Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Ζητείται Έλληνας… Ρέντσι

«Από πλευράς προσέλευσης πήγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι ήταν πολλά τα άσπρα μαλλιά. Από αυτή την άποψη, θέλει πολλή δουλειά. Να πείσουμε ότι αυτή η κίνηση είναι όντως η πιο νεανική που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα», σχολίασε ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, που ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας που οργάνωσε η πρωτοβουλία των «58» για την ενοποίηση της Κεντροαριστεράς.

Ο καθηγητής Αλιβιζάτος είναι 64 ετών και η δική του ηλικία μάλλον αποτελούσε τον μέσο όρο όσων βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στο θέατρο Ακροπόλ, όπου κυριαρχούσαν οι… «ασπρομάλληδες». Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διάγει το 77ο έτος και ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Παπανδρέου Παρασκευάς Αυγερινός είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος του, για να αναφερθούμε σε δύο από τους πλέον επιφανείς πολιτικούς της «παλαιάς φρουράς» που η παρουσία τους σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως.

Ο επίσης παρών στην εκδήλωση πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος μπορεί να κλείνει… μόλις τα 57 του στην αρχή του νέου χρόνου, αλλά η έντονη παρουσία του στα πολιτικά πράγματα την τελευταία 25ετία τον καθιστά δυσανάλογα μεγαλύτερο από τη βιολογική του ηλικία, χαρακτηριστικό που βαραίνει και πολλούς ακόμη πολιτικούς της γενιάς του αλλά και της αμέσως προηγουμένης, όπως ο -απών από την περί ης ο λόγος σύναξη- 65χρονος πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης.

Το ίδιο βράδυ στη γειτονική μας Ιταλία ο Ματέο Ρέντσι, άρτι εκλεγείς στην ηγεσία του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής Κεντροαριστεράς, του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως λέγεται τώρα το μετεξελιγμένο -πάλαι ποτέ- Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Παλμίρο Τολιάτι και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, παρουσίαζε τη νέα 12μελή γραμματεία του κόμματός του που απαρτίζεται από πέντε άνδρες και επτά γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 35 έτη.

Μόλις στα 38 του και έχοντας στο ενεργητικό του μια πετυχημένη θητεία δημάρχου στη Φλωρεντία, ο Ματέο Ρέντσι κινητοποίησε την περασμένη Κυριακή δυόμισι εκατομμύρια Ιταλούς, οι οποίοι πήγαν στις εσωκομματικές κάλπες που έστησε το Δημοκρατικό Κόμμα και τον ανέδειξαν πανηγυρικά στην ηγεσία της Κεντροαριστεράς, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσε απέναντι του ο παραδοσιακός μηχανισμός του κόμματός του.

Σε μια γερασμένη, όσο και η Ελλάδα, χώρα, στην οποία ο νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο έχει την ηλικία του Παρασκευά Αυγερινού και ο μέχρι πριν από ένα χρόνο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που είναι συνομήλικος του Κώστα Σημίτη, δεν λέει να το βάλει κάτω, ο Ρέντσι με μια επιθετική προεκλογική καμπάνια επέμεινε στο ανανεωτικό εγχείρημα που σηματοδοτούσε η υποψηφιότητά του και βγήκε νικητής, παρότι πριν από περίπου ένα χρόνο είχε χάσει στην κούρσα των προκριματικών εκλογών για την πρωθυπουργία από τον «γκρίζο» Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι.

«Ξεκινάμε μια νέα πορεία. Η γενιά που ήταν στο γυμνάσιο όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου, αναλαμβάνει το πηδάλιο», είπε ο μεταρρυθμιστής δήμαρχος της Φλωρεντίας στις πρώτες δηλώσεις μετά την εκλογή του στη θέση του γενικού γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος με ποσοστό 69%, για να συμπληρώσει: «Θα ζητήσουμε τη βοήθεια των γηραιότερων, αλλά η ευθύνη, τώρα, είναι δική μας».

Επιστρέφοντας στα δικά μας, δεν μπορεί παρά να νοιώσει κανείς απογοήτευση αναλογιζόμενος ότι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο ευρύτερο πολιτικό στερέωμα μοιάζουν να είναι στα πράγματα όχι μόνον από την πτώση του τείχους στην πάλαι ποτέ διαιρεμένη γερμανική πρωτεύουσα, αλλά ίσως και από την ίδια την ανοικοδόμησή του, στην οποία το δυναμικό ορισμένων, τουλάχιστον, εγχώριων πολιτικών δυνάμεων ευχαρίστως, αν ήταν στο χέρι τους, θα συνέβαλαν να… ξανακτιστεί.

Γιατί, βλέπετε, το ζήτημα της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, δεν είναι μόνον ηλικιακό, είναι μάλλον πολύ περισσότερο θέμα νοοτροπιών που μοιάζουν εμπεδωμένες στις ηγετικές ομάδες των παλαιών αλλά και των νεοπαγών κομμάτων της ελληνικής πολιτικής που, παρά την κρίση, παραμένουν προσκολλημένα στο παρελθόν. Και δεν θέλουν να αλλάξουν σε τίποτε, καθοδηγώντας, μάλιστα, την ελληνική κοινωνία προς την ίδια κατεύθυνση και αναπαράγοντας το ίδιο μοντέλο που οδήγησε στη χρεωκοπία και στην απαξίωση της πολιτικής.

Υπό αυτή την έννοια, η επικράτηση του Ματέο Ρέντσι δεν είναι μόνον σημαντική επειδή ο ίδιος είναι 38άρης και πλαισιώνεται από συνομηλίκους του. Είναι πολύ περισσότερο για τα μηνύματα που εξέπεμψε κατά του πολιτικού κατεστημένου της χώρας και της γραφειοκρατίας που δεν διακρίνει τους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από τους αριθμούς. Και πάνω από όλα για το ευδιάκριτο δείγμα γραφής που είχε να επιδείξει, ασκώντας την εξουσία στο Δήμο του με πρωτοβουλίες πέρα από τα καθιερωμένα, που έφθασαν μέχρι τη μείωση του προσωπικού τους στο μισό. Αυτά ήταν που τον έφεραν στην κορυφή της ιταλικής πολιτικής σκηνής και τον καθιστούν κεντρικό πρωταγωνιστή στις πολιτικές εξελίξεις που αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν στην, επίσης χειμαζόμενη από την κρίση, γειτονική χώρα.

«Ο κόσμος είναι κουρασμένος και απογοητευμένος. Δεν έχει πίστη. Εγώ πιστεύω στην αλλαγή, και γι' αυτό κάνω πολιτική, επειδή εξακολουθώ να πιστεύω ότι όλα μπορούν να αλλάξουν», είπε ο Ματέο Ρέντσι. Και είμαι βέβαιος ότι πολλοί Έλληνες θα ήθελαν να ακούσουν το ίδιο από τον μελλοντικό ηγέτη της χώρας τους. Αρκεί να τους έπειθε ότι τα εννοεί και να έχει, έστω, προσπαθήσει να τα κάνει πράξη στον προγενέστερο βίο του.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 12.12.2013)

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Μοιρολόγια, ροζ συννεφάκια και στο βάθος η... κάλπη

Η πενθήμερη συζήτηση επί του Προϋπολογισμού που ολοκληρώθηκε τα μεσάνυχτα του Σαββάτου κάθε άλλο παρά δικαίωσε ένα από τα κλασσικά στερεότυπα που συνοδεύουν την κοινοβουλευτική αυτή διαδικασία η οποία, υποτίθεται ότι, αφορά, κατά τη γνωστή επωδό, την έγκριση του «κορυφαίου νομοθετήματος της χρονιάς».
Δεν ήταν μόνο το αμήχανο κλισέ για τα «άδεια έδρανα», στο οποίο παγίως καταφεύγουμε οι δημοσιογράφοι όταν παρακολουθούμε τέτοιες ανιαρές συζητήσεις, που αποτύπωνε τη διαφοροποίηση της φετινής κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης για το κυβερνητικό σχέδιο της οικονομικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί την επόμενη χρονιά. 
Ούτε, βεβαίως, έκαναν τη διαφορά οι προβλέψιμες, στη συντριπτική τους πλειονότητα, βερμπαλιστικές τοποθετήσεις των ομιλητών που εναλλάσσονταν στο βήμα της Βουλής, με τους μεν αντιπολιτευόμενους να συμπεριφέρονται ως… μοιρολογίστρες και τους δε κυβερνητικούς να πασχίζουν να βρουν θετικές αποχρώσεις και νότες αισιοδοξίας.
Λίγο ως πολύ αυτού του είδους οι συζητήσεις σχεδόν πάντα -και με εξαίρεση την «ώρα των αρχηγών»- διεξάγονται με παρόντες ελάχιστους βουλευτές στην αίθουσα. Όπως πάγια είναι και η τακτική των βουλευτών της συμπολίτευσης να αναζητούν επιχειρήματα για να εκθειάσουν υπαρκτά ή ανύπαρκτα κυβερνητικά επιτεύγματα, την ίδια ώρα που οι αγορητές της αντιπολίτευσης επιστρατεύουν τα μελανότερα των χρωμάτων για να περιγράψουν την πραγματικότητα.
Οι συνήθειες αυτές του παρελθόντος, ήταν, δυστυχώς, παρούσες και στη συζήτηση των προηγουμένων ημερών, αποδεικνύοντας σε όσους την παρακολούθησαν ότι δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν νοοτροπίες βαθιές εμπεδωμένες και συνυφασμένες με το λεγόμενο «πολιτικό παιχνίδι» και τους (παλαιούς) κανόνες που αυτό εξακολουθεί να παίζεται.
Με τη χώρα να βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς καλείται να κάνει το αποφασιστικό βήμα προς την έξοδο από την εξαετή κρίση, αλλά και με τον ίδιο τον συζητούμενο Προϋπολογισμό να είναι «στον αέρα», αφού δεν έχει τύχει της έγκρισης των εταίρων μας, που αποτελεί ανειλημμένη υποχρέωση η οποία δεν σχετίζεται με το Μνημόνιο, θα περίμενε κανείς περισσότερη διάθεση συνεννόησης από τους πολιτικούς ταγούς και λιγότερη προσπάθεια να αποδείξουν ο ένας πόσο πιο... καταστροφικός είναι ο άλλος.
Η στόχευση, ωστόσο, των δύο αντιμαχόμενων πλευρών ήταν σαφές ότι δεν αφορούσε τον Προϋπολογισμό και τις δυσκολίες της εφαρμογής του. Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση δεν έγινε ούτε για τα κονδύλια που περιέχει ούτε για τις οικονομικές εκτιμήσεις που ενσωματώνει. 
Πέρα από τους μάλλον προφανείς ένθεν κακείθεν βερμπαλισμούς, τα μοιρολόγια ή τα ροζ συννεφάκια, με τα οποία διάνθιζαν οι περισσότεροι τις ομιλίες τους, εκείνο που όλοι είχαν κατά νου ήταν οι επερχόμενες κάλπες του προσεχούς Μαΐου, είτε αυτές είναι διπλές (τοπικές και ευρωβουλευτικές), όπως επιμένει η κυβέρνηση, είτε τριπλές (και βουλευτικές, δηλαδή, ταυτόχρονα), όπως επιδιώκει η αντιπολίτευση.
Γι' αυτό και αν κάτι έκανε διαφορετική τη φετινή συζήτηση του Προϋπολογισμού ήταν η αίσθηση ότι αξιοποιήθηκε ως αφορμή για να κηρυχθεί η μακρά προεκλογική περίοδος που διανοίγεται μπροστά μας και στη διάρκεια της οποίας θα δούμε και θα ακούσουμε πολλά.
Όσο για το προφανές ερώτημα «και τι λέει η τρόικα για όλα αυτά;», που μπορεί να περάσει από το μυαλό κανενός, η απάντηση είναι πολύ… απλή: Τρόικα δεν… υπάρχει. Δεν ακούσατε, άλλωστε, τον Ευάγγελο Βενιζέλο να λέει στον Αλέξη Τσίπρα ότι δεν θα τη βρει για να την διώξει; Εκτός και αν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ζητήσει να γυρίσει πίσω για να κάνει, όπως είπε και η Αλέκα Παπαρήγα, «κομφετί» μπροστά της το Μνημόνιο...

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 8.12.2013)

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Η αυτοϋπονόμευση των «επαγγελματιών» της πολιτικής

Αν ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας λαμβάνει υπόψη του τον τρόπο φορολόγησης των βουλευτών, τότε μάλλον έχει δίκιο όταν λέει ότι στην Ελλάδα… δεν υπάρχει υπερφορολόγηση. Όπως δίκιο φαίνεται να έχουν και όσοι υποστηρίζουν ότι το πολιτικό σύστημα και οι άνθρωποι που το απαρτίζουν είναι ένα από τα βαρίδια που δεν επιτρέπουν την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εξηγηθεί ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός με τον οποίο επιφανείς εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου αντιδρούν κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για τα «κεκτημένα» που έχουν αποκτήσει την περίοδο της αμέριμνης ευημερίας και τη σκληρή μάχη που δίνουν για τη διατήρησή τους οι ίδιοι που ομοθύμως διατυμπανίζουν την ανάγκη για δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Η παρελκυστική υπεκφυγή που συνιστά η πρόταση για την καθιέρωση βιβλίου εσόδων – εξόδων για τους βουλευτές, προκειμένου να αποφύγουν την κατάργηση του ειδικού φορολογικού καθεστώτος που έχουν εξασφαλίσει για τους εαυτούς τους, είναι νομίζω ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά της αδυναμίας του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και, λειτουργώντας με γνώμονα τη δύναμη του παραδείγματος, να προασπίσει τον ίδιο το θεσμό του κοινοβουλευτισμού.
Η…. φαεινή ιδέα για την αλλαγή του τρόπου φορολόγησης των βουλευτών δεν είναι καινούργια και δεν είναι η πρώτη φορά που πέφτει στο τραπέζι. Λανσαρίστηκε για πρώτη φορά το 1998 όταν και πάλι τότε είχε τεθεί ζήτημα κατάργησης του αφορολόγητου της βουλευτικής αποζημίωσης, η οποία άρχισε έκτοτε να φορολογείται μερικώς, αφού, όμως, στο μεταξύ το ύψος της είχε εκτιναχθεί προς τα πάνω.
Νουνεχείς άνθρωποι που ήταν τότε στα πράγματα αντιλήφθηκαν τον προβληματικό –και μάλλον προσβλητικό- χαρακτήρα που θα είχε το μέτρο της καθιέρωσης βιβλίων εσόδων - εξόδων και το απέρριψαν ασυζητητί, με το βάσιμο επιχείρημα ότι η ιδιότητα του βουλευτή δεν είναι ελεύθερο επάγγελμα για να τύχει αυτού του είδους τη φορολογική αντιμετώπιση.
Με όσα έχουν επισυμβεί την παρελθούσα δεκαπενταετία και ιδίως την τελευταία μνημονιακή τετραετία, θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι στο άκουσμα και μόνον της πρότασης, οι ίδιοι οι σημερινοί βουλευτές, η πλειονότητα των οποίων είναι «γεννήματα» της κρίσης, θα ξεσηκωνόταν, διαμαρτυρόμενοι για τον προσβλητικό χαρακτήρα της πρότασης να μετατραπούν σε «επαγγελματίες».
Δυστυχώς, όμως, όχι μόνον δεν υπήρξε κύμα διαμαρτυρίας από τους ίδιους τους βουλευτές, αλλά η πρόταση υιοθετήθηκε και από έμπειρους πολιτικούς, μεταξύ αυτών και ο πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης, που μάλλον αγνοούν τον αντίκτυπο που θα είχε τυχόν καθιέρωση ενός τέτοιου μέτρου που θα αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία.
Με ποια λογική, αλήθεια, θα μπορούσε να δοθεί στους βουλευτές δικαίωμα να καταγράφουν τις δαπάνες τους και να τις αφαιρούν από τα έσοδά τους; Ποιες από τις δαπάνες θα αναγνωρίζονται ως «επαγγελματικές» και ποιες ως προσωπικές ή οικογενειακές; Και πως θα φορολογούνται εν τέλει;  Επί των… κερδών, όπως οι επιχειρήσεις; Θα δημοσιεύουν, άραγε, και ισολογισμούς με αποτελέσματα χρήσης;
Το γεγονός ότι οι βουλευτές έχουν έξοδα δεν μπορεί να αποτελέσει βάσιμο επιχείρημα. Γιατί το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών (που έχουν ακόμη εισοδήματα). Και εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν αναγνωριζόταν σε όλους μας η δυνατότητα να καταγράφουμε τις δαπάνες μας και να τις αφαιρούμε από τα έσοδα, τότε, πιθανότατα, κανείς δεν έπρεπε να πληρώνει φόρο, αφού σπανίζουν οι Έλληνες που καταφέρνουν σήμερα να καλύψουν τα έξοδα τους με τα τρέχοντα εισοδήματα.
Αποφεύγοντας τον πειρασμό του λαϊκισμού που συνήθως συνοδεύει τις συζητήσεις για τα οικονομικά των βουλευτών, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι με τέτοιες «συντεχνιακές» νοοτροπίες το ίδιο το πολιτικό σύστημα αυτοϋπονομεύεται, στέλνοντας λάθος μηνύματα στη χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία και ρίχνοντας νερό στο μύλο όσων αποστρέφονται τον κοινοβουλευτισμό.
Το αντιλαμβάνονται, άραγε, εκεί στην Πλατεία Συντάγματος;

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 27.11.2013) 

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Η πολιτική ως παρεοκρατία

Τον καθηγητή  Γιάννη Πανάρετο, παρότι δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον σέβομαι και τον υπολήπτομαι, καθώς τον συνοδεύσει επί χρόνια η φήμη ενός καλού επιστήμονα στον τομέα της Στατιστικής, ενώ και τις τρεις φορές που θήτευσε στο υπουργείο Παιδείας, τις δύο ως γενικός γραμματέας και την τρίτη ως υφυπουργός, άφησε καλές εντυπώσεις και δούλεψε, όπως λένε όσοι έχουν γνώση του χώρου, αθόρυβα και αποτελεσματικά.
Το ίδιο αθόρυβη είναι και η εικοσιπενταετής θητεία του ως (ισόβιο) μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής. Και ίσως να μη γινόταν ευρύτερα γνωστός σε κύκλους πέραν των φοιτητών του αν δεν είχε οριστεί το 2009 από τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, του οποίου είναι στενός φίλος εδώ και δεκαετίες, πολιτικός υπεύθυνος για την ανοικτή διακυβέρνηση και τη διαβούλευση της κυβέρνησης.
Αν και κατασυκοφαντημένο από τους θιασώτες της κομματοκρατίας, το αποκαλούμενο «opengov» υπήρξε μια πρωτοποριακή πρωτοβουλία για τα ελληνικά δεδομένα που, αν είχε οργανωθεί καλύτερα και δεν υπονομευόταν εκ των έσω, θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στη βελτίωση της κατάστασης που επικρατεί στον πολύπαθο δημόσιο τομέα, στον οποίο, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες τοποθετήσεις διευθυντικών στελεχών σε νοσοκομεία και άλλους οργανισμούς, οι διευθυντικές θέσεις εξακολουθούν να διανέμονται ως «λάφυρο» στους αποτυχημένους πολιτευτές που «αγωνίσθηκαν» για το κόμμα που είναι στην εξουσία.
Έκανα αυτόν τον σχετικά μακρύ πρόλογο για να δικαιολογήσω τη μεγάλη έκπληξη που ένοιωσα διαβάζοντας το περασμένο Σάββατο την άκρως εντυπωσιακή –για μένα- παρέμβαση του κ. Πανάρετου, ο οποίος σε ανάρτηση στο tweeter έγραψε: «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κυβερνήσει προοδευτικά πρέπει να πείσει για τις προθέσεις του τους παπανδρεϊκούς και όχι να φλερτάρει με την (sic!) ΑΝΕΛ».
Η έκπληξή μου δεν προήλθε από την γενικότερη θεώρηση της πολιτικής προσέγγισης του κ. Πανάρετου, ο οποίος ως πολίτης έχει προφανώς αναφαίρετο και απεριόριστο δικαίωμα να τρέφει συμπάθεια προς έναν πολιτικό χώρο και να εκδηλώνει αντιπάθεια προς έναν άλλο. Εκείνο που με ξένισε ήταν ότι προσδιοριζόταν και μιλούσε στο όνομα των «παπανδρεϊκών».
Τι είναι, αλήθεια, οι «παπανδρεϊκοί»; Και τι τους ορίζει ως ξεχωριστή οντότητα, ώστε ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής και πρώην υφυπουργός να νιώσει την ανάγκη να καλέσει ένα κόμμα να εκθέσει τις προθέσεις του απέναντι τους για να κριθεί αν μπορεί να κυβερνήσει προοδευτικά;
Πρόκειται, άραγε, για μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που χρήζει ειδικής αντιμετώπισης;  Όπως, για παράδειγμα, οι Ρομά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι τρίτεκνοι, οι ανέστιοι ή οι υπερχρεωμένοι από τη μνημονιακή λαίλαπα;  Και σε ποιους ακριβώς αναφέρεται ο κ. Πανάρετος; Στους ψηφοφόρους του κ. Παπανδρέου ή σε όσους εκείνος έδωσε θέσεις και οφίτσια όταν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας;   
Καταλαβαίνω τι σημαίνει να δηλώνει κανείς –ειλικρινώς ή όχι, είναι ζήτημα προς κρίση- αριστερός, δεξιός, συντηρητικός, προοδευτικός, κεντρώος, σοσιαλδημοκράτης, σοσιαλιστής, αναρχικός, μαρξιστής, κομμουνιστής, φιλελεύθερος, φασίστας ή να χρησιμοποιεί έναν από τους τόσους άλλους προσδιορισμούς που έχουν καθιερωθεί από την Πολιτική Επιστήμη και την –εγχώρια ή διεθνή- πολιτική πρακτική.  
Δεν αντιλαμβάνομαι, όμως, τι σημαίνει να είναι κάποιος σήμερα «παπανδρεϊκός». Όπως φυσικά δεν μπορώ να αντιληφθώ τι σήμαινε στο παρελθόν να είναι κάποιος «ζαχαριαδικός», «καραμανλικός», «μητσοτακικός», «αβερωφικός» «γεννηματικός», «σημιτικός» ή τώρα να προσδιορίζεται ως «σαμαρικός», «βενιζελικός», «τσιπρικός», και ούτω καθεξής.
Όχι, δεν αιθεροβατώ. Ξέρω ότι υπήρχαν και υπάρχουν -ελπίζω λιγότεροι- πολίτες που προσδιορίζονται πολιτικά με τέτοιους όρους, δίνοντας, έτσι, την ευκαιρία σε ορισμένους να κάνουν μεγάλες καριέρες (και –γιατί όχι;- και πλούτη) ως αρχηγοί και αρχηγίσκοι που με τη σειρά τους δίνουν οντότητα πολιτικού στελέχους και απονέμουν αξιώματα σε πρόσωπα που αναλαμβάνουν στο πλευρό τους ρόλους ακόλουθων και ετερόφωτων δορυφόρων.
Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση και γι’   αυτό δυσανασχετώ ότι οι διαχωρισμοί αυτού του είδους υπήρξαν ανέκαθεν μια από τις μεγάλες παθογένειες του αμοραλιστικού ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο, υπό αυτές τις συνθήκες, συγκροτείται στη λογική της παρεοκρατίας.
Και η παρεοκρατία δεν αποτελεί παρά την άλλη όψη του νομίσματος της πελατειακής σχέσης με τους πολίτες και του εκμαυλισμού των συνειδήσεων, που όσο αναπτύσσεται και υπάρχει, μοιραία, θέτει εκ ποδών κάθε απόπειρα για άσκηση της πολιτική με αρχές και αξίες.
 (Δημοσιεύθηκε στο www.prototema.gr στις 21.11.2013)

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ποιος θυμάται τα «παπαγαλάκια» της ευρωκάλπης;

          Με το «κλείσιμο» του κρατικού προϋπολογισμού για το 2014, ο οποίος κατατίθεται εντός της εβδομάδας στη Βουλή για να ψηφιστεί ως τις αρχές Δεκεμβρίου, «ανοίγει» ουσιαστικά η προεκλογική περίοδος για τις ευρωεκλογές του Μαΐου, στις οποίες, θεωρητικώς, καλούμαστε να εκλέξουμε όσους θα μας εκπροσωπήσουν στο Ευρωκοινοβούλιο την επόμενη πενταετία.
          Στην πραγματικότητα, όμως, όπως συνέβη αρκετές φορές στο παρελθόν και πάντως κάθε φορά που οι ευρωεκλογές απείχαν ικανό χρονικό διάστημα από τις βουλευτικές εκλογές, η ψήφος που θα ρίξουμε στην ευρωκάλπη, ελάχιστα θα αφορά τα πρόσωπα που θα είναι υποψήφιοι ευρωβουλευτές.
Η επερχόμενη πολιτική αντιπαράθεση, όπως και η μακρά προεκλογική περίοδος που θα τη συνοδεύει, θα έχει, σχεδόν ακραιφνή, χαρακτηριστικά «εσωτερικής» αναμέτρησης και το διακύβευμα της, σχεδόν αναπότρεπτα, θα είναι η διακυβέρνηση της χώρας και οι δυνάμεις που θα την ασκήσουν.
Το «έργο», άλλωστε, όπως προείπαμε, το έχουμε ξαναδεί. Στο μακρινό 1984 ο τότε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελος Αβέρωφ τέθηκε επικεφαλής του «γαλάζιου» ευρωψηφοδελτίου για να σηματοδοτήσει τη σκληρή προσπάθεια που κατέβαλε το κόμμα του για την «απαλλαγή», όπως διεκήρυσσε, της χώρας από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, στο πολύ πιο κοντινό μας 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου έδωσε αντίστοιχα χαρακτηριστικά σε εκείνη την ευρωαναμέτρηση, ζητώντας να αποτελέσει η κάλπη των ευρωεκλογών το έναυσμα για να τερματιστεί η διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και να αναλάβει ο ίδιος την εξουσία.
Στην περίπτωση του Αβέρωφ η καμπάνια της «απαλλαγής» απέτυχε και ο ίδιος ο εμπνευστής της υποχρεώθηκε πολύ σύντομα να παραδώσει τα ηνία της κομματικής αρχηγίας, αφού ηττήθηκε στις ευρωεκλογές, ενώ το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, κερδίζοντας και τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, συνέχισε να κυβερνά για μια ακόμη πενταετία.
Αντιθέτως, ο αγώνας του Γιώργου Παπανδρέου ευοδώθηκε και η επικράτηση του κόμματος του στις προ πενταετίας ευρωεκλογές, αποτέλεσε το προοίμιο για τη νίκη του στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές που υποχρεώθηκε να προκηρύξει ο Κώστας Καραμανλής τον Οκτώβριο του 2009, από τον οποίο μας χωρίζουν μόλις τέσσερα χρόνια, παρόλο που, λόγω των γεγονότων που έχουν μεσολαβήσει, δημιουργείται η αίσθηση ότι απέχουμε… αιώνες.
Ποιο από τα δύο προηγούμενα θα επαναληφθεί σε αυτές τις ευρωεκλογές είναι μάλλον αρκετά πρόωρο για να το προδικάσει κανείς, όχι μόνο γιατί έχουμε μπροστά μας ένα ολόκληρο προεκλογικό εξάμηνο, αλλά, πολύ περισσότερο, επειδή στη δοκιμαζόμενη από τη βαθειά οικονομική κρίση ελληνική κοινωνία επικρατεί μεγάλη σύγχυση και οι πολίτες εμφανίζονται να είναι πιο δύσπιστοι από κάθε άλλη φορά απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Υπό αυτή την έννοια, εκτιμώ και (μάλλον θέλω να) ελπίζω ότι στο ούτως ή άλλως μεγάλο διάστημα που μας χωρίζει από τις κάλπες του Μαΐου, τα κόμματα που θα διεκδικήσουν την τόσο κρίσιμη ευρωψήφο μας θα κάνουν τις απαραίτητες επεξεργασίες και θα μας παρουσιάσουν ρεαλιστικά προγράμματα για την αξιόπιστη παρουσία της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και τη σηματοδότηση μιας νέας πορείας για την έξοδο από την κρίση.
Εύκολες προσεγγίσεις της πραγματικότητας με καμπάνιες του τύπου «λεφτά υπάρχουν» ή με «παπαγαλάκια», όπως εκείνα που επιστράτευσε πριν από πέντε χρόνια η τότε κυβέρνηση στο τόσο… προφητικό προεκλογικό σποτ, με το οποίο «ξόρκιζε», υποτίθεται, την οικονομική καταστροφή, που, όμως, είχε επέλθει, δε νομίζω ότι μπορεί να είναι πειστικές και να επιβραβευτούν από τους πολίτες.
Οι καιροί έχουν αλλάξει. Μένει να δούμε αν μπορεί να αλλάξει και το πολιτικό μας σύστημα.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 17.11.2013).

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

«Νίκησε» η επικοινωνία του νέου διπολισμού

Έδωσαν και πήραν το τελευταίο τριήμερο οι βαθυστόχαστες αναλύσεις και οι βαρύγδουπες εκτιμήσεις για το παρασκήνιο, τη σημασία, τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα της πρότασης μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης που συζήτησε η Βουλή.
Ορισμένοι, μάλιστα, αναλυτές έσπευσαν να ανακηρύξουν νικητές πριν καν εξελιχθεί η αναμέτρηση, την οποία αμφιβάλω αν οι ίδιοι είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν, με εξαίρεση, ενδεχομένως, το τελευταίο μέρος της που περιείχε τις «μονομαχίες» κορυφής, από τις οποίες και πάλι αμφισβητώ ότι στα μάτια του χειμαζόμενου μέσου πολίτη αναδείχθηκε κάποιος νικητής και τροπαιούχος.
Έχει ζήσει πολλές άσχημες στιγμές το ελληνικό Κοινοβούλιο στο πρόσφατο όπως και στο απώτερο παρελθόν. Νομίζω, όμως, ότι το τελευταίο τριήμερο ήταν μια από τις ασχημότερες, εξαιτίας, κυρίως, του επιπέδου της αντιπαράθεσης που περισσότερο από κάθε άλλη φορά υποτάχθηκε σε έναν εκατέρωθεν ανούσιο επικοινωνιακό τακτικισμό, ο οποίος δείχνει τόσο, μα τόσο, μακρινός από την πραγματικότητα που όλοι βιώνουμε.
Όντας από εκείνους που παρακολούθησαν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της τριήμερης διαδικασίας για λόγους επαγγελματικού καθήκοντος, το οποίο από κάποια στιγμή μπορεί να μετατρέπεται και σε… διαστροφή, αναρωτήθηκα αρκετές φορές αν όλα όσα εκτυλίχθηκαν τούτες τις μέρες στο Κοινοβούλιο είχαν κάποια αντιστοίχιση με την Ελλάδα της κρίσης, την Ελλάδα που είναι παγιδευμένη στο μνημόνιο, όπως κατήγγελλαν οι μεν, την Ελλάδα που πασχίζει να βγει από το μνημόνιο, όπως αντέτειναν οι δε.
Ήταν, άλλωστε, τόσο προβλέψιμη η επιχειρηματολογία που ένθεν κακείθεν επιστρατεύθηκε και τόσο υποβαθμισμένη η ποιότητα του λόγου, με τις φθηνές και, εν πολλοίς, προκάτ ατάκες,  που επέλεξε η συντριπτική πλειονότητα των ομιλητών, ώστε να δίνεται δικαιολογημένα το έναυσμα για να γίνει, τουλάχιστον τις δύο πρώτες ημέρες, κυρίαρχη δημοσιογραφική «είδηση» το κλισέ για τα «άδεια έδρανα» ενώπιον των οποίων εναλλάσσονταν στο βήμα οι ρήτορες.
Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, μια από τις οποίες υπήρξε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Αθανάσιος Τσαυτάρης που περιορίστηκε να μιλήσει για το σχέδιο του, συνέστησε «συνεννόηση και ομόνοια» και, προφανώς επειδή δεν πολιτεύεται, δεν δυσκολεύθηκε να διαπιστώσει ότι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την αγροτική ανάπτυξη δεν είναι ασύμβατες με τις κυβερνητικές, βασική επιδίωξη των περισσοτέρων που έλαβαν το λόγο ήταν να αποδείξουν τα λάθη των «άλλων» και όχι να αναπτύξουν τη δική τους πρόταση.
Οι αντιπολιτευόμενοι επιδόθηκαν σε κριτική και μόνον κριτική προς την κυβέρνηση. Οι κυβερνητικοί ανάλωναν το χρόνο τους σχολιάζοντας τις θέσεις και τη στάση της αντιπολίτευσης. Χωρίς καμία έμπνευση, δίχως την παραμικρή πρωτοτυπία. Και με μείζον ζήτημα της αντιπαράθεσης το διαδικαστικό της υπόθεσης, αν, δηλαδή, η πρόταση δυσπιστίας συσπειρώνει την συγκυβέρνηση ή αν είχε ως κίνητρο τις εσωτερικές διαμάχες της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αν κάτι, πάντως, μένει από όλα αυτά και κυρίως μέσα από τους οξείς και προσβλητικούς προσωπικούς χαρακτηρισμούς που εκτοξεύθηκαν, του τύπου «κοιμάστε ήσυχος τα βράδια;» ή «δεν σας κοιτάω για να μη γελάσω», είναι ότι ο νέος διπολισμός που δημιουργείται στο πολιτικό μας σύστημα μοιάζει να είναι πολύ πιο σκληρός και διχαστικός από τον κλασσικό δικομματισμό που βιώσαμε στη μεταπολιτευτική και ίσως στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Η λογική του «ο μη ών μεθ' ημών, καθ' ημών εστί», που απέπνεε σε όλη τη διάρκεια της η κοινοβουλευτική αντιπαράθεση του τελευταίου τριήμερου, στενεύει, δυστυχώς, αφόρητα τα περιθώρια για συνεννόηση, συναίνεση και συνεργασία. Και, ανεξάρτητα από τις όποιες μελλοντικές εκλογικές εξελίξεις, καθιστά, αναμφίβολα, ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια εξόδου της χώρας από την κρίση.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 11.11.2013)

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

«Το κεφάλι έξω από το νερό»

Χύθηκε πολύ μελάνη το τελευταίο διάστημα για τον σχολιασμό της εν εξελίξει διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Διακινήθηκαν ακόμη και σενάρια εκλογών, με αφορμή τις σκληρές θέσεις των εταίρων και δανειστών μας. Και γενικά δημιουργήθηκε μια πολεμική ατμόσφαιρα σύγκρουσης που η σκοπιμότητά της είναι αμφισβητήσιμη.
Η ελληνική πλευρά εμφανίστηκε για μια ακόμη φορά να πορεύεται χωρίς μπούσουλα, δικαιώνοντας, εν πολλοίς, την, κατά τα άλλα προσβλητική, εκτίμηση του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα ότι το μνημόνιο παραμένει το μόνο σοβαρό κείμενο χάραξης οικονομικής πολιτικής με δεσμευτικούς στόχους.
Όποιος παρακολούθησε την τελευταία τηλεοπτική συνέντευξη του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά δεν δυσκολεύθηκε, νομίζω, να αντιληφθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή από τη διαπραγμάτευση με την τρόικα και την παράθεση ουσιαστικών επιχειρημάτων για τα όσα έγιναν και τα όσα μπορούν να γίνουν για να κλείσει ο προϋπολογισμός του 2014.
Η περίφημη «πολιτική διαπραγμάτευση», που ανασύρθηκε, εκ νέου, ως επιχειρηματολογία (ή μήπως ως άλλοθι;) για να περιοριστούν οι πιέσεις των τροϊκανών, αποδείχθηκε και πάλι ανέφικτος στόχος, όπως προσφυώς, θεωρώ ότι, επεσήμανε με πρόσφατο άρθρο του ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, είναι ο μόνος Έλληνας πολιτικός που εγκαίρως και εγκύρως είχε κρούσει, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2008, τον κώδωνα του κινδύνου για την υπαγωγή της χώρας μας στη μέγγενη του ΔΝΤ.
Μας αρέσει ή όχι, ο πρώην πρωθυπουργός, στις όχι και τόσο συχνές παρεμβάσεις του, λέει πολλές από τις άβολες αλήθειες που το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν θέλει να αναγνωρίσει, προσεγγίζοντας τα ζητήματα με επικοινωνιακή και μόνον διάθεση και δημιουργώντας φρούδες ελπίδες ότι επίκειται η έξοδος της χώρας από το μνημόνιο που στη φαντασίωση ορισμένων μεταφράζεται ως επιστροφή στην  κραιπάλη του παρελθόντος.
Γι΄ αυτό και θεωρώ σημαντικό να επαναλάβω ορισμένες από τις θέσεις του κ. Σημίτη που πριν από μερικές εβδομάδες φιλοξενήθηκαν στο «Πρώτο Θέμα». Ο πρώην πρωθυπουργός επισήμαινε στους συνομιλητές του ότι η πορεία βελτίωσης που θα διαγράψει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια θα είναι σταθερή αλλά αργή, ωστόσο η κατάσταση θα παραμείνει «μίζερη» για αρκετά χρόνια.
 Εκτιμούσε, επίσης, ότι θα συνεχιστεί η πίεση των Ευρωπαίων εταίρων μας, κυρίως για την εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων, αλλά, όπως σημείωνε χαρακτηριστικά, «θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό».
Με την απόσταση των εβδομάδων που πέρασαν από τη δημοσίευση των εκτιμήσεων του κ. Σημίτη, νομίζω ότι εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι υπήρξαν κάτι ως προλεγόμενα των όσων διαμείβονται αυτές τις μέρες με την –καθυστερημένη- έλευση της τρόικας και την έναρξη των διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Για όσους δεν τρέφουν αυταπάτες, είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς να επικυρωθούν τα στοιχεία που δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει όντως πετύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους που ετέθησαν, δεν πρόκειται να υπάρξει η επιθυμητή από την ελληνική πλευρά συνολική λύση του ελληνικού οικονομικού προβλήματος.
Εκτός αυτού, δεν μπορεί να παραβλέπει κανείς και το γεγονός ότι ο κίνδυνος ενίσχυσης των ακραίων αντιευρωπαϊκών κινημάτων στις επικείμενες ευρωεκλογές δεν είναι μόνον ελληνικός. Αφορά ολόκληρη την Ευρώπη και για τον ακριβώς αντίθετο λόγο για τον οποίο υφίσταται αυτή η απειλή στη χώρα μας.
Γιατί, κακά τα ψέματα, τυχόν «πολιτική λύση» σε αυτή τη φάση, που θα προνοεί πρόωρη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, θα αξιοποιηθεί από μια σειρά λαϊκίστικες δυνάμεις στην Ευρώπη που θα ψηφοθηρήσουν ενόψει των ευρωεκλογών, μιλώντας στο όνομα των δικών τους φορολογουμένων.
Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι δεν έχουμε παρά να προετοιμαζόμαστε να κολυμπήσουμε ως τον Μάιο με τον κεφάλι έξω από το νερό. Και μετά τις ευρωεκλογές, ίδωμεν!