Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Η αβεβαιότητα συνιστά τη νέα «κανονικότητα» του 2025

    «Αίσιον και ευτυχές το νέο έτος», ήταν παραδοσιακά η ευχή που απηύθυναν τέτοιες μέρες οι προηγούμενες γενιές οι οποίες είχαν μεν βγει τραυματισμένες από το καμίνι του πολυαίμακτου Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, πλην όμως εκείνη η σκληρή δοκιμασία είχε «οπλίσει» τους επιβιώσαντες με μεγάλες προσδοκίες και ανυπέρβλητη αισιοδοξία ότι ένας «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» πρόβαλε στον ορίζοντα.

    Ακόμη και η δική μας χώρα, η οποία λόγω του Εμφυλίου άργησε να ακολουθήσει αυτή τη ρότα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να βιώνει μια ιστορικών διαστάσεων μεταμόρφωση του παραδοσιακού αναπτυξιακού μοντέλου, η οποία αύξανε βαθμιαία την πεποίθηση ότι η ανοδική τροχιά της ευημερίας θα ήταν αέναη. Η πλειονότητα των ανθρώπων πίστευαν ότι τα παιδιά που αποκτούσαν θα ζούσαν καλύτερα από τους ίδιους.  

    Με μικρά ή μεγαλύτερα σκαμπανεβάσματα, όπως ήταν οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1980, που γονάτισε την παγκόσμια οικονομία, όπως και μεταγενέστερα, το 2009, η κατάρρευση της Lehman Brothers, οι περισσότεροι άνθρωποι, τόσο στον δυτικό όσο και στον ανατολικό κόσμο, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ευρώπης, το 1989, έβλεπαν το επίπεδο της ζωής τους να βελτιώνεται χρόνο με τον χρόνο. 

    Η βαθμιαία επέλαση της παγκοσμιοποίησης μπορεί να προκάλεσε αρκετά «θύματα», καθώς έθεσε εκτός του παραγωγικού ιστού πολλές παραδοσιακές επιχειρήσεις του πρωτογενούς (σ.σ.: αγροτικές καλλιέργειες) και του δευτερογενούς (σ.σ.: μεταποίηση) τομέα της οικονομίας, αλλά συνολικά αύξησε την παραγωγή, το εμπόριο αλλά και τον διανεμόμενο πλούτο. 

    Παρόλο που ο πλούτος δεν κατανεμήθηκε ισότιμα ανάμεσα στις χώρες και, πολύ περισσότερο, στους ανθρώπους, γεγονός είναι ότι η συνολική ευημερία κινήθηκε ανοδικά. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι. Εξίσου αλήθεια, όμως, είναι ότι τους καρπούς της αυξημένης ευημερίας γεύθηκαν τόσο τα μέλη της νεοσχηματισθείσας μεσαίας τάξης όσο και τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα που απέκτησαν πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, όπως και σε δικαιώματα τα οποία για τους προγόνους τους ήταν αδιανόητα.        

    Ο Ψυχρός Πόλεμος, όπως και κάποιες περιφερειακές συρράξεις οι οποίες ωστόσο έμειναν σχετικά μακριά από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που ενεπλάκησαν μόνον εμμέσως σε αυτές, δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη για την ευημερία, η οποία εύρισκε έρεισμα στη σταθερότητα την οποία απολάμβανε ο πλανήτης για διάστημα μεγαλύτερο από επτά δεκαετίες και το οποίο ήταν μάλλον το μεγαλύτερο στην παγκόσμια ιστορία. 

    Οι τυπικοί και άτυποι θεσμοί της παγκόσμιας διακυβέρνησης παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό σεβαστοί και απαραβίαστοι. Τα σύνορα μεταξύ των χωρών ήταν σε γενικές γραμμές απαραβίαστα. Με αποτέλεσμα όλα αυτά τα χρόνια οι περισσότερες από τις αλλαγές που συντελέστηκαν να αφορούν τη δημιουργία νέων κρατών τα οποία επιτύγχαναν την αυτοδιάθεσή τους απαλλασσόμενα από την κατοχή ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1960 με πολλές αφρικανικές χώρες, αλλά και με την Κύπρο, που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους.

    Η εναλλαγή των ηγετών και των πολιτικών δυνάμεων που ασκούσαν τη διακυβέρνηση στις σημαντικότερες χώρες διαδραμάτιζε αναμφίβολα ρόλο στις εκάστοτε εξελίξεις. Με τη διαφορά, όμως, ότι, ατενίζοντας κανείς εκ των υστέρων τη μεγάλη εικόνα, αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος αυτός δεν ήταν αρκετός για να ανατρέψει τον ρου της ιστορίας. 

    Πόσο, για παράδειγμα, διαφορετικός ήταν ο πλανήτης, αλλά και η ίδια η χώρα, όταν στις ΗΠΑ ήταν Πρόεδρος ο Κάρτερ από την εποχή του Ρήγκαν; Ή όταν η Γαλλία κυβερνήθηκε από τον Ντε Γκώλ σε σχέση με την εποχή του Μιττεράν, η Βρετανία από την Θάτσερ ή τον Μπλερ και η Γερμανία από τον Μπραντ ή τον Κολ.

    Η προσδοκία ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα ήταν τόσο ισχυρή που οι περισσότεροι πολίτες ψήφιζαν και επέλεγαν τις ηγεσίες τους κατά βάση με αυτό το κριτήριο. Ο ηγέτης και η πολιτική δύναμη που κάθε φορά εξέφραζαν περισσότερο το συγκεκριμένο «αφήγημα» ήταν εκείνοι που κέρδιζαν τις εκλογές. Την ίδια ώρα, όμως, οι γεωπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν, κατά βάση, σταθερές. Και έτσι τα αιτήματα της πλειονότητας ήταν οικονομικής φύσης και στόχευαν πρωτίστως στην αύξηση της ευημερίας.

    Η εικόνα αυτή, που μας συντρόφευσε για αρκετές δεκαετίες, άλλαξε δραματικά τα τελευταία χρόνια. Η αναστάτωση που επέφερε η λεγόμενη «αραβική άνοιξη», που μόνον τέτοια δεν αποδείχθηκε, η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, η αποτρόπαια απαγωγή των Ισραηλινών ομήρων από τη Χαμάς και η ασύμμετρη ισοπέδωση της Γάζας, λειτούργησαν ως αφορμές για να ανοίξει το χρονοντούλαπο της Ιστορίας και να ξεπεταχθούν από τα σωθικά του καινούργιοι μισαλλόδοξοι εθνικισμοί και νέες τυφλές θρησκευτικές διαμάχες που επωάζονταν επί χρόνια και πλέον δύσκολα θα τιθασευτούν. Το κακό τζίνι βγήκε από το μπουκάλι και οι ελπίδες να επιστρέψει μάλλον φρούδες.

    Απότοκο όλων αυτών, σε συνδυασμό, βεβαίως, με τα τραγικά πολιτικά λάθη των αντιπάλων του, υπήρξε η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος που κέρδισε τις εκλογές με υποσχέσεις ότι το σύνθημα MAGA (Make America Great Again) θα σήμαινε ότι δεν θα συμμετείχε σε πολέμους, διότι η κυβέρνηση του θα επικέντρωνε το ενδιαφέρον της στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας, πριν καν αναλάβει καθήκοντα εξαπέλυσε πρωτόγνωρες απειλές προς πολλές κατευθύνσεις. Απείλησε τον Παναμά ότι θα του αποσπάσει τον έλεγχο της ομώνυμης διώρυγας αν δεν μειώσει τα τέλη διέλευσης των αμερικανικών πλοίων. Στράφηκε κατά της Δανίας ανακοινώνοντας μονομερώς την απόφασή του να θέσει υπό τον έλεγχό του το στρατηγικό νησί της Γροιλανδίας. «Προειδοποίησε» τον Καναδά ότι, αν δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του, θα χάσει την κρατική οντότητά του και θα μετατραπεί σε 51η Πολιτεία των ΗΠΑ.

    Μεγάλες επιπτώσεις για τη συλλογική ευημερία στον πλανήτη θα υπάρξουν αν μετά τις 20 Ιανουαρίου 2025 που θα γίνει η «αλλαγή φρουράς» στον Λευκό Οίκο υλοποιηθούν οι απειλές Τραμπ για την επιβολή δασμών στα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκές χώρες, η Κίνα και τα υπόλοιπα κράτη που θα δουν να μπαίνουν εμπόδια στη διακίνηση των δικών τους προϊόντων δεν θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Θα προχωρήσουν σε αντίποινα και ο γενικευμένος εμπορικός πόλεμος που θα ακολουθήσει και θα θυμίζει εποχές Μεσοπολέμου θα έχει επηρεάσει αρνητικά την παγκόσμια παραγωγή και άρα τα εισοδήματα μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων και εργαζομένων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.  

    Με αυτά και με πολλά άλλα, ο πλανήτης υποδέχεται σε λίγα 24ωρα το 2025 μέσα σε συνθήκες τρομακτικής αβεβαιότητας, που ενισχύεται από το γεγονός ότι την ίδια ώρα η Ευρώπη ταλανίζεται από φαινόμενα πολιτικής κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας. Η Γαλλία βρίσκεται ουσιαστικά από τον Ιούνιο χωρίς κυβέρνηση και είναι αμφίβολο αν θα αποκτήσει σύντομα για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που την απειλεί. Η Γερμανία οδηγείται σε πρόωρες εκλογές και κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι τον Φεβρουάριο που θα στηθούν οι κάλπες θα καταφέρει να αποκτήσει βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα που θα την ξεκολλήσει από την οικονομική στασιμότητα προτού βουλιάξει σε πιο βαθιά ύφεση.

    Όσο για τα καθ΄ ημάς, μπορεί οι μακροοικονομικοί δείκτες να δείχνουν ότι κινούμαστε σε αντίθετη πορεία από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά αυτό, όπως καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις, δεν αυξάνει την πεποίθηση των Ελλήνων ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα την επόμενη χρονιά. Κάθε άλλο. Η απαισιοδοξία είναι στα ύψη. 

    Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν έχουμε παρά να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι τόσο οι διεθνείς όσο και οι εγχώριοι παράγοντες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αβεβαιότητα συνιστά τη νέα «κανονικότητα» του 2025. Και άρα μάλλον δύσκολα θα αποδειχθεί «αίσιον και ευτυχές το νέον έτος».

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Θα ανάψει και άλλο «πράσινο φως» ο Τραμπ για «επιθετικές εξαγορές» από τον Ερντογάν;

    Στην πιο πρόσφατη δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας (Pulse για τον Σκάι), τρεις στους τέσσερις Έλληνες (75%) δήλωσαν ότι τους απασχολούν τα ελληνοτουρκικά θέματα, ενώ επτά στους δέκα συμπατριώτες μας (69%) απάντησαν ότι έχουν ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Συρία και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
    Είναι δύο ευρήματα που καταδεικνύουν ότι η ελληνική κοινή γνώμη δεν είναι καθόλου αδιάφορη για τα όσα συμβαίνουν στη διεθνή σκηνή και πολύ περισσότερο ότι δεν αποστρέφει, όπως ορισμένοι νομίζουν, το πρόσωπό της από τις δυσμενείς εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα τελευταία στη στενή αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μας. 
    Μπορεί η πλειονότητα της κοινωνίας μας να αξιολογεί ως πιο σημαντικά για τη δική της καθημερινότητα άλλα ζητήματα, όπως είναι η φρενήρης ακρίβεια που κατατρώει τα εισοδήματα των περισσοτέρων και κυρίως των πιο αδύναμων στρωμάτων, ή η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η δημόσια υγεία, πλην, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τα όλο και πιο βαριά σύννεφα που συσσωρεύονται στον διεθνή ορίζοντα.
    Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι από την ίδια μέτρηση προκύπτει ότι ο ένας στους δύο συμπολίτες μας (49%) προεξοφλεί ότι η νέα χρονιά που ξεκινάει σε ένδεκα μέρες θα είναι για την ανθρωπότητα και τον κόσμο λίγο ως πολύ χειρότερη από τη φετινή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος που μας περιβάλει έχει γίνει πολύ πιο σκληρός και βίαιος τα τελευταία χρόνια. Οπότε όσο και να θέλει να είναι κάποιος αισιόδοξος, η πραγματικότητα δεν του το επιτρέπει.  
    Οι αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία, στη Γάζα, στον Λίβανο και η πρόσφατη καθεστωτική ανατροπή στη Δαμασκό συνθέτουν ένα σκηνικό αστάθειας, που όμοιο έχει πολλές δεκαετίες να ζήσει η ανθρωπότητα. Ένα σκηνικό το οποίο γίνεται ακόμη πιο αβέβαιο εξαιτίας της σχεδόν παντελούς απουσίας αξιόλογων ηγετικών προσωπικοτήτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και της ανεκδιήγητης συμπεριφοράς που έχει ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων.
    Μόνον και μόνον οι έπαινοι που επιφυλάσσει ο Τραμπ για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον Τούρκο πρόεδρο ο οποίος απροκάλυπτα πλέον εκμυστηρεύεται δημόσια τους νεοοθωμανικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς του για κατάκτηση εδαφών, που ξεκινούν από τη γειτονική του Συρία και φθάνουν έως τη Λιβύη και το μακρινό Σουδάν, είναι προφανές ότι κάνουν ακόμη πιο ασυγκράτητο τον «Σουλτάνο» της Άγκυρας.
    Είναι, εξάλλου, ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος ο οποίος επιβεβαίωσε την υποψία όλων ότι οι τζιχαντιστές που υποχρέωσαν τον δικτάτορα Άσαντ να εγκαταλείψει άρον άρον τη Δαμασκό δεν ήταν τίποτε περισσότερο από υποκινούμενα ανδρείκελα του Ερντογάν. Ανδρείκελα που, χάρις στην αφειδή τουρκική βοήθεια, είχαν εδραιωθεί στην αυτόνομη περιοχή του Ιντίλμπ, εφαρμόζοντας τα ισλαμιστικά ήθη και έθιμα (γυναίκες καλυμμένες με μαντήλες, κλπ) τα οποία, ας μην αυταπατώμεθα, αργά ή γρήγορα θα τα δούμε να επικρατούν σε όλη τη Συρία.
    Ο απίστευτος ισχυρισμός περί «επιθετικής εξαγοράς» της Συρίας από την Τουρκία, τον οποίο χρησιμοποίησε ο Τραμπ για να περιγράψει την κατάσταση στην πολύπαθη μεσανατολική χώρα που ταλανίζεται από εμφύλιες συρράξεις ήδη από το 2011, αποτελεί την απόλυτη αποθέωση του κυνισμού. Και το ακόμη πιο απογοητευτικό είναι ότι δεν έμεινε εκεί. Υποστήριξε επιπλέον ότι ο Ερντογάν «είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος» και ότι «στην Τουρκία ήθελαν αυτή την ανατροπή εδώ και χιλιάδες χρόνια και τα κατάφεραν». Για να καταλήξει λέγοντας ότι «η Άγκυρα θα κρατήσει το κλειδί για ό,τι συμβαίνει στη Συρία».
    Περιέβαλε, βεβαίως, όλο αυτό το φιλοερντογανικό «αφήγημα» με τις γνωστές λαϊκίστικες φιοριτούρες ότι «δεν θα ήθελε να σκοτωθούν Αμερικανοί στρατιώτες στη Συρία». Στην πραγματικότητα, όμως, μόνον αφελείς μπορεί να καταπιούν τις δήθεν «πασιφιστικές ευαισθησίες» του Τραμπ ότι «δεν είναι δικός μας αυτός ο πόλεμος». Διότι πρέπει να εθελοτυφλεί κανείς για να μην αντιλαμβάνεται ότι ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν αυτός που επί της ουσίας άναψε το «πράσινο φως» για να αλλάξουν τα σύνορα στη Μέση Ανατολή.
    Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι την ίδια ώρα ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου έκανε δηλώσεις μέσα από το συριακό έδαφος, στέλνοντας μήνυμα ότι δεν θα μείνει έξω από τη λεία του διαμοιρασμού των εδαφών της Συρίας. Τα εμβληματικά Υψίπεδα του Γκολάν που επί δεκαετίες, όπως θυμόμαστε οι παλαιότεροι που μεγαλώσαμε ακούγοντας τόσες και τόσες φορές γι΄ αυτή τη διαφιλονικούμενη περιοχή στη μεθόριο του Ισραήλ με τη Συρία, ελέγχονται πλέον από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις που θα είναι αφέλεια να αναμένει κανείς ότι θα αποσυρθούν από εκεί σε προβλεπτό χρόνο. 
    Όπως όλα δείχνουν, μάλιστα, τα χειρότερα είναι μπροστά μας, καθώς οι επεκτατικές διαθέσεις τόσο του Νετανιάχου όσο και του Ερντογάν προοιωνίζονται περισσότερο αίμα και μεγαλύτερη γεωπολιτική αναστάτωση στη Μέση Ανατολή. Οι απειλές ορισμένων στελεχών του Αμερικανικού Κογκρέσου για επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα εφόσον εξαπολυθεί επίθεση κατά των Κούρδων της Συρίας, οι οποίοι εξοπλισμένοι με αμερικανικά όπλα αμύνθηκαν γενναία απέναντι στο «Ισλαμικό Κράτος», δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί του Τούρκου Προέδρου.
    Ακόμη περισσότερο αδιάφορος δείχνει, δυστυχώς, ο κύκλος του Τραμπ για τους σχεδιασμούς του Ερντογάν να προχωρήσει σε υπογραφή με τα ανδρείκελα του στη Δαμασκό συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ εις βάρος των νομίμων συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου. Το προηγούμενο του διαβόητου παράνομου τουρκολυβικού συμφώνου δεν αφήνει ελπίδες ότι θα επικρατήσει το διεθνές δίκαιο.     
    Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική διπλωματία και το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑδεν έχουν άλλη επιλογή παρά να κινητοποιηθούν -χωρίς χρονοτριβή και πριν να είναι αργά- ώστε να ματαιωθεί το «πράσινο φως» που έχει λάβει ο Ερντογάν από τον Τραμπ για να προχωρήσει σε νέες «επιθετικές εξαγορές». Το επιτάσσει και η κοινή γνώμη που είναι ευαισθητοποιημένη και δικαίως αγωνιά για τις εξελίξεις.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Είναι οι τραπεζίτες τα «κακομαθημένα παιδιά» της ελληνικής οικονομίας;

    «Σε νέα μείωση των επιτοκίων της, κατά 0,25%, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τέταρτη φορά από την αρχή του έτους. Μετά τη μείωση, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (επιτόκιο καταθέσεων) διαμορφώνεται στο 3% από 4% που ήταν στις αρχές του 2024».

    Η συγκεκριμένη είδηση που προέρχεται από τη χθεσινή (Πέμπτη 12/12/24) επικαιρότητα πέρασε σχεδόν στα ψιλά της εσωτερικής ειδησεογραφίας από τη στιγμή που η επίπτωσή της στη μικροοικονομική πραγματικότητα που βιώνουν τα νοικοκυριά είναι στη σφαίρα της εικασίας.

    «Υποτίθεται ότι η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων περίπου 400 χιλιάδων πολιτών», ήταν το σχόλιο με το οποίο συνόδευαν την είδηση ορισμένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί και ειδησεογραφικοί ιστότοποι.

    Ο τόνος ήταν στο ρήμα «υποτίθεται» διότι, κακά τα ψέματα, ουδείς ανέμενε να κάνουν οι τράπεζες αυτό που έκαναν όταν τα επιτόκια είχαν πάρει την ανιούσα. Τότε με το που γινόταν γνωστή η απόφαση της ΕΚΤ να ανεβάσει τα επιτόκια, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα προχωρούσαν αυθωρεί και παραχρήμα στην αναπροσαρμογή των επιτοκίων με τα οποία χρεώνουν τους δανειολήπτες. 

    Όσοι έχουμε στεγαστικά επιτόκια με κυμαινόμενο επιτόκιο το ξέρουμε πολύ καλά. Δεν προλάβαινε να φθάσει η πληροφορία από τη Φρανκφούρτη ότι συνεδρίασε το ΔΣ της ΕΚΤ για να συζητήσει αύξηση των επιτοκίων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη, και οι ελληνικές τράπεζες είχαν αναπροσαρμόσει τα επιτόκια. Με ρυθμό… «ομοθυμαδόν» μάλιστα, αγνοώντας πλήρως τους κανόνες του ανταγωνισμού και τους υποτιθέμενους θεσμούς προστασίας των καταναλωτών.

    Είναι εξοργιστικό ότι, κάθε φορά που βρισκόμαστε στη φάση της ανοδικής τροχιάς των επιτοκίων, η εξυπηρέτηση των κάθε λογής δανείων γίνεται σχεδόν με αυτόματο τρόπο πιο αλμυρή για τους δανειολήπτες, σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει το ίδιο όταν η ΕΚΤ αποφασίζει να μειώσει τις επιτοκιακές επιβαρύνσεις του δανεισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων από το ευρωπαϊκό σύστημα. 

    Ακόμη πιο εξοργιστικό είναι ότι η συγκεκριμένη τακτική αποτελεί την ελληνική εξαίρεση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων που δίνουν οι ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τα επιτόκια που οι ίδιες χρεώνουν τους δανειολήπτες τους να είναι μακράν η μεγαλύτερη σε ολόκληρο τον πλανήτη.

    Το δυστύχημα είναι ότι στις μέρες μας η απληστία των τραπεζιτών δεν περιορίζεται στο spread καταθέσεων και χορηγήσεων. Από το αναβαλλόμενο φόρο, που τους δόθηκε με αποφάσεις περισσότερων της μιας κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, έως τις οριζόντιες προμήθειες που επιβάλλουν στους πολίτες, οι οποίοι εκόντες άκοντες υποχρεώνονται από τις κρατικές αρχές να συναλλάσσονται μέσω των τραπεζών, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα βλέπουν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται.

    Τι και αν ουσιαστικά χρεωκόπησαν την περίοδο του Μνημονίων και χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθούν με χρήματα των φορολογουμένων; Τα κεφάλαια αυτά εξανεμίστηκαν. Προφανώς διότι στις άφρονες αποφάσεις των διοικούντων τους, που δάνειζαν χωρίς υγιή τραπεζικά κριτήρια, δόθηκε οριζόντια ασυλία η οποία ήταν σαν να μπήκε σφουγγάρι στις ευθύνες. 

    Το αποτέλεσμα ήταν, λίγο ως πολύ να εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμη και τώρα στο τιμόνι των τραπεζών τα ίδια πρόσωπα που τις χρεοκόπησαν. Πρόσωπα τα οποία δεν αρκεί ότι δεν πλήρωσαν για τις παλαιές τους «αμαρτίες», αλλά αποθρασυμένοι πλέον αμείβονται πλουσιοπάροχα με «μπόνους» που οι ίδιοι αποφασίζουν για τους εαυτούς τους και τα οποία δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι τα δικαιούνται επειδή επέδειξαν κάποια αξιομνημόνευτη διοικητική ικανότητα.

    Μιλάμε για προκλητικές αμοιβές που είναι τόσο υψηλές ώστε να προκαλούν τη μήνη ακόμη και του Έλληνα κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος τόσο με την τωρινή ιδιότητα του επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος όσο και με την προηγούμενη, αυτή του υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, ήταν από εκείνους που προέταξαν τα στήθη τους για να μείνει όρθιο το -κατά τα άλλα «αμαρτωλό»- εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

    Για κάποιον περίεργο λόγο, ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας συστήματος που άσκησε τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία χρόνια και πιο πολύ η σημερινή κυβέρνηση δείχνουν να αντιμετωπίζουν τους τραπεζίτες όπως συμπεριφέρονται οι γονείς τα «κακομαθημένα παιδιά» τους που πιστεύουν ότι παραστράτησαν και θέλουν «κανάκεμα» για να ανταποκριθούν στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους. Άλλοτε με υποτιθέμενα «γαλλικά» και άλλοτε με παραινέσεις για να δείξουν λίγο καλό πρόσωπο. 

Δεν εξηγείται αλλιώς η ανοχή την οποία απολαμβάνουν παρά τα τόσα προκλητικά «παραστρατήματα» που έχουν συσσωρευθεί. Εκτός όλων των άλλων, έχουν μειώσει το προσωπικό τους στο ναδίρ και τα καταστήματα στο μη περαιτέρω, ταλαιπωρώντας αφάνταστα τους πολίτες τους με άθλιες διαδικτυακές υπηρεσίες δήθεν εξυπηρέτησης πελατών που αν υπήρχαν πραγματικές υπηρεσίες προστασίας του καταναλωτή θα τους είχαν εξοντώσει στις ποινές και στα πρόστιμα. 

Αποκορύφωμα όλων αυτών είναι οι ασύμμετρες προμήθειες που χρεώνουν και τις οποίες πρέπει να περιμένουμε την Κυριακή και την ομιλία του πρωθυπουργού στο κλείσιμο της συζήτησης επί του προϋπολογισμού για να μάθουμε πόσο θα μειωθούν από το… 2025. 

    Γιατί αλήθεια; Και, πολύ περισσότερο, ποιος είναι ο λόγος που τους επιτρέπεται να συμπεριφέρονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο όταν αφέθηκαν να καταρρεύσουν τόσες άλλες -μικρές και μεγάλες- επιχειρήσεις από πολλούς και διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας που δεν άντεξαν στην κρίση; 

    Μόνον τα εσαεί «κακομαθημένα παιδιά» αξίζουν τη διάσωση και τον εξασφαλισμένο πλουτισμό με πολιτικές αποφάσεις; Τι είδους, άραγε, καπιταλισμός είναι αυτός και που αλλού εφαρμόζεται; 

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Οι «φωτοβολίδες» των… Μεσσήνιων κόντρα στη συναίνεση για την προεδρική εκλογή


Η θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα λήγει στις 13 Μαρτίου 2025, ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την ορκωμοσία και την ανάληψη των καθηκόντων της.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 32), «η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Bουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Bουλής έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας».

Ορίζεται, με άλλα λόγια, από τον καταστατικό χάρτη του Πολιτεύματός μας ότι η ψηφοφορία για την εκλογή του/της επόμενου/ης Αρχηγού του Κράτους πρέπει να γίνει σε συνεδρίαση της Βουλής η οποία θα διεξαχθεί το αργότερο έως τις 13 του προσεχούς Φεβρουαρίου.

Υπό αυτή τη συνθήκη, το λογικό είναι οι διαδικασίες για την προεδρική εκλογή να εκκινήσουν το τρίτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, όπως συνέβη τις περισσότερες φορές κατά το παρελθόν. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 η εκλογή Προέδρου έπαψε να αποτελεί λόγο -ή και πρόσχημα- για πρόωρη προσφυγή σε βουλευτικές κάλπες.

Με βάση την ισχύουσα ρύθμιση, γίνονται αλλεπάλληλες ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους πέντε ημέρες. Στην πρώτη και στη δεύτερη ψηφοφορία για να εκλεγεί κάποιος υποψήφιος χρειάζεται να συγκεντρώσει 200 ψήφους βουλευτών. 

Στην τρίτη ψηφοφορία ο πήχης κατεβαίνει στις 180 ψήφους και εφόσον πάλι δεν τις συγκεντρώσει κανείς, τότε γίνεται τέταρτη ψηφοφορία, στην οποία για την εκλογή απαιτείται να συμπληρωθεί η απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής (151 ψήφοι). 

Αν και αυτή αποβεί άκαρπη, ακολουθεί ο πέμπτος και καταληκτικός γύρος ψηφοφορίας, στον οποίο το αξίωμα αναλαμβάνει όποιος αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων στη διαδικασία μελών ου Κοινοβουλίου.

Περιέγραψα κάπως αναλυτικά τη διαδικασία για να υποστηρίξω την άποψη ότι ο «συνταγματικός νομοθέτης», όπως συνηθίζουν να λένε οι νομικοί, ήθελε η ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας να γίνεται με ευρύτερη συναίνεση και, για την ακρίβεια, με τη θετική ψήφο βουλευτών οι οποίοι να υπερβαίνουν την κυβερνητική πλειοψηφία και να προέρχονται από περισσότερα κόμματα. 

Οι τέσσερις, άλλωστε, πρόεδροι που εξελέγησαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες (Στεφανόπουλος, Παπούλιας, Παυλόπουλος και Σακελλαροπούλου) δεν ήταν μονοκομματικές επιλογές.

Από την άλλη, βεβαίως, επειδή είχε επανειλημμένα γίνει κατάχρηση της σύνδεσης της απαιτούμενης αυξημένης πλειοψηφίας με την πρόωρη διάλυση της Βουλής, στην τελευταία Αναθεώρηση του Συντάγματος απαλείφθηκε η συγκεκριμένη πρόβλεψη. Έτσι, πλέον, η προεδρική εκλογή δεν αποτελεί αφορμή ή και απειλή για τη διασάλευση της κυβερνητικής σταθερότητας, αφού το αξίωμα του Προέδρου θα το αναλάβει, εν τέλει, όποιος πλειοψηφήσει χωρίς να τίθεται όριο για τον αριθμό των βουλευτών που θα τον ψηφίσουν.

Από μια πρώτη ανάγνωση μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η συνταγματική αναθεώρηση «λύνει τα χέρια» της εκάστοτε κυβέρνησης, αφού αφαίρεσε από την αντιπολίτευση τον μοναδικό όπλο που διέθετε για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές. Δεν μπορεί, ωστόσο, να παραβλεφθεί ότι την ίδια ώρα η νέα ρύθμιση υποχρεώνει τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να επιλέξει ως υποψήφιο πρόσωπο που να μην είναι στενά συνδεδεμένο με το κόμμα του.

Η επιλογή την οποία έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2020 στο πρόσωπο της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ήταν μια τέτοια περίπτωση και γι΄ αυτό η έως τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας εκλέχτηκε από την πρώτη ψηφοφορία με 261 ψήφους βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας (με εξαίρεση τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος απουσίαζε σε οικογενειακό ταξίδι στο εξωτερικό και σε επιστολή του είχε περιοριστεί να αναφέρει ότι «αν ήμουν παρών, θα ψήφιζα σύμφωνα με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας»), του ΣΥΡΙΖΑ και του Κινήματος Αλλαγής.

Είναι άξιο επισήμανσης ότι η κυρία Σακελλαροπούλου ήταν η μοναδική υποψήφια για το αξίωμα. Το μόνο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που ανακοίνωσε την πρόθεση να προτείνει άλλη υποψηφιότητα ήταν το ΜέΡΑ25, που υπέδειξε, δια του αρχηγού του Γιάνη Βαρουφάκη, τη Μάγδα Φύσσα, τη μητέρα του δολοφονημένου από τη Χρυσή Αυγή ράπερ Παύλου Φύσσα, πλην, όμως, η ίδια απέρριψε την πρόταση, δηλώνοντας, μάλιστα, ότι δεν είχε ενημερωθεί.

Στην παρούσα φάση, τη… δόξα του κ. Βαρουφάκη έδειξαν διάθεση να διεκδικήσουν δύο πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους που το μόνο που τους συνδέει είναι η εκλογική περιφέρεια της Μεσσηνίας στην οποία εκλέγονται αμφότεροι. Πρόκειται, αφενός, για τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος πρότεινε ως υποψήφιο τον Κώστα Καραμανλή, και, αφετέρου, για τον νεόκοπο αρχηγό της της Νέας Αριστεράς Αλέξη Χαρίτση, ο οποίος υπέδειξε την υποψηφιότητα του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστου Ράμμου. Ο πρώτος αρνήθηκε την πρόταση, ο δεύτερος δεν είχε προσώρας εκφράσει τη βούλησή του.

Θεωρητικά και οι δύο συγκεκριμένες υποψηφιότητες πληρούν τα κριτήρια για την εκλογή στο ύπατο αξίωμα, αφού καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση έχει δημιουργηθεί παράδοση ανάδειξης απόμαχων από την ενεργό πολιτικό, όπως είναι ο κ. Καραμανλής, καθώς και πρώην ανώτατων δικαστικών, όπως είναι ο κ. Ράμμος. Πρακτικά, όμως, πρόκειται για προτάσεις που δεν είναι τίποτε περισσότερο από πολιτικά άστοχες «φωτοβολίδες» οι οποίες εκτοξεύονται μόνον και μόνον προς άγραν εντυπώσεων.

Είναι νομίζω πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και οι δύο υποψηφιότητες δεν έχουν, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, πιθανότητες να ευδοκιμήσουν. Καλώς ή κακώς, τον κ. Καραμανλή είναι μάλλον αδύνατο να τον ψήφιζε κάποιος πέρα από τους βουλευτές της ΝΔ. 

Οπότε αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης υιοθετούσε την πρόταση Σαμαρά θα εγκλωβίζονταν σε μια μονοκομματική επιλογή που για να περάσει θα χρειαζόταν να γίνουν τέσσερις ψηφοφορίες. Με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για έναν πρωθυπουργό ο οποίος διακηρύσσει ότι θέλει να κινείται στο Κέντρο και επιδιώκει τη σύνθεση και τη συναίνεση.

Η «φαεινή» ιδέα του κ. Χαρίτση είναι ακόμη πιο άστοχη διότι, ακόμη και αν συμφωνούσε μαζί του η υπόλοιπη αντιπολίτευση, η υποψηφιότητα του κ. Ράμμου είναι πλέον ή βέβαιο ότι δεν ψηφιζόταν από βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης. 

Υπό αυτό το πρίσμα, όχι μόνον δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα εκλογής ο αξιοσέβαστος πρώην ανώτατος δικαστής, αλλά μάλλον θα διευκόλυνε όσους στη Νέα Δημοκρατία επιθυμούν να εκλέξουν «δικό τους Πρόεδρο», αγνοώντας την αντιπολίτευση αλλά και την έμμεση συνταγματική επιταγή για ευρύτερη συναίνεση.

Αν δεχθούμε ότι ο Αντώνης Σαμαράς με την πρόταση για τον Κώστα Καραμανλή επεδίωκε να εγκλωβίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια δεξιά μονοκομματική επιλογή, το ερώτημα που ανακύπτει είναι για τη σκοπιμότητα της πρωτοβουλίας του Αλέξη Χαρίτση να ρίξει στην «πολιτική αγορά» το όνομα του προέδρου της ΑΔΑΕ προτού να ανοίξει τα χαρτιά του ο πρωθυπουργός και να γίνει γνωστή η πρόταση της πλειοψηφίας.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα της Νέας Αριστεράς, όπως και όλων των κομμάτων, να ψηφίσουν το πρόσωπο της αρεσκείας τους για λόγους πολιτικής ουσίας ή απλώς συμβολισμού. Έχει γίνει αρκετές φορές φορές στο παρελθόν και σίγουρα δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που γίνεται απόπειρα «εργαλειοποίησης» των θεσμικών λειτουργιών της Δημοκρατίας μας. Με αποκορύφωμα τα παίγνια του 2014 – 2015.

Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς από έναν νεοσύστατο πολιτικό σχηματισμό ο οποίος δείχνει να θέλει να απογαλακτιστεί από τις αυταπάτες, τις ψευδαισθήσεις και τις φαντασιώσεις της τσιπρικής περιόδου να πολιτεύεται με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και λιγότερες μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Όχι τίποτε άλλο αλλά ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο του προσωπικού rebranding που επιχειρεί, φαίνεται να έχει χαράξει άλλη πορεία, αφήνοντάς τα «ορφανά» του να εκτίθενται και να εκθέτουν -εν προκειμένω και σοβαρά πρόσωπα, όπως ο κ. Ράμμος…

Σε κάθε περίπτωση, αν, όπως πολλοί πιστεύουν, είναι προβληματικό για το πολίτευμά μας οι περιορισμένες αρμοδιότητες του Ανώτατου Άρχοντα, ο καθένας μπορεί να φανταστεί πόσο χειρότερα θα είναι τα πράγματα αν στο αξίωμα βρεθεί κάποιος/α με μόνο προσόν το κομματικό «διαβατήριο». 

Διότι έτσι θα χαθεί και ο συμβολισμός της εθνικής ενότητας που αποτελεί ίσως και τη σπουδαιότερη χρησιμότητα του θεσμού.