Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Υπάρχει εναλλακτική στην «τσιγκούνα θεία»;


           Κακώς, κάκιστα ίσως, δεν εξαιρέθηκαν εξ αρχής από το «κούρεμα» οι μικροκαταθέτες των κυπριακών τραπεζών. Και δεν χρειάζεται να μας το πει ο «πολύς» Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ο οποίος πριν από ένα χρόνο επέμενε άτεγκτα να περιληφθούν στο απείρως πιο καταστροφικό ελληνικό PSI οι Έλληνες μικροομολογιούχοι που και αυτοί αποταμιευτές ήταν, δεν ήταν ούτε επενδυτές, ούτε κερδοσκόποι.
          Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι η πολύ πιθανή απαλλαγή των Κυπρίων μικροκαταθετών ουδόλως αλλάζει τα δυσμενή δεδομένα του ασύμμετρου οικονομικού πολέμου που διαδραματίζεται στην Κύπρο. Ακόμη δε χειρότερα, η επικέντρωση της όλης συζήτησης στους μικροκαταθέτες, μόνον ως υπεκφυγή και αποπροσανατολισμός λειτουργεί και δεν μετριάζει τη ζημιά που σίγουρα προκαλείται από το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ευρώπη «μπαίνει χέρι» στους τραπεζικούς λογαριασμούς.
          Εξάλλου, είτε εξαιρεθούν ολοσχερώς οι μικροκαταθέτες από το «κούρεμα», είτε μειωθεί το ποσοστό της δικής τους συμμετοχής, ο βαρύς λογαριασμός που καλείται να πληρώσει η μικρή Κύπρος για να περισώσει ό,τι περισώζεται από το υπερτροφικό τραπεζικό της σύστημα, το οποίο από μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημά της μετατράπηκε σε ασήκωτο βαρίδι που απειλεί να την βουλιάξει οικονομικά, δεν φαίνεται να αλλάζει ουσιαστικά.
          Δυστυχώς, η «τσιγκούνα θεία», όπως μάλλον εύστοχα, αποκάλεσε την Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, ο αρχηγός του αντιπάλου γερμανικού κόμματος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, δεν πρόκειται να γίνει ξαφνικά γενναιόδωρη και να απαρνηθεί την τευτονική πειθαρχία την οποία βάλθηκε να να επιβάλει από άκρου εις άκρον της Ευρώπης.
         Αν δει, όμως, κανείς χωρίς συναισθηματισμούς το πρόβλημα της Κύπρου, με λύπη διαπιστώνει ότι το ακόμη μεγαλύτερο δυστύχημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι στην πολιτική της Μέρκελ δεν προβάλλεται καμία σοβαρή εναλλακτική πρόταση που να συνιστά ουσιαστική λύση στο αδιέξοδο ενώπιον του οποίου βρίσκεται η αδύναμη κυπριακή ηγεσία.
         Δεν είναι μόνον ότι καμία από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης –ακόμη και από αυτές που κινδυνεύουν λίαν συντόμως να βρεθούν στη θέση της Λευκωσίας- δεν εξέφρασε αντιρρήσεις στις αποφάσεις που επέβαλε ο Β. Σόιμπλε τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου στο Eurogroup.
         Είναι, κυρίως, ότι τόσο πριν όσο μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup δεν βρέθηκε κανείς –στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο- πρόθυμος να βάλει το χέρι στη δική του τσέπη και να προσφέρει στην Κύπρο τα χρήματα που χρειάζεται ή έστω να υποδείξει μια άλλη πηγή από την οποία θα μπορούσαν να αντληθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια.
         Βλέπετε, ακόμη και οι «ομόδοξοι» Ρώσοι του Β. Πούτιν, κατέστησαν σαφές ότι ενδιαφέρονται πρωτίστως να μη θιγούν οι συμπατριώτες τους που πήγαν τα «μαύρα» τους στο νησί, ενώ φαίνεται να είναι διστακτικοί ακόμη και για να ανανεώσουν το «δανειάκι» των περίπου τριών δισ. ευρώ που –προφανώς με το αζημίωτο- χορήγησαν παλαιότερα στην κυπριακή κυβέρνηση.      
         Κακά τα ψέματα, το ποσό των συνολικά 17 δισεκατομμυρίων ευρώ που απαιτείται για το πρόγραμμα «διάσωσης» (;) της κυπριακής οικονομίας δεν πρόκειται να μειωθεί και τα 5,6 δισ. ευρώ που είναι αναγκαία για να μπορέσουν να σταθούν όρθιες οι κυπριακές τράπεζες δεν θα «πέσουν από τον ουρανό».
         Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυπριακή ηγεσία δεν έχει παρά να σταθμίσει με ψυχραιμία την κατάσταση, να εξαντλήσει τη δημιουργική της φαντασία και να αναζητήσει τη βέλτιστη λύση για τους πολίτες της. Χωρίς, όμως, περαιτέρω χρονοτριβές και ατέρμονες υπεκφυγές.
          Όπως, άλλωστε, αποδείχθηκε, η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων που παρατηρήθηκε τους τελευταίους μήνες με τις αμφιθυμίες της κυβέρνησης του Δημήτρη Χριστόφια, δεν μετρίασε τη ζημιά, μάλλον την επαύξησε. Το ίδιο προφανώς ισχύει και τώρα όσο η κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη ακολουθεί την πεπατημένη και νομίζει ότι κερδίζει κάτι αναβάλλοντας την λήψη αποφάσεων και κρατώντας κλειστές τις τράπεζες.

                    (Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 19.3.2013)

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Τι(ς) πταίει για τη νέα «κυπριακή προδοσία»

            Ταξιδεύοντας για πρώτη φορά στην Κύπρο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχα στο μυαλό μου το στερεότυπο για τη «μαρτυρική Μεγαλόνησο» που προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές της εισβολής και της κατοχής που απείχαν λιγότερο από δύο δεκαετίες.
            Στην πρώτη, ωστόσο, ξενάγηση που μου έγινε στη Λευκωσία, άρχισα να αλλάζω οπτική, ιδίως αφότου άκουσα με έκπληξη την φίλη που μας συνόδευε και είχε μόλις αφήσει μια καλή δουλειά στο κυπριακό δημόσιο για να ξεκινήσει τη δική της επαγγελματική δραστηριότητα, να αναφωνεί: «Να και άλλη τράπεζα άνοιξε εδώ. Να θυμηθώ τη Δευτέρα να έρθω να ζητήσω ένα δάνειο».
            Λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, η Κύπρος στον οικονομικό τομέα ξεπέρασε πολύ γρήγορα το σοκ του πολέμου του 1974 και επωφελούμενη από τις εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή έγινε πόλος έλξης κεφαλαίων που δημιούργησαν συν τω χρόνω έναν υπερτροφικό τραπεζικό τομέα, ο οποίος έδινε αφειδώς δάνεια.
            Το φθηνό χρήμα, στο οποίο είχαν εύκολη πρόσβαση οι κυπριακές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, οδήγησε μια πρωτοφανή οικονομική άνθηση στις ελεύθερες περιοχές του νησιού που γνώρισαν συνθήκες ευημερίας, τέτοιες που κατά πολλούς απετέλεσαν ίσως τον βασικότερο λόγο για τον οποίο ένα μεγάλο μέρος της τοπικής ελίτ δεν έδειχνε και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επίλυση του Κυπριακού. 
            Η επίπλαστη ευημερία, όμως, των Κυπρίων, που στηρίχθηκε στην προσέλκυση κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα, το οποίο λειτούργησε ως καταφύγιο –«μαύρου» κατά το μέγιστο μέρος του- χρήματος, αρχικά από τη Μέση Ανατολή και εν συνεχεία από τους ολιγάρχες που αναδείχθησαν από τα ερείπια της κατάρρευσης του Ανατολικού συνασπισμού, απεδείχθη ότι δεν ήταν –και πως θα μπορούσε, άλλωστε;- αιώνια.
            Οι αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις του νησιού όλων των αποχρώσεων –δεξιές, αριστερές και κεντρώες- μοίρασαν και μοιράστηκαν κάθε είδους προνόμια, με τη νοοτροπία του νεόπλουτου, που δεν κόπιασε και πολύ για να αποκτήσει αυτά που έχει. Κάπως έτσι ήρθε τώρα η ώρα να πληρώσουν οι Κύπριοι πολίτες τον βαρύ λογαριασμό για άφρονες πράξεις και παραλείψεις που βαρύνουν το πολιτικό σύστημα της χώρας, το οποίο στο σύνολό του και σχεδόν χωρίς εξαίρεση μετείχε –λιγότερο ή περισσότερο- στη νομή της εγχώριας εξουσίας.
            Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από ορισμένους ότι η Κύπρος πληρώνει το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκια τους οι κυπριακές τράπεζες, μπορεί να έχουν κάποια βάση αληθείας, δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν το μεγάλο οικονομικό πρόβλημα με το οποίο είναι αντιμέτωπη η χώρα και το οποίο έγινε ακόμη μεγαλύτερο επειδή τα δύο τελευταία –προεκλογικά- χρόνια δεν λήφθηκαν οι απαιτούμενες γενναίες αποφάσεις.  
            Βάση αληθείας, επίσης, μπορεί να έχουν και οι ισχυρισμοί ότι η Κύπρος έγινε «κάρφος εν οφθαλμώ» για άλλες χώρες που δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι τη μετατροπή της σε ένα από τα ισχυρά ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά κέντρα. Ούτε αυτό, όμως, το επιχείρημα είναι αρκετό για να καλύψει τα ανομήματα της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας που δεν φρόντισε τον καιρό του εύκολου χρήματος και της αλματώδους ανάπτυξης να θωρακίσει την οικονομία, αποτρέποντας ελλείμματα και χρέη.  
            Το ίδιο, εξάλλου, ισχύει και για το επιχείρημα ότι ενδεχομένως με την οικονομική ασφυξία που συνιστούν τα σκληρά μέτρα «διάσωσης» που έλαβαν οι ευρωπαίοι εταίροι, οι τελευταίοι (ή κάποιοι που είναι πίσω τους) ευελπιστούν να «βάλουν χέρι» στα μελλοντικά ενεργειακά αποθέματα της χώρας. Είναι πολύ πιθανό να είναι έτσι, αλλά οι πολιτικοί ταγοί τι έκαναν για να το αποτρέψουν;
            Εν ολίγοις, η νέα αυτή «κυπριακή προδοσία», για την οποία πολλοί ήδη ομιλούν, δεν είναι παρά αποτέλεσμα αποφάσεων που ελήφθησαν –ή δεν ελήφθησαν- από την ιθύνουσα τάξη της Κύπρου που άφησε τη χώρα ανοχύρωτη απέναντι στις βουλήσεις του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο, ως γνωστόν, δεν έχει ούτε πατρίδα, ούτε ηθική.
Γι΄ αυτό και τώρα είναι η ώρα όσοι απαρτίζουν την κυπριακή ηγεσία να αναλάβουν όλοι μαζί τις ευθύνες τους, να πουν την αλήθεια στον κυπριακό λαό και να πάρουν τις καλύτερες αποφάσεις που θα βγάλουν τη χώρα τους από τη δεινή θέση στην οποία οι ίδιοι την οδήγησαν.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.3.2013)

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Το φλουρί της ΔΕΚΟ και το «εθνικό γόητρο»

            Σε μια επιδοτούμενη από το ελληνικό δημόσιο ΔΕΚΟ χθες (Τρίτη, 12 Μαρτίου) έκοψαν την… πρωτοχρονιάτικη πίτα. Οι εκεί, όμως, πραγματικοί εργαζόμενοι, αντί να το γιορτάσουν, έπεσαν σε… μαύρη κατάθλιψη.
Το φλουρί, που αντιστοιχούσε σε μια σύγχρονη ηλεκτρονική συσκευή, έπεσε σε ένα… άγνωστο τους πρόσωπο, που, όταν ζήτησαν να πληροφορηθούν ποιο είναι, διαπιστώθηκε ότι η φυσική παρουσία του στην υπηρεσία, από την οποία αμείβεται αδιαλείπτως, περιορίζεται σε τέσσερις με πέντε επισκέψεις που πραγματοποίησε στο χώρο ολόκληρη την τελευταία τριετία...  
            Το περιστατικό είναι απολύτως πραγματικό και έχω στη διάθεσή μου όλα τα στοιχεία που το επιβεβαιώνουν. Αποφεύγω, όμως, σκοπίμως να κατονομάσω την ΔΕΚΟ στην οποία συνέβη. Όχι μόνον επειδή ενδεχομένως θα θεωρηθεί από ορισμένους ως περιπτωσιολογία. Αλλά κυρίως διότι φοβάμαι πως αν το πληροφορηθεί η τρόικα –που εκπροσωπεί τους δανειστές που δίνουν χρήματα για να πληρώνεται κάθε μήνα το συγκεκριμένο πρόσωπο και αρκετοί άλλοι σαν και αυτό- ίσως… συμβάλω στην περαιτέρω παράταση της φαρσοκωμωδίας που ζούμε τις τελευταίες μέρες από μια ενδεχόμενη απαίτηση να καταργηθεί πάραυτα η περί ής ο λόγος ΔΕΚΟ.
            Αναφέρομαι στις παρατεινόμενες διαπραγματεύσεις με την τρόικα, που δεν ξέρω αν το έχουν συνειδητοποιήσει στην κυβέρνηση, αλλά έχω την αίσθηση ότι, στα μάτια της πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών, τείνουν να εξελιχθούν σε μια πελώρια φαρσοκωμωδία.
            Για δεύτερη συνεχή εβδομάδα, οι δύο πλευρές, αντί να διαβουλεύονται για τα μεγάλα ζητήματα που αφορούν τη χώρα μας, όπως είναι η άνευ προηγουμένου ύφεση που ως άλλος Μινώταυρος καταπίνει καθημερινά θέσεις εργασίας και οδηγεί στο κοινωνικό περιθώριο δημιουργικές δυνάμεις, καταπιάνονται με θέματα που θα έπρεπε να είχαν επιλυθεί προ πολλού.
Είναι δυνατόν επί τόσες ημέρες να μην μπορεί να βρεθεί άκρη με την από ετών εξαγγελθείσα αναμόρφωση του ελληνικού δημοσίου και την απομάκρυνση των –όποιων και όσων- «επίορκων», αργόσχολων και αργόμισθων, επειδή δεν συνεδριάζουν ή δεν έχουν συγκροτητηθεί ποτέ (όπως -καλή ώρα- στη ΔΕΚΟ της ιστορίας μας που μοίρασε χθες πρωτοχρονιάτικα φλουριά) πειθαρχικά συμβούλια;
Χρειάζονται, άραγε, όλα αυτά τα «σούρτα φέρτα» των τροϊκανών στα υπουργικά γραφεία και στο πρωθυπουργικό για να καταρτιστεί ένα στοιχειώδες σχέδιο για την είσπραξη του -προκαθορισμένου με τον ψηφισμένο προϋπολογισμό- ποσού από τη φορολόγηση των ακινήτων, ώστε να μην επιμένει η άλλη πλευρά στην παράταση του -άδικου για τους πολλούς- «χαρατσιού» μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ;
            Διαβάζω και ακούω διάφορους «καραμπουζουκλήδες» συμπολίτες μας, από τις τάξεις των δημοσιολογούντων και των πολιτικάντηδων, που στην πλειονότητά τους «σιτίζονται από το Πρυτανείο», να καλούν την κυβέρνηση να επιδείξει… υψηλό εθνικό φρόνημα και «να διώξει τώρα την τρόικα», επειδή, λένε, «προσβάλει το γόητρο της χώρας».
            Συμφωνώ κι εγώ μαζί τους. Η παραμονή της τρόικας είναι άκρως προσβλητική για μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Και αν όντως η κυβέρνηση θεωρεί ότι εκπροσωπεί μια τέτοια χώρα, σήμερα κιόλας θα πρέπει να ζητήσει από τους εκπροσώπους των εταίρων και πιστωτών μας να αποχωρήσουν από την Ελλάδα.
Και μετά; Μετά, εφόσον τα βρούμε μεταξύ μας για το τι πραγματικά θέλουμε, πόσα φλουριά και σε ποιους επιθυμούμε να μοιράζουν οι ελλειμματικές ΔΕΚΟ, ας τους καλέσουμε πίσω. Για να κάνουμε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις και να απαιτήσουμε τη συνδρομή τους για την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, τη ρευστότητα, τη λειτουργία της αγοράς, τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Μόνον έτσι, νομίζω ότι μπορεί να προασπιστούμε το αναμφίβολα καταρρακωμένο εθνικό μας γόητρο.
(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr stiw

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Σύγχρονοι «Λουδίτες» από τη Χαλκιδική ως τη Θεσπρωτία


Πριν ακριβώς από δύο αιώνες στη Βρετανία, η οποία απογειωνόταν οικονομικά ως συνέπεια της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης που ξεκίνησε στο έδαφός της, κορυφωνόταν η δράση του πρωτότυπου κινήματος του Λουδιτών. Οι Λουδίτες ήταν μια οργάνωση που αντιτασσόταν στην επέλαση της μηχανής και οι μυημένοι σε αυτήν εισέβαλαν στις κλωστοϋφαντουργίες, καταστρέφοντας τους αργαλειούς και τις πλεκτικές μηχανές.
«Δεν θα καταθέσουμε ποτέ τα όπλα μέχρις ότου η Βουλή των Κοινοτήτων να υιοθετήσει νόμο για να απομακρυνθούν όλες οι μηχανές οι οποίες είναι επιζήμιες για τις λαϊκές τάξεις», έγραφαν στις απειλητικές προκηρύξεις τους οι κινηματίες, που εμπνέονταν από τον μυθικό «στρατηγό Νεντ Λουντ», που –αν και αμφισβητείται ιστορικά η ύπαρξή του, υποτίθεται ότι- ηγούνταν του «Στρατού των Εκδικητών» κατά των εργοστασίων.
«Χρειάζεται χρόνος και πείρα, για να μάθει ο εργάτης να διακρίνει τις μηχανές από την κεφαλαιοκρατική τους χρησιμοποίηση και έτσι να στρέφει τις επιθέσεις του όχι ενάντια στα ίδια τα υλικά μέσα παραγωγής, αλλά ενάντια στην κοινωνική μορφή της εκμετάλλευσής τους», έγραφε αργότερα  ο μεγάλος διανοητής Καρλ Μαρξ για το πολιτικά αφελές εκείνο κίνημα.
Θυμήθηκα την ενδιαφέρουσα αυτή ιστορία, που έλαβε χώρα σε μια εποχή που αναπτυσσόταν ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η Ελλάδα ήταν ακόμη στην ολότητά της μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρακολουθώντας τα όσα τεκταίνονται στα μεταλλεία χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής, με την πρόσφατη εμπρηστική επίθεση κατά των εγκαταστάσεων της επιχείρησης που έχει αναλάβει την εξόρυξη του χρυσού, αλλά και τη συγκέντρωση που έγινε το Σαββατοκύριακο από κατοίκους -και «αλληλέγγυους» (!)- κατά της επένδυσης.
Από όσα διάβασα δεξιά και αριστερά δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιος ακριβώς είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο κινητοποιούνται οι αντιδρώντες, οι οποίοι, όπως είδα σε βίντεο που προφανώς μοίρασαν οι ίδιοι στο διαδίκτυο, στην τελευταία ευάριθμη συγκέντρωση που οργάνωσαν κοντά στα μεταλλεία, τραγουδούσαν –μάλλον για να πάρουν… κουράγιο- το άσμα «είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς…».
Θεωρούν, πραγματικά, ότι πρόκειται για μια οικονομικά ασύμφορη για το ελληνικό δημόσιο παραχώρηση ή πιστεύουν ακράδαντα ότι οι μέθοδοι εξόρυξης θα αποβούν καταστροφικές για το περιβάλλον της περιοχής; Αν ισχύει το πρώτο και έχουν υπόψη τους κάποιον επενδυτή που θα πρόσφερε περισσότερα, να τον υποδείξουν και να συνταχθούμε όλοι μαζί τους, απαιτώντας επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, θα αρθεί το περιβαλλοντικό ζήτημα και η ανάγκη για ήπια εναλλακτική ανάπτυξη της περιοχής που θέτουν;
  Κρίνοντας, ωστόσο, από το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής –που προφανώς είναι περισσότεροι από τις περίπου χίλιες οικογένειες που μέλη τους βρήκαν δουλειά στα μεταλλεία- δεν συμμερίζεται τις ενστάσεις τους, μου δημιουργείται η αίσθηση πως οι διαμαρτυρίες δεν εδράζονται παρά σε έναν σύγχρονο «λουδιτισμό», που όσοι τον ασπάζονται, μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους καταστροφείς των πλεκτικών μηχανών στη Βρετανία των αρχών του 19ου αιώνα.
Το φαινόμενο, άλλωστε, είναι ευρέως διαδεδομένο στη χώρα μας και δυστυχώς πλειστάκις αποδεικνύεται «αποτελεσματικό». Πέρασε, για παράδειγμα, απαρατήρητο ότι στην τριεθνή συμφωνία που υπεγράφη τις προηγούμενες μέρες για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την Τουρκία στην Ιταλία, ο αγωγός TAP (Transadriatic Pipeline) προβλέπεται να διασχίσει σχεδόν ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, αλλά, πριν φτάσει στα σύνορα της Ηπείρου, κάνει παράκαμψη για να καταλήξει στην Αλβανία.
Η χάραξη αυτή αποτελεί τροποποίηση του αρχικού σχεδίου που ήθελε η μεταφόρτωση του αερίου να γίνεται από τα παράλια της Θεσπρωτίας, κοντά στα οποία προβλεπόταν να δημιουργηθεί σταθμός συμπίεσης του αερίου. Η αλλαγή της διαδρομής του αγωγού είναι «επίτευγμα» της δράσης μιας μικρής ομάδας τοπικών «Λουδιτών», οι οποίοι απειλούσαν τους μηχανικούς της ΔΕΠΑ και κινήθηκαν να βυθίσουν τα πλοιάρια που έκαναν έρευνες στη θαλάσσια περιοχή για να βρεθεί η βέλτιστη λύση που θα εκμηδένιζε τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον της περιοχής.
Οι θέσεις εργασίας που είναι βέβαιο ότι θα δημιουργούνταν επ΄ ωφελεία του τοπικού πληθυσμού, που αντιμετωπίζει από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας, όπως και τα πολύ πιθανά αντισταθμιστικά ωφελήματα, μεταξύ των οποίων θα ήταν ίσως και η δημιουργία σταθμού διανομής φυσικού αερίου στην απομονωμένη Ήπειρο, έγιναν «δώρο» στη γείτονα χώρα, την οποία ασμένως επέλεξαν οι επενδυτές, αφού και καλοδεχούμενοι είναι και μικρότερες αμοιβές θα δώσουν.
Με αυτά και πολλά άλλα, η ελληνική οικονομία, και μαζί της η δεινοπαθούσα από την ύφεση ελληνική κοινωνία, παραμένουν στην καθήλωση και επιβιώνουν χάρις τις δόσεις που εξασφαλίζουμε από τους όλο και πιο απαιτητικούς εταίρους και δανειστές, την ίδια ώρα που κάποιοι «τσαρλατάνοι», που και οι ίδιοι ζουν από τα δανεικά, υπόσχονται… θαύματα, όπως η (αυτόματη και ανέξοδη) «διαγραφή του επονείδιστου χρέους».
(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 26.2.2013)

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Γιατί δεν μας… χόρτασε ο λόγος του Φρανσουά Ολάντ

«Ο λόγος σου μάς χόρτασε και το ψωμί σου φάτο...», θα λέγαμε υπό άλλες συνθήκες στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ που μας επεφύλαξε, κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας, θερμούς παρηγορητικούς λόγους και μας έδωσε πολλές υποσχέσεις για γαλλικές επενδύσεις στην Ελλάδα.
Θα μπορούσαμε, ίσως, να το πούμε αυτό αν είχε σταματήσει η πορεία της συνεχούς διολίσθησης στην οποία φαίνεται να έχουμε εγκλωβιστεί και από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, όσο και αν ακούμε επαίνους από τους εταίρους μας για τα οικονομικό πρόγραμμα της Ελλάδας που, όπως λένε, «βρίσκεται εντός τροχιάς», προσπαθώντας μάλλον να λειτουργήσει ο λόγος τους ως… αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Δεν ξέρω για ποια τροχιά ομιλούν, αλλά όποιος βιώνει την ελληνική πραγματικότητα, μόνον… εκτροχιασμένες καταστάσεις συναντά και σωστά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας προειδοποίησε, απευθυνόμενος στον Γάλλο ομόλογό του, για τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης εξαιτίας της βαθύτατης ύφεσης στην οποία έχουμε παγιδευτεί.
Η ανεργία εξακολουθεί να καλπάζει με χίλιους συμπολίτες μας (όσοι οι κάτοικοι μιας κωμόπολης!) να χάνουν κάθε μέρα τη δουλειά τους και πολύ περισσότερους να δουλεύουν μεν αλλά να είναι απλήρωτοι, γιατί οι εργοδότες τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Οι πολυδιαφημισμένες δόσεις που εξασφαλίσαμε τον περασμένο Δεκέμβριο δεν φαίνεται να είχαν τη θετική επίπτωση που αναμενόταν, αφού οι τράπεζες, προς τις οποίες κατευθύνθηκαν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πόρων, όχι μόνον δεν διοχέτευσαν ρευστότητα στην ασφυκτιούσα αγορά, αλλά το τελευταίο διάστημα κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση έχοντας κλείσει απολύτως τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης για όλες τις επιχειρήσεις.
Η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, για τα οποία τόσες φορές… πανηγυρίσαμε που τα εξασφαλίσαμε, παραμένει σε απαράδεκτα χαμηλούς ρυθμούς, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την ανάγκη που ένοιωσε ο πρωθυπουργός να ορίσει, μόλις την περασμένη εβδομάδα, τον Κυριάκο Βιρβιδάκη  ως νέο υφυπουργό για το ΕΣΠΑ, από το οποίο, μέχρι τώρα, τα περισσότερα χρήματα που εκταμιεύονται είναι για –μάλλον «εικονικά»- επιμορφωτικά σεμινάρια.
Την ίδια ώρα τα γραφειοκρατικά εμπόδια που είναι ορθωμένα παντού γίνονται όλο και πιο απροσπέλαστα, από τα δικαστήρια που δίνουν πρώτη δικάσιμο σε δύο με τρία χρόνια, ως το ΓΕΜΗ που δημιουργήθηκε ως «σημείο μιας στάσης» για τις επιχειρήσεις και, παρότι ανήκει στην αρμοδιότητα του προέδρου του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου, τον οποίο βλέπουμε συχνά να κατακεραυνώνει γενικώς και αορίστως το κράτος, κάνει πάνω από ενάμισι μήνα για να διεκπεραιώσει μια απλή δημοσίευση καταστατικού εταιρίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, οι υποσχέσεις για επενδύσεις που μας έδωσε ο Γάλλος Πρόεδρος δεν μοιάζουν ικανές να ανατρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί στη χώρα. Ακόμη και αν αύριο το πρωί οι Γάλλοι επιχειρηματίες που έφερε μαζί του ο κ. Ολάντ και έδειξαν ενδιαφέρον να επενδύσουν στη χώρα μας, ξαναπάρουν το αεροπλάνο για την Αθήνα, φθάνοντας εδώ θα βρεθούν αντιμέτωποι με τέτοιο χάος που γρήγορα θα γυρίσουν άπραγοι στο Παρίσι.
Χωρίς να θέλω να μειώσω τη σημασία των διεθνών επαφών, έχω την αίσθηση ότι οι χαρές και τα πανηγύρια που στήσαμε για την –αναμφίβολα αναγκαία και απολύτως πετυχημένη σε συμβολικό επίπεδο συμβολισμού- επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου, σύντομα θα ξεχαστούν, γιατί θα αποδειχθούν στην πράξη άνευ ουσιαστικού αντικειμένου.
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, κανείς να είναι εξειδικευμένος οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι στις μέρες μας η προσέλκυση επενδύσεων δεν γίνεται με διακρατικές συμφωνίες κορυφής, αλλά με τη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Και αυτό ακριβώς είναι που λείπει από τη χώρα μας, όχι μόνον επειδή μια δράκα κουκουλοφόρων επιτίθεται στις εγκαταστάσεις του χρυσωρυχείου της Χαλκιδικής, ούτε γιατί ένας γενικός γραμματέας πιστεύει ότι έχουμε ακόμη υψηλό κατώτατο μισθό.
Για να υπάρξει ουσιαστική προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα χρειάζεται να αλλάξουν πολλά. Με κυριότερο τις νοοτροπίες του παρελθόντος που ευθύνονται για την κρίση και που αυτή, δυστυχώς, δεν έχει καταφέρει ακόμη να τις εξαλείψει.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 20.2.2013).

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Η χαμένη ευκαιρία με το debate που δεν έγινε στη Συγγρού

            «Τέτοιες ανοησίες ο κ. Στουρνάρας δεν μπορεί να λέει. Θα τον καλέσουμε στη Συγγρού αν θέλει να έρθει να τον εξετάσουμε αν ξέρει καλά την οικονομική ιστορία της Ελλάδας», δήλωσε προ ημερών ο Γραμματέας της Πολιτικής Επιτροπής της ΝΔ κ. Μανώλης Κεφαλογιάννης.
Ο «γαλάζιος» γραμματέας αντέδρασε έτσι όταν κλήθηκε να σχολιάσει συνέντευξη –την οποία παραδέχθηκε ότι δεν είχε διαβάσει ακόμη- του υπουργού Οικονομικών, ο οποίος, με αρκετά παραστατικό τρόπο και συγκεκριμένα παραδείγματα για διορισμούς και άλλες σπατάλες, ανέλυε πράξεις και παραλείψεις των προηγούμενων κυβερνήσεων που οδήγησαν το 2009 στην κορύφωση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και έκαναν αναπότρεπτη την προσφυγή της χώρας στο μνημόνιο.
            Δεν ξέρω αν τελικά ο κ. Κεφαλογιάννης διάβασε τη συνέντευξη του κ. Στουρνάρα και πείστηκε ότι δεν λέει ανοησίες. Θεωρώ, όμως, ότι το γεγονός πως δεν υλοποίησε την… απειλή του να κληθεί ο υπουργός Οικονομικών για εξέταση στη Συγγρού, δεν είναι παρά μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, από τις πολλές που κρατούν καθηλωμένη την ελληνική κοινωνία και δεν επιτρέπουν την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
            Όταν κορυφαία στελέχη του κυβερνητικού χώρου, όπως είναι ο κ. Κεφαλογιάννης, δεν αναγνωρίζουν τις πραγματικές διαστάσεις των προβλημάτων που μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε τώρα και αμφισβητούν τα στοιχεία για την υπερχρέωση της χώρας που επικαλείται ο υπουργός Οικονομικών και είναι επικυρωμένα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποτυπωμένα στον προϋπολογισμό που ψήφισε η παρούσα Βουλή –και άρα και ο γραμματέας της ΝΔ-, δεν μπορεί να υπάρξει ελπίδα ανάκαμψης.
            Όσο δεν λύνονται αυτά τα ζητήματα, όχι απαραίτητα για να καταλογιστούν οι ευθύνες ενός εκάστου (που και αυτό είναι αναγκαίο), αλλά, κυρίως, για να εξαχθούν τα σωστά συμπεράσματα και να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη, στο δημόσιο διάλογο θα κυριαρχούν οι παραλυτικές θεωρίες συνωμοσίας που αποδίδουν τα πάντα στους «κακούς» ξένους που, τάχατες, επιβουλεύονταν το «οικόπεδο Ελλάς» και γι΄ αυτό μας έδιναν δανεικά με το… ζόρι.
Όσο παραμένουν εκκρεμότητες αυτού του είδους, θα βρίσκουν έδαφος οι… παραμυθίες ότι θα ξυπνήσουμε ένα πρωί και ένας «από μηχανής Θεός» θα εισβάλει στη σκηνή και θα μας φέρει πίσω μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, δουλειά, επιχειρήσεις, περιουσίες, εθνική αξιοπρέπεια και ό,τι άλλο χάσαμε στη διάρκεια αυτής της αδυσώπητης και χωρίς ορατό τέλος υφεσιακής εξαετίας που βιώνουμε.
            Αν γινόταν το debate στη Συγγρού, που πρότεινε ο κ. Κεφαλογιάννης, και, ίσως ένα ανάλογο σε καθένα από τα άλλα κομματικά επιτελεία -της Κουμουνδούρου, βεβαίως, συμπεριλαμβανόμενης- ίσως να μην δινόταν η διάσταση που επιχειρούν ορισμένοι να δώσουν στην παραδοχή από το ΔΝΤ του λάθους υπολογισμού που έκαναν οι επιτελείς του στον - «φετιχοποιημένο», πλέον- πολλαπλασιαστή της ύφεσης.
Θα μπορούσε, πιθανότατα, το εξοντωτικά αυστηρό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε, κατ΄ απαίτηση δανειστών και εταίρων, στη χώρα μας –η οποία, ας μην ξεχνάμε, είχε τη μεγαλύτερη υπερχρέωση στην Ευρώπη και, συνάμα, επί σειρά ετών τα υψηλότερα ελλείμματα τόσο στους προϋπολογισμούς της όσο και στο εμπορικό ισοζύγιό της- να ήταν ηπιότερο και να επεκτεινόταν (κάτι που -εν μέρει τουλάχιστον- ήδη έγινε) η περίοδος εφαρμογής του.
  Από εκεί, όμως, μέχρι του σημείου να καλλιεργούνται προσδοκίες για επιστροφή στο… 2008 ή μάλλον στο 2007 (αφού το 2008 είχε αρχίσει η ύφεση), η απόσταση είναι τεράστια και δεν δικαιολογεί καμία αυταπάτη ότι οσονούπω θα αποκατασταθούν συντάξεις, μισθοί και άλλα εισοδήματα ή ότι θα γίνουν νέες προσλήψεις στο δημόσιο και γενικώς θα είναι όλα ωραία και καλά. 
Όσο, λοιπόν, οι «ταγοί» αυτού του τόπου αδυνατούν να συνεννοηθούν στα στοιχειώδη και, αντί να ανασκουμπωθούν και να κοιτάξουν πως θα βάλουν επιτέλους φρένο στην ύφεση, εξακολουθούν να εμφορούνται από τις παραδοσιακές νοοτροπίες του να προσπαθεί ο ένας να φορτώσει στον άλλο την ευθύνη για τα οικονομικά ερείπια που κάθε μέρα που περνάει πολλαπλασιάζονται γύρω μας, όχι στο 2007 δεν θα επιστρέψουμε, αλλά πιο πιθανό είναι να πάμε πίσω στο… 1947!    
Γι΄ αυτό το debate που δεν έγινε στη Συγγρού επιμένω ότι ήταν μια ακόμη χαμένη ευκαιρία για να «κλείσουμε παλαιούς λογαριασμούς» και να πούμε «φτου και από την αρχή». Ευελπιστώ όχι η τελευταία…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 14.2.2013)

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Τα παιδιά της χρόνιας ανομίας

Χύνεται, δικαιολογημένα, πολλή μελάνη και θα χυθεί ακόμη περισσότερη το επόμενο διάστημα για να αναλυθεί το φαινόμενο των «εικοσάρηδων» που πήραν τα όπλα και επιδίδονται σε ληστείες για να εξασφαλίσουν τα χρήματα, τα οποία, όπως φαίνεται να πιστεύουν, θα τους επιτρέψουν να γκρεμίσουν το σημερινό κόσμο, τον κόσμο των γονιών τους, ακόμη και αν δεν μοιάζει να είναι ξεκάθαρο στο μυαλό τους με τι θα τον αντικαταστήσουν.
Πέρα από την περιπτωσιολογία και τις δημοσιογραφικά πολλαπλά ενδιαφέρουσες προσωπικές ιστορίες που φέρνουν στο φως οι συλλήψεις των νεαρών τρομοκρατών, εκείνο που περισσότερο από όλα νομίζω ότι χρειάζεται να εξηγηθεί είναι η μαζικότητα που τείνει να λάβει το φαινόμενο των παιδιών που ακολουθούν τέτοιες ατραπούς.
Τι κάνει, άραγε, όλο και περισσότερο νέα παιδιά να οδηγούνται σε τέτοια πορεία;  Η ατομική ευθύνη καθενός από αυτά τα παιδιά είναι, βεβαίως, αναμφισβήτητη. Και, ενδεχομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να μη μπορεί να παραγνωριστεί εύκολα ο ρόλος του οικογενειακού  περιβάλλοντός, παρόλο που πολλές έρευνες καταδεικνύουν ότι οι επιρροές της οικογένειας δεν είναι τις περισσότερες φορές αυτές που κυρίως καθορίζουν τις επιλογές και τα πρότυπα των παιδιών.
Όπως και να έχει, όμως, τα στερεότυπα για τη… βαρεμάρα των μεγαλωμένων στα πούπουλα παιδιών των βορείων προαστείων, δεν νομίζω ότι επαρκούν για να δώσουν πειστικές απαντήσεις σε ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο. Άλλωστε, και άλλες κοινωνίες έχουν βλαστούς που μεγαλώνουν με «νταντάδες» σε μεγαλοαστικές περιοχές και φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία, χωρίς αυτό να τα κάνει να μπαίνουν στις τράπεζες οπλισμένα με καλάσνικωφ ή να γυρνούν τις νύχτες και να διασπείρουν, όπου μπορούν, γκαζάκια και εκρηκτικά.
Τον Δεκέμβριο του 2008 κάθησα επί αρκετή ώρα και παρακολούθησα το πρωτοφανές για εκείνη την περίοδο, καθώς αργότερα έγινε του «συρμού», θέαμα των δεκαπεντάρηδων, που, χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις και με ακάλυπτα πρόσωπα οι περισσότεροι, πετροβολούσαν μέχρι αργά τη νύχτα τη Βουλή, όπως είχαν κάνει νωρίτερα στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής τους.
Η αίσθηση που μου είχε δημιουργηθεί, μέσα και από κάποιες συζητήσεις που μπόρεσα να κάνω μαζί τους, ήταν ότι εκείνα τα παιδιά αυτό που πετροβολούσαν ήταν ο κόσμος που τα περιέβαλε. Ο κόσμος των γονέων τους, ο δικός μας κόσμος, ο κόσμος της αρπαχτής, του βολέματος, της αναξιοκρατίας, της ατιμωρησίας, της ευρύτατης δυνατότητας να μην τηρούνται στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής συμβίωσης, της χρόνιας ανομίας που κατέτρυχε την ελληνική κοινωνία και που, προϊόντος του χρόνου, μάλλον επιδεινώθηκε.
Ο αστυνομικός που είχε πυροβολήσει στα Εξάρχεια τον συνομήλικό τους δεν ήταν παρά ένας ακόμη «μεγάλος» που αυθαιρέτησε. Και την αυθαιρεσία αυτά τα παιδιά την εύρισκαν συνεχώς μπροστά τους. Τη βίωναν στο δρόμο, στο σχολείο, στο παιχνίδι, μπορεί και στο σπίτι. Την παρακολουθούσαν στα μέσα ενημέρωσης. Και την άκουγαν, αν θέλετε, να την περιγράφουν στις συζητήσεις τους οι γονείς τους, είτε επειδή ήταν οι ίδιοι «θύματα», είτε επειδή είχαν τα «μέσα» και τα κατάφεραν.
Δεν ξέρω αν ήταν από… τύψεις ή από σκοπιμότητες, αλλά πιστεύω ότι τα σαφή προμηνύματα από εκείνη την εξέγερση της νεολαίας, που ήρθε σε μια στιγμή που είχε φθάσει στο απόγειο της η επίπλαστη ευημερία που απολάμβανε επί χρόνια μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνία, η τελευταία δεν τα αντιμετώπισε με τη σοβαρότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Με πρώτες και καλύτερες, φυσικά, τις πολιτικές δυνάμεις που θέλησαν ή να εκμεταλλευτούν την υπόθεση ή απλώς να την… ξορκίσουν.
Η τότε κυβέρνηση θα θυμάστε ότι αρκέστηκε στις ηλίθιες διαχρονικές θεωρίες συνωμοσίας, ανακαλύπτοντας ακόμη και –άκουσον, άκουσον!- «εισαγόμενους» υποκινητές που ήρθαν από το εξωτερικό (πάντα, εξάλλου, οι «έξω» φταίνε) για να την… ανατρέψουν. Η αξιωματική αντιπολίτευση βολεύτηκε με τη φθορά που προκάλεσαν τα γεγονότα στην ήδη παραπαίουσα κυβέρνηση, ενώ δεν έλειψαν και οι δυνάμεις που έτριβαν τα χέρια τους καθώς φαντασιωνόταν αφορμές για να δημιουργηθούν «επαναστατικές συνθήκες» στη χώρα.
Στην τετραετία που πέρασε έκτοτε, εκείνα τα παιδιά του Δεκέμβρη, όπως και άλλα νωρίτερα, μπήκαν στα Πανεπιστήμια, έπειτα από μια κοπιαστική προσπάθεια, που το αποτέλεσμα του κόπου τους το πιθανότερο είναι ότι δεν ήταν αυτό που προσδοκούσαν. Δεν αναφέρομαι μόνον στις συνθήκες που επικρατούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και δεν διαφέρουν από αυτές που επικρατούν σε άλλες λειτουργίες του ελληνικού δημοσίου. Επισημαίνω, κυρίως, τις επιπτώσεις από την πολύπλευρη (οικονομική, πολιτική και, σε κάθε περίπτωση, κοινωνική) κρίση και την πιθανή ματαιότητα που δημιουργείται σε πολλούς νέους εξαιτίας της σχεδόν παντελούς έλλειψης ευκαιριών για επαγγελματική αποκατάσταση με βάση τα προσόντα τους.
Κακά ψέματα, είναι πολύ δύσκολο να είσαι νέος στη σημερινή Ελλάδα και να διατηρείς την εμπιστοσύνη ότι με τις δυνάμεις σου θα τα καταφέρεις. Και όσο και αν αυτή η διαπίστωση δεν συνιστά «άλλοθι» για τρομοκρατικές ενέργειες ή ελαφρυντικό για όσους επιδίδονται σε τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις που υπονομεύουν και δεν προάγουν την κοινωνική πρόοδο, αφού δημιουργούν συνθήκες ζούγκλας, άλλο τόσο, όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί ως τουλάχιστον μια από τις βασικές αιτίες που πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη του επιχειρώντας να ερμηνεύσει το φαινόμενο των ένοπλων εικοσάρηδων που πληθαίνουν γύρω μας.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 5 Φεβρουαρίου 2013)