να ξεφύγουν από τα τετριμμένα, αλλά τη γενική εντύπωση δεν την άλλαξαν.
        Τα ίδια στερεότυπα. Η ίδια αποστέωση. Ελάχιστη σύνδεση με την πραγματικότητα, την... ουσιαστική πραγματικότητα και όχι την. υστερική που διαμορφώνουν τα πρωινάδικα και τα βραδινά δελτία των (δήθεν) ειδήσεων που θαρρείς πως έχουν βαλθεί να υποκαταστήσουν τους παραδοσιακούς καφενέδες.
        Τα γράφω αυτά καθώς την ειδησεογραφία των ημερών σχεδόν μονοπώλησαν οι εσωκομματικές γκρίνιες στην κυβερνητική παράταξη, ένα από τα πλέον προσφιλή ζητήματα για τη «δημοσιογραφία της ατάκας», στην οποία η οπτικοποίηση των ειδήσεων έχει παρασύρει το σύνολο των μέσων ενημέρωσης.
         Και αισθάνομαι πως αν ήταν στο χέρι μου θα αφιέρωνα αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον ίσο χρόνο, με εκείνο που δόθηκε στο «όχι» που είπε στον προϋπολογισμό ο βουλευτής Πρέβεζας Βαγγέλης Παπαχρήστος, και στο «όχι» που είπε ο απερχόμενος δήμαρχος Πρέβεζας Μιλτιάδης Κλάπας στη... χριστουγεννιάτικη απεργία των οδοκαθαριστών της πόλης του.
        «Δεν θα υποκύψω σε κανέναν εκβιασμό», δήλωσε θαρρετά ο κ. Κλάπας και, την ώρα που άλλοι συνάδελφοί του κρύβονταν, εκείνος απέρριπτε παράλογα αιτήματα των δημοτικών υπαλλήλων που, μεταξύ άλλων, διεκδικούσαν... ελαστικότητα ωραρίου, ώστε να εργάζονται δύο ως διόμισι ώρες την ημέρα, ή χρηματική αποζημίωση για το γάλα που πρέπει να πίνουν, αλλά δεν είναι της αρεσκείας τους.
        Πιο σημαντική από πολλές φλύαρες κοινοβουλευτικές αγορεύσεις θεωρώ, εξάλλου, ότι ήταν η δήλωσή του, σύμφωνα με την οποία «κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι ο Δήμαρχος, ο οποίος φεύγει, παύει να εκτελεί τα καθήκοντά του, ως έχει υποχρέωση απέναντι στους πολίτες». Όπως και η κατηγορηματική διαβεβαίωσή του ότι «μέχρι την τελευταία μέρα θα εκτελώ τα καθήκοντά μου σαν να είναι η πρώτη που ανέλαβα».
       Η στάση του αποκτά ιδιαίτερη αξία, επειδή δεν χαρακτηρίζει κάποιον. ανάλγητο νεοφιλελεύθερο θιασώτη του «μνημονίου» και των επιταγών της «τρόικας». Για τους μη γνωρίζοντες ο κ. Κλάπας είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και αυτές τις μέρες, κλείνοντας μια επιτυχή οκταετή θητεία στο Δήμο Πρέβεζας, απέρχεται, καθώς δεν θέλησε, παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν, να διεκδικήσει το ίδιο ή άλλο αυτοδιοικητικό αξίωμα.
        Γι΄ αυτό και, κατά την ταπεινή μου άποψη, του πρέπει τιμή και δόξα, αφού μόνον πολίτες και πολιτικοί με τόσο υψηλή αίσθηση καθήκοντος μπορεί να μας απαλλάξουν μια ώρα αρχύτερα από τους επαχθείς όρους του μνημονίου.

         *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 28.12.2010)