Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

«Μεταρρυθμίσεις», «εγκλήματα» ή τρύπες στο νερό;

            Αν πιστέψουμε την κυβέρνηση τις προηγούμενες ημέρες, με την ψήφιση από το Θερινό Τμήμα της Βουλής του νομοσχεδίου για τη λεγόμενη «μικρή ΔΕΗ», έγινε ένα μεγάλο… μεταρρυθμιστικό βήμα που παρέμενε μετέωρο για πάνω από μια δεκαετία. Και τις επόμενες ημέρες μπορεί να ξανακούσουμε να γίνεται ένα ακόμη –το λες και μεγαλύτερο…- βήμαμε την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον αιγιαλό που, αν δώσουμε βάση στις εξαγγελίες, θα κάνει την Ελλάδα έναν απέραντο Σαιν Τροπέ.   
            Αν πάρουμε, από την άλλη, τοις μετρητοίς τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης, τις μέρες που πέρασαν συντελέστηκε ένα (ακόμη…) πελώριο «εθνικό έγκλημα» ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Και, οσονούπω, όπως λένε και κάποια πανό που έχουν αναρτήσει κομματικές οργανώσεις που, κατά τα άλλα, ομνύουν πίστη και αφοσίωση στην προστασία του περιβάλλοντος, ετοιμάζεται κι ένα ακόμη μεγαλύτερο «έγκλημα» ξεπουλήματος του αιγιαλού στις παραλίες από άκρου εις άκρον της χώρας.
            Δεν ξέρει κανείς ακόμη τι θα γίνει με το νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς, καθώς το κείμενο του νομοσχεδίου δεν έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο. Αν κρίνουμε, ωστόσο, από το προηγούμενο της ΔΕΗ, μάλλον τα πράγματα θα εξελιχθούν με τρόπο που ούτε οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί περί δήθεν μεταρρύθμισης θα ισχύσουν, ούτε οι βερμπαλιστικές προβλέψεις της αντιπολίτευσης για το «μεγάλο ξεπούλημα» θα εκπληρωθούν.
            Τι έγινε με τη ΔΕΗ; Πίσω από το θόρυβο για το υποτιθέμενο δημοψήφισμα που ήθελε να προκαλέσει η αντιπολίτευση και τη σπουδή της κυβερνητικής πλευράς να το περάσει άρον – άρον, όπως ζητούσε η τρόικα, ψηφίστηκε ένα νομοθέτημα το οποίο οι ίδιοι που τον ενέκριναν παραδέχονται ότι δεν πρόκειται να εφαρμοστεί έτσι όπως διατυπώθηκαν οι όροι για την κατάτμηση της δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού.
            Με λίγα λόγια προβλέφθηκε ότι το τμήμα της ΔΕΗ, το 30%, που θα αποσπαστεί από τη σημερινή επιχείρηση με στόχο να πωληθεί σε ιδιώτες θα αποτελεί στην πραγματικότητα έναν «κλώνο» της, ο οποίος για τουλάχιστον μια πενταετία από την κατακύρωση του διαγωνισμού θα λειτουργεί επί της ουσίας με τα ίδια κριτήρια που λειτουργεί η σημερινή ενιαία –και, μην ξεχνάμε, καταχρεωμένη και άρα ανίκανη να κάνει νέες επενδύσεις- εταιρία.
            Υπό αυτές τις συνθήκες μάλλον μόνον ένας… τρελός μπορεί να εμφανιστεί ως επενδυτής και να βάλει τα λεφτά του στον «κλώνο» μιας επιχείρησης που έχει μεγάλα προβλήματα, τα οποία δεν θα μπορεί να τα αντιμετωπίσει καθώς θα είναι υποχρεωμένος να διατηρήσει, για παράδειγμα, απαράλλακτο το εργασιακό καθεστώς, όπως επίσης και τους (πολυτελείς) όρους αποζημίωσης που ισχύουν για απαλλοτριώσεις σε περιοχές που υπάρχουν ή θα αναπτυχθούν εργοστάσια της επιχείρησης.
            «Πιο πιθανό είναι να γίνω εγώ… αστροναύτης, παρά να βρεθεί αγοραστής για τη μικρή ΔΕΗ…», έλεγε τις μέρες της –υποτιθέμενης, κατά το δημοσιογραφικό στερεότυπο, «θυελλώδους»- συζήτησης στη Βουλή σοβαρός κοινοβουλευτικός που ήταν από τους λίγους που είχε μελετήσει το νομοσχέδιο και είχε γνώση των τελικών ρυθμίσεων, όπως ψηφίστηκε μέσα στη κομματική διαπάλη για το αν θα επιτύγχανε η «πρόζα τζενεράλε» της αντιπολίτευσης για τη συγκέντρωση των 121 βουλευτών που μπορεί να μπλοκάρουν την επικείμενη προεδρική εκλογή.
            Η έγνοια των περισσοτέρων βουλευτών και από εκείνους που το ψήφισαν και από όσους το καταψήφισαν, εξαντλήθηκε στο παιχνίδι των πολιτικών εντυπώσεων γύρω από τις 120 υπογραφές για το δημοψήφισμα (που ούτως ή άλλως δεν θα γινόταν, αφού στην τελική φάση ήθελε 180 ψήφους) και σχεδόν κανείς δεν ασχολήθηκε με το περιεχόμενο του νομοσχεδίου το οποίο διαμορφώθηκε με τρόπο που καθιστά αδύνατη την αποκρατικοποίηση.
            Θυμίζοντας εκείνο το αμίμητο που έλεγαν στο πάλαι ποτέ ανατολικό μπλοκ ότι «το κράτος έκανε πως μας πλήρωνε κι εμείς κάναμε πως δουλεύουμε», οι κυβερνητικοί ιθύνοντες υπό την πίεση της τρόικας (η οποία είναι ακόνη εδώ…)  έκαναν μια υποτιθέμενη «μεταρρύθμιση», η οποία θα αποδειχθεί στην πράξη «μια τρύπα στο νερό».   
            Και, δυστυχώς, όσο διαρκεί η ατέρμονη προεκλογική περίοδος στην οποία βρισκόμαστε μόνον «τρύπες στο νερό» θα γίνονται…

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Η Δικαιοσύνη και οι μνημονιακές περικοπές



            Χωράει πολλή συζήτηση η κυβερνητική τροπολογία για την αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων των δικαστικών στο επίπεδο που ήταν τον Αύγουστο του 2012, όπως είχε αποφασίσει το λεγόμενο «Μισθοδικείο», το οποίο ακύρωσε τις τελευταίες μνημονιακές περικοπές των δικαστών, παρότι ανάλογες περικοπές υπέστησαν όλες οι κατηγορίες εργαζομένων στο δημόσιο.
            Είναι αλήθεια ότι οι δικαστικοί είναι μια ειδική κατηγορία εργαζομένων, καθώς η Δικαιοσύνη από την εποχή του Μοντεσκιέ αποτελεί μια ξεχωριστή εξουσία, με διακριτό ρόλο από τις άλλες δύο: την εκτελεστική, δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση, και τη νομοθετική, δηλαδή το Κοινοβούλιο.
            Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η δικαστική εξουσία είναι εκείνη που υπεισέρχεται στα εδάφη των άλλων εξουσιών, αφού με την απόφασή της υποχρέωσε την κυβέρνηση να εισηγηθεί και τη Βουλή να ψηφίσει την (μερική) ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής που, όπως και να το κάνουμε, ανήκει στις δικές της αρμοδιότητες.
Η υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς την ίδια περίοδο που λαμβάνεται η συγκεκριμένη απόφαση, στην πλειονότητά τους οι δικαστικές κρίσεις, ακόμη και όταν αφορούν τις… ταπεινές καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, κατατείνουν στη δικαίωση των μνημονιακών μέτρων με το επιχείρημα της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος.
Γι΄ αυτό και όσοι έσπευσαν να θεωρήσουν ότι η απόφαση των δικαστικών που αφορούσε στις δικές τους απολαβές θα μπορούσε να οδηγήσει στο «ξήλωμα» της ασφυκτικής μνημονιακής πίεσης, μάλλον απογοητεύθηκαν από τη συνέχεια.
            Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι η ποιότητα της Δικαιοσύνης είναι συνυφασμένη  με το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των λειτουργών της. Ούτε, νομίζω, μπορεί να αντιλέξει κάποιος ότι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστών και των εισαγγελέων αποτελεί μια από τις βασικές υποχρεώσεις της ελληνικής Πολιτείας.
            Υπό αυτή την έννοια, αν δεχθούμε ότι η επίδικη απόφαση για την αναδρομική διόρθωση του μισθολογίου των λειτουργών της Θέμιδος στοχεύει στο να καταδείξει ότι οι Έλληνες δικαστές μπορούν απερίσπαστοι να επιτελούν το έργο τους, τότε καλώς ελήφθη, αφού η Δικαιοσύνη είναι το καταφύγιο για κάθε αδύνατο και κάθε αδικούμενο.
            Ωστόσο, οι μισθολογικές απολαβές δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι το μοναδικό κριτήριο για την ποιότητα της Δικαιοσύνης. Και, έτσι, τα λίγα επιπλέον εκατομμύρια ευρώ με τα οποία θα επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός μάλλον δύσκολα θα καταφέρουν να αλλάξουν τον αποκαρδιωτικό τρόπο με τον οποίο, κατά γενική ομολογία, απονέμεται η δικαιοσύνη στη χώρα μας.
            Κακά τα ψέματα, μια από τις μεγάλες απειλές για την κοινωνική και οικονομική συνοχή στις μέρες μας αποτελεί η τεράστια καθυστέρηση η οποία παρατηρείται στην εκδίκαση των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων που σε αρκετές περιπτώσεις –και παρά τα επανειλημμένα μέτρα για την επιτάχυνση της απονομής- καταλήγει σε αρνησιδικία.
            Η πολυνομία, η γραφειοκρατία, οι απαρχαιωμένες δομές του νομικού μας συστήματος, η έλλειψη του απαραίτητου προσωπικού και των αναγκαίων υποδομών είναι σίγουρα ορισμένοι από τους παράγοντες που συμβάλουν καθοριστικά σε αυτό το δυσμενές αποτέλεσμα το οποίο δεν τιμά την ελληνική Πολιτεία.
Εξίσου σίγουρο, όμως, είναι ότι αν οι δικαστικοί λειτουργοί και τα συνδικαλιστικά τους όργανα επιδείξουν τον ίδιο ζήλο, με τον οποίο επιδόθηκαν στη διεκδίκηση της επαναφοράς των μισθολογικών περικοπών που υπέστησαν, μπορούν να ανατρέψουν όλα αυτά τα αρνητικά φαινόμενα.
Και αυτή η ανατροπή είναι βέβαιο ότι θα αποφέρει -και στους ίδιους και στην ελληνική κοινωνία- μεγαλύτερο κέρδος από την μερική ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ανασχηματισμός. Ε, και;


 
Δεν κομίζουν, σίγουρα, γλαύκα στην Αθήνα όλοι όσοι εδώ και μέρες επισημαίνουν ότι ποτέ κανένας ανασχηματισμός δεν άλλαξε τον ρου των πολιτικών πραγμάτων, αλλά  όσο διαβάζω και ξαναδιαβάζω τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, μου δημιουργείται η αίσθηση ότι η κατάσταση μπορεί να είναι χειρότερη από αυτή που υπονοεί η συγκεκριμένη επωδός.
Αν εξαιρέσει κανείς την επιλογή του νέου υπουργού Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη, ο οποίος διαθέτει όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για να ασκήσει τον σημαντικό ρόλο που του ανατέθηκε, δύσκολα μπορεί να βρεθεί μια από τις υπόλοιπες αλλαγές του κυβερνητικού σχήματος που να υπακούει σε κριτήρια αξιοσύνης και γνώσης του τομέα που αναλαμβάνει.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά οι κυβερνητικοί ιθύνοντες φαίνεται να προέκριναν και να ακολούθησαν την πεπατημένη των ισορροπιών -εσωκομματικών, γεωγραφικών και άλλων- στην ανάθεση των υπουργικών χαρτοφυλακίων, όπως μαρτυρά, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, η αύξηση των μελών του νέου υπουργικού συμβουλίου με την προσθήκη επιπλέον θέσεων υφυπουργών που μόνο στόχο έχει να βολευθούν μερικοί ακόμη κυβερνητικοί βουλευτές.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι αριθμητικό. Είναι πρωτίστως ποιοτικό και αφορά τους στόχους που μπορεί να έχει και να υπηρετεί μια κυβέρνηση, στην οποία «αποκεφαλίζεται» σύσσωμη η πολιτική ηγεσία σε δύο νευραλγικά υπουργεία, όπως είναι το Παιδείας και το Υγείας –στο δεύτερο, μάλιστα, δεύτερη φορά σε δύο χρόνια.
Δικαίως, λοιπόν, πολλοί αναρωτιούνται, ήδη, για το πότε οι νεοείσακτοι υπουργοί και υφυπουργοί στα δύο αυτά υπουργεία, αλλά και σε άλλα, θα προλάβουν να ενημερωθούν για τις αρμοδιότητες τους και θα δρομολογήσουν λύσεις στα προβλήματα που θα βρουν εκεί και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν οι προκάτοχοί τους που απομακρύνθηκαν.
Πιστεύει, για παράδειγμα, κάποιος ότι ο Μάκης Βορίδης, που είναι νομικός, ο Λεωνίδας Γρηγοράκος, τουλάχιστον αυτός είναι γιατρός, και η Κατερίνα Παπακώστα, επίσης νομικός, θα καταφέρουν να βρουν κοινή γλώσσα, να μοιράσουν αρμοδιότητες και να βάλουν, σε εύλογο χρόνο, τάξη στο χάος που επικρατεί στον χώρο της Υγείας.
Το ίδιο ισχύει και για το υπουργείο Παιδείας, στο οποίο, από «καραμπόλα», όπως φαίνεται, βρέθηκε ο Ανδρέας Λοβέρδος, που είχε άλλες φιλοδοξίες και τώρα καλείται να «συγκατοικήσει» σε ένα υπουργείο που δεν ήθελε με δύο άπειρους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που βρέθηκαν εκεί, επειδή, μάλλον, δεν χωρούσαν πουθενά αλλού: ο ένας είναι πολιτικός μηχανικός και ο άλλος αθλητής που σπούδασε στη Γυμναστική Ακαδημία.
Δεν περιορίζεται, όμως, μόνον στα δύο αυτά υπουργεία ο αρνητικός αιφνιδιασμός που προοιωνίζεται ότι οι προοπτικές του νέου κυβερνητικού σχήματος δεν θα είναι –και δεν μπορεί να είναι- καλύτερες από εκείνες του προηγούμενου και της προσφοράς που είχε στους χειμαζόμενους από την κρίση Έλληνες πολίτες.
Η αντικατάσταση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης του Αθανάσιου Τσαυτάρη, ενός από τους ελάχιστους εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς που διέθεταν το σπάνιο προσόν να συνδυάζουν την τεχνοκρατική επάρκεια με το πολιτικό αισθητήριο, είναι ίσως η καλύτερη επιβεβαίωση αυτής της πρόβλεψης.
Και μόνον το γεγονός ότι η σημερινή κυβερνητική ηγεσία έχει εξαγγείλει ότι στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση θα προτείνει το ασυμβίβαστο βουλευτή και υπουργού, αλλά, με εξαίρεση τον κ. Χαρδούβελη, στο νέο σχήμα έβαλε μόνον βουλευτές, δείχνει ότι τα κυβερνητικά λόγια απέχουν πολύ από τις πράξεις.
Γι΄ αυτό και οι όποιες εντυπώσεις μπορεί να δημιούργησε η καρατόμηση ορισμένων από τους υπουργούς που δικαιολογημένα βρέθηκαν εκτός κυβέρνησης –και σίγουρα δεν θα λείψει η παρουσία τους- θα είναι, μάλλον, πολύ πρόσκαιρες. Λίαν συντόμως οι πολίτες όταν θα ακούν ότι έγινε ανασχηματισμός, θα απαντούν: Ε, και; Αν δεν το κάνουν ήδη…

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;



            Μαζί με μας τους Έλληνες, σε περίπου δέκα μέρες καλούνται να ψηφίσουν και εκατομμύρια άλλοι πολίτες σε άλλες 27 ευρωπαϊκές χώρες. Σε χώρες με οικονομική κρίση και μνημόνια ή και χωρίς οικονομική κρίση και μνημόνια. Σε χώρες πλουσιότερες, όπως είναι οι περισσότερες βόρειες, ή φτωχότερες, όπως είναι οι πιο κοντινές μας βαλκανικές. Σε χώρες με ευρώ ή με εθνικά νομίσματα. Σε χώρες με υπερτροφικές ακραίες δυνάμεις, αλλά και σε χώρες με συμβατικά πολιτικά συστήματα και αδιατάρακτη πολιτική ομαλότητα.
            Παρακολουθώντας κανείς τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, η προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων, ενόψει των ευρωεκλογών, δυσκολεύεται να βρει πουθενά αλλού, ακόμα και εκεί που ανθούν εθνικιστικά και λαϊκίστικα αντιευρωπαϊκά κινήματα, το φραστικό πάθος και την εμφυλιοπολεμική ένταση που κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο με τον οποίο αντιμάχονται οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις.
            Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, αποτελεί, ίσως, ευτύχημα που ο πολύς κόσμος παρακολουθεί απαθώς από τον… καναπέ του τα όσα καταμαρτυρούν οι μεν στους δε. Γιατί, πραγματικά, αν έπαιρναν οι πολίτες τοις μετρητοίς τα όσα ένθεν κακείθεν λέγονται ή υπονοούνται πίσω από διχαστικές κορώνες για «δωσίλογους» και «υποτελείς των δυνάμεων κατοχής» ή για «υπονομευτές» και «επίδοξους καταστροφείς», το επόμενο βήμα θα ήταν να πάρουμε όλοι ό,τι πρόσφορο όπλο έχει ο καθένας στη διάθεσή του και να γίνει η Ελλάδα μέσα σε λίγες ώρες κάτι σαν την… ανατολική Ουκρανία.
            Δεν ξέρω αν είναι απλή απάθεια που οφείλεται, ενδεχομένως, στην… ανοσία που αποκτήσαμε ως λαός από τα πολλά χρόνια που τα αυτιά μας ακούν προεκλογικά να επαναλαμβάνονται «τα ψεύτικα, τα λόγια τα μεγάλα» ή αν, ενδεχομένως, λειτουργεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο αυτό που είπε τις προηγούμενες μέρες φωναχτά ο Μανώλης Γλέζος, αναφερόμενος στην ενδεχόμενη ανάγκη στο άμεσο μέλλον για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας του κόμματός του με άλλες πολιτικές δυνάμεις.
            Είναι, αλήθεια, δύσκολο και θέλει πολλή σοφία και ίσως και… τρέλα σαν αυτή που διαθέτει ο Γλέζος για να παραδεχτεί προεκλογικά ένας πολιτικός ότι η χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται μπορεί να κάνει αποφασιστικά βήματα μπροστά μόνον με τη συνεργασία των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων και κυρίως εκείνων που θέλουν πραγματικά να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη και να μη διολισθήσει ακόμη περισσότερο στην υπανάπτυξη και στην ανέχεια.
            Ακόμη, όμως, και αν δεν είχε βρεθεί ο Γλέζος για να το πει δημόσια, θέτοντας ως μοναδική προϋπόθεση την αποκήρυξη των μνημονίων, που για το κόμμα του ως τώρα δεν αρκούσε ούτε καν για συνεργασία με πρόσωπα από άλλους χώρους σε Δήμους και Περιφέρειες, είναι η ίδια η πραγματικότητα που θα υποχρεώσει τον ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει συμμαχίες εκεί που εμφανίζεται να βλέπει μόνον θανάσιμους εχθρούς και όχι απλά πολιτικούς αντιπάλους.
            Αν, για παράδειγμα, στις επικείμενες ευρωεκλογές πλειοψηφήσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πετύχει, όπως υποστηρίζουν τα στελέχη του, τον μείζονα στόχο που είναι να ανατραπεί η σημερινή κυβέρνηση, ώστε, αργά ή γρήγορα, να οδηγηθεί η χώρα σε βουλευτικές εκλογές, ποια θα είναι η συνέχεια; Υπό τα σημερινά δεδομένα, η περίπτωση να κυβερνήσει αυτοδύναμα ούτε στα όνειρα των πιο φανατικών οπαδών του δεν βρίσκει έρεισμα.
            Εφόσον, λοιπόν, όλα πάνε κατ΄  ευχήν για τον ΣΥΡΙΖΑ, η πλέον πιθανή εξέλιξη είναι ότι θα χρειαστεί κυβερνητικούς συμμάχους, ακόμη, αν θέλετε, και για πρακτικούς λόγους, όπως είναι η πλειοψηφία των 180 βουλευτών που απαιτείται για να εκλεγεί νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και που στην παρούσα φάση η αξιωματική αντιπολίτευση διακηρύσσει ότι δεν δέχεται να αναδειχθεί από τη σημερινή Βουλή επειδή θεωρεί ότι βρίσκεται σε δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, πριν καν αυτή εκφραστεί.
            Και αν, υποτιθέστω, γίνουν βουλευτικές εκλογές τους επόμενους μήνες και δεν σχηματίζεται, όπερ και το απολύτως πιθανότερο, η αυξημένη προεδρική πλειοψηφία, θα αντέξει η χώρα και η οικονομία να ξαναπάμε σε νέες εκλογές στις αρχές του 2015, εξαιτίας της αδυναμίας να εκλεγεί νέος Ανώτατος Άρχοντας; Ο καθένας μπορεί, προσχηματικά ή από εμμονή, να δώσει όποια απάντηση θέλει στο ερώτημα, αλλά η μόνη που ακούγεται λογική είναι η αρνητική απάντηση.
Κακά τα ψέματα, όσοι δεν εθελοτυφλούν αναγνωρίζουν ότι το περισσότερο που μπορεί να προσδοκά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια κυβερνητική συνεργασία είτε με τα υπολείμματα της όποιας Κεντροαριστεράς θα υπάρχει μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές, είτε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» με τη Νέα Δημοκρατία, που μοιάζει και το πιθανότερο, εφόσον καταφέρει, πράγματι, να την υποσκελίσει εκλογικά.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, παρακολουθώντας κανείς το διχαστικό κλίμα που επικρατεί τούτες τις προεκλογικές μέρες, δεν μπορεί παρά να επαναλάβει την εμβληματική φράση που αναφωνεί ο Χρήστος Τσαγανέας στην παλαιά ελληνική ταινία με τον (τόσο… ταιριαστό, στην περίσταση) τίτλο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται»: «Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός»...

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Που θα πάει η αποχή;



            Λίγο τα γραπτά μηνύματα με τις πασχαλινές ευχές των -γνωστών μας ή και, πιο συχνά, αγνώστων- υποψήφιων ευρωβουλευτών που έφθασαν στα κινητά τηλέφωνα μας, λίγο περισσότερο η κινητικότητα που συναντήσαμε όσοι εκδράμαμε τούτες τις μέρες στην ελληνική περιφέρεια από τους πολυπληθείς συμπολίτες μας που διεκδικούν τοπικά αξιώματα, επιτέλους η ατμόσφαιρα άρχισε σε κάτι να θυμίζει ότι διάγουμε προεκλογική περίοδο.
            Δεν ξέρω αν είναι δείγμα… καθυστερημένου «εξευρωπαϊσμού», αφού στην υπόλοιπη ήπειρό μας η συμμετοχή στις ευρωεκλογές ήταν πάντα χαμηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, ή αν πρόκειται απλώς για μια ακόμη από τις πολλές συνέπειες που αφήνει πίσω της η βίαιη μνημονιακή προσαρμογή της τελευταίας τετραετίας, αλλά οι κάλπες του Μαΐου, παρότι μάλιστα είναι διπλές, δεν δείχνουν να… συνεγείρουν τα πλήθη των Ελλήνων, τουλάχιστον με τον τρόπο που ξέραμε την τελευταία τεσσαρακονταετία.
            Μέχρι πρότινος, άλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς τους «επαγγελματίες» του είδους, το εν τη ευρεία εννοία πολιτικό προσωπικό και τα διασυνδεμένα με αυτό πρόσωπα, εμάς τους δημοσιογράφους, αλλά και τα κομματικά… τρολ που κάνουν υπερωρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ενδιαφέρον αυτού που λέμε «κοινή γνώμη» για τις επικείμενες –κρίσιμες, κατά τα άλλα- εκλογικές αναμετρήσεις, ήταν από περιορισμένο έως πολύ χαμηλό.
            Το που θα οδηγήσει αυτό το χωρίς προηγούμενο κλίμα… πολιτικής (ή μήπως μόνον κομματικής;) απάθειας ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας είναι δύσκολο να το προδικάσει κάποιος. Όπως εξίσου δύσκολη είναι η αποστολή των εμπλεκόμενων στην εκλογική διαδικασία να το ανατρέψουν στις πολύ λίγες εβδομάδες που απομένουν πλέον για το ραντεβού, κατ΄ αρχήν με τις κάλπες της 18ης Μαΐου για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Μαΐου, με τις κάλπες του δευτέρου γύρου για τις περιφερειακές και τις δημοτικές αρχές, αλλά και των ευρωεκλογών.
            Η χρονική σύμπτωση, για πρώτη φορά στα εκλογικά χρονικά της χώρας μας, δύο τόσο διαφορετικών αναμετρήσεων, δυσκολεύει έτι περαιτέρω όχι μόνον την πρόγνωση των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από τις συγκεκριμένες κάλπες, αλλά, πολύ περισσότερο, την ανάλυσή τους, κυρίως λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα που, εκ των πραγμάτων αποκτούν ειδικά οι ευρωεκλογές, τις οποίες οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις τις συνδέουν, εμμέσως ή αμέσως, με την κυβερνητική σταθερότητα και τις εν γένει πολιτικές εξελίξεις του προσεχούς διαστήματος.
            Στις τελευταίες εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, όταν και πάλι οι κυρίαρχες δυνάμεις, που τότε αντιπροσώπευαν ένα πολλαπλώς μεγαλύτερο από το σημερινό κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό τμήμα του εκλογικού σώματος, είχαν θέσει αντίστοιχα διλήμματα, κατάφεραν να οδηγήσουν στις κάλπες του Ιουνίου του 2009 μόλις το 50% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου.
            Ενάμισι χρόνο αργότερα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές που έγιναν, το φθινόπωρο του 2010, ενώ η χώρα είχε μπει στο μνημόνιο, αλλά οι συνέπειες του δεν είχαν φανεί ακόμη σε όλο τους το εύρος, στον πρώτο γύρο, που υπήρχαν μεγαλύτερες δεσμεύσεις σε πρόσωπα που ήταν υποψήφιοι, η αποχή έφθασε στο 40%, αλλά στον δεύτερο γύρο, οπότε είχε κριθεί το ζήτημα της σταυροδοσίας των συμβούλων και κάποιοι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες είχαν αποκλειστεί από την πρώτη Κυριακή, το ποσοστό όσων δεν πήγαν να ψηφίσουν ξεπέρασε το 55% και σε ορισμένες περιπτώσεις (Αττική και αλλού) προσέγγισε το 60%.
            Τι θα συμβεί αυτή τη φορά; Πόσοι ψηφοφόροι θα πάνε στις κάλπες και κυρίως ποιοι; Θα είναι μόνον οι διασυνδεμένοι –όσοι υπάρχουν ακόμη…- με τα κόμματα ή θα υπάρξει ευρύτερη κινητοποίηση που θα περιορίσει τον αριθμό όσων επιλέξουν να απολαύσουν, ειδικά αν είναι καλός ο καιρός, ένα πρόωρο θερινό κολύμπι; Θα φθάσουν ως την κάλπη μόνον οι διαμαρτυρόμενοι ή θα σηκωθεί από τον καναπέ και η συνήθως «σιωπηλή πλειοψηφία» που θέλει την ευρωπαϊκή Ελλάδα, αλλά θεωρεί «χαλαρή» την ψήφο των ευρωεκλογών;   
            Και το, ίσως, σημαντικότερο ερώτημα για τις 25 Μαΐου είναι το εξής: Τι αντίκτυπο θα έχουν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, στη δεύτερη εκλογική Κυριακή που θα ψηφίζουμε ταυτόχρονα και για τις ευρωεκλογές; Αν, για παράδειγμα, τα κόμματα της συγκυβέρνησης συγκρατήσουν, όπως διαφαίνεται, ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων που έχουν στην Αυτοδιοίκηση, αυτό θα ενισχύσει την «παράσταση νίκης» της ΝΔ, πρωτίστως, και της «Ελιάς», δευτερευόντως, στην ευρωκάλπη ή οι πολίτες θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα και, για να… εξισορροπήσουν τα πράγματα, θα προτιμήσουν να στηρίξουν τα ευρωψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και των υπόλοιπων αντιπολιτευόμενων δυνάμεων;
            Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα είναι αδύνατον να απαντηθούν, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, όπως αναγνωρίζουν οι πλέον σοβαροί εκλογικοί αναλυτές, οι οποίοι μελετούν τις έρευνες για τη διάθεση των πολιτών, που -με καταιγιστικό, θα έλεγε κανείς, τρόπο- διεξάγονται το τελευταίο διάστημα και θα συνεχιστούν –χωρίς περιορισμούς, αφού άλλαξε η νομοθεσία- μέχρι την παραμονή της διπλής αναμέτρησης.
            Με λίγα λόγια, ο βασικός «άγνωστος χ» αυτών την εκλογών είναι η αποχή και ποιοι θα την επιλέξουν ως συνειδητή (ή μη) στάση.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Φωτιά στις μονταζιέρες!

Ο… ιστορικός του μέλλοντος που θα μπει στον κόπο να μελετήσει τα αρχεία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου της τελευταίας περιόδου θα μείνει, νομίζω, έκθαμβος από τα ευρήματα μπροστά στα οποία θα βρεθεί.
Θα ματαιοπονήσει, κατ΄ αρχήν, αναζητώντας να πληροφορηθεί για τις τυχόν συζητήσεις που γίνονται στο Υπουργικό Συμβούλιο και στα άλλα θεσμικά όργανα μιας δικομματικής κυβέρνησης, αφού δεν πρόκειται να βρει καμία απολύτως τέτοια καταγραφή για τον απλούστατο λόγο ότι δεν γίνονται τέτοιες συνεδριάσεις. 
Θα ανακαλύψει, επίσης, ότι η μεγαλύτερη απειλή που βιώνει αυτή την περίοδο η χώρα δεν είναι η ύφεση και η ανεργία, ούτε τα λουκέτα και η καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού που συντελείται μέρα τη μέρα, ούτε φυσικά η ασφυξία στην αγορά και η οικονομική –και όχι μόνο- κατάθλιψη που πυροδοτούν οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις με την τρόικα.
Ανατρέχοντας κανείς στο αρχείο των ανακοινώσεων του εκπροσώπου της κυβέρνησης, μένει με την εντύπωση ότι τον μοναδικό κίνδυνο για τη χώρα συνιστούν τα φραστικά παραστρατήματα και οι διαφοροποιήσεις γνωστών και άγνωστων στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μπαίνουν στον μεγεθυντικό φακό του επικοινωνιακού επιτελείου της κυβέρνησης –και επικουρικά της Νέας Δημοκρατίας, όταν δεν υπάρχει ταύτιση του συγκυβερνώντος ΠΑΣΟΚ- με στόχο να γίνουν κυρίαρχο ζήτημα του δημόσιου διαλόγου.    
Δεν ξέρω ποιοι επικοινωνιακοί φωστήρες κατέστρωσαν αυτό το σχέδιο της προπαγανδιστικής «μονοκαλλιέργειας» στην οποία επιδίδεται ένας ολόκληρος μηχανισμός που έχει στηθεί γι΄ αυτό το σκοπό, αλλά αναρωτιέμαι συχνά αν είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι το αποτέλεσμα των προσπαθειών τους καταλήγει στο αντίθετο του επιδιωκόμενου.
Μια πλειάδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που, υπό κανονικές συνθήκες, η παρουσία τους στη δημόσια ζωή θα περνούσε παντελώς απαρατήρητη, απολαμβάνουν, πλέον, ευρείας αναγνωρισιμότητας και έχουν, μάλλον, εξασφαλισμένη την επανεκλογή τους, επειδή το γαλάζιο επιτελείο, άλλοτε με τη χρήση της γνωστής «μονταζιέρας» και άλλοτε χωρίς τη χρεία της, τους κατέστησε πρωταγωνιστές της επικαιρότητας και κεντρικά τηλεοπτικά πρόσωπα, χάρις σε μια φραστική ακρότητα που, ηθελημένα ή όχι, εκστόμισαν.
Ακόμη χειρότερα, όμως, έχω την αίσθηση ότι είναι τα αποτελέσματα της προσπάθειας που καταβάλλεται από τα ίδια επιτελεία να μπουν στο «κρεβάτι του Προκρούστη» οι δηλώσεις ορισμένων σοβαρών πολιτικών της αξιωματικής αντιπολίτευσης που έχουν επίγνωση της πραγματικότητας και προσπαθούν να καθοδηγήσουν το κόμμα τους προς αυτή την κατεύθυνση.
Άκρως χαρακτηριστικός είναι θεωρώ ο κουρνιαχτός που επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί γύρω από τις θέσεις του καθηγητή Γιώργου Σταθάκη, ο οποίος τις προηγούμενες ημέρες από τη συχνότητα του κομματικού σταθμού της παράταξης του είπε ορισμένες, μάλλον αυταπόδεικτες, αλήθειες, διαλύοντας τις βερμπαλιστικές ψευδαισθήσεις για το περίφημο «επαχθές χρέος» και την υποτιθέμενη διαγραφή του.
Αντί, λοιπόν, η υπεύθυνη στάση του να επικροτηθεί από την κυβέρνηση και να προβληθεί, αν θέλετε, και ως δικαίωση των προσπαθειών που υποτίθεται ότι καταβάλει για να πείσει τους εταίρους της χώρας να αναδιαρθρώσουν το χρέος, το επικοινωνιακό επιτελείο την είδε μόνον ως μια ακόμη αφορμή για να αναδείξει και να εκθέσει τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Η αλήθεια είναι ότι αν δεν είχαν πιάσει φωτιά οι κυβερνητικές «μονταζιέρες» για να προβάλλουν τις επίμαχες δηλώσεις του κ. Σταθάκη στον ραδιοσταθμό «Κόκκινο», αυτές μάλλον θα περνούσαν απαρατήρητες, αφού το ακροατήριο του συγκεκριμένου σταθμού δεν είναι και το πολυπληθέστερο που υπάρχει.  
Πιστεύουν, άραγε, στο Μαξίμου και στη Συγγρού ότι με τη διάσταση που οι ίδιοι έδωσαν στο ζήτημα, θα αποκομίσουν επικοινωνιακά οφέλη; Έχουν μήπως την αφελή εντύπωση ότι οι αποκαλούμενοι «νοικοκυραίοι», στους οποίους υποτίθεται ότι στοχεύουν, θα δυσαρεστηθούν επειδή η «Ίσκρα» του κ. Λαφαζάνη θα φιλοξενήσει επικριτικό αντίλογο; 
Την απάντηση, νομίζω, τη δίνουν οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος και πιθανώς όσες θα ακολουθήσουν και θα αποτυπώνουν τις εντυπώσεις που δημιουργεί στην κοινή γνώμη η προπαγανδιστική τακτική που ακολουθείται, δίνοντας την εντύπωση ότι, επειδή δεν έχει να παρουσιάσει η ίδια θετικό απολογισμό, κατατείνει απελπισμένα στο να αποδείξει ότι «οι άλλοι» (μπορεί να) «είναι χειρότεροι». 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 24.1.2014)

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Χάθηκε το μέτρο στη χώρα που το γέννησε


Μπαίνουμε αισίως στην τέταρτη εβδομάδα που η επικαιρότητα μονοπωλείται σχεδόν από την επιχείρηση εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής, ένα αναμφισβήτητα σοβαρότατο ζήτημα που δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό την ένταση της συζήτησης που επιτέλους άνοιξε για ένα ιδιαιτέρως επικίνδυνο καρκίνωμα που αναπτύχθηκε στο ασθενικό σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, για ένα τόσο πολύπτυχο φαινόμενο, οι εύκολες ερμηνείες που επιχειρούνται από σημαντικά μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου και, πολύ περισσότερο, των μέσων ενημέρωσης, δημιουργεί ανακλαστικά «επικοινωνιακής κόπωσης» που, εν τέλει, αντί για την απομυθοποίηση της εγκληματικής ομάδας που, χωρίς αμφιβολία, συνιστά ο ηγετικός πυρήνας του νεοναζιστικού μορφώματος, μπορεί, εν τέλει να οδηγήσει στην περαιτέρω «μυθοποίηση» τους.
Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο υπερβολική ήταν η αγνόηση του φαινομένου από τα μέσα ενημέρωσης και η ασυλία που παρείχε στους νταήδες χρυσαυγίτες η επίσημη Πολιτεία την τελευταία, τουλάχιστον, τριετία, όταν με την υποψηφιότητα Μιχαλολιάκου για το Δήμο της Αθήνας, το 2010, έκαναν αισθητή την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο, εξίσου υπερβολικά είναι τα μονοθεματικά δελτία ειδήσεων του τελευταίου εικοσαημέρου που αγνοούν επιδεικτικά άλλες σημαντικές εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις που επηρεάζουν την καθημερινότητά μας.
«Δεν υπάρχει άλλο θέμα για να ασχοληθείτε εσείς οι δημοσιογράφοι; Φτάνει πια!», με εγκάλεσαν τις τελευταίες ημέρες αρκετοί καλοπροαίρετοι συμπολίτες μας. Δεν έλειψαν, ωστόσο, και οι -μάλλον περισσότεροι- κακοπροαίρετοι που έσπευδαν να συμπληρώσουν: «Επίτηδες το κάνετε, γιατί θέλετε να καλύψετε την κυβέρνηση και αυτά που περνάει στη Βουλή» (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπολειτουργούσε τις τελευταίες ημέρες).
Είναι και αυτά, προφανώς, σημεία των καιρών μας, των καιρών της καθολικής καχυποψίας των πάντων για τους πάντες, των καιρών του ακραίου ανορθολογισμού και της άκρατης συνωμοσιολογίας που βιώνουμε, των καιρών, αν θέλετε, που έδωσαν υπόσταση στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και επέτρεψαν σε μια δράκα περιθωριακών, οι οποίοι για δύο και πλέον δεκαετίες κινούνταν στο χώρο του υποκόσμου, να φορέσουν τον μανδύα του πολιτικού κόμματος και να μπουν στο ελληνικό Κοινοβούλιο για να το ευτελίσουν εκ των ένδον.
Υπό αυτή την έννοια, η άνδρωση της Χρυσή Αυγής, όπως και η αξιοσημείωτη δημοσκοπική αντοχή της, παρά τις τελευταίες καταιγιστικές αποκαλύψεις, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ακόμη νεοελληνική παραδοξότητα, που δεν μπορεί να εξηγηθεί με κλασσικά ερμηνευτικά σχήματα και εύκολες θεωρήσεις για τις επιπτώσεις από τη λαθρομετανάστευση, το μνημόνιο, την ανεργία ή την απαξίωση του πολιτικού συστήματος εξαιτίας των σκανδάλων διαφθοράς.
Είναι, άραγε, τυχαίο ότι δεν αναζήτησαν λύσεις για το μέλλον τους στους ναζιστές και στον δικό τους υπόκοσμο ούτε η Ιταλία που βίωσε ηχηρά κρούσματα πολιτικής διαφθοράς και δοκιμάζεται από την λαθρομετανάστευση, ούτε η Ισπανία που έχει για μεγαλύτερο διάστημα ποσοστά ανεργίας ανάλογα με τα δικά μας, ούτε η Πορτογαλία στην οποία επίσης φορέθηκε ένας εξίσου ασφυκτικός μνημονιακός κορσές;      
Έχω την αίσθηση ότι εκείνο που μας διαφοροποιεί από τις άλλες χειμαζόμενες οικονομικά χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου είναι «Η λογική της παράνοιας», όπως προσφυώς έχει χαρακτηρίσει στο ομότιτλο βιβλίο του ο διανοητής Στέλιος Ράμφος, τη σχεδόν γενικευμένη άρνηση της ελληνικής κοινωνίας να αναλάβει τις ευθύνες της για όλα όσα μας συμβαίνουν.
Δεν βρίσκω, ειλικρινά, άλλον τρόπο να εξηγήσω ούτε την απόλυτη υπερβολή μέσα στην οποία ζούμε και συνοψίζεται ίσως καλύτερα από το γεγονός ότι σε μια χώρα που αδυνατεί να σχεδιάσει στοιχειωδώς την κοινωνική της οργάνωση, όπως καταδεικνύουν εναργώς τα εκτεταμένα φαινόμενα ανομίας, που συναντά κανείς στην καθημερινότητά του, ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της φαντασιώνεται και «ανακαλύπτει» παντού σκοτεινούς σχεδιασμούς που κάνουν πάντα κάποιοι «άλλοι», οι οποίοι εναλλάσσονται κατά περίπτωση: η «μνημονιακή» κυβέρνηση, οι… συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, η «δαιμονική» τρόικα, οι «απαίσιοι» Γερμανοί, οι «ρουφιάνοι» δημοσιογράφοι, οι Αμερικανοί, οι Εβραίοι, οι Ελοχίμ και ό,τι άλλο βάλει ο νους του καθενός.

Φοβούμαι, εν ολίγοις, ότι στη χώρα που γέννησε το μέτρο και την αρμονία, οι έννοιες αυτές αποτελούν εδώ και καιρό αγαθά σε πλήρη ανεπάρκεια.  Και όσο αυτό θα εξακολουθήσει να συμβαίνει, θα βολοδέρνουμε, ως κοινωνία, κινούμενοι από την απόλυτη ανοχή απέναντι στην Χρυσή Αυγή ως την ακραία ενασχόληση μαζί της, παίζοντας, δυστυχώς, και στις δύο περιπτώσεις στο δικό της γήπεδο και με τους δικούς της κανόνες.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 10.10.2013)