Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΣΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΣΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Το «παράδοξο» των δημοσκοπήσεων: Άλλος κυβερνά και άλλος φθείρεται

 Η μια μετά την άλλη, όλες οι μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα επιβεβαιώνουν τη μοναδική… παραδοξότητα που χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό στην τρέχουσα περίοδο: η κυβερνητική παράταξη, αντί να φθείρεται από την άσκηση της διακυβέρνησης, ενισχύει το πολιτικό της κεφάλαιο, διευρύνοντας το προβάδισμά της έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ποιο είναι το… παράδοξο; Το γεγονός ότι ακόμη και όταν έφθασε στην κορύφωσή της η διπλή κρίση –υγειονομική και οικονομική- που βιώσαμε τον τελευταίο ενάμισι χρόνο που επέλαυνε ο κορωνοϊός, το κυβερνών κόμμα και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αύξησαν την απόσταση που τους χώριζε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του Αλέξη Τσίπρα. Ορισμένοι έσπευσαν να μιλήσουν για το φαινόμενο της «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία» που εμφανίζεται σε περιόδους κρίσης και οδηγεί στην ενίσχυση της δημοφιλίας των κυβερνώντων.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, μόλις η κρίση αρχίσει να ξεπερνιέται, η… πλαστή αποδοχή, την οποία απολαμβάνουν οι ασκούντες εξουσία, σιγά σιγά υποχωρεί. Το τοπίο γρηγορότερα ή αργότερα ξεδιαλύνεται. Τα πραγματικά διλήμματα επανέρχονται στο προσκήνιο. Οι προτιμήσεις των πολιτών απαλλάσσονται από τις επιδράσεις της συγκυρίας. Και ο καθένας εισπράττει τα επίχειρα των πράξεων και των παραλείψεων του τόσο στη διάρκεια της κρίσης όσο πριν αλλά και έπειτα από αυτή. Η παράδοση της εξουσίας στην οποία υποχρεώνεται αυτές τις μέρες ο επί δωδεκαετία πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος εμβολίασε νωρίτερα από ολόκληρο τον πλανήτη τους συμπατριώτες του, είναι άκρως χαρακτηριστική.

Υπό αυτές τις συνθήκες, όποιος δεν εθελοτυφλεί διαπιστώνει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ότι στην εγχώρια πολιτική σκηνή τα πράγματα εξελίσσονται προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη στην οποία θα ήθελε η αντιπολίτευση. Σε πείσμα, εξάλλου, των δαιμονολογικών θεωρήσεων ότι τάχατες τα λεγόμενα «συστημικά» -ή και… «πετσωμένα» αποκληθέντα- μέσα ενημέρωσης διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, οι πολίτες κάνουν τις δικές τους επιλογές αποδοκιμάζοντας τους φορείς των μηδενιστικών απόψεων που κυριάρχησαν μέσα στην πανδημία, αλλά και πριν από αυτήν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά τη διάρκεια της σκληρής μάχης που δόθηκε για την αντιμετώπιση αυτής της τεράστιας απειλής έγιναν και στη δική μας χώρα λάθη, παραλείψεις και αστοχίες. Από την άλλη, όμως, ουδείς εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί ότι κατείχε τη συνταγή της απόλυτης αλήθειας που οδηγούσε στην αποτελεσματική αντίδραση. Με λιγότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, εξάλλου, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη τα ίδια πρωτόκολλα ίσχυσαν και πάνω κάτω τα ίδια περιοριστικά μέτρα εφαρμόστηκαν από όλες τις κυβερνήσεις, είτε αυτές ήταν δεξιές, κεντρώες ή αριστερές.

Είναι βέβαιο ότι η διαχείριση της πανδημίας που έγινε στη χώρα μας δεν υστερούσε εμφανώς από τον αντίστοιχο τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν άλλες χώρες. Αν δεν ήμασταν μεταξύ των καλύτερων, όπως αυτάρεσκα υποστηρίζουν ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, σίγουρα δεν ήμασταν μεταξύ των χειρότερων, όπως χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα διατείνονται κάποιοι φανατικοί της απέναντι όχθης. Άλλωστε, παρά τις μεγάλες παθογένειές του, όπως το γερασμένο ιατρικό προσωπικό, οι δυσανάλογα λίγοι νοσηλευτές, ο πολυκερματισμός και η απουσία αξιολόγησης προσωπικού και δομών, το Εθνικό Σύστημα Υγείας άντεξε. Ενώ και η ελληνική κοινωνία, στη μεγάλη πλειονότητά της, υπέμεινε με καρτερία τις δυσκολίες, κατανοώντας την έλλειψη εναλλακτικών λύσεων.

Εκείνο, ωστόσο, το οποίο φάνηκε να κατανοεί η κοινωνία, δεν έδειξε να το αντιλαμβάνεται η αξιωματική αντιπολίτευση. Με αποτέλεσμα να επιδοθεί σε μια ισοπεδωτική κριτική, η οποία την απομάκρυνε από την πραγματικότητα. Κι αυτό διότι, αντί να γίνεται συμμέτοχη στην αισιόδοξη προοπτική ότι η ατομική ευθύνη ενός εκάστου ήταν ο πιο αποφασιστικός παράγων άμυνας στην πανδημία, επιδόθηκε σε έναν ατελέσφορο πόλεμο αμφισβήτησης της πραγματικότητας ότι οι ευθύνες του κράτους και της κυβέρνησης είναι πεπερασμένες.

Η αλληλουχία, για παράδειγμα, των αρνητικών δηλώσεων για το εμβολιαστικό πρόγραμμα υπήρξε μόνον ένα από τα «βατερλώ» στο οποίο κατέληξε η ευκολία της άσκησης κριτικής χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι πραγματικές συνθήκες. Το ίδιο ίσχυσε με τις ασταμάτητες γκρίνιες για το άνοιγμα των σχολείων ή τη χρήση της μάσκας, τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τα lockdown, όπως και τη θερμή συνηγορία στις συναθροίσεις, αν όχι και την υποκίνησή τους.

Με αυτά και με πολλά άλλα, ανάμεσα στα οποία κυρίαρχο λόγο έχει η δυσκολία να αναγνωριστούν τα πάμπολλα λάθη και οι άπειρες αστοχίες των οποίων γίναμε μάρτυρες όσο ήταν στα πράγματα η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η ψαλίδα της διαφοράς ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει, αντί να κλείνει, όπως είναι το πλέον σύνηθες σε αντίστοιχες χρονικές συγκυρίες. Πρόκειται για πρωτοφανές γεγονός στα ελληνικά δημοσκοπικά χρονικά, αφού δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο κατά το οποίο κυβερνών κόμμα να διευρύνει στο μέσον της κυβερνητικής του θητείας το προβάδισμα που κατέχει.

Το πλέον αξιοσημείωτο ίσως είναι ότι η διεύρυνση του προβαδίσματος δεν προέρχεται τόσο από την αύξηση της επιρροής του κυβερνώντος κόμματος όσο από την υποχώρηση της απήχησης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με λίγα λόγια, άλλος κυβερνά κι άλλος φθείρεται. Κι αυτό δεν είναι καλό για τη Δημοκρατία μας. Αφού η καλή αντιπολίτευση υποχρεώνει την κυβέρνηση είτε να γίνεται καλύτερη είτε να ετοιμάζεται να της παραδώσει τα ηνία.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Υπουργοί σε καραντίνα με άλλοθι τον κορωνοϊό

Την ερχόμενη εβδομάδα συμπληρώνονται 15 μήνες από τις τελευταίες εκλογές στις οποίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε ισχυρή λαϊκή εντολή και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση της απολύτου αρεσκείας του, αφού η άνετη επικράτησή του στην κάλπη τού επέτρεψε να μην είναι δέσμιος πολλών εσωκομματικών ισορροπιών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν με αρκετούς προκατόχους του.

Στη διάρκεια αυτού του δεκαπεντάμηνου, με προεξάρχον το μείζον ζήτημα της υγειονομικής κρίσης που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να χειριστεί και να αντιμετωπίσει τόσα πολλά μεγάλα προβλήματα που σπανίως άλλες κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ακόμη και σε ολόκληρη τη θητεία τους.

Η οξύτατη οικονομική ύφεση που αφήνει πίσω της η ασταμάτητη διασπορά του ιού, η αγωνία για να σταθεί όρθιο το Εθνικό Σύστημα Υγείας, η κλιμάκωση των προκλήσεων του Ερντογάν με όλα τα μέσα, καθώς και η έντονη πίεση που ασκούν οι συνεχιζόμενες μεταναστευτικές ροές, συνιστούν, χωρίς αμφιβολία, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ ταυτόχρονων κρίσεων που δοκιμάζουν τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και συνακόλουθα τις ικανότητες της κυβέρνησης.

Σε καμία, όμως, περίπτωση, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν μπορεί να θεωρείται δικαιολογία για την απραξία που παρατηρείται σε ορισμένους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Κάποιοι υπουργοί δείχνουν να έχουν μπει σε (αυτο)καραντίνα, επικαλούμενοι τον κορωνοϊό. Αγνοούν ή και αδιαφορούν για την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις εκλέγονται παγκοσμίως για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και όχι απλώς και μόνον για να απολαμβάνουν τα στελέχη τους το νέκταρ της εξουσίας.

Στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο πρωθυπουργός μίλησε για τις αστοχίες του σχήματος του οποίου ηγείται. Και έβγαλε, όπως λέμε στην ποδοσφαιρική γλώσσα, «κίτρινη κάρτα» στους συνεργάτες του λέγοντάς τους ότι «δεν είναι πολιτικά  και ηθικά αποδεκτό, οποιοσδήποτε υπουργός να μετακυλύει ευθύνες σε άλλους υπουργούς ή να αποφεύγει να στηρίζει επιλογές της κυβέρνησης ή να αναγνωρίζει αστοχίες επικαλούμενος αναρμοδιότητα».

Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα για τους συνεργάτες του, επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται ότι κάποιοι εξ αυτών έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο τους. Η αναβολή του ανασχηματισμού που ήταν προγραμματισμένος για το περασμένο καλοκαίρι, ενδεχομένως να δημιούργησε σε ορισμένους την εντύπωση ότι είναι αναντικατάστατοι. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι συμπεριφορές των κυβερνητικών στελεχών που φημολογούνταν ότι επρόκειτο να αντικατασταθούν.

Μέχρι να γίνουν οι λίγες διορθωτικές αλλαγές του Αυγούστου έβλεπε κανείς στη συμπεριφορά της πλειονότητας των κυβερνητικών στελεχών μια προσπάθεια να δείξουν ότι παράγουν έργο, αλλά και να εμφανιστούν με κάποια ταπεινότητα. Υπήρχε, άλλωστε, ακόμη τότε ο φόβος της αξιολόγησης και του «ποινολογίου» που υποτίθεται ότι τηρούνται στο Μέγαρο Μαξίμου, καταγράφοντας τη δραστηριότητα όλων.

Η εικόνα αυτή μεταβλήθηκε μετά τον μίνι ανασχηματισμό. Μάλλον επειδή οι περισσότεροι εξέλαβαν την παραμονή τους στο κυβερνητικό σχήμα ως σημάδι επιβράβευσης της έως τότε θητείας τους στην κυβέρνηση. Έτσι, η ταπεινότητα έδωσε τη θέση της στην αλαζονεία και για ουκ ολίγους… μέτρο της επιτυχίας τους έγινε ο αριθμός των προσκλήσεων που λαμβάνουν για να συμμετάσχουν στα πάνελ των πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών.

Το πολυδιαφημισμένο, εξάλλου, σύστημα της αξιολόγησης των υπουργών αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, αφού βασίζεται σε ποσοτικά και όχι σε ποιοτικά στοιχεία. Ποτέ και πουθενά η αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης δεν μετρήθηκε με αριθμούς αποφάσεων, διαταγμάτων και νόμων. Έχει σίγουρα σημασία ποιος τηρεί και ποιος όχι τα χρονοδιαγράμματα στα οποία στηρίζονται τα συστήματα αξιολόγησης, αλλά δεν είναι αυτός ο καθοριστικός δείκτης που διαχωρίζει τον ικανό από τον ανίκανο πολιτικό.

Όπως και να έχει, εκείνο που έχει αρχίσει να γίνεται σαφές στην κοινωνία είναι ότι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τελειώσει προ πολλού ο παρατεταμένος «μήνας του μέλιτος» που έζησε, λόγω και της εσωστρέφειας στην οποία βυθίστηκε η κυρίαρχη αντίπαλη παράταξη. Είναι μια κυβέρνηση που έχει πλέον –καλό και κακό- παρελθόν. Μια κυβέρνηση 15 μηνών που δεν κρίνεται πια από τις προθέσεις της. Κρίνεται για τα όσα έκανε και για τα όσα δεν έκανε αυτό το διάστημα.

Ο κορωνοϊός δεν μπορεί να είναι άλλοθι για πολύ καιρό ακόμη. Ενώ και η αξιωματική αντιπολίτευση θα βγει κάποια στιγμή από τον πολιτικό λήθαργο στον οποίο βρίσκεται. Και θα ασκήσει τον ρόλο που τώρα έχουν αναλάβει οι… φαντασιακοί «μαυροσκούφηδες» του Παύλου Πολάκη.

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Εκπλήσσεται κανείς από το δημοσκοπικό double score;


Καθώς το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού φαίνεται να ακολουθεί πλέον φθίνουσα πορεία, ίσως είναι η κατάλληλη ώρα για έναν πρώτο απολογισμό σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν οι βασικές εγχώριες πολιτικές δυνάμεις την πρωτόγνωρη αυτή δοκιμασία για ολόκληρο τον πλανήτη.
Η στάση και η συμπεριφορά της κυβέρνησης είναι λίγο ως πολύ γνωστές. Και μάλλον μη αμφισβητούμενες, τουλάχιστον από την μεγάλη πλειονότητα της κοινής γνώμης, η οποία, όπως όλες οι μετρήσεις δείχνουν, επιβραβεύει τον πρωθυπουργό και την κυβερνητική παράταξη.
Σχεδόν από παντού, άλλωστε, αναγνωρίζεται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του κινήθηκαν εγκαίρως, κινητοποίησαν όλες τις δυνάμεις που διέθετε η χώρα, ενώ έπεισαν και τους πολίτες να ακολουθήσουν τις υποδείξεις των ειδικών.
Η συνταγή που ακολούθησαν οι κυβερνώντες ήταν πολύ απλή. Χωρίς να χρειαστεί να… εφεύρουν εκ νέου την πυρίτιδα, κατέφυγαν στους ειδικούς ζητώντας τα φώτα των γνώσεων τους. Άφησαν κατά μέρος τις κομματικές παρωπίδες που έκαναν αρκετά από τα στελέχη του χώρου τους να ζητούν μέχρι πρότινος την αποκαθήλωση του ΕΣΥ.
Αποφεύγοντας, μάλιστα, τις ακραίες υποδείξεις αντιπάλων τους για «εδώ και τώρα» επίταξη του ιδιωτικού τομέα της υγείας, προώθησαν τη συνεργασία με το δημόσιο σύστημα υγείας, αυξάνοντας τη «δύναμη πυρός» με την οποία το τελευταίο οργάνωσε την άμυνα απέναντι στην πανδημία.
Αλλά και στο οικονομικό πεδίο οι κυβερνητικοί ιθύνοντες κινήθηκαν χωρίς ιδεοληπτικές εμμονές. Υιοθετώντας στην πράξη τις αρχές του κεϋνσιανισμού, αναγνώρισαν χωρίς περιστροφές ότι «η αγορά δεν έχει πάντα τις λύσεις» και άπλωσαν δίχτυ προστασίας για τη διάσωση των επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας.
Αν για κάτι, λοιπόν, διακρίθηκε το κυβερνητικό επιτελείο τους τελευταίους μήνες, κακά τα ψέματα αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από τον υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας στην πραγματικότητα που επέδειξαν ο πρωθυπουργός και οι στενοί του συνεργάτες.        
Από την άλλη είναι αποκαρδιωτικό να βλέπει κανείς τους αντιπάλους της κυβέρνησης και κατά βάση την ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να… αντιπολιτεύονται την πραγματικότητα. Και για μην θεωρηθεί ότι ενέχει στοιχεία υπερβολής η συγκεκριμένη επισήμανση, ας δούμε την εξέλιξη που είχαν κάποια συγκεκριμένα γεγονότα.    
            Πριν από περίπου ενάμιση μήνα, όταν η πανδημία ήταν στην κορύφωσή της, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό «Κόντρα», δήλωνε επί λέξει: «Διότι εάν είναι (η Ελλάδα) η τελειότερη στον κόσμο, τι να πούνε οι γείτονές μας, γιατί δεν είναι μόνο η Ιταλία γειτονική χώρα. Δηλαδή ο Ράμα που έχει μόνο 25 θανάτους είναι θεός. Ή ο Μπορίσοφ που έχει 35 είναι και αυτός ημίθεος. Δεν είναι έτσι τα πράγματα».
Στο ανώτατο, δηλαδή, επίπεδο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αμφισβητούσε ευθέως τη θετική έκβαση που όλοι έβλεπαν ότι είχε η προσπάθεια περιορισμού της υγειονομικής κρίσης.
Στο ίδιο μήκος κύματος αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ακόμη και τώρα να αποδίδουν τη πανθομολογούμενη ευνοϊκή εξέλιξη που είχε η εγχώρια καμπύλη με τα κρούσματα, αλλά και τα θύματα της πανδημίας πότε στην καλή τύχη της χώρας και πότε στη γεωγραφική της θέση.
Είναι, όμως, τα πράγματα, όπως τα… θέλουν οι αξιωματούχοι της αντιπολίτευσης; Οι αριθμοί, όταν δεν «μαγειρεύονται», λένε πάντα την αλήθεια. Εξετάζοντας, λοιπόν, συγκριτικά μια δεκάδα χωρών της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων βρίσκουμε τα εξής αδιαμφισβήτητα στοιχεία:
Η Τουρκία, παρόλο που άργησε πολύ καιρό να ανακοινώσει τους πρώτους προσβληθέντες από τον ιό και ο Ερντογάν πανηγύριζε για το… τουρκικό DNA, διατηρεί πλέον τα πρωτεία, έχοντας προσώρας 1.965 κρούσματα ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Ακολουθούν στη δεύτερη θέση η Σερβία με 1.318 κρούσματα ανά εκατομμύριο, στην τρίτη θέση η Βόρεια Μακεδονία με 1.196, στην τέταρτη η Ρουμανία με 1.022 και στην πέμπτη η Βοσνία με 777. Έκτη είναι η Σλοβενία με 710, έβδομη η Κροατία με 547, όγδοη η Αλβανία με 411, ένατη η Βουλγαρία με 368 και δέκατη η Ελλάδα με 282 κρούσματα για κάθε εκατομμύριο κατοίκων της χώρας.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός επιδημιολόγος για να αντιληφθεί ότι η περιορισμένη εξάπλωση που είχαν τα κρούσματα στη χώρα μας ήταν προϊόν της αποτελεσματικότητας που είχαν τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν. Ούτε απαιτούνται γνώσεις λοιμωξιολογίας για να αποδεχθεί κάποιος ότι η έγκαιρη ιχνηλάτηση των επαφών όσων διαπιστώθηκε ότι προσβλήθηκαν από τον ιό είναι η κατάλληλη μέθοδος για να περιοριστεί η διασπορά της πανδημίας.
Τούτων δοθέντων, λοιπόν, οι Έλληνες πολίτες, χωρίς να είναι ούτε επιδημιολόγοι ούτε λοιμωξιολόγοι, βλέπουν την πραγματικότητα την οποία αρνείται να δει η ηγεσία και το στελεχιακό δυναμικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και γι΄ αυτό δίνουν σε όλες τις πρόσφατες μετρήσεις δημοσκοπικό double score στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στο κυβερνών κόμμα.
Εκπλήσσεται κανείς;

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

«Ζήτω το Κράτος», αλλά «ποιο Κράτος»;

            Από αρχαιοτάτων χρόνων, στους πολέμους και σε ανάλογες μείζονες κρίσεις, όπως η πρωτοφανής πανδημία την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο, είθισται οι πολίτες να στρέφονται προς το Κράτος ως τον θεσμό και φορέα της συλλογικής βούλησης για ένωση των διάσπαρτων δυνάμεων της κοινωνίας προκειμένου να δώσουν πιο αποτελεσματικά τον αγώνα για περιορισμό των καταστροφικών συνεπειών της εκάστοτε κρίσης.
            Η τάση αυτή είναι ευεξήγητη καθώς θεωρείται λογικό και αναμενόμενο οι πολίτες όχι απλώς να θέλουν αλλά και να απαιτούν την εμπλοκή του Κράτους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πολεμικές συρράξεις, φυσικές καταστροφές ή άλλα ακραία φαινόμενα όπως η παγκόσμια υγειονομική κρίση των ημερών μας, που συνιστούν σημαντική απειλή για τις ζωές πολλών ανθρώπων και την μετέπειτα ευημερία πολύ περισσότερων.
            Το Σύνταγμα της χώρας μας περιέχει ρητή διάταξη (στην παράγραφο 3 του άρθρου 21) σύμφωνα με την οποία «το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Είναι μια διάταξη που ισχύσει από το 1975 όταν ψηφίστηκε για πρώτη ο ισχύων χάρτης της ελληνικής Πολιτείας και παρέμεινε έκτοτε αναλλοίωτη.
Ίσως δεν είναι κατάλληλος ο χρόνος για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά, αφού τέθηκε στη δημόσια σφαίρα, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι το πως εφαρμόστηκε η εν λόγω συνταγματική πρόνοια είναι θέμα το οποίο σχετίζεται με τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων. Συνάμα, όμως, αποτελεί και ζήτημα το οποίο συναρτάται ευθέως τόσο από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους όσο και από αυτόν καθεαυτόν τον τρόπο διάθεσης των πόρων.
Οι ασύλληπτες, για παράδειγμα, σπατάλες οι οποίες έγιναν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα, όταν πολλαπλασιάστηκε μέσα σε λίγα χρόνια η φαρμακευτική δαπάνη, δεν είναι άσχετες από την ανάγκη για σημαντική περικοπή των δαπανών που επιβλήθηκε κατά τη μνημονιακή δεκαετία που ακολούθησε.
Κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχαν οι σπατάλες της δεκαετίας που οδήγησαν στις περικοπές της επομένης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα μπορούσε με τα ίδια χρήματα να ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση τόσο σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό όσο και σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό.
Θα χρειαζόταν, οπωσδήποτε, ενίσχυση για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία. Θα διέθετε, όμως, περισσότερους υγειονομικούς, έχοντας κρατήσει και στη χώρα αρκετούς από τους νεότερους γιατρούς οι οποίοι, ενώ σπούδασαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλες χώρες. Ενώ θα είχε και λιγότερο επιτακτικές ανάγκες για νέες ΜΕΘ και ΜΑΦ, για αναπνευστήρες και αναλώσιμα. 
            Όσο δικαιολογημένο, λοιπόν, είναι να αναφωνούμε αυτές τις μέρες «ζήτω το κράτος», άλλο τόσο επιβεβλημένο είναι να αναρωτιόμαστε «ποιο κράτος είναι αυτό που θέλουμε;». Θέλουμε ένα σύγχρονο και ευέλικτο Κράτος; Ή προτιμούμε ένα Κράτος «Λεβιάθαν» που παραπέμπει στα χρεωκοπημένα κομμουνιστικά καθεστώτα του παρελθόντος και χρησιμοποιείται ως λάφυρο από κάθε λογής επιτηδείους;
Θέλουμε ένα Κράτος το οποίο υπάρχει και λειτουργεί στην υπηρεσία των πολιτών; Ή ένα Κράτος που προσλαμβάνει ανεξέλεγκτα υπαλλήλους (κηπουρούς και όχι νοσηλευτές, διοικητικούς και όχι γιατρούς) χωρίς κριτήρια και αξιολόγηση;
Θέλουμε ένα Κράτος – στρατηγείο που έχει ως κύριο ρόλο να εγγυάται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, θέτοντας τους κανόνες; Ή βολευόμαστε με ένα Κράτος, το οποίο είναι έρμαιο των κομματικών εγκάθετων που σιτίζονται από αυτό είτε ως διοικούντες είτε ως συνδιοικούντες συνδικαλιστές;    
           Τα ερωτήματα δεν είναι ούτε θεωρητικά ούτε ρητορικά. Είναι απολύτως πρακτικά. Και ανακύπτουν αβίαστα εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειονότητα όλων όσοι σήμερα αποθεώνουν την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης είναι οι ίδιοι που ήταν δογματικά αντίθετοι σε όλες τις προσπάθειες εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του Δημοσίου μέσω της θέσπισης διαδικασιών και κανόνων για την αξιολόγηση των κρατικών δομών και των υπηρετούντων σε αυτές στελεχών.
Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση που επιτάσσει την οργάνωση της συλλογικής άμυνας στα «ξύλινα τείχη» -για να θυμηθούμε τον χρησμό της Πυθίας πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.- του Δημοσίου δεν δικαιώνει σίγουρα όλους εκείνους οι οποίοι με φανατισμό υποστήριζαν το κλείσιμο δημόσιων νοσοκομείων, την… κατεδάφιση της ΕΡΤ και άλλες λαϊκίστικες υπερβολές που θα λειτουργούσαν ως «πανάκεια» για την ανάπτυξη.
Εξίσου αδικαίωτη, όμως, παραμένει και η επιμονή όλων όσοι θέλουν την κρατικοποίηση των πάντων και βρήκαν τώρα ευκαιρία να «την πουν» σε όσους δεν ενστερνίζονται τις απόψεις τους κατά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ή της εκμάθησης και χρήσης των νέων τεχνολογιών από τους δημοσίους υπαλλήλους προκειμένου να εξελιχθούν.
Για να το πούμε, αν θέλετε, και με ένα ακόμη ευχερές παράδειγμα: Κράτος ήταν το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, το οποίο, υπό την ηγεσία του Νίκου Παπά, ασχολούνταν με… υψιπετή εγχειρήματα όπως η διανομή των τηλεοπτικών αδειών και η… κατάκτηση του Διαστήματος.
Κράτος είναι και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που το διαδέχθηκε και, υπό την οποία ηγεσία του Κυριάκου Πιερρακάκη, πήρε το νήμα από το 2014, αν όχι και από το… 2012, για να προχωρήσει επιτέλους η ψηφιοποίηση του ελληνικού Δημοσίου προς όφελος των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι με τον απλούστερο τρόπο εκδίδουν αυτές τις μέρες τις άδειες για να κυκλοφορούν.        
             Σε τελική ανάλυση, άλλωστε, στο ερώτημα για «περισσότερο ή λιγότερο Κράτος;», η λογική απάντηση την οποία πάντοτε ενστερνίζονται οι όπου γης νουνεχείς και μετριοπαθείς ήταν και παραμένει μία: αποτελεσματικό Κράτος. Αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν πριν από τη κρίση με την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό χρειαζόμαστε τώρα. Αυτό θα χρειαστούμε και μόλις περάσει η κρίση και αρχίσει η ανάκαμψη.