Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Μήπως να αποφασίσει η τρόικα (και) για το αντιρατσιστικό;

            Όποιος παρακολουθεί τον δημόσιο διάλογο που γίνεται για το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για την αντιμετώπιση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, εύκολα αναγνωρίζει το ιδεολογικό χάσμα που χωρίζει τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. 
            Όπως και στην περίπτωση της αναθεώρησης του «νόμου Ραγκούση» για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς (ο οποίος «πάγωσε» μετά την απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις του), οι διαφορετικές προσεγγίσεις των τριών κομμάτων είναι δεδομένες και, εν πολλοίς, αναμενόμενες.
            Πολιτικές προκαταλήψεις, ιδεολογικές δοξασίες, ιστορικές  προσλαμβάνουσες, είναι μερικοί από τους θεμιτούς λόγους που δυσκολεύουν την εξεύρεση κοινού τόπου σε ιδιαιτέρως «φορτισμένα» ζητήματα, όπως είναι το μεταναστευτικό ή, εν προκειμένω, η ποινικοποίηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
            Υπό αυτήν την έννοια, το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Αντώνης Ρουπακιώτης δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό από, τουλάχιστον, ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού της Νέας Δημοκρατίας που είναι γαλουχημένο με συντηρητικά ανακλαστικά και απευθύνεται σε ακροατήριο, μερίδα του οποίου είτε τείνει ευήκοον ους, είτε εγκρίνει τον ακραίο λόγο της Χρυσής Αυγής.
            Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, όπως και σε αρκετές ανάλογες που προέκυψαν τους τελευταίους ένδεκα μήνες, κατά τους οποίους η συγκυβέρνηση επιχειρεί –μάλλον ατυχώς, προσώρας- να βρει κοινό βηματισμό, τίθεται ένα μείζον θέμα που υπερβαίνει τις θεμιτές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις του πολιτικά ετερόκλητου σχήματος, καθώς αφορά τον συνολικό τρόπο της κυβερνητικής λειτουργίας.
            Ποιο, για παράδειγμα, θεσμικό όργανο απεφάσισε για το περιεχόμενο του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και ποιος θα δώσει το «πράσινο φως» για να κατατεθεί στη Βουλή; Το υπουργικό συμβούλιο; Αποκλείεται, γιατί δεν λειτουργεί. Η κυβερνητική Επιτροπή; Ούτε, γιατί δεν υπάρχει καν. Ο υπουργός Δικαιοσύνης επικαλείται συμφωνία των τριών αρχηγών, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται, αλλά και αν επιβεβαιωθεί μικρή σημασία έχει, αφού δεν πρόκειται για όργανο με θεσμική οντότητα.
            Διαπιστώνεται, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη αφορμή, μια τεράστια θεσμική αταξία στη λειτουργία της κυβέρνησης, η επισήμανση της οποίας δεν γίνεται για λόγους θεσμολαγνείας και προσήλωσης στους τύπους, που, υπό την παρούσα συγκυρία της έκτακτης οικονομικής κατάστασης που εξακολουθεί να διέρχεται η χώρα, θα μπορούσε από ορισμένους να θεωρηθεί ως υπερβολική «πολυτέλεια».
            Η συντριπτική πλειονότητα των νομοθετημάτων που προώθησε –με καταιγιστικούς ρυθμούς και ασφυκτικές προθεσμίες- η σημερινή κυβέρνηση στη Βουλή ήταν επιταγές της τρόικας, τα περίφημα «προαπαιτούμενα» που επέβαλαν οι εταίροι και δανειστές μας προκειμένου να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
            Σε αρκετά από αυτά τα νομοθετήματα μπορεί, όντως, να μην υπήρχαν ο απαραίτητος χρόνος και οι κατάλληλες συνθήκες για να ακολουθηθεί ο κανονικός τρόπος προετοιμασίας τους. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να διαιωνίζεται. Και, πάντως, δεν μπορεί να αφορά νομοθετικές πρωτοβουλίες που δεν έχουν να κάνουν με τις σχέσεις με τους δανειστές μας που ήταν ως τώρα το άλλοθι για να ακολουθούνται έκτακτοι τρόποι νομοθέτησης (πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου, πολυνομοσχέδια του ενός άρθρου και άλλα τέτοια κοινοβουλευτικά ακραία φαινόμενα).
           Αν η συγκυβέρνηση θέλει, όπως λέει, να μακροημερεύσει, είναι υποχρεωμένη, με την εμπειρία του ενός χρόνου που συμπληρώνεται τον επόμενο μήνα από τη συγκρότησή της, να αλλάξει ρότα και να καθιερώσει (νέους, ενδεχομένως) κανόνες για τη λειτουργία της, έτσι ώστε από τη μια να αποφεύγονται οι τριβές που επιφέρουν οι συνεχείς αιφνιδιασμοί της Βουλής και από την άλλη να εφαρμοστούν, επιτέλους, διαδικασίες δημοκρατικού διαλόγου και ουσιαστικής διαβούλευσης για να περιοριστούν τα φαινόμενα αυθαιρεσίας που στέλνουν λάθος μήνυμα στην κοινωνία.   
            Εκτός πια και αν οι κυβερνώντες συνήθισαν τόσο πολύ στην επιβολή των πάντων «απ΄ έξω» και τους είναι πιο βολικό να… αναθέσουν στην τρόικα να κάνει όλα όσα εκείνοι δεν μπορούν, αφού αδυνατούν να συνεννοηθούν στα στοιχειώδη, όπως είναι ακόμη και το ποιος αποφασίζει αν χρειάζεται ή όχι ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 21.5.2013)

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Οι κυβερνήσεις πέφτουν,οι κρατικοδίατοι μένουν

            Τον περασμένο μήνα σε μια ακριτική περιοχή της Ελλάδας, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, έγιναν τα εγκαίνια μιας νέας μονάδας ανακύκλωσης πλαστικού που εγκαταστάθηκε σε ένα παλαιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας το οποίο έβαλε λουκέτο πριν από μερικά χρόνια. Παρότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται δεν είναι παρά ένα μικρό ποσοστό –ίσως και κάτω από 10%- όσων απασχολούνταν παλαιότερα στον ίδιο χώρο, η επένδυση θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντική για την περιοχή που δοκιμάζεται από την ερήμωση και την πληθυσμιακή γήρανση.
Ο επιχειρηματίας, ο οποίος είναι ο ίδιος που είχε κλείσει και ένα όμοιο εργοστάσιο στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, το οποίο είχε επίσης αποκτήσει όταν πριν από δύο δεκαετίες είχε ανακύψει το ζήτημα με τις περιβόητες «προβληματικές» επιχειρήσεις που είχαν περάσει για κάποιο διάστημα στον έλεγχο του δημοσίου, σε μια -μάταιη, όπως αποδείχθηκε- προσπάθεια να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, ήθελε να γιορτάσει το επιχειρηματικό του “come back” στην περιοχή.
Ετοίμασε, λοιπόν, μια μικρή φιέστα, στην οποία κάλεσε το τοπικό πολιτικό προσωπικό, ενώπιον του οποίου εξαπέλυσε έναν… πύρινο λόγο κατά του ελληνικού κράτους, αλλά και των πολιτικών ταγών του, τέτοιον που θα… ζήλευαν και «πούροι» αντιεξουσιαστές, παρόλο που η ουσία των λεγομένων του δεν διέφερε και πολύ από τα επιχειρήματα των προ ετών «αποκλεισμένων» στα χιόνια κατοίκων των βορείων προαστίων της Αθήνας που διαμαρτυρόταν, μέσω της τηλοψίας, κραυγάζοντες «που είναι το κράτος;».
Οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, κατά δήλωση ορισμένων από τους παρισταμένους, ένοιωσαν βαριά την προσβολή που τους έγινε –να κληθούν, δηλαδή, σε μια φιέστα για να ακούσουν να τους σύρει ο οικοδεσπότης τα «εξ αμάξης»-, αλλά, παρά ταύτα, κανείς τους δεν αντέδρασε –κάποιοι ενδεχομένως και από ενοχή, αφού δεν αποκλείεται να του είχαν ζητήσει και καμία πρόσληψη πολιτικού τους φίλου ή συγγενούς.
Έτσι, δεν τόλμησε κάποιος να σηκωθεί και να υπενθυμίσει στον συγκεκριμένο επιχειρηματία, ο οποίος χρημάτισε κατά το παρελθόν στην προεδρία του ΣΕΒ, ότι υπήρξε και ο ίδιος πολιτικός και μάλιστα διορισμένος και όχι αιρετός, αφού θήτευσε ως ευρωβουλευτής και στη διάρκεια της «χαρισάμενης» πενταετούς παρουσίας του στις Βρυξέλλες δεν έτυχε να πληροφορηθούμε κάποια ιδιαίτερη επίδοση που να τον διαφοροποιεί από εκείνους τους οποίους τώρα ψέγει με τόση αυστηρότητα.  
Το ακόμη δυστυχέστερο, όμως, είναι ότι δεν σηκώθηκε ένας από τους προσβεβλημένους τοπικούς παράγοντες να του επισημάνει ότι, από τα στοιχεία που ο ίδιος δημοσιοποίησε, το 40% της επένδυσής του είναι από κρατική και κοινοτική επιχορήγηση –χρήματα, δηλαδή, των Ελλήνων και Ευρωπαίων φορολογουμένων-, ένα επίσης αξιοσέβαστο μέρος προέρχεται από τραπεζικό δανεισμό –τον οποίο χωρίς την εγγύηση του υπερχρεωμένου ελληνικού δημοσίου, μάλλον δεν θα εξασφάλιζε-, ενώ οι καταλήξεις στην επωνυμία των εταιριών που μετέχουν στο επενδυτικό του σχήμα, μαρτυρούν πως, αν δεν είναι offshore, σίγουρα δεν έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, με ό,τι σημαίνει αυτό για τη φοροδοτική τους συμπεριφορά.  
Θυμήθηκα τη μικρή πικρή ιστορία με αφορμή την πρόσφατη γενική συνέλευση του ΣΕΒ, στην οποία τα ηγετικά του στελέχη επιδόθηκαν σε… μαρξιστικές κορώνες και αντιμνημονιακές ρεβεράντζες προς τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο κάλεσαν προφανώς στη λογική του «ποιος ξέρει τι μπορεί να βγάλει η επόμενη κάλπη…» και σε ανάμνηση, ίσως, του «εμείς πρέπει να είμαστε πάντα με το γκουβέρνο», που αποδίδεται στον Μποδοσάκη, στην εμβληματική προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρείν του προηγούμενου αιώνα.  
Μια μέρα μετά, όμως, οι αντιμνημονιακές μάσκες έπεσαν παταγωδώς με την άρνηση της ηγεσίας του ΣΕΒ να προσυπογράψει την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τον καθορισμό του κατώτερου μισθού που αποκάλυψε περίτρανα ότι οι Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες –αρκετοί από τους οποίους κατ΄ όνομα και μόνον επιχειρούν- θέλουν ή δεν θέλουν το μνημόνιο ανάλογα με τα κοντόθωρα μικροσυμφέροντά τους.
Γι΄ αυτό και με κάθε ευκαιρία επιτίθενται στον δημόσιο τομέα, όταν φυσικά δεν τον απομυζούν οι ίδιοι, ενώ δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση να συμβάλλουν στο ελάχιστο για να περιοριστεί η λαίλαπα που σαρώνει τις εργασιακές σχέσεις (και) στον ιδιωτικό τομέα, παρόλο που η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι θεσπισμένοι κανόνες του παιχνιδιού στις κοινωνικές σχέσεις συμβάλλουν αποφασιστικά στην υγιή επιχειρηματικότητα.   
Εν κατακλείδι; Οι κυβερνήσεις πέφτουν, αλλά οι κρατικοδίατοι επιχειρηματίες μένουν σταθεροί και απαρασάλευτοι.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.5.2013)

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Οι δόσεις και ο δρόμος προς την ανόρθωση

             Η είδηση για την απόφαση εκταμίευσης από το Eurogroup μιας ακόμη δόσης ύψους 7,2 δισεκατομμυρίων ευρώ μου έφερε κατά νου το… παράπονο του «μοιραίου» προέδρου της Αργεντινής Φερνάντο Ντε λα Ρούα, ο οποίος στο τέλος του 2001 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αξίωμά του, αποχωρώντας από το Προεδρικό Μέγαρο με ελικόπτερο, έπειτα από τη στάση πληρωμών που υποχρεώθηκε να κηρύξει, δεσμεύοντας, μάλιστα, τις καταθέσεις των συμπατριωτών του, που μεγάλο μέρος τους εξανεμίστηκαν από τους ασύλληπτους ρυθμούς πληθωρισμού που συνόδευσαν την πολιτική των διαδόχων του.
«Οκτώ δισεκατομμύρια ήταν όλα και όλα όσα ζητούσαμε…», έλεγε «παραπονιάρικα» σε μια πρόσφατη συνέντευξή του (στους Φακέλους του Σκάι) ο πρώην πρόεδρος της μεγάλης αυτής λατινοαμερικανικής χώρας, συγκρίνοντας την άρνηση δανεισμού που αντιμετώπισε τότε η Αργεντινή με το απείρως πιο γενναιόδωρο «πρόγραμμα βοήθειας» που εξασφάλισε δέκα χρόνια αργότερα η Ελλάδα και χάρις στο οποίο εξακολουθεί να στέκεται οικονομικά (έστω και… τρεκλίζοντας) όρθια.
Όσο και αν στη χώρα μας παραμένει άκρως αντιδημοφιλής μια τέτοια παραδοχή, για όποιον δεν αρέσκεται στα στερεότυπα, τις εμμονές και τις δαιμονολογικές αφηγήσεις η σύγκριση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε ως «παιδί ενός ανώτερου Θεού», εξαιτίας της συμμετοχής της στο «κλαμπ της ευρωζώνης».
Ο αντίλογος για το βαρύ κοινωνικό κόστος που μέσω, κυρίως, της ανεργίας κατέβαλε και εξακολουθεί να καταβάλει η ελληνική κοινωνία στο βωμό της ασφυκτικής περιοριστικής πολιτικής που εφαρμόζεται την τελευταία «μνημονιακή» τριετία είναι μεν υπαρκτός, πλην, όμως, για να γίνει βάσιμος χρειάζεται να εξετάσει κανείς τις εναλλακτικές εκδοχές που είχε και έχει μια υπερδανεισμένη χώρα που επί σειρά ετών συσσώρευε ελλείμματα. 
Το καίριο, εξάλλου, ερώτημα που δικαίως τίθεται για το κατά πόσο η διεθνής –κυρίως ευρωπαϊκή- βοήθεια αξιοποιήθηκε επ΄ ωφελεία της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας παραμένει εκκρεμές, αλλά για να απαντηθεί χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα έγινε μια αντιπαραγωγική χώρα που το ισοζύγιο των διεθνών της συναλλαγών χειροτέρευε χρόνο με το χρόνο με ρυθμούς αντίστοιχους ή και μεγαλύτερους από εκείνους της δημοσιονομικής εκτροπής.
Γι΄ αυτό και οι δανειακές δόσεις, όσο μεγάλες και αν είναι και βεβαίως απαραίτητες για να συνεχιστεί η στοιχειώδης οικονομική λειτουργία, δεν είναι αυτές με τις οποίες θα κερδηθεί το μεγάλο στοίχημα της αναγκαίας ανόρθωσης της χώρας. Χρειάζονται πολύ περισσότερα και γι΄ αυτό ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και δύσβατος. 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 13.5.2013)

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

«Επί τον τύπον των ήλων» της χρεoκοπίας των κομμάτων

Το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει στο ΠΑΣΟΚ, όπως και  η αδυναμία των ηγετικών του στελεχών να διαχειριστούν την κατάσταση και να βρουν μια ευχερή λύση στο μεγάλο πρόβλημα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι, συνιστούν, ίσως, την πιο χαρακτηριστική επιτομή της ελληνικής κρίσης.

Το ίδιο, άλλωστε, το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ, που συναντάται με ανάλογη ένταση και στα άλλα κόμματα που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στο πολιτικό στερέωμα, είναι αποτέλεσμα σπάταλης διαχείρισης και υπερδανεισμού, αντίστοιχου με αυτόν που κατέφευγαν οι διαχειριστές της δημοσιονομικής πολιτικής του ελληνικού δημοσίου τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και σε περιφερειακό, από τους δήμους ως τις μικρές ΔΕΚΟ.

Οι ηγεσίες των ελληνικών κομμάτων, μηδέ του ΚΚΕ εξαιρουμένου που είχε τη φήμη του, από κάθε άποψη, πιο οργανωμένου σχηματισμού, έκαναν, με χρήματα προερχόμενα, κυρίως, από την κρατική επιχορήγηση, «πολυτελείς» προεκλογικές καμπάνιες και συντηρούσαν κομματικούς στρατούς –τα λεγόμενα «επαγγελματικά» στελέχη, που, όπως αποδείχθηκε, στην πλειονόητητά τους μόνον «επαγγελματίες» δεν ήταν.

Γιατί, αλήθεια, τι σόι «επαγγελματίες» μπορεί να ήσαν εκείνοι που ξόδευαν ασύστολα και όταν δεν τους αρκούσε η διόλου ευκαταφρόνητη κρατική επιχορήγηση, όπως και οι «άδηλες ενισχύσεις» που έμπαιναν στα κομματικά ταμεία, κατέφευγαν στον τραπεζικό δανεισμό;  Όπως οι ιθύνοντες για τον δημόσιο κορβανά, έτσι και οι υπεύθυνοι για τα οικονομικά των κομμάτων, αδιαφορώντας για την υποθήκευση του ίδιου του μέλλοντός τους, συσσώρευαν χρέη που ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθούν, ακόμη και αν, στο μεταξύ, δεν είχε επέλθει η οικονομική κρίση του ελληνικού δημοσίου.

Οι ομοιότητες, όμως, του τρόπου λειτουργίας των κομμάτων με τη γενικότερη κατάσταση στη χώρα, δεν σταματούν μόνον στις αιτίες, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε το οικονομικό αδιέξοδο. Επεκτείνεται –και ίσως αυτό είναι σημαντικότερο, γιατί αναδεικνύει βαθύτερα ζητήματα- και στην αδυναμία αντιμετώπισης του.

Με την ίδια επιμονή που πολλοί συνέλληνες αρνούνται να παραδεχθούν τι συνέβαινε όλα τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα, μπερδεύοντας το αίτιο με το αιτιατό (το αν δηλαδή η κρίση έφερε το μνημόνιο ή το αντίθετο) και βολεύονται με το να φορτώνουν την κρίση σε «άλλους» (γενικώς…), βλέπουμε τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ –που στην προκειμένη περίπτωση κολλάει απόλυτα το παγκάλειο «όλοι μαζί τα φάγανε»- να επιδίδονται σε ανούσιους καβγάδες μετάθεσης των αδιαμφισβήτητων ευθυνών τους.

Αντί, λοιπόν, να καθήσουν γύρω από ένα τραπέζι και να βάλουν κάτω τα χαρτιά τους για να δουν που πήγαν όλα αυτά τα εκατομμύρια τα οποία σπαταλήθηκαν, να αναζητήσουν τυχόν υπαίτιους που μπορεί να «έβαλαν το χέρι στο βάζο με το μέλι» και, σε κάθε περίπτωση, να εφαρμόσουν οι ίδιοι ένα δικό τους «μνημόνιο» που θα τους βγάλει από την κρίση, καταφεύγουν σε μικροκομματικά παιχνιδάκια με ένθεν κακείθεν διαρροών, που, εν τέλει, ζημιώνουν όλους τους. 

Η εντύπωση που δημιουργείται από τους χειρισμούς που γίνονται στην Ιπποκράτους, αλλά, λίγο ως πολύ, και στα άλλα κομματικά επιτελεία, είναι ότι το ελληνικό κομματικό σύστημα δεν έχει αντιληφθεί πως, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για τις χώρες-και μάλιστα όχι για όλες, αλλά για τις λίγες και «τυχερές» που είναι σε κοινή νομισματική ένωση- για τα κόμματα δεν έχουν επινοηθεί μηχανισμοί οικονομικής στήριξης.

Υπό αυτή την έννοια, η χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας, που ήταν «ελεγχόμενη», χάρις στην έξωθεν οικονομική βοήθεια, θα μοιάζει «παραδεισένια» λύση μπροστά στην επερχόμενη άτακτη χρεοκοπία των ελληνικών κομμάτων, οι ηγεσίες των οποίων ελάχιστα πράττουν για να την αποφύγουν, περιμένοντας από «άλλους» –ποιους άραγε;- να «βγάλουν το φίδι από την τρύπα» ή -μέρες που είναι- να βάλουν το χέρι τους «επί τον τύπον των ήλων».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 7.5.2013)

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Το πολυνομοσχέδιο έδειξε για ποιον δουλεύει ο χρόνος

Μπορεί το Κοινοβούλιο να μην έζησε τις καλύτερες του στιγμές, το τελευταίο διήμερο, οπότε κλήθηκε να αποδεχθεί -μετις συνήθεις, πλέον, συνοπτικές διαδικασίες- ένα ακόμη επιβεβλημένο, κατά το μέγιστο μέρος του, από τους δανειστές μας πολυνομοσχέδιο, από τις«ταραγμένες», ωστόσο, συζητήσεις που έγιναν το Σαββατοκύριακο, όπως και από την καταληκτική χθεσινοβραδινή ψηφοφορία, μπορεί να εξαχθούν ορισμένα αξιοπρόσεκτα πολιτικά συμπεράσματα.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι η επιβεβαίωση της κυβερνητικής συνοχής, αφού, αν εξαιρέσει κανείς την (μάλλον ευεξήγητη) καταψήφιση από τον κ. Ανδρέα Λοβέρδο, ο οποίος ήταν εμφανές ότι ήθελε να κάνει με τον τρόπο αυτό αισθητή τηνέα «περπατησιά» που έχει ανοίξει, το πολυνομοσχέδιο υπερψηφίστηκε χωρίς νέες απώλειες από την τρικομματική κοινοβουλευτική συμμαχία.
Πέρα, όμως, από την αριθμητική διάσταση της κυβερνητικής συνοχής, ακόμη πιο σημαντική υπήρξε η επί της ουσίας ταύτιση των τριών κυβερνητικών κομμάτων, που διαδέχθηκε το μπαράζ των ενδοκυβερνητικών αρρυθμιών και συγκρούσεων, οι οποίες καταγράφηκαν τις προηγούμενες ημέρες.Η ατμόσφαιρα στη Βουλή το τελευταίο διήμεροήταν εντελώς διαφορετικήαπό ανάλογες συζητήσεις του πρόσφατου παρελθόντος και οι έριδες που προηγήθηκαν είχαν,  ίσως και λόγω του επικείμενου ανασχηματισμού, εμφανώς υποχωρήσει.
Βοηθούντος προφανώς και του γεγονότος ότι ήταν το πρώτο μνημονιακό νομοθέτημα χωρίς οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και με τις θετικές ρυθμίσεις να υπερτερούν, επίσης για πρώτη φορά, των αρνητικών, τα κοινοβουλευτικά στελέχη των κυβερνητικών κομμάτων μπόρεσαν να σταθούν αξιοπρεπώς στη Βουλή και να υπερασπιστούν τις επιλογέςτους, ακόμη και όταν κατέγραφαν επιμέρους ενστάσεις.
Την ίδια ώρα, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες –ακόμη και ο συνήθως «απορριπτικός» υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας- έδειξαν ευελιξία απέναντι στα αιτήματα που προέβαλαν οι κοινοβουλευτικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, οι οποίες κατάφεραν να«περάσουν» ορισμένες –μάλλον συμβολικές, επί της ουσίας- διατάξεις, ικανές, όμως, να δικαιολογήσουν τη συμμετοχή τους στο κυβερνητικό σχήμα και τη στήριξη που παρέχουν. 
Απέναντι σε όλα αυτά, ηαντιπολίτευση δεν πρωτοτύπησε. Ακολουθώντας για μια ακόμη φορά την «πεπατημένη», έδωσε μάχες οπισθοφυλακώνκαι τα στελέχη της έριξαντο μεγαλύτερο βάρος της επιχειρηματολογίας τους σε διαμαρτυρίες για την κοινοβουλευτική διαδικασίακαι σε καταγγελίες για «πραξικοπήματα» και «εκτροπές», πανομοιότυπες με αυτές που δεκάδες φορές έχουν γίνει τα τελευταία τρίαμνημονιακά χρόνια.
Η συνεχής και επαναλαμβανόμενη, ωστόσο,προβολή διαδικαστικών ζητημάτων, ακόμη και όταν αφορούν βάσιμη επίκληση συνταγματικών παραβιάσεων, εκτός του ότι αποδεικνύεται πολιτικά ατελέσφορη μέθοδος για την παρεμπόδιση της νομοθετικής λειτουργίας της κυβέρνησης, μαρτυρά στρατηγικό αδιέξοδο, κυρίως όταν η ακολουθούμενη τακτική δεν συνοδεύεται με εναλλακτικές και πρακτικά εφαρμόσιμες προτάσεις.
Η γενικόλογη, για παράδειγμα, υπεράσπιση του σημερινού status στη δημόσια διοίκηση, μπορεί πιθανότατα να ακούγεται ευχάριστα σε μια –μάλλον μικρή- μερίδα υπηρετούντων σε αυτό, που, δικαιολογημένα, ίσως, ανησυχούν για τις θέσεις τους, δεν οικοδομεί, όμως, συμμαχία με την κοινωνία, η πλειονότητα της οποίας δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι θέλει να αλλάξει ηυφιστάμενη κατάσταση.
Αντί, όμως, η αντιπολίτευση –και κυρίως η αξιωματική, από την οποία οι πολίτες έχουν δικαίως περισσότερες προσδοκίες και απαιτήσεις- να υποβάλει τις δικές της προτάσεις γι΄ αυτή την αλλαγή, ματαιοπονούσε επιμένοντας να επιχειρηματολογεί για το πως ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Αντώνης Μανιτάκης,όντας καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, δεν… τηρεί το Σύνταγμα.
Ματαιοπονία, εξάλλου, μέλλει να αποδειχθεί και η μετάθεση –από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα- του χρόνου ανατροπής της κυβέρνησης για τον Ιούνιο, όπως νωρίτερα είχε προσδιοριστεί για τον περασμένο Μάρτιο και πιο πριν για τον παρελθόντα Νοέμβριο. Και με πιθανότερη εκδοχή τον Ιούνιο να μετατεθεί, εκ νέου, αυτή τη φορά για τον Οκτώβριο και πάει λέγοντας.
Σε κάθε περίπτωση, το βασικό συμπέρασμα του τελευταίου κοινοβουλευτικού διημέρου είναι ότι όσο η κυβέρνηση θα βάλλεται από την αντιπολίτευση για διαδικαστικά θέματα και όσο στα συχνά  λάθη, τις αβελτηρίες και τις προχειρότητες των κυβερνητικών δεν θα αντιπαραβάλλεται μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση εξουσίας, ο χρόνος, μάλλον, θα δουλεύει υπέρ της τρικομμματικής.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 29.4.2013)

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Το φθηνό άλλοθι

«Μισογεμάτο» δήλωσε ότι βλέπει το «ποτήρι» της ελληνικής κρίσης ο «πολύς» κ. Πόουλ Τόμσεν, με την τελευταία του παρέμβαση από την έδρα του ΔΝΤ, επιμένοντας ότι, κατά την άποψή του, το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας εξακολουθεί να είναι η φοροδιαφυγή και εστιάζοντας κυρίως στο ζήτημα της φορολογικής διοίκησης, δηλαδή στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
Είναι αλήθεια  ότι δεν είναι πολύ εύκολο να αντιλέξει κανείς ότι όντως η φοροδιαφυγή αποτελεί ένα από τα μεγάλα προβλήματα, που έρχεται από το παρελθόν και, αναμφισβήτητα, εντείνει την ανισότητα μεταξύ των πολιτών, στο βαθμό που κάποιοι αποκτούν εισοδήματα για τα οποία δεν καταβάλουν τους αναλογούντες φόρους ή και τις ασφαλιστικές εισφορές, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός που καλείται να καλύψει τα ελλείμματα των Ταμείων.
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι αυτού του είδους οι διαπιστώσεις, τις οποίες, εκτός από τον κ. Τόμσεν, κάνουν και άλλοι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας, δεν είναι παρά μια «βολική αλήθεια», ένα, αν θέλετε, άλλοθι που αναζητούν οι εμπνευστές του υπερβολικά υφεσιακού προγράμματος που εφαρμόζεται εδώ και τρία χρόνια στην Ελλάδα.
Δεν ξέρω ποια είναι η πληροφόρηση που έχουν η Γερμανίδα καγκελάριος κυρία Άγκελα Μέρκελ (παλαιότερα είχε γίνει γνωστό ότι έχει κάθε πρωί στο γραφείο της αποδελτίωση του ελληνικού Τύπου) και η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, που σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνουν το στερεότυπο «να πληρώσουν οι πλούσιοι Έλληνες», αλλά όποιος ζει σε τούτη τη χώρα ξέρει –ή οφείλει να ξέρει- ότι προσεγγίσεις αυτού του τύπου γίνονται για λαϊκή –λαϊκίστικη, καλύτερα- κατανάλωση.
Τους φόρους, εξάλλου, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία και σχεδόν παντού στον σύγχρονο κόσμο, είναι γνωστό ότι  δεν τους πληρώνουν οι πλούσιοι, στους οποίους το καπιταλιστικό σύστημα δίνει πολλούς τρόπους για να τους αποφύγουν (of shore, π.χ.). Και σε κάθε περίπτωση οι έλληνες πλούσιοι, κάνουν ότι κάνουν και οι άλλοι πλούσιοι, φοροδιαφεύγουν δηλαδή και μεταφέρουν τα λεφτά τους σε διάφορους «παραδείσους», που, εφόσον δεν είναι η ανίσχυρη Κύπρος, μια χαρά εξασφαλίζονται, όποια εθνικότητα και αν έχουν.
Η «άβολη αλήθεια», όμως, την οποία δεν θέλουν να αναγνωρίσουν ο κ. Τόμσεν και οι κυρίες Μέρκελ και Λαγκάρντ στις, δήθεν, ηθικές τους παραινέσεις προς τους Έλληνες πλουσίους είναι ότι –ηθελημένα, μάλλον- αγνοούν τους λόγους για τους οποίους στην παρούσα φάση πάρα πολλά νοικοκυριά στην Ελλάδα δεν εκπληρώνουν τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους, όπως και εκατοντάδες χιλιάδες μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που υποχρεώνονται να έχουν απλήρωτους τους εργαζόμενους τους. Και οι λόγοι αυτοί σχετίζονται ευθέως με το φαύλο κύκλο της λιτότητας που επιβάλουν εμμονικά, αδιαφορώντας για τα οικονομικά ερείπια που επισωρεύονται καθημερινά.
Ακόμη και  αν προσπεράσει κανείς την υπερφορολόγηση που οδηγεί και συνεπείς πολίτες να έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη για πάμπολλες επιχειρήσεις, οι οποίες, ενώ κατά τα λοιπά είναι υγιείς και με λειτουργικά κέρδη, απειλούνται με οικονομική καταστροφή, είτε επειδή το ελληνικό δημόσιο δεν είναι ανταποκρίνεται στις δικές του υποχρεώσεις, είτε διότι άλλες επιχειρήσεις τούς μετακυλύουν τα δεινά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν.
Επιπλέον, όταν τρία χρόνια τώρα η ελληνική επιχειρηματική τάξη είναι σχεδόν πλήρως αποκλεισμένη από την πίστωση, καθώς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί, ενώ την ίδια ώρα όσοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό πρέπει να διαθέτουν ρευστό για να συνάψουν συμφωνίες, αντιλαμβάνεται κανείς ότι εκεί θα έπρεπε να δοθεί βάρος αν υπήρχε ουσιαστικό ενδιαφέρον για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Δεν αναρωτιέται, για παράδειγμα, κανείς τους γιατί, ενώ το τελευταίο διάστημα τόσοι πολλοί επιχειρηματίες –που αρκετοί εξ αυτών στο παρελθόν, είναι αλήθεια, ότι μπορεί να είχαν ασυλία- οδηγούνται στα ανακριτικά γραφεία ή και στις φυλακές, τα έσοδα του δημοσίου δεν αυξάνονται. Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι οι δρακόντειες ποινές, ακόμη και όταν είναι επιβεβλημένες για να λειτουργούν εκφοβιστικά, δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα;
Όσο, λοιπόν, οι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας επιμένουν, με τις απειλές για μη καταβολή των επόμενων δόσεων, να μην επιτρέπουν να προχωρήσει ο συμψηφισμός, έστω, των υποχρεώσεων του δημόσιου προς τους ιδιώτες, αλλά, κυρίως, να εμποδίζουν μια λειτουργική ρύθμιση των συσσωρευμένων χρεών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που αντικειμενικά δεν μπορεί να εξοφληθούν εφάπαξ, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί.
Και μπορεί ο κ. Τόμσεν, επειδή δεν θέλει να παραδεχθεί την αποτυχία του ίδιου και των ομοϊδεατών του, να ισχυρίζεται ότι βλέπει το ποτήρι «μισογεμάτο», μικρή νομίζω σημασία έχει ο ισχυρισμός του, όταν όλοι εμείς που υφιστάμενοι με διάφορους τρόπους –ανεργία, λουκέτα, δουλειά χωρίς αμοιβή και πάει λέγοντας- τις συνέπειες των εμμονών του ίδιου και των συν αυτώ, το βλέπουμε όπως πραγματικά είναι, δηλαδή «μισοάδειο».
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.4.2013)

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

«Είμαστε όλοι Βοστωνέζοι»

Συγκλονίζει κάθε εχέφρονα άνθρωπο το τυφλό τρομοκρατικό χτύπημα στον Μαραθώνιο της Βοστώνης. Το γεγονός μάλιστα ότι εκδηλώθηκε σε μια αθλητική διοργάνωση, μια κατ΄ εξοχήν, δηλαδή, ειρηνική εκδήλωση που παραπέμπει στην αρχαιοελληνική ευγενή άμιλλα, κάνει τον συγκλονισμό ακόμη μεγαλύτερο.
Είναι δύσκολο έως αδύνατο να ερμηνεύσει κανείς κίνητρα και να βρει εξηγήσεις για τους οργανωτές τέτοιων αποτρόπαιων σχεδίων. Ακόμη και ο ιδεολογισμός φανατισμός ή η θρησκευτική μισαλλοδοξία δεν μοιάζουν επαρκείς δικαιολογίες για να χωρέσει ανθρώπινος νους το αιματοκύλισμα μιας γιορτής συναδέλφωσης.
Ο αδιανόητος σκοταδισμός και η ασύλληπτη τύφλωση που αναδύεται μέσα από τέτοιες πράξεις μόνον την ομόθυμη καταδίκη μπορεί να προκαλεί και όσο και αν μοιάζει «στερεότυπο» θεωρώ ότι αυτό που περισσότερο μπορεί να εκφράσει κάθε πολίτη που σέβεται τον εαυτό του είναι το «είμαστε όλοι Βοστωνέζοι».
Γιατί, πέραν του αναμφισβήτητου συγκλονισμού που αισθάνεται κανείς βλέποντας στις οθόνες του τραυματισμένα παιδιά, η «ψυχρή», αν θέλετε, λογική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι συνέπειες τέτοιων τυφλών τρομοκρατικών πράξεων επηρεάζουν με τον ένα ή τον άλλο την καθημερινότητα όλων μας.
Ποιος μπορεί, άλλωστε, να ξεχάσει πόσες δυσκολίες έφερε παντού στον πλανήτη το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001; Δεν αναφέρομαι μόνον στις αφορμές που έδωσε για τις πολεμικές εκστρατείες στις οποίες επιδόθηκε η τότε υστερική αμερικανική ηγεσία, με αποτελέσματα που –λιγότερο ή περισσότερο- τα πληρώσαμε όλοι μας, όπως, για παράδειγμα, με τη διατήρηση στα ύψη της τιμής του πετρελαίου.
Εστιάζω κυρίως στις ισχυρές πιέσεις που δέχθηκε η χώρα μας για τα περιβόητα συστήματα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, που εκτίναξαν το κόστος τους, επ΄ ωφελεία εταιριών που πουλούσαν «προστασία». Και θυμίζω επιπλέον πόσες κάμερες χρειάστηκε να μπουν παντού, κάνοντας πραγματικότητα τον εφιάλτη του «Μεγάλου Αδελφού» και πόσο δυσκολότερα έγιναν έκτοτε τα αεροπορικά ταξίδια με τους ελέγχους που καθιερώθηκαν παντού.
Είναι σίγουρα πολύ νωρίς ακόμη για να εκτιμήσει κανείς τις επιπτώσεις που θα επιφέρει η νέα αυτή «ασύμμετρη απειλή» κατά των απλών ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη που συνιστά το τυφλό χτύπημα της Βοστώνης.
Tο μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε και να ευχόμαστε είναι η αντίδραση της αμερικανικής ηγεσίας να χαρακτηρίζεται αυτή τη φορά από την ψυχραιμία, που διακρίνει το σύνολο της πολιτικής του Προέδρου Ομπάμα. Και που είναι βέβαιο ότι θα κάνει αποτελεσματικότερη την πάταξη των «δυνάμεων του σκότους» που βρίσκουν «δικαίωση» όταν αντιμετωπίζονται με τα δικά τους «όπλα» που δεν είναι άλλα από το μίσος και την καταπάτηση δικαιωμάτων.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.4.2013)