Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Το ΠΑΣΟΚ «προώρισται να ζήσει και θα ζήσει»

 Η αθρόα και κατά πολλούς αναπάντεχη συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη νέου ηγέτη του κινήματος Αλλαγής συνιστά από μόνη του ένα πολυσήμαντο πολιτικό γεγονός που δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο που πιστεύει στους δημοκρατικούς θεσμούς και θέλει να ζει σε μια κοινωνία που απαρτίζεται από μέλη τα οποία συμμετέχουν στα κοινά και δείχνουν συμπεριφορά υπεύθυνου πολίτη.

Εκ πρώτης, λοιπόν, όποιος βρέθηκε την Κυριακή σε οποιαδήποτε από τις πολλές ουρές που σχηματίστηκαν στους χώρους που ψήφιζαν τα μέλη και οι φίλοι του ΠΑΣΟΚ, είναι βέβαιο ότι πήρε μια καλή γεύση από μια κομματική διαδικασία που εξελίχθηκε σε νίκη της Πολιτικής και θρίαμβο της δημοκρατικής συμμετοχής.

Αψηφώντας τις ειδικές συνθήκες που συνιστούσε το γεγονός ότι, εν μέσω της ευρισκόμενης σε έξαρση πανδημίας του κορωνοϊού, έπρεπε να στηθούν σε ουρές για να μπουν και να ψηφίσουν σε κλειστές αίθουσες, ηλικιωμένοι στην πλειονότητά τους συμπολίτες μας περίμεναν καρτερικά και χωρίς διαμαρτυρίες να έρθει η σειρά τους για να εκπληρώσουν το δημοκρατικό τους καθήκον. Ένα καθήκον που στους περισσότερους το επέβαλε η συνείδησή τους και μόνο.

Είναι, άλλωστε, πολύ δύσκολο να βρει κάποιος άλλο λόγο που να εξηγεί την προσέλευση τόσων πολλών ανθρώπων στις κάλπες ενός κατά τεκμήριο μικρού, πλέον, κόμματος το οποίο είναι για σχεδόν επτά χρόνια έξω από τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας, πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί κοινή πεποίθηση όλων αυτών πως όταν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας προσέφερε θετικές υπηρεσίες στην πατρίδα και στους πολίτες. Ήταν, κακά ψέματα, μια ψήφος πρωτίστως ευγνωμοσύνης και δευτερευόντως προσδοκίας.

Η ίδια, πιθανότατα, προαίρεση είναι και αυτή που καθόρισε και τη σειρά κατάταξης των υποψήφιων. Για όσους δεν αρέσκονται στις συνωμοσιολογικές εξηγήσεις των πραγμάτων και τείνουν ευήκοον ους στα εκάστοτε μηνύματα της κοινωνίας, η καθαρή επικράτηση του Νίκου Ανδρουλάκη υπήρξε μια σαφής επιβράβευση του 42χρονου ευρωβουλευτή ο οποίος, από τη μια, δεν απομακρύνθηκε από το ΠΑΣΟΚ στα χρόνια της φθοράς του και, από την άλλη, όντας ο νεότερος από τους βασικούς διεκδικητές της ηγεσίας είναι εκείνος που δεν έχει στην πλάτη του τα βαρίδια της εφαρμογής μνημονιακών πολιτικών.

Οι φίλοι του Κινήματος Αλλαγής παραγνώρισαν το γεγονός ότι ο νέος εκλεκτός τους δεν έχει τη βουλευτική ιδιότητα και άρα η παράταξή τους θα είναι κατά κάποιον τρόπο κοινοβουλευτικά ακέφαλη για το διάστημα (μικρό ή μεγαλύτερο, ουδείς γνωρίζει) που απομένει ως τις επόμενες εκλογές. Του συγχώρησαν επίσης πολλές από τις αδυναμίες που επέδειξε, ανάμεσα στις οποίες ήταν αναμφισβήτητα η αναποφασιστικότητα να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα. Προέκριναν μάλλον το γεγονός ότι είναι πολιτικός της νέας εποχής που δεν αρέσκεται στις συγκρούσεις.

Όλα δείχνουν ότι η νίκη του κ. Ανδρουλάκη δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από έκφραση του αισθήματος πολιτικής αυτοσυντήρησης των κοινωνικών δυνάμεων που εκφράστηκαν τα τελευταία 47 χρόνια από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη, του Γιώργου Παπανδρέου, του Ευάγγελου Βενιζέλου και της Φώφης Γεννηματά.

Γι΄ αυτό και εάν υπάρχει ένα κεντρικό συμπέρασμα που εξάγεται από την κάλπη για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, νομίζω ότι αυτό συμπυκνώνεται στην παράφραση μιας διάσημης φράσης του Χαριλάου Τρικούπη που στην προκείμενη περίπτωση είναι ότι το ΠΑΣΟΚ «προώρισται να ζήσει και θα ζήσει».

Επειδή, ωστόσο, στην πολιτική οι εξελίξεις δεν είναι ποτέ ευθύγραμμες, το πως θα ζήσει το ΠΑΣΟΚ -και για την ακρίβεια αν θα αποκτήσει εκ νέου πρωταγωνιστικό ρόλο ή θα συνεχίσει να περιορίζεται σε ρόλο κομπάρσου στην πολιτική ζωή του τόπου- εξαρτάται εν πολλοίς από την ηγετική στόφα που θα επιδείξει ο νέος αρχηγός του.

Υπό αυτή την έννοια, ο κ. Ανδρουλάκης, ο οποίος όλα δείχνουν ότι θα είναι εκείνος που θα κόψει πρώτος το νήμα και την επόμενη Κυριακή, καλείται να πάρει γενναίες πρωτοβουλίες αφενός για να επιτύχει την ενότητα της Κεντροαριστεράς και αφετέρου για να προβάλλει αξιόπιστη εναλλακτική πρότασης εξουσίας. Κάτι που αδυνατεί να κάνει δυόμισι χρόνια τώρα το κόμμα που αναδείχθηκε τον Ιούλιο του 2019 στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Άλλωστε, μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να παραγνωρίζει ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σπατάλησε τη μοναδική ευκαιρία που της δόθηκε, καθώς αποδείχθηκε ανίκανη να εκμεταλλευθεί την τύχη που επεφύλαξε η μνημονιακή κρίση σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, το οποίο αποδείχθηκε ανίκανο να καλύψει το κενό που βρήκε στον χώρο του Κέντρου, που είναι χώρος ευθύνης και λογικής.

Όπως και να έχει, πάντως, η προσπάθεια για να αποκατασταθεί η τάξη πραγμάτων στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς δεν τέλειωσε αυτή την Κυριακή ούτε θα τελειώσει την επόμενη με την πανηγυρική κατά τα φαινόμενα ανάδειξη του νέου αρχηγού στο Κίνημα Αλλαγής. Με τη στάση που τήρησαν, οι 270 χιλιάδες πολίτες που πήγαν στην κάλπη έβαλαν πολύ ψηλά τον πήχη στον επόμενο πρόεδρο του, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τον υπερβεί αν θέλει να δικαιώσει την εντολή που ζήτησε και έλαβε.

Ανεξαρτήτως, εξάλλου, εκλογικού αποτελέσματος, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι επόμενες βουλευτικές κάλπες θα δώσουν το έναυσμα για μια ριζική αναδιάρθρωση του υφιστάμενου εκλογικού σκηνικού, το οποίο, όπως μαρτυρούν όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης και κατέδειξαν οι κάλπες του ΚΙΝΑΛ, βρίσκεται σε φάση μετάβασης.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Με «Ιερεμιάδες» και… κατάρες δεν αρθρώνεται εναλλακτική πρόταση

 Η ανακοίνωση την περασμένη Τρίτη της απόφασης του πρωθυπουργού να καθιερώσει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό για τους συμπατριώτες μας που είναι πάνω από 60 ετών και δεν έχουν πειστεί ως τώρα να κάνουν την αυτονόητη κίνηση που θα σώσει τις ζωές των ίδιων και των γύρω τους, συνοδεύτηκε από έναν καταιγισμό «Ιερεμιάδων» οι οποίες κατέκλυσαν ένα μεγάλο μέρος από τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που, κακά τα ψέματα, αποτελούν τον κατ΄ εξοχήν προπαγανδιστικό μηχανισμό των πολιτικών δυνάμεων.

Με θρηνωδίες που δεν απείχαν καθόλου από τα θρηνητικά ποιήματα του βιβλικού προφήτη Ιερεμία που προέβλεπε την άλωση της Ιερουσαλήμ, ορισμένοι έφθασαν στο σημείο να προαναγγέλλουν ότι το μηνιαίο πρόστιμο των 100 ευρώ, το οποίο θα βεβαιώνει η ΑΑΔΕ σε όσους επιμένουν να μην εμβολιάζονται, θα αποτελούσε το… κύκνειο άσμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Το διαδίκτυο… πήρε φωτιά από τις πύρινες διακηρύξεις «αγωνιστών» του πληκτρολογίου που σε κάποιες περιπτώσεις προέτρεπαν τους πολίτες να βγουν στους δρόμους και στις πλατείες, χωρίς να διευκρινίζουν αν ήταν μόνον για να διαμαρτυρηθούν κατά της εμβολιαστικής «χούντας» ή για να δουν με τα μάτια τους την πτώση της κυβέρνησης που κατά πάσα πιθανότητα θα… απέκρυπταν τα «βοθροκάναλα» και τα υπόλοιπα… πετσοταϊσμένα συστημικά μέσα ενημέρωσης.

Για κάποιον, ωστόσο, περίεργο (;) λόγο οι επαναστατικές εκκλήσεις δεν βρήκαν την ανταπόκριση την οποία προοιωνίζονταν οι διαδικτυακοί «μαχητές». Από όσα τουλάχιστον έγιναν γνωστά (διότι ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κάποιος όλη την… αλήθεια που κρύβουν οι συνωμότες που οσονούπω θα αρχίσουν να κυνηγούν τους «αγωνιστές» με τις σύριγγες), μόνον ένας –αριθμός ένας!- εγνωσμένος «επαναστάτης» κατάφερε και βγήκε στην πλατεία του Γέρακα για να καταγγείλει την… κατάλυση του Συντάγματος. Ήταν ο γνωστός αοιδός που είναι από τους αυτοανακηρυγμένους αρχηγούς των «ψεκ».

Παρέμεινε, εξάλλου, αδιευκρίνιστο το πως ακριβώς αντέδρασε ο γνωστός καθηγητής Αιματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης ο οποίος μόλις ανακοινώθηκε το μέτρο έσπευσε να το χαρακτηρίσει «πινοσετικής έμπνευσης χαράτσι» και να διαπιστώσει ότι «μπλέξαμε». Ο ίδιος τον περασμένο μήνα είχε εισηγηθεί ως μόνη αποτελεσματική λύση τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, αλλά ίσως αυτή η μεταστροφή του να οφείλεται στο γεγονός ότι στο ενδιάμεσο ορίστηκε μέλος του λεγόμενου «think tank», το οποίο άλλοι το ονόμασαν «επιτροπή σοφών», που σχημάτισε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας.

Όπως και να έχει, πάντως, δεν είδε κανείς τον κ. καθηγητή να βγαίνει στο Καρτιέ Λατέν και να διαμαρτύρεται για τη «νεκρανάσταση» επί ελληνικού εδάφους του αλήστου μνήμης Αουγκούστο Πινοσέτ. Μπορεί στο μεταξύ να ενστερνίστηκε την άποψη του προσκείμενου στην αξιωματική αντιπολίτευση ταλαντούχου μουσικοσυνθέτη, ο οποίος στο αρχικό ξέσπασμα της πανδημίας είχε ανακαλύψει την πανάκεια κατά του κορωνοϊού που ακούσει στο όνομα «πρόπολη».

Ο ίδιος τώρα φαίνεται ότι βρήκε άλλον αποτελεσματικό τρόπο αντίδρασης στο «πινοσετικό χαράτσι», αφού όταν ρωτήθηκε σχετικά σε τηλεοπτικό μεσημεριανάδικο περιορίστηκε να πει: «Την κατάρα μου! Μη με βάλεις να πω κάτι άλλο… Την κατάρα μου».

Όλα αυτά δεν θα είχαν καμία ιδιαίτερη σημασία αν ήταν τόσο περιθωριακά όσο πραγματικά τούς αξίζει. Άλλωστε ποτέ δεν έλειψαν από τη δημόσια σφαίρα οι ιδιόρρυθμοι τύποι που επέλεγαν να είναι πνεύματα αντιλογίας είτε από ιδιοσυγκρασία είτε για να ξεχωρίσουν από τους πολλούς.

Η διαφορά τώρα βεβαίως είναι ότι οι ακρότητες που άκριτα εκφράζουν ορισμένοι στον δημόσιο διάλογο έχουν θανάσιμες συνέπειες για μια αξιομνημόνευτη μερίδα συμπολιτών οι οποίοι από ιδεοληψία, φόβο, αφέλεια ή απλή ημιμάθεια είναι έτοιμοι να ενστερνιστούν οποιαδήποτε παλαβομάρα κυκλοφορεί στους διαδικτυακούς καφενέδες των ημερών μας.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σοβαρά όταν πολλές από αυτές τις παλαβομάρες υιοθετούνται από πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα και διεκδικούν να την ξανακυβερνήσουν, όπως το κόμμα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η συζήτηση που έγινε την Τετάρτη στη Βουλή ήταν αποκαλυπτική για τη λαϊκίστικη μάχη των οπισθοφυλακών που επιμένει να δίνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. «Εγώ θέλω, κύριε Μητσοτάκη, να σας πω ότι η απόφαση που παίρνετε εγκυμονεί κινδύνους σε ό,τι αφορά και το κλίμα της κοινωνικής συνοχής, το οποίο είναι απαραίτητο για να καταπολεμήσουμε μια πανδημία, η οποία αποδεικνύεται από την ίδια την πραγματικότητα ότι δεν τελειώνει εδώ και ότι έχει πολυπαραγοντικές συνέπειες και (…) την εκτόξευση, αν θέλετε, της αντιεμβολιαστικής δημαγωγίας το επόμενο διάστημα», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας.

Είναι, ειλικρινά, απορίας άξιον σε ποιους ακριβώς στοχεύει και ποιους θέλει να εκπροσωπήσει ο τέως -και κατά δήλωσή του «αυριανός»- πρωθυπουργός με τέτοιες απόψεις. Όταν τρεις στους τέσσερις Έλληνες, που αποτελούν, κατά τεκμήριο, τους πιο νουνεχείς και νοήμονες συμπατριώτες μας, έχουν εμβολιαστεί και βρίσκονται στην αντίπερα όχθη, απορεί κανείς γιατί πρέπει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ταυτίζεται με τις μειοψηφίες των ψεκασμένων και θρησκόληπτων αρνητών της λογικής.

Ποιος, άραγε, μπορεί να πιστέψει, όπως υποστήριξε ο κ. Τσίπρας υιοθετώντας απόψεις του Διαδικτύου, ότι έχει ταξικά χαρακτηριστικά το ότι δεν υπάρχει κλιμάκωση στο πρόστιμο των 100 ευρώ ανάλογα με το αν είναι κανείς χαμηλοσυνταξιούχος ή ευκατάστατος;

Με αυτά και με αρκετά άλλα, έχοντας μπει στον τρίτο χρόνο της θητείας της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μοιάζει και είναι κυρίαρχη στο πολιτικό σκηνικό. Tην ίδια ώρα γινόμαστε μάρτυρες του παράδοξου φαινομένου να φθείρεται η αξιωματική αντιπολίτευση, παρά τα συχνά οφθαλμοφανή λάθη και τις προφανείς παλινωδίες των ασκούντων την εξουσία.

Όσο, πάντως, και αν προσπαθήσει να αναλύσει κανείς τη συγκεκριμένη κατάσταση, η απλή αλήθεια πίσω από όλα είναι ότι με «Ιερεμιάδες» και… κατάρες δεν αρθρώνεται πειστική εναλλακτική πολιτική πρόταση.

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Όποιος στοιχηματίζει σε lockdown, το πιθανότερο είναι να… πάει κουβά!

 Ένα από τα πολλά παράδοξα που ζούμε στη χώρα μας κατά τους πάνω από 20 μήνες που διαρκεί η πανδημία του κορωνοϊού είναι η σπουδή να αναζητούμε τα επόμενα περιοριστικά μέτρα πριν καν αρχίσει η εφαρμογή των προηγουμένων.

Στην αρχή έμοιαζε με επαγγελματική διαστροφή των δημοσιογράφων, οι οποίοι αναζητούσαν ανυπόμονα το «plan b», ακόμη και όταν δεν είχε ξεκινήσει να εφαρμόζεται το «plan a». Η πορεία, ωστόσο, έδειξε ότι κατ΄ αυτόν τον τρόπο σκέπτονται πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, συμπατριώτες μας. Μια ανεξήγητη αδημονία για την επόμενη κίνηση ακολουθεί σχεδόν κάθε νέα αναγγελία περιορισμού.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το πιο συχνό ερώτημα που τίθεται αυτή την περίοδο είναι: «Πότε λες θα μας κλείσουν;». Προσέξτε τη διατύπωση: όχι «πότε λες να κλείσουμε;», αλλά «πότε θα μας κλείσουν;». Διότι, ως γνωστόν, για κάθε τι άσχημο το οποίο συμβαίνει γύρω μας είναι πάντα κάποιοι… άλλοι που ευθύνονται. Αυτοί που, εν προκειμένω, θα αποφασίσουν το «κλείσιμο». Και όχι όσοι εξ ημών το προκαλούμε με τις συμπεριφορές μας.

Δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κανείς την επίπτωση που έχει στη βούληση των ανθρώπων, πλην, όμως, αδιαμφισβήτητη αλήθεια αποτελεί ότι τα lockdown που εφαρμόστηκαν τον τελευταίο ενάμισι χρόνο είχαν μάλλον… ευεργετικές οικονομικές συνέπειες για τις τσέπες μιας πολύ μεγάλης μερίδας των συνελλήνων. Το μαρτυρούν η τεράστια αύξηση στις καταθέσεις τόσο των νοικοκυριών όσο των επιχειρήσεων που καταγράφηκε το προηγούμενο διάστημα και προήλθαν από τις κάθε είδους αποζημιώσεις που πληρώθηκαν από τον κρατικό κορβανά.

Το συνολικό ποσό που συνέβαλε αποφασιστικά στη στήριξη του εισοδήματος ενός μεγάλου τμήματος του ιδιωτικού τομέα ξεπέρασε τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα τέταρτο του ετήσιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και αύξησε κατά περισσότερο από 10% το ήδη πολύ υψηλό ελληνικό δημόσιο χρέος.

Υπό άλλες συνθήκες, τα στοιχεία αυτά θα μας είχαν θέσει προ πολλού εκτός αγορών και όχι μόνον δεν θα συνεχίζαμε να δανειζόμαστε με τα ιστορικά χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού αλλά δεν θα μας… δάνειζε ούτε το ΔΝΤ όσο σκληρά μνημόνια και αν είμαστε διατεθειμένοι να συνομολογήσουμε.

Η πανδημία, όμως, έχει αλλάξει άρδην τα διεθνή δεδομένα, οπότε όπως όλες σχεδόν οι χώρες του πλανήτη, έτσι και το ελληνικό δημόσιο μπόρεσε και έκανε δαπάνες που σε άλλες εποχές θα ήταν αδιανόητες και θα οδηγούσαν σε κατάρρευση, χειρότερη ίσως και από αυτή με την οποία φαίνεται να είναι αντιμέτωποι αυτό το διάστημα οι εξ Ανατολών γείτονες μας.

Τα περιθώρια για έντονα ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, όπως και για υψηλό δανεισμό του δημοσίου, δεν είναι απεριόριστα. Έχουν όρια, τα οποία, καλώς ή κακώς, είναι πεπερασμένα. Και όποιος επιμείνει να τα υπερβεί, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να πληρώσει βαρύ τίμημα. Ήδη με τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης ο χρόνος έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα για την επαναφορά του στενού κορσέ που λέγεται ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας.

Η ανάληψη του χαρτοφυλακίου του υπουργείου Οικονομικών από τον Φιλελεύθερο Κρίστιαν Λίντνερ είναι το πρώτο σήμα για το επερχόμενο συμμάζεμα. Ακόμη και αν ο νέος επικεφαλής του γερμανικού θησαυροφυλακίου δεν δικαιώσει τη φήμη του που τον θέλει να γίνεται ο «νέος Σόιμπλε», όλοι γνωρίζουν ότι από το μέσον του 2022 και αφού μεσολαβήσουν και οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, τα πράγματα θα αλλάξουν.

Μπορεί να μην πάμε πίσω στο 2010, όπως δήλωσε πρόσφατα ο ίδιος ο Λίντνερ, πλην όμως κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι θα μπορέσουν, από άποψης δημοσίων δαπανών, να επαναληφθούν ξανά στο ορατό μέλλον τα όσα έγιναν τα δύο τελευταία χρόνια. Κακά τα ψέματα, η «νεκρανάσταση» του ιδεών του Κέινς για τη δυνατότητα αύξησης των δημοσίων δαπανών σε έκτακτες συνθήκες κρίσης, όπως αυτές που δημιούργησε η πανδημία, έχουν ημερομηνία λήξης.

Ο στόχος, άλλωστε, της τόνωσης της ζήτησης, που είχαν οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες, φαίνεται ότι επετεύχθη, αν κρίνουμε και από τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που πυροδότησε η ανεπαρκής προσφορά ορισμένων κρίσιμων αγαθών εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής στην οποία οδήγησαν τα εκτεταμένα lockdown που ίσχυσαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.

Με λίγα λόγια και για να επανέλθουμε στα δικά μας, εκείνο που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε άπαντες είναι ότι έχουν εξαντληθεί προ πολλού τα περιθώρια για να επιβληθεί ένα νέο lockdown. Μπορεί ορισμένοι να το ελπίζουν ή να το εύχονται, επειδή μια χαρά βολεύτηκαν όταν δεν λειτουργούσαν τις επιχειρήσεις τους και είχαν έσοδα ή δεν πήγαιναν στις δουλειές τους και είχαν εισόδημα, όμως το ελληνικό δημόσιο δεν έχει τη δυνατότητα να «χρηματοδοτήσει» τυχόν νέους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.

Γι΄ αυτό και είναι ώρα να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας: η κυβέρνηση να δείξει ευθύνη και αποφασιστικότητα στην απαρέγκλιτη εφαρμογή των μέτρων για την αναχαίτιση της πανδημίας που εισηγούνται οι ειδικοί επιστήμονες, η αντιπολίτευση να πάψει να επενδύει πολιτικά στην καταστροφή που μπορεί να φέρει μια νέα έξαρση στην κυκλοφορία του ιού και όλοι εμείς οι πολίτες να τηρούμε τα μέτρα και, πρωτίστως, να εμβολιαζόμαστε.

Αυτά, διότι, κατά τα λοιπά, όποιος στοιχηματίζει στην επιβολή νέου lockdown, το πιθανότερο είναι «να… πάει κουβά», όπως λένε στην αργκό τους οι «ειδικοί» των στοιχημάτων.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Αν τους δίναμε τον Πιερρακάκη οι Βρετανοί μπορεί να μας… επέστρεφαν και τα Μάρμαρα

 Για να μην παραπονούμαστε διαρκώς για όσα άσχημα συμβαίνουν γύρω μας σε σχέση με την πανδημία, αλλά κυρίως για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης των καταστάσεων που επικρατούν έξω από τον μικρόκοσμό μας, έχω την αίσθηση ότι είναι καλό να στρέφουμε συχνά την προσοχή μας για να πληροφορούμαστε τα καλά αλλά και τα κακά που συμβαίνουν στον υπόλοιπο πλανήτη.

Στην αρχή της εβδομάδας είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω για επαγγελματικούς λόγους στο Λονδίνο και να πάρω μια καλή γεύση για το πόσο διαφορετικά -το γράφω όσο πιο κομψά γίνεται- αντιμετωπίζει η Μεγάλη Βρετανία το μείζον ζήτημα της πανδημίας. Αν κάποιοι στη χώρα μας υποστηρίζουν ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει πετάξει λευκή πετσέτα», ούτε μπορούν φανταστούν πόσο αποστασιοποιημένη από τον χειρισμό της πανδημίας είναι η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον.

Ας ξεκινήσουμε κατ΄ αρχήν από τους επισκέπτες που θέλουν να ταξιδέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρειάζεται να συμπληρώσουν το περίφημο «Passenger Locator Form (PLF)» που έχουν επιβάλει οι περισσότερες χώρες. Για να πας στη Βρετανία δεν αρκεί να είσαι εμβολιασμένος, απαιτείται για την έκδοση του PLF να προπληρώσεις, καταβάλλοντας ένα ποσό που αντιστοιχεί περίπου σε 30 ευρώ, ένα τεστ το οποίο υποτίθεσαι ότι υποχρεούσαι να κάνεις δύο ημέρες μετά την άφιξή σου στη χώρα.

Χωρίς να προπληρώσεις το τεστ δεν μπορείς να ολοκληρώσεις τη συμπλήρωση του PLF, αφού σου ζητά τον κωδικό παραγγελίας του τεστ που «έκλεισες» έτσι ώστε να λάβεις το σχετικό kit στη διεύθυνση στην οποία σκοπεύεις να διαμείνεις όταν φθάσεις στον προορισμό σου. Από τη στιγμή, όμως, που θα πληρώσεις, είναι πλέον όλα εντάξει. Είτε παραλάβεις, είτε όχι το kit, είτε κάνεις το τεστ, είτε δεν το κάνεις, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Θεωρητικώς είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις και να ανεβάσεις το αποτέλεσμά του στην αντίστοιχη πλατφόρμα, πλην, όμως, αυτό δεν το ελέγχει κανείς και πουθενά.

Για να καταλάβετε, από τα μέλη της ομάδας που συνταξιδέψαμε από και προς την Ελλάδα, κάποιοι το παρέλαβαν, το έκαναν και το δήλωσαν. Ορισμένοι το παρέλαβαν αλλά δεν μπόρεσαν να ανεβάσουν το αποτέλεσμα στην πλατφόρμα που ήταν δύσχρηστη. Ενώ άλλοι επέστρεψαν πίσω στη χώρα μας χωρίς να παραλάβουν το kit με το τεστ που είχαν πληρώσει. Και φυσικά χωρίς να υποβληθούν στο τεστ να δηλώσουν αν ήταν θετικοί ή αρνητικοί στον ιό, όπως υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνουν με βάση τους ισχύοντες ταξιδιωτικούς κανονισμούς.

Ευρύτερα, άλλωστε, στη Βρετανία η προστασία από την πανδημία είναι θέμα της καλής προαίρεσης του καθενός κατοίκου ή επισκέπτη. Οι περιορισμοί έχουν αρθεί παντού και, είτε πρόκειται για ανοικτούς ή κλειστούς χώρους, μάσκες φορούν ελάχιστοι. Ακόμη και σε χώρους που ο συνωστισμός είναι αναπόφευκτος, όπως για παράδειγμα στα μέσα μεταφοράς, δεν υπάρχει κανείς περιορισμός και δεν ισχύει καμία υποχρεωτικότητα. Το ίδιο και στα καταστήματα στα οποία η πλειονότητα των εργαζομένων αλλά και των καταναλωτών έχουν ακάλυπτα τα πρόσωπά τους. Η πρόσβαση όλων είναι παντού ίδια και πιστοποιητικό εμβολιασμού ή διενέργειας αρνητικού τεστ δεν ζητάει κανείς πουθενά.

Το μόνο παρήγορο ίσως είναι ότι το ποσοστό εμβολιασμού στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι κάπως υψηλό, αφού οι πλήρως εμβολιασμένοι ξεπερνούν το 70%, ποσοστό δηλαδή που είναι πάνω από δέκα μονάδες μεγαλύτερο από το αντίστοιχο στη χώρα μας. Ενώ συγκριτικά πολύ υψηλότερο, σε σχέση με το δικό μας, είναι και το ποσοστό των Βρετανών που έχουν νοσήσει από κορωνοϊό και οι οποίοι πλησιάζουν τα 10 εκατομμύρια και αντιστοιχούν στο 14,5% του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου.

Κατά τα λοιπά, η… ΥΟLO (Yου Only Live Once) συμπεριφορά, που εξ αρχής είχε χαράξει ο ακραία λαϊκιστής πρωθυπουργός Τζόνσον και την οποία άλλαξε ελαφρώς μόνον όταν νόσησε και ο ίδιος, έχει επανέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο και συνεχίζεται σαν να μην τρέχει τίποτε. Οι συνολικοί θάνατοι έχουν ξεπεράσει τους 145 χιλιάδες, αλλά, ίσως και εξαιτίας και του σήματος που εκπέμπει ο ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ 10, έχει πάψει να αποτελεί είδηση το γεγονός ότι κάθε μέρα χάνουν τη ζωή τους περί τους 200 Βρετανούς. Αριθμός, ο οποίος, πάντως, είναι εμφανώς μικρότερος συγκριτικά με τις καθημερινές βαρύτερες ανθρώπινες απώλειες που έχουμε στην Ελλάδα και οι οποίες, όπως όλα δείχνουν οφείλονται στο χαμηλότερο δικό μας εμβολιαστικό ποσοστό.

Συγκρίνοντας, ωστόσο, κανείς τις καταστάσεις στις δύο χώρες, το χαριτολόγημα για… ανταλλαγή των δύο πρωθυπουργών που κυριάρχησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά την εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη σε βρετανικό τηλεοπτικό πρωινάδικο, ίσως να αποκτούσε πραγματική υπόσταση αν οι Βρετανοί πολίτες είχαν υπόψιν τους τον συγκριτικά πολύ καλύτερο τρόπο με τον οποίο λειτουργούν στην Ελλάδα οι πλατφόρμες για την πανδημία που οργάνωσε από το μηδέν η ομάδα που πλαισιώνει τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκο Πιερρακάκη.

Με τα μύρια όσα οργανωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η άλλοτε κραταιά Μεγάλη Βρετανία στη μεταBrexit εποχή, δεν αποκλείεται αν τους… δανείζαμε τον Πιερρακάκη να μας… επέστρεψαν ακόμη και τα Μάρμαρα του Παρθενώνα που έκλεψε ο διαβόητος Λόρδος Έλγιν και τώρα μας λένε ότι είναι ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου…

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Η Αλιστράτη και το ξεστράτισμα

Η υπόθεση με τους δύο γονείς από την Αλιστράτη Σερρών που για δεύτερη συνεχή χρονιά δεν στέλνουν τα τέσσερα παιδιά τους στο σχολείο επειδή διαφωνούν με τις μάσκες και τη διενέργεια διαγνωστικών τεστ για την αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί ίσως την επιτομή για το ξεστράτισμα στο οποίο έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία.

Ένα ζευγάρι αποφάσισε να αυθαιρετήσει εις βάρος των παιδιών του, στερώντας τους το αγαθό και ταυτόχρονα δικαίωμα της Παιδείας και καταδικάζοντάς τα όχι μόνον στην αμάθεια αλλά και σε κοινωνική απομόνωση. Παρά ταύτα, τα πολυποίκιλα όργανα της ελληνικής Πολιτείας που είχαν την αρμοδιότητα να παρέμβουν για να σταματήσουν την απάνθρωπη και αναμφισβήτητα παράνομη συμπεριφορά τους, δεν συγκινήθηκαν.

Μέχρις ότου το ίδιο το ζευγάρι βγει στην τηλεόραση για να διατυμπανίσει την… αντιστασιακή του δράση, ουδείς αισθάνθηκε την ανάγκη να αντιδράσει. Ούτε οι φορείς της εκπαίδευσης, που είναι οι πρώτοι που θα έπρεπε να κινητοποιηθούν. Ούτε οι υπηρεσίες της κοινωνικής πρόνοιας, που, από κοινού με τις τοπικές αρχές, έχουν υποχρέωση να παρεμβαίνουν όταν οι γεννήτορες καταπατούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των παιδιών τους. Ούτε οι αστυνομικές και οι εισαγγελικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να επιβλέπουν την εφαρμογή των νόμων και να οδηγούν τους παραβάτες ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Δυσκολεύεται κάποιος να φανταστεί ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου, στον οποίο υποτίθεται ότι ανήκει και η Ελλάδα, θα μπορούσαν δύο άνθρωποι επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα να παραβιάζουν τόσο κατάφωρα τη νομιμότητα χωρίς να συγκινείται κανείς. Αν είχαμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο περιστατικό, το οποίο απλώς διέλαθε της προσοχής των θεσμικών οργάνων της Πολιτείας, ίσως δεν θα είχε τη σημασία που προσλαμβάνει εξαιτίας του γεγονότος ότι αποτελεί μάλλον μια γενικευμένη κατάσταση που επικρατεί στην εποχή μας.

Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, αλλά κυρίως κατά τη διάρκειά της, είναι πολλά τα γεγονότα που μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν ιδιότυπο «αβδηριτισμό» που χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα δημόσια πράγματα στη χώρα μας. Από την εφαρμογή των στοιχειωδών κανόνων κοινωνικής συμβίωσης έως την τήρηση των νόμων που σωρηδόν ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στην πράξη όλα φαίνεται να... επαφίενται αποκλειστικά και μόνον στον πατριωτισμό των Ελλήνων.

Για κάποιον παράδοξο λόγο, σε ένα μάλλον μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας έχει επικρατήσει η λανθασμένη αντίληψη ότι μπορεί μεν να υφίστανται περιορισμοί και να θεσπίζονται σωρηδόν νέες υποχρεώσεις, αυτό, όμως, δεν χρειάζεται να συνοδεύονται από συνέπειες ή κυρώσεις για όσους τους παραβιάζουν.

Οι γονείς, για παράδειγμα, είναι υποχρεωμένοι να μεριμνούν για να παρακολουθούν τα παιδιά τους τα σχολικά μαθήματα, αλλά, ακόμη και αν δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την υποχρέωσή τους, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτομάτως θα βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια συνέπεια ή κύρωση. Όχι τόσο για λόγους τιμωρητικούς, όσο για παιδευτικούς.

Τα περισσότερα ζητήματα, εξάλλου, σε αυτή τη χώρα αντιμετωπίζονται με μια χαρακτηριστική χαλαρότητα και έναν «ωχαδερφισμό» που συχνά γίνεται παραλυτικός. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ένα μέρος του πολιτικού κόσμου υποστήριζε μεν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών για το υγειονομικό προσωπικό, πλην, όμως, εξέφραζε έντονη διαφωνία με το καθεστώς της διαθεσιμότητας στο οποίο τέθηκαν όσοι επέμεναν να μείνουν ανεμβολίαστοι.

Τι είδους υποχρεωτικότητα, άραγε, θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια τέτοια περίπτωση; Ενδεχομένως όσοι το πρότειναν να είχαν κατά νου ένα είδος… εθελοντικής υποχρεωτικότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, αν ήταν εφικτό να λειτουργήσει θα το είχαν εφαρμόσει και κάπου αλλού στον πλανήτη.

Όπως σε καμία άλλη χώρα δεν θα έμενε χωρίς συνέπειες η προκλητική πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Γρεβενών να αφαιρεί προκλητικά και μπροστά στις κάμερες τις μάσκες των πιστών που τον πλησίαζαν για να ασπαστούν το χέρι του. Η πράξη του ήταν, χωρίς αμφιβολία, παράνομη και καταδικαστέα, αλλά ουδείς από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση αισθάνθηκε την ανάγκη να πάρει θέση και να αποδοκιμάσει τη συμπεριφορά του που βάζει σε κίνδυνο τους εκκλησιαζόμενους οι οποίοι κατά τεκμήριο ανήκουν στις πλέον ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.

Αντίστοιχης λογικής είναι και οι πιο πρόσφατοι ισχυρισμοί σύμφωνα με τους οποίους χαρακτηρίζεται «ρατσιστικό» και «διχαστικό» επιχείρημα να γίνεται λόγος για «πανδημία των ανεμβολίαστων», επειδή οι τελευταίοι μπορεί να… νιώσουν άβολα. Παρόλο που η έκφραση έχει χρησιμοποιηθεί πάμπολλες φορές από ξένους πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν (που, όπως και να έχει, δεν τον λες και ρατσιστή), μόνον στην Ελλάδα αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Είναι και αυτό ένα ακόμη επεισόδιο στο σίριαλ του ξεστρατίσματος που βιώνουμε αρκετά χρόνια. Και το οποίο οι συνθήκες της πανδημίας επανέφεραν στο προσκήνιο. Στο τέλος- τέλος, η έλλειψη σεβασμού στους κανόνες, που αποτελεί προστάδιο της ανομίας, έχει πολλές μορφές, ενώ συχνά ισχύει η αρχαιοελληνική ρήση «εξ όνυχος τον λέοντα»…

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

Του (αν)ορθόδοξου ο τράχηλος… εμβόλιο δεν υπομένει

 Από την αρχή της πανδημίας είχε επισημανθεί από αρκετές πλευρές ότι η σύνθεση της επιστημονικής επιτροπής που εισηγείται στην κυβέρνηση τα μέτρα και τις αποφάσεις που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού δεν μπορεί να απαρτίζεται μόνον από λοιμωξιολόγους και επιδημιολόγους.

Η εξέλιξη των πραγμάτων τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς επιβεβαίωσε όσους εξαρχής πίστευαν ότι οι απαιτούμενοι χειρισμοί της υπόθεσης δεν είναι αποκλειστικώς ιατρικό ζήτημα. Πρόκειται, αντιθέτως, για ένα πολύπλοκο θέμα για το οποίο είναι κρίσιμη η συνεισφορά και άλλων επιστημονικών κλάδων από τους τομείς των ανθρωπιστικών σπουδών, όπως οι κοινωνιολόγοι, οι ιστορικοί και σίγουρα οι ασχολούμενοι με την κοινωνική ψυχολογία.

Στην αρχή της τρέχουσας εβδομάδας, η επικεφαλής της Επιτροπής Εμβολιασμών καθηγήτρια Μαρία Θεοδωρίδου αναφέρθηκε, μάλλον ακροθιγώς, σε μια σημαντική έρευνα του Πανεπιστημίου της Νεβάδα που διενεργήθηκε σε 200 χιλιάδες ανθρώπους από 51 χώρες και αναζήτησε τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται τόσο μεγάλος σκεπτικισμός για τον εμβολιασμό κατά της Covid-19.

Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι υπεύθυνοι της επιστημονικής αυτής μελέτης είναι ότι εκείνο που κυρίως κάνει τους ανθρώπους να μην λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν τους τους κινδύνους από τον κορωνοϊό, με αποτέλεσμα να μην σπεύδουν να εμβολιαστούν, είναι το αίσθημα του «άτρωτου» από το οποίο διακατέχονται. Όσο πιο «ανίκητος» από τον ιό αισθάνεται κάποιος τόσο πιο δύσκολα πείθεται για την αναγκαιότητα να εμβολιαστεί.

Με άλλα λόγια, η μεγάλη πλειονότητα των αρνητών, όπως, άλλωστε, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει όποιος μιλήσει με έναν από τους πολλούς ανεμβολίαστους που κυκλοφορούν στην ελληνική κοινωνία, πιστεύει ότι η πανδημία είναι κάτι που δεν αφορά τους ίδιους. Και εξακολουθεί να το πιστεύει ακόμη και όταν βλέπει στον περίγυρο του ασθενείς να υποφέρουν από τη λοίμωξη ή και να καταλήγουν εξαιτίας της.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον συμπέρασμα της έρευνας του Πανεπιστημίου της Νεβάδα είναι ότι το υψηλότερο ποσοστό των (δήθεν) «αήττητων» ζει σε χώρες στις οποίες υπάρχει μεγαλύτερη ατομική ελευθερία και αυτονομία, όπως είναι οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, ενώ αντίθετα το ποσοστό τους εμφανίζεται συγκριτικά μειωμένο σε χώρες οι οποίες δίνουν προτεραιότητα στη συλλογικότητα.

Οι ερευνητές, που μελέτησαν το φαινόμενο, στάθηκαν ιδιαίτερα στη σημασία των πολιτιστικών και ψυχολογικών παραγόντων που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων παγκοσμίως τόσο στην καταπολέμηση της πανδημίας όσο και στην προώθηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων.

«Ενώ το αίσθημα του αήττητου μπορεί να είναι χρήσιμο για να ξεπεραστούν οι οικονομικές δυσκολίες ή σε καιρό πολέμου, τα αποτελέσματα της μελέτης μας δείχνουν ότι αυτό το συναίσθημα μειώνει την πιθανότητα εμβολιασμού των ανθρώπων κατά της Covid-19», υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά. Και επισημαίνουν ότι κάτι τέτοιο «ισχύει ιδιαίτερα σε ατομικιστικές χώρες, όπου οι άνθρωποι εστιάζουν περισσότερο στη δική τους υγεία παρά στη συλλογική υγεία της κοινότητάς τους».

Υπό το φως αυτών των συμπερασμάτων, θα είχε μεγάλη αξία να ερευνηθούν οι πολιτιστικοί και ψυχολογικοί λόγοι για τους οποίους επικρατεί στη χώρα μας πολύ υψηλότερη επιφυλακτικότητα έναντι των εμβολίων συγκριτικά με το μεγαλύτερο μέρος της (δυτικής) Ευρώπης. Μια πρώτη εξήγηση είναι ότι αν κρίνουμε από τη γενικότερη συμπεριφορά των Ελλήνων, η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που το συλλογικό υπερέχει του ατομικού. Κάθε άλλο, θα μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί κανείς.

Γι΄ αυτό και, πέραν από τις πολιτικές σκοπιμότητες της μιας ή της άλλης πλευράς, οι κάθε λογής πνευματικοί ταγοί του τόπου μας, είτε πρόκειται για την Ακαδημία Αθηνών, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα που έχουν έδρες ανθρωπιστικών σπουδών, τα πολυποίκιλα Ινστιτούτα, που χρηματοδοτούνται από εγχώριους και ευρωπαϊκούς πόρους, ή ακόμη και μεμονωμένοι επιστήμονες με αυξημένη κοινωνική συνείδηση, έχουν υποχρέωση να… στύψουν τα μυαλά τους και να δώσουν απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα που ανέδειξε η πανδημική κρίση, όπως:

*Ποιο να είναι άραγε εκείνο το στοιχείο που μας διαφοροποιεί τόσο πολύ από τους πολίτες του υπόλοιπου ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίοι προσέρχονται και εμβολιάζονται, δείχνοντας μια αξιοζήλευτη εμπιστοσύνη έναντι της επιστημονικής κοινότητας αλλά και της πολιτικής ηγεσίας των χωρών τους;

*Γιατί η συμπεριφορά μας προσομοιάζει τόσο πολύ με τις ομόδοξες χώρες των Βαλκανίων και του πρώην κομμουνιστικού συνασπισμού, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Βόρεια Μακεδονία, η Ουκρανία και η Ρωσία που είναι ουραγοί στους εμβολιασμούς και βρίσκονται αισθητά κάτω από το παγκόσμιο μέσο όρο;

*Τι ρόλο διαδραματίζει το γεγονός ότι στην ορθόδοξη πίστη παίρνουμε εύκολα άφεση αμαρτιών για όποιο αμάρτημα κι αν έχουμε υποπέσει, αρκεί να εξομολογηθούμε και να δηλώσουμε μετάνοια;

*Μήπως, εν τέλει, εκείνο το παλαιό ηρωικό σύνθημα του Ανδρέα Κάλβου σύμφωνα με το οποίο «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει» μετατράπηκε στις μέρες μας στο αποκαρδιωτικό μήνυμα ότι «του (αν)ορθόδοξου ο τράχηλος… εμβόλιο δεν υπομένει»;

Διότι, κακά τα ψέματα, το τι είναι ορθόδοξο και τι ανορθόδοξο αποτελεί ένα από τα κρίσιμα ζητούμενα της εποχής μας. Εξίσου κρίσιμο, δε, με τη σκληρή διαπάλη ανάμεσα στον ορθολογισμό και τον ανορθολογισμό.

Υ.Γ.: Είναι ευχάριστο που, έστω με μεγάλη καθυστέρηση, η επίσημη Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος εδέησε να κάνει το καθήκον της και να ζητήσει με εγκύκλιο της να γίνεται έλεγχος όσων εισέρχονται στους ναούς. Μένει να δούμε πόσοι ιερωμένοι θα πειθαρχήσουν και πόσοι άφρονες Ιεράρχες θα συνεχίσουν να κατεβάζουν τις μάσκες των άμοιρων πιστών που αισθάνονται την ανάγκη να τους ασπάζονται το χέρι.

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Δύο εικόνες, πολλές σκέψεις για τον διχασμό και τη συμφιλίωση

Το χειροκρότημα με το οποίο έγινε δεκτή η Ντόρα Μπακογιάννη από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί έξω από τη Μητρόπολη Αθηνών για το κατευόδιο της Φώφης Γεννηματά, αλλά και οι αποδοκιμασίες με τις οποίες υποδέχθηκε μια μερίδα συνδικαλιστών τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία, με επικεφαλής τον Τρύφωνα Αλεξιάδη, βρέθηκαν στις εγκαταστάσεις της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά για να συμπαρασταθούν στους εργαζόμενους, που είχαν κάνει συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τον θάνατο ενός συναδέλφου τους, είναι δύο τόσο αντικρουόμενες όσο και αντιπροσωπευτικές εικόνες της ελληνικής πραγματικότητας.

Η εκδημία της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής, μιας γυναίκας πολιτικού που σε όλη τη διαδρομή της στον δημόσιο βίο αγωνίστηκε με θέρμη για τις ιδέες της, αλλά έχοντας ως γνώμονα το μέτρο στις αντιπαραθέσεις που είχε με τους αντιπάλους της, έγινε αφορμή για πάνδημο πένθος και καταλλαγή των πολιτικών παθών. Στον αντίποδα ο άδικος θάνατος ενός εργαζομένου, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια του στο λιμάνι και θα επέστρεφε στην οικογένειά του, αντί να αποτελέσει το έναυσμα για να συμβάλουν όλες οι παρατάξεις στην προσπάθεια να ληφθούν όλα εκείνα τα μέτρα ασφαλείας που θα αποτρέψουν την επανάληψη ενός ανάλογου τραγικού δυστυχήματος, έγινε η αιτία για να αναμοχλευθούν τα πάθη και να συντηρηθούν οι διχαστικές πρακτικές και οι διαχωρισμοί.

Κακά τα ψέματα, η κοινωνία μας έχει μακρύ παρελθόν εσωτερικών διχασμών και εμφυλίων συγκρούσεων. Ένα παρελθόν που μας στοίχισε πολύ ακριβά σε αίμα, σε οικονομική δύναμη και εν γένει σε σπατάλη δυνάμεων εξαιτίας της οποίας, ήδη από τα χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας, τέθηκε πολλές φορές εν αμφιβόλω η εθνική κυριαρχία και η εδαφική μας ακεραιότητα. Μεταπολεμικά, ως αποτέλεσμα των συνεπειών του Εμφυλίου, αλλά κυρίως μεταπολιτευτικά -και αφού πληρώσαμε το βαρύ τίμημα του ακρωτηριασμού της Κύπρου στο οποίο μας οδήγησε η χουντική εκτροπή, στην πολιτική ζωή του τόπου έγιναν μεγάλα και σταθερά βήματα προς την κατεύθυνση της εθνικής συμφιλίωσης.

Στο Κοινοβούλιο, στην Αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό, αλλά και στην καθημερινή ζωή, άνθρωποι από διαφορετικές παρατάξεις μιλούσαν, συνδιαλέγονταν, συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν χωρίς ο ένας να αντιμετωπίζει τον άλλο ως θανάσιμο εχθρό που έπρεπε να προλάβει να τον εξοντώσει για να μην κινδυνεύσει η δική του ζωή. Προϊόντος του χρόνου, μάλιστα, ακόμη και τα διαβόητα «γαλάζια» και «πράσινα» καφενεία έπαψαν να λειτουργούν με θαμώνες από μια παράταξη κάνοντας τους οπαδούς της αντίπαλης να αναζητούν τον δικό τους χώρο. Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 η ευημερούσα ευρωπαϊκή Ελλάδα άφηνε σιγά σιγά πίσω της τα οξυμένα κομματικά πάθη και τις ακραίες αντιπαραθέσεις. Κανείς δεν χρειαζόταν πλέον να κρύβει την εφημερίδα που διάβαζε, ούτε του απαγορευόταν να εκφράζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις του.

Δυστυχώς, οι αυτονόητες για μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «κατακτήσεις» αυτές, δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα κατά την προηγούμενη μνημονιακή δεκαετία. Ο σεβασμός στους δημοκρατικούς κανόνες υποχώρησε και έδωσε τη θέση τους στη μισαλλοδοξία που συκοφαντούσε και απειλούσε ακόμη και με φυσική εξόντωση όσους εξέφραζαν διαφορετική άποψη που δεν ακολουθούσε το κυρίαρχο λαϊκίστικο αφήγημα. Ετερόκλητες δυνάμεις από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος συνασπίστηκαν, καταλαμβάνοντας πλατείες, στήνοντας κρεμάλες, πολιορκώντας τις ταβέρνες που έτρωγαν πολιτικοί αντιπάλων παρατάξεων και φθάνοντας μέχρι του σημείου να διαλύσουν τη στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 2011 και να αποδοκιμάσουν τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, έναν σεβάσμιο πολιτικό που στα νιάτα του είχε αγωνιστεί κατά της φασιστικής Κατοχής.

Με το τέλος, ωστόσο, των ψευδαισθήσεων στο οποίο οδήγησε κατά βάση η διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που κατέδειξε την αυταπάτη των απλουστευτικών προτάσεων για «κατάργηση του Μνημονίου με ένα νόμο και ένα άρθρο», τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή. Από τη μια η χρεωκοπία των διακηρύξεων του τύπου «ή αυτοί ή εμείς», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», από την άλλη η καταδίκη της «Χρυσής Αυγής» ως εγκληματικής οργάνωσης, τα πάθη φάνηκε ότι άρχισαν βαθμηδόν να καταλαγιάζουν. Χωρίς να εξαφανιστούν οι ακραίοι, οι οποίοι λιγότερο ή περισσότερο δεν λείπουν σχεδόν από κανέναν πολιτικό χώρο, οι δυνάμεις της λογικής και της συνεννόησης άρχισαν να ξαναπαίρνουν το πάνω χέρι.

Το πνεύμα της ενότητας και της ομοψυχίας που ενέπνευσε η αδόκητη φυγή της Φώφης Γεννηματά έδειξε ότι, όσο και αν αντιστέκονται τα ζιζάνια του διχασμού, σαν αυτά που έκαναν κάποιους άλλους να συμπεριφέρονται στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συμπεριφέρονταν και οι τελευταίοι παλαιότερα, η ελληνική κοινωνία θέλει να προχωρήσει μπροστά. Στο τέλος - τέλος, αν χειροκροτούν τη Ντόρα Μπακογιάννη άνθρωποι που δακρύζουν για την απώλεια της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής και, κατά τεκμήριο, ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ, γιατί δεν μπορούν να τιμήσουν όλοι μαζί οι αριστεροί τη μνήμη ενός αδικοχαμένου εργαζομένου;            

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

Ποιος κομίζει το «νέο» στο ΚΙΝΑΛ;

 Πολλά λέγονται και γράφονται υπέρ και κατά της απόφασης του Γιώργου Παπανδρέου να διεκδικήσει την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής. Εκείνο, ωστόσο, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί είναι ότι η υποψηφιότητα του πρώην πρωθυπουργού τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα και έδωσε νέα διάσταση σε μια πολιτική διαδικασία, όπως είναι η κούρσα για την ηγεσία του ενός ιστορικού κομματικού σχηματισμού, η οποία κινδύνευε να περάσει απαρατήρητη και να αποτελέσει υπόθεση μόνον των δεκάδων χιλιάδων μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ που ανόρεκτα και με βαριά καρδιά θα πήγαιναν να ψηφίσουν στις 5 Δεκεμβρίου.

Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος με την τωρινή ή την παλαιότερη στάση του, αποτελεί αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η παρουσία του κ. Παπανδρέου και –μην το ξεχνάμε!- γιου του ιδρυτή της παράταξης σε αυτή τη διεκδίκηση αύξησε κατακόρυφα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και, αναπόφευκτα, των μέσων ενημέρωσης. Με τον τρόπο αυτό είναι βέβαιο ότι μπήκε ψηλότερα ο πήχης για το σύνολο των επτά υποψηφίων, ή όσων τελικά θα είναι εκείνοι που μείνουν μέχρι τέλους στην κούρσα, στη διάρκεια των έξι εβδομάδων που απομένουν ως τις εσωκομματικές κάλπες.

Ο καθένας εξ αυτών θα πρέπει να δικαιολογήσει την υποψηφιότητά του, αποδεικνύοντας ότι έχει κάτι να εισφέρει στην παράταξή του και ευρύτερα στην πολιτική. Διότι οι κεντροαριστεροί πολίτες που θα πάνε στις κάλπες θα αξιολογήσουν κατ΄ αρχήν την προσωπικότητα και την μέχρι τώρα προσφορά ενός εκάστου των υποψηφίων. Πλην όμως, όπως διδάσκει η ιστορία, η πλειονότητα των ψηφοφόρων δεν μένει μόνον σε αυτά τα στοιχεία τα οποία κατά βάση κινητοποιούν όσους είναι ενταγμένοι σε οργανωτικούς μηχανισμούς ή λειτουργούν ατταβιστικά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βασικό χαρακτηριστικό που τις περισσότερες φορές σταθμίζουν οι πολίτες κάθε φορά που καλούνται να συμμετάσχουν σε κάποια εκλογική διαδικασία είναι οι προοπτικές που διανοίγονται μπροστά τους για ανατροπή των υφιστάμενων συσχετισμών και κυρίως για βελτίωση των συνθηκών της καθημερινής ζωής όλων μας που φέρνουν οι ιδέες από τις οποίες εμφορείται κάθε υποψήφιος που διεκδικεί είτε κάποιον κομματικό θώκο είτε την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας.    

Όποιος δεν έχει παρωπίδες και δεν φορά παραμορφωτικούς φακούς εύκολα αναγνωρίζει ότι κατά το παρελθόν ο Γιώργος Παπανδρέου είχε πει και είχε κάνει πολλά πρωτοπόρα πράγματα. Από την εποχή που ήταν ο πρώτος πολιτικός ο οποίος εμφανιζόταν με laptop σε κομματικές συνεδριάσεις και οι περισσότεροι τον έβλεπαν ως… «εξωγήινο» έως την περίοδο που μιλούσε με άγνωστους για το εγχώριο πολιτικό σύστημα όρους και έννοιες, όπως η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η διαύγεια, η ψηφιοποίηση, η δια βίου μάθηση, η κλιματική αλλαγή και η πράσινη ανάπτυξη, ο πρώην πρωθυπουργός άνοιξε δρόμους στους οποίους λιγότερο η περισσότερο περπατούν όλοι στις μέρες μας.

Η αλήθεια είναι ότι όλες αυτές οι διακηρύξεις του κ. Παπανδρέου έλαβαν χώρα σε μια άλλη, μάλλον μακρινή, εποχή. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι οι απόψεις του ήταν πολύ πρόωρες και, ως εκ τούτου, ανεφάρμοστες διότι δεν συγχρονίζονταν με τις τότε προσλαμβάνουσες της ελληνικής κοινωνίας. Άλλοι αντιτείνουν ότι απλώς ήταν… άτυχος διότι ως πρωθυπουργός ήρθε αντιμέτωπος με τα ελλείμματα των προκατόχων του και η οικονομική κρίση που μοιραία προέκυψε, από τη στιγμή που η χώρα δεν μπορούσε πλέον να δανειστεί από τις αγορές για να καλύψει τις υπέρογκες κρατικές δαπάνες, η προσφυγή στο ΔΝΤ ήταν αναπόφευκτη και οι δυνατότητες εφαρμογής των ρηξικέλευθων μεταρρυθμιστικών ιδεών που λάνσαρε στη δημόσια σφαίρα ήταν άκρως περιορισμένες.

Όσο βάσιμος, ωστόσο, και αν είναι ο ισχυρισμός ότι «μνημόνια εφάρμοσαν και οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ που διαδέχθηκαν την κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου», η αναζήτηση… δικαίωσης δεν συνιστά ουσιαστική πολιτική πρόταση που μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους πολίτες για να αποκαταστήσουν το ΠΑΣΟΚ και τα στελέχη του που πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα, το οποίο, κατά πολλούς, ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο από το μερίδιο των ευθυνών που τους αναλογούσαν.

Καλώς ή κακώς οι πολίτες δεν ψηφίζουν για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, επιβραβεύοντας όσους τυχόν τους ευνόησαν κατά το παρελθόν. Τις περισσότερες φορές η ψήφος τους κατευθύνεται προς όσους καλλιεργούν ελπίδες και δημιουργούν προσδοκίες για το μέλλον. Ο σχεδόν απαράβατος αυτός κανόνας δεν μπορεί παρά να ισχύσει και στην εκλογική αναμέτρηση για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής.

Με άλλα λόγια, μπορεί ο κ. Παπανδρέου, λόγω του αδιαμφισβήτητου ειδικού βάρους το οποίο διαθέτει, αλλά και του αμφιλεγόμενου παρελθόντος που τον συνοδεύει, να κατάφερε να ανεβάσει τον δείκτη του ενδιαφέροντος για την κούρσα ηγεσίας στη συρρικνωμένη πλέον παράταξή του, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η μάχη κρίθηκε υπέρ του. Πολύ περισσότερο, επίσης, δεν σημαίνει ότι οι παλαιοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι στις βουλευτικές κάλπες που στήθηκαν μετά το 2009 σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους, κάνοντας διαφορετικές επιλογές, θα σπεύσουν να… επαναπατριστούν άμα τη εμφανίσει του στην εκλογική κονίστρα.

Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, το (πρόσκαιρο;) ενδιαφέρον που προκαλείται εξαιτίας και του γεγονότος ότι το Κίνημα Αλλαγής έχει, ενόψει και της απλής αναλογικής, ρόλο - κλειδί στις προσεχείς πολιτικές εξελίξεις, δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε ενίσχυση της εκλογικής επιρροής του. Εκείνο που απαιτείται από τους υποψηφίους για την ηγεσία του είναι να πείσουν ότι εκπροσωπούν το «νέο» όσους θα πάνε να ψηφίσουν, σε πρώτη φάση, για την ηγεσία του χώρου τους και, εν συνεχεία, το ευρύ εκλογικό σώμα που θα αποφασίσει ποιοι θα κυβερνήσουν, ποιοι θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση και ποιοι θα εξαφανιστούν από προσώπου… πολιτικής!   

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Αν σπάσεις το θερμόμετρο, δεν πέφτει ο… πυρετός!


Αν εξαιρέσει κανείς την αφορμή που ήταν τα όσα διαδραματίστηκαν στην Αυστρία και οδήγησαν στην παραίτηση του καγκελαρίου Σεμπάστιαν Κουρτς, καθόλου δεν πρωτοτυπεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την επιλογή του να στοχοποιήσει τις δημοσκοπήσεις και τα μέσα ενημέρωσης προτείνοντας να συσταθεί Εξεταστική των πραγμάτων Επιτροπή για να γίνει διερεύνηση των υποψιών που έχουν στην Κουμουνδούρου ότι το σύνολο των εταιριών που διεξάγουν μετρήσεις μετέχουν σε μια συνωμοσία εις βάρος τους. 

Έχει συμβεί πάμπολλες φορές κατά το παρελθόν οι πολιτικοί σχηματισμοί που υστερούν στις μετρήσεις να αντιδρούν στρεφόμενοι εναντίον των δημοσκόπων. Άλλοτε αντιδρούν αμφισβητώντας τη μεθοδολογία των ερευνών τους ή την αξιοπιστία των στοιχείων που συλλέγουν οι εταιρίες και δημοσιοποιούν τα media. Τις περισσότερες φορές, όμως, ξιφουλκούν εκτοξεύοντας βαρύτατες καταγγελίες, οι οποίες, συχνά, πυκνά, συνοδεύονται με απειλές για μηνύσεις και κάθε άλλου είδους δικαστικές προσφυγές. Απειλές, όμως, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν τελεσφορούν. Για τον απλούστατο λόγο ότι η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι δεν έχουν αντικείμενο.

Είναι, άλλωστε, οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες οι οποίοι όταν οι μετρήσεις των ίδιων ακριβώς εταιριών είναι ευνοϊκές για τις επιδιώξεις τους, όχι μόνον τις αποδέχονται, αλλά τις επικροτούν, τις επικαλούνται και τις διατυμπανίζουν. Και αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή,   χωρίς να παραβλέπει κανείς ότι σε κάποιες λίγες περιπτώσεις υπήρξαν όντως αστοχίες, ο γενικός κανόνας είναι ότι οι έρευνες των αναγνωρισμένων εταιριών για τις πολιτικές τάσεις που διαμορφώνονται στη χώρα μας δεν τα έχουν άσχημα.

Ακόμη και στην κραυγαλέα εξαίρεση που καταγράφηκε τον Ιούλιο του 2015 με τις ατυχείς, όπως απεδείχθησαν, προβλέψεις για το αποτέλεσμα του αλλοπρόσαλλου δημοψηφίσματος, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι στην ίδια παγίδα έπεσαν όλες ανεξαιρέτως οι εταιρίες που έκαναν μετρήσεις είτε για λογαριασμό των υποστηρικτών του «ναι» είτε με ανάθεση από τους θιασώτες του «όχι» το οποίο επικράτησε πανηγυρικά. Όπως επίσης δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι πολίτες μάλλον δεν επηρεάστηκαν από τα λανθασμένα ευρήματα των δημοσκόπων και ψήφισαν εκείνο που θεωρούσαν οι ίδιοι σωστό. Ανεξαρτήτως αν στην πορεία είδαν να εφαρμόζεται το ακριβώς αντίθετο…

Οι περιπτώσεις, άλλωστε, που οι δημοσκοπήσεις πέφτουν έξω, είναι ίσως το ισχυρό επιχείρημα που μαρτυρά τη σχετικότητα των ισχυρισμών περί χειραγώγησης της κοινής γνώμης που διατυπώνουν όσοι αναζητούν άλλοθι για την κακοδαιμονία τους. Αν, εξάλλου, αρκούσε η επίκληση μιας ή και περισσότερων δημοσκοπήσεων – «μαϊμού» για να αλλάξουν οι απόψεις των πολιτών, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε χάσει με τον συντριπτικό τρόπο που έχασε τις τελευταίες εκλογές, αφού η κοινή γνώμη θα είχε πειστεί ότι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα θα ήταν ο νικητής της κάλπης, όπως προεξοφλούσαν τα φιλικά του μέσα που επικαλούνταν μετρήσεις από εταιρίες «φαντάσματα».

Δεν ξέρω ειλικρινά αν «εξ ιδίων κρίνουν τα αλλότρια» εκεί στην Κουμουνδούρου, επειδή πέφτουν οι ίδιοι θύματα της ψευδούς πραγματικότητας που κατασκευάζουν, αλλά η τακτική της στρουθοκαμήλου, που ακολούθησαν όταν είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και εξακολουθούν να ακολουθούν και τώρα που είναι στην αντιπολίτευση, δεν τους έχει βγει σε καλό. Ενθυμούμαι για παράδειγμα ότι τόσο ο Νίκος Παπάς όταν άρχισε να ξετυλίγει το σχέδιο ελέγχου των τηλεοπτικών καναλιών όσο και ο Νίκος Κοτζιάς όταν υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών διερρήγνυαν τα ιμάτια τους ότι είχαν στα γραφεία τους (μυστικές;) μετρήσεις που διέψευδαν τις δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις που κατέγραφαν την έντονη διαφωνία της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών.

Δύο φορές ως τώρα, την πρώτη όταν ήταν ακόμη στο Μέγαρο Μαξίμου και τη δεύτερη πρόσφατα όταν ρωτήθηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης αν έχει αλλάξει αφότου έχασε την εξουσία, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει επικαλεστεί τον Μπρεχτ για να πει ότι δεν θέλει να αποτελέσει «μνημείο του εαυτού του». Η τακτική, ωστόσο, που ακολουθούν ο ίδιος και το κόμμα του δείχνει ότι ισχύει το ακριβώς. Όσο ήταν στην κυβέρνηση επιδόθηκαν σε ένα λυσσαλέο πόλεμο κατά των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων που δεν έδιναν γη και ύδωρ στην εξουσία τους, εμφανίζοντας τους συλλήβδην ως «αργυρώνητους».

Φαίνεται ότι δεν διδάχθηκαν τίποτε από το αποτέλεσμα που είχαν οι προσπάθειες τους οι οποίες κατέληξαν σε φιάσκο. Γι΄ αυτό και μάλλον συνεχίζουν απτόητοι, παρόλο που όλο δείχνουν ότι η Εξεταστική που ζήτησαν θα τους γυρίσει μπούμερανγκ. Το ίδιο λάθος, άλλωστε, που είχαν κάνει με τις Πρέσπες και την επιχείρηση καθυπόταξης των ΜΜΕ κάνουν και τώρα μα την καταψήφιση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας και όχι μόνον. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, αγνοούν τις μετρήσεις που δείχνουν ότι κινούνται στον αντίποδα όσων επιθυμεί η πλειονότητα των πολιτών και ανάμεσά τους ένα μεγάλο μέρος και εκείνων που στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ.             

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα που οι άνθρωποι έχουμε καταφέρει να μετρούμε τον πυρετό μας, κανείς δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος του, επειδή… έσπασε το θερμόμετρο. Η λύση της… παρακεταμόλης ήταν και παραμένει η μόνη αποτελεσματική μέθοδος για να πέσει ο πυρετός. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τις δημοσκοπήσεις που προσφυώς έχουν αποκληθεί «φωτογραφίες της στιγμής». Τα ευρήματα τους είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν με απειλές, συκοφαντίες και προπηλακισμούς των δημοσκόπων και των μέσων που τα φιλοξενούν…