Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Το τρίγωνο της διαπλοκής που ασελγεί σε βάρος της κοινωνίας



Το αμαρτωλό τρίγωνο της διαπλοκής -πελατειακό πολιτικό σύστημα, διεφθαρμένη Δημόσια Διοίκηση και ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης- που χρεοκόπησε τη χώρα και κατέστρεψε τις ζωές εκατομμυρίων Ελλήνων ζει και βασιλεύει.
Χωρίς συναίσθηση της ευθύνης τους για τις ανεπούλωτες πληγές που άνοιξαν στην ελληνική οικονομία, εκμαυλισμένοι συνδικαλιστές που ανελίχθηκαν μέσα από τα πελατειακά δίκτυα του κομματικού κατεστημένου εξακολουθούν να δίνουν -και δυστυχώς να κερδίζουν…- μάχες για να διατηρήσουν τα προσωπικά και οικογενειακά προνόμια που εξασφάλιζαν αφειδώς όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Το διακομματικό ρουσφέτι της πρόσληψης από το παράθυρο των τέκνων της συνδικαλιστικής ηγεσίας των εργαζομένων στην Εθνική Τράπεζα, ως… συμβούλων διοίκησης, συνιστά μια άνευ προηγουμένου πρόκληση για ολόκληρη τη νέα γενιά της πατρίδας μας, καθώς αποκαλύπτεται σε μια στιγμή που χιλιάδες προσοντούχα νέα παιδιά με πολυετείς σπουδές βιώνουν την ανεργία και συνωστίζονται στη διεκδίκηση ελαχίστων θέσεων εργασίας που προκήρυξε το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα. 
Από κοντά, αμετανόητοι επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί που έκαναν το περιβόητο «φακελάκι» καθεστώς και αναβίβασαν το «γρηγορόσημο» σε μοναδικό μέσο για την εξυπηρέτηση του πολίτη, συνεχίζουν απτόητοι να ασελγούν στο σώμα της χειμαζόμενης από την κρίση κοινωνίας, παίζοντας εκβιαστικά παιχνίδια θανάτου με τους ανήμπορους συμπολίτες μας.
Η μοιραία κατάληξη στον «Ευαγγελισμό» του μικροσυνταξιούχου καρδιοπαθούς, ο οποίος δεν χειρουργούνταν επί μέρες επειδή δεν είχε να διαθέσει τα χρήματα για το «φακελάκι» που απαιτούσε ο γιατρός για να τον χειρουργήσει, έφερε στο προσκήνιο την κοινωνική αναλγησία με την οποία εξακολουθεί να πορεύεται μια μερίδα υπαλλήλων του Δημοσίου, που θεωρεί το κράτος και τις υπηρεσίες του λάφυρο για προσωπικό πλουτισμό.
Το παζλ της διαπλοκής -που φαίνεται να μην πτοείται ούτε από την παρουσία της τρόικας…- συμπληρώνουν τα καταχρεωμένα μέσα ενημέρωσης που, ενώ σε άλλες περιπτώσεις «χαλούν τον κόσμο» για ήσσονος σημασίας ζητήματα, αντιμετώπισαν με «συνωμοσία σιωπής» την άκρως σκανδαλιστική περίπτωση των εκμαυλισμένων συνδικαλιστών που αντάλλαξαν την -υποτιθέμενη- «εργασιακή ειρήνη», δηλαδή το δικαίωμα απεργίας των συναδέλφων τους, με το βόλεμα των βλαστών τους.
Με αυτά και με αυτά, ας μην αναρωτιούνται στην κυβέρνηση και στο Κοινοβούλιο γιατί οι πολίτες γυρνούν την πλάτη στην παραδοσιακή πολιτική τάξη, ούτε γιατί οι εταίροι και δανειστές μας επιμένουν να μείνουν εδώ και να μας έχουν σε μόνιμη και διαρκή επιτήρηση.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

«Φάκελος της Κύπρου»: Μύθοι και πραγματικότητες

Καθώς συμπληρώνονται 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αν ρωτήσει κανείς εκατό Έλληνες στο δρόμο τι νομίζουν για τον περίφημο «Φάκελο της Κύπρου», είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειονότητα, ίσως και πάνω από 90%, όσων έχουν κάτι ακούσει για το ζήτημα αυτό, θα δώσει απαντήσεις του τύπου: «κάπου είναι κρυμμένος και καταχωνιασμένος και ουδείς τολμά να τον ανοίξει…».
Οι απόψεις αυτού του είδους που αναμασιούνται ως τις μέρες από διαφόρους δημοσιολογούντες και αναπαράγονται στους ανά την επικράτεια καφενέδες είναι «συμβατές» με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων χρόνων μετά την πτώση της Χούντας που δημιούργησε έναν από τους πιο ανθεκτικούς μύθους της μεταπολιτευτικής περιόδου, τον «μύθο» που άκουγε στο όνομα «Φάκελος της Κύπρου».
Επιμένω στον χαρακτηρισμό «μύθος» γιατί «Φάκελος» με την έννοια που του προσδίδεται στη φαντασίωση πολλών δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά και για έναν ακόμη σημαντικότερο λόγο: υπόθεση, όπως αυτή του προδοτικού πραξικοπήματος στην Κύπρο που άνοιξε το δρόμο στην τουρκική εισβολή, δεν έχει ερευνηθεί ενδελεχέστερα σε όλη τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Νεαρός δημοσιογράφος ων, είχα το επαγγελματικό «προνόμιο» να παρακολουθήσω από κοντά τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής για το «άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου», την οποία συνέστησε, στις αρχές του 1986, η Βουλή έπειτα από πολλές αναβολές και ταλαντεύσεις που είχαν να κάνουν με τις κομματικές αντιδικίες της εποχής. Γι΄ αυτό και μπορώ να βεβαιώσω ότι, αν όντως… υπήρξε «Φάκελος της Κύπρου», αυτός… άνοιξε. Και… άνοιξε διάπλατα.
Η Εξεταστική Επιτροπή, η οποία λειτούργησε επί δυόμισι συναπτά έτη και ολοκλήρωσε το έργο της στις 31 Οκτωβρίου 1988, οπότε παρέδωσε το πόρισμά της που είναι δημοσιευμένο στα πρακτικά εκείνης της ημέρας. Στο διάστημα που μεσολάβησε τα 30 μέλη της Επιτροπής που ήταν βουλευτές από όλα τα κόμματα εκείνης της περιόδου έκαναν 154 συνεδριάσεις και εξέτασαν συνολικά 131 μάρτυρες.
Ανάμεσα σε εκείνους που κλήθηκαν για κατάθεση ήταν οι κρατούμενοι ακόμη τότε στον Κορυδαλλό αρχιπραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης –με τον δεύτερο να αναλαμβάνει την ευθύνη για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και να αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις. Κατέθεσαν ακόμη σχεδόν στο σύνολό τους οι εν ενεργεία και απόστρατοι αξιωματικοί που είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του ΄74, καθώς και αρκετοί πολιτικοί, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ που προσήλθε σε τρεις συνεδριάσεις της Επιτροπής και απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που περιορίστηκε να στείλει επιστολή με τις εκτιμήσεις του για τα επίμαχα γεγονότα.
Συνολικά, πάντως, τα πρακτικά της Επιτροπής καταλαμβάνουν 20.798 σελίδες, με μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα που φυλάσσονται στο αρχείο της Βουλής, στο οποίο είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει πρόσβαση, αλλά αυτό δεν γίνεται επειδή εκεί κρύβονται κάποια μυστικά, παρά μόνο από μια γενικότερη αντίληψη που επικρατεί ευρύτερα στην ελληνική δημόσια διοίκηση που δεν ταξινομεί και δεν αποχαρακτηρίζει τα αρχεία της.
Θυμάμαι, μάλιστα, ακόμη τη σκληρή μάχη που έπρεπε να δώσουμε οι δημοσιογράφοι στους κοινοβουλευτικούς διαδρόμους για να αποκτήσουμε πρόσβαση στο περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων και στα έγγραφα που προσκομίζονταν στην Επιτροπή. Παρά, πάντως, την επιμονή ορισμένων μελών της Επιτροπής να μας αποκλείσουν –είτε από αίσθηση καθήκοντος, καθώς είχαν πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο τους, είτε από προσκόλληση στους τύπους της μυστικότητας της ανακρίσεων- στις πιο κρίσιμες συνεδριάσεις καταφέρναμε και αποκτούσαμε πρόσβαση, άλλοτε συνομιλώντας με τους ίδιους τους μάρτυρες όταν μπαινόβγαιναν, και πολύ συχνά από βουλευτές που ήταν πιο «ανοιχτοί» και αντιλαμβανόταν διαφορετικά το ρόλο μιας ερευνητικής Επιτροπής που αποτελούνταν από πολιτικά στελέχη.
Το ίδιο το πόρισμα, άλλωστε, έστω και αν στο τέλος δεν συμφώνησαν μεταξύ τους τα μέλη της Εξεταστικής και κάθε παράταξη κατέθεσε τις δικές της θέσεις που ενσωματώθηκαν στο τελικό κείμενο, κατέδειξε ότι δεν υπήρχαν μείζονα μυστικά σε αυτή την υπόθεση, η οποία μπορεί να μην εξιχνιάστηκε πλήρως, αφού είναι σαφές ότι ρόλο διαδραμάτισαν και διεθνείς δυνάμεις, από ελληνικής πλευράς, όμως, έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να διερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες μια δράκα παραφρόνων που είχαν καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα διευκόλυναν τα διχοτομικά σχέδια της Άγκυρας.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής, άλλωστε, που απαρτιζόταν από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήταν το επισπεύδον στη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού διατήρησε την επιφύλαξη ότι «δεν είναι δυνατόν να βεβαιώσει ότι δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία που πιθανόν να φώτιζαν και από άλλη οπτική γωνία την κυπριακή τραγωδία», κατέληγε στο εξής συμπέρασμα:
«Η κυπριακή τραγωδία και η εξέλιξή της διδάσκουν: ότι οι δικτατορίες και τα πραξικοπήματα οδηγούν σε εθνικές καταστροφές, ότι μόνον η Δημοκρατία ως πολιτειακό σύστημα εγγυάται την ομαλότητα των εξελίξεων, και ότι η ενότητα και η ομοψυχία του λαού μας αποτελεί προϋπόθεση για την πρόοδο και την ευημερία τους Έθνους μας».
Ένα συμπέρασμα με απλές και διαχρονικές αλήθειες που, ωστόσο, δεν στάθηκαν ικανές για να διαλύσουν τον –μάλλον, βολικό- «μύθο» για τον «Φάκελο» που… δεν άνοιξε. 

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

«Μεταρρυθμίσεις», «εγκλήματα» ή τρύπες στο νερό;

            Αν πιστέψουμε την κυβέρνηση τις προηγούμενες ημέρες, με την ψήφιση από το Θερινό Τμήμα της Βουλής του νομοσχεδίου για τη λεγόμενη «μικρή ΔΕΗ», έγινε ένα μεγάλο… μεταρρυθμιστικό βήμα που παρέμενε μετέωρο για πάνω από μια δεκαετία. Και τις επόμενες ημέρες μπορεί να ξανακούσουμε να γίνεται ένα ακόμη –το λες και μεγαλύτερο…- βήμαμε την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον αιγιαλό που, αν δώσουμε βάση στις εξαγγελίες, θα κάνει την Ελλάδα έναν απέραντο Σαιν Τροπέ.   
            Αν πάρουμε, από την άλλη, τοις μετρητοίς τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης, τις μέρες που πέρασαν συντελέστηκε ένα (ακόμη…) πελώριο «εθνικό έγκλημα» ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Και, οσονούπω, όπως λένε και κάποια πανό που έχουν αναρτήσει κομματικές οργανώσεις που, κατά τα άλλα, ομνύουν πίστη και αφοσίωση στην προστασία του περιβάλλοντος, ετοιμάζεται κι ένα ακόμη μεγαλύτερο «έγκλημα» ξεπουλήματος του αιγιαλού στις παραλίες από άκρου εις άκρον της χώρας.
            Δεν ξέρει κανείς ακόμη τι θα γίνει με το νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς, καθώς το κείμενο του νομοσχεδίου δεν έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο. Αν κρίνουμε, ωστόσο, από το προηγούμενο της ΔΕΗ, μάλλον τα πράγματα θα εξελιχθούν με τρόπο που ούτε οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί περί δήθεν μεταρρύθμισης θα ισχύσουν, ούτε οι βερμπαλιστικές προβλέψεις της αντιπολίτευσης για το «μεγάλο ξεπούλημα» θα εκπληρωθούν.
            Τι έγινε με τη ΔΕΗ; Πίσω από το θόρυβο για το υποτιθέμενο δημοψήφισμα που ήθελε να προκαλέσει η αντιπολίτευση και τη σπουδή της κυβερνητικής πλευράς να το περάσει άρον – άρον, όπως ζητούσε η τρόικα, ψηφίστηκε ένα νομοθέτημα το οποίο οι ίδιοι που τον ενέκριναν παραδέχονται ότι δεν πρόκειται να εφαρμοστεί έτσι όπως διατυπώθηκαν οι όροι για την κατάτμηση της δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού.
            Με λίγα λόγια προβλέφθηκε ότι το τμήμα της ΔΕΗ, το 30%, που θα αποσπαστεί από τη σημερινή επιχείρηση με στόχο να πωληθεί σε ιδιώτες θα αποτελεί στην πραγματικότητα έναν «κλώνο» της, ο οποίος για τουλάχιστον μια πενταετία από την κατακύρωση του διαγωνισμού θα λειτουργεί επί της ουσίας με τα ίδια κριτήρια που λειτουργεί η σημερινή ενιαία –και, μην ξεχνάμε, καταχρεωμένη και άρα ανίκανη να κάνει νέες επενδύσεις- εταιρία.
            Υπό αυτές τις συνθήκες μάλλον μόνον ένας… τρελός μπορεί να εμφανιστεί ως επενδυτής και να βάλει τα λεφτά του στον «κλώνο» μιας επιχείρησης που έχει μεγάλα προβλήματα, τα οποία δεν θα μπορεί να τα αντιμετωπίσει καθώς θα είναι υποχρεωμένος να διατηρήσει, για παράδειγμα, απαράλλακτο το εργασιακό καθεστώς, όπως επίσης και τους (πολυτελείς) όρους αποζημίωσης που ισχύουν για απαλλοτριώσεις σε περιοχές που υπάρχουν ή θα αναπτυχθούν εργοστάσια της επιχείρησης.
            «Πιο πιθανό είναι να γίνω εγώ… αστροναύτης, παρά να βρεθεί αγοραστής για τη μικρή ΔΕΗ…», έλεγε τις μέρες της –υποτιθέμενης, κατά το δημοσιογραφικό στερεότυπο, «θυελλώδους»- συζήτησης στη Βουλή σοβαρός κοινοβουλευτικός που ήταν από τους λίγους που είχε μελετήσει το νομοσχέδιο και είχε γνώση των τελικών ρυθμίσεων, όπως ψηφίστηκε μέσα στη κομματική διαπάλη για το αν θα επιτύγχανε η «πρόζα τζενεράλε» της αντιπολίτευσης για τη συγκέντρωση των 121 βουλευτών που μπορεί να μπλοκάρουν την επικείμενη προεδρική εκλογή.
            Η έγνοια των περισσοτέρων βουλευτών και από εκείνους που το ψήφισαν και από όσους το καταψήφισαν, εξαντλήθηκε στο παιχνίδι των πολιτικών εντυπώσεων γύρω από τις 120 υπογραφές για το δημοψήφισμα (που ούτως ή άλλως δεν θα γινόταν, αφού στην τελική φάση ήθελε 180 ψήφους) και σχεδόν κανείς δεν ασχολήθηκε με το περιεχόμενο του νομοσχεδίου το οποίο διαμορφώθηκε με τρόπο που καθιστά αδύνατη την αποκρατικοποίηση.
            Θυμίζοντας εκείνο το αμίμητο που έλεγαν στο πάλαι ποτέ ανατολικό μπλοκ ότι «το κράτος έκανε πως μας πλήρωνε κι εμείς κάναμε πως δουλεύουμε», οι κυβερνητικοί ιθύνοντες υπό την πίεση της τρόικας (η οποία είναι ακόνη εδώ…)  έκαναν μια υποτιθέμενη «μεταρρύθμιση», η οποία θα αποδειχθεί στην πράξη «μια τρύπα στο νερό».   
            Και, δυστυχώς, όσο διαρκεί η ατέρμονη προεκλογική περίοδος στην οποία βρισκόμαστε μόνον «τρύπες στο νερό» θα γίνονται…

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Το Μουντιάλ, οι Γερμανοί και εμείς

Την ώρα που οι δικοί μας ποδοσφαιριστέςοι οποίοι συμμετείχαν στο Μουντιάλ έστελναν από τη Βραζιλία γράμμα απόγνωσης στον πρωθυπουργό για να του πουν ότι δεν θέλουν πριμ για τη συμμετοχή τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά ένα προπονητικό κέντρο που λείπει παντελώς από τη χώρα μας μετά το κλείσιμο του Αγίου Κοσμά, οι Γερμανοί συνάδελφοί τους απολάμβαναν κάτι που καμία άλλη ομάδα από τις συμμετέχουσες στο Μουντιάλ δεν μπορούσε να διανοηθεί: ένα ολόδικο τους προπονητικό κέντρο που κατασκευάστηκε μέσα σε λίγους μήνες στην άλλη άκρη του κόσμου.
Αμέσως μετά την κλήρωση των αγώνων, τον περασμένο Δεκέμβριο, Γερμανοί αρχιτέκτονες ταξίδεψαν στη Βραζιλία και επέλεξαν ένα ιδανικό μέρος για να εγκλιματισθούν οι συμπατριώτες τους ποδοσφαιριστές στις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής και έστησαν εκεί ένα προπονητικό κέντρο που, εκτός των άλλων, εξασφάλιζε την απομόνωση των παικτών αλλά,ταυτόχρονα, καιτην εύκολη πρόσβασή τους προς τα στάδια που επρόκειτο να αγωνιστούν.
Μετά τους αγώνες του Μουντιάλ, οι εγκαταστάσεις θα αξιοποιηθούν ως τουριστικός προορισμός και τα χρήματα που επενδύθηκαν σε 14 διώροφες επαύλεις θα αποσβεστούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και θα αφήσουν και κέρδη σε εκείνους που εκπόνησαν και χρηματοδότησαν το σχέδιο. 
Η συνέχεια της ίδιας είδησης θα μπορούσε να είναι αυτό που τώρα αποκαλύπτεται: επί δύο χρόνια οι σπουδαστές της Αθλητικής Σχολής της Κολωνίας (κάτι, υποτίθεται, σαν τα δικά μας ΤΕΦΑΑ) μελετούσαν τα πάντα γύρω από τους Βραζιλιάνους παίκτες και έδωσαν έτοιμη δουλειά στο προπονητικό τημ της Εθνικής Ομάδας τους, το οποίο κατέστρωσε το σχέδιο που οδήγησε στο αδιανόητο 7-1 με το οποίο σάρωσαν οι Γερμανοί τους διοργανωτές του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Μπορεί, αλήθεια, να φανταστεί κανείς ότι ένα ελληνικό Πανεπιστήμιο –από τα ουκ ολίγα που έχουμε…- μπορούσε να αναλάβει και να φέρει σε πέρας ένα αντίστοιχο πρόγραμμα;  Δεν νομίζω. Όταν οι ιθύνοντες του ποδοσφαίρου μας δεν ήξεραν ποιος και γιατί έβγαλε εισιτήριο στον Φερνάντο Σάντος για να γυρίσει στην Πορτογαλία και να μην συνοδεύσει τους ποδοσφαιριστές του στην επιστροφή στην Αθήνα, πάει πολύ να σκεφθεί κάποιοςότι θα κάνουν τόσο… πολύπλοκα πράγματα.
Αλλά, ακόμη χειρότερα, πως μπορεί να περιμένει κανείς σχέδια για κατασκευή προπονητικού κέντρου στο εξωτερικό, από μια χώρα στην οποία, μόλις πριν από δέκα χρόνια καταχρεώθηκε για να διασπαρούν σε όλη την Αττική στάδια, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, που τώρα προορίζονται για… εμπορικά κέντρα, ενώ η Εθνική Ομάδα παραμένει ανέστια και απαιτείται η παρέμβαση του πρωθυπουργού για να μπορέσουν να προπονούνται οι διεθνείς ποδοσφαιριστές μας για τις επόμενες μεγάλες διοργανώσεις.
Κακοφάνηκε σε πολλούς Έλληνες ο αποκλεισμός της Εθνικής Ομάδας από το Μουντιάλ. Όπως στους περισσότερους εξ αυτών μάλλονκακοφάνηκε,για λόγους που έχουν να κάνουν με τα εθνικά μας στερεότυπα –«να μη χαρεί η Μέρκελ» και άλλα τέτοια φοβερά «επιχειρήματα»- η σαρωτική επικράτηση των Γερμανών επί των Βραζιλιάνων, αλλά και η υψηλή πιθανότητα να φέρουν το τρόπαιο πίσω στην Ευρώπη.
Κακά τα ψέματα, όμως, και οι αυταπάτες. Όπως γίνεται σαφές από τα παραπάνω, ήταν μια επικράτηση που δεν ήρθε διόλου τυχαία, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας επιστημονικά οργανωμένης δουλειάς που στη συγκεκριμένη χώρα γίνεται ακόμη και στο ποδόσφαιρο. Το ίδιο ακριβώς, δηλαδή, που δεν γίνεται εδώ. Και φυσικά όχι μόνο στο πδοδόσφαιρο…

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ούτε με τον Κατρούγκαλο, ούτε με τον Ταμήλο!

            Η υπεύθυνη στάση που επέδειξαν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ, επιστρέφοντας στην εργασία τους, αλλά και η ωριμότητα της πλειονότητας των συνδικαλιστών τους, που σταμάτησαν τις τυφλές κινητοποιήσεις και απομόνωσαν τις δυνάμεις που επενδύουν στην κοινωνική σύγκρουση, συνιστά ένα πολυσήμαντο μήνυμα με πολλούς αποδέκτες.
            Είναι, κατ΄  αρχήν, ένα μήνυμα προς όσους φαντασιώνονταν θερινές εφόδους στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, όπως ο αξιότιμος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος, ο οποίος –καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, αλίμονο!- καλούσε τους εργαζομένους σε «πολιτική ανυπακοή» κόντραστη δικαστική απόφαση που έκρινε παράνομη την απεργία, αλλά και την επίταξη που ακολούθησε.
            Είναι, ταυτόχρονα, και ένα μήνυμα στους ακραίους –λαϊκιστές και όχι μόνο- της συγκυβέρνησης που,δεν φθάνει που άλλα έλεγαν και άλλα κάνουν, κατέφυγαν σε έναν επικοινωνιακό κουρνιαχτό, στοχεύοντας τους συνδικαλιστές της ΔΕΗ που αποδείχθηκαν, εν τέλει, πολύ πιο υπεύθυνοι από τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες οι οποίοι παρουσίασαν στη Βουλή ένα εκτρωματικό νομοσχέδιο πουήταν γραμμένο στο γόνατο και έως την ψήφισή του θα χρειαστεί να αλλάξει αρκετές φορές για να γίνει –αν γίνει…- εφαρμόσιμο.
            Προς μεγάλη, λοιπόν, απογοήτευση όσων επενδύουν πολιτικά στην κοινωνική ένταση και στη βίαιη ανατροπή, αποδείχθηκε για άλλη μια φορά ότι στις ανοικτές αστικές και δημοκρατικές κοινωνίες, όπως είναι και, ευτυχώς, παραμένει –παρά τα μεγάλα προβλήματα και τον κατακερματισμό της- η ελληνική κοινωνία, αποδείχθηκε ότι οι επαναστάσεις δεν είναι του… συρμού.
Ο καθημερινός αγώνας για το δύσκολο μεροκάματο (όσων το έχουν ακόμη….) και την κάλυψη των υποχρεώσεων που βαραίνουν τα περισσότερα νοικοκυριά, φαίνεται ότι προέχει από την «επαναστατική γυμναστική» στην οποία την καλούν πολιτικές δυνάμεις που έχουν (;) την ψευδαίσθηση ότι τα προβλήματα λύνονται δια μιας και αυτόματα μέσα από την αποκαλούμενη «κινηματική δράση».
Εδώ να ανοίξω μια-χρήσιμη, νομίζω- παρένθεση για να παραθέσω τη διαπίστωση που με έκδηλη απογοήτευση έκανε προ ημερών από του βήματος της Βουλής ο «πολύς» Ηλίας Κασιδιάρης, ο βουλευτής του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, ο οποίος, έπειτα από ένα κρεσέντο ανοίκειων επιθέσεων κατά της Δικαιοσύνης, κατέληξε λέγοντας: «Δυστυχώς, ο κόσμος δεν εξεγείρεται…».
Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών που αναμφισβήτητα δοκιμάζεται από τις μνημονιακές πολιτικές, την ύφεση και την ανεργία, είναι βέβαιο ότι θέλει να ανατραπεί η σημερινή δυσμενής πραγματικότητα. Διαθέτει, όμως,εκείνη τη συλλογική «σοφία»που την κάνει να αντιλαμβάνεται ότι η ανατροπή δεν μπορεί να είναι αυτόματη. Και γι΄  αυτό δεν γοητεύεται (πλειοψηφικά, τουλάχιστον), ούτε από τα κελεύσματατουΚατρούγκαλου, ούτε από τις προτροπές του Κασιδιάρη.
Όλα αυτά, όμως, κάθε άλλο παρά δικαιώνουν τη σημερινή συγκυβέρνηση, η οποία δεν δικαιούται να πανηγυρίζει για την τροπή των πραγμάτων. Εφόσον, βεβαίως, δεν την απασχολούν οι επικοινωνιακού χαρακτήρα πρόσκαιρες νίκες, όπως ενδεχομένως θα διαπιστώσουν κάποιοι ότι πέτυχε –λέτε λόγω των «επιχειρημάτων» του Ταμήλου και Άδωνι;- με την αναστολή της απεργίας των εργαζομένων της ΔΕΗ.
Η επίκληση της εποχής που ζούσαμε χωρίς ηλεκτρικό, όπως και ηεπιχειρηθείσαδαιμονοποίηση των συνδικαλιστών δεν αρκούν για να πειστεί η κοινή γνώμη ότι το εγχείρημα του κατάτμησης της δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού, που κανείς δεν έχει αντιληφθεί αν είναι ευρωπαϊκή υποχρέωση ή απλή απαίτηση της τρόικας, αποβαίνει προς όφελος της χώρας και των καταναλωτών ενέργειας, όταν μάλιστα το νομοσχέδιο ψηφίζεται με διαδικασίες που προσβάλουν βάναυσα τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς.
Το πάθημα της πρόσφατης ευρωκάλπης όταν ένας στους τρεις ψηφοφόρους του 2012 εγκατέλειψε τα κόμματα της συγκυβέρνησης, μάλλον δεν έγινε μάθημα. Θα γίνει ίσως στις επόμενες εκλογές όταν θα ακολουθήσουν και άλλοι που μπορεί να μην… επαναστατούν, όπως θα ήθελαν –καθένας για τους λόγους του- ο Κατρούγκαλος με τον Κασιδιάρη, αλλά προσβάλλονται τόσο από τους ισχυρισμούς του (κάθε…)Ταμήλου και Γεωργιάδη, όσο, ακόμη περισσότερο, και από τον τρόπο με τον οποίο νομοθετεί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ενέργειας.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Εθνική συλλογική μεμψιμοιρία



            Παρακολουθώ με –κοινωνιολογικό, κυρίως- ενδιαφέρον την ασυγκράτητη μεμψιμοιρία στην οποία επιδόθηκαν πάμπολλοι συμπολίτες μας από την επομένη του αποκλεισμού της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου από την επόμενη φάση του Μουντιάλ και την αδυναμία της να προκριθεί στις 16 καλύτερες ομάδες του πλανήτη.
            Οι ίδιοι, κατά βάση, που αποθέωναν μέχρι την παραμονή του αγώνα παίκτες και προπονητή, έσπευσαν πρώτοι να σηκώσουν την πέτρα του αναθέματος. Με την ίδια ευκολία που είχαν καταδικάσει την ομάδα αμέσως μετά το ατυχές αποτέλεσμα με την Κολομβία και λίγες μέρες μετά και την οριακή νίκη επί της Ακτής Ελεφαντοστού μιλούσαν για το… πεπρωμένο της φυλής που θα μας οδηγούσε στο να «σηκώσουμε το τιμημένο», άρχισαν να μοιράζουν ευθύνες.
            Δεν είναι κακό να γίνεται κριτική. Άλλωστε, οι περισσότεροι που αγαπούν το ποδόσφαιρο γι΄ αυτό το βλέπουν είτε από τις εξέδρες είτε από τις τηλεοράσεις. Για να κάνουν τους προπονητές του… καναπέ και να έχουν άποψη για όλα όσα γίνονται εντός και εκτός των αγωνιστικών χώρων. Άλλο, όμως, η κριτική και άλλο η –ανθρωποφαγικών διαστάσεων- μικρόψυχη μεμψιμοιρία που ακολούθησε το παιχνίδι της Κυριακής.
Για κάποιους όλη την ευθύνη για τον αποκλειστικό από την Κόστα Ρίκα την έχει ο Σάντος και μόνον ο Σάντος. Πορτογάλος γαρ, άρα όχι και τόσο… «ελληνόψυχος». Για άλλους φταίει ο… γάμος του Παπασταθόπουλου, ακόμη και η… πεθερά του. Για να μην θυμηθούμε την άθλια καμπάνια εις βάρος του Κατσουράνη που είχε ξεκινήσει λίγες μέρες νωρίτερα και επεκτάθηκε σαν την… πανούκλα στο Διαδίκτυο.
Σε κανενός από όλους αυτούς το μυαλό δεν πέρασε το πολύ απλό: ότι τόσο αξίζαμε και τόσο πήραμε. Η χώρα μας δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει σε προβλεπτό διάστημα σταθερή ποδοσφαιρική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχει για τα διεθνή δεδομένα μικρομεσαίους ποδοσφαιριστές που μπορούν να πάνε λίγο καλύτερα ή λίγο χειρότερα από την πραγματική αξία τους. Αλλά όσο και αν υπερβάλουν εαυτούς όταν παίζουν με τα εθνικά χρώματα, το ποδοσφαιρικό θαύμα του 2004 δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται εσαεί.        
            Δεν θα με απασχολούσε το ζήτημα, αν είχα την πεποίθηση ότι αυτό που συμβαίνει μετά την ατυχή έκβαση του αγώνα με την Κόστα Ρίκα είναι ένα φαινόμενο που περιορίζεται μόνο στα ποδοσφαιρικά πράγματα. Με απασχολεί, όμως, επειδή, ατυχώς, επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας σφαίρας. Και συνάμα αποτελεί τη συνήθη δικαιολογητική βάση για την προσωπική αποτυχία σε υπερφίαλους στόχους.
Πρόκειται, δυστυχώς, για ένα εκτεταμένο φαινόμενο που αποτυπώνει μια διάχυτη νοοτροπία η οποία διατρέχει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Το μέρος εκείνο που δεν έχει –και δεν θέλει να έχει- επίγνωση της ορθολογικής διάστασης των πραγμάτων, είτε αυτά είναι πολιτικά, είτε οικονομικά, είτε κοινωνικά.
Είναι η ίδια νοοτροπία που δημιουργεί την πεποίθηση σε πολλούς συνέλληνες ότι το μνημόνιο έφερε τη χρεοκοπία και όχι η χρεοκοπία το μνημόνιο. Μια πεποίθηση που εδράζεται στην απολύτως βολική ερμηνεία της απόσεισης των δικών μας συλλογικών και ατομικών ευθυνών και της μετάθεσης τους σε άλλους. Έκφραση της ίδιας νοοτροπίας αποτελεί, εξάλλου, η απαίτηση να μας χαρίσουν τα χρέη μας ευρωπαϊκές χώρες με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από το δικό μας.
Είναι, σε μια άλλη διάσταση, η ίδια νοοτροπία που αποδίδει την αποτυχία των μαθητών της Α΄ Λυκείου στην Τράπεζα Θεμάτων από την οποία επελέγησαν τα (μισά…) θέματα των εξετάσεων που διαγωνίστηκαν όλοι οι μαθητές. Προφανώς, ούτε που περνάει από το μυαλό όλων αυτών που βάλουν κατά του τρόπου εξέτασης ότι οι εξετάσεις δεν γίνονται για να είναι όλοι αριστούχοι, αλλά για να ξεκαθαρίσουν οι καλύτεροι από τους λιγότερους καλούς.
Από το ποδόσφαιρο, λοιπόν, ως το μνημόνιο και από το δημόσιο χρέος ως την Παιδεία, οι νοοτροπίες είναι ίδιες και απαράλλακτες. Η συλλογική μεμψιμοιρία και η συνακόλουθη αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων φαίνεται ότι αποτελεί  το εθνικό μας σπορ. Ένα σπορ που τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως βολικό άλλοθι για να αρνούμαστε την πραγματικότητα. Και, βεβαίως, να μην πασχίζουμε να την αλλάξουμε. Αφού πάντα οι… άλλοι –οι «κακοί»- φταίνε.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Η Δικαιοσύνη και οι μνημονιακές περικοπές



            Χωράει πολλή συζήτηση η κυβερνητική τροπολογία για την αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων των δικαστικών στο επίπεδο που ήταν τον Αύγουστο του 2012, όπως είχε αποφασίσει το λεγόμενο «Μισθοδικείο», το οποίο ακύρωσε τις τελευταίες μνημονιακές περικοπές των δικαστών, παρότι ανάλογες περικοπές υπέστησαν όλες οι κατηγορίες εργαζομένων στο δημόσιο.
            Είναι αλήθεια ότι οι δικαστικοί είναι μια ειδική κατηγορία εργαζομένων, καθώς η Δικαιοσύνη από την εποχή του Μοντεσκιέ αποτελεί μια ξεχωριστή εξουσία, με διακριτό ρόλο από τις άλλες δύο: την εκτελεστική, δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση, και τη νομοθετική, δηλαδή το Κοινοβούλιο.
            Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η δικαστική εξουσία είναι εκείνη που υπεισέρχεται στα εδάφη των άλλων εξουσιών, αφού με την απόφασή της υποχρέωσε την κυβέρνηση να εισηγηθεί και τη Βουλή να ψηφίσει την (μερική) ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής που, όπως και να το κάνουμε, ανήκει στις δικές της αρμοδιότητες.
Η υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς την ίδια περίοδο που λαμβάνεται η συγκεκριμένη απόφαση, στην πλειονότητά τους οι δικαστικές κρίσεις, ακόμη και όταν αφορούν τις… ταπεινές καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, κατατείνουν στη δικαίωση των μνημονιακών μέτρων με το επιχείρημα της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος.
Γι΄ αυτό και όσοι έσπευσαν να θεωρήσουν ότι η απόφαση των δικαστικών που αφορούσε στις δικές τους απολαβές θα μπορούσε να οδηγήσει στο «ξήλωμα» της ασφυκτικής μνημονιακής πίεσης, μάλλον απογοητεύθηκαν από τη συνέχεια.
            Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι η ποιότητα της Δικαιοσύνης είναι συνυφασμένη  με το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των λειτουργών της. Ούτε, νομίζω, μπορεί να αντιλέξει κάποιος ότι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστών και των εισαγγελέων αποτελεί μια από τις βασικές υποχρεώσεις της ελληνικής Πολιτείας.
            Υπό αυτή την έννοια, αν δεχθούμε ότι η επίδικη απόφαση για την αναδρομική διόρθωση του μισθολογίου των λειτουργών της Θέμιδος στοχεύει στο να καταδείξει ότι οι Έλληνες δικαστές μπορούν απερίσπαστοι να επιτελούν το έργο τους, τότε καλώς ελήφθη, αφού η Δικαιοσύνη είναι το καταφύγιο για κάθε αδύνατο και κάθε αδικούμενο.
            Ωστόσο, οι μισθολογικές απολαβές δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι το μοναδικό κριτήριο για την ποιότητα της Δικαιοσύνης. Και, έτσι, τα λίγα επιπλέον εκατομμύρια ευρώ με τα οποία θα επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός μάλλον δύσκολα θα καταφέρουν να αλλάξουν τον αποκαρδιωτικό τρόπο με τον οποίο, κατά γενική ομολογία, απονέμεται η δικαιοσύνη στη χώρα μας.
            Κακά τα ψέματα, μια από τις μεγάλες απειλές για την κοινωνική και οικονομική συνοχή στις μέρες μας αποτελεί η τεράστια καθυστέρηση η οποία παρατηρείται στην εκδίκαση των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων που σε αρκετές περιπτώσεις –και παρά τα επανειλημμένα μέτρα για την επιτάχυνση της απονομής- καταλήγει σε αρνησιδικία.
            Η πολυνομία, η γραφειοκρατία, οι απαρχαιωμένες δομές του νομικού μας συστήματος, η έλλειψη του απαραίτητου προσωπικού και των αναγκαίων υποδομών είναι σίγουρα ορισμένοι από τους παράγοντες που συμβάλουν καθοριστικά σε αυτό το δυσμενές αποτέλεσμα το οποίο δεν τιμά την ελληνική Πολιτεία.
Εξίσου σίγουρο, όμως, είναι ότι αν οι δικαστικοί λειτουργοί και τα συνδικαλιστικά τους όργανα επιδείξουν τον ίδιο ζήλο, με τον οποίο επιδόθηκαν στη διεκδίκηση της επαναφοράς των μισθολογικών περικοπών που υπέστησαν, μπορούν να ανατρέψουν όλα αυτά τα αρνητικά φαινόμενα.
Και αυτή η ανατροπή είναι βέβαιο ότι θα αποφέρει -και στους ίδιους και στην ελληνική κοινωνία- μεγαλύτερο κέρδος από την μερική ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Τα όρια του κομματικού ανταγωνισμού



            Ο ανταγωνισμός των κομμάτων είναι συνήθως σκληρός και η διεκδίκηση της εξουσίας είναι τις περισσότερες φορές μια αδυσώπητη μάχη που δεν υπακούει πάντα σε κανόνες της κοινής ηθικής, αλλά στη λογική του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
            Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται, δυστυχώς, ότι έχουμε συνηθίσει στην αντίληψη ότι ανάμεσα στα ελεγκτικά καθήκοντα της αντιπολίτευσης μπορεί να συμπεριλαμβάνεται και η άνευ όρων «στοχοποίηση» του πολιτικού αντιπάλου.
            Η τακτική, ωστόσο, του διαρκούς δικανικού θορύβου γύρω από την υπόθεση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά στην οποία επιδίδεται ο ΣΥΡΙΖΑ για να εκθέσει τον Ευάγγελο Βενιζέλο, φαίνεται να ξεπερνά τα γνωστά εσκαμμένα του κομματικού ανταγωνισμού.
Με μια ακατάσχετη σκανδαλοθηρική διάθεση, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί επί σχεδόν ένα χρόνο τώρα να συντηρήσει στην επικαιρότητα μια υπόθεση για την οποία δεν έχει καταφέρει να προσκομίσει ούτε ένα στοιχείο που να δημιουργεί υποψίες ότι οι πράξεις του κ. Βενιζέλου –στην ουσία ο νόμος που ψηφίστηκε από τη Βουλή όταν ήταν υπουργός Άμυνας για να παραμείνουν σε λειτουργία τα Ναυπηγεία- έβλαψαν όντως τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου.
Με καθυστέρηση μηνών και αφού ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ προκάλεσε επανειλημμένα τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα να αφήσει τους υπαινιγμούς και να κάνει πράξη την απειλή για πρόταση σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής, η υπόθεση απασχόλησε τη Βουλή τον περασμένο Δεκέμβριο σε μια πολύωρη συνεδρίαση, η οποία μάλλον κατέρριψε παρά ενίσχυσε την επιχειρηματολογία των στελεχών της αντιπολίτευσης.
Μετά ταύτα, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους παρέχει το Σύνταγμα και να υποβάλουν, εφόσον διατηρούσαν τις αμφιβολίες τους, πρόταση για Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης, που η σχετική απόφαση της Βουλής λαμβάνεται, μάλιστα, με μυστική ψηφοφορία, επέλεξαν να εμπλέξουν στους κομματικούς σχεδιασμούς τους τη Δικαιοσύνη.
Συγκέντρωσαν, λοιπόν, τα πρακτικά των κοινοβουλευτικών συζητήσεων, τα έβαλαν σε ένα φάκελο και τα έστειλαν στην εισαγγελία, όταν είναι γνωστό ακόμη και στους πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής ότι –κακώς ή καλώς- για τα όποια υπουργικά αδικήματα το Σύνταγμά μας δεν προβλέπει έρευνα από τις δικαστικές αρχές, καθώς αυτή η αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικά στη Βουλή.
Με τη γνωστή… ταχύτητα της, η ελληνική Δικαιοσύνη επέστρεψε τις προηγούμενες ημέρες στη Βουλή τον φάκελο που είχε παραλάβει ένα εξάμηνο νωρίτερα από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς, όπως ήταν φυσικό και νομικά επιβεβλημένο, να κάνουν καμία επιπλέον έρευνα.
Η εν πολλοίς αναμενόμενη αυτή εξέλιξη ουδόλως εμπόδισε την επικοινωνιακή «καταιγίδα» που ακολούθησε μόλις έγινε γνωστή η επιστροφή της «δικογραφίας» στη Βουλή, με νέες καταγγελίες για συγκάλυψη και σύνδεση της υπόθεσης με το –υποτιθέμενο- πρόωρο κλείσιμο της Βουλής.
Η πραγματικότητα, βεβαίως, είναι άλλη. Αλλά ποιος νοιάζεται γι΄ αυτήν; Σίγουρα δεν νοιάζονται τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή του τόπου με ασύστατους υπαινιγμούς εναντίον των αντιπάλων τους, αδιαφορώντας αν αυτή η τακτική τους κάνει αρκετούς πολίτες να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς.
Διότι, αν πράγματι το ενδιαφέρον του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να βρεθεί η αλήθεια θα είχε παρουσιάσει τα στοιχεία εκείνα που διαθέτει και που, κατά την άποψη του, συνιστούν το σκάνδαλο που αορίστως καταγγέλλουν τα στελέχη του, με μόνο στόχο να πληγεί ο πολιτικός τους αντίπαλος. Και επιπλέον, όταν ήταν γνωστό ότι αργά ή γρήγορα η Ολομέλεια της Βουλής θα τερμάτιζε –λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα- τις εργασίες της, θα φρόντιζε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντί να στείλει τα πρακτικά στην εισαγγελία, να προτείνει το ίδιο εγκαίρως τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής.
Αλλά, όπως είπαμε και στην αρχή, όταν στην αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων δεν υπάρχουν όρια και επικρατεί το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», τότε, ειδικά στις ειδικές συνθήκες των άκρων που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, δύσκολα κανείς μπορεί να περιμένει κάτι καλύτερο.