Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Οι σκιαμαχίες για το γάλα

            Η υπόθεση με το γάλα αναδεικνύει όλες τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και κυρίως την αδυναμία του να οργανώσει έναν στοιχειώδη διάλογο για μείζονα ζητήματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία, είτε από την πλευρά του παραγωγού είτε από τη σκοπιά του καταναλωτή.
            Ας πάρουμε ένα προς ένα προς ένα προς ένα τα δεδομένα που συνθέτουν το θέμα που κυριαρχεί στην τρέχουσα επικαιρότητα και η συζήτησή του γίνεται με όρους σκιαμαχιών για την κυβερνητική σταθερότητα ή τη διαμάχη εκπροσώπων της υπαίθρου και των αστικών κέντρων που αφήνουν στο περιθώριο την ουσία που είναι η έξοδος από την οικονομική κρίση.
Ποιος, κατ΄ αρχήν, αποφάσισε ότι η αγορά γάλακτος στην Ελλάδα είναι προβληματική και πρέπει να υποστεί αλλαγές; Η ελληνική κυβέρνηση, αποφεύγοντας τις ευθύνες της να καταρτίσει ένα στοιχειώδες σχέδιο εξόδου από την κρίση, ανέθεσε στον ΟΟΣΑ να συντάξει μια έκθεση και οι προτάσεις στις οποίες κατέληξαν οι τεχνοκράτες του διεθνούς οργανισμού υιοθετήθηκαν ως «θέσφατο» από την τρόικα.
            Ποιες είναι αυτές οι προτάσεις; Λίγοι τις γνωρίζουν. Και πάντως δεν τις γνωρίζουν αρκετοί από τους καθ΄ ύλην αρμοδίους. Δεν τις γνωρίζει, πρωτίστως, το υπουργικό συμβούλιο –αλήθεια υπάρχει αυτό το θεσμικό όργανο ή… καταργήθηκε με κάποια μνημονιακή τροπολογία και δεν το… πήραμε είδηση;-, όπως δεν τις γνωρίζει και η Βουλή που θα κληθεί –υποτίθεται- να αποφασίσει.  
            Οι αρμόδιοι για την αγροτική παραγωγή υπουργοί αποκλείστηκαν από τον διάλογο που έγινε με τους εκπροσώπους της τρόικας. Και ευλόγως προκύπτουν ερωτήματα αν κάποιος εξήγησε στους εκπροσώπους των δανειστών της χώρας ότι δεν μπορεί να ξεκληριστεί ένας ολόκληρος παραγωγικός κλάδος, όπως είναι η ελληνική κτηνοτροφία, σε μια εποχή που η Ελλάδα, ούσα ελλειμματική στα τρόφιμα, έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη να προστατεύσει τον πρωτογενή τομέα της παραγωγής της.
            Ο αντίλογος που διατυπώνεται ότι προέχουν τα συμφέροντα των καταναλωτών που είναι περισσότεροι από τους παραγωγούς, μπορεί να ακούγεται βάσιμος, δεν είναι, όμως, πειστικός. Και πρώτα –πρώτα διότι όποιος έχει αίσθηση των πραγμάτων, εύκολα αναγνωρίζει ότι το μεγαλύτερο έλλειμμα που έστειλε την Ελλάδα στα βράχια της χρεοκοπίας ήταν πρωτίστως εκείνο του ισοζυγίου των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας που αποτέλεσε τη βάση για τον υπερδανεισμό και όλα τα δεινά που αυτός επέφερε. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να έχει εντρυφήσει κανείς τον Ντέιβιντ Ρικάρντο για να αντιληφθεί ότι όταν μια χώρα εισάγει τα πάντα, δεν έχει καμία τύχη στον διεθνή καταμερισμό. 
            Επιπλέον, η ελληνική αγορά είναι από ετών ελεύθερη για τις εισαγωγές γάλακτος, αφού, καλώς ή κακώς, είμαστε ελλειμματική ως χώρα και σε αυτόν τον τομέα. Όπως και στο κρέας και σε τόσα άλλα αγαθά της πρωτογενούς παραγωγής, με εξαίρεση τα ψάρια και τα νωπά φρούτα. Τα εισαγόμενα προϊόντα, από τα σκόρδα Κίνας ως τα φασόλια Τουρκίας και από τα αμύγδαλα Μολδαβίας ως τα λεμόνια Αργεντινής, μπαίνουν χωρίς εμπόδια στην αγορά μας. Πολλές φορές, μάλιστα, από αβελτηρία των ελεγκτικών μηχανισμών, βαφτίζονται «ελληνικά» για να μπορούν να πωλούνται ακριβότερα και να προσελκύουν τους συνήθως ανυποψίαστους καταναλωτές.
            Στην ελληνική αγορά υπάρχουν διάφορα γάλατα και ο καταναλωτής έχει δυνατότητα επιλογής. Γι΄ αυτό και η ισοπέδωση που λέγεται ότι επιχειρείται –αφού την τελική ρύθμιση, όπως προείπαμε, λίγοι τη γνωρίζουν- δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Στοιχειώδης υποχρέωση μιας ευνομούμενης πολιτείας είναι να επιβάλει κανόνες για την  προστασία και των παραγωγών και των καταναλωτών.
            Η σήμανση, για παράδειγμα, για την προέλευση του γάλακτος είναι ένα μέτρο που δεν προστατεύει μόνον τον παραγωγό, αλλά και τον καταναλωτή. Όπως το ίδιο συμβαίνει και με την ευκρινή αναγραφή στις συσκευασίες του γάλακτος για την επεξεργασία που έχει υποστεί, αν, δηλαδή, είναι γάλα υψηλής ή χαμηλής παστερίωσης.
Το ελληνικό γάλα, όντως, είναι ακριβότερο από το εισαγόμενο, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός είναι σοβαρός λόγος για να καταστρέψουμε την εγχώρια παραγωγή, ακόμη και αν ορισμένοι αφελώς φανατικοί διατείνονται ότι αφορά μόνον «τριάμισι χιλιάδες ανθρώπους» (!). Πολύ περισσότερο που κάποιος μπορεί να επιλέξει το φθηνότερο γάλα μακράς διαρκείας που εισάγεται από το εξωτερικό. Είτε, όμως, επιλέξει ελληνικό ακριβό, είτε εισαγόμενο φθηνό, το μείζον είναι να ξέρει ο καταναλωτής τι αγοράζει.
Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να καταστρέψουμε την παραγωγή μας, μόνον και μόνον για να γίνει ευκολότερη η εισαγωγή μεγαλύτερων ποσοτήτων από το εξωτερικό, όπως φαίνεται να είναι η επιδίωξη όσων επιβάλουν τη λεγόμενη «απελευθέρωση» της αγοράς γάλακτος.     
            Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αντιδράσεις που εκδηλώνονται από ορισμένους βουλευτές –έστω και αν κάποιοι περιλαμβάνονται στους «συνήθεις υπόπτους» και θα εύρισκαν, ούτως ή άλλως, έναν λόγο για να διαμαρτύρονται- δεν μπορεί να χαρακτηρίζονται εκ προοιμίου αδικαιολόγητες. Όσο οι αποφάσεις επιβάλλονται «απ΄ έξω» και εκείνοι που καλούνται να τις επικυρώσουν δεν έχουν λόγο γι’  αυτές, δεν μπορεί να ελπίζει κανείς ότι οι λύσεις που δίνονται εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
Το χειρότερο, δε, όλων είναι ότι ακόμη και αν στο τέλος βρεθεί η βέλτιστη λύση, οι εντυπώσεις που θα έχουν μείνει στους πολίτες από τις σκιαμαχίες που προηγήθηκαν θα είναι τέτοιες που δεν θα πείθουν κανέναν. Και αυτό είναι μάλλον πιο βλαπτικό για την πολιτική σταθερότητα από αν πουν ένας ή δύο βουλευτές «όχι» στην επίμαχη ρύθμιση.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Η παγίδα του Σταύρου στον «πονηρεμένο» πρύτανη

«Αν έκανα εγώ κόμμα, θα μου αφιέρωνε κάποια εφημερίδα οκτώ σελίδες;», ήταν η απορία που διατύπωνε ο -κατά δήλωσή του- μη «απονήρευτος» πρύτανης του ΑΠΘ κ. Γιάννης Μυλόπουλος που συμμετείχε σε μια από τις μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές εκπομπές που ήταν σχεδόν αποκλειστικά αφιερωμένες στο φαινόμενο του νεοπαγούς πολιτικού σχηματισμού που ίδρυσε ο Σταύρος Θεοδωράκης.
            Με την απορία του αυτή ο, κατά την εκτίμησή του, «πονηρεμένος» κ. πρύτανης είχε την πρόθεση να καταγγείλει –με τη γνωστή συνωμοσιολογική νοοτροπία που διακρίνει μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας- ότι «Το Ποτάμι» δεν είναι παρά ένα δημιούργημα κάποιων… σκοτεινών κύκλων, οι οποίοι εν κρυπτώ και παραβύστω συγκεντρώθηκαν μια νύχτα και αποφάσισαν με πόσες… σελίδες εφημερίδας θα στηρίξουν το κόμμα του κ. Θεοδωράκη και όχι εκείνο του κ. Μυλόπουλου.
            Για κάποιον, πάντως, προσεκτικό τηλεθεατή, ο οποίος δεν είχε τη διάθεση να δει εκείνη την ώρα ταινία και προτιμούσε να παρακολουθήσει ένα από τα πολλά πολιτικά talk show που μεταδιδόταν παράλληλα σε περισσότερα του ενός κανάλια, ήταν εύκολο να διαπιστώσει ότι ο κ. Μυλόπουλος πρέπει να είναι ένας από εκείνους που μετέχουν στη… συνωμοσία υπέρ του Σταύρου Θεοδωράκη.
Πως αλλιώς, άραγε, μπορεί να ερμηνευτεί το γεγονός ότι ο κ. πρύτανης αποδέχθηκε πρόσκληση και συμμετείχε σε μια εκπομπή στην οποία μοναδικό θέμα συζήτησης ήταν «Το Ποτάμι», το οποίο, μάλιστα, είχε την πρόνοια να μην στείλει εκπρόσωπό του στη συγκεκριμένη εκπομπή, ούτε σε κάποια άλλη από τις υπόλοιπες που μεταδιδόταν την ίδια ώρα;
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό με πόση ευκολία πρόσωπα που ενδύονται την τήβεννο του ακαδημαϊκού δασκάλου και διεκδικούν ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της χώρας αναπαράγουν απόψεις του τύπου «όλα στημένα είναι, δεν τα βλέπεις;», όπως αυτές που κυκλοφορούν στους ελληνικούς καφενέδες και στα στέκια των ποδοσφαιρόφιλων, όπου για τους χαμένους της αγωνιστικής φταίει παγίως η «πουλημένη διαιτησία».
Αν υπάρχει, όντως, ένα αληθινό «στήσιμο» σε αυτή την υπόθεση, που μονοπωλεί το ενδιαφέρον της δημοσιότητας τις τελευταίες τρεις εβδομάδες που παρήλθαν από την αναγγελία του Σταύρου Θεοδωράκη για το «Ποτάμι», είναι η αναμφισβήτητη παγίδα που έχει στήσει ο γνωστός τηλεδημοσιογράφος στο παραδοσιακό πολιτικό και μηντιακό σύστημα, που δείχνει, με τις σπασμωδικές αντιδράσεις του, πόσο σαθρό και πόσο παρωχημένο είναι.
Δεν υπάρχει προηγούμενο στη σύγχρονη πολιτική ιστορία που ένα κόμμα τριών μόλις εβδομάδων να έχει προκαλέσει τόσο μεγάλη ταραχή στις κατεστημένες δυνάμεις. Προτού καν αποκτήσει μια στοιχειώδη οργανωτική δομή και ξεδιπλώσει το όποιο πολιτικό στίγμα μπορεί να εκπέμψει. Και το οποίο, πάντως, μέχρι στιγμής περιορίζεται σε ένα συμπίλημα από γενικόλογες κοινοτυπίες.    
Το ξεχωριστό, όμως, στην περίπτωσή του είναι ότι οι επικριτές του, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση, γίνονται οι καλύτεροι προωθητές του. Οι επιθέσεις για «διαπλοκή» που δέχεται «Το Ποτάμι» προτού καν εμφανιστεί στην πολιτική κονίστρα, αντί να περιορίζουν την απήχησή του, την εκτοξεύουν, όπως μαρτυρούν η μια μετά την άλλη οι δημοσκοπήσεις, παρόλο που και αυτές για τους αθεράπευτα συνωμοσιολόγους «είναι στημένες».
Ο ιδρυτής του «Ποταμιού» δείχνει να παίζει το παιχνίδι με τους δικούς του κανόνες και με τους δικούς του όρους. Απέχει ο ίδιος συνειδητά από τους τηλεκαβγάδες που γίνονται για το δημιούργημά μου. Ενώ έβγαλε «απαγορευτικό» τηλεοπτικών εμφανίσεων και για όσους τον πλαισιώνουν. Άφησε, έτσι, να μιλούν για εκείνον οι αντίπαλοί του, οι οποίοι, όπως φαίνεται, με τον τρόπον που το κάνουν, αποδεικνύονται οι αποδοτικότεροι διαφημιστές του.  
Είναι δύσκολο να προδικάσει κανείς ποια ακριβώς θα είναι η κατάληξη του νέου κόμματος στις εννιάμισι εβδομάδες που μας χωρίζουν από τις ευρωκάλπες του Μαΐου, οπότε και θα δοκιμαστεί η πραγματική απήχησή του στην ελληνική κοινωνία. Και πολύ περισσότερο είναι παρακινδυνευμένο να προβλέψει κάποιος αν στην περίπτωση του κ. Θεοδωράκη θα βρει εφαρμογή η ρήση «εδοξάσθη κρυπτόμενος και κατεποντίσθη εμφανιζόμενος», που είχε χρησιμοποιήσει ο Γεώργιος Παπανδρέου για έναν ανάλογο «εισοδιστή» στην πολιτική, τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα.
Το μόνο βέβαιο, από τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι ότι όσο του επιτίθενται οι επαγγελματίες της πολιτικής, όπως ο «πονηρεμένος» κ. πρύτανης, και κυρίως όσοι έχουν ήδη ραμμένα στη γκαρνταρόμπα τους τα κοστούμια της επερχόμενης εξουσίας, «Το Ποτάμι» θα φουσκώνει. Γιατί όλο και πιο πολλοί προβληματισμένοι και σκεπτόμενοι πολίτες διαπιστώνουν την άνυδρη γη της πολιτικής πραγματικότητας που βιώνουμε. Και θέλουν να την αλλάξουν. Όχι για να γυρίσουν πίσω. Αλλά για να προχωρήσουν μπροστά.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κεντροαριστερά και Κρίση είναι συγκοινωνούντα δοχεία

Όσοι πιστεύουν ότι η Κρίση που διέρχεται η χώρα είναι πρωτίστως πολιτική, προφανώς και δεν εκπλήσσονται για τα όσα συμβαίνουν στο ΠΑΣΟΚ και στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Αν δεν βολεύεται κάποιος πίσω από απλοϊκά ερμηνευτικά σχήματα και διαχωρισμούς σε «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά» στρατόπεδα, εύκολα αναγνωρίζει τους πολυπαραγοντικούς πολιτικούς λόγους για τους οποίους η Ελλάδα παγιδεύτηκε στο Μνημόνιο και δεν μπορεί να ξεφύγει επειδή ακριβώς δεν έχουν αναιρεθεί τα αίτια που μας έφεραν εδώ που είμαστε.
            Η παρεοκρατία και η έλλειψη συνεργατικού πνεύματος, ο αμοραλισμός και η προσχηματική στοίχιση με όρους προσωπικού βολέματος, ο αριβισμός και η καθυπόταξη των θεσμικών λειτουργιών στην υπηρεσία της προσωπικής ανέλιξης, η κατασκευή –εσωτερικών ή εξωτερικών- εχθρών και η μόνιμη επωδός της μετάθεσης των ευθυνών στους «άλλους», υπήρξαν και, δυστυχώς, παραμένουν βασικά συστατικά του τρόπου λειτουργίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος.
Τα φαινόμενα αυτά που διατρέχουν οριζόντια όλο το πολιτικό σκηνικό, βρήκαν την αποθέωσή τους στο ΠΑΣΟΚ, στα στελέχη του για την ακρίβεια, τα οποία, επειδή υπήρξαν επί δεκαετίες βασικός πυλώνας του πολιτικού συστήματος, παραμένουν εμποτισμένα με αυτές τις νοοτροπίες. Τις νοοτροπίες που, κακά τα ψέματα, είναι εκείνες που έθρεψαν τις πελατειακές σχέσεις και την αποκαλούμενη παροχολογία, που τάισαν το τέρας της διαφθοράς και θέριεψαν τη διαπλοκή. 
Για όσους δεν είναι τυφλωμένοι από τα κομματικά πάθη, δεν είναι το ΠΑΣΟΚ που εφηύρε τις πελατειακές σχέσεις και την παροχολογία –ποιος, άλλωστε, ξέχασε τις επιταγές που μοίραζε ο Γεώργιος Ράλλης την παραμονή των εκλογών του 1981;- ούτε τα στελέχη του είναι τα μόνα που βαρύνονται με τα αμαρτήματα της διαπλοκής και της διαφθοράς, αμαρτήματα που είναι παρόντα στον δημόσιο βίο πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Καλώς ή κακώς, όμως, το ΠΑΣΟΚ φέρει τις βαρύτερες ευθύνες για όσα συνέβησαν στον τόπο τα προηγούμενα χρόνια, όχι μόνον επειδή κυβέρνησε το μεγαλύτερο διάστημα της τελευταίας τεσσαρακονταετίας, αλλά κυρίως διότι από δύναμη αλλαγής της κοινωνίας, όπως εμφανίστηκε τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του αλλά και σε κάποιες φάσεις της δράσης του μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε φορέα αναπαραγωγής και μεγέθυνσης σχεδόν όλων των αρνητικών παραγόντων που έχουν οδηγήσει στη σημερινή κρίση.    
            Γι΄ αυτό και μετά από όσα έγιναν την τελευταία τετραετία, το μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ στην πλειονότητά τους δεν κάνουν καμία προσπάθεια αποτοξίνωσης από αυτές τις παρωχημένες νοοτροπίες, δείχνοντας να μην αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται και οσονούπω θα τους οδηγήσει όλους μαζί σε μια ανεπίστρεπτη πτώση.
            Καθώς γράφω όλα τούτα, αναλογίζομαι ποια εντύπωση μπορεί να αποκόμισε ο Γερμανός πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου κ. Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος, ως υποψήφιος των ευρωσοσιαλιστών για την προεδρία της Κομισιόν, βρέθηκε  τις προηγούμενες μέρες στη χώρα μας και συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη της νεοϊδρυθείσας «Ελιάς», από την οποία απουσίαζε ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου και η πλειονότητα των πολιτικών του φίλων.
            Τι είναι, άραγε, αυτό που χωρίζει τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με την προηγούμενη; Και γιατί ο κ. Σουλτς έπρεπε να φύγει από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας που συνεδρίαζε η «Ελιά» για να συναντήσει τον κ. Φώτη Κουβέλη, ο οποίος –με πρώην υπουργούς του ΠΑΣΟΚ στην προμετωπίδα- έκανε το δικό του συνεργατικό σχήμα, παρότι δηλώνει κι εκείνος ευρωσοσιαλιστής;
            Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται λιγότερο ή περισσότερο γι΄ αυτούς τους μικρούς «εμφυλίους» που συμβαίνουν όλο και συχνότερα στην πολύπαθη Κεντροαριστερά. Δεν έχει νόημα, άλλωστε, ο επιμερισμός της ευθύνης όταν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές καλύπτονται πίσω από προσχηματικές δικαιολογίες για να στηρίξουν τις θέσεις τους και δεν ομολογούν τις μύχιες επιδιώξεις τους, καταφεύγοντας σε προφάσεις («εν αμαρτίαις», προφανώς).
            Πιστεύει, για παράδειγμα, ο κ. Κουβέλης ότι τον «πούλησε» ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ το περασμένο καλοκαίρι με την κρίση της ΕΡΤ; Ας μιλήσει ανοικτά και ας εξηγήσει αναλυτικά τι διημείφθη μεταξύ τους. Είναι η παρουσία του κ. Βενιζέλου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ο μόνος λόγος για τον οποίο η ΔΗΜΑΡ δεν συμπορεύεται με την «Ελιά»; Δεν έχει παρά το πει δημόσια, αντί να μαζεύει γύρω του κάθε… πονεμένο πρώην στέλεχος του ΠΑΣΟΚ που πηγαίνει κοντά του καθοδηγούμενο από κάποιο παλαιό ή νεότερο γινάτι.   
Φοβάται, πραγματικά, ο κ. Παπανδρέου ότι ο κ. Βενιζέλος με την «Ελιά» καταργεί το «μαγαζί» που έστησε ο πατέρας του; Ας βγει ανοικτά και ας αντιδράσει από τώρα, χωρίς να περιμένει να επωφεληθεί από τη συντριβή των ευρωεκλογών. Είναι πεπεισμένος ο πρώην πρωθυπουργός ότι θα ήταν καλύτερα με τον ίδιο στο κομματικό τιμόνι; Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό, ας δηλώσει ότι είναι έτοιμος να διεκδικήσει, εκ νέου, την ηγεσία. 
Έχω πλήρη επίγνωση ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν θα συμβεί. Γιατί αν ήταν να συμβούν, θα είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε από την γενικευμένη και παρατεταμένη Κρίση που μας ταλανίζει και ξεπερνά το επιφαινόμενο της οικονομικής καχεξίας. Κατά την άποψή μου, το ΠΑΣΟΚ και εν γένει ο χώρος της Κεντροαριστεράς, για ιστορικούς λόγους, λειτουργούν σε σχέση με την Κρίση όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία.
Η Κρίση, άλλωστε, είναι ταυτισμένη με τα άκρα, για τα οποία αποτελεί γενεσιουργό αιτία. Όσο, λοιπόν, επιμένει η Κρίση, τόσο ο χώρος της μετριοπάθειας και της ευθύνης θα συνθλίβεται συρρικνούμενος από τις προσωπικές επιδιώξεις πολιτικών μετριοτήτων. Γι΄  αυτό και οι ωδίνες για τη νέα Κεντροαριστερά θα είναι παρατεταμένες. Και η ουσιαστική ανασυγκρότηση του χώρου θα ξεκινήσει όταν η χώρα θα καταφέρει να πετάξει τα μνημονιακά δεκανίκια και να πορευθεί αυτοδύναμη. Έως τότε, θα δούμε και θα ακούσουμε πολλά…

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Θα γράψει ιστορία η παρέα του Σταύρου Θεοδωράκη;

Αν ισχύει ο στιχουργικός αφορισμός του Διονύση Σαββόπουλου που θέλει να «φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα κι ιστορία οι παρέες», ο Σταύρος Θεοδωράκης, με «Το Ποτάμι» του, διαθέτει μια πολύ καλή παρέα, η οποία μπορεί να γράψει τη δική της ιστορία.
Παρακολουθώντας, ωστόσο, τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο ιδρυτής του νέου σχηματισμού για να παρουσιάσει τους τριάντα πρώτους συνεργάτες που τον πλαισιώνουν στο φιλόδοξο εγχείρημα του, οι απορίες και τα ερωτήματα ήταν μάλλον περισσότερα από τις απαντήσεις που δόθηκαν.
Και πάντως δεν απαντήθηκε το βασικό ερώτημα αν μια παρέα, ακόμα και αν απαρτίζεται από τους «επαΐοντες», στους οποίους αναφέρθηκε επανειλημμένα ο κ. Θεοδωράκης, είναι ικανή να αποτελέσει μια συνολική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης που αναμφίβολα αποτελεί το ζητούμενο για τη δημιουργία κάθε νέου πολιτικού σχήματος.
Το «είμαστε μια παρέα που μεγαλώνει και κάθε μέρα βάζουμε στο κόλπο και κάποιον άλλο», που είπε ο γνωστός δημοσιογράφος, μάλλον δεν συνιστά λύση για το πολιτικό αδιέξοδο της χώρας, όπως, τουλάχιστον, το παρουσίασε ο ίδιος, λέγοντας ότι «Το Ποτάμι» του ικανοποιεί «την ανάγκη κάποιων πολιτών να υπάρξει μια λύση πέρα από τα κομματικά στερεότυπα».
Την ίδια ώρα, άλλωστε, εμφανίστηκε ιδιαίτερα δύσθυμος απέναντι στα υπάρχοντα κόμματα, τα οποία από τη μια στηλίτευσε, υποστηρίζοντας ότι «καταδυναστεύουν τη χώρα», από τη άλλη, ωστόσο, αναγνώρισε ότι «υπάρχουν λόγοι ύπαρξης για τα κόμματα», που πάντως ο ίδιος δεν αποκάλυψε με ποιο από τα υπάρχοντα –στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη- είναι πιο κοντά και μπορεί να συνεργαστεί μαζί του.
Μιλώντας όρθιος και με καλές ατάκες από αυτές που «γράφουν στο γυαλί» και μπορεί να θρέψουν παραπολιτικές στήλες, ο κ. Θεοδωράκης είπε αρκετές αυτονόητες αλήθειες που δεν ακούγονται συχνά από τα χείλη συμβατικών πολιτικών, όπως, για παράδειγμα, οι θέσεις του για το «πολιτικό χρήμα» ή η επισήμανσή του ότι «δεν υπάρχει θείος από την Αμερική που με παρακαλετά ή με απειλές θα μας δίνει χρήματα, χωρίς εμείς, ως χώρα, να παράγουμε».
Δεν απέφυγε, ωστόσο, και ο ίδιος τον πειρασμό της ευκολίας των προσεγγίσεων του σε ορισμένα ζητήματα, όπως το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στα 18 ή η υποχρεωτική εξάντληση της τετραετούς θητείας της Βουλής. Ενώ βρήκε καταφυγή στον γνωστό ξύλινο λόγο της παραδοσιακής πολιτικής όταν κλήθηκε να πάρει θέσεις σε «καυτά» θέματα που θα μπορούσαν να τον φέρουν σε σύγκρουση με ένα μέρος του εκλογικού ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται.
Οι γενικόλογες και εν πολλοίς αντιφατικές αναφορές του τύπου «χρειαζόμαστε εθνικό σχέδιο», το οποίο «θα βγει από την κοινωνία» ηχούν, για παράδειγμα, ευχάριστα και χρειάζεται να επανέλθει κανείς και να αναρωτηθεί για το τι θα κάνουν, εν τοιαύτη περιπτώσει, οι επαΐοντες που έχει, όπως είπε, γύρω του ο κ. Θεοδωράκης για να φανεί η κοινοτυπία του λόγου του.
Οι ολοστρόγγυλες, εξάλλου, απόψεις για τη διανομή του πλεονάσματος «στους ανθρώπους που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη» και, ακόμη χειρότερα, το χάιδεμα αυτιών με απόψεις όπως «η χώρα δεν ανάγκη να απολύσει δημοσίους υπαλλήλους» ή οι εξαγγελίες για διπλασιασμό του χρόνου χορήγησης του επιδόματος ανεργίας, πιο πολύ σε συμβατικό πολιτικό παρέπεμπαν.
Ο κ. Θεοδωράκης είναι αναντίρρητα ένας πετυχημένος επαγγελματίας και ένας δημιουργικός άνθρωπος με ό,τι και αν καταπιάστηκε στην προηγούμενη –προ πολιτικής- ζωή του. Η παραδοχή του, μάλιστα, ότι «ένας πολιτικός δεν μπορεί να είναι ξερόλας», δείχνει ότι μάλλον μπορεί να αφουγκραστεί την κριτική που δέχεται και θα δεχθεί τώρα που πέρασαν στην απέναντι όχθη ο ίδιος και η παρέα του.
(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 5.3.2014)

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Ο τζίρος της τρόικας

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας είχε πει ότι «όταν έρχονται οι δανειστές μας στην Ελλάδα πέφτει ο τζίρος των καταστημάτων καθώς ο κόσμος νιώθει φόβο όποτε καταφθάνει  η τρόικα».
Δεν ξέρω αν υπάρχουν αξιόπιστες έρευνες που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του κ. Στουρνάρα, ή αν πρόκειται για ένα βολικό άλλοθι για να δικαιολογηθεί η βαθιά ύφεση στην οποία εξακολουθεί να παραμένει η ελληνική οικονομία τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες που ο ίδιος έχει την ευθύνη της άσκησης της οικονομικής πολιτικής.
Θα είχε, πάντως, αξία αυτές τις μέρες που οι ελεγκτές της τρόικας κατέφθασαν και πάλι στα μέρη μας, να έβγαιναν στους δρόμους και στις πλατείες οι ερευνητές της ΕΛΣΤΑΤ για να μετρήσουν τις πραγματικές επιπτώσεις από τον φόβο που προκαλούν στον κόσμο οι τροϊκανοί και να τις συγκρίνουν με εκείνες που προκαλούνται από τα συνεχή «μπρος –πίσω» της κυβέρνησης.
Χωρίς να αμφισβητώ την ψυχολογική επίδραση που έχει στο εν γένει οικονομικό κλίμα και ειδικά στη λειτουργία της αγοράς η διαρκής ανασφάλεια που βιώνουμε για το αν και πότε θα λάβουμε την επόμενη δόση και ποια μέτρα θα θεωρηθούν κάθε φορά ως προαπαιτούμενα για την εκταμίευσή της, έχω την αίσθηση ότι είναι η αμφιθυμία της κυβέρνησης εκείνη που εντείνει περισσότερο την οικονομική αβεβαιότητα.
Γιατί, άραγε, από τις αρχές Δεκεμβρίου, που οι εκπρόσωποι των δανειστών μας εγκατέλειψαν την Αθήνα με την ιταμή δικαιολογία ότι θα πάνε πρώτα για σκι, χρειάστηκε να φθάσουμε στο τέλος Φεβρουαρίου για να καθοριστεί η ατζέντα της ελληνικής πλευράς απέναντι στις απαιτήσεις της τρόικας για απαρέγκλιτη εφαρμογή της περίφημης «εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ;
Ποιος εμπόδισε όλο αυτό το διάστημα την κυβέρνηση να νομοθετήσει όσα από τα διαρθρωτικά μέτρα περιέχονται στην έκθεση του διεθνούς οργανισμού θεωρεί ότι μπορούν να γίνουν αποδεκτά από τη δική μας πλευρά, απορρίπτοντας την ίδια ώρα εκείνα που πιστεύει ότι είναι απαράδεκτα και βλαπτικά για την ελληνική κοινωνία;
Αν όντως η πλειονότητα των προτάσεων του ΟΟΣΑ, έστω το 80%, όπως λένε κυβερνητικοί παράγοντες, ευνοούν την ελληνική οικονομία, ποιος είναι ο λόγος για την καθυστέρηση που «έπαιξε» η κυβέρνηση, οδηγούμενη, εν τέλει, σε αποφάσεις που θα ληφθούν με το πιστόλι στον κρόταφο στέλνοντας στους Έλληνες πολίτες το μήνυμα ότι μας επιβάλλονται μέτρα που είναι εις βάρος μας;
Ας μην παραπονούνται, λοιπόν, ο κ. Στουρνάρας και οι άλλοι κυβερνητικοί ιθύνοντες για την πτώση του τζίρου που επιφέρει στην ελληνική αγορά η έλευση της τρόικας στη χώρα μας. Γιατί, αν μη τι άλλο, το μόνο σίγουρο είναι ότι τα παράπονά τους δεν πρόκειται να συγκινήσουν τον κ. Τόμσεν και την παρέα του, αφού δεν είναι εκείνοι που θα πληρώσουν τον «λογαριασμό».
Καλώς ή κακώς, οι παχυλές απολαβές των ελεγκτών της τρόικας και των τόσων άλλων εμπειρογνωμόνων της αλλοδαπής που επιστρατεύονται κάθε τρεις και λίγο για να μας επιβάλουν τα διάφορα –παραδεκτά και μη- μέτρα δεν εξαρτώνται από τον μειωμένο τζίρο των ελληνικών καταστημάτων.
Τον βαρύ λογαριασμό τον πληρώνουν με την φρενήρη άνοδο της ανεργίας οι Έλληνες πολίτες, οι οποίοι είναι πολύ πιθανόν ότι μόλις βρουν την ευκαιρία –στις επικείμενες εκλογές, για παράδειγμα- θα τον στείλουν στην κυβέρνηση.


(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 24.2.2014)

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Η αξεπέραστη κρίση της πολιτικής

            Την ώρα που η ΔΗΜΑΡ υπερψήφιζε* –και σωστά, αφού, καλώς ή κακώς, επρόκειτο για συμμόρφωση με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- τη διάταξη για την κατάργηση της δυνατότητας των νομίμων μεταναστών να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές, η εκλεγμένη με το ΠΑΣΟΚ ευρωβουλευτής κυρία Μαριλένα Κοππά, επικαλούνταν τη συγκεκριμένη –αναγκαστική, κατ΄ άλλα- νομοθετική πρωτοβουλία ως δικαιολογία για την αποχώρησή της από κόμμα που την ανέδειξε και την απόφασή της να συμπορευθεί με το κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη.
            Η υπόθεση αυτή δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία αν δεν ήταν ένα από τα πάμπολλα παραδείγματα που μαρτυρούν τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο (εξακολουθεί να) διεξάγεται η πολιτική στη χώρα μας και δεν έδειχνε πόσο μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και της χώρας κινείται το λεγόμενο πολιτικό προσωπικό, το οποίο μάλλον δεν διδάχθηκε τίποτε από την γενικευμένη κρίση που βιώνουμε και αντανακλάται στην δικαιολογημένη απαξία με την οποία αντιμετωπίζονται οι «επαγγελματίες» πολιτικοί.
            Από τον τρόπο που εξακολουθούν να δίνονται τα χρίσματα για τους εκλεκτούς των κομμάτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έως τη σπουδή της κυβέρνησης να διανείμει –προτού καν αυτό επικυρωθεί- το πρωτογενές πλεόνασμα με κριτήρια που ικανοποιούν μάλλον ψηφοθηρικές επιδιώξεις, είναι μακρύς ο κατάλογος με τα φαινόμενα πολιτικής αναξιοπιστίας που καταδεικνύουν ότι τα παθήματα του παρελθόντος που οδήγησαν στην κρίση δεν έγιναν μαθήματα.
Ο πολιτικός αμοραλισμός που συνιστούν οι μετακινήσεις πολιτικών στελεχών που χάνουν τα οφίτσια που είχαν ή προσδοκούσαν να έχουν, η παρεοκρατία που ζει και βασιλεύει, καταργώντας στην πράξη κάθε έννοια ιδεολογικής συνέπειας και προσήλωσης σε αρχές και αξίες, όπως και η εμμονή στην υιοθέτηση αιτημάτων με όρους «πελατειακής» ικανοποίησης, αποτελούν απτά δείγματα ότι ο δρόμος για να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση είναι ακόμη πολύ μακρύς.
Όσο οι πολιτικοί θα αλλάζουν κόμματα επειδή, δήθεν, δεν συμμετέχουν στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση οι ελάχιστοι αλλοδαποί που συμμετείχαν στις προηγούμενες εκλογές και όχι γιατί αυξήθηκαν σε αυτή την τετραετία κατά ένα εκατομμύριο οι άνεργοι και ανάμεσα τους είναι σίγουρα αρκετοί από τους μετανάστες ψηφοφόρους των τελευταίων δημαρχιακών αρχαιρεσιών, όσο θα σχεδιάζεται η διανομή του πλεονάσματος σε ομάδες πληθυσμού που θέλει να προσεταιρισθεί ή να μη χάσει το κυβερνών κόμμα, αποκλείοντας από αυτό εκείνους που απώλεσαν το 100% του εισοδήματος τους και είναι όσοι έχασαν τη δουλειά τους και την ελπίδα να την ξαναβρούν, η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής δεν μπορεί να ξεπεραστεί.
Η βασικότερη αιτία, άλλωστε, για τα όσα βιώνουμε σήμερα που, σχεδόν κατά γενική ομολογία, δεν είναι άλλη από την έλλειψη σεβασμού σε κανόνες και θεσμούς σε όλα τα επίπεδα, από τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης και των συμπολιτευόμενων ή αντιπολιτευόμενων κομμάτων ως τις διαδικασίες απονομής της Δικαιοσύνης και την συνδικαλιστική δράση, δεν φαίνεται, δυστυχώς, να αναιρείται.
Γι΄ αυτό προφανώς και αν εξαιρέσει κανείς τους λίγους φανατικούς της μιας ή της άλλης πλευράς, ο πήχης των προσδοκιών της κοινωνίας, με ή χωρίς πρωτογενή πλεονάσματα και ανεξαρτήτως του αν θα έχουμε ή όχι «αλλαγή φρουράς» το επόμενο διάστημα στην κυβερνητική εξουσία, παραμένει πολύ χαμηλά.  
             
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 19.2.2013)
*Υ.Γ.: Εκ των υστέρων η ΔΗΜΑΡ ανακοίνωσε ότι έδωσε αρνητική ψήφο στη διάταξη, αλλά αυτό σε τίποτε δεν αναιρεί τις επισημάνσεις της ανάρτησης.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Κάλπη – «πάρτα όλα» ή ρώσικη ρουλέτα;

            Η χρονική σύμπτωση των αυτοδιοικητικών εκλογών με τις ευρωεκλογές αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία για να «αποκομματικοποιηθούν» οι δήμοι και οι περιφέρειες και να δοθεί ο λόγος στους πολίτες για να επιλέξουν τους καλύτερους που θα υπηρετήσουν τις ανάγκες της καθημερινότητας τους.
            Χωρίς να παραβλέπει κανείς τα «πολιτικά» χαρακτηριστικά που αναμφισβήτητα έχουν (και) οι επιλογές για την Αυτοδιοίκηση, το γεγονός ότι με την διπλή κάλπη, το εκλογικό σώμα έχει την ταυτόχρονη δυνατότητα να εκφράσει -στην ευρωκάλπη- τη βούλησή του για τη γενική πολιτική κατάσταση, αλλά, ταυτόχρονα, να προκρίνει τα πρόσωπα που θεωρεί καταλληλότερα για να διαχειριστούν τις τοπικές υποθέσεις κάθε περιοχής, συνιστά μια ευτυχή συγκυρία που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ανατρέψει την παραδοσιακή κομματοκρατία και το πελατειοκρατικό καθεστώς που την εξέθρεψε και ως ένα βαθμό τη συντηρεί.
            Η στάση, ωστόσο, που τηρούν τα κόμματα και κυρίως τα δύο μεγαλύτερα εξ αυτών, ενόψει της διπλής αναμέτρησης του Μαΐου, αποπνέει μια παρωχημένη νοοτροπία έλλειψης σεβασμού στους πολίτες, μια νοοτροπία που δεν λαμβάνει, μάλιστα, υπόψη της και τη μακρά θετική παράδοση που υπάρχει στη χώρα μας και είχε καταγραφεί στο παρελθόν όταν, για παράδειγμα, σε πολλές δεξιοκρατούμενες πόλεις, οι κάτοικοι επέλεγαν «κόκκινους» δημάρχους  επειδή ήταν διεκδικητικοί, έδειχναν ενδιαφέρον για όσα απασχολούσαν τους συμπολίτες τους και αποτέλεσαν «πρότυπα» για τους διαδόχους τους.
            Εφόσον αυτό συνέβαινε στις δεκαετίες του 60 και του 70 που η Τοπική Αυτοδιοίκηση είχε ελάχιστες αρμοδιότητες, γιατί, άραγε, να μη συμβαίνει σήμερα που, παρά τη μνημονιακή επέλαση, οι αυτοδιοικητικοί φορείς έχουν πολλαπλάσια μέσα και πόρους για να ασκήσουν πολιτική και να επηρεάσουν την τοπική καθημερινότητα και την αναπτυξιακή προοπτική της περιοχής τους.   
            Κόντρα, όμως, σε όλα αυτά, αλλά και στις διακηρύξεις για ακηδεμόνευτη Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι κομματικές γραφειοκρατίες επιμένουν να θέλουν να ελέγξουν τα πάντα και να επιβάλουν επιλογές προσώπων που τους φέρνουν σε αντίθεση με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, η οποία ασφυκτιά μεν από την οικονομική δυσπραγία, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι εξ αυτού θα αποδεχθεί την ποδηγέτηση που επιχειρείται και θα ακολουθήσει τις σχιζοφρενικές επιλογές του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος που, ενώ υποστηρίζει ότι τα πολιτικά συμπεράσματα θα βγουν από τις ευρωεκλογές, επιστρατεύει βουλευτές για το Δήμο της Αθήνας και την Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας, ή της αξιωματικής αντιπολίτευσης που θέλει να συγκροτήσει αντιμνημονιακό μέτωπο από την πρωτεύουσα ως την τελευταία εσχατιά της χώρας.
            Αναρωτιέμαι, για παράδειγμα, τι εμποδίζει έναν οπαδό του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και από αυτούς που θέλουν να… σχίσουν το μνημόνιο στο Σύνταγμα, να ψηφίσει αντιμνημονιακά στην ευρωκάλπη και να στηρίξει τον νυν δήμαρχο της Αθήνας Γιώργο Καμίνη που έδωσε δείγματα γραφής της προοδευτικής του κατεύθυνσης. Ή, για ποιο λόγο ένας συντηρητικός πολίτης της Θεσσαλονίκης να μην επιλέξει τον Γιάννη Μπούταρη, τώρα που ακόμη και ο μητροπολίτης Άνθιμος επείσθη ότι δεν… κινδυνεύουν τα «ιερά και τα όσια» της φυλής από τη δημαρχιακή του θητεία.
            Ομοίως, τι μπορεί να χωρίσει την υποψήφια του ΣΥΡΙΖΑ Όλγα Γεροβασίλη από έναν κεντροαριστερό πολίτη που δεν βολεύεται από την… αληπασάδικη νοοτροπία που αναβιώνει στην πατρίδα μου, την Ήπειρο, η οποία φιγουράρει στην πρώτη θέση της ανεργίας και στην τελευταία της ανάπτυξης. Ή γιατί ένας, ανεξαρτήτως χρώματος, Κρητικός να μην επιβραβεύσει τη γνώση και την προσπάθεια του περιφερειάρχη Σταύρου Αρναουτάκη.
            Κάνοντας μια προβολή στο βράδυ της 25ης Μαΐου, μπορεί, άραγε, κάποιος να απαντήσει στο ερώτημα αν ένα ενδεχόμενο προβάδισμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις ευρωεκλογές, συνοδευθεί από την αποτυχία της πλειονότητας των βουλευτών του που –εκόντες άκοντες- χρίστηκαν υποψήφιοι περιφερειάρχες, θα δίνει έρεισμα στους ισχυρισμούς για δυσαρμονία της σύνθεσης της Βουλής με τη λαϊκή ετυμηγορία.  Όπως και αντιστοίχως, να διαγνώσει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην πολιτική σταθερότητα μια ενδεχόμενη συντριβή των κεντρικών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που επέβαλαν το Μαξίμου και η Συγγρού.   
Υπό αυτή την έννοια, το παιχνίδι «πάρτα όλα» που επέλεξαν να παίξουν στη διπλή κάλπη του Μαΐου η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αποδειχθεί, εν τέλει, μια επικίνδυνη ρώσικη ρουλέτα από την οποία δεν είναι βέβαιο κανείς πότε και από πού θα επέλθει η εκπυρσοκρότηση.
Σε κάθε περίπτωση, η πορεία προς την διπλή κάλπη θα έχει αρκετό ενδιαφέρον και τα αποτελέσματά της πολύ μεγαλύτερο.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 13.2.2014)