Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Ο πρωθυπουργός και το «συν Αθηνά και χείρα κίνει»

         Όποια άποψη και αν έχει κανείς για τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, εκείνο που δεν μπορεί να του αποδώσει είναι η φυγοπονία, για την οποία αρκετοί πιστεύουν ότι χαρακτηρίζει εν γένει τους πολιτικούς -συχνή είναι η αναφορά για ορισμένους που «δεν έχουν κολλήσει ούτε ένα ένσημο»- και πάντως ουδείς αμφιβάλει ότι χαρακτήριζε τον τέως πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, που, όπως (κατα)μαρτυρούν στενοί του συνεργάτες, αντιμετώπιζε τα προβλήματα με την περιβόητη, πλέον, έκφραση «άσ΄ το για αργότερα».
          Τις σκέψεις αυτές έκανα καθώς, με την επαγγελματική του ιδιότητα, χρειάστηκε να βρεθώ την περασμένη Παρασκευή στην Άρτα, όπου ο πρωθυπουργός επί έξι ολόκληρες ώρες ήταν καθηλωμένος σε μια καρέκλα και άκουγε έναν προς έναν όλους τους φορείς της περιοχής να εκθέτουν στον ίδιο και στο κυβερνητικό κλιμάκιο που τον συνόδευε -ένας υπουργός και έξι υφυπουργοί- τα προβλήματα της περιοχής.

          Σε μια αναμφίβολα πρωτόγνωρη, όχι μόνον για τη διάρκεια της, διαδικασία εξαντλητικού διαλόγου, βρέθηκαν γύρω από το ίδιο τραπέζι και εξέθεσαν τις απόψεις και τους προβληματισμούς τους περισσότεροι από τριάντα εκπρόσωποι φορέων, προερχόμενοι από όλους τους πολιτικούς, αυτοδιοικητικούς, επιστημονικούς και παραγωγικούς χώρους.

          Χωρίς κανέναν αποκλεισμό ή άλλο περιορισμό δόθηκε ο λόγος από τον περιφερειάρχη Ηπείρου Αλέκο Καχριμάνη ή τον τοπικό βουλευτή της ΝΔ Κώστα Παπασιώζο, έως τους προέδρους των χοιροτρόφων και των πτηνοτρόφων της Άρτας. Και από τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ή τον επικεφαλής του τοπικού σωματείου των ταξιτζήδων έως έναν μεμονωμένο επιχειρηματία, ο οποίος (ανα)ζητούσε εναγωνίως τη συνδρομή της πολιτείας για να υλοποιήσει στον τόπο του μια καινοτόμο, σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδέα (πατέντα) που συνέλαβε και είναι, όπως εξήγησε, ένας ανελκυστήρας που κινείται χωρίς να καταναλώνει ενέργεια και για τον οποίο έχει, ήδη, εξασφαλισμένες παραγγελίες από το εξωτερικό.

          Ο πρωθυπουργός εξήγησε το χαρακτήρα της ανοικτής αυτής διαδικασίας, λέγοντας πως άποψη «για το πού πορεύεται η χώρα, πώς πρέπει να κινηθεί, με τι ρυθμούς και τι στόχους, δεν έχει μόνον η Αθήνα, έχει και η Άρτα, έχουν και οι πολίτες της περιφέρειας», ενώ προέτρεψε εξαρχής τους συνομιλητές του να μιλήσουν ανοικτά, αναφέροντας τους ότι είναι «καλοδεχούμενη και η κριτική».

          Ο ίδιος, άλλωστε, στην εισαγωγή του δεν έκρυψε την δυσμενή πραγματικότητα και είπε ξεκάθαρα: «Δεν ήρθα εδώ απλώς για να χαϊδέψω αυτιά, ούτε για να αρνηθώ ότι υπάρχουν προβλήματα, ούτε για να υποσχεθώ μαγικές λύσεις, αλλά για να συζητήσουμε μεταξύ μας, πώς από εδώ και πέρα θα πορευτούμε πολύ καλύτερα, αλλά και πώς φτάσαμε ως εδώ, ώστε να μην βρεθούμε ποτέ ξανά σ' αυτή την κατάσταση. Και κυρίως, για να μπορέσουμε μαζί να δημιουργήσουμε τη νέα Ελλάδα που όλοι μας θέλουμε, να μπούμε σε μια βιώσιμη ανάπτυξη και σε ένα δρόμο προοπτικής».  

          Χωρίς να λείψει ούτε ένα λεπτό από την αίθουσα -βγήκε μόνον για να πάει εκεί που και οι πρωθυπουργοί. πάνε μόνοι τους-, ο κ. Παπανδρέου, κατέγραφε, όπως και οι συνεργάτες του, όλα όσα ακούστηκαν στην πολύωρη σύσκεψη και στο κλείσιμό της συνόψισε, απαντώντας, ο ίδιος ή τα καθ΄ ύλην αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, σχεδόν σε όλες τις (και επικριτικές σε ορισμένες περιπτώσεις) επισημάνσεις που εκφράστηκαν.

          Αν έγραψα τούτες τις γραμμές, δεν είναι για να ισχυριστώ ότι η παρουσία του πρωθυπουργού έλυσε τα προβλήματα της Άρτας ή της Ηπείρου, τις έγραψα, κυρίως, για το μεταφέρω το μήνυμα που εξέπεμπε η τοποθέτηση του πρωθυπουργού, ένα μήνυμα δημιουργικής και ουσιαστικής συμμετοχής της ελληνικής περιφέρειας στο αναπτυξιακό γίγνεσθαι της χώρας.

          Γι΄ αυτό και δεν θα σταθώ σε όσα θετικά ειπώθηκαν από υπεύθυνα κυβερνητικά χείλη για το λιμάνι της Ηγουμενίτσας ή τον ελληνοϊταλικό αγωγό φυσικού αερίου, το ειδικό πρόγραμμα για τον Αμβρακικό ή την παραχώρηση στο δήμο Αρταίων του «Ξενία» της πόλης για πολιτικές δραστηριότητες.

          Θα σταθώ μόνον στο θέμα της γαλακτοβιομηχανίας «Δωδώνη», που αφορά όλη την Ήπειρο, και που, κατά τη γνώμη μου, η τοποθέτηση του κ. Παπανδρέου, σηματοδοτεί την απαρχή για να δοθεί λύση στο μεγάλο αυτό αναπτυξιακό ζήτημα της περιφέρειας μας. «Μην αφήνετε το θέμα στην τύχη. Βρείτε τα σχήματα που δεν θα αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της επιχείρησης. Δείτε τι συμμαχίες μπορείτε να συνάψετε. Εμείς είμαστε υπέρ της κοινωνικής οικονομίας και θέλουμε όχι μόνον να παραμείνει, αλλά και να μεγαλώσει η συνεταιριστική παράδοση», προέτρεψε τους παριστάμενους και κυρίως όσους είχαν νωρίτερα υποστηρίξει την -ανεδαφική, κατ΄ εμέ, όπως έχω εξηγήσει και με άλλες ευκαιρίες- άποψη να «μείνει ως έχει το ιδιοκτησιακό καθεστώς» της επιχείρησης.

          Εν ολίγοις, το μήνυμα του πρωθυπουργού μπορεί να συνοψιστεί στην αρχαιοελληνική ρήση: «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Το ερώτημα, όμως, είναι αν οι αποδέκτες του μηνύματος είναι διατεθειμένοι να κουνήσουν τα χέρια τους.

  

          *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

«Δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα στις αγορές»


Οι αναμφίβολα ανακουφιστικές αποφάσεις που ελήφθησαν την περασμένη εβδομάδα στη σύνοδο κορυφής της ευρωζώνης για τη μείωση του δυσθεώρητου ελληνικού χρέους, σίγουρα δεν αφήνουν περιθώρια για πανηγυρισμούς στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ταυτοχρόνως, όμως, δεν δίνουν και το δικαίωμα στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να επιδίδονται στην συνήθη καταστροφολογία.
Σε πείσμα όλων όσοι εδώ στη χώρα μας έβλεπαν τα πράγματα με την απλοϊκή μονοδιάστατη προσέγγιση του «εμείς», δηλαδή οι Έλληνες, που, ως γνωστόν, «είμεθα έθνος ανάδελφον», και οι «άλλοι», δηλαδή οι… κακοί, οι ξένοι που «όταν εμείς κτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί έτρωγαν βελανίδια» -και γι΄ αυτό, προφανώς, μας επιβουλεύονται και θέλουν να μας… πάρουν την Ακρόπολη-, οι αποφάσεις των Βρυξελλών έδειξαν ότι, έστω και καθυστερημένα, έστω και στο «παρά πέντε», όπως γράφει ο διεθνής τύπος, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, αποφάσισαν να λειτουργήσουν πολιτικά και να αρθούν πάνω από τις αδυσώπητες αγορές.
Προσωπικά δεν τρέφω αυταπάτες ότι, εάν δεν απειλούνταν η παγκόσμια οικονομική σταθερότητα από την υπερχρέωση της Ελλάδας και τον συνακόλουθο κίνδυνο να οδηγηθεί η χώρα, μοιραία κάποια στιγμή, σε στάση πληρωμών, η λεγόμενη «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» που μας έφερε το νέο «πακέτο βοήθειας», δεν θα εκδηλωνόταν ποτέ και θα μας άφηναν στην τύχη μας.
Με άλλα λόγια οι εταίροι μας και κυρίως το γερμανικό «διευθυντήριο, αφού, όλους τους προηγούμενους μήνες, μέτρησαν κέρδη και κέρδη από μια ενδεχόμενη επισημοποίηση της χρεοκοπίας της Ελλάδας –που, ας μη γελιόμαστε, έχει ουσιαστικά επέλθει από πέρυσι τον Μάιο, όταν μπήκαμε στο μηχανισμό στήριξης, επειδή δεν μπορούσαμε πλέον να δανειστούμε από τις αγορές- κατέληξαν ότι η διάσωση της χώρας είναι λιγότερο βλαπτική για τα συμφέροντά τους.   
Το παιχνίδι, άλλωστε, των διεθνών σχέσεων και, πολύ περισσότερο, των οικονομικών δοσοληψιών ανάμεσα στα κράτη, πάντα έτσι παιζόταν. Το αμοιβαίο συμφέρον ήταν, είναι και θα είναι αυτό που κινητοποιεί τους συνεταιρισμούς μεταξύ των χωρών, όπως, καλ΄ ώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη, που, ό,τι και αν λένε διάφοροι επικριτές τους, η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτούς τους θεσμούς, την διατηρεί στις 25 με 30 πλουσιότερες χώρες όλης της υφηλίου.  
Αντιθέτως, η επιβολή επαχθών οικονομικών όρων σε ένα έθνος, όπως π.χ. συνέβη με τη Γερμανία με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οδηγεί σε ακραίες καταστάσεις, όπως η άνοδος του χιτλερισμού, που οι συνέπειές τους, ιδιαίτερα στην εποχή μας που η αλληλοεξάρτηση του κεφαλαίου βρίσκεται στο ζενίθ και έχει καταλύσει τα εθνικά σύνορα, μπορεί να συμπαρασύρουν τους πάντες.
Ο επαπειλούμενος κίνδυνος της μετάδοσης της ελληνικής κρίσης χρέους σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και όλου του κόσμου, ήταν που κινητοποίησε την ηγεσία ολόκληρου του πλανήτη, από τον Αμερικανό Πρόεδρο Ομπάμα, που αντιμετωπίζει και ο ίδιος στη χώρα του μεγάλο πρόβλημα με τον δημόσιο υπερδανεισμό, ως την Γερμανίδα καγκελάριο Μέρκελ, η οποία αντιστάθηκε επί μήνες, αλλά στο τέλος υποχώρησε, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν μόνο η μικρή και υπερχρεωμένη Ελλάδα που απειλούνταν με άμεση οικονομική κατάρρευση.           
Όμως, οι πρόσφατες, σημαντικές, από άποψη, αποφάσεις της ευρωσυνόδου για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, μέσω της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και της μείωσης των επιτοκίων, δεν απαλλάσσει τη χώρα μας από την υποχρέωση να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα και να αφήσει πίσω της το παρελθόν της αμεριμνησίας, της σπατάλης και των ελλειμμάτων.
Μπορεί να λύσαμε το πρόβλημα του (αναγκαίου) νέου δανεισμού για τα επόμενα χρόνια και να ξεφύγαμε από την απειλή της ολοκληρωτικής στάσης πληρωμών του δημοσίου, αλλά η βαθιά ύφεση στην οποία έχει βυθιστεί η ελληνική οικονομία, εκτοξεύοντας στα ύψη την ανεργία, είναι εδώ και δεν ξεπερνιέται με μόνο τα νέα δανεικά που εξασφαλίσαμε. Απαιτεί γενικό ανασκούμπωμα, συνειδητοποίηση της κατάστασης, αλλά των αιτιών της, όπως και εντατικοποίηση των προσπαθειών. 
Ένα αγαπημένο, άλλωστε, ρητό των οικονομολόγων, και κυρίως όσων εξ αυτών ασπάζονται το κυρίαρχο στις μέρες μας «δόγμα» του νεοφιλευθερισμού, είναι ότι, στις αγορές και, εν γένει, στην οικονομία, «δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα».
Είτε μας αρέσει είτε όχι, το πνεύμα αυτής της κυνικής ρήσης, ας την έχουμε υπόψη μας, τόσο οι ταγοί, όσο και όλοι εμείς οι πολίτες αυτής της χώρας, η οποία μοιάζει να έχει ξεχάσει να παράγει ιδέες, αλλά, πρωτίστως, υπηρεσίες και προϊόντα, που είναι ο μόνος αποφασιστικός παράγων που θα μας βγάλει από την κρίση.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Οι «προφεσόροι» του Μπίσμαρκ και το νοσοκομείο Φιλιατών

Ακούγοντας από υπεύθυνα χείλη ότι τρεις διαφορετικές επιστημονικές ομάδες πρότειναν τρία διαφορετικά πράγματα για τον υγειονομικό χάρτη της Ηπείρου, ένα από τα οποία προβλέπει την διοικητική ενοποίηση του νοσοκομείου Φιλιατών με το νοσοκομείο Χατζηκώστα των Ιωαννίνων, μου ήρθε κατά νου η αξιομνημόνευτη ρήση του Όττο Μπίσμαρκ «drei professoren, vaterland verloren». Σε ελεύθερη απόδοση, ο Πρώσος (Γερμανός) καγκελάριος του τέλους του 19ου αιώνα ήθελε να πει με τη φράση αυτή, που έμεινε στην ιστορία, ότι, αν ανατεθούν οι υποθέσεις του κράτους σε τρεις καθηγητές, η πατρίδα χάθηκε.
Βρίσκω να ταιριάζει γάντι η ρήση του Μπίσμαρκ στην υπόθεση με τον υγειονομικό χάρτη της Ηπείρου, γιατί πραγματικά δεν βρήκα ούτε έναν άνθρωπο που να διαθέτει κοινό νου για να μου παραθέσει ένα επιχείρημα υπέρ της ενοποίησης δύο νοσοκομείων που και απέχουν μεταξύ τους και το ένα δεν έχει τίποτε να προσφέρει στο άλλο.
Σέβομαι απεριόριστα τους ειδικούς, στον επιστημονικό τομέα που έκαστος διακονεί, θαυμάζω τους ερευνητές που ανοίγουν νέους δρόμους στην επιστήμη τους, διατηρώ ο ίδιος σχέσεις με πανεπιστημιακούς δασκάλους και συχνά καταφεύγω στη σοφία τους, είτε δια ζώσης, είτε μέσα από τα κείμενά τους.
Πιστεύω, όμως, ακράδαντα -και το έχω επισημάνει από αυτή τη στήλη, με αφορμή τις συζητήσεις για κυβερνητικές λύσεις τεχνοκρατών- ότι τις λύσεις στα μικρά και μεγάλα κοινωνικά προβλήματα τις δίνουν οι πολιτικές ηγεσίες, ο ρόλος των οποίων είναι να ζυγιάζουν τις θέσεις και τις αντιθέσεις και να καταλήγουν στις βέλτιστες αποφάσεις.
Τα γράφω αυτά, γιατί έχω εδραία την πεποίθηση ότι κανένας γραφειοκράτης από τη βολή του γραφείου του, κανένας τεχνοκράτης, όσες έρευνες και αν έχει κάνει κλεισμένος στο εργαστήριο του, και κανένας αξιότιμος καθηγητής, όσα διπλώματα και αν έχει συλλέξει, δεν μπορεί να εισηγείται αξιόπιστες και κοινωνικά αποδεκτές προτάσεις, αν δεν έχει την ολοκληρωμένη εικόνα για τις επιπτώσεις της εισήγησής του, την οποία, κατά τεκμήριο, διαθέτουν οι πολιτικές ηγεσίες.
Προλαβαίνω τον αντίλογο για τα πελατειακά δίκτυα ανάδειξης των πολιτικών ηγεσιών, κυρίως σε τοπικό επίπεδο, που μπορεί να αντιπαραβληθεί στην πιο πάνω άποψή μου. Είμαι, άλλωστε, εξ εκείνων που σε κάθε ευκαιρία στηλιτεύω τέτοια φαινόμενα. Αυτό, ωστόσο, δεν με εμποδίζει να επισημάνω ότι παντού στον κόσμο, όπου υπάρχουν δημοκρατικά εκλεγμένες ηγεσίες, σε αυτές ανήκει η αρμοδιότητα να αποφασίζουν, κυρίως διότι είναι αυτές που έχουν αίσθηση του κοινωνικού γίγνεσθαι και είναι υπόλογες στην κοινωνική λογοδοσία.
Ας μην θεωρητικολογήσω, όμως, άλλο και ας έρθω στο κυρίως θέμα, που είναι το νοσοκομείο Φιλιατών, τη σημασία της αυτονομίας του οποίου δεν μπορεί να την αντιληφθεί κανένας τεχνοκράτης που κατασκευάζει σχεδιαγράμματα με οικονομικούς ή άλλους δείκτες, χωρίς επίγνωση του παρελθόντος και του παρόντος της ευρύτερης περιοχής, αλλά και ενσυναίσθηση του μέλλοντός της.
Ολόκληρη η παλαιά επαρχία Φιλιατών, που από την αρχή του χρόνου αποτελεί τον ομώνυμο «Καλλικρατικό» δήμο,  μετά το προ ετών κλείσιμο των Κλωστηρίων που λειτούργησαν για λίγα χρόνια στην περιοχή, «αναπνέει» αναπτυξιακά με έναν και μοναδικό «πνεύμονα», που είναι το νομαρχιακό νοσοκομείο της Θεσπρωτίας, το οποίο για λόγους ιστορικούς -που είναι της παρούσης να αναλυθούν- εδρεύει από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στο Φιλιάτι.
Με αυτό το δεδομένο, το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε κανένα επιστημονικό σύγγραμμα διοίκησης μονάδων υγείας, τυχόν υποβάθμιση ή συρρίκνωση του νοσοκομείου Φιλιατών -για κλείσιμο ας μην γίνεται λόγος, αφού δεν υπάρχει ανάγκη να υιοθετούμε ανυπόστατα κινδυνολογικά σενάρια, όταν, μάλιστα, εντάχθηκε λίαν προσφάτως στο ΕΣΠΑ το πρόγραμμα επέκτασης του, που ξεπερνά τα 10 εκατ. ευρώ - συνιστά θανατική καταδίκη ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής.
Μια άλλη, εξίσου σημαντική διάσταση της ανάγκης ύπαρξης του συγκεκριμένου νοσηλευτικού ιδρύματος, που επίσης δεν καταγράφεται στις ασκήσεις επί χάρτου που καταρτίζουν ξεκομμένοι από την πραγματικότητα «προφεσόροι», είναι το -οικονομικά ανυπολόγιστο- αίσθημα ασφαλείας που δημιουργεί στον γηρασμένο πληθυσμό της επαρχίας Φιλιατών, ακόμη και όταν δεν έχει άμεση ανάγκη χρήσης των υπηρεσιών του, γεγονός που επιπλέον λειτουργεί ως κίνητρο για πολύμηνες επισκέψεις αποδήμων, αλλά και για την παραμονή στις πατρογονικές εστίες νεώτερων ανθρώπων.
Στο πλαίσιο αυτό και μόνον η -ούτως ή άλλως ανώφελη και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη- συζήτηση που άνοιξε για ενοποίηση με το νοσοκομείο Χατζηκώστα, προκαλεί μεγάλη ζημιά στην περιοχή. Γι΄ αυτό και δικαίως ξεσηκώθηκαν φορείς και κάτοικοι των Φιλιατών, έστω και αν κάποιοι το «είδαν» ως αφορμή για να εκφράσουν τα αντικυβερνητικά τους αισθήματα. Νοερά ήμουν κι εγώ μαζί τους, παρόλο που δεν με βρίσκει σύμφωνο το, έστω και συμβολικό, κλείσιμο του λιμανιού της Ηγουμενίτσας που φαίνεται ότι τείνει να γίνει... του συρμού και σε λίγο καθένας που έχει ένα δίκαιο ή άδικο αίτημα, θα πηγαίνει και θα κλείνει το λιμάνι, αδιαφορώντας για τη ζημιά που αυτό μπορεί να προκαλέσει στον τουρισμό που είναι ο βασικός αναπτυξιακός αιμοδότης της Θεσπρωτίας.



 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Οι τοπάρχες, πρωταγωνιστές στην υποθήκευση του μέλλοντος

          Η ιστορία με τους δύο Δήμους της Αττικής (Αχαρνών και Ζωγράφου) που είχαν συνάψει, χωρίς να τηρήσουν τις νόμιμες προϋποθέσεις, δάνεια από το εξωτερικό,που αποκαλύφθηκαν τώρα, καθώς, εξαιτίας της θεσμικής αδυναμίας να αποπληρωθούν, παρά λίγο να τορπιλιστεί η εκταμίευση της πέμπτης δόσης του δανεισμού του ελληνικού δημοσίου από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι, νομίζω, άκρως αποκαλυπτική για το τι συνέβαινε όλα τα προηγούμενα χρόνια σε αυτή τη χώρα.
Ταυτοχρόνως, όμως, είναι και απολύτως επεξηγηματική για το πώς φθάσαμε στη δυσχερή θέση να απαιτείται να εκποιήσουμε τα «ασημικά» για να ξεπληρώσουμε το δυσθεώρητο χρέος που επισωρεύτηκε στις πλάτες των επόμενων γενιών, με αποφάσεις στις οποίες τον πρωταγωνιστικό ρόλο δεν είχαν, τις περισσότερες φορές, οι «300» της Βουλής, οι οποίοι έχουν γίνει, συλλήβδην, ο «σάκος του μποξ» για την -δικαιολογημένη, ως ένα βαθμό- κοινωνική οργή και αγανάκτηση.

Το φαινόμενο της υπερχρέωσης, που έχει υποθηκεύσει το μέλλον μας για πολλά-πολλά χρόνια, δεν αποτελεί, δυστυχώς, «προνόμιο» του κεντρικού Κράτους, αλλά επεκτείνεται από άκρου εις άκρον της χώρας, καθώς οι τοπάρχες των Αχαρνών και του Ζωγράφου -που, μην έχετε αμφιβολία, ανήκαν σε διαφορετικά κόμματα- δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα στην άφρονα οικονομική διαχείριση, που άσκησε η μεγάλη πλειονότητα των δημάρχων και νομαρχών, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης.

Τα «χαΐρια» των δικών μας Δήμων εδώ στη Θεσπρωτία είναι γνωστά, τα ξέρουμε και τα μαθαίνουμε με όσα εξακολουθούν να αποκαλύπτονται, ενώ και στο επίπεδο της Περιφέρειας Ηπείρου, όπως ξανάγραψε η στήλη, όταν πριν από λίγους μήνες ψηφίστηκε ο προϋπολογισμός για του 2011, η κατάσταση είναι ίδια και χειρότερη.

Μπήκαμε στον έβδομο μήνα αφότου ανέλαβε η νέα διοίκηση της Περιφέρειας και ακόμη δεν έχει αποσαφηνιστεί ποιο είναι το ακριβές ύψος των οφειλών που κληροδότησαν στο νέο θεσμό οι τέσσερις πρώην νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας και Θεσπρωτίας.

Στην τελευταία συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου, που συνήλθε στις 4 Ιουλίου, ήρθε -επιτέλους!- ως θέμα ο προγραμματισμός των έργων της Περιφέρειας και, έτσι, πήραμε μια «γεύση» από το εύρος του «ανοίγματος», που σε τάξη μεγέθους είναι δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, από τις απλήρωτες οφειλές που αφορούν έργα, τα οποία, σε αρκετές περιπτώσεις, έχουν ολοκληρωθεί από ετών.

Το διαπίστωσα έκπληκτος όταν είδα να περιλαμβάνεται στον κατάλογο ένα -αρκούντως υπερκοστολογημένο- μικροέργο στο χωριό μου, υπό τον τίτλο «αποπεράτωση δρόμου Τσατσουλέικα - Κοκκινιά και των σχετικών παρακαμπτηρίων», που δεν ξεπερνά τα 300 με 400 μέτρα ασφάλτου και χρεώθηκε με 110 χιλιάδες ευρώ. Το έργο είναι έτοιμο εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια, αλλά, κατά τα φαινόμενα, δεν αποπληρώθηκε ακόμη και, έτσι, ένα υπόλοιπο 22 χιλιάδων ευρώ που οφείλονται στον εργολάβο, κληροδοτήθηκε στην Περιφέρεια.

Ενδεικτικά και μόνο για την Περιφερειακή Ενότητα Θεσπρωτίας, από τα 99 έργα που εμφανίζονται στον κατάλογο, τα 76 -και τα πλέον δαπανηρά εξ αυτών- είναι παλαιοτέρων ετών, για τα οποία έχει καταβληθεί στους εργολήπτες σχεδόν το ήμισυ των συμβατικών τιμημάτων, με ό,τι σημαίνει αυτό το «φέσι» για την αγορά, αλλά και με ό,τι υποκρύπτει το γεγονός ότι αρκετά από τα έργα ξεκίνησαν εν μέσω της τελευταίας προεκλογικής περιόδου.

Η σκληρή μάχη που δώσαμε στο Συμβούλιο, ως μείζων αντιπολίτευση, μπορεί να μην απέφερε το επιδιωκόμενο, που ήταν να πληροφορηθούμε το ύψος των συνολικών οφειλών της Περιφέρειας, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η Θεσπρωτία είναι το 1/7 της Ηπείρου, υπήρξε, ωστόσο, αποδοτική, καθώς απεκάλυψε τις προθέσεις του τέως νομάρχη Ιωαννίνων και νυν περιφερειάρχη Ηπείρου Αλέκου Καχριμάνη.

Ο κ. Καχριμάνης, αμυνόμενος, εξακόντισε τα βέλη του κατά της αντιπολίτευσης στην τέως Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, επειδή δεν συνηγόρησε στη σύναψη δανείου που σχεδίαζε κατά την προγηγούμενη αυτοδιοικητική περίοδο. Βέβαια, όπως προέκυψε από τη συζήτηση, ο πραγματικός λόγος που δεν έλαβε το δάνειο, που ήθελε να συνάψει ως νομάρχης, ήταν επειδή ο νόμος, τότε, δεν επέτρεπε δανειοδότηση για χρηματοδότηση παρελθόντων έργων. Έργα, τα οποία είχε σπεύσει ο ίδιος να δρομολογήσει, με προφορικές δεσμεύσεις της τότε κυβέρνησης Καραμανλή και ειδικότερα του υπουργού ΠΕΧΩΔΕ Γιώργου Σουφλιά για πρόσθετη χρηματοδότηση, που αποδείχθηκαν «έπεα πτερόεντα».

Ο περιφερειάρχης μάς προϊδέασε ότι αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει τότε, επειδή το απαγόρευε ο Κώδικας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, θα επιδιώξει να το κάνει τώρα που η νομοθεσία δεν είναι περιοριστική, συνάπτοντας δάνειο για την αποπληρωμή των παλαιών οφειλών. Ελπίζουμε να μην το κάνει όπως ο... δήμαρχος Ζωγράφου και θα είμαστε εκεί για να τον ελέγξουμε.


*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον πλανήτη

                «Ξέρεις η Ελλάδα είναι μικρή χώρα, αλλά αρκετά μεγαλύτερη από την πλατεία που εσύ βλέπεις να επικρατεί πολεμική ατμόσφαιρα.», απάντησε, με το βρετανικό φλέγμα που τον χαρακτηρίζει, επισκέπτης της χώρας μας που δέχθηκε αγωνιώδες τηλεφώνημα από φίλο του στο εξωτερικό, την περασμένη Τετάρτη, όταν όλα τα ξένα ειδησεογραφικά τηλεοπτικά δίκτυα ήταν σε απευθείας σύνδεση με την Αθήνα και μετέδιδαν σκηνές από τη «φλεγόμενη» Πλατεία Συντάγματος.
   Παρακολουθώντας από επαγγελματική υποχρέωση σε καθημερινή βάση τα αναγραφόμενα και αναμεταδιδόμενα για τη χώρα μας στα διεθνή μέσα, δεν βρίσκω άλλη περίοδο της ιστορίας μας που να έχουμε βρεθεί, τόσο πολύ και για τόσο μεγάλη διάρκεια, στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Συνάδελφός μου που είχε εκπονήσει μελέτη για την παρουσία της Ελλάδας στα διεθνή μέσα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄80, μου εξηγούσε πόσο σπάνιες ήταν οι αναφορές που μπόρεσε να εντοπίσει, σε βαθμό που σου έδινε την εντύπωση ότι είμαστε για εκείνους από αδιάφοροι έως... ανύπαρκτοι.

   Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι τώρα που έχουμε γίνει το επίκεντρο, η πλειονότητα των -ων ουκ έστιν αριθμός- δημοσιευμάτων που αναφέρονται στη χώρα μας, είναι, όπως εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς, αρνητικά και κάθε άλλο παρά τιμητικές είναι οι, σε αρκετές περιπτώσεις υπερβολικές και άδικες, αναφορές στη χώρα μας και στους πολίτες της.

   Σε πολλούς συμπατριώτες μας, αυτή η αρνητική δημοσιότητα ίσως να μη λέει και πολλά και γι΄ αυτό εμφανίζονται να αδιαφορούν για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Καλυμμένοι πίσω από ιδεολογήματα του τύπου «είμαστε έθνος ανάδελφον» ή «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί έτρωγαν βαλανίδια», αδυνατούν να αντιληφθούν τη σημασία που έχει η διεθνής εικόνα της χώρας για την εσωτερική μας ευημερία.

   Όποιος έχει στοιχειώδη αίσθηση της παγκόσμιας ιστορίας, εύκολα αντιλαμβάνεται ότι οι εξωστρεφείς χώρες ήταν εκείνες που, στο διάβα των αιώνων, άκμασαν και οικονομικά και πολιτισμικά. Από την ελληνική αρχαιότητα ως τις μέρες μας τα παραδείγματα που το καταδεικνύουν είναι πάμπολλα.

   Αντιθέτως, οι κλειστές και φοβικές κοινωνίες, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη γειτονική μας Αλβανία, το μόνο που πέτυχαν ήταν να συντηρούν την υπανάπτυξη και τη μιζέρια, που στην εποχή μας δεν μπορούν να γίνουν και δεν γίνονται ανεκτές, ιδίως σε μια χώρα που η μόνη «βαριά βιομηχανία» που διαθέτει ο τουρισμός.

   Όλα αυτά ισχύουν πολύ περισσότερο σήμερα που η παγκοσμιοποίηση, κυρίως στον τομέα της διακίνησης των πληροφοριών, έχει μετατρέψει τον πλανήτη, όπως λένε παραστατικά οι ειδικοί της επικοινωνίας, σε ένα «παγκόσμιο χωριό», στο οποίο σχεδόν τα πάντα μαθαίνονται και μαθαίνονται πολύ γρήγορα.

   Και όσο και αν μας κακοφαίνεται πολλές φορές από τις επανειλημμένες κακόβουλες αναφορές πουν συντηρούν στα μάτια των βόρειων εταίρων μας το στερεότυπο για τους «τεμπέληδες του νότου», ας έχουμε υπόψη μας ότι, τα περισσότερα τέτοια αρνητικά δημοσιεύματα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας στα ξένα μέσα ενημέρωσης, δεν είναι παρά αναδημοσιεύσεις από τον ελληνικό τύπο. 

   Πέρα από αυτό, όμως, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου μας να συμπεριφέρονται με απολύτως αντιφατικό τρόπο που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός από τους εταίρους μας στο εξωτερικό. Πάρτε για παράδειγμα την πρόσφατη ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου στη Βουλή των Ελλήνων και τη στάση που τήρησαν όχι μόνον οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες, αλλά και τα ελληνικά κόμματα.

   Από τους συντηρητικούς του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, που πίεσαν ασφυκτικά τον Πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά να συναινέσει, ως τους Οικολόγους Πράσινους που η ηγεσία τους στις Βρυξέλλες χαιρέτισαν την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, την ίδια ώρα που οι ομοϊδεάτες τους στην Αθήνα ζητούσαν την καταψήφιση του Προγράμματος, οι ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες, στις οποίες ανήκουν οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, προσέγγισαν το ζήτημα της οικονομικής «διάσωσης» της Ελλάδας με εντελώς διαφορετικό τρόπο από εκείνον με τον οποίον τοποθετούνταν τα περισσότερα κόμματα της εσωτερικής αντιπολίτευσης.

   Εκείνο, λοιπόν, που νομίζω ότι χρειάζεται να αντιληφθούμε -πολιτική τάξη και πολίτες- είναι ότι δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον πλανήτη και η περιχαράκωση στην εθνική μας αυταρέσκεια, όχι μόνον δεν είναι αποδοτική, αλλά στο μόνο που οδηγεί είναι στην επιδείνωση της δυσμενούς θέσης στην οποία έχουμε βρεθεί.



  *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Για όσους «παίρνουν των ομματιών τους» ποιός θα κλάψει;

Το βράδυ της περασμένης Πέμπτης που ο Ευάγγελος Βενιζέλος προανήγγειλε τα νέα μέτρα του εφαρμοστικού νόμου του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (τι... ωραίος και εύηχος τίτλος αλήθεια!), μαζευτήκαμε για να αποχαιρετίσουμε τον Στέφανο. Την άλλη μέρα το πρωί θα έπαιρνε το αεροπλάνο για την Αμερική, από την οποία είχε επιστρέψει στην Ελλάδα -«για πάντα», όπως έλεγε τότε- πριν από 13 χρόνια.
Ευτυχώς εκείνο το «για πάντα» δεν το πήρε ο ίδιος τοις μετρητοίς και, έτσι, έχοντας κρατήσει το αμερικανικό διαβατήριο -παρότι πολλοί, όταν γύρισε, του λέγαμε «τι το θέλεις και το ανανεώνεις, είμαστε πια Ευρωπαίοι πολίτες και δεν θα σε χρειαστεί»-, τώρα που το οικονομικό αδιέξοδο δεν τον κρατούσε άλλο στην Ελλάδα, μπόρεσε και έφυγε, αναζητώντας, για δεύτερη φορά, τα προς το ζην στο Νέο Κόσμο, όπως θέλουν να κάνουν, αλλά δεν μπορούν, εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι άνεργοι συμπατριώτες μας.
Ακούγοντας το απόγευμα της Παρασκευής τους συναδέλφους μου στο γραφείο να «ολοφύρονται» για τη σκληρότητα των μέτρων που μόλις είχαν ανακοινωθεί από τον κ. Βενιζέλο, το μυαλό μου ταξίδεψε στο Κλήβελαντ, όπου εκείνη την ώρα θα έπρεπε να έφθανε ο Στέφανος για να πιάσει δουλειά από την επομένη, να μαζέψει όσα χρήματα καταφέρει μέσα στο καλοκαίρι, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τα παιδιά του τις σπουδές τους.
Αναρωτιόμουν πως θα αντιδρούσε αν τους άκουγε να βρίζουν... Θεούς και δαίμονες επειδή θα πλήρωναν αυξημένη φορολογία για εισοδήματα που έχουν και περιουσία που κατέχουν, την ίδια ώρα που κάποιοι, όπως ο ίδιος, χρεωμένος ως το λαιμό και χωρίς δουλειά, «παίρνουν των ομματιών τους» και ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι τους και την οικογένεια τους για να εξασφαλίσουν μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή επιβίωση.
Θα τους έλεγε, πιστεύω, ότι εκείνος, όπως και η πλειονότητα των άνεργων που καθημερινώς πληθαίνουν στον ιδιωτικό τομέα, προσπάθησε όλα τα προηγούμενα χρόνια, να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις. Παιδί υπερπολυμελούς οικογένειας, έφυγε από το χωριό του και ξεκίνησε να δουλεύει «μπακαλόγατος» από πολύ τρυφερή ηλικία.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, όταν το ελληνικό όνειρο για τους περισσότερους ήταν να «τρουπώσουν» στο δημόσιο, εκείνος, καθώς δεν είχε «μπάρμπα στην Κορώνη», προτίμησε να κυνηγήσει τη χίμαιρα του «αμερικάνικου ονείρου». Δεν του βγήκε, όμως, ίσως και γιατί το μυαλό ήταν «πίσω». Και έτσι, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄90, που η Ελλάδα έμοιαζε να μπαίνει σε καινούργια ρότα, άφησε τις δύο δύσκολες δουλειές που είχε στη Νέα Υόρκη και επέστρεψε για να μεγαλώσει τα παιδιά του στην Ελλάδα.
Το πάλεψε επιστρέφοντας, αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Ο αγροτικός τομέας, που επέλεξε να ασχοληθεί, είχε πλέον άλλες απαιτήσεις. Μόνον ως επιχείρηση μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά. Και για να δημιουργήσεις επιχείρηση -κακά τα ψέματα- θέλεις κεφάλαιο που εκείνος δεν είχε. Οι επιδοτήσεις, με τον τρόπο που δίνονται, λειτουργούν -με ευθύνη της Πολιτείας, αλλά και των ίδιων των αγροτών- ως κίνητρο για να πάψουν να παράγουν οι Έλληνες αγρότες και σιγά - σιγά να συρρικνωθεί η ελληνική γεωργοκτηνοτροφία, με αποτέλεσμα το τεράστιο έλλειμμα που αντιμετωπίζουμε (και) στον αγροτοδιατροφικό τομέα.
Κοιτούσα το εκκαθαριστικό που μου έστειλε αυτές τις μέρες η εφορία με την «καινοτομία» της αναγραφής στο έντυπο της κατανομής των φόρων που πληρώνουμε. Εκεί, όχι και τόσο έκπληκτος, «ανακάλυψα» ότι το μεγαλύτερο μέρος των φόρων που πληρώνουμε πηγαίνει για την κοινωνική ασφάλιση και τις συντάξεις, στις οποίες -παρότι όλοι, υποτίθεται, ότι πληρώνουμε τις εισφορές μας- αντιστοιχεί το 26% των φόρων, ποσοστό που είναι μεγαλύτερο και από τους τόκους του δημοσίου χρέους που φθάνει στο 20%.
Δεν υπάρχει χωριστή κατηγορία για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά είναι βέβαιο ότι θα είναι κάπου κοντά στο ποσοστό των συντάξεων, όταν για την αγροτική ανάπτυξη και το περιβάλλον μαζί, το ποσοστό μόλις που φθάνει το 2,5% και από αυτό, πιθανότατα, το μεγαλύτερο μέρος δίνεται για την πληρωμή των μισθών των εργαζομένων στους δύο αυτούς τομείς.
Συμπέρασμα; Όσο διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση και οι λιγοστοί πόροι που, λόγω της τεράστιας φοροδιαφυγής, καταφέρνει να συγκεντρώσει το δημόσιο, κατανέμονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, οι συνεπείς φορολογούμενοι θα διαμαρτύρονται, αλλά την ίδια ώρα οι άνεργοι θα ζουν το δικό τους δράμα ή, όσοι μπορούν, όπως ο Στέφανος της ιστορίας μας, θα φεύγουν για το εξωτερικό. Και θα φεύγουν. άκλαφτοι.
Για να κλείσουμε, όμως, αισιόδοξα, σας λέω ότι ο Στέφανος μάς έδωσε ραντεβού για το Σεπτέμβριο που θα γυρίσει. Μακάρι ως τότε η χώρα να έχει αλλάξει προσανατολισμό και να μπορέσει να κρατήσει εδώ κι εκείνον και όλους τους δημιουργικούς ανθρώπους που θέλουν να μείνουν και να δουλέψουν. Τους έχει ανάγκη άλλωστε!

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Ζητούμενο η αποτελεσματικότητα

           Με καλούς οιωνούς-εσωτερικούς και διεθνείς- ξεκίνησε το νέο κυβερνητικό σχήμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι με την ψήφο εμπιστοσύνης που αναμένεται να λάβει απόψε από τη Βουλή θα αποκατασταθεί αυτομάτως και η αναγκαία εμπιστοσύνη από την κοινωνία, η οποία δικαίως παραμένει δύσπιστη και περιμένει η εξαγγελθείσα «επανεκκίνηση» να πάρει σάρκα και οστά, να γίνει, δηλαδή, πράξη.
Στο εσωτερικό πεδίο, θεωρώ προσωπικά πως η λύση που τελικώς δόθηκε, με το σχηματισμό κυβέρνησης από «το όλον ΠΑΣΟΚ», είναι προτιμητέα από κάθε άλλη εκδοχή που εξετάστηκε τις προηγούμενες ημέρες. Όπως, άλλωστε, θα θυμούνται οι τακτικοί αναγνώστες της στήλης, έχω και μεάλλες ευκαιρίες εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους έχω την εδραία την πεποίθηση ότι από τη σημερινή γενικευμένη κρίση μόνον η Πολιτική μπορεί να μας βγάλει.
Φυσικά και η συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων είναι ευκταία και επιζητούμενη, πλην , όμως, σε καμία περίπτωση δεν συνιστά «πανάκεια» για τα προβλήματα που έχουμε ως χώρα και ως κοινωνία, πολύ περισσότερο δε που, στην παρούσα συγκυρία, ένα ανομοιογενές κυβερνητικό συνονθύλευμα από στελέχη πολλών κομμάτων και τεχνοκράτες, ίσως να επέτεινε την κρίση, αντί να συμβάλει στη θεραπεία της.
Στις δημοκρατίες, έτσι κι αλλιώς, χρειάζεται να υπάρχουν διακριτοί ρόλοι ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση και  καθεμιά εξ αυτών κρίνεται για τον τρόπο που ασκεί το ρόλο της, δηλαδή από τις πράξεις και τις παραλήψεις της. Και μέσα από αυτήν την κρίση –τη λαϊκή ετυμηγορία, εν άλλοις λόγοις,- προκύπτουν οι (εν)αλλαγές τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στις άλλες αιρετές θέσεις (δήμοι, περιφέρειες, κ.ο.κ.).
Ο νέος υπουργός Οικονομικών, για παράδειγμα, Ευάγγελος Βενιζέλος –που χρήστηκε και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης- διαθέτει, ως πολιτικό ον, περισσότερο από κάθε τεχνοκράτη οικονομολόγο, τα εχέγγυα για να δώσει νέα πνοή στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία. Το μεγαλύτερο εχέγγυο στην περίπτωσή του θεωρώ ότι δεν είναι τόσο η αδιαμφισβήτητη ευφυΐα, που ούτως ή άλλως τον χαρακτηρίζει, όσο η φιλοδοξία του να ηγηθεί της παράταξης του και της χώρας.
Ο κ. Βενιζέλος αποδεικνύεται, πάντως, και «τυχερός», καθώς ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών σε μια εποχή που οι περισπασμοί από το Μεσοπρόθεσμο, βαίνουν προς την καταλλαγή, ενώ ο ευρωπαϊκός και  διεθνής παράγων φαίνεται να έχουν κατανοήσει ότι η ελληνική κρίση χρέους, πέρα από δικές μας εγγενείς αδυναμίες, έχει και άλλες πτυχές που συνιστούν απειλή για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Όσο και αν είναι βολικό για την αντιπολίτευση στη χώρα μας να λέει και να επιμένει ότι «απέτυχε η λάθος συνταγή» της κυβέρνησης, επειδή δεν επετεύχθησαν στο σύνολό τους οι στόχοι που είχαν τεθεί για τον περιορισμό του ελλείμματος, στην πραγματικότητα η αποτυχία δεν είναι κυβερνητική ή –για να είμαστε πιο δίκαιοι- δεν είναι μόνον κυβερνητική. Είναι και των εταίρων μας, οι οποίοι διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν ακόμη σοβαρό στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής.
Συνειδητοποιούν, πλέον, στις Βρυξέλλες, αλλά και στο Παρίσι και στο Βερολίνο ότι θα πρέπει να είναι πιο ανεκτικοί με την Ελλάδα και σε ό,τι αφορά το δεύτερο πακέτο στήριξης, αφού προοπτική να βγούμε στις αγορές σύντομα δεν υπάρχει, όπως και για την έγκαιρη εκταμίευση των κοινοτικών πόρων, χωρίς την προϋπόθεση της συμβολής της εθνικής συμμετοχής, ώστε να ξεκινήσουν τα «παγωμένα» δημόσια έργα που επιτείνουν το υφεσιακό κλίμα στην αγορά και εκτινάσσουν την ανεργία.
Ας μη γελιόμαστε, όμως. Χρειαζόμαστε τις ευρωπαϊκές «ανάσες», αλλά δεν μας αρκούν. Άμα δεν ξεκινήσουμε να αναπνέουμε μόνοι μας, δεν μας σώζει καμία βοήθεια και κανένας ευρωπαϊκός ή άλλος μηχανισμός στήριξης. Όσο δεν στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις, δεν πρόκειται να βγούμε από την κρίση που αντιμετωπίζουμε και η οποία δεν είναι μόνον κρίση δανεισμού, είναι και κρίση παραγωγικότητας και ευρύτερα παραγωγικού μοντέλου.
Το περίφημο, πλέον, Μεσοπρόθεσμου Πρόγραμμα που αποτελεί –πέρα από τις ανούσιες δαιμονολογίες- το «μπούσουλα» της ελληνικής οικονομίας μέχρι το 2015, θα ψηφιστεί, με τις όποιες βελτιώσεις χρειαστεί να γίνουν, κυρίως προς την κατεύθυνση της δικαιότερης κατανομής των βαρών, τις επόμενες ημέρες από τη Βουλή και θα λειτουργεί ως οδικός χάρτης στη δύσκολη αυτή τριετή πορεία.
Το κατά πόσο θα κρατήσει το όχημα της ελληνικής οικονομίας σταθερό σε αυτή την πορεία, θα αποτελέσει το μέτρο της επιτυχίας του νέου κυβερνητικού σχήματος και ειδικότερατου κ. Βενιζέλου, ο οποίος, ας μην τρέφει κανείς αυταπάτες, δεν θα κριθεί ούτε από την ευφυΐα του, ούτε από την φιλοδοξία, ούτε από την καλοτυχία του. Θα κριθεί κι εκείνος, όπως και όλη η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, από την αποτελεσματικότητα της εφαρμοζόμενης πολιτικής.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.