Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Ψηφίζουν Έφη, αλλά το πνεύμα τους το οδηγεί ο…. «Παυλάρας»

Δεν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει αλλού, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, αλλά στη χώρα μας ενδημεί μια μεγάλη κατηγορία μέσων ενημέρωσης και δημοσιολόγων που δεν περιορίζονται στην αποστολή τους που είναι να μεταδίδουν ή να σχολιάζουν τα γεγονότα, τις ειδήσεις και ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω μας.

Το ενδιαφέρον τους, σχεδόν εμμονικά, είναι στραμμένο στον σχολιασμό της συμπεριφοράς των άλλων μέσων ενημέρωσης. Δεν αρκούνται, για παράδειγμα, στην πεποίθηση που μπορεί να έχουν -και είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους!- ότι η κυβέρνηση έχει ευθύνες για τις πυρκαγιές και, όπως ισχυρίζονται, κακώς κάνει εκκενώσεις μέσω του 112. Εκείνο το οποίο κυρίως τους απασχολεί και σε αυτό εστιάζουν όλη τους την επικριτική διάθεση είναι γιατί τα «συστημικά», όπως αρέσκονται να τα χαρακτηρίζουν, μέσα ενημέρωσης δεν ακολουθούν την ίδια «γραμμή».

Με την ίδια μανία με την οποία καταφέρονταν όλα τα προηγούμενα χρόνια κατά των «βοθροκάναλων», επειδή μετέδιδαν τις δημοσκοπήσεις, που καταδείκνυαν την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα εγκαλούν τους –«πετσοταϊσμένους», κατ΄ αυτούς- επαγγελματίες της ενημέρωσης για τον τρόπο που καλύπτουν την τρέχουσα επικαιρότητα η οποία, εκ των πραγμάτων, κατακλύζεται από την επέλαση των πύρινων μετώπων που κατακαίουν τα ελληνικά δάση.

«Ναι, αλλά γιατί τα κανάλια και τα ραδιόφωνα δεν έχουν 24ωρη κάλυψη;», είναι ο, εν μέσω θέρους και διακοπών για πολλούς εργαζόμενους, ισχυρισμός των -συνήθως άκαπνων- σχολιαστών. Οι οποίοι, κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων, υποστηρίζουν άλλοτε ευθέως και άλλοτε υπαινικτικά ότι όλοι οι άλλοι έχουν πάρει γραμμή από την κυβέρνηση να «κρύβουν την πραγματικότητα». Παραβλέπουν, φυσικά, (ή, μάλλον, κάνουν πως παραβλέπουν) ότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, αυτό θα ήταν το καλύτερο βούτυρο για το δικό τους ψωμί.

Χωρίς αμφιβολία, αν ήταν αληθινές οι καταγγελίες τους για απόκρυψη γεγονότων, θα είχαν χρυσή ευκαιρία να αποκαλύψουν εκείνοι όλη την αλήθεια και να κερδίσουν την αποκλειστικότητα στο αναγνωστικό, στο ραδιοφωνικό και στο τηλεοπτικό κοινό. Φανταστείτε την απήχηση που θα είχε ένας ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός, μια εφημερίδα ή ένα site που θα αποκάλυπτε πραγματικά και αποκλειστικά «όσα όλοι οι άλλοι κρύβουν».

Σε μια τέτοια κατάσταση, τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης θα είχαν χρεωκοπήσει. Και θα ήταν ζήτημα μόνο λίγων εβδομάδων το πότε θα έβαζαν λουκέτο, όση βοήθεια και αν τους παρείχε «το σύστημα». Ενώ αυτοί που θα αποκάλυπταν την… κρυμμένη αλήθεια θα ήταν στην κορυφή της τηλεθέασης, της ακροαματικότητας και της αναγνωσιμότητας.

Αν και την πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή το κοινό, που έχει κριτήριο επιλογής για τα μέσα που του δίνουν ενημέρωση και όχι «fake news» και «wishful thinking» (ευσεβείς πόθους, ελληνιστί) είναι στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, όποιος δεν καταγγέλλει ως μέγιστη υποκρισία την… αξυρισία του Κικίλια «σίγουρα τα έχει πιάσει». Ενώ όποιος διανοηθεί να θυμίσει ότι ο Τσίπρας που είχε υποσχεθεί να μείνει επί των επάλξεων την… έκανε για το Αμέρικα «είναι απολύτως εξωνημένος».

Η αλήθεια είναι ότι στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης, που συνέπεσαν με την άνθηση της διαδικτυακής ενημέρωσης, η οποία έδωσε στον κάθε πικραμένο που αγόραζε ένα smart phone ίσα «δικαιώματα» μετάδοσης και σχολιασμού ειδήσεων με τους επαγγελματίες του κλάδου, δημιουργήθηκε στη χώρα μας ένα μεγάλο κοινό που ήθελε εύκολες δικαιολογίες για τα δεινά που επέπεσαν επί των κεφαλών των Ελλήνων.

Ήταν ένα κοινό που προτιμούσε τις εύπεπτες θεωρίες συνωμοσίας για τις ευθύνες των άλλων. Και το οποίο απέστρεφε το βλέμμα έκλεινε τα αυτιά σε κάθε αναφορά που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τον ίδιο στους υπαίτιους της κρίσης. 

Οι ξένοι, οι δημοσιογράφοι (σ.σ.: θυμηθείτε το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι…», που δονούσε τους δρόμους και τις πλατείες), αλλά και όσοι κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και δεν άλλαξαν στρατόπεδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ήταν οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την οικονομική δυσπραγία, την εκτίναξη της ανεργίας και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων -σχεδόν- όλων μας.

Παρόλο που τα τελευταία χρόνια μειώθηκε σημαντικά το συγκεκριμένο κοινό, η λαϊκίστικη τοξικότητα με την οποία εμποτίστηκε η ελληνική κοινωνία ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί. Γι΄ αυτό και τη βλέπουμε να παραμένει διάχυτη γύρω μας και να εκφράζεται με πολλούς τρόπους και από πολλές κατευθύνσεις.

Είναι, για παράδειγμα, απολύτως χαρακτηριστικές οι επιθέσεις που δέχθηκε αυτές τις μέρες η υποψήφια για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ Έφη Αχτσιόγλου, επειδή εξέφρασε την αυτονόητη αλήθεια προτρέποντας τους «συντρόφους» της «να μην αδικούμε τους δημοσιογράφους», έτσι ώστε «ούτε και εκείνοι να μας αδικούν…».

Με προεξάρχοντα τον γνωστό και μη εξαιρετέο διαπρύσιο… μαχητή του πληκτρολογίου Παύλο Πολάκη, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει ότι θα… συνεχίσει να «αδικεί», εκατοντάδες ή ίσως και χιλιάδες στελέχη, μέλη και φίλοι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξιφούλκησαν κατά των όσων είπε η Αχτσιόχλου.

Είναι προφανώς πάνω – κάτω οι ίδιοι που ξεσηκώθηκαν τον περασμένο Μάρτιο και δεν άφησαν τον Αλέξη Τσίπρα να διαγράψει τον «αψύ Σφακιανό» που είχε επιδοθεί σε… «προγραφές» δημοσιογράφων, δικαστών και θεσμικών παραγόντων οι οποίοι δεν ήταν αρεστοί στον ίδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε αρχηγός του πλήρωσαν στις πρόσφατες εκλογές βαρύ τίμημα -και- εξαιτίας της υπαναχώρησης στη διαγραφή Πολάκη.

Φαίνεται, όμως, ότι το εναπομείναν εκλογικό σώμα των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ εμφορείται σε μεγάλο βαθμό από τις ίδιες ιδέες της βολικής στοχοποίησης των μέσων ενημέρωσης και των εργαζομένων σε αυτά. Γι΄ αυτό και ουδείς από τους τέσσερις υποψηφίους αρχηγούς δεν αντέδρασε στους ισχυρισμούς του Πολάκη, τον οποίο φαίνεται ότι, όπως έκανε και ο Τσίπρας, ουδείς θέλει να βρει απέναντί του.

Επειδή, προφανώς, ο επονομαζόμενος από τους υποστηρικτές του και… «Παυλάρας», έχει με το μέρος του το μεγαλύτερο μέρος των διαδικτυακών στρατευμάτων που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τον διατήρησαν, έστω οριακά, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όλα -ακόμη και οι δημοσκοπήσεις που κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να μην αμφισβητούν πια- δείχνουν ότι η κ. Αχτσιόγλου θα είναι η νέα αρχηγός στην Κουμουνδούρου. Στην παρούσα φάση δείχνει να διστάζει να έρθει σε ανοιχτή ρήξη με τους οπαδούς του «Παυλάρα». Και δικαίως ίσως, λένε κάποιοι, αφού χρειάζεται ψήφους για να εκλεγεί στην ηγεσία.

Αν, όμως, συμβιβαστεί μέχρι τέλους με όσους διακατέχονται από το πολάκειο πνεύμα της τυφλής και δαιμονολογικής σύγκρουσης με τα μέσα ενημέρωσης και τους εργαζομένους σε αυτά, θα κερδίσει ίσως ευκολότερα την εσωκομματική κούρσα. Περπατησιά, όμως, υποψήφιας πρωθυπουργού αποκλείεται να αποκτήσει χωρίς να συγκρουστεί με τέτοιες απόψεις και νοοτροπίες.

Υ.Γ.: Α, και για την ιστορία, ώστε να μην έχουν διάφοροι αυταπάτες, θέλω να θυμίσω ότι πριν από τις νικηφόρες για εκείνον εκλογές του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας δεν συναντήθηκε μόνον στα κρυφά με την περιβόητη πλέον «γάτα Ιμαλαΐων». Ήρθε και στο «Θέμα» και φωτογραφήθηκε μαζί μας στα φανερά. Παρά τα όσα ακολούθησαν όταν έγινε πρωθυπουργός…

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Στους φοιτητές της, αν τη ρωτήσουν, τι θα πει;

 

Οι μετακινήσεις από ένα κόμμα σε άλλο γνωστών -ή και λιγότερο γνωστών- πολιτικών στελεχών δεν είναι ασυνήθιστο γεγονός. Το συναντάμε δεκαετίες τώρα, τόσο, κατά κόρον, στην εγχώρια όσο και στη διεθνή σκηνή. 

Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια ο Ζακ Λανγκ, εμβληματικός υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις του Γάλλου σοσιαλιστή Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, δεν δυσκολεύτηκε να αναλάβει κρατικό αξίωμα που του ανατέθηκε από τη δεξιά διακυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί. Στις αντιδράσεις, που ευλόγως ξεσηκώθηκαν, ο ίδιος υπερασπίστηκε το δικαίωμα και το καθήκον που είχε να… προσφέρει στην πατρίδα.

Η επωδός της «προσφοράς» είναι η μόνιμη δικαιολογία που προβάλλεται και στα καθ΄ ημάς κάθε φορά που κάποιος -και είναι πολλοί τα τελευταία χρόνια- μεταπηδά από μια κομματική παράταξη σε άλλη. Την περίοδο, μάλιστα, που κορυφώθηκε η μνημονιακή κατάρρευση ίσως να έφθαναν και στο ήμισυ του συνόλου οι απαρτίζοντες το πολιτικό προσωπικό που είχαν «δει το φως το αληθινό» και έσπευσαν να αλλάξουν κομματική στέγη για να αναβαπτιστούν σε κάθε είδους «κολυμβήθρες του Σιλωάμ».

Κάποιες φορές αυτό έγινε με τήρηση των στοιχειωδών προσχημάτων. Προηγούνταν υπόγειες συνεννοήσεις που διαρκούσαν κάποιο διάστημα ώστε να προλειανθεί το επικοινωνιακό έδαφος για τη «μεταγραφή». Συχνά, όμως, όλα κυλούσαν με απροκάλυπτα αμοραλιστική σπουδή. Ουδείς, ούτε ο μεταγραφόμενος, ούτε οι ιθύνοντες του χώρου υποδοχής του, υπολόγιζαν το δικαιολογημένο σοκ που προκαλείται στην κοινή γνώμη από την απότομη μεταμόρφωση ενός πολιτικού στελέχους το οποίο υποστηρίζει σήμερα τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που στεντορείως διατυμπάνιζε την προηγούμενη ημέρα.

Η κυρία Ζέφη Δημαδάμα, η οποία διορίστηκε Γενική Γραμματέας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο νεοσύστατο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, ήταν μέχρι την ώρα που ανακοινώθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου η τοποθέτησή της στην κυβερνητική αυτή θέση δραστήριο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και επί σειρά ετών μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του. Στις τελευταίες εκλογές δεν έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής επειδή, όπως δήλωσε, στερείτο των οικονομικών πόρων που απαιτούνταν να ξοδευτούν στον προεκλογικό αγώνα.

Στρατεύθηκε, παρά ταύτα, στον αγώνα της παράταξής της και με συνεχείς παρουσίες στα μέσα ενημέρωσης δεν περιορίστηκε στην υποστήριξη του κόμματός της. Ξιφουλκούσε με πάθος κατά της κυβερνητικής παράταξης και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Επέμενε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να συνεργαστεί με τη Δεξιά που παρακολουθούσε τον αρχηγό της. Και, ενόψει των δεύτερων εκλογών, ζητούσε από τους ψηφοφόρους να καταψηφίσουν τη ΝΔ για να μην είναι παντοδύναμη κυβέρνηση.

Οι πολίτες δεν εισάκουσαν την προτροπή της κυρίας Δημαδάμα, πλην, όμως, η τελευταία φαίνεται ότι δεν δίστασε να κάνει αυτό που δεν ήθελε να κάνει το κόμμα της. Όχι μόνον ανέλαβε ασμένως το κυβερνητικό πόστο που προφανώς της προσφέρθηκε, αλλά δεν είχε καν την πρόνοια να απεκδυθεί νωρίτερα τα κομματικά αξιώματα που κατείχε στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες, καθώς με το «διαβατήριο» του ΠΑΣΟΚ μετείχε ως αντιπρόεδρος στο PES WOMΕN, τη γυναικεία οργάνωση του κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών.

Προηγήθηκε η διαγραφή της από τη Χαριλάου Τρικούπη και κατόπιν η ίδια αισθάνθηκε την ανάγκη να πληροφορήσει το διαδικτυακό κοινό της ότι θεωρεί «αυτονόητη την υποβολή παραίτησης από κάθε ιδιότητα με κομματικό πρόσημο για λόγους δεοντολογίας και με την πεποίθηση ότι αναλαμβάνει μια αποστολή εθνικού ενδιαφέροντος, η ευόδωση της οποίας προϋποθέτει τη συνεννόηση όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων». 

Καταλαβαίνει κανείς πόσο παράταιρα φάνταζαν όλα αυτά όταν άρχισαν να παρατίθενται οι πολύ πρόσφατες φαρμακερές ατάκες κατά της κυβέρνησης που περιείχαν οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις και οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της κυρίας Δημαδάμα. Η οποία την παραμονή των τελευταίων εκλογών μάς διαβεβαίωνε ότι «στις 25 Ιουνίου ψηφίζουμε για το καλό της χώρας, όχι για να βολευτούμε σε κομματικές ή κυβερνητικές θέσεις».

Δεν γνωρίζω προσωπικά τη νέα Γενική Γραμματέα Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και, ως εκ τούτου, δεν έχω άποψη για τις ικανότητές της και ειδικώς αν είναι τέτοιες που να καθιστούν την επιλογή της ως την καλύτερη για το συγκεκριμένο αξίωμα. Θυμάμαι ότι πριν από μερικούς μήνες, στο πλαίσιο του #metoo, προκάλεσε μεγάλο θόρυβο γύρω από το όνομά της, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κάποιο στέλεχος που είχε φύγει πλέον από το ΠΑΣΟΚ την είχε παρενοχλήσει παλαιότερα. Δεν είπε, όμως, ποτέ το όνομά του. Και ούτε ξεδιαλύθηκε η βασιμότητα των ισχυρισμών της. 

Αρκετοί από τους ανθρώπους που τη γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι πρόκειται για «πολύ φιλόδοξο, πλην, όμως, σοβαρό πρόσωπο». Κάτι που μένει να αποδειχθεί τώρα που -στο μέτρο του αξιώματός της- θα ασκεί εξουσία. Επειδή, ωστόσο, πληροφορούμαι ότι είναι και διδάσκουσα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, προσωπικά θα έχω πάντα την απορία για τον τρόπο με τον οποίο θα απαντήσει στους φοιτητές της όταν τη ρωτήσουν στο αμφιθέατρο αν είναι περήφανη για όσα έλεγε πριν διοριστεί.

Ξέρω, ξέρω, δεν είναι η πρώτη. Και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Αλλά η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας δεν μπορεί να αποτελεί αέναο άλλοθι. Και ούτε οι κωλοτούμπες μπορεί να πολιτογραφηθούν ως κανονικότητα!

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Η «κατάρα» της δεύτερης τετραετίας μπορεί να γίνει ισχυρότερη χωρίς… αντιπολίτευση


Το μεγαλύτερο καλό που έχουν οι Δημοκρατίες είναι ότι, σε αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα, όσοι αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας ξέρουν -ή οφείλουν να ξέρουν- πως το αξίωμα το οποίο κατέχουν δεν είναι ούτε ισόβιο ούτε αιώνιο. 

Για πολλούς και ποικίλους λόγους, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, η πολύχρονη παραμονή στους διαφόρους θώκους προκαλεί φθορά ακόμη και σε δημοφιλή πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, εκείνοι που μιλούν για το σύνδρομο -κατ΄ άλλους και «κατάρα»- της δεύτερης τετραετίας που αποδίδεται στο γεγονός ότι σχεδόν ποτέ -ή έστω πολύ σπάνια- κάποια κυβέρνηση καταφέρνει να επανεκλεγεί για τρίτη συνεχόμενη φορά.

Στις παραμονές των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων ρώτησα τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη αν είναι στις προθέσεις του να αποχωρήσει από το Μέγαρο Μαξίμου στο τέλος της δεύτερης θητείας του στην πρωθυπουργία. Απάντηση ουσίας δεν έλαβα. Ίσως και δικαιολογημένα διότι ήμασταν σε προεκλογική περίοδο. Χθες που, μιλώντας στον Σκάι, δέχθηκε το ίδιο ερώτημα από τη Σία Κοσιώνη και τον Παύλο Τσίμα, προτίμησε να… κλωτσήσει το τενεκεδάκι παρακάτω, ζητώντας να ερωτηθεί ξανά σε δύο χρόνια.

Δεν ξέρω αν το πρότεινε για λόγους υπεκφυγής ή επειδή έχει αίσθηση των πραγμάτων, αλλά η αλήθεια είναι ότι για κυβέρνηση που εκλέχθηκε πανηγυρικά πριν από λίγες εβδομάδες δεν είναι λίγα τα σύννεφα που μαζεύτηκαν τόσο γρήγορα στον ορίζοντα της. Εκτός από τα πρόωρα φάλτσα τριών κυβερνητικών στελεχών που… δεν έβγαλαν όλα γέλιο, η μεγάλη εικόνα δεν θυμίζει το 2019 που, παρότι ήταν λιγότερο πεπειραμένοι οι υπουργοί που διορίστηκαν τότε, η εκκίνηση εκείνης της κυβέρνησης είχε γίνει με όρους που παρέπεμψαν σε εκ των προτέρων καλοκουρδισμένη μηχανή.

Σε αυτή τη φάση, άλλα ήταν τα νομοσχέδια που είχε ανακοινωθεί προεκλογικά ότι έχουν προτεραιότητα και άλλα τώρα προηγούνται. Γιατί, για παράδειγμα, πήγαν πίσω οι προαναγγελθείσες αλλαγές στο λεγόμενο «επιτελικό κράτος» που θα έπρεπε να ήταν ώριμες; Και ποιος λόγος επέβαλε να προηγηθεί η αποσπασματική ρύθμιση για τη διευκόλυνση της ψήφου των Αποδήμων που δεν επείγει;

Αν έγινε για να εκτεθεί η αντιπολίτευση, μάλλον θυσιάζεται το μείζον για το έλασσον. Δηλαδή οι μικροκομματικοί υπολογισμοί εις βάρος της ανάγκης για μια minimum συναίνεση, εκεί που αυτή είναι απολύτως αναγκαία, όπως στην περίπτωση της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από τους Έλληνες που διαμένουν στο εξωτερικό.

Ο πρωθυπουργός στην ίδια συνέντευξη χαρακτήρισε οξύμωρο τον προεκλογικό ισχυρισμό σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνησή του θα ήταν «αντιπολίτευση του εαυτού της». Αναγνώρισε σωστά ότι «δεν επιβάλλει αυτό η θεσμική μας τάξη». Όπως επίσης και ότι «οφείλουμε να είμαστε πολύ αυστηροί, να έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά, να μην είμαστε θύματα της “γυάλινης σφαίρας” στην οποία μερικές φορές αυτό το κτίριο (σ.σ.: το Μέγαρο Μαξίμου) μετατρέπεται, να μην θεωρούμε ότι έχουμε πάντα δίκιο».

Ο ίδιος είπε ότι βάζει πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών και δεν θα συμβιβαζόταν με μία δεύτερη τετραετία που να είναι «απλά διαχειριστική» και στην οποία τα μέλη της κυβέρνησης θα κάθονται πάνω στις δάφνες της άνετης εκλογικής επικράτησης που είχε η κυβέρνησή του. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόσταση των 23 μονάδων που χωρίζουν την κυβερνητική παράταξη από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το γεγονός ότι το άθροισμα των υπόλοιπων παραδοσιακών κομμάτων υπολείπεται του σχεδόν 41% που πήρε η ΝΔ, δίνουν μεγάλο πλεονέκτημα στον κ. Μητσοτάκη και στους συνεργάτες του.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, αυτό το πλεονέκτημα της έλλειψης αξιόμαχου αντιπάλου, εξαιτίας και του κατακερματισμού της αντιπολίτευσης, μπορεί να γίνει το μεγάλο μειονέκτημα της δεύτερης κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Όχι μόνον διότι τα στελέχη της μπορεί να βάλουν χαμηλά τον πήχη, επειδή δεν προβάλει στον ορίζοντα αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Αλλά κυρίως διότι, με δεδομένη τη φάση της ομφαλοσκόπησης στην οποία έχει περιπέσει η αντιπολίτευση, το μεγαλύτερο μέρος από τα φώτα της κοινής γνώμης είναι στραμμένο στις ενέργειες της κυβέρνησης.

Επικαλούμενος και εγώ το εμβληματικό καβαφικό ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους», που θύμισε ο πρωθυπουργός όταν αναφέρθηκε στα ελληνοτουρκικά, δεν δυσκολεύεται να πω ότι η απόσυρση από το προσκήνιο της τοξικής αντιπαράθεσης που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί συνθήκες στο πολιτικό προσκήνιο που παραπέμπουν στον στίχο του Αλεξανδρινού, σύμφωνα με τον οποίο: «Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».

Κακά τα ψέματα, ο τρόπος με τον οποίο αντιπολιτευόταν ο ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη τετραετία κάθε άλλο παρά δημιουργούσε πρόβλημα στην κυβέρνηση. Το μαρτυρά, άλλωστε, το πρωτοφανές εκλογικό αποτέλεσμα με την άνοδο της κυβερνητικής παράταξης και τον ταυτόχρονο καταποντισμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Να το πούμε με ένα παράδειγμα που τώρα γίνεται πιο ευχερές; Η παβλοφικού τύπου «αλληλεγγύη» σύσσωμης της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς κάθε «μπαχαλάκια» και παραβατικό εισβολέα στους χώρους των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, θόλωνε την εικόνα της πραγματικότητας και δεν άφηνε να φανεί ότι ο διορισμός άοπλης πανεπιστημιακής αστυνομίας δεν μπορούσε παρά να αποδειχθεί μια ιδεοληπτική «τρύπα στο νερό».

Αν δεν την είχε πολεμήσει τόσο πολύ ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας, μάλιστα, ιδεολογικά χαρακτηριστικά στην αντίθεσή του, η κοινή γνώμη θα είχε μάθει ότι η ουσιαστική κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας έχει ήδη γίνει τουλάχιστον από την αρχή του τρέχοντος χρόνου όταν οι άνθρωποι που προσλήφθηκαν για αυτό τον θεσμό τοποθετήθηκαν στα τμήματα, ξεκίνησαν να εκπαιδεύονται στα όπλα και να μετατρέπονται σε ειδικούς φρουρούς της ΕΛΑΣ.

Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να υπάρχει πανεπιστημιακή αστυνομία γιατί μόνον έτσι ήξερε να αντιπολιτεύεται, καταγγέλλοντας ακροδεξιά φαντάσματα, και η κυβέρνηση μια χαρά βολευόταν προβάλλοντας το ανύπαρκτο δόγμα «νόμος και τάξη». Τώρα που η Κουμουνδούρου πασχίζει να βρει νέα/ο αρχηγό ήρθε ο Νότης Μηταράκης να πει δυνατά την αλήθεια.

Για να αποδειχθεί έτσι ότι η «κατάρα» της δεύτερης τετραετίας μπορεί να γίνει ισχυρότερη χωρίς… αντιπολίτευση. Τουλάχιστον χωρίς την αντιπολίτευση που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ τα τέσσερα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία τις πιο πολλές φορές αντιπολιτευόταν την ίδια την πραγματικότητα!

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Η Δημοκρατία αντέχει και στη… «Βαβυλωνία»

Δεν ξέρω πόσοι Έλληνες είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα της νέας Βουλής που ως είθισται άνοιξε με τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων. Αλλά είναι βέβαιο ότι όσοι το έκαναν, επειδή ανέμεναν ότι ο κατακερματισμός της κοινοβουλευτικής σύνθεσης που προέκυψε από την κάλπη της 25ης Ιουνίου θα αύξανε το ενδιαφέρον της πολιτικής αντιπαράθεσης, θα πρέπει μάλλον να απογοητεύθηκαν.

Ο πλουραλισμός των απόψεων αποτελεί αναμφίβολα πλούτο για τη δημοκρατική λειτουργία, υπό την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι η πολυφωνία δεν μετατρέπεται σε κακοφωνία που θυμίζει τη «Βαβυλωνία» του συγγραφέα Δημητρίου Βυζάντιου, στην οποία πολύ εύστοχα παρέπεμψε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας για να ξορκίσει την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και είχε τα γνωστά αποτελέσματα.

Με την επιφύλαξη ότι θα επιβεβαιωθεί το προσεχές διάστημα η πρώτη εικόνα, η οποία σχηματίστηκε στο ξεκίνημα της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν απείχε πολύ από την απόλυτη ασυνεννοησία, τις λεκτικές παρεξηγήσεις και τους αναίτιους διαπληκτισμούς ανάμεσα στους προερχόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδος οι οποίοι στις απαρχές της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους και αδυνατούσαν να βρουν κοινή γλώσσα.

Αν όμως οι πρωταγωνιστές της «Βαβυλωνίας» του Βυζάντιου έβγαζαν γέλιο, έχω την αίσθηση ότι η οκτακομματική σύνθεση της νέας Βουλής εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο βγάζει δεν είναι παρά μια αφόρητη βαρεμάρα. Πώς αλλιώς μπορεί να αισθανθεί κάποιος παρακολουθώντας τον χαμηλής αισθητικής φραστικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε υποτιθέμενους αντισυστημικούς σχηματισμούς που στην πραγματικότητα δεν κομίζουν τίποτε νέο και τίποτε διαφορετικό στην πολιτική ζωή του τόπου;

Πολύ φοβάμαι ότι οι αυτάρεσκες βεβαιότητες, οι ναρκισιστικού χαρακτήρα μικρομεγαλισμοί και οι κοινότυπα λαϊκίστικοι βερμπαλισμοί, που ακούστηκαν κατά κόρον στην πρεμιέρα της Εθνικής Αντιπροσωπείας, θα αποτελέσουν τον κανόνα που θα χαρακτηρίζει τη νέα Βουλή. Οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις θα είναι -και μακάρι να διαψευστώ- μια πολύ δύσκολη άσκηση υπομονής που για να τις παρακολουθήσει κανείς θα χρειάζεται «ιώβειες» ιδιότητες. Πόσες φορές άλλωστε μπορεί να ακούσει κανείς από τα ίδια ή και διαφορετικά χείλη να υπερηφανεύονται ότι αποτελούν την… «αυθεντική» υπερασπιστική δύναμη των ιδεωδών της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας;

Για την ιστορία και μόνον να σημειωθεί ότι ο αρχικός κύκλος των ομιλιών των οκτώ πολιτικών αρχηγών στις προγραμματικές δηλώσεις διήρκησε επτά ολόκληρες ώρες. Υπό αυτή τη συνθήκη, ο καθένας μπορεί να αναρωτηθεί πόσος ακόμη χρόνος θα χρειαζόταν αν έπρεπε να ακολουθήσουν και δευτερολογίες. Και, πολύ περισσότερο, να σκεφθεί πόσοι διαθέτουν τις αντοχές να μείνουν καθηλωμένοι στον καναπέ τους για να ακούσουν τέτοιες συζητήσεις από την αρχή τους έως το τέλος προκειμένου να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα.

Θα ήταν, πάντως, ευχής έργον αν οι πολίτες -και ιδίως όσοι έχουν την έφεση να δελεάζονται από τις «Σειρήνες» του λαϊκισμού- να άκουγαν όλα όσα λέγονται σε αυτές τις συζητήσεις ώστε να μπορούν να κρίνουν και να συγκρίνουν λόγια και πράξεις. Θεωρώ ότι αν το έκαναν, δεν θα είχαν αυταπάτες ότι τα παραδοσιακά κόμματα είναι εκείνα που κατέστρεψαν τη χώρα και έρχονται στη θέση τους οι… τιμωροί ακτιβιστές να μας απαλλάξουν από όλα τα κακά της μοίρας μας.

Καλώς ή κακώς, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, απεδείχθη ότι οι παθογένειες δεν αποτελούν αποκλειστικό «προνόμιο» των παλαιών κομμάτων. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις ο αρχηγοκεντρισμός και η παρεοκρατία είναι περισσότερο κραυγαλέα φαινόμενα στις δυνάμεις που επαγγέλλονται ότι τάχατες διαθέτουν τη «χρυσή συνταγή».

Θυμηθείτε, άλλωστε, πόσα σχήματα της μιας ή, άντε, των δύο κοινοβουλευτικών θητειών γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Από την Πολιτική Άνοιξη έως το ΔΗΚΚΙ και τον ΛΑΟΣ, από τους ΑΝΕΛ έως τη ΔΗΜΑΡ και από το Ποτάμι έως τη Χρυσή Αυγή ή το ΜέΡΑ 25, απεδείχθη ότι η πλειονότητα των νεοπαγών σχηματισμών υπήρξαν θνησιγενείς οργανισμοί που δεν άντεξαν στον χρόνο. Προφανώς επειδή δεν είχαν επί της ουσίας τίποτε σημαντικό να εισφέρουν, πέραν του γεγονότος ότι σε κάποιες περιπτώσεις -και πρέπει να το παραδεχθούμε- λειτούργησαν ως φυτώρια ανάδειξης νέων στελεχών που έκαναν καριέρα σε άλλα κόμματα.

Υπό αυτή την έννοια, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έχουν καλύτερη τύχη η Ελληνική Λύση, οι Σπαρτιάτες, η Νίκη ή η Πλεύση Ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιοριστούν τα δικαιώματα τους που προβλέπονται από τη συνταγματική και κοινοβουλευτική τάξη. Κάθε άλλο. Η Δημοκρατία μας και οι θεσμοί της είναι πλέον τόσο δοκιμασμένοι που είναι βέβαιο ότι θα αντέξουν το καθεστώς της «Βαβυλωνίας». Όπως και τις υπαινικτικές αλληλοκατηγορίες για… «πατριδεμπορία».

Ο καιροί θα δείξουν!

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Οφείλουμε χάριτες στο… μαξιλάρι του κ. Τσίπρα

 

Όπως ολόκληρη η διαδρομή του στη δημόσια ζωή, έτσι και η ανακοίνωση της απόφασης του Αλέξη Τσίπρα να εγκαταλείψει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ -τη λέξη παραίτηση ο ίδιος δεν την εκστόμισε- ήταν γεμάτη αντιφάσεις.

Η τετραήμερη καθυστέρηση, άλλωστε, με την οποία προχώρησε το αυτονόητο, το οποίο θα έκανε από την πρώτη στιγμή οποιοσδήποτε υπεύθυνος ηγέτης έβλεπε να χάνει με τόσο συντριπτικό τρόπο και μάλιστα από έναν αντίπαλο που ο ίδιος ισχυριζόταν ότι «ήταν ο χειρότερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης», έδειξε ότι το σκέφθηκε και το ξανασκέφθηκε πριν αντιληφθεί ότι δεν μπορούσε να μείνει άλλο κολλημένος στην αρχηγική καρέκλα.

«Έχω πια την εμπειρία αυτές τις αποφάσεις να μην τις λαμβάνω εν θερμώ. Να τις παίρνω στο μαξιλάρι μου και να τις βασανίζω. Να αποφασίζω με ψυχραιμία. Και αυτό έκανα για τρία εικοσιτετράωρα», ανέφερε εξάλλου επί λέξει στη δήλωσή του από το Ζάππειο, όπου εμφανίστηκε καταφανώς θλιμμένος για την τροπή που πήρε η πολιτική του καριέρα. Γι΄ αυτό και όσοι μιλούν για «γενναία πρωτοβουλία», πρέπει να υποδείξουν σε τι συνίσταται η γενναιότητα.

Όσο και αν είναι αλήθεια τα αυτοεπαινετικά λόγια που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας όταν είπε ότι «πήρε σε ηλικία 34 ετών την ηγεσία ενός μικρού κόμματος της Αριστεράς» και έγινε επτά χρόνια αργότερα «ο πρώτος αριστερός πρωθυπουργός στην Ευρώπη», εξίσου αλήθεια όμως είναι και αυτά που παρέλειψε να πει. Με κυριότερο ότι για να συμβούν τα παραπάνω χρειάστηκε να έρθει ο κόσμος ανάποδα και ο ίδιος να εκμεταλλευτεί με τον χειρότερο δυνατό την ανεπανάληπτη κρίση που επέπεσε επί της κεφαλής της ελληνικής κοινωνίας.

Ακούω με ενδιαφέρον εκείνους που εμφανίζονται ενοχλημένοι επειδή ασκείται κριτική, αντί να αποδίδονται τιμές, στον αποχωρούντα(;) από το προσκήνιο Αλέξη Τσίπρα. Δεν μπορώ, όμως, να μην αναρωτηθώ που ήταν όλοι αυτοί όταν ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του καταμαρτυρούσαν τα μύρια όσα στους αντιπάλους τους και δεν δίσταζαν να ενορχηστρώσουν κάθε είδους αθλιότητες που νόμιζαν ότι θα τους αποκόμιζαν κομματικά οφέλη. Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις μικρότητες; Τη στοχοποίηση; Τη διαρκή εχθροπάθεια κατά όσων δεν συμφωνούσαν με τον ΣΥΡΙΖΑ; Τις σκευωρίες;

Και πιο συγκεκριμένα: Τον «Πινοσέτ» Γιώργο Παπανδρέου; Τις έρευνες κατά των μελών της οικογένειας του Κώστα Σημίτη; Την πολύχρονη δικαστική ταλαιπωρία του επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου για να μη θιγεί η διακυβέρνηση Καραμανλή; Την άρνηση του πρωθυπουργού Τσίπρα να επισκεφθεί στο νοσοκομείο τον Λουκά Παπαδήμο που δέχθηκε βομβιστική επίθεση; Τα χαχανητά των βουλευτών του όταν ο χυδαίος συγκυβερνήτης τους απευθυνόταν από του βήματος της Βουλής στα στελέχη της αντιπολίτευσης με τη φράση «στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα…»;

Ο κατάλογος είναι πολύ πιο μακρύς και θα χρειαζόταν τόμοι ολόκληροι για να καταγραφούν οι μικρότερες ή μεγαλύτερες αθλιότητες εις βάρος όσων δεν έδιναν γη και ύδωρ στην συριζαϊκή εξουσία. Κι όλα αυτά την ίδια ακριβώς ώρα που έμεναν στο απυρόβλητο όσοι ήταν έτοιμοι να αλλαξοπιστήσουν και να προσκυνήσουν τον αρχηγό Τσίπρα. Θυμηθείτε, άλλωστε, πόσοι «Γερμανοτσολιάδες» από το ΠΑΣΟΚ και άλλα κόμματα έγιναν κατόπιν ηγετικά στελέχη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν ξέρω ειλικρινά αν ήταν ενδεδειγμένος -τουλάχιστον για έναν πολιτικό ηγέτη ο οποίος ανεδείχθη ξεκάθαρος νικητής των εκλογών- ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην αποχώρηση Τσίπρα. Είμαι όμως απολύτως βέβαιος ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν οι όροι ήταν αντίστροφοι. Αν, δηλαδή, είχε νικήσει στις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας και είχε υποχρεωθεί σε αποχώρηση από την ηγεσία της παράταξής του ο Μητσοτάκης. Η αντίδραση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν αναμφίβολα πολύ πιο επιθετική.

Κακά τα ψέματα, εκείνο με το οποίο έχει πρωτίστως συνδεθεί και θα αφήσει πίσω της η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στη δημόσια σφαίρα είναι η λέξη «kolotoumpa», η οποία έχει πλέον λάβει και διεθνή… πιστοποίηση, εξαιτίας των όσων έγιναν στη χώρα μας από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούλιο του 2019. Είναι πολλές δεκάδες, αν όχι και εκατοντάδες, οι παλινωδίες του πολιτικού ο οποίος δεν αποφάσισε ποτέ αν ανήκει στη ριζοσπαστική αριστερά ή στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά παρά ταύτα δεν είχε πρόβλημα να θέσει υπό τη σκέπη του κάθε ακροδεξιό απολειφάδι.

Υπό αυτή την έννοια, μάλλον χρωστάμε χάριτες στο… μαξιλάρι του κ. Τσίπρα που τον έπεισε ότι πρέπει, κατά την έκφρασή του, να «παραμερίσει». Διότι ο ίδιος, όπως φαίνεται, δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να μας απαλλάξει από την παρουσία του. Μας προειδοποίησε, άλλωστε, λέγοντας: «Μπορεί κάποιοι να χαίρεστε με την απόφασή μου. Και κάποιοι να λυπάστε. Αλλά τα επόμενα χρόνια δε θα είναι εύκολα για κανένα μας».

Λέτε να τον ξαναβρούμε μπροστά μας; Τίποτε δεν αποκλείεται. Αλλά ίσως αυτό που έχει σημασία είναι να μη συμπέσει με μια νέα κρίση και ένα νέο αντιμνηνιακό βούρκο που αποτελεί τον βιότοπο ανάδειξης πολιτικών αυτού του διαμετρήματος.

Υ.Γ.: Α, και κάτι τελευταίο, επειδή κάποιοι θα πουν ότι πολεμάμε τον Τσίπρα ακόμη και τώρα που είναι στα κάτω του. Η αλήθεια είναι ότι τη ζημιά στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ δεν του την κάναμε εμείς που του ασκούσαμε κριτική. Εκείνοι που τον κατέστρεψαν και δεν τον άφηναν να δει την πραγματικότητα είναι όσοι του παρουσίαζαν ψεύτικες δημοσκοπήσεις και τον έπειθαν ότι ήταν άχαστος. Ελπίζω να του το είπε και αυτό το μαξιλάρι του.

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Η αλαζονεία καραδοκεί και το «τέλος της ιστορίας» δεν επέρχεται

Είναι αναμφίβολα πολύ ευχάριστο να ακούει κανείς τον νικητή των εκλογών να διαβεβαιώνει τους πολίτες ότι θα πολεμήσει «κάθε στάση που θα περιφρονεί την εμπιστοσύνη της κοινωνίας», καθώς επίσης και ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί «καμία έπαρση και καμία αλαζονική συμπεριφορά».

Αναμφίβολο είναι επίσης ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στον οποίο ανήκουν αυτές οι διαβεβαιώσεις, δεν αποτελεί τον πρώτο θριαμβευτή της κάλπης που στην επινίκια δήλωσή του δεσμεύεται ότι θα είναι «πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων».

Κακά τα ψέματα, τέτοιες μεγαλοστομίες έχουμε ξανακούσει και άλλες φορές στο παρελθόν, όπως και τη συνοδευτική επιχειρηματολογία, που χρησιμοποίησε ο επανεκλεγείς πρωθυπουργός, σύμφωνα με την οποία «τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα και οι πολίτες, ιδίως οι πιο αδύναμοι, πρέπει να αισθάνονται το κράτος δίπλα τους σε κάθε δυσκολία».

Οι Έλληνες ψηφοφόροι με την ετυμηγορία της περασμένης Κυριακής έδωσαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη σχεδόν όλα όσα τους ζήτησε. Του έδωσαν, κατ΄ αρχάς, μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 158 εδρών που είναι μέσα στις προδιαγραφές της ασφαλούς αυτοδυναμίας που είχε εκφράσει ο ίδιος ως επιθυμητή προσδοκία. Τοποθέτησαν, κατά δεύτερον, απέναντί του την πιο κατακερματισμένη και, ως εκ τούτου, την πλέον αποδυναμωμένη αντιπολίτευση που έχει υπάρξει στα κοινοβουλευτικά χρονικά της Μεταπολίτευσης.

Η παρουσία επτά διαφορετικών κομμάτων στα έδρανα της αντιπολίτευσης μπορεί από μια πρώτη ματιά να θεωρηθεί ως έκφραση του πλουραλισμού που ενδεχομένως επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, στην πράξη, όμως, έχει αποδειχθεί ότι ο κατακερματισμός λειτουργεί περισσότερο υπέρ της κακοφωνίας παρά συμβάλλει στην πολυφωνία.

Είναι, τυχαίο, άραγε, ότι στις περισσότερες ώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο αριθμός των κομμάτων που διαδραματίζουν ρόλο στα τεκταινόμενα είναι δύο με τρία ή το πολύ τέσσερα; Όπως, επίσης και ότι χώρες πολύ μεγαλύτερες πληθυσμιακά από τη δική μας θέτουν ως κατώφλι για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση το 5% αντί του 3% το οποίο έχουμε εμείς;

Στην προκειμένη περίπτωση, τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα εξαιτίας του γεγονότος ότι ρόλο αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη διεκδικούν κόμματα που στο σύνολό τους είναι αποδυναμωμένα και, ας είμαστε ειλικρινείς, ανίκανα να αρθρώσουν, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, πειστική εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Τα περισσότερα, άλλωστε, είναι προσωποπαγείς σχηματισμοί που χωρίς τον αρχηγό τους στο τιμόνι παύουν να υφίστανται την αμέσως επόμενη στιγμή. Σκεφτείτε λίγο τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Τσίπρα, τους Σπαρτιάτες χωρίς τον Κασιδιάρη, την Ελληνική Λύση χωρίς τον -«επιχειρηματία», κατά δήλωσή του- Βελόπουλο ή την Πλεύση Ελευθερίας χωρίς τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ειλικρινά δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι για τη νεοδημοκρατική πλειοψηφία, η οποία σχηματίστηκε από την κάλπη της Κυριακής, να αποφύγει τη διαχρονική παγίδα της αλαζονείας που καραδοκεί. Και η οποία βρίσκει, σε όλες τις εποχές και σε όλα τα καθεστώτα, περισσότερο πρόσφορο έδαφος όταν οι ασκούντες την εξουσία αισθάνονται ότι δεν απειλούνται με απώλεια των θώκων στους οποίους έχουν θρονιαστεί.

Οι περισσότεροι εξ αυτών υποπίπτουν σε ένα θανάσιμο λάθος, από το οποίο η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι ελάχιστοι καταφέρνουν να απεγκλωβιστούν. Ποιο είναι αυτό; Είναι η (ψευδ)αίσθηση ότι η εξουσία αποτελεί αιώνια κατάκτηση. Με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι θα την έχουν για πάντα. Τα παραδείγματα από την εγχώρια αλλά και τη διεθνή Πολιτική, όπως και από την ίδια τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της, που διέπονται από ιεραρχικές σχέσεις, είναι μυριάδες.

Είναι συνήθεις οι ισχυρισμοί για το «τέλος της ιστορίας» που υποτίθεται ότι επέρχεται εξαιτίας της επικράτησης ενός προσώπου ή και μια κατάστασης. Πόσες φορές στο πρόσφατο και στο απώτερο παρελθόν δεν ακούσαμε για το «Imperium», δηλαδή την «απόλυτη κυριαρχία» κάποιων αρχηγών, οι οποίοι στην πρώτη στροφή της ιστορικής εξέλιξης απεδείχθησαν απολύτως αναλώσιμοι. Όπως λέει άλλωστε και η γνωστή στερεότυπη ρήση, «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους».

Κάντε ένα γρήγορο flash back στα πρόσωπα που είχαν πρόσκαιρα κεντρικό ρόλο στα πολιτικά τεκταινόμενα της τελευταίας δεκαπενταετίας και φανταστείτε πόσοι από αυτούς είχαν διάρκεια τέτοια που να τους εξασφαλίζει «διαβατήριο» για να περάσουν στις δέλτους της Ιστορίας. 

Αρκεί ίσως μόνον να σταθεί κάποιος σε ορισμένους που αυτοπροβάλλονταν ως «άχαστοι» και οι οποίοι, ενώ δεν προλαβαίνουν να μετρούν ήττες, επιμένουν να μην απαλλάσσουν τον δημόσιο βίο από την τοξική παρουσία τους.

Γι΄ αυτό, λοιπόν, μακάρι να εννοεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσα υποστήριξε μετά τη νέα εκλογική νίκη που κατέκτησε περί της διάθεσής του να πατάξει φαινόμενα έπαρσης και αλαζονείας. Ας μας επιτρέψει, όμως, να δυσπιστούμε, κρίνοντας, αφενός, από κάποια σημάδια της πρώτης τετραετίας και αναλογιζόμενοι, αφετέρου, τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η απουσία αξιόπιστης αντιπολιτευτικής πρότασης με χαρακτηριστικά εναλλακτικής λύσης.

Καλώς εχόντων των πραγμάτων, εδώ θα είμαστε!

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Πολυφωνία ή κατακερματισμός; Δύο όψεις του ίδιου διλήμματος στην κάλπη της Κυριακής

Σε λίγες ώρες ολοκληρώνεται μια από τις πλέον ιδιότυπες προεκλογικές περιόδους των τελευταίων 180 χρόνων κατά τα οποία γίνονται βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα.

Όσο και αν είναι αλήθεια ότι είχε τις δικές της ιδιαιτερότητες η καθεμιά από τις περίπου 70 φορές που οι Έλληνες κληθήκαμε, από το 1843 και εντεύθεν, στις κάλπες για να εκλέξουμε τα μέλη της Εθνικής Αντιπροσωπείας, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η εκλογική διαδικασία που ολοκληρώνεται την προσεχή Κυριακή θα καταλάβει μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις αναμετρήσεις που διεξήχθησαν από την καθιέρωση των κοινοβουλευτικών θεσμών στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία.

Με απόλυτο ρεαλισμό και χωρίς διάθεση να προκαταλάβουμε την ψήφο των Ελλήνων, νομίζω ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα που λέει ότι είναι η πρώτη φορά στην ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία που όλοι είμαστε βέβαιοι για το κόμμα που θα αναδειχθεί πρώτο από τις κάλπες και ο αρχηγός του τη Δευτέρα θα λάβει εντολή για να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση. Όποιος είναι δύσπιστος δεν έχει παρά να αναζητήσει το σποτ του Παύλου Πολάκη με το οποίο ο «αψύς Σφακιανός» κάνει απεγνωσμένη έκκληση στο θυμικό των ψηφοφόρων για τη… σωτηρία της βουλευτικής έδρας του στα Χανιά.

Η απειλή να μείνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χωρίς έδρα στην περιφέρεια που πολιτεύεται ο κ. Πολάκης είναι πολύ μεγάλη. Όπως το ίδιο θα συμβεί και σε αρκετές άλλες περιφέρειες, ακόμη και αν πετύχει τον άθλο να διατηρήσει τα ίδια ποσοστά που πήρε τον περασμένο μήνα. Όλα τα προγνωστικά λένε ότι η θηριώδης διαφορά η οποία χώριζε το πρώτο από το δεύτερο κόμμα πριν από πέντε εβδομάδες, που έγιναν οι προηγούμενες εκλογές, είναι πιθανότερο να αυξηθεί παρά να μειωθεί.

Η συγκεκριμένη παραδοχή, πάντως, δηλαδή η αναγνώριση ότι η Νέα Δημοκρατία θα αποσπάσει στην επαναληπτική κάλπη ποσοστό που θα της εξασφαλίζει αυτοδυναμία, την οποία θα κατακτήσει -βρέξει, χιονίσει- αν μείνει βρεθεί στην περιοχή του 40% -στις 21 Μαΐου είχε 40,79%- δεν σημαίνει ότι δεν μετράει και η τελευταία ψήφος που θα πέσει στην κάλπη. Εξάλλου, πέρα από την εξασφαλισμένη νεοδημοκρατική πρωτιά, την ερχόμενη Κυριακή θα κριθούν και άλλα ζητούμενα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης.

Το εύρος της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας που θα διαθέτει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα από αυτά. Για παράδειγμα, με το ίδιο ποσοστό που έλαβε στις τελευταίες εκλογές, η κεντροδεξιά παράταξη θα εξέλεγε 171 βουλευτές, επειδή ήταν πολύ υψηλό το ποσοστό των κομμάτων που δεν κατάφεραν να περάσουν το όριο του 3% για να εκλέξουν βουλευτές. Οι εκτός Βουλής σχηματισμοί έφθασαν στο 16,01% επί του συνόλου του εκλογικού σώματος που είναι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά των μεταπολιτευτικών χρόνων.

Οι προβλέψεις για τις επερχόμενες κάλπες θέλουν το ποσοστό αυτό να περιορίζεται, εξαιτίας του γεγονότος ότι, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, τον πήχη για την εκλογή βουλευτών μπορούν να περάσουν επιπλέον δύο -ή ίσως και τρία- κόμματα. Με μικρότερες ή μεγαλύτερες αξιώσεις, την πόρτα της επόμενης Βουλής, πέραν της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και της Ελληνικής Λύσης, που πέρασαν το κατώφλι τον Μάιο, κρούουν αυτή τη φορά η Πλεύση Ελευθερίας, η Νίκη και ενδεχομένως το μόρφωμα «Σπαρτιάτες» που έλαβε τις ευλογίες του έγκλειστου στις φυλακές πρώην χρυσαυγίτη βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη.

Οι απόψεις για το κατά πόσο είναι υγιής προοπτική για τη Δημοκρατία ένας τέτοιος κατακερματισμός διίστανται. Στο όνομα της πολυφωνίας, ορισμένοι θεωρούν θετικό γεγονός την είσοδο πολλών κομμάτων στη Βουλή. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, ωστόσο, αν και εισήγαγε την απλή αναλογική, που αυτός ακριβώς ο ρόλος της, να εξασφαλίζει δηλαδή ότι θα ακούγονται περισσότερες φωνές στο κοινοβουλευτικό ημικύκλιο, εμφανίστηκε πρόσφατα μετανοημένος. Υποστήριξε ότι «η ΝΔ θέλει μια επτακομματική ή οκτακομματική Βουλή, γραφική και απαξιωμένη». Και γι΄ αυτό ο ίδιος κάλεσε «κάθε προοδευτικό και δημοκρατικό πολίτη να αποτρέψει αυτή την τρομακτική εκδοχή, στην κάλπη».

Αν το καλοσκεφθούμε, βεβαίως, η είσοδος πολλών μικρών κομμάτων στη νέα Βουλή μάλλον θα πλήξει παρά θα ευνοήσει τη Νέα Δημοκρατία. Από τη μια, κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα περιοριστεί ο αριθμός των βουλευτών που θα συγκροτούν την επόμενη πλειοψηφία. Με τα εκτός Βουλής κόμματα στο 1% η ΝΔ με, π.χ., 41% θα εκλέξει 154 βουλευτές. Ενώ αν το άθροισμα των ψήφων που δεν θα μετατραπούν σε έδρες φθάσει στο 10% τότε η γαλάζια πλειοψηφία θα απαρτίζεται από 164 βουλευτές. Με λίγα λόγια, το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη θα προσποριστεί επιπλέον δέκα έδρες που θα κάνουν πολύ πιο άνετη την πλειοψηφία του.

Από την άλλη, μια Εθνική Αντιπροσωπεία με οκτώ ή και εννέα κόμματα, έναντι έξι που εκπροσωπούνταν την προηγούμενη τετραετία 2019-2023, είναι εύκολο να αντιληφθεί όποιος ενδιαφέρεται για την ποιότητα του κοινοβουλευτικού διάλογου ότι δεν θα είναι καθόλου λειτουργική. Κάντε εικόνα μια προσεχή συζήτηση των πολιτικών αρχηγών που θα ξεκινά με ομιλία του πρωθυπουργού και θα πρέπει να τοποθετηθούν αλληλοδιαδόχως άλλοι οκτώ ηγέτες και ηγετίσκοι, οι οποίοι θα διαγκωνίζονται και μεταξύ τους για το ποιος θα εκστομίσει την εντυπωσιακότερη ατάκα ώστε να κερδίσει τις εντυπώσεις, προτού ξαναπάρει τον λόγο ο επικεφαλής της κυβέρνησης για να απαντήσει στις αιτιάσεις που θα δεχθεί από τόσες διαφορετικές κατευθύνσεις. Πόσοι άραγε συμπολίτες μας θα έχουν την… υπομονή να περιμένουν να τον ξανακούσουν;

Ας τα έχουμε όλα αυτά υπόψιν μας την Κυριακή που θα πάμε να ψηφίσουμε. Γιατί απαιτείται να πάμε. Και ας ψηφίσει ο καθένας με βάση τις προτιμήσεις και τη συνείδησή του, όπως ακριβώς επιτάσσουν οι κανόνες λειτουργίας ενός δημοκρατικού Πολιτεύματος.

Υ.Γ.: Α, και κάτι τελευταίο. Τρίτη κάλπη για να ξαναδιορθώσουμε την ψήφο μας όσοι μετανιώσουμε και πάλι γι΄ αυτή, δεν προβλέπεται να υπάρξει.

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

Ούτε αριστερή υποκρισία, oύτε ακροδεξιά αναλγησία

Ψάχνω και δεν βρίσκω φωτογραφίες ή video από τις… επισκέψεις του Αλέξη Τσίπρα στους λασπότοπους της Ειδομένης και στις χιονισμένες σκηνές της Μόριας όπου για βδομάδες και μήνες υπέφεραν χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες οι οποίοι είχαν εγκλωβιστεί εκεί επειδή η Ευρώπη είχε ζητήσει από τους βόρειους γείτονες μας να κλείσουν τα σύνορά τους με την Ελλάδα.

Ο λόγος που δεν βρίσκω είναι πολύ απλός: ο κ. Τσίπρας, αν και ήταν πρωθυπουργός όταν εκτυλίσσονταν εκείνα τα δράματα, δεν πήγε ποτέ ούτε στην Ειδομένη ούτε στη Μόρια. Μπορεί οι υπουργοί που ο ίδιος είχε διορίσει να είχαν χαράξει, από προφανή ιδεοληπτική εμμονή, πολιτική «ανοιχτών συνόρων», που έφερνε την Ελλάδα αντιμέτωπη με ένα δυσανάλογα μεγάλο για τις αντοχές της πρόβλημα, αλλά για εκείνον το πρόβλημα ήταν σα να μην υπήρχε.

Εν συνεχεία, βεβαίως, κατά την προσφιλή του τακτική, δεν είχε πρόβλημα να αλλάξει άρδην την πολιτική της κυβέρνησής του, κλείνοντας τα σύνορα και καταβάλλοντας προσπάθειες να πείσει την Τουρκία να βάλει ένα κάποιο φρένο στους αδίστακτους διακινητές που θησαύριζαν από την πολύ προσοδοφόρα δραστηριότητα της ουσιαστικής δουλεμπορίας που ασκούσαν με την αναμφίβολη ανοχή των αρχών της γειτονικής μας χώρας.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ωστόσο, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε επιμελώς να κάνει αυτό που έκανε τούτες τις μέρες όταν, με αφορμή το τραγικό δυστύχημα στα διεθνή ύδατα ανοικτά της Πύλου, μετέβη εκτάκτως στην Καλαμάτα για να πληροφορεί τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το αποτρόπαιο έγκλημα με το πλωτό φέρετρο που ναυάγησε στα ανοιχτά των ελληνικών ακτών και οδήγησε στον υγρό τάφο εκατοντάδες άμοιρους συνανθρώπους μας.

Θα μπορούσε κανείς να παραβλέψει την συμπεριφορά που είχε ως πρωθυπουργός και να θεωρήσει εύλογο το ενδιαφέρον του κ. Τσίπρα να βρεθεί στη Μεσσηνία. Μόνον, όμως, που φρόντισε ο ίδιος να μην γίνει πιστευτό κάτι τέτοιο. 

Όχι μόνον γιατί είχαν λειτουργήσει ως δικοί του προπομποί οι -κατά την ορολογία του Νίκου Βούτση- μεσήλικες «ημιπιτσιρικάδες» της… νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι έψεξαν την προηγούμενη μέρα την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθιστώντας την συνυπεύθυνη για το έγκλημα (!) επειδή κάποια στιγμή παλαιότερα φωτογραφήθηκε στον φράκτη του Έβρου. Αλλά και διότι ο ίδιος πήγε εκεί παριστάνοντας τον ειδικό εμπειρογνώμονα επί θεμάτων ναυαγίων και αντιδικώντας μπροστά στις κάμερες με τον υπηρεσιακό υπουργό Πολιτικής Προστασίας.

Δυσκολεύομαι, με κάθε ειλικρίνεια, να αντιληφθώ την ανάγκη η οποία κάνει έναν πρώην πρωθυπουργό, ο οποίος, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι υποψήφιος για να επανέλθει στο αξίωμα, να επιφυλάσσει στον εαυτό του μια τέτοια συμπεριφορά. Η εικόνα την οποία εξέπεμψε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, επ΄ ουδενί δεν συνάδει με την υπευθυνότητα που απαιτείται να εκφράζει ο επικεφαλής του δεύτερου σε εκλογική δύναμη κόμματος.

Είχε κάθε δικαίωμα -και υποχρέωση ίσως- να εκφράσει τον έντονο αποτροπιασμό του για μια ακόμη ανείπωτη τραγωδία που λαμβάνει χώρα στα νερά της Μεσογείου. Με τον τρόπο αυτό θα διερμήνευε και τα συναισθήματα της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων που όλα δείχνουν ότι βρήκε εύλογη την αντίδραση της επίσημης ελληνικής Πολιτείας, όπως αυτή εκφράστηκε τόσο με την κήρυξη του εθνικού πένθους από τον υπηρεσιακό πρωθυπουργό Ιωάννη Σαρμά όσο και με την επιτόπια μετάβαση της Προέδρου της Δημοκρατίας.

Για μια ακόμη φορά, όμως, ο αμφίθυμος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, που δυσκολεύεται να αποφασίσει αν είναι υπέρ ή κατά του φράκτη στον Έβρο και καταφεύγει σε γενικότητες του τύπου «δεν λύνεται έτσι το πρόβλημα», επέλεξε να κινηθεί μακριά από τη κοινή λογική από την οποία εμφορείται ο μέσος Έλληνας. Ο οποίος ευλόγως θέλει, από τη μια, να μην είναι η χώρα του ξέφραγο αμπέλι και από την άλλη επιθυμεί να μην χάνουν τις ζωές τους και ούτε να βασανίζονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι που επιδιώκουν εναγωνίως και καταβάλλοντας βαρύτατο τίμημα να βρεθούν επί ευρωπαϊκού εδάφους.

Σε κάθε περίπτωση, το Μεταναστευτικό είναι ένα πολυσύνθετο ζήτημα που είναι συνυφασμένο με την εξέλιξη της ανθρωπότητας από αρχαιοτάτων χρόνων. Ως εκ τούτου, οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις δεν μπορεί να το προσεγγίζουν με απλοϊκούς λαϊκίστικους ισχυρισμούς του τύπου «εμείς είμαστε με τον άνθρωπο». Με εξαίρεση, άλλωστε, τους μισάνθρωπους ακροδεξιούς ρατσιστές, όλοι οι κανονικοί άνθρωποι μπορεί να υποστηρίζουν το ίδιο. Μόνον, όμως, που κανείς τους, από όσο φαντάζομαι, δεν επιθυμεί να μεταφερθεί στην Ευρώπη ολόκληρη η Ασία και η Αφρική.

Διότι, ακόμη και όποιος ειλικρινά ενοχλείται από τους φράκτες, εύκολα αντιλαμβάνεται τι θα συνέβαινε αν δεν είχε κλειδαριές και περίφραξη για το σπίτι, το χωράφι ή το αυτοκίνητο του. Όπως και οι συνέπειες που θα ακολουθούσαν αν αίφνης καταργούνταν τα σύνορα μεταξύ των χωρών και μπορούσε ο καθένας να μετακινείται κατά βούληση. Ωραίο και ιδεαλιστικό ακούγεται όλο αυτό, πλην, όμως, για να εφαρμοστεί απαιτείται το ίδιο αιφνιδιαστικά να μεταφερθούμε σε μια… αταξική κοινωνία και, για να θυμηθούμε τον εθνικό μας ποιητή, «σε έναν όμορφο κόσμο ηθικό και αγγελικά πλασμένο».

Καλώς ή κακώς, πάντως, απέχουμε πολύ από μια τέτοια μεταμόρφωση. Γι΄ αυτό και μέχρι να την επιτύχουμε, όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι νομίζω ότι αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται, κρατώντας αποστάσεις και από την απερίσκεπτη ακροδεξιά αναλγησία και από την ασυλλόγιστη αριστερή υποκρισία.

Υ.Γ.: Για να προλάβω κάποιους φανατικούς του ενός ή του άλλου άκρου, σπεύδω να εξομολογηθώ την εδραία πεποίθηση που έχω ότι η μετανάστευση των γονέων μου στα μεταπολεμικά πέτρινα χρόνια της ελληνικής περιφέρειας δεν συνέβαλε μόνον στην ανοικοδόμηση της χώρας υποδοχής, η οποία, μάλιστα, ευθύνονταν εν πολλοίς για τη διεύρυνση της δικής μας υπανάπτυξης, αλλά απετέλεσε συνάμα και την ευκαιρία για να ξεφύγει η δική μου οικογένεια, όπως και χιλιάδες άλλες, από την καταδίκη στη φτώχεια που προοιωνίζονταν η έλλειψη πλουτοπαραγωγικών πόρων στην Ελλάδα εκείνης της εποχής.

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

Η «βουβαμάρα» έβγαλε εκπλήξεις, η «αδιαφορία» τι θα βγάλει;

Στις παραμονές των τελευταίων εκλογών όλοι οι ψύχραιμοι παρατηρητές συνομολογούσαμε ότι το κυρίαρχο στοιχείο της προεκλογικής ατμόσφαιρας που διαμορφωνόταν στην πορεία προς τις κάλπες της 21ης Μαΐου ήταν η πρωτοφανής «βουβαμάρα» με την οποία προσέγγιζε τα τεκταινόμενα η πλειονότητα του εκλογικού σώματος.

Ο εικονικός πόλεμος ο οποίος διεξαγόταν, πρωτίστως, στο Διαδίκτυο και, δευτερευόντως, στα τηλεοπτικά πλατό δεν μεταφέρθηκε ούτε στιγμή στους δρόμους, στις πλατείες και γενικά στους χώρους συνάθροισης των πολιτών. 

Τα κόμματα και οι υποψήφιοι οργάνωναν τις εκδηλώσεις τους, μιλούσαν, κατά βάση, αποκλειστικά και μόνον στους οπαδούς τους και όλα κυλούσαν σε ένα κλίμα πρωτόγνωρης ηρεμίας το οποίο ελάχιστα θύμιζε τις θορυβώδεις προεκλογικές καμπάνιες του παρελθόντος που αναστάτωναν τη χώρα από τη μια άκρη έως την άλλη.

Παρά ταύτα και σε πείσμα όσων προφήτευαν ότι αυτό το κλίμα μπορεί να προοιωνιζόταν χαμηλό ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας για τις εξελίξεις, η αυξημένη σε σχέση με το 2019 συμμετοχή που καταγράφηκε στην ψηφοφορία έδειξε ότι το ενδιαφέρον των πολιτών δεν βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον θόρυβο που δημιουργείται. Εξαιρουμένου του μεμονωμένου περιστατικού με την καταγγελλόμενη απόπειρα εξαγορά ψηφοφόρων στην Καρδίτσα, το οποίο διερευνάται από τη Δικαιοσύνη, ήταν ίσως η πρώτη φορά που στο αστυνομικό δελτίο δεν κατεγράφησαν παρεκτροπές που να συνδέονται με τις εκλογές.

Με ωριμότητα που παρέπεμπε σε στέρεες ευρωπαϊκές δημοκρατίες που έχουν παράδοση στη θεσμική προσήλωση, οι Έλληνες πολίτες εξέφρασαν την ετυμηγορία τους και επέλεξαν τους εκλεκτούς τους με κριτήρια που ανταποκρίνονταν στη βούληση ενός εκάστου. Το ότι οι επιλογές αυτές δεν άρεσαν σε ορισμένους, οι οποίοι όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα αντέδρασαν υβρίζοντας όσους ψήφισαν διαφορετικά από τους ίδιους, δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς τα πράγματα.

Άλλωστε, το «έργο» της ελεεινολόγησης των αντιπάλων το έχουμε δει αρκετές φορές στο παρελθόν. Είναι σύνηθες οι χαμένοι της κάλπης να καταλογίζουν ανωριμότητα σε όσους ψήφισαν διαφορετικά. Για λόγους ψυχολογικής άμυνας απέναντι στη διάψευση των δικών τους προσδοκιών, αισθάνονται βολικά να πιστεύουν ότι είναι οι άλλοι εκείνοι οι οποίοι έσφαλαν.

Στην προκειμένη περίπτωση, πάντως, τα πράγματα αλλάζουν, αφού σε μόλις πέντε εβδομάδες από την προηγούμενη προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία οδηγούμαστε σε επαναληπτική εκλογική διαδικασία. Σε τυπικό επίπεδο όλα ξεκινούν από την αρχή ή για να χρησιμοποιούμε το κυρίαρχο στερεότυπο των ημερών «οι κάλπες που θα ανοίξουν το πρωί της Κυριακής 25 Ιουνίου θα είναι άδειες».

Επί της ουσίας, όμως, με την παρέλευση των σχεδόν δύο εβδομάδων που μας χωρίζουν από το νέο ραντεβού με την κάλπη, εκείνο που στην πραγματικότητα καλούμαστε να κάνουμε όλοι οι ψηφοφόροι είναι να επιβεβαιώσουμε ή να αναιρέσουμε την πρόσφατη επιλογή μας. 

Μπορεί αυτή τη φορά να μην επιλέγουμε τον βουλευτή της αρεσκείας μας -αφού, ως γνωστόν, ισχύει η λίστα με τη σειρά εκλογής που καθορίζουν οι κομματικές ηγεσίες- επιλέγουμε, ωστόσο, αφενός, το κόμμα που θα μας κυβερνήσει και, αφετέρου, τα κόμματα που θέλουμε να ασκήσουν αντιπολίτευση και από ποια θέση.

Το μεγαλύτερο, ωστόσο, ενδιαφέρον στην επερχόμενη αυτή εκλογική αναμέτρηση είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στις 21 Μαΐου, θα προσέλθουμε στα εκλογικά τμήματα γνωρίζοντας, λιγότερο ή περισσότερο, το «τι τέξεται η επιούσα». Ποιος δηλαδή θα έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και ποιοι, πάνω κάτω, θα κάθονται στα έδρανα της αντιπολίτευσης. 

Υπό αυτή την έννοια και όσο κι αν αποτελεί κανόνα απαράβατο της εκλογικής διαδικασίας ότι κάθε νέα ψηφοφορία επιφυλάσσει διαφορετικό αποτέλεσμα, όποιος δεν τρέφει αυταπάτες αναγνωρίζει ότι τα ζητούμενα από την κάλπη της 25ης Ιουνίου είναι μεν περιορισμένα, αλλά δεν είναι ασήμαντα.

Κακά τα ψέματα, το πρώτο και βασικότερο από τα διακυβεύματα αυτής της αναμέτρησης είναι το εύρος της αυτοδυναμίας το οποίο θα έχει η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς δεν νομίζω να υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που να έχει αμφιβολίες για το ποιο κόμμα θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης. Θα είναι οριακή ή άνετη η προσδοκώμενη αυτοδυναμία;

Το δεύτερο ζητούμενο είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα λάβουν το εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση. Θα είναι πέντε, έξι, επτά, ή, μήπως, οκτώ; Θα υπερβούν το όριο του 3% μόνον η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου και η «Νίκη» των θρησκευόμενων που ζήλωσαν πολιτική δόξα; Ή θα προστεθεί και το ΜέΡΑ 25 του Βαρουφάκη;

Το τρίτο θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει όταν θα ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των ψηφοδελτίων που θα πέσουν στις κάλπες είναι η πολιτική παράταξη που θα αναδειχθεί ως εναλλακτική δύναμη για τη μελλοντική διεκδίκηση της εξουσίας. 

Θα επιβιώσει στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που δείχνει να έχει μπει σε ρότα αποδρομής, ή θα επιστρέψει στο ΠΑΣΟΚ ο ρόλος του αντίπαλου δέους προς την κεντροδεξιά διακυβέρνηση;

Έχω την αίσθηση ότι αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την έκβαση αυτής της αναμέτρησης ο τρόπος που θα συμπεριφερθεί η κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων οι οποίοι πήγαν στις πρόσφατες κάλπες με την πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε επί ίσοις όροις την εκλογική πρωτιά. 

Το double score που χώρισε τα δύο μεγαλύτερα κόμματα ήταν μια ψυχρολουσία που δεν θα αφήσει ανεπηρέαστους όσους ψηφίζουν -και δεν είναι λίγοι- με κριτήριο να είναι το βράδυ των εκλογών με εκείνους που πανηγυρίζουν.

Σε κάθε περίπτωση, μπορεί, όπως συνήθως λέγεται, η Δημοκρατία να μην έχει αδιέξοδα, αλλά για να λειτουργήσει αποτελεσματικά θέλει θεσμικά αντίβαρα.

Οπότε, όσο και αν, όπως πολλοί λένε, η «βουβαμάρα» των προηγούμενων εκλογών έχει πλέον δώσει τη σκυτάλη στην «αδιαφορία», με την οποία ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος αντιμετωπίζει τις επερχόμενες κάλπες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκλογική συμπεριφορά όλων μας θα έχει συνέπειες ή και επιπτώσεις οι οποίες θα φανούν μετά την απομάκρυνση από τα παραβάν των εκλογικών τμημάτων.

Κοντός ψαλμός, αλληλούια!

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Οι εκλογές και το Διαδίκτυο ή όταν «το μέσο (δεν) είναι το μήνυμα»

Δύο επώνυμα στελέχη της -τέως και μελλοντικής κατά πάσα βεβαιότητα- κυβερνητικής παράταξης, ήταν μεταξύ εκείνων που έγιναν τις προηγούμενες ημέρες οι καλύτεροι διαφημιστές του κόμματος της Ζωής Κωνσταντοπούλου, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, έχει στις νεότερες ηλικίες υπερδιπλάσια απήχηση από εκείνη που καταγράφει στο συνολικό εκλογικό σώμα.

Ως άλλοι… αστυνόμοι Σαΐνηδες οι δύο γαλάζιοι βουλευτές έσπευσαν να καταγγείλουν μέσα από τους λογαριασμούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι το site της Πλεύσης Ελευθερίας, ανάμεσα στους εθελοντές που αναζητούνταν για να βοηθήσουν το κόμμα της πρώην προέδρου της Βουλής, περιλαμβανόταν και η ειδική κατηγορία «ληστής τραπεζών». Για να γίνουν μάλιστα περισσότερο πιστευτοί διευκρίνιζαν: «προσοχή δεν είναι τρολιά».

Έλα, όμως, που, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν όντως μια τρολιά, η οποία λειτούργησε ως μια αριστοτεχνική παγίδα στην οποία έπεσαν μέσα πολλοί και ανάμεσά του τα συγκεκριμένα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, τα οποία, επειδή θεώρησαν τους εαυτούς τους ειδήμονες στο Διαδίκτυο, ανέλαβαν άκοντες το έργο της διαφήμισης του διαδικτυακού ιστότοπου του κόμματος της Ζωής Κωνσταντόπουλου.

Η πρώην πρόεδρος της Βουλής θα έπρεπε να δαπανήσει πολλά χρήματα για να πετύχει το ίδιο διαφημιστικό αποτέλεσμα για να μπει τόσος κόσμος στο κομματικό της site. Η δε κίνησή της αυτή ίσως αποδειχθεί πιο αποδοτική και από την εξίσου εντυπωσιακή πρωτοβουλία της να δημοσιοποιήσει τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της για να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της όποιος ψηφοφόρος το επιθυμεί.

Παρατηρώντας κανείς μακροσκοπικά αυτή καθεαυτή τη συγκεκριμένη ιστορία αλλά και την ευρύτερη επήρεια που φαίνεται να είχαν οι διαδικτυακές καμπάνιες κομμάτων και υποψηφίων στα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, έχω την αίσθηση ότι εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η χρήση του Διαδικτύου είναι μεν μια αναγκαία συνθήκη για τον προεκλογικό αγώνα, πλην, όμως, δεν είναι διόλου ικανή για να αλλάξει άρδην τα δεδομένα.

Με άλλα λόγια, είναι πασιφανές και από την έκβαση που είχε η αναμέτρηση της 21ης Μαΐου ότι οι εκλογές δεν κερδίζονται οι εκλογές στο Διαδίκτυο. Ή, ίσως για να ακριβολογούμε, δεν κερδίζονται μόνον στο Διαδίκτυο. Δεν είναι, άλλωστε, διόλου τυχαία η ψυχρολουσία την οποία υπέστησαν οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ στο Διαδίκτυο όταν το βράδυ των πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης είδαν τον φαντασιακό κόσμο τους να έρχεται ανάποδα και αισθάνθηκαν σαν να τους πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι.

Επί μήνες και χρόνια είχαν επενδύσει σε μια εικονική πραγματικότητα η οποία σχηματιζόταν μέσα από τα «μου αρέσει» και τις «καρδούλες» που συγκέντρωσαν οι αναρτήσεις τις οποίες έκαναν στο Facebook και στο Twitter και, κατά βάση, απευθύνονταν σε ένα πολύ περιορισμένο μικρόκοσμο το οποίο δεν είχε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφωνόταν. Το δικό τους σύμπαν ήταν πλήρως αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο.

Έκαναν υποτιθέμενες «δημοσκοπήσεις» μεταξύ τους οι οποίοι έβγαζαν… σταλινικά ποσοστά υπέρ των απόψεων τους. Το επετύγχαναν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, αφού νωρίτερα είχαν μπλοκάρει και αποκλείσει από την ψηφοφορία οποιονδήποτε είχε διαφορετική άποψη από τη δική τους. Και παρ’ όλ΄ αυτά αναρωτιόνταν αν υπήρχαν ψηφοφόροι οι οποίοι το 2019 είχαν επιλέξει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στις 21 Μαΐου θα άλλαζαν την ψήφο τους. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν πάρα πολλοί αλλά οι ίδιοι αδυνατούσαν να τους εντοπίσουν επειδή αρέσκονταν να διαβάζουν τις προβλέψεις του Ευάγγελου Αντώναρου.

Η περίπτωση της προσωρινής απόφασης του Αλέξη Τσίπρα να θέσει στο περιθώριο τον βουλευτή Χανίων Παύλο Πολάκη είναι ίσως ενδεικτική της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας που μπορεί να προκαλέσει η άκριτη προσήλωση στις τάσεις του Διαδικτύου. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναίρεσε την ειλημμένη απόφασή του να θέσει εκ ποδών τον «αψύ Σφακιανό» επειδή πείστηκε ότι οι αντιδράσεις που εκφράστηκαν μέσω του Διαδικτύου ήταν αντιπροσωπευτικές της βούλησης της κοινωνίας.

Η αλήθεια, όμως, που αναδείχθηκε μέσα από την κάλπη, είναι ότι ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας, ο οποίος αποτέλεσε εμβληματική προσωπικότητα της αντιπολιτευτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν θορυβοποιό που συσπείρωνε μεν γύρω από το πρόσωπό του τον σκληρό πυρήνα των φανατικών της παράταξης του, την ίδια ώρα, όμως, απωθούσε πολύ περισσότερους.

Μια ματιά στο αποτέλεσμα των Χανίων αρκεί να πείσει και τον πλέον δύσπιστο: η Νέα Δημοκρατία σε αυτή την περιφέρεια κέρδισε επτά μονάδες περισσότερες από το 2019 (από το 34,05% ανέβηκε στο πρωτοφανές στα χρονικά ποσοστό του 41,16%), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε δεκαεπτά ολόκληρες μονάδες (από το 37,35% υποχώρησε στο 20,64%) που πρέπει να είναι η μεγαλύτερη ζημιά που υπέστη σε όλη την Επικράτεια. Τι και αν σταύρωσαν τον κ. Πολάκη 10.950 από τους συνολικά 18.439 Χανιώτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ;

Εν κατακλείδι, λοιπόν, μπορεί αρκετοί να έχουν παγιδευτεί στην περιώνυμη φράση του θεωρούμενου ως «γκουρού» της επικοινωνίας καθηγητή Μακ Λούαν σύμφωνα με την οποία «το μέσο είναι το μήνυμα», η πραγματική ζωή αποδεικνύει με κάθε ευκαιρία ότι, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο όποιο μέσο -παραδοσιακό ή σύγχρονο- και αν χρησιμοποιεί κανείς, η κενότητα δεν γεφυρώνεται και ούτε καλύπτεται.