Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

Μικρό καλάθι στην… αλά γκρέκα «ερευνητική δημοσιογραφία»


Το βράδυ μιας Παρασκευής στο τέλος Οκτωβρίου του 2018 το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο στεγάζεται το «Πρώτο Θέμα» στην περιοχή του Αμαρουσίου «ζώστηκε» ασφυκτικά από αστυνομικό κλοιό, ο οποίος μάλιστα κράτησε για κάποιες μέρες.

Τέτοια μέτρα… προστασίας δεν είχαμε βιώσει στην περιοχή μας ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ή στο μέλλον. Ούτε καν στις δύο φορές που η πρόσοψη των γραφείων της σύνταξης, αλλά και τα αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα μπροστά στο κτίριο, είχαν γίνει γυαλιά καρφιά από τους («γνωστούς – άγνωστους») κουκουλοφόρους οι οποίοι, επιτιθέμενοι με βαριοπούλες στις τζαμαρίες, αγνόησαν παντελώς το ενδεχόμενο οι βανδαλισμοί τους να είχαν συνέπειες για την ακεραιότητα των εργαζομένων που μπαινόβγαιναν καθώς ήταν ώρες δουλειάς.

Γι΄ αυτό και η μεγάλη αστυνομική κινητοποίηση που είχαμε εκείνη την Παρασκευή του Οκτωβρίου μάς δημιούργησε πολλές και μεγάλες απορίες. Τί μπορούσε να οδηγήσει τόσα περιπολικά στα μέρη μας; Οι αστυνομικοί που τα επάνδρωναν ήταν φειδωλοί στις απαντήσεις, ίσως διότι και οι περισσότεροι εξ αυτών μάλλον δεν ήξεραν γιατί βρίσκονταν εκεί. Επικρατούσε μια υπέρμετρη μυστικοπάθεια που πήρε λίγο καιρό για να μετατραπεί σε… ιλαροτραγωδία.

Στην πραγματικότητα χρειάστηκε να περάσουν μια δυό μέρες για να μάθουμε τον λόγο για τον οποίο είχε γίνει αυτή η μεγάλη αυτή αστυνομική κινητοποίηση. Από φίλα προσκείμενα προς την τότε κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης πληροφορηθήκαμε ότι δεν ήμασταν εμείς που μας έγινε η τιμή να έχουμε τέτοια περιφρούρηση από την ΕΛ.ΑΣ. Με πομπώδεις τίτλους τα μέσα αυτά πανηγύριζαν ότι στο υπόγειο του παρακείμενου κτιρίου, όπου έδρευε το ΚΕΕΛΠΝΟ, ο σημερινός ΕΟΔΥ δηλαδή, είχε αποκαλυφθεί ένας τεράστιος… θησαυρός.

Τα σκανδαλοθηρικά σαΐνια που είχε εξαπολύσει ο τότε αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης, ο οποίος είχε καταληφθεί από ψύχωση αποκάλυψης σκανδάλων, είχαν ανακαλύψει μια «μυστική κρύπτη» στην οποία υποτίθεται ότι ήταν κρυμμένα στοιχεία πίσω από μια… γυψοσανίδα που είχε μάλλον πρόχειρα τοποθετηθεί στο παρκινγκ του κτιρίου. 

Το θέμα ήταν πρωτοσέλιδο την επόμενη Κυριακή σε φιλοκυβερνητική εφημερίδα που εμφανίζεται ως… υπόδειγμα ερευνητικής δημοσιογραφίας επειδή φέρνει στο φως σκάνδαλα με πρωταγωνιστές αποκλειστικά και μόνο πολιτικούς της αντίπαλης παράταξης από εκείνη την οποία με φανατισμό υποστηρίζει.

Η πολυήμερη, λοιπόν, φύλαξη ολόκληρου του τετραγώνου έγινε μόνον και μόνον για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι είχαν βρεθεί τα πολυπόθητα στοιχεία που θα «έδεναν» τους ισχυρισμούς του Πολάκη και του συνοδοιπόρου του σε εκείνο το κρεσέντο σκανδαλολογίας Πάνου Καμμένου. Για το ΚΕΕΛΠΝΟ, άλλωστε, είχε προηγηθεί η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία οδηγούνταν σε φιάσκο, κάτι που επιβεβαιώθηκε λίγους μήνες αργότερα. 

Η ιλαροτραγωδία με την… κρύπτη πίσω από τη γυψοσανίδα δεν ήταν παρά το αποκορύφωμα μιας παρωδίας που παίχθηκε σε πολλά επεισόδια. Όποιος αμφιβάλει δεν έχει παρά να κάνει μια πρόχειρη έρευνα στο Διαδίκτυο με τις λέξεις «κρύπτη ΚΕΕΛΠΝΟ» για να γίνει κοινωνός της… απολαυστικής «ειδησεογραφίας» της εποχής.

Ακόμη ένα, εξάλλου, ίσως και δυνατότερο, επεισόδιο της ίδιας παρωδίας διαδραματίστηκε με τη διαβόητη «υπόθεση Novartis» -«το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως ελληνικού κράτους», σύμφωνα με τους εμπνευστές του- που στήθηκε μέσα από θηριώδη πρωτοσέλιδα για τις… τροχήλατες βαλίτσες με λεφτά που πήγαιναν στο Μέγαρο Μαξίμου από τη… μπροστινή πόρτα. 

Και σε αυτή την περίπτωση όποιος ανατρέξει στα δημοσιεύματα και στις εκπομπές εκείνης της εποχής θα βρει χιλιάδες αναρτήσεις για επερχόμενες νέες αποκαλύψεις και επικείμενες συλλήψεις υποτιθέμενων πρωταγωνιστών του σκανδάλου που δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Παρότι έγιναν έφοδοι εισαγγελέων και αστυνομικών σε σπίτια και γραφεία, ανοίχθηκαν τραπεζικές θυρίδες και ελέγχθηκαν λογαριασμοί, ο θησαυρός αποδείχθηκε άνθρακας.

Σε όλο τον πλανήτη και κατά βάση στις ανοικτές δημοκρατικές κοινωνίες, η ερευνητική δημοσιογραφία αποτελεί συστατικό στοιχείο που συμβάλει αποφασιστικά στην ποιότητα λειτουργίας των θεσμών τους. Ως εκ τούτου, προσωπικά σέβομαι και υπολήπτομαι τους λειτουργούς της ερευνητικής δημοσιογραφίας που φέρνουν στο φως όλα εκείνα που κάθε είδους εξουσίες προσπαθούν να κρατήσουν στο σκοτάδι. Τα υψιπετή ιδανικά αυτού του είδους ήταν, άλλωστε, εκείνα που οδήγησαν τους περισσότερους από τη δική μου γενιά να ακολουθήσουν επαγγελματική διαδρομή στην ενημέρωση σε μια εποχή που δεν είχε ούτε πολλά χρήματα ούτε μεγάλη δόξα.

Όπως προκύπτει, ωστόσο, από τα προαναφερθέντα περιστατικά, η εγχώρια ερευνητική δημοσιογραφία έχει προ πολλού ξεστρατίσει και εξ αυτού έχει μικρή συσχέτιση με τα διεθνώς κρατούντα. Η διαφορά δεν έγκειται στο ότι στη χώρα μας δεν υπάρχουν σκάνδαλα που περιμένουν τους ερευνητές να τα αποκαλύψουν. Το αντίθετο. Εδώ, κατά έναν περίεργο τρόπο, οι δημοσιογράφοι ερευνητές λειτουργούν περισσότερο ως… διάδικοι, οι οποίοι μάλιστα σε κάποιες στιγμές μετατρέπονται σε… τιμωρούς που δικάζουν και καταδικάζουν εξ ονόματος και για λογαριασμό της Δικαιοσύνης.

Πάρτε για παράδειγμα την υπόθεση των παρακολουθήσεων, που -δεν θέλω να το κρύψω- είναι η αφορμή για τούτες τις επισημάνσεις. Οπουδήποτε αλλού στον κόσμο οι δημοσιογράφοι που γίνονται αποδέκτες στοιχείων τα οποία συνθέτουν ένα σκάνδαλο, αρκούνται στο καθήκον τους που είναι η δημοσίευση, με μόνη προϋπόθεση να στηρίζεται σε τεκμήρια. Ούτε συναλλάσσονται με τις αρχές, ούτε διαπραγματεύονται με τη Δικαιοσύνη. Παρουσιάζουν τα στοιχεία που διαθέτουν και καλούν τις αρχές να κάνουν το καθήκον τους. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο.

Στην… αλά γκρέκα -υποτιθέμενη- ερευνητική δημοσιογραφία, όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Τα μέσα ενημέρωσης γίνονται συμμέτοχοι σε ένα αλισβερίσι στο οποίο περιπλέκονται η εκτελεστική, η οικονομική αλλά και η δικαστική εξουσία. Γι΄ αυτό και τις περισσότερες δεν βγαίνει καμία απολύτως άκρη. 

Δεν είναι τυχαίο ότι στην όποια διασπάθιση χρήματος έγινε στο πρώην ΚΕΕΛΠΝΟ ουδείς τιμωρήθηκε. Όπως δεν ελέγχθηκε κανείς για τον δυσανάλογο θόρυβο που προκάλεσε. Το ίδιο και με τη Novartis. Ούτε υπήρξε κατάληξη ούτε προβλέπεται να υπάρξει για το που ήταν η αλήθεια και που η κατασκευή στοιχείων και ενόχων.

Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πιθανότερο φαντάζει πως το ίδιο θα συμβεί και με τις παρακολουθήσεις, είτε πρόκειται για σκάνδαλο είτε όχι. 

Από τη στιγμή που η λεγόμενη «ερευνητική δημοσιογραφία» δεν διαθέτει εχέγγυα κομματικής -και άλλης- αμεροληψίας, ας κρατάμε καλύτερα μικρό καλάθι!

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Να καταργηθούν οι αρχισυντάκτες!

 «Είσαστε συμπαθής ως φυσιογνωμία, έχετε και μουστάκι, αλλά εγώ θα σας ζητήσω να παραιτηθείτε. Γιατί λόγω της θέσεως σας δεν διαφυλάξατε την αντικειμενική ενημέρωση των πολιτών της χώρας».

Με αυτά ακριβώς τα λόγια -μάρτυς μου η γνωστή πλατφόρμα «YouTube», στην οποία μπορεί να αναζητήσει ο καθένας το σχετικό βίντεο- απευθύνθηκε προς τον Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) Αθανάσιο Κουτρουμάνο ο βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ Παύλος Πολάκης στην τελευταία συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας που είχε στην ημερήσια διάταξή της τα πεπραγμένα της ανεξάρτητης αρχής η οποία είναι αρμόδια για τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου.

Μετά την περιώνυμη «λίστα Πέτσα», η αξιωματική αντιπολίτευση βρήκε, όπως φαίνεται, έναν ακόμη λόγο για να δικαιολογήσει την επικοινωνιακή κακοδαιμονία που την κατατρέχει. Είναι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης που, κατά τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επεμβαίνει στα μέσα ενημέρωσης για να τα υποχρεώσει να μεταδίδουν τις ειδήσεις με τρόπο που να τυγχάνει της αρεσκείας της Κουμουνδούρου.

Το πώς ακριβώς μπορεί να το επιτύχει αυτό ο κ. Κουτρουμάνος, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, τοποθετήθηκε στη θέση που κατέχει επί της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και ως πρόσωπο κοινής αποδοχής, δεν μας το διευκρινίζουν. Δεν μας λένε, δηλαδή, αν ο πρόεδρος του ΕΣΡ θα πρέπει να απειλεί, ως άλλος Πολάκης, τους δημοσιογράφους ότι θα τους… θάψει τρία μέτρα κάτω από τη γη ή αν θα πρέπει να καταργήσει τους αρχισυντάκτες των ειδήσεων και να αναθέσει στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ την αρμοδιότητα να καθορίζουν τη σειρά, τη διάρκεια και το περιεχόμενο των θεμάτων που θα μεταδίδονται στα δελτία.

Χωρίς, για να είμαστε ειλικρινείς, να είναι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ οι πρώτοι και οι μόνοι διδάξαντες την επίκληση του ΕΣΡ κάθε φορά που πολιτικές δυνάμεις δεν ικανοποιούνται με τον τρόπο μετάδοσης των ειδήσεων, πρέπει να επισημάνουμε ότι το κόμμα που βρίσκεται αυτή την περίοδο στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διακατέχεται εδώ και χρόνια από μια ακόρεστη διάθεση ελέγχου και ποδηγέτησης της ενημέρωσης: ηλεκτρονικής και έντυπης.

Τις ίδιες, λίγο ως πολύ, καταγγελίες για «μεροληψία» εις βάρος τους που εξαπολύουν τώρα κατά των μέσων ενημέρωσης εκτόξευαν και όταν ήταν ξανά στην αντιπολίτευση και κυρίως την περίοδο 2012-2014 όταν έβαζε στο στόχαστρο ή και σε καραντίνα κανάλια και δημοσιογράφους που τους ασκούσαν κριτική. Η υποτιθέμενη «μεροληψία», βεβαίως, ουδόλως τους εμπόδισε να κερδίσουν τις εκλογές όταν το επέτρεψαν οι πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες στη χώρα. Αλλά αυτό δεν… μετράει, διότι οι ίδιοι πιστεύουν ότι νίκησαν χάρις στο ανυπέρβλητο πολιτικό τους… διαμέτρημα που απεδείκνυαν με τις σκευωρίες περί δήθεν εξαγοράς στελεχών των ΑΝΕΛ που έστηναν σε τηλεοπτικά πρωινάδικα.

Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν βρέθηκαν στη διακυβέρνηση της χώρας. Δεν ήταν μόνον ο διαγωνισμός – «παρωδία» με τον οποίο επεχείρησαν να δώσουν τηλεοπτικές άδειες μόνον σε αρεστούς. Ούτε ο ασφυκτικός θάνατος που προσπάθησαν να επιβάλουν στα έντυπα που τους ασκούσαν κριτική. Ήταν, πολύ περισσότερο, η απροκάλυπτη διακήρυξη (στις 10 Σεπτεμβρίου 2016) από την τότε κυβερνητική εκπρόσωπο Όλγα Γεροβασίλη ότι είναι «δικαίωμα και υποχρέωση της κυβέρνησης στη Δημοκρατία» να επισημαίνει στα κανάλια πώς θα ενημερώνουν τους πολίτες «ειδικά όταν θεωρεί ότι η πρακτική αυτή υποκρύπτει σκοπιμότητα».

Αυτή και μόνον η δήλωση θα έπρεπε να τους κάνει σήμερα να σιωπούν αντί να φωνασκούν. Αλλά ποιος έχασε τη ντροπή να τη βρουν οι πολιτικοί που έστησαν ολόκληρη Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης, χωρίς να βγάλουν απολύτως τίποτε; Αλλά πώς να έβγαζαν ο,τιδήποτε όταν τα πιο επισφαλή χρέη και τα μεγαλύτερα θαλασσοδάνεια τα είχαν οι υποστηρικτές τους που έπρεπε να μείνουν –και έμειναν- στο απυρόβλητο;

Με το ίδιο θράσος που άνοιξαν και έκλεισαν εκείνη την Επιτροπή συνεχίζουν τώρα το ίδιο τροπάρι για τα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ που «δεν μας παίζουν». Μόλις χθες από το βήμα της Βουλής ο Αλέξης Τσίπρας ισχυριζόταν για πολλοστή φορά ότι «προφανώς ξέρω ότι αυτά που λέω δεν θα παίξουν…». Αμέσως μετά, ωστόσο, ο ίδιος πρόσθετε… παραδόξως κάτι λογικό: «Δεν είμαστε στην εποχή της ΥΕΝΕΔ. Ευτυχώς υπάρχουν και τα social media».

Οπότε; Αν όντως έχουν ενδιαφέρον αυτά που λέει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οι… φαεινές του προτάσεις, σαν αυτή για τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της Επιτροπής των Λοιμοξιολόγων, κανείς δεν μπορεί να θέσει εμπόδιο για να μαθευτούν από την κοινή γνώμη. Άλλωστε, το κόμμα του κ. Τσίπρα είναι από τα λίγα που έχει –εκτός από τα φιλικά και- ιδιόκτητα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, παρόλο που υπερπροβάλουν τις θέσεις του –ή μήπως γι΄ αυτό;- δεν προτιμώνται παρά από ένα πολλοστημόριο όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ.

Με μια αρκούντως αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία τους τα περισσότερα αμερικανικά κανάλια διέκοψαν την επομένη των προεδρικών εκλογών τη μετάδοση ομιλίας του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επειδή θεώρησαν αβάσιμα τα όσα εκείνος έλεγε περί καλπονοθείας. Δεν ξέρω εάν φταίει που δεν έχει… μουστάκι ο Ατζίτ Πάι, ο επικεφαλής της Federal Communications Commission (FCC), που είναι το κρατικό όργανο ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στις ΗΠΑ, αλλά κανείς δεν του ζήτησε να παραιτηθεί.

Πολύ περισσότερο δεν του ζητήθηκε να καταργήσει τους αρχισυντάκτες των ειδησεογραφικών καναλιών και να δώσει τις θέσεις τους στο επικοινωνιακό επιτελείο του… θιγόμενου Ντόναλντ Τραμπ για να φτιάχνει τη σκαλέτα των δελτίων ειδήσεων.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Υπουργοί σε καραντίνα με άλλοθι τον κορωνοϊό

Την ερχόμενη εβδομάδα συμπληρώνονται 15 μήνες από τις τελευταίες εκλογές στις οποίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε ισχυρή λαϊκή εντολή και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση της απολύτου αρεσκείας του, αφού η άνετη επικράτησή του στην κάλπη τού επέτρεψε να μην είναι δέσμιος πολλών εσωκομματικών ισορροπιών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν με αρκετούς προκατόχους του.

Στη διάρκεια αυτού του δεκαπεντάμηνου, με προεξάρχον το μείζον ζήτημα της υγειονομικής κρίσης που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να χειριστεί και να αντιμετωπίσει τόσα πολλά μεγάλα προβλήματα που σπανίως άλλες κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ακόμη και σε ολόκληρη τη θητεία τους.

Η οξύτατη οικονομική ύφεση που αφήνει πίσω της η ασταμάτητη διασπορά του ιού, η αγωνία για να σταθεί όρθιο το Εθνικό Σύστημα Υγείας, η κλιμάκωση των προκλήσεων του Ερντογάν με όλα τα μέσα, καθώς και η έντονη πίεση που ασκούν οι συνεχιζόμενες μεταναστευτικές ροές, συνιστούν, χωρίς αμφιβολία, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ ταυτόχρονων κρίσεων που δοκιμάζουν τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και συνακόλουθα τις ικανότητες της κυβέρνησης.

Σε καμία, όμως, περίπτωση, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν μπορεί να θεωρείται δικαιολογία για την απραξία που παρατηρείται σε ορισμένους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Κάποιοι υπουργοί δείχνουν να έχουν μπει σε (αυτο)καραντίνα, επικαλούμενοι τον κορωνοϊό. Αγνοούν ή και αδιαφορούν για την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις εκλέγονται παγκοσμίως για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και όχι απλώς και μόνον για να απολαμβάνουν τα στελέχη τους το νέκταρ της εξουσίας.

Στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο πρωθυπουργός μίλησε για τις αστοχίες του σχήματος του οποίου ηγείται. Και έβγαλε, όπως λέμε στην ποδοσφαιρική γλώσσα, «κίτρινη κάρτα» στους συνεργάτες του λέγοντάς τους ότι «δεν είναι πολιτικά  και ηθικά αποδεκτό, οποιοσδήποτε υπουργός να μετακυλύει ευθύνες σε άλλους υπουργούς ή να αποφεύγει να στηρίζει επιλογές της κυβέρνησης ή να αναγνωρίζει αστοχίες επικαλούμενος αναρμοδιότητα».

Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα για τους συνεργάτες του, επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται ότι κάποιοι εξ αυτών έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο τους. Η αναβολή του ανασχηματισμού που ήταν προγραμματισμένος για το περασμένο καλοκαίρι, ενδεχομένως να δημιούργησε σε ορισμένους την εντύπωση ότι είναι αναντικατάστατοι. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι συμπεριφορές των κυβερνητικών στελεχών που φημολογούνταν ότι επρόκειτο να αντικατασταθούν.

Μέχρι να γίνουν οι λίγες διορθωτικές αλλαγές του Αυγούστου έβλεπε κανείς στη συμπεριφορά της πλειονότητας των κυβερνητικών στελεχών μια προσπάθεια να δείξουν ότι παράγουν έργο, αλλά και να εμφανιστούν με κάποια ταπεινότητα. Υπήρχε, άλλωστε, ακόμη τότε ο φόβος της αξιολόγησης και του «ποινολογίου» που υποτίθεται ότι τηρούνται στο Μέγαρο Μαξίμου, καταγράφοντας τη δραστηριότητα όλων.

Η εικόνα αυτή μεταβλήθηκε μετά τον μίνι ανασχηματισμό. Μάλλον επειδή οι περισσότεροι εξέλαβαν την παραμονή τους στο κυβερνητικό σχήμα ως σημάδι επιβράβευσης της έως τότε θητείας τους στην κυβέρνηση. Έτσι, η ταπεινότητα έδωσε τη θέση της στην αλαζονεία και για ουκ ολίγους… μέτρο της επιτυχίας τους έγινε ο αριθμός των προσκλήσεων που λαμβάνουν για να συμμετάσχουν στα πάνελ των πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών.

Το πολυδιαφημισμένο, εξάλλου, σύστημα της αξιολόγησης των υπουργών αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, αφού βασίζεται σε ποσοτικά και όχι σε ποιοτικά στοιχεία. Ποτέ και πουθενά η αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης δεν μετρήθηκε με αριθμούς αποφάσεων, διαταγμάτων και νόμων. Έχει σίγουρα σημασία ποιος τηρεί και ποιος όχι τα χρονοδιαγράμματα στα οποία στηρίζονται τα συστήματα αξιολόγησης, αλλά δεν είναι αυτός ο καθοριστικός δείκτης που διαχωρίζει τον ικανό από τον ανίκανο πολιτικό.

Όπως και να έχει, εκείνο που έχει αρχίσει να γίνεται σαφές στην κοινωνία είναι ότι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τελειώσει προ πολλού ο παρατεταμένος «μήνας του μέλιτος» που έζησε, λόγω και της εσωστρέφειας στην οποία βυθίστηκε η κυρίαρχη αντίπαλη παράταξη. Είναι μια κυβέρνηση που έχει πλέον –καλό και κακό- παρελθόν. Μια κυβέρνηση 15 μηνών που δεν κρίνεται πια από τις προθέσεις της. Κρίνεται για τα όσα έκανε και για τα όσα δεν έκανε αυτό το διάστημα.

Ο κορωνοϊός δεν μπορεί να είναι άλλοθι για πολύ καιρό ακόμη. Ενώ και η αξιωματική αντιπολίτευση θα βγει κάποια στιγμή από τον πολιτικό λήθαργο στον οποίο βρίσκεται. Και θα ασκήσει τον ρόλο που τώρα έχουν αναλάβει οι… φαντασιακοί «μαυροσκούφηδες» του Παύλου Πολάκη.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Οι δημοσκοπήσεις και τα πέντε στάδια του πένθους

 Παρότι η κυβέρνηση έδειξε διάθεση να… κοιμηθεί στις δάφνες που αποκόμισε από την έγκαιρη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού στις αρχές της περασμένης άνοιξης, οι πολίτες φαίνεται να της δίνουν ακόμη μεγάλη ανοχή.

Σε δύο νέες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις μέρες, επιβεβαιώνεται ότι οι επιδόσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης παραμένουν συγκριτικά πολύ καλύτερες από τις αντίστοιχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κόμματός του.

Ο ήπιος πολιτικός λόγος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε όλες τις τελευταίες παρεμβάσεις του φαίνεται να του αποφέρει κέρδη, τα οποία υπερκαλύπτουν τις ζημιές από το γεγονός ότι στους έξι και πλέον μήνες που παρήλθαν από την εμφάνιση του πρώτου κύματος της πανδημίας δεν έγιναν όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει για να προετοιμαστούν η χώρα και η κοινωνία για το δεύτερο κύμα που τώρα ενσκήπτει εντονότερο.

Στον αντίποδα, ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνον δεν αποκομίζει οφέλη από τον οξύτατο λόγο στον οποίο καταφεύγει για να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση –με αποκορύφωμα την επιμονή του να επιβάλει στο κόμμα του τον όρο «πολιτικός απατεώνας» που προσδίδει στον νυν πρωθυπουργό-, αλλά μάλλον καταγράφει απώλειες με τη στρατηγική της μετωπικής αντιπαράθεσης που έχει χαράξει, αμφισβητώντας προθέσεις και επιτεύγματα των αντιπάλων του που οι πολίτες τους τα πιστώνουν.

Τόσο στην προ δεκαπενθημέρου δίδυμη παρέμβαση του από την Θεσσαλονίκη όσο και στο τελευταίο μήνυμα του προς τους πολίτες ο πρωθυπουργός επέλεξε να παρουσιάσει τις θέσεις και τις απόψεις τους, αποφεύγοντας επιμελώς να ανταποδώσει τα πυρά που εξακοντίζουν εναντίον του οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε δεν έκανε σχεδόν καμία προσωπική αναφορά στον προκάτοχό του. Καλώς ή καλώς επέλεξε σε όλα τα θέματα –πανδημία, οικονομία, ελληνοτουρκικά, κ.ά.- να περιγράψει το δικό του αφήγημα.

Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που δέχθηκε στο τετράωρο που διήρκησε η δική του συνέντευξη απάντησε με ονομαστικές αναφορές στον διάδοχό του και με σταθερά επικριτική διάθεση. Δεν περιορίστηκε να ασκήσει κριτική εκεί που όντως η κυβέρνηση δεν τα έχει πάει καλά, αλλά της επιτέθηκε ακόμη και εκεί που ήταν σαφές ότι τα περιθώρια κριτικής μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί ήταν πολύ στενά. Μοιραία, λοιπόν, δεν κατάφερε να αποφύγει τις αντιφάσεις από τις οποίες χαρακτηρίζεται τον τελευταίο χρόνο η πολιτική του, γεγονός που αντανακλάται και στις διαρκείς εσωκομματικές αναταραχές.

Ο ισχυρισμός, για παράδειγμα, ότι η επιτυχία της Ελλάδας στην πρώτη φάση της πανδημίας οφείλεται αποκλειστικά στην υπευθυνότητα των πολιτών, αλλά όχι στην ενεργοποίηση της κυβέρνησης, είναι τουλάχιστον αντιφατικός όταν συνοδεύεται με έντονη κριτική προς την κυβέρνηση που επικαλείται την ατομική ευθύνη για να αυτοπροστατευθούν οι πολίτες από την εξάπλωση της πανδημίας. Είναι, άλλωστε, ζήτημα κοινής λογικής να αναγνωρίσει κανείς ότι χωρίς την ατομική ευθύνη του καθενός μας, καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν μπορεί να φρενάρει τη διάδοση της πανδημίας.

Από την άλλη, μια παράταξη που διεκδικεί την εξουσία, από την οποία αποχώρησε μόλις πριν από δεκατέσσερις μήνες, δεν μπορεί να ενστερνίζεται πρωτοβουλίες για καταλήψεις σχολείων που βρίσκουν σύμφωνες μόνον κοινωνικές μειοψηφίες που αρέσκονται στην ακραία ρητορική.

Οι μετριοπαθείς πολίτες που εκλέγουν τις κυβερνήσεις και στην παρούσα φάση ανησυχούν σφόδρα για τις βαριές συνέπειες που έχει στις ζωές τους η πανδημία είναι βέβαιο ότι δεν συγκινούνται από τις καταλήψεις. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να έτειναν ευήκοον ους σε μια στοιχειοθετημένη κριτική για τα πραγματικά προβλήματα και τις αδυναμίες που διαπιστωμένα υπάρχουν στην εκπαίδευση, όπως και σε άλλους τομείς ης δημόσιας ζωής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η πλειονότητα των Ελλήνων επιβραβεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του επειδή προφανώς τους συγκρίνει με την πολιτική ομάδα που αποδοκιμάστηκε για τον διχαστικό τρόπο με τον οποίο διακυβέρνησε τη χώρα την προηγούμενη πενταετία και, πάρα ταύτα, επιμένει πεισματικά στο ίδιο ακριβώς μοτίβο της μισαλλόδοξης δαιμονοποίησης όποιου δεν συμφωνεί και δεν συντάσσεται μαζί τους.

Είναι προφανές ότι, με ψυχαναλυτικούς όρους, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στα πολύ πρώιμα στάδια του πένθους που αισθάνονται από την απώλεια της εξουσίας. Οι πιο πολλοί, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον Παύλο Πολάκη και τη Θεοδώρα Τζάκρη, κινούνται ακόμη ανάμεσα στην άρνηση και στον θυμό.

Κάποιοι λίγοι, όπως ίσως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν περάσει στο τρίτο στάδιο που είναι η διαπραγμάτευση. Όλοι τους, όμως, δείχνουν να θέλουν πολύ χρόνο για να φτάσουν στο τέταρτο στάδιο που είναι η κατάθλιψη. Πόσω μάλλον στο πέμπτο στάδιο που είναι η αποδοχή της πραγματικότητας.

Όσο γρηγορότερα, πάντως, το κάνουν τόσο το καλύτερο για τους ίδιους, το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και την ποιότητα της διακυβέρνησης στη χώρα.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

«Θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…»


Ένα από τα ερωτήματα που συχνά τίθεται στον δημόσιο διάλογο είναι το κατά πόσο αποτελεί θεμιτή δημοσιογραφική πρακτική να γίνονται αντικείμενο κριτικής οι θέσεις, οι απόψεις και εν γένει η στάση της αντιπολίτευσης, όπως και οι συμπεριφορές των στελεχών της.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα δημοσιογραφικά βέλη πρέπει να εξακοντίζονται αποκλειστικά και μόνον εναντίον της κυβέρνησης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο ρόλος και η αποστολή του Τύπου είναι να ασκεί κριτική στην εκάστοτε εξουσία.
Όσοι υιοθετούν τέτοιους ισχυρισμούς, ηθελημένα ή όχι, αγνοούν ότι στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται στις δημοκρατικές πολιτείες, η εξουσία δεν ασκείται μόνον από την κυβέρνηση. Μπορεί οι περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται, τυπικώς τουλάχιστον, από τις κυβερνήσεις, η διαμόρφωση, όμως, του πλαισίου μέσα στο οποίο αυτές κινούνται επηρεάζεται από πολύ περισσότερες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.
Για να το πούμε με ένα παράδειγμα από την πρόσφατη ιστορία: όσες καλές προθέσεις και αν είχε η κυβέρνηση Σημίτη όταν το 2001 εισηγήθηκε το σχέδιο Γιαννίτση για τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, από τη στιγμή που σύσσωμη η αντιπολίτευση στάθηκε στο πλευρό των συνδικαλιστών, το ναυάγιο ήταν σχεδόν αναπόφευκτο.
Οπωσδήποτε, η τότε κυβέρνηση βαρύνεται με την ευθύνη της οπισθοχώρησης την οποία έκανε μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους. Από την άλλη, όμως, και η τότε αντιπολίτευση επωμίζεται την ευθύνη της υιοθέτησης μαξιμαλιστικών θέσεων, όπως τα περίφημα «τρία δεν» του Κώστα Καραμανλή –«δεν θα αυξηθούν οι εισφορές, δεν θα μειωθούν οι συντάξεις, δεν θα αλλάξουν τα όρια ηλικίας»- τα οποία οδήγησαν τη χώρα χειροπόδαρα δεμένη στη κρίση του 2009.
Το ίδιο έργο, αλλά με ακόμη πιο σκληρές σκηνές, είδαμε να επαναλαμβάνεται και στα χρόνια του Μνημονίου που σχεδόν μοιραία ακολούθησαν. Μέχρι να έρθει η σειρά τους να υπογράψουν τα δικά τους –σκληρότερα το ένα από το άλλο- Μνημόνια, η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα είχαν πείσει την πλειονότητα των Ελλήνων ότι από ένα στιγμιαίο… ατύχημα είχαν μπει στη μέγγενη των θυσιών.
Με την απόσταση των χρόνων που μας χωρίζει πλέον από εκείνη την περίοδο της πολιτικής υστερίας, αντιλαμβάνεται, νομίζω, κάθε εχέφρων άνθρωπος ότι το τίμημα της κρίσης που πληρώσαμε θα ήταν ηπιότερο εφόσον, αντί για τρία Μνημόνια –ένα για κάθε βιαστικό που ήθελε να γίνει πρωθυπουργός-, οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής είχαν συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και είχαν υπογράψει όλοι μαζί ένα Μνημόνιο. Όπως, άλλωστε, συνέβη σε άλλες χώρες που αντιμετώπισαν αντίστοιχα προβλήματα και βγήκαν από την κρίση νωρίτερα και με μικρότερες απώλειες.
Επανερχόμενος στο τώρα, θέλω να εξομολογηθώ ότι κάθε φορά που ψέγω την αξιωματική αντιπολίτευση για πράξεις ή παραλείψεις της ηγεσίας ή στελεχών της, εύχομαι να είναι η τελευταία αφορμή που μου δίνεται, ευελπιστώντας ότι την επόμενη φορά θα ικανοποιήσω την απαίτηση όσων –και φίλων μου!- πιστεύουν ότι ο βασικός στόχος της κριτικής πρέπει να είναι η κυβερνητική εξουσία.
Υπό αυτό το πρίσμα, σχεδίαζα τούτη τη φορά να προσπεράσω τη μίζερη κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για τον υποτιθέμενο «Μεγάλο Αδελφό» στις σχολικές αίθουσες, την μικροπρεπή γκρίνια για τις μάσκες, τις βλακώδεις συγκρίσεις με τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην Αλβανία, τις ανοίκειες επιθέσεις των κατευθυνόμενων τρολ κατά του Σωτήρη Τσιόδρα, τις αντικρουόμενες παραινέσεις προς την κυβέρνηση για χρήση ή μη του περιώνυμου δημοσιονομικού «μαξιλαριού» ή τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τον συνωστισμό που δεν ενοχλεί όταν γίνεται στις πλατείες που πέφτουν μολότοφ και σπάνε βιτρίνες αλλά είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο ως προοπτική στα σχολεία ή στις εκκλησίες.
Αντ’ αυτών σκόπευα να ασχοληθώ με τη διαφαινόμενη δυστοκία της κυβέρνησης να εμφανίσει εγκαίρως ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για την αναχαίτηση της ύφεσης με ενοποίηση των διάσπαρτων ανακοινώσεων για μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων που δείχνουν να λαμβάνονται αποσπασματικά και υπό την πίεση των γεγονότων. Και –γιατί όχι;- συχνά και υπό την πίεση της αντιπολίτευσης.
Αλλά, όπως λέει και η γνωστή λαϊκή παροιμία, «θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…». Διαβάζοντας την ανακοίνωση της Κουμουνδούρου μετά την αναγγελία για ανανέωση της θητείας του Γιάννη Στουρνάρα, θεώρησα ότι δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη το μισαλλόδοξο περιεχόμενο του κειμένου που υπογράφεται από την ηγεσία ενός κόμματος το οποίο υποτίθεται ότι ετοιμάζεται να πάρει πρωτοβουλία για τη συγκρότηση… «προοδευτικού μετώπου».
Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, αντί να δείξει ελάχιστη μεταμέλεια και να ζητήσει συγνώμη για τις άθλιες παρακρατικές μεθοδεύσεις κατά του κεντρικού τραπεζίτη και της οικογενείας του που ακολουθήθηκαν στα χρόνια της ΣΥΡΙΖΑϊκής διακυβέρνησης, έχει το θράσος να απειλεί πως όταν και αν επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία θα συνεχίσει τη βεντέτα με τον Γιάννη Στουρνάρα, αγνοώντας ότι την πρώτη φορά το μόνο που πέτυχε ήταν να διασύρει τη χώρα.
Αποτελεί μνημείο ιταμότητας το ύφος με το οποίο καταλήγει η… συγχαρητήρια δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ για τον διακεκριμένο οικονομολόγο που θα εκπροσωπεί τη χώρα μας τα επόμενα έξι χρόνια στον κορυφαίο θεσμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Αλλά έτσι όπως τα φέρνει η ζωή, θα ξανασυναντηθούμε αργά η γρήγορα, οπότε θα έχει και πάλι όλο τον χρόνο στη διάθεσή του να υπονομεύει την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση», είναι το έμπλεο… προοδευτικότητας μήνυμα της Κουμουνδούρου.
Πάτε στοίχημα ότι αν δεν την έγραψε ο Παύλος Πολάκης, ήταν το… προοδευτικό του πνεύμα που την υπαγόρευσε;