Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Ο πληθωρισμός αποδεικνύεται τελικά πολύ… ξεροκέφαλος

 

Το λάδι, το τυρί και τα φρούτα, είναι τρία είδη βασικής διατροφής τα οποία, σε αντίθεση με άλλα αγαθά που είναι κατά βάση εισαγόμενα, όπως, για παράδειγμα, το κρέας, είναι, κατά κύριο λόγο, παραγόμενα στην εγχώρια αγορά. Και, όμως, ενώ για πάνω από δύο χρόνια τώρα ακούμε για τον «παροδικό» και «εισαγόμενο» πληθωρισμό, η Ελλάδα τον περασμένο μήνα αποδείχθηκε ευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στις ανατιμήσεις που καταγράφηκαν στα συγκεκριμένα είδη.

Για να δούμε ολόκληρη την εικόνα, πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι αυξήσεις ρεκόρ του Δεκεμβρίου 2023 αφορούσαν εν γένει τον δείκτη με τις τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα που, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, ανέβηκε κατά 8,9% έναντι 6% που ήταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη. Και για να μη σπεύσει κανείς να πει ότι ήταν κάτι εξαιρετικό και πρόσκαιρο, αρκεί να παρατηρήσουμε ότι ανάλογα ήταν τα πράγματα και τον αμέσως προηγούμενο μήνα.

Από το καλοκαίρι του 2021, οπότε, με αφορμή το γεγονός ότι ο πλανήτης άφησε πίσω του τα lockdown της πανδημίας του κορωνοϊού και άρχισαν να αναδύονται οι πρώτες έπειτα από δύο δεκαετίες έντονες πληθωριστικές πιέσεις, που ήταν απότοκες της δυσαρμονίας ανάμεσα στην περιορισμένη προσφορά αγαθών και στην αυξημένη ζήτηση, οι ανατιμήσεις στις αγορές προϊόντων και κυρίως στα βασικά καταναλωτικά αγαθά, ήρθαν για να μείνουν.

Τον πρώτο καιρό οι αυξήσεις στη χώρα μας δεν ήταν πολύ μεγάλες. Γι΄ αυτό και οι αρμόδιοι αυτάρεσκα προέβλεπαν σύντομη αποκλιμάκωση της ακρίβειας. Παρόλο που μήνα με το μήνα οι ανατιμήσεις έδειχναν τα δόντια τους με τα οποία κατέτρωγε όλο και μεγαλύτερο μέρος από τα εισοδήματα των νοικοκυριών, το επίσημο «αφήγημα» δεν άλλαζε.

Την ίδια ώρα οι τιμές συνέχιζαν να παίρνουν την ανιούσα, σε πείσμα των κυβερνητικών μέτρων, με τα πολυποίκιλα «καλάθια» («του νοικοκυριού», «του Αη Βασίλη», κ.λπ.), το περιβόητο «market pass», την υποτιθέμενη «μόνιμη μείωση τιμής» ή τα πρόστιμα που αποδείχθηκαν «χάδια» συγκρινόμενα με τις προκλητικά κερδοσκοπικές παραπλανήσεις των καταναλωτών.

Αυτές τις μέρες κατατέθηκε στη Βουλή μια ακόμη δέσμη μέτρων που τίποτε δεν μαρτυρά ότι θα αντιστρέψει την δυσμενή τροπή που έχουν λάβει τα πράγματα. Ας τα δούμε αναλυτικά, χρησιμοποιώντας αυτολεξεί τα λόγια του κυβερνητικού εκπρόσωπου Παύλου Μαρινάκη, όπως διατυπώθηκαν στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών:

«1. Μειώνουμε παροχές προς τα super market και εξασφαλίζουμε χαμηλότερες τιμές για τον καταναλωτή. Το μέτρο αυτό αφορά απορρυπαντικά, καθαριστικά σπιτιού, οδοντόκρεμες, αφρόλουτρα, σαμπουάν και βρεφικές πάνες.

2. Αποτροπή αδικαιολόγητων ανατιμήσεων. Σε περίπτωση που κάποιος προμηθευτής έχει αυξήσει τις τιμές των προϊόντων του δεν θα επιτρέπεται για τρεις μήνες να υλοποιήσει προωθητικές ενέργειες για τα προϊόντα που έχει ανατιμήσει.

3. “Καθαρές” τιμές από το χωράφι στο ράφι.

4. Πλαφόν στο μικτό περιθώριο κέρδους για το βρεφικό γάλα».

Σύμφωνα με τον κ. Μαρινάκη, «η κρίσιμη και δραστική παρέμβαση αυτή επιτυγχάνει:

- άμεση μείωση της τιμής σε βασικά αγαθά.

- επιπλέον όφελος για τον καταναλωτή καθώς οι εκπτώσεις και προσφορές θα γίνονται πάνω στις νέες μειωμένες τιμές.

- αποτρέπουμε την παραπλάνηση των καταναλωτών με πλασματικές εκπτώσεις.

- αυστηροποιούμε, διευρύνουμε και αξιοποιούμε τις νέες τεχνολογίες για τη διενέργεια ελέγχων και την αποτροπή φαινομένων αισχροκέρδειας».

Κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ο οποίος στην πραγματικότητα μετέφερε αυτούσιους τους ισχυρισμούς της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης, που έχει το πρόσταγμα στην εποπτεία της αγοράς, «όσο η ακρίβεια συνεχίζεται, θα συνεχίζουμε να στηρίζουμε τους πολίτες και να αντιμετωπίζουμε δυναμικά ένα δυναμικό φαινόμενο».

Είναι αλήθεια ότι η σημερινή κυβέρνηση, σε αντίθεση με το κλασσικό φαινόμενο της άρνησης της πραγματικότητας, έχει αλλάξει επικοινωνιακή στρατηγική και ξεκινά την προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζοντας το αυτονόητο: ότι, δηλαδή, «η ακρίβεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που ταλανίζει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία».

Στα επιμέρους, ωστόσο, όποιος ακούσει τον αρμόδιο υπουργό Κώστα Σκρέκα βρίσκει ότι δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να επιχειρεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Για παράδειγμα:

*Γιατί πρέπει να περιμένουμε έως τις αρχές Μαρτίου για να αποδώσουν τα μέτρα, όπως διατείνεται ο ίδιος στις δημόσιες παρεμβάσεις του; Ως τότε, θα είναι όλα καλά και οι παραγωγοί και οι έμποροι θα μπορούν να αυξήσουν όσο τους παίρνει τις τιμές των προϊόντων, προτού να τις μειώσουν προσχηματικά;

*Εφόσον, εξάλλου, έχουμε, κατά γενική ομολογία, να κάνουμε με «πληθωρισμό της απληστίας», ποιος εγγυάται ότι το φαινόμενο μπορεί να κατασταλεί αν δεν υπάρξουν αυστηρές ποινές για τους κερδοσκόπους που θα «πονέσουν» και θα υποχρεωθούν να μην επαναλάβουν τις ανατιμήσεις τις οποίες έκαναν, όταν με αυτόν τον τρόπο αποκομίζουν περισσότερα κέρδη και μετά την καταβολή του προστίμου;

Όσο για τις αστείες δικαιολογίες του τύπου ότι τάχατες δυσφημούνται οι εταιρίες που τους επιβάλλονται πρόστιμα επειδή οι ανατιμήσεις τους ξεπερνούν τα εσκαμμένα, η απάντηση είναι απλή: οι απλοί καταναλωτές δεν ξέρουν τα προϊόντα που παράγει η κάθε πολυεθνική που πληρώνει πρόστιμο για να μπορέσει να την «τιμωρήσει» και να πάψει να προμηθεύεται τα προϊόντα της.

Είναι, άραγε, τυχαίο που σχεδόν ποτέ οι κυβερνητικές ανακοινώσεις δεν περιλαμβάνουν τις εμπορικές ονομασίες των συγκεκριμένων προϊόντων τα οποία γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας; Μάλλον όχι!  «Τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα», λέει μια πολύ δημοφιλής πολιτική ρήση που άλλοι αποδίδουν στον Βλαντιμίρ Λένιν και άλλοι στον Φρανσουά Μιτεράν.

Όποιος και από τους δύο και αν την είπε, λίγη σημασία έχει. Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που προέχει είναι ότι όλο αυτό που ζούμε στις μέρες μας μπορεί να συνοψιστεί σε μια και μόνη έκφραση: Ο πληθωρισμός αποδεικνύεται… ξεροκέφαλος. Και, αναμφισβήτητα, δεν υπακούει σε κανενός είδους πολιτικά κελεύσματα.

Ιδίως όταν αυτά δεν βασίζονται σε διάθεση για ουσιαστική σύγκρουση με, κακά τα ψέματα, ισχυρά (εγχώρια και διεθνή) συμφέροντα.

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Ομόφυλα ζευγάρια: Ας συζητήσουμε ψύχραιμα και χωρίς τις εντάσεις του 1982 ή του 2000

    Ανεξάρτητα αν ήταν, όπως ορισμένοι έσπευσαν να υποστηρίξουν, μια απλή απόπειρα άντλησης επιχειρηματολογίας ώστε να υπερψηφιστεί η νομοθετική πρωτοβουλία που έχει εξαγγείλει για την επέκταση του πολιτικού γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το έμμεσο mea culpa το οποίο είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για την αρνητική στάση που τήρησε κατά το παρελθόν η παράταξή του σε κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με την πρόοδο των ολοένα και πιο πολύπλοκων κοινωνικών σχέσεων.

     «Θυμάμαι ακόμα, το 1982, όταν ήρθε η μεγάλη επανάσταση στο οικογενειακό δίκαιο, και η Νέα Δημοκρατία καταψήφισε διατάξεις οι οποίες τώρα μας φαίνονται απολύτως προφανείς: η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η ποινικοποίηση της οικογενειακής βίας, η δυνατότητα στη γυναίκα να κρατήσει το επώνυμό της», ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός στην συνέντευξη που παραχώρησε την Τετάρτη στη δημόσια τηλεόραση.

    «Βλέπετε, λοιπόν, ότι οι κοινωνίες προχωρούν…», συμπέρανε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος την επίμαχη περίοδο ήταν 14 ετών και ενδεχομένως να διατηρεί -αμυδρές έστω- μνήμες από το κλίμα της ακραίας πόλωσης που είχε προκαλέσει η παράταξή του εκτοξεύοντας βαρύτατες κατηγορίες κατά της τότε κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία, υποτίθεται, ότι με τις πρωτοβουλίες που αναλάμβανε, «υπέσκαπτε τα θεμέλια της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας».

    Και όλα αυτά διότι οι «μοιχοί» δεν θα προσάγονταν πλέον με τα σεντόνια στα αστυνομικά τμήματα, οι οικογένειες των γυναικών δεν θα πλήρωναν προίκα με προγαμιαίο συμβόλαιο, ενώ όσοι -για πολλούς και διάφορους λόγους, συχνά αντικειμενικούς- δεν ήθελαν να ακολουθήσουν τη γαμήλια θρησκευτική τελετουργία αποκτούσαν δικαίωμα να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου πηγαίνοντας απλώς στο δημαρχείο της περιοχής τους και υπογράφοντας τα σχετικά έντυπα που επικύρωναν την αστική σύμβαση της μεταξύ τους συμφωνίας για συμβίωση.  

    Στις τέσσερις δεκαετίες που παρήλθαν έκτοτε, πάμπολλοι συνάνθρωποί μας επέλεξαν τον πολιτικό γάμο, ο οποίος με έναν έξυπνο ελιγμό της τότε πολιτικής ηγεσίας δεν κατέστη υποχρεωτικός, όπως απαιτούσαν οι φανατικοί της άλλης πλευράς, αλλά θεωρήθηκε ισοδύναμος με τον θρησκευτικό. 

    Στις μέρες μας, μάλιστα, τείνει να γίνει επικρατούσα συνήθεια, για λόγους που σχετίζονται ευθέως με τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές, η σύναψη αρχικά πολιτικού γάμου και η μεταγενέστερη γαμήλια θρησκευτική τελετή, συχνά από κοινού με τη βάφτιση του πρώτου παιδιού.

    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην επελθούσα καταλλαγή των παθών συνέβαλλε και το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία, ενώ στο παρελθόν ήθελε να στείλει στο… πυρ το εξώτερον όλους όσοι έκαναν πολιτικό γάμο, έβαλε νερό στο κρασί της, αποδεχόμενη την κοινωνική πραγματικότητα που στο μεταξύ διαμορφώθηκε. 

    Στο διαρρεύσαν, άλλωστε, διάστημα δεν βρήκαν έρεισμα οι ισχυρισμοί περί της επερχόμενης καταστροφής του θεσμού της οικογένειας, όπως ορισμένοι προφήτευαν, επειδή, με καθυστέρηση σε σχέση με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, καθιερώθηκαν οι περί ων ο λόγος αλλαγές που τότε ήταν όντως «μεγάλη επανάσταση», όπως τις χαρακτήρισε ο κ. Μητσοτάκης, πλην, όμως, στις μέρες μας μοιάζουν τόσο αυτονόητες.

    Εξίσου αυτονόητη μοιάζει, εξάλλου, σήμερα και η απόφαση να μη αναγράφεται το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες. Απόφαση την οποία με αντίστοιχη ένταση πολέμησε το στελεχιακό δυναμικό της σημερινής κυβερνητικής παράταξης συμμετέχοντας στα συλλαλητήρια που οργάνωσε η ηγεσία της Εκκλησίας το -όχι και τόσο μακρινό- 2000 με ισχυρισμούς για υποτιθέμενο αφανισμό της ορθόδοξης πίστης εξαιτίας της συγκεκριμένης επιλογής της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη που έγινε για λόγους προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    Δεν πέρασε απαρατήρητο ότι ο τότε αρχηγός της ΝΔ και μετέπειτα πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είχε σπεύσει, έστω και χωρίς να αποτυπωθεί από τον φωτογραφικό φακό, να υπογράψει το αίτημα για διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο οποίο τόσο επιτακτικά επέμενε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ο οποίος είχε φθάσει μέχρι του σημείου να μεταφέρει στην Πλατεία Σύνταγμα το λάβαρο της Αγίας Λαύρας για να πείσει περί του δήθεν τεράστιου κακού που επέρχετο για το έθνος των Ελλήνων.

    Τόσο το 1982, με το νέο οικογενειακό δίκαιο, όσο και το 2000, με τη διοικητική πράξη περί μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, η κυριαρχία του φανατισμού δεν είχε επιτρέψει την ψύχραιμη και ουσιαστική συζήτηση. Και στις δύο περιπτώσεις, η ελληνική κοινωνία βίωσε, ως μη όφειλε, διχαστικές καταστάσεις που δεν δικαιολογούνταν από τα πραγματικά επίδικα της εποχής. 

    Αντιμέτωποι, δυστυχώς, με αντίστοιχα διχαστικές καταστάσεις βρισκόμαστε και το 2024, καθώς, στο όνομα της επαπειλούμενης δήθεν ανατροπής των παραδοσιακών κανόνων της οικογενειακής συμβίωσης, μια πλειάδα συμπολιτών μας δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με την υποχρέωση να προστατευθούν τα δικαιώματα μιας μερίδας συνανθρώπων μας οι οποίοι συμβαίνει να έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό και επιθυμούν να επικυρώσουν νομικά τη συμβίωσή τους με πρόσωπα του ίδιου φύλου συνάπτοντας πολιτικό γάμο. 

    Αν όλες οι πλευρές προσέλθουν με καλή πίστη και χωρίς ιδεοληπτικές προκαταλήψεις στον διάλογο που μόλις άνοιξε, είναι βέβαιο ότι και στο ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών θα βρεθούν συναινετικές λύσεις τέτοιες που δεν θα χρειαστεί να περάσουν είκοσι ή και σαράντα χρόνια για να αναγνωριστεί ότι ήταν κοινωνικά επιβεβλημένη η κατοχύρωσή τους.

    Προσωπικά αντιλαμβάνομαι την άποψη εκείνων που με ειλικρινή διάθεση υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά ζητήματα τα οποία επιβάλλεται να κυριαρχήσουν στον δημόσιο διάλογο, όπως είναι η ανεξέλεγκτη επέλαση της ακρίβειας ή η κακή κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία. Πλην όμως, ακριβώς γι΄ αυτό, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνεται αντικείμενο οξύτατων αντιπαραθέσεων ένα ζήτημα σεβασμού δικαιωμάτων επειδή αφορά μια μειοψηφία συνανθρώπων μας. 

    Από την άλλη, βεβαίως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσο ιερός είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ενηλίκων συμπολιτών μας, οι οποίοι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα, ανεξαρτήτως του σεξουαλικού προσανατολισμού της αρεσκείας τους. Την ίδια ώρα, όμως, πολύ περισσότερο ιερά και απαραβίαστα επιβάλλεται να είναι τα δικαιώματα των ανηλίκων μελών της κοινωνίας μας να ζήσουν μέσα σε ένα περιβάλλον ουσιαστικής αγάπης, αληθινής στοργής και πραγαμτικής ευημερίας. 

    Υπό αυτή την έννοια, οι… ευγονικής προαίρεσης επιθυμίες για -καθ΄ εικόνα και ομοίωση- απόκτηση παρένθετων τέκνων δεν συνιστούν πρόοδο της κοινωνίας. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, πέρα από ναρκισσιστικές αυταρέσκειες και ιδεοληπτικές εμμονές που ίσως σε λιγότερο από μια ή δύο δεκαετίες αργότερα θα μας υποχρεώσουν να αναθεωρήσουμε άρδην τις απόψεις μας.

    Τη λύση άλλωστε την έχουν υποδείξει οι αρχαίοι ημών πρόγονοι με την ιστορικά αξεπέραστη ρήση «παν μέτρον άριστον»! 

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Τι θα… έλεγε ο Μπίσμαρκ αν είχε γνωρίσει τον Άγγελο Συρίγο;


Δεν είναι η πρώτη φορά που με απασχολεί ειλικρινά το ερώτημα γιατί κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν να γίνουν πολιτικοί από τη στιγμή που δεν κατέχουν ή δεν θέλουν να μάθουν τους όρους με τους οποίους διεξάγεται το παιχνίδι της πολιτικής.

Τι να φταίει άραγε; Είναι μήπως τόσο αυτάρεσκα φιλόδοξοι και αλαζονικοί που αδιαφορούν για τους κανόνες του πολιτικού παιγνίου; Ή διακατέχονται ίσως από παντελή άγνοια κινδύνου για τον τρόπο που εκτίθενται έναντι της κοινής γνώμης ευρύτερα αλλά και ιδιαίτερα του εκλογικού σώματος, του οποίου την ψήφο επιζητούν;

Δεν είμαι βέβαιος σε ποια από τις πιο πάνω κατηγοριοποιήσεις εντάσσεται ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Άγγελος Συρίγος, ο οποίος επέλεξε τα τελευταία πέντε χρόνια να φοράει και το καπέλο του πολιτικού, αλλά η περίπτωση του είναι άκρως χαρακτηριστική για την νοοτροπία ορισμένων συμπολιτών μας που θέλουν να συμμετάσχουν στο πολιτικό παιχνίδι με τα δικά τους μέτρα και σταθμά.

Ο κ. Συρίγος συμμετείχε το 2019 στο ψηφοδέλτιο της ΝΔ στην Α΄ περιφέρεια της Αθήνας και οι πολίτες της πρωτεύουσας τον τίμησαν με την ψήφο τους, εκλέγοντάς τον βουλευτή με προφανή προσδοκία να αγωνιστεί για τα προβλήματά τους. Ματαίως, όμως, όπως φαίνεται. 

Ακόμη και όταν ο πρωθυπουργός ενάμισι χρόνο αργότερα τον όρισε υφυπουργό Παιδείας, ο κ. καθηγητής μόνον κατ΄ εξαίρεση ασχολούνταν με το χαρτοφυλάκιο της Ανώτατης Εκπαίδευσης που του είχε ανατεθεί. Επί μονίμου βάσεως στις δημόσιες τηλεοπτικές παρεμβάσεις του ασχολείτο με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Λες και θήτευε στο υπουργείο Εξωτερικών ή ήταν ένας περισπούδαστος αναλυτής ο οποίος είχε την πολυτέλεια να παριστάνει τον σχολιαστή και δεν έχανε την ευκαιρία να κάνει επίδειξη των γνώσεων του.

Ήταν τέτοια η εμμονή του να μιλάει για θέματα που δεν ανήκαν στις κυβδερνητικές αρμοδιότητες του που δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις οι οποίες προκλήθηκαν εξαιτίας δηλώσεων του. Όπως όταν, κόντρα στην επίσημη θέση της κυβέρνησης, εμφανίστηκε υπερασπιστής των τουρκικών διεκδικήσεων για απόκτηση αμερικανικών αεροσκαφών F 16 σε τρόπον ώστε να ικανοποιηθεί, όπως έλεγε, η ανάγκη να παραμείνει η γειτονική χώρα στην επιρροή της Δύσης.

Παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε κατά καιρούς για αντιποίηση ιδιότητας, εξακολουθεί απτόητος να παριστάνει τον δημοσιολογούντα σχολιαστή. Δίνοντας, μάλιστα, την εντύπωση ότι η πραγματική επιδίωξή του μπορεί να μην είναι άλλη από το να κερδίσει μερικά επιπλέον λεπτά δημοσιότητας, δεν δίστασε επανειλημμένες φορές να καταφύγει σε αιρετικές απόψεις που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσαν συζητήσεις.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται και οι αψυχολόγητοι ισχυρισμοί που απρόκλητα διατύπωσε τις προηγούμενες ημέρες για τον «παρωχημένο» χαρακτήρα της Συνθήκης της Λωζάνης. Έσπευσε βεβαίως εκ των υστέρων και ενώ ήρθε αντιμέτωπος με τη γενικευμένη κατακραυγή να δικαιολογηθεί, υποστηρίζοντας ότι δήθεν διαστρεβλώθηκαν τα όσα δήλωσε. 

Στην πραγματικότητα τίποτε δεν διαστρεβλώθηκε. Διότι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τις οποίες του απέδωσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, εμφανίζοντάς τον ως «λαγό της κυβέρνησης», η αλήθεια είναι ότι ο καθηγητής Συρίγος εκστόμισε μια αιρετική άποψη που ο πολιτικός Συρίγος δεν είχε κανένα δικαίωμα να εκστομίσει.

Η πάγια επίσημη ελληνική θέση, με την οποία ταυτίζεται η κυβέρνηση την οποία στηρίζει ο βουλευτής Συρίγος, είναι ότι η Συνθήκη της Λωζάνης συνιστά για τη χώρα μας «κείμενο γραμμένο στην πέτρα» που δεν επιδέχεται αναθεώρηση, όπως είναι παγκοίνως γνωστό ότι διακαώς επιθυμούν οι γείτονες μας. Οπότε δεν επιδέχεται καμία λογική απάντηση το ερώτημα «που αποσκοπεί ένας Έλληνας πολιτικός ο οποίος ανοίγει τέτοιο ζήτημα».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο καθηγητής Συρίγος έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζει την επιστημονική του άποψη για τη Συνθήκη της Λωζάνης που υπογράφηκε πριν από έναν αιώνα και εξ αυτού του λόγου έχει κάποια άρθρα τα οποία είναι ξεπερασμένα γιατί συντάχθηκαν σε άλλα συνθήκες και υπό άλλα συμφραζόμενα. Ο πολιτικός Συρίγος, όμως, σε καμία των περιπτώσεων δεν διαθέτει το δικαίωμα να τοποθετείται με βάση τις προσωπικές του δοξασίες και να συντάσσεται με τις θέσεις όσων θέλουν την ανατροπή του υφιστάμενου ελληνοτουρκικού status quo.

Αν σεβόταν τον εαυτό του και τον ρόλο που του επεφύλαξαν οι Αθηναίοι πολίτες με την ψήφο τους, όφειλε να είχε υποβάλει την παραίτησή του και να είχε επιστρέψει πάραυτα στα ακαδημαϊκά καθήκοντά του, θέτοντας τις απόψεις του στην κρίση των φοιτητών του και συνολικά της επιστημονικής κοινότητας.

Δεν θα το κάνει, όμως, διότι στην περίπτωση του φαίνεται να ισχύει η εμβληματική ρήση που αποδίδεται στον περίφημο καγκελάριο της Πρωσίας και της επακόλουθης Γερμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον 19ο αιώνα, Όττο φον Μπίσμαρκ, σύμφωνα με την οποία «drei professoren, vaterland verloren». Ρήση η οποία στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί ως εξής: «τρεις καθηγητές (και) χάθηκε η πατρίδα».

Αν ο Μπίσμαρκ ζούσε στις μέρες μας, ίσως να μην χρειαζόταν να επικαλεστεί τη δράση τριών καθηγητών για να κινδυνεύσει ένα έθνος. Θα του αρκούσε να εικάσει ότι την… καταστροφή της δικής μας πατρίδας είναι ικανός να την προκαλέσει μόνος του ο αμετροεπής κ. Συρίγος. 

Τον οποίο κ. Συρίγο ελπίζουμε να μην παίρνουν στα πολύ σοβαρά οι γείτονες μας. Διότι αλλιώς, αλλοίμονό μας! 

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Ο Ντελόρ, ο Σόιμπλε και ποιος ζημίωσε περισσότερο τον ελληνικό λαό


Είναι αξιομνημόνευτη η συγκυρία της ταυτόχρονης εκδημίας δύο σημαντικών ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων όπως ήταν ο Γάλλος σοσιαλιστής πολιτικός Ζακ Ντελόρ και ο Γερμανός χριστιανοδημοκράτης Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που ο καθένας τους σημάδεψε με διαφορετικό τρόπο την πορεία προς την ενοποίηση της Ευρώπης.

Μπορεί ο ένας να εκπροσώπησε, λόγω της ιδεολογίας του, αλλά κατά βάση χάριν της εποχής που κατείχε το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν (1985-1995), τη «γαλαντόμο» Ευρώπη των επιδοτήσεων η οποία πάσχιζε να πετύχει την οικονομική και νομισματική ενοποίησή της (ΟΝΕ), ενώ ο άλλος, για αντίστοιχους -ιδεολογικούς αλλά και συγκυριακούς- λόγους, από τη θέση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας (2009-2017) λειτούργησε ως θεματοφύλακας της διαφύλαξης της ενότητας της ευρωζώνης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αμφότεροι άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμα τους στη δημιουργία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.    

Για όποιον επιθυμεί να κινηθεί πέρα από τα ρηχά στερεότυπα τα οποία οδήγησαν πολλούς συμπατριώτες μας να εξακοντίζουν ακόμη και αυτές τις μέρες ύβρεις και κατάρες, κυρίως κατά του Σόιμπλε, τον οποίο συγκεκριμένοι εγχώριοι πολιτικοί είχαν δαιμονοποιήσει, φορτώνοντάς του την απόλυτη ευθύνη για όλα τα δεινά που πέρασε ο ελληνικός λαός την περίοδο των Μνημονίων και ισχυριζόμενοι ότι όλα αυτά συνέβησαν επειδή «ο Γερμαναράς μισούσε τους Έλληνες», οι δύο αυτοί θάνατοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια καλή αφορμή για να κοιταχθούμε στον καθρέφτη της εθνικής μας αυτογνωσίας.

Αν το κάνουμε, είναι βέβαιο ότι θα καταφέρουμε να αντικρύσουμε κατάματα την πραγματικότητα η οποία μας περιβάλλει τα τελευταία σαράντα και κάτι χρόνια που κατέχουμε το μοναδικό ιστορικό προνόμιο να μετέχουμε σε ένα πολύ σημαντικό για την ιστορία της ανθρωπότητας συλλογικό επίτευγμα που είναι το κεκτημένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, υπό τη σκέπη του οποίου βρήκαν εθελοντικά καταφύγιο τόσα πολλά και διαφορετικά έθνη τα οποία νωρίτερα πολεμούσαν μεταξύ τους με κάθε αφορμή.

Μερικά μάλλον αντιδημοφιλή και άβολα ερωτήματα ίσως θα μας βοηθούσαν να ξεδιαλύνουμε πολλές από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στον φορτισμένο δημόσιο διάλογο που αναπτύχθηκε στη χώρα μας. Διάλογο, ο οποίος στην πραγματικότητα επέφερε το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: αντί να μας απαλλάξει από την λιτότητα που υποτίθεται ότι ήταν προϊόν σοϊμπλικής έμπνευσης, οδήγησε σε παράταση της ασφυκτικής μνημονιακής μέγγενης, η οποία ήταν, σε χρονική διάρκεια, αλλά και απώλεια εθνικού εισοδήματος, τέτοια που καμία άλλη χώρα δεν γνώρισε. 

«Θύματα» του λαϊκισμού της Αριστεράς, της Δεξιάς, ου μην αλλά, σε κάποιες περιπτώσεις, και του Κέντρου, βολευθήκαμε σε κατασκευασμένα αφηγήματα για… «τους ξένους που μας μισούν», αυτοαναγορηθήκαμε σε… «περιούσιο λαό που όλοι μας ζηλεύουν» και δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να αναζητήσουμε απαντήσεις σε πολύ κρίσιμες ερωτήσεις, μερικές από τις οποίες είναι οι ακόλουθες:      

-Που κατέληξε ο πακτωλός με τα δισεκατομμύρια ευρώ που εισέρρευσαν στη χώρα την περίοδο των «πακέτων Ντελόρ»; Πόσα εξ αυτών κατευθύνθηκαν σε υποδομές ή έγιναν παραγωγικές επενδύσεις, λειτουργώντας πολλαπλασιαστικά για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας; Και πόσα, αντιθέτως, έπεσαν στον πίθο των Δαναΐδων με τα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά που δεν συνεισέφεραν σχεδόν ούτε ίχνος εγχώριας προστιθέμενης αξίας;    

-Πόσο βιώσιμη ήταν η πρωτόγνωρη ευημερία της «χρυσής» δεκαετίας 1998-2008; Και ποιος μας επέβαλε να μην αρκεστούμε στις αφειδείς κοινοτικές επιδοτήσεις, αλλά να καταφύγουμε επιπλέον και σε έναν φρενήρη κρατικό και ιδιωτικό δανεισμό, ο οποίος ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθεί με τους ρυθμούς με τους οποίους κινούνταν;  

-Ποιος ευθύνεται περισσότερο για την κατάρρευση που -μοιραία μάλλον- ακολούθησε; Απετέλεσε, άραγε, ρίζα του κακού η βεβιασμένη είσοδος μας στην ΟΝΕ και η συνακόλουθη υιοθέτηση του ευρώ μαζί με την πρώτη ομάδα των χωρών που εντάχθηκε στο πρωτοφανές εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική; Ή, μήπως, έφταιξε το γεγονός ότι δεν μπήκε ποτέ φρένο στη «δημιουργική λογιστική», όπως ευσχήμως αποκαλούνταν τότε η απόκρυψη των πραγματικών στατιστικών στοιχείων που αποτύπωναν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας; 

Είναι πολύ εύκολο να ενοχοποιούμε τους… άλλους, με βάση και τη γνωστή ρήση του Ζαν Πολ Σαρτρ σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι άλλοι». Μπορούμε να κατηγορούμε τον Ντελόρ ότι «ευθύνεται που μας… κακόμαθε με τα πακέτα του». Και την ίδια ώρα δεν έχουμε πρόβλημα να ξιφουλκούμε κατά του Σόιμπλε, ο οποίος μας διαμήνυσε από κάποια στιγμή και ύστερα ότι «δανεικά τέλος», κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, μας το είχαν πει νωρίτερα οι αγορές. 

Αν, βεβαίως, θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, πρέπει να παραδεχθούμε ότι επί των ημερών που «βασίλευε» ο Σόιμπλε στο Eurogroup εμείς και νέα δανεικά πήραμε για να εξυπηρετήσουμε τα παλαιότερα χρέη μας, αλλά είχαμε και το μοναδικό προνόμιο να μας γίνει το μεγαλύτερο «κούρεμα» χρέους που έχει γίνει ποτέ σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στην παγκόσμια ιστορία. 

Ξέρω, ξέρω ότι όλα αυτά εξακολουθούν να μην γίνονται αποδεκτά από μια μερίδα του ελληνικού λαού, η οποία -είτε από αφέλεια, είτε από σκοπιμότητα- είχε πειστεί ότι «τα Μνημόνια τελειώνουν με έναν νόμο και ένα άρθρο» και, εν συνεχεία, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν». Το ευχάριστο, όμως, είναι ότι η μερίδα αυτή των συμπολιτών μας, που κάποτε αναμφισβήτητα πλειοψηφούσε, στις μέρες μας δείχνει να περιορίζεται. 

Χρόνο με τον χρόνο μειώνονται σταθερά εκείνοι που αρέσκονται να αποδίδουν όλα τα δεινά που μας ταλανίζουν σε ξένους πολιτικούς, όπως ο Ντελόρ με τα «πακέτα» του ή ο Σόιμπλε με την, κατά τον Μαξ Βέμπερ, «γερμανική προτεσταντική ηθική» η οποία χωρίς αμφιβολία τον χαρακτήριζε, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με το πως έβλεπε τους Έλληνες. Τους ίδιους αυστηρούς κανόνες ήθελε να επιβάλλει προς όλους και σίγουρα και προς τους συμπατριώτες του.  

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, υπαίτιοι για την όποια ζημία έχει υποστεί η χώρα μας δεν είναι οι ξένοι αλλά οι εγχώριοι πολιτικοί. Με άλλα λόγια, και για να μην αποποιούμεθα των ευθυνών μας, για τα καλά και τα κακά που μας συμβαίνουν υπαίτιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι μέσω των επιλογών που κάνουμε με την ψήφο μας κάθε τέσσερα χρόνια και όχι μόνον. 

Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον Ντελόρ και τον Σόιμπλε να αναπαυθούν εν ειρήνη και να τους κρίνει η Ιστορία η οποία συνήθως είναι ακριβοδίκαιη. Και εμείς ας ασχοληθούμε με τα του οίκου μας.

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων που εκκρεμεί από τον καιρό του Ροΐδη


         Αντιπαρατέθηκαν, σύμφωνα με κάποιες διαρροές από την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, ο αρμόδιος για τον Αθλητισμό αναπληρωτής υπουργός Γιάννης Βρούτσης με τον έχοντα την ευθύνη του ίδιου χαρτοφυλακίου μέχρι τον περασμένο Ιούνιο Λευτέρη Αυγενάκη. 

Λέγεται ότι ο τελευταίος ενοχλήθηκε επειδή ο συνάδελφός του στην κυβέρνηση όταν αναφερόταν στη νομοθεσία για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας μνημόνευε τις ρυθμίσεις που είχε νομοθετήσει επί των ημερών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ο Σταύρος Κοντονής και παρέλειψε κάθε αναφορά σε όσα έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή κατόπιν εισηγήσεων του κ. Αυγενάκη. Και τα οποία έγιναν ενόσω ο κ. Βρούτσης ήταν είτε μέλος της ίδιας κυβέρνησης ή κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της κυβερνητικής παράταξης.

Δεν έγινε γνωστό πως δικαιολόγησε την παράλειψή του ο νυν πολιτικά υπεύθυνος για τα αθλητικά δρώμενα στη χώρα, αλλά αν ήθελε να ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του θα απαντούσε θαρρετά στον προκάτοχό του ότι δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος υφυπουργός Αθλητισμού που τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν περάσει από τη Βουλή «δρακόντειες» διατάξεις κατά της βίας στα γήπεδα και γύρω από αυτά, διατάξεις οι οποίες όμως, εκτός του ότι είναι περίπου ίδιες μεταξύ τους, έχουν και ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: ποτέ δεν εφαρμόστηκαν. 

Από τις αρχές του τρέχοντος αιώνα και την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη εξαγγέλθηκαν ή και νομοθετήθηκαν πάμπολλες φορές μέτρα όπως η εγκατάσταση καμερών στα γήπεδα για να εντοπίζονται οι πρωταγωνιστές των επεισοδίων, η ονομαστικοποίηση των εισιτήριων και ο έλεγχος της εισόδου στους αθλητικούς χώρους, ο ισόβιος αποκλεισμός για όσους συμμετέχουν σε επεισόδια βίας εντός και εκτός των σταδίων, η διάλυση των συνδέσμων οπαδών που λειτουργούν άλλοτε ως στρατοί των ομάδων και άλλοτε ως εγκληματικές οργανώσεις, στρατολογώντας νέους και υποθάλποντας κάθε είδους παραβατικά στοιχεία με δέλεαρ τα φθηνά εισιτήρια, την ικανοποίηση του «ανήκειν» και την (συγ)κάλυψη μικρών ή μεγαλύτερων εγκλημάτων.

Στην πορεία των ετών δεν υπήρξε κυβέρνηση -προμνημονιακή, μνημονιακή ή μεταμνημονιακή, δεξιά, αριστερή ή κεντρώα, αυτοδύναμη ή συνεργασίας- που να απέφυγε την πεπατημένη και να μην έκανε έπειτα από κάποιο νέο κρούσμα βίας μεγαλόστομες εξαγγελίες οι οποίες κατέτειναν στη στερεότυπη δήθεν δέσμευση ότι «αυτή τη φορά το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκκαλο». 

Δεν βρέθηκε, ωστόσο, ούτε μία κυβέρνηση που να κάνει τη μάλλον αυτονόητη παραδοχή: «αρκετά πια με την ψήφιση καινούργιων νόμων, είναι ώρα να εφαρμόσουμε τους υπάρχοντες». O «νόμος Λιάνη», ο «νόμος Ορφανού», ο «νόμος Κοντονή», ο «νόμος Αυγενάκη» και κάποιοι ακόμη, που κανείς πια δεν θυμάται, είχαν ακριβώς την ίδια κατάληξη: δεν εφαρμόστηκαν ποτέ! 

Η ψήφιση νόμων οι οποίοι δεν εφαρμόζονται δεν αφορά φυσικά αποκλειστικά και μόνον την οπαδική βία. Το φαινόμενο είναι γενικευμένο και εκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Οι αριθμοί, εξάλλου, είναι απολύτως αποκαλυπτικοί. Στα 49 χρόνια που παρήλθαν από τη Μεταπολίτευση του 1974, η Βουλή των Ελλήνων έχει ψηφίσει συνολικά 5.080 νόμους, γεγονός που ίσως και να αποτελεί ρεκόρ σε πανευρωπαϊκό, αν όχι και σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Όπερ σημαίνει ότι κάθε χρόνο ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο περισσότεροι από 100 νόμοι. Ή, με άλλα λόγια, κάθε εβδομάδα που περνάει προστίθεται στο δικαιικό μας σύστημα δύο νεότεροι νόμοι. Μάλιστα, οι περισσότεροι εξ αυτών συνοδεύονται από την πρόβλεψη για δεκάδες προεδρικά διατάγματα ή υπουργικές αποφάσεις που πρέπει να εκδοθούν για να εφαρμοστούν. Και που τις περισσότερες φορές ή δεν εκδίδονται ή και, αν εκδίδονται, στην πράξη παραμένουν ανεφάρμοστοι οι ψηφισθέντες από τη Βουλή νόμοι.

Αλλά από την άλλη, μη βιαστεί κανείς να υποστηρίξει ότι μιλάμε για «σημεία των καιρών». Δυστυχώς, δυστυχέστατα, το φαινόμενο ανατρέχει σε βάθος χρόνου και έρχεται από το μακρύ παρελθόν του νεοελληνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πριν από πολλές δεκαετίες, ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες και δημοσιογράφους του 19ου αιώνα, ο οξυδερκέστατος Εμμανουήλ Ροΐδης είχε διατυπώσει την περίφημη ρήση, σύμφωνα με την οποία: «Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».

Τόσες δεκαετίες αφότου διατυπώθηκε η συγκεκριμένη έκφραση του Ροΐδη, τα πράγματα μοιάζουν σαν να παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα. Οπότε μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα που το επόμενο διάστημα θα ψηφιστεί ένας ακόμη νόμος για την καταπολέμηση της οπαδικής βίας. Διότι ο κ. Βρούτσης δεν πρέπει να… υστερήσει των προκατόχων του. 

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων, μάλλον θα αργήσει πολύ ακόμη…

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Η κωλοτούμπα του Όρμπαν, η ευρωπαϊκή διεύρυνση και ο κίνδυνος της Ακροδεξιάς


Υποθέτω ότι δεν εξεπλάγησαν πολλοί -στις Βρυξέλλες, αλλά και διεθνώς- από την… αριστοτεχνική κωλοτούμπα που έκανε ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν διευκολύνοντας την ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να ξεκινήσουν ενταξιακές διαδικασίες με την πολύπαθη Ουκρανία και την εξίσου απειλούμενη από τον ρωσικό επεκτατισμό Μολδαβία.

Είναι άλλωστε γνωστό, τουλάχιστον στη χώρα μας, αλλά όχι μόνον, ότι οι λαϊκιστές ηγέτες της εποχής μας, στους οποίους κατέχει περίοπτη θέση ο αυταρχικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, αποδεικνύεται στην πράξη ότι είναι οι πιο ευλύγιστοι στις κυβιστήσεις τις οποίες κάνουν ακόμη και εκεί που λίγοι αναμένουν. Στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πολλές φορές υποδεχθεί υποτιθέμενους «λύκους» που μερικές ώρες έφυγαν από τη συνεδρίαση μεταμορφωμένοι σε «αρνάκια». 

Ο «αιρετικός» κ. Όρμπαν, ο οποίος εμφανίζεται χρόνια τώρα ως μόνιμος αντιρρησίας στις αποφάσεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας για μείζονα θέματα κοινοτικής αλληλεγγύης, όπως οι κοινές πολιτικές για το Μεταναστευτικό ή για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τους τελευταίους είκοσι μήνες εμφανίζεται να εξυπηρετεί με κάθε τρόπο τα συμφέροντα του Βλαντίμιρ Πούτιν, αντιτασσόμενος με όλα τα μέσα στην ευρωπαϊκή στήριξη προς την Ουκρανία.

Την κρίσιμη ώρα, όμως, αποχώρησε ηθελημένα από τη συνεδρίαση των Ευρωπαίων ηγετών για να ληφθεί, χωρίς το βέτο που απειλούσε ότι θα θέσει, η απόφαση που άνοιξε τον ευρωπαϊκό δρόμο για δύο χώρες οι οποίες ξεπήδησαν από την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και τα τελευταία χρόνια η Μόσχα απειλεί την εδαφική τους ακεραιότητα και την ίδια την εθνική τους υπόσταση.

Υπό αυτή τη συνθήκη, είναι κατ΄ αρχήν πολύ θετικό που η μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια άνοιξε τις αγκάλες της για να δεχθεί στους κόλπους της έθνη τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετώπιζαν μείζονα προβλήματα επιβίωσης. Από την άλλη, όμως, ο δρόμος που θα πρέπει να ακολουθήσουν αυτές οι χώρες μέχρι να έρθει η ώρα της ένταξής τους, θα είναι αναμφίβολα πολύ μακρύς.

Δεν είναι μόνον ότι οι ίδιες απέχουν θεσμικά πάρα πολύ από αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «ευρωπαϊκό κεκτημένο», όπως, εξάλλου, συμβαίνει και με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, που παρότι ξεκίνησαν νωρίτερα βρίσκονται ακόμη μακριά από τον στόχο της ένταξης. Το δικαιολογημένο βέτο το οποίο, με αφορμή την «υπόθεση Μπελέρη», έθεσε η Αθήνα στις συνομιλίες των Βρυξελλών με τα Τίρανα αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη για τα εμπόδια που ορθώνονται στη μελλοντική ευρωπαϊκή διεύρυνση, καθώς στη γειτονική μας χώρα έννοιες όπως το «κράτος δικαίου» είναι μάλλον άγνωστες. 

Ο κομμουνιστικός αυταρχισμός που βίωσαν αυτές οι χώρες, σε συνδυασμό με την αρπαγή των πλουτοπαραγωγικών πόρων που ακολούθησε μετά την κατάρρευση της καθεστηκυίας τάξης, έχει δυστυχώς αφήσει έντονο αποτύπωμα στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή τους που δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη κρατών τα οποία ανήκαν στον δυτικό κόσμο ή είχαν εντονότερες επιρροές από τις δυτικές αξίες, όπως, π.χ., η Σλοβενία, η Κροατία και οι βαλτικές δημοκρατίες οι οποίες ενσωματώθηκαν ευκολότερα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Κακά τα ψέματα, όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος όχι μόνον για την ευρωπαϊκή διεύρυνση, αλλά και για την ίδια την ευστάθεια του ήδη υπάρχοντος ευρωπαϊκού οικοδομήματος, είναι εγγενής και προέρχεται από την σημαντική ενίσχυση των λαϊκίστικων - αντιευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων της Άκρας Δεξιάς σε χώρες με ειδικό πολιτικό βάρος όπως είναι η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Αυστρία και άλλες.

Οι ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου θα είναι ίσως οι πλέον καθοριστικές των πολλών τελευταίων δεκαετιών. Στις επερχόμενες ευρωκάλπες θα δοκιμαστούν σκληρά οι υπολογισμοί για τις μελλοντικές εξελίξεις που κάνουν οι συστημικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας οι οποίες χρόνια τώρα διανέμουν, συνήθως συναινετικά, τα αξιώματα και τους ρόλους ανάμεσα στους κεντροδεξιούς, στους σοσιαλδημοκράτες και στους φιλελεύθερους πολιτικούς.

Αν όμως, όπως δείχνουν πολλές δημοσκοπήσεις, στις ευρωεκλογές του Ιουνίου πάρουν το πάνω χέρι δυνάμεις από τη «Μαύρη Δεξιά», την οποία -ατύπως προς το παρόν- συγκροτούν η Λεπέν στη Γαλλία, η Μελόνι στην Ιταλία, ο Βίλντερς στην Ολλανδία, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, το αυστριακό «Κόμμα της Ελευθερίας» και οι ομοϊδεάτες τους σε άλλες χώρες που… ομνύουν στα εθνικά κράτη, προτάσσοντας τις εθνικές ταυτότητες, οι εύθραυστες ευρωπαϊκές ισορροπίες που διαμορφώνονται τα τελευταία χρόνια θα απειληθούν με ανατροπή.

Αν, εν ολίγοις, επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις των ερευνών της κοινής γνώμης για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, τότε όχι μόνον δεν θα δούμε την ευρωπαϊκή οικογένεια να μεγαλώνει, όπως προοιωνίζεται η (χθεσινή) απόφαση για την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Ουκρανία και την Μολδαβία, ως αντίδοτο στην πουτινική επιθετικότητα, αλλά, αντιθέτως, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία απετέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα που εγγυήθηκε την πολύχρονη ειρήνη και ευημερία στη «γηραιά ήπειρο», θα τεθεί ολοκληρωτικά εν αμφιβόλω.

Μας χωρίζουν λιγότερο από έξι μήνες από τις ευρωκάλπες του Ιουνίου. Το διάστημα αυτό θα κριθούν πολλά που θα καθορίσουν όχι μόνον τα πρόσωπα που θα αναλάβουν να ασκήσουν την ευρωπαϊκή ηγεσία για τα επόμενα χρόνια, αλλά συνολικά το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ας είμαστε, τουλάχιστον, προετοιμασμένοι για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. 

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Ερντογάν ήταν και… πέρασε (στη μνήμη του Χρήστου Ζαχαράκι)

            Η ακροτελεύτια παράγραφος της βασικότερης από τις συμφωνίες που υπεγράφησαν κατά τη χθεσινή ολιγόωρη παραμονή στην ελληνική πρωτεύουσα του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν άκρως αποκαλυπτική για την ουσία των πραγμάτων πίσω από σκηνικό της υποτιθέμενης ελληνοτουρκικής προσέγγισης που στήθηκε με την άφιξη στα μέρη μας του ενδεδυμένου τον μανδύα του… ειρηνόφιλου «Σουλτάνου».

«Αυτή η Διακήρυξη δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το διεθνές δίκαιο. Καμία πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα Μέρη», είναι αυτολεξεί η παράγραφος με την οποία κλείνει η αποκληθείσα «Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας».

Ευλόγως, λοιπόν, νομίζω ότι προβάλει το εξής ερώτημα: Εφόσον δεν πρόκειται για συμφωνία η οποία να δεσμεύει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έστω εκείνους που την υπέγραψαν και επίσης δεν παράγει νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για κανένα από τα δύο μέρη, μήπως τελικά η αξία αυτού του κειμένου δεν αξίζει ούτε καν το χαρτί που τυπώθηκε για να μπουν οι υπογραφές των δύο ηγετών; 

Όποιος, άλλωστε, διάβασε απροκατάληπτα την τόσο καλά προετοιμασμένη συνέντευξη την οποία παραχώρησε ο Τούρκος Πρόεδρος στην «Καθημερινή» την παραμονή της άφιξης του στην Ελλάδα, θεωρώ ότι δεν πρέπει να του έμεινε η παραμικρή αμφιβολία ότι η αναθεωρητική ατζέντα των γειτόνων μας παραμένει αμετάβλητη, αν δεν έχει αναβαθμιστεί κιόλας.

Διαβάζοντας τη συνέντευξη, πέρα από τις εύηχες γαλιφιές του τύπου «φίλε μου Κυριάκο…», που τόσο εύκολα διαδέχθηκε το «Μητσοτάκης γιοκ», μού ήρθαν κατά νου οι απόψεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ενός από τους εμβληματικότερους και εμπειρότερους Έλληνες διπλωματικούς των τελευταίων δεκαετιών, του Χρήστου Ζαχαράκι, ο οποίος -κατά σύμπτωση- άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο την περασμένη Κυριακή, δηλαδή λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την έλευση του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα.

Παρότι πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια, είναι ακόμη ζωντανή στη μνήμη μου η απαισιόδοξη ματιά του για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων την οποία εξέφραζε αφήνοντας άφωνη μια ομήγυρη επισκεπτών που είχε βρεθεί στις Βρυξέλλες ενόσω εκείνος ήταν ευρωβουλευτής. 

Έχοντας διανύσει μια 35χρονη ευδόκιμη θητεία με υπηρεσίες στα πιο κρίσιμα διπλωματικά πόστα, όπως η Λευκωσία, η Ουάσιγκτον, το ΝΑΤΟ και τα Ηνωμένα Έθνη, ο αείμνηστος Ζαχαράκις τοποθετήθηκε το 1999 από τον Κώστα Καραμανλή σε εκλόγιμη θέση του ευρωψηφοδελτίου της Νέας Δημοκρατίας, παρόλο που όλοι τότε θα… στοιχημάτιζαν ότι ήταν πιο κοντά στην παράταξη του ΠΑΣΟΚ.

Η μεταπήδησή του από το διπλωματικό σώμα στην ενεργό πολιτική, ωστόσο, δεν αλλοίωσε επ΄ ουδενί τις πεποιθήσεις του, γεγονός που ίσως εξηγεί και το ότι δεν μακροημέρευσε στα πολιτικά αξιώματα τα οποία είδαμε κατά καιρούς να καταλαμβάνονται από πρόσωπα που ούτε κατά διάνοια διέθεταν τις δικές του ικανότητες και εμπειρίες. 

Σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική εξωτερική πολιτική βολόδερνε ανάμεσα στις αυταπάτες των «ζεϊμπέκικων» και στις ψευδαισθήσεις των «κουμπαριών» με τον νεοείσακτο τότε στην τουρκική πολιτική σκηνή Ερντογάν, ο έμπειρος διπλωμάτης επέμενε, κόντρα στο ρεύμα της εποχής, να υποστηρίζει ότι η Άγκυρα έχει μακροπρόθεσμη επεκτατική στρατηγική που αντιστρατεύεται ευθέως τα ελληνικά συμφέροντα και τα κατοχυρωμένα από το διεθνές δίκαιο κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Αν και προσωπικά αποκρούω τις «τουρκοφαγικές» διαθέσεις διάφορων συνήθως άκαπνων υπερπατριωτών, αισθάνομαι την ανάγκη, κάνοντας σπονδή στη μνήμη του Χρήστου Ζαχαράκι, να αναγνωρίσω ότι στην εικοσαετία που διέρρευσε έκτοτε οι προκλήσεις των γειτόνων μας όχι μόνον δεν περιορίστηκαν, όπως πολλοί αφελώς προεξοφλούσαν, αλλά, αντιθέτως, κλιμακώθηκαν. 

Δεν είναι μόνον ότι παραμένει ενεργό το διαβόητο casus belli σε περίπτωση άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, το οποίο ομόφωνα ψήφισε η Τουρκική Εθνοσυνέλευση το μακρινό 1995 επί της πρωθυπουργίας της Τανσού Τσιλέρ. Ούτε οι αμφισβητήσεις του αναφαίρετου δικαιώματος μας να εξοπλίζουμε τα νησιά, κάτι που κάθε εχέφρων άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί απολύτως αμυντική και διόλου επιθετική κίνηση. 

Είναι και πολλά άλλα που προστέθηκαν στην πορεία του χρόνου, με κορυφαίο ίσως το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Αλλά και την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τη ρητορική του «θα έρθουμε ξαφνικά μια νύχτα» και των πυραύλων που «φθάνουν για να πλήξουν την Αθήνα», τους ισχυρισμούς για τις υποτιθέμενες «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, τις αυξανόμενες παραβιάσεις του εναερίου χώρους μας με υπερπτήσεις πολεμικών αεροπλάνων ακόμη και πάνω από κατοικημένα νησιά. 

Παρόλο που τους τελευταίους μήνες περιορίστηκαν αυτές οι προκλήσεις, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί βασίμως ότι δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από τακτικούς ελιγμούς που υπακούουν στη συγκυρία των εντυπώσεων την οποία θέλει να δημιουργήσει η ηγεσία της γείτονος. Γι΄ αυτό και χρόνια τώρα επιμένει σε συμφωνίες – «πακέτο» των υποτιθέμενων ελληνοτουρκικών διαφορών, πακέτο το οποίο είναι υπερφορτωμένο με μονομερείς απαιτήσεις. 

Υπό αυτή την έννοια, δεν ξέρω σε ποιους απευθυνόταν ο Τούρκος Πρόεδρος όταν υποστήριζε ότι Έλληνες και Τούρκοι «είμαστε αδέλφια που καμιά φορά τσακωνόμαστε», η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν μπορώ να φανταστώ ότι έπεισε πολλούς είτε στη χώρα μας είτε διεθνώς. 

Καλώς, λοιπόν, υποδεχθήκαμε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που τα είπε μπροστά και πίσω από τις κάμερες με την ελληνική πολιτική ηγεσία, την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή έτσι επιβάλει η διπλωματική αβρότητα και η καλή εικόνα στο διεθνές στερέωμα. Αλλά ως εκεί. 

Κακά τα ψέματα, «αδέλφια» με τον Ερντογάν και τους συμπατριώτες του δεν είμαστε. Ούτε πρόκειται να γίνουμε. Είμαστε, όμως, γείτονες που, υπό προϋποθέσεις, μπορούμε να συνεννοηθούμε. Αρκεί να υπάρχει αμοιβαία βούληση η οποία να οδηγεί πράγματι σε κατάσταση «καζάν, καζάν» (σ.σ.: win win), που λένε και στη γλώσσα του Ερντογάν. 

Μέχρι τότε εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε έτοιμοι για όλα, να οργανώνουμε την άμυνα μας και να συνάπτουμε τις συμμαχίες μας που θα μας διατηρούν ισχυρούς.

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Να τους… κλείσουμε όλους μέσα, αλλά σε ποιες φυλακές;


Ο Παλαιστίνιος Σιρχάν Σιρχάν, ο οποίος καταδικάστηκε για τη δολοφονία του υποψήφιου για την προεδρία των ΗΠΑ Ρόμπερτ Κένεντι το μακρινό 1968, παραμένει κρατούμενος στις φυλακές της Καλιφόρνιας, εκτίοντας ποινή ισόβιας κάθειρξης, όπως μετατράπηκε η αρχική καταδίκη του σε θάνατο.

Τα επανειλημμένα αιτήματα για αποφυλάκιση που έχει υποβάλει ο 79χρονος πλέον κατάδικος απορρίπτονται διότι οι αρμόδιες αμερικανικές αρχές θεωρούν ότι, παρότι κρατείται επί 55 ολόκληρα χρόνια, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για να αφεθεί ελεύθερος. Βλέπετε σε κάποιες χώρες ισχύει η ρήση που φημολογείται ότι έχει βγει από τα χείλη Έλληνα πολιτικού, ο οποίος λέγεται ότι, αναφερόμενος στους πρωταίτιους του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967, είχε πει «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».

Στην πράξη, βεβαίως, η καταδίκη σε ισόβια από την ελληνική Δικαιοσύνη σχεδόν ποτέ ως τώρα δεν ξεπέρασε την εικοσαετή παραμονή στις φυλακές. Και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι αν ήταν στην Ελλάδα ο καταδικασμένος για τη δολοφονία του δεύτερου διάσημου πολιτικού από την οικογένεια Κένεντι, που έπεσε νεκρός από τα πυρά ενός οπλοφόρου με αμφιλεγόμενα κίνητρα και ενδεχομένως άγνωστους ηθικούς αυτουργούς, θα είχε αποκτήσει την ελευθερία του εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.

Η περίπτωση του Παλαιστίνιου Σιρχάν δεν είναι η μόνη που δείχνει ότι η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στον αντίποδα της μεταχείρισης την οποία «απολαμβάνουν» όσοι παραβιάζουν τον νόμο, δικάζονται και καταδικάζονται είτε για ήπια πλημμελήματα είτε για βαριά κακουργήματα. 

Με τη δικαιολογία ή και κάποιες φορές το πρόσχημα ότι η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές, που μαστίζονται κυρίως από τον υπερπληθυσμό των κρατουμένων, είναι αφόρητη και μόνον σε σωφρονισμό δεν οδηγεί, στη δική μας χώρα, εδώ και πάνω τρεις δεκαετίες ψηφίζονται νόμοι για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης.

Με αποκορύφωμα την αλλαγή των Ποινικών Κωδίκων, που ψηφίστηκε στο άψε σβήσε λίγο πριν επικυρωθεί από τη λαϊκή ετυμηγορία η παράδοση της διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη ΝΔ, υιοθετήθηκαν από τις περισσότερες κυβερνήσεις ρυθμίσεις οι οποίες οδήγησαν σε αποποινικοποίηση αδικημάτων, παραγραφές διώξεων και δραστικές μειώσεις των ποινών που επιβάλλονται και πολύ περισσότερο εκείνων που εκτίονται.

Με τον τρόπο αυτό γίναμε επανειλημμένα μάρτυρες καταστάσεων στις οποίες ειδεχθείς εγκληματίες (παιδεραστές, έμποροι ναρκωτικών, «άνθρωποι της νύκτας», εκβιαστές, μεγαλοκαταχραστές του δημοσίου πλούτου και άλλοι), κυρίως όταν είχαν εκπροσώπηση από επώνυμους και ακριβούς νομικούς παραστάτες, δεν πέρασαν ποτέ το κατώφλι των φυλακών ή, όταν το πέρασαν, έμειναν εκεί για δυσανάλογα μικρό χρονικό διάστημα.

Παρά ταύτα, ούτε τα καταστήματα κράτησης στη χώρα μας απηλλάγησαν από τον ασφυκτικό συνωστισμό, ούτε οι τρόφιμοι τους γλύτωσαν από τις απάνθρωπες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι από όσους εκτίουν ποινές και δεν διαθέτουν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για να βελτιώσουν τη διαβίωση τους πίσω από τα κάγκελα. 

Κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι κρατούμενοι στις ελληνικές φυλακές αντί να σωφρονίζονται, όπως υποτίθεται ότι είναι ο λόγος του εγκλεισμού τους, αποφυλακίζονται έχοντας κάνει εντατικά μεταπτυχιακά μαθήματα στην παραβατικότητα.

Συχνά, άλλωστε, συμμορίες που δρουν στον έξω κόσμο συντονίζονται μέσα από τις φυλακές, αφού μπορεί τύποις να ισχύουν περιορισμοί στις επικοινωνίες αλλά όποιος διαθέτει τους ανάλογους πόρους δεν δυσκολεύεται να αποκτήσει απεριόριστη πρόσβαση σε συνεργούς εκτός φυλακής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ουδείς νομίζω ότι μπορεί να αρνηθεί ότι το υφιστάμενο σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας πάσχει. Και πάσχει, μάλιστα, βαρύτατα. Είναι στην πραγματικότητα ο «μεγάλος ασθενής» της ελληνικής Πολιτείας, καθώς για μια σειρά από λόγους (πολιτικούς και κοινωνιολογικούς) ο τρόπος με τον οποίο απονέμεται το δίκαιο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις απαιτήσεις της πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας. 

Γι΄ αυτό και η λύση στο πολύπτυχο αυτό πρόβλημα δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να βρεθεί με μόνη την επαύξηση των ποινών την οποία προωθεί η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Έχει γίνει άραγε κάποια μελέτη για το που θα «φιλοξενηθούν» όλοι αυτοί οι οποίοι, με βάση τις ρυθμίσεις που πομπωδώς ανακοίνωσε ο κ. Γιώργος Φλωρίδης, δεν θα αφήνονται πλέον ελεύθεροι αλλά θα οδηγούνται στις φυλακές; Ακόμη και αν είναι δημοσιογράφοι που θα καταδικαστούν πρωτοδίκως για το αμφιλεγόμενο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. 

Η σημερινή κυβέρνηση πασχίζει από τις πρώτες εβδομάδες της συγκρότησής της να μεταφέρει στον Ασπρόπυργο τις φυλακές του Κορυδαλλού, χωρίς ακόμη να έχει καταφέρει τίποτε περισσότερο από την προκήρυξη του διαγωνισμού για την οικοδόμηση του νέου κτιριακού συγκροτήματος στην πρώην «αμερικανική ευκολία».

Έχω την αίσθηση ότι δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς τι θα συμβεί αν ισχύσουν οι ρυθμίσεις Φλωρίδη και αρχίσουν ανακριτές, εισαγγελείς και δικαστές να στέλνουν σωρηδόν στη «στενή» κάθε είδους παραβάτες που μπορεί να βαρύνονται ακόμη και για εξ αμελείας τροχαία ατυχήματα. 

Τα πράγματα προοιωνίζονται να γίνουν ακόμη χειρότερα από τη στιγμή που η τωρινή κυβέρνηση αποφάσισε η ευθύνη των φυλακών να έχει περάσει από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα δύο αυτά χαρτοφυλάκια -της Δικαιοσύνης και της «Δημόσιας Τάξης» που το δεύτερο σπανίως συναντάται- είναι ενιαία ακριβώς για να μην υπάρχει αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που αποφασίζουν τις κρατήσεις και σε εκείνους που τις υλοποιούν. 

Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς και ας ακούμε χρόνια τώρα το υπουργείο Δημόσιας Τάξης να κατηγορεί τους δικαστές ότι αφήνουν ελεύθερους ή ρίχνουν ποινές χάδι στους εγκληματίες, την ίδια ώρα που το υπουργείο Δικαιοσύνης αντιτείνει ότι η Αστυνομία ευθύνεται που συντάσσει ελλιπείς και χωρίς στοιχεία δικογραφίες που δεν είναι ικανές να επιφέρουν καταδίκες των παρανόμων. Για να μην αναφερθούμε στους υφ΄ όρων απολυόμενους που, όπως αποδείχθηκε πρόσφατα, είναι στη… διακριτική τους ευχέρεια αν θα τους τηρήσουν, αφού κανείς δεν τους ελέγχει.

Να τους κλείσουμε μέσα, λοιπόν, όλους τους παραβάτες, αλλά σε ποιες φυλακές; Μήπως, εν τέλει, το πρόβλημα είναι πιο πολύπλοκο από τους εύηχους λαϊκισμούς για «μηδενική ανοχή στο έγκλημα»;