Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Γιατί δεν μας… χόρτασε ο λόγος του Φρανσουά Ολάντ

«Ο λόγος σου μάς χόρτασε και το ψωμί σου φάτο...», θα λέγαμε υπό άλλες συνθήκες στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ που μας επεφύλαξε, κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας, θερμούς παρηγορητικούς λόγους και μας έδωσε πολλές υποσχέσεις για γαλλικές επενδύσεις στην Ελλάδα.
Θα μπορούσαμε, ίσως, να το πούμε αυτό αν είχε σταματήσει η πορεία της συνεχούς διολίσθησης στην οποία φαίνεται να έχουμε εγκλωβιστεί και από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, όσο και αν ακούμε επαίνους από τους εταίρους μας για τα οικονομικό πρόγραμμα της Ελλάδας που, όπως λένε, «βρίσκεται εντός τροχιάς», προσπαθώντας μάλλον να λειτουργήσει ο λόγος τους ως… αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Δεν ξέρω για ποια τροχιά ομιλούν, αλλά όποιος βιώνει την ελληνική πραγματικότητα, μόνον… εκτροχιασμένες καταστάσεις συναντά και σωστά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας προειδοποίησε, απευθυνόμενος στον Γάλλο ομόλογό του, για τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης εξαιτίας της βαθύτατης ύφεσης στην οποία έχουμε παγιδευτεί.
Η ανεργία εξακολουθεί να καλπάζει με χίλιους συμπολίτες μας (όσοι οι κάτοικοι μιας κωμόπολης!) να χάνουν κάθε μέρα τη δουλειά τους και πολύ περισσότερους να δουλεύουν μεν αλλά να είναι απλήρωτοι, γιατί οι εργοδότες τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Οι πολυδιαφημισμένες δόσεις που εξασφαλίσαμε τον περασμένο Δεκέμβριο δεν φαίνεται να είχαν τη θετική επίπτωση που αναμενόταν, αφού οι τράπεζες, προς τις οποίες κατευθύνθηκαν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πόρων, όχι μόνον δεν διοχέτευσαν ρευστότητα στην ασφυκτιούσα αγορά, αλλά το τελευταίο διάστημα κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση έχοντας κλείσει απολύτως τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης για όλες τις επιχειρήσεις.
Η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, για τα οποία τόσες φορές… πανηγυρίσαμε που τα εξασφαλίσαμε, παραμένει σε απαράδεκτα χαμηλούς ρυθμούς, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την ανάγκη που ένοιωσε ο πρωθυπουργός να ορίσει, μόλις την περασμένη εβδομάδα, τον Κυριάκο Βιρβιδάκη  ως νέο υφυπουργό για το ΕΣΠΑ, από το οποίο, μέχρι τώρα, τα περισσότερα χρήματα που εκταμιεύονται είναι για –μάλλον «εικονικά»- επιμορφωτικά σεμινάρια.
Την ίδια ώρα τα γραφειοκρατικά εμπόδια που είναι ορθωμένα παντού γίνονται όλο και πιο απροσπέλαστα, από τα δικαστήρια που δίνουν πρώτη δικάσιμο σε δύο με τρία χρόνια, ως το ΓΕΜΗ που δημιουργήθηκε ως «σημείο μιας στάσης» για τις επιχειρήσεις και, παρότι ανήκει στην αρμοδιότητα του προέδρου του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου, τον οποίο βλέπουμε συχνά να κατακεραυνώνει γενικώς και αορίστως το κράτος, κάνει πάνω από ενάμισι μήνα για να διεκπεραιώσει μια απλή δημοσίευση καταστατικού εταιρίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, οι υποσχέσεις για επενδύσεις που μας έδωσε ο Γάλλος Πρόεδρος δεν μοιάζουν ικανές να ανατρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί στη χώρα. Ακόμη και αν αύριο το πρωί οι Γάλλοι επιχειρηματίες που έφερε μαζί του ο κ. Ολάντ και έδειξαν ενδιαφέρον να επενδύσουν στη χώρα μας, ξαναπάρουν το αεροπλάνο για την Αθήνα, φθάνοντας εδώ θα βρεθούν αντιμέτωποι με τέτοιο χάος που γρήγορα θα γυρίσουν άπραγοι στο Παρίσι.
Χωρίς να θέλω να μειώσω τη σημασία των διεθνών επαφών, έχω την αίσθηση ότι οι χαρές και τα πανηγύρια που στήσαμε για την –αναμφίβολα αναγκαία και απολύτως πετυχημένη σε συμβολικό επίπεδο συμβολισμού- επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου, σύντομα θα ξεχαστούν, γιατί θα αποδειχθούν στην πράξη άνευ ουσιαστικού αντικειμένου.
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, κανείς να είναι εξειδικευμένος οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι στις μέρες μας η προσέλκυση επενδύσεων δεν γίνεται με διακρατικές συμφωνίες κορυφής, αλλά με τη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Και αυτό ακριβώς είναι που λείπει από τη χώρα μας, όχι μόνον επειδή μια δράκα κουκουλοφόρων επιτίθεται στις εγκαταστάσεις του χρυσωρυχείου της Χαλκιδικής, ούτε γιατί ένας γενικός γραμματέας πιστεύει ότι έχουμε ακόμη υψηλό κατώτατο μισθό.
Για να υπάρξει ουσιαστική προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα χρειάζεται να αλλάξουν πολλά. Με κυριότερο τις νοοτροπίες του παρελθόντος που ευθύνονται για την κρίση και που αυτή, δυστυχώς, δεν έχει καταφέρει ακόμη να τις εξαλείψει.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 20.2.2013).

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Η χαμένη ευκαιρία με το debate που δεν έγινε στη Συγγρού

            «Τέτοιες ανοησίες ο κ. Στουρνάρας δεν μπορεί να λέει. Θα τον καλέσουμε στη Συγγρού αν θέλει να έρθει να τον εξετάσουμε αν ξέρει καλά την οικονομική ιστορία της Ελλάδας», δήλωσε προ ημερών ο Γραμματέας της Πολιτικής Επιτροπής της ΝΔ κ. Μανώλης Κεφαλογιάννης.
Ο «γαλάζιος» γραμματέας αντέδρασε έτσι όταν κλήθηκε να σχολιάσει συνέντευξη –την οποία παραδέχθηκε ότι δεν είχε διαβάσει ακόμη- του υπουργού Οικονομικών, ο οποίος, με αρκετά παραστατικό τρόπο και συγκεκριμένα παραδείγματα για διορισμούς και άλλες σπατάλες, ανέλυε πράξεις και παραλείψεις των προηγούμενων κυβερνήσεων που οδήγησαν το 2009 στην κορύφωση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και έκαναν αναπότρεπτη την προσφυγή της χώρας στο μνημόνιο.
            Δεν ξέρω αν τελικά ο κ. Κεφαλογιάννης διάβασε τη συνέντευξη του κ. Στουρνάρα και πείστηκε ότι δεν λέει ανοησίες. Θεωρώ, όμως, ότι το γεγονός πως δεν υλοποίησε την… απειλή του να κληθεί ο υπουργός Οικονομικών για εξέταση στη Συγγρού, δεν είναι παρά μια ακόμη χαμένη ευκαιρία, από τις πολλές που κρατούν καθηλωμένη την ελληνική κοινωνία και δεν επιτρέπουν την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
            Όταν κορυφαία στελέχη του κυβερνητικού χώρου, όπως είναι ο κ. Κεφαλογιάννης, δεν αναγνωρίζουν τις πραγματικές διαστάσεις των προβλημάτων που μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε τώρα και αμφισβητούν τα στοιχεία για την υπερχρέωση της χώρας που επικαλείται ο υπουργός Οικονομικών και είναι επικυρωμένα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποτυπωμένα στον προϋπολογισμό που ψήφισε η παρούσα Βουλή –και άρα και ο γραμματέας της ΝΔ-, δεν μπορεί να υπάρξει ελπίδα ανάκαμψης.
            Όσο δεν λύνονται αυτά τα ζητήματα, όχι απαραίτητα για να καταλογιστούν οι ευθύνες ενός εκάστου (που και αυτό είναι αναγκαίο), αλλά, κυρίως, για να εξαχθούν τα σωστά συμπεράσματα και να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη, στο δημόσιο διάλογο θα κυριαρχούν οι παραλυτικές θεωρίες συνωμοσίας που αποδίδουν τα πάντα στους «κακούς» ξένους που, τάχατες, επιβουλεύονταν το «οικόπεδο Ελλάς» και γι΄ αυτό μας έδιναν δανεικά με το… ζόρι.
Όσο παραμένουν εκκρεμότητες αυτού του είδους, θα βρίσκουν έδαφος οι… παραμυθίες ότι θα ξυπνήσουμε ένα πρωί και ένας «από μηχανής Θεός» θα εισβάλει στη σκηνή και θα μας φέρει πίσω μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, δουλειά, επιχειρήσεις, περιουσίες, εθνική αξιοπρέπεια και ό,τι άλλο χάσαμε στη διάρκεια αυτής της αδυσώπητης και χωρίς ορατό τέλος υφεσιακής εξαετίας που βιώνουμε.
            Αν γινόταν το debate στη Συγγρού, που πρότεινε ο κ. Κεφαλογιάννης, και, ίσως ένα ανάλογο σε καθένα από τα άλλα κομματικά επιτελεία -της Κουμουνδούρου, βεβαίως, συμπεριλαμβανόμενης- ίσως να μην δινόταν η διάσταση που επιχειρούν ορισμένοι να δώσουν στην παραδοχή από το ΔΝΤ του λάθους υπολογισμού που έκαναν οι επιτελείς του στον - «φετιχοποιημένο», πλέον- πολλαπλασιαστή της ύφεσης.
Θα μπορούσε, πιθανότατα, το εξοντωτικά αυστηρό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε, κατ΄ απαίτηση δανειστών και εταίρων, στη χώρα μας –η οποία, ας μην ξεχνάμε, είχε τη μεγαλύτερη υπερχρέωση στην Ευρώπη και, συνάμα, επί σειρά ετών τα υψηλότερα ελλείμματα τόσο στους προϋπολογισμούς της όσο και στο εμπορικό ισοζύγιό της- να ήταν ηπιότερο και να επεκτεινόταν (κάτι που -εν μέρει τουλάχιστον- ήδη έγινε) η περίοδος εφαρμογής του.
  Από εκεί, όμως, μέχρι του σημείου να καλλιεργούνται προσδοκίες για επιστροφή στο… 2008 ή μάλλον στο 2007 (αφού το 2008 είχε αρχίσει η ύφεση), η απόσταση είναι τεράστια και δεν δικαιολογεί καμία αυταπάτη ότι οσονούπω θα αποκατασταθούν συντάξεις, μισθοί και άλλα εισοδήματα ή ότι θα γίνουν νέες προσλήψεις στο δημόσιο και γενικώς θα είναι όλα ωραία και καλά. 
Όσο, λοιπόν, οι «ταγοί» αυτού του τόπου αδυνατούν να συνεννοηθούν στα στοιχειώδη και, αντί να ανασκουμπωθούν και να κοιτάξουν πως θα βάλουν επιτέλους φρένο στην ύφεση, εξακολουθούν να εμφορούνται από τις παραδοσιακές νοοτροπίες του να προσπαθεί ο ένας να φορτώσει στον άλλο την ευθύνη για τα οικονομικά ερείπια που κάθε μέρα που περνάει πολλαπλασιάζονται γύρω μας, όχι στο 2007 δεν θα επιστρέψουμε, αλλά πιο πιθανό είναι να πάμε πίσω στο… 1947!    
Γι΄ αυτό το debate που δεν έγινε στη Συγγρού επιμένω ότι ήταν μια ακόμη χαμένη ευκαιρία για να «κλείσουμε παλαιούς λογαριασμούς» και να πούμε «φτου και από την αρχή». Ευελπιστώ όχι η τελευταία…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 14.2.2013)

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Τα παιδιά της χρόνιας ανομίας

Χύνεται, δικαιολογημένα, πολλή μελάνη και θα χυθεί ακόμη περισσότερη το επόμενο διάστημα για να αναλυθεί το φαινόμενο των «εικοσάρηδων» που πήραν τα όπλα και επιδίδονται σε ληστείες για να εξασφαλίσουν τα χρήματα, τα οποία, όπως φαίνεται να πιστεύουν, θα τους επιτρέψουν να γκρεμίσουν το σημερινό κόσμο, τον κόσμο των γονιών τους, ακόμη και αν δεν μοιάζει να είναι ξεκάθαρο στο μυαλό τους με τι θα τον αντικαταστήσουν.
Πέρα από την περιπτωσιολογία και τις δημοσιογραφικά πολλαπλά ενδιαφέρουσες προσωπικές ιστορίες που φέρνουν στο φως οι συλλήψεις των νεαρών τρομοκρατών, εκείνο που περισσότερο από όλα νομίζω ότι χρειάζεται να εξηγηθεί είναι η μαζικότητα που τείνει να λάβει το φαινόμενο των παιδιών που ακολουθούν τέτοιες ατραπούς.
Τι κάνει, άραγε, όλο και περισσότερο νέα παιδιά να οδηγούνται σε τέτοια πορεία;  Η ατομική ευθύνη καθενός από αυτά τα παιδιά είναι, βεβαίως, αναμφισβήτητη. Και, ενδεχομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να μη μπορεί να παραγνωριστεί εύκολα ο ρόλος του οικογενειακού  περιβάλλοντός, παρόλο που πολλές έρευνες καταδεικνύουν ότι οι επιρροές της οικογένειας δεν είναι τις περισσότερες φορές αυτές που κυρίως καθορίζουν τις επιλογές και τα πρότυπα των παιδιών.
Όπως και να έχει, όμως, τα στερεότυπα για τη… βαρεμάρα των μεγαλωμένων στα πούπουλα παιδιών των βορείων προαστείων, δεν νομίζω ότι επαρκούν για να δώσουν πειστικές απαντήσεις σε ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο. Άλλωστε, και άλλες κοινωνίες έχουν βλαστούς που μεγαλώνουν με «νταντάδες» σε μεγαλοαστικές περιοχές και φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία, χωρίς αυτό να τα κάνει να μπαίνουν στις τράπεζες οπλισμένα με καλάσνικωφ ή να γυρνούν τις νύχτες και να διασπείρουν, όπου μπορούν, γκαζάκια και εκρηκτικά.
Τον Δεκέμβριο του 2008 κάθησα επί αρκετή ώρα και παρακολούθησα το πρωτοφανές για εκείνη την περίοδο, καθώς αργότερα έγινε του «συρμού», θέαμα των δεκαπεντάρηδων, που, χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις και με ακάλυπτα πρόσωπα οι περισσότεροι, πετροβολούσαν μέχρι αργά τη νύχτα τη Βουλή, όπως είχαν κάνει νωρίτερα στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής τους.
Η αίσθηση που μου είχε δημιουργηθεί, μέσα και από κάποιες συζητήσεις που μπόρεσα να κάνω μαζί τους, ήταν ότι εκείνα τα παιδιά αυτό που πετροβολούσαν ήταν ο κόσμος που τα περιέβαλε. Ο κόσμος των γονέων τους, ο δικός μας κόσμος, ο κόσμος της αρπαχτής, του βολέματος, της αναξιοκρατίας, της ατιμωρησίας, της ευρύτατης δυνατότητας να μην τηρούνται στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής συμβίωσης, της χρόνιας ανομίας που κατέτρυχε την ελληνική κοινωνία και που, προϊόντος του χρόνου, μάλλον επιδεινώθηκε.
Ο αστυνομικός που είχε πυροβολήσει στα Εξάρχεια τον συνομήλικό τους δεν ήταν παρά ένας ακόμη «μεγάλος» που αυθαιρέτησε. Και την αυθαιρεσία αυτά τα παιδιά την εύρισκαν συνεχώς μπροστά τους. Τη βίωναν στο δρόμο, στο σχολείο, στο παιχνίδι, μπορεί και στο σπίτι. Την παρακολουθούσαν στα μέσα ενημέρωσης. Και την άκουγαν, αν θέλετε, να την περιγράφουν στις συζητήσεις τους οι γονείς τους, είτε επειδή ήταν οι ίδιοι «θύματα», είτε επειδή είχαν τα «μέσα» και τα κατάφεραν.
Δεν ξέρω αν ήταν από… τύψεις ή από σκοπιμότητες, αλλά πιστεύω ότι τα σαφή προμηνύματα από εκείνη την εξέγερση της νεολαίας, που ήρθε σε μια στιγμή που είχε φθάσει στο απόγειο της η επίπλαστη ευημερία που απολάμβανε επί χρόνια μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνία, η τελευταία δεν τα αντιμετώπισε με τη σοβαρότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Με πρώτες και καλύτερες, φυσικά, τις πολιτικές δυνάμεις που θέλησαν ή να εκμεταλλευτούν την υπόθεση ή απλώς να την… ξορκίσουν.
Η τότε κυβέρνηση θα θυμάστε ότι αρκέστηκε στις ηλίθιες διαχρονικές θεωρίες συνωμοσίας, ανακαλύπτοντας ακόμη και –άκουσον, άκουσον!- «εισαγόμενους» υποκινητές που ήρθαν από το εξωτερικό (πάντα, εξάλλου, οι «έξω» φταίνε) για να την… ανατρέψουν. Η αξιωματική αντιπολίτευση βολεύτηκε με τη φθορά που προκάλεσαν τα γεγονότα στην ήδη παραπαίουσα κυβέρνηση, ενώ δεν έλειψαν και οι δυνάμεις που έτριβαν τα χέρια τους καθώς φαντασιωνόταν αφορμές για να δημιουργηθούν «επαναστατικές συνθήκες» στη χώρα.
Στην τετραετία που πέρασε έκτοτε, εκείνα τα παιδιά του Δεκέμβρη, όπως και άλλα νωρίτερα, μπήκαν στα Πανεπιστήμια, έπειτα από μια κοπιαστική προσπάθεια, που το αποτέλεσμα του κόπου τους το πιθανότερο είναι ότι δεν ήταν αυτό που προσδοκούσαν. Δεν αναφέρομαι μόνον στις συνθήκες που επικρατούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και δεν διαφέρουν από αυτές που επικρατούν σε άλλες λειτουργίες του ελληνικού δημοσίου. Επισημαίνω, κυρίως, τις επιπτώσεις από την πολύπλευρη (οικονομική, πολιτική και, σε κάθε περίπτωση, κοινωνική) κρίση και την πιθανή ματαιότητα που δημιουργείται σε πολλούς νέους εξαιτίας της σχεδόν παντελούς έλλειψης ευκαιριών για επαγγελματική αποκατάσταση με βάση τα προσόντα τους.
Κακά ψέματα, είναι πολύ δύσκολο να είσαι νέος στη σημερινή Ελλάδα και να διατηρείς την εμπιστοσύνη ότι με τις δυνάμεις σου θα τα καταφέρεις. Και όσο και αν αυτή η διαπίστωση δεν συνιστά «άλλοθι» για τρομοκρατικές ενέργειες ή ελαφρυντικό για όσους επιδίδονται σε τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις που υπονομεύουν και δεν προάγουν την κοινωνική πρόοδο, αφού δημιουργούν συνθήκες ζούγκλας, άλλο τόσο, όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί ως τουλάχιστον μια από τις βασικές αιτίες που πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη του επιχειρώντας να ερμηνεύσει το φαινόμενο των ένοπλων εικοσάρηδων που πληθαίνουν γύρω μας.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 5 Φεβρουαρίου 2013)

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και το δημοσκοπικό «ταμείο»

            Το τελευταίο δημοσκοπικό «κύμα» δημιουργεί, αναμφισβήτητα, ένα θετικό momentum για την τρικομματική κυβέρνηση, αφού η κοινή συνισταμένη των ερευνών της κοινής γνώμης, που δημοσιοποιήθηκαν μέσα στον Ιανουάριο, δείχνει ότι, εν πολλοίς, το πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές παραμέτρους τους περασμένου Ιουνίου, οπότε αποτυπώθηκε αυθεντικά στην κάλπη η διάθεση του εκλογικού σώματος.
            Παρατηρώντας κανείς στατικά την εικόνα, βρίσκει, πράγματι, ότι τα κόμματα της συγκυβέρνησης ανακτούν τις απώλειες που κατέγραφαν το φθινόπωρο, όταν από αρκετές πλευρές διατυπωνόταν σοβαρές αμφιβολίες εάν θα περάσουν τα μέτρα που ήταν προαπαιτούμενα για να συνεχιστεί η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Η αίσθηση, έστω, της οικονομικής σταθεροποίησης, που δημιούργησε η εκταμίευση των δανειακών δόσεων, φαίνεται ότι συνέβαλε και στην αποκατάσταση της πολιτικής σταθεροποίησης.
            Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, που αποτελεί το βασικό «αντίπαλον δέος» για τη σταθερότητα, ου μην αλλά και τη μακροημέρευση, της συγκυβέρνησης, εμφανίζει, όντως, μικρή κάμψη της απήχησής του στην κοινή γνώμη. Κάμψη, όμως, που είναι ευεξήγητη εάν λάβει κανείς υπόψη του τη συγκυρία και κυρίως τη μεταβατική φάση που διέρχεται για τη μετεξέλιξή του από συνονθύλευμα συνιστωσών σε μια ενιαία παράταξη που μπορεί να μιλήσει (και) στους «νοικοκυραίους».
            Βλέποντας τη δυναμική των μετρήσεων και αναγνωρίζοντας ότι, όπως σωστά λέγεται –συνήθως από τους… «χαμένους»-, οι δημοσκοπήσεις είναι «φωτογραφία της στιγμής», το σωστό συμπέρασμα στο οποίο μπορεί, κατά την άποψή μου, να οδηγηθεί ένας ψύχραιμος αναλυτής είναι ότι το παιχνίδι παραμένει ανοιχτό και οι πολιτικές ισορροπίες που διαμορφώνονται είναι απολύτως εύθραυστες.
             Μπορεί η κυβέρνηση να πέτυχε –όπως το πέτυχε- να περάσει από τη Βουλή τον ορυμαγδό των –επιβληθέντων από τους δανειστές μας στην συντριπτική πλειονότητά τους- μέτρων, αλλά η εφαρμογή τους μοιάζει πολύ δυσκολότερο εγχείρημα, εξαιτίας και του ότι εκείνοι που καλούνται να τα εφαρμόσουν συχνά δεν πιστεύουν στην αποδοτικότητά τους, ενώ, και σε αρκετές περιπτώσεις, δεν μπορούν ή/και δεν θέλουν να τα εφαρμόσουν.
            Άλλωστε, στους επτά μήνες που πέρασαν από τις εκλογές με μεγάλη δυσκολία μπορεί να βρεθεί κάτι δημιουργικό που να έγινε στη χώρα με κυβερνητική πρωτοβουλία. Πέρα από τις αιματηρές περικοπές δαπανών, που συνεχίζουν να βυθίζουν την οικονομία στην ύφεση και να ταΐζουν τον αδηφάγο Μινώταυρο της ανεργίας, ο απλός πολίτης δεν νομίζω ότι αισθάνθηκε κάποιο θετικό αντιστάθμισμα από την κυβερνητική λειτουργία που να βελτίωσε την καθημερινότητά του ή να του δημιούργησε αισιοδοξία για το μέλλον.
            Τι να πρωτοπεί κανείς; Για τα μεγάλα οδικά έργα που παραμένουν  βαλτωμένα; Για τη δημόσια διοίκηση που καθεύδει στην παραλυσία της; Για το ΕΣΠΑ που «ξεκολλάει» μόνον για επιμορφωτικά σεμινάρια; Για τη Δικαιοσύνη που βγάζει αποφάσεις έπειτα από μια δεκαετία; Για τα δημόσια νοσοκομεία που υπολειτουργούν; Για τις προμήθειες που παραμένουν μια μεγάλη χοάνη διασπάθισης δημοσίου χρήματος;       
             Το γεγονός ότι, για αταβιστικούς, ίσως, λόγους και επειδή, ενδεχομένως, δεν έχει προβληθεί, προσώρας, αξιόπιστη εναλλακτική λύση, η τρικομματική κυβέρνηση διατηρεί το δημοσκοπικό πλεονέκτημα, δεν μπορεί να καθησυχάζει τους κυβερνητικούς εταίρους. Εφόσον η οικονομική σταθεροποίηση, δεν συνοδευθεί και από κοινωνική σταθεροποίηση, που, σε απλά λόγια, «μεταφράζεται» σε «φρένο» στην ανεργία και στα «λουκέτα», το πλεονέκτημα αυτό θα εξανεμιστεί πολύ σύντομα.
            Η στροφή, εξάλλου, προς τον κυβερνητικό ρεαλισμό που φιλότιμα προετοιμάζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να ανακοπεί από τις πρόσκαιρες επικοινωνιακές εντυπώσεις που επιχειρείται να αναδειχθούν από ορισμένες «γκάφες» στελεχών της Κουμουνδούρου. Όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός που μοιραία προκαλείται από την αξιοσημείωτη στροφή του κ. Αλέξη Τσίπρα και περάσει η… ναυτία που αναπότρεπτα νοιώθουν κάποιοι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, τότε θα έχει αφαιρεθεί από τη συγκυβέρνηση το βασικό επιχείρημα με το οποίο κέρδισε τις τελευταίες εκλογές.
            Το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» που κυριάρχησε ως διακύβευμα στην αναμέτρηση του Ιουνίου, ακυρώνεται, πλέον, στην πράξη. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αποφασιστικότητα με την οποία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέτει σιγά – σιγά στο περιθώριο ακραίες αντιλήψεις ορισμένων στελεχών του, που –άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως- «δαιμονοποιούνται» από τη ΝΔ, διαμορφώνουν νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό. Υπό την αίρεση, βεβαίως, ότι η Κουμουνδούρου θα συνεχίσει με συνέπεια και χωρίς πισωγυρίσματα την ίδια τακτική, αποδοκιμάζοντας ή και υποχρεώνοντας σε αναδίπλωση όσους «φαλτσάρουν». 
            Με λίγα λόγια, το δημοσκοπικό «ταμείο» -και για τους μεν και για τους δε- θα γίνει λίαν προσεχώς. Όταν, από τη μια, περάσει το ταξιδιωτικό «τζετ λανγκ» του κ. Τσίπρα και ολοκληρωθεί η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Και όταν, από την άλλη, καταδειχτεί ότι η τρικομματική κυβέρνηση μπορεί, όντως, να κυβερνήσει και δεν περιορίζεται στο να ψηφίζει μέτρα που άλλοι της επιβάλουν.
(Δημοσιεύτηκε στο www.ptotothema.gr στις 29 Ιανουαρίου 2013).

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Το σοκ που μπορεί να φέρει πολιτική ενότητα

Δεν ξέρω αν επέδρασε καταλυτικά το αναμφισβήτητα ισχυρό σοκ του τόσο «αναβαθμισμένου», για τα εγχώρια δεδομένα, τρομοκρατικού χτυπήματος, αλλά έχει νομίζω ενδιαφέρον ότι η «τυφλή» ενέργεια στο Mall έγινε η αφορμή για την πρώτη έπειτα από πολύ καιρό ομόθυμη στάση των πολιτικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου.
Το τελευταίο διάστημα η οξύτητα με την οποία γινόταν η πολιτική αντιπαράθεση, δεν άφηνε περιθώρια για τέτοιου είδους συμπτώσεις απόψεων και θέσεων, με αποτέλεσμα ανάλογα γεγονότα, όπως αυτό με τους προ ημερών πυροβολισμούς κατά των γραφείων της Νέας Δημοκρατίας, να γίνονται αφετηρίες για ανούσιους, διχαστικούς κομματικούς καβγάδες.
Η έκρηξη, όμως, στο πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο του Αμαρουσίου, δείχνει ότι τα πράγματα έχουν σοβαρέψει πολύ. Κατέδειξε ότι δογματικού τύπου στερεότυπα του παρελθόντος, που αναζητούν απαντήσεις σε ερωτήματα του τύπου «ποιος ωφελείται;», ή, ακόμη, θεωρίες συνωμοσίας, που υποκρύπτονται πίσω από ερωτήσεις του στυλ «ποιος τους βάζει;» (τους δράστες,  για να κάνουν όσα κάνουν), δεν χωρούν σε τέτοιες περιστάσεις που διακυβεύονται ανθρώπινες ζωές και προκαλείται ανυπολόγιστη ζημιά στη διεθνή εικόνα της χώρας.
Ας το πάρουμε, επιτέλους, απόφαση ότι κανείς δεν ωφελείται και δεν μπορεί να ωφελείται πολιτικά από τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις. Ούτε καν, αν θέλετε, οι ίδιοι οι… δράστες, αφού είναι το λιγότερο αστείο να πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι θα… επαναστατήσουν οι μάζες, επειδή θα ανατιναχθούν μέσα στη νύχτα μερικά ΑΤΜ τραπεζών ή ότι θα καταλυθεί ο καπιταλισμός επειδή θα φοβηθούν οι καταναλωτές και δεν θα συχνάζουν πια σε πολυκαταστήματα.
Όσο για το «ποιος τους βάζει;», χρειάζεται, μάλλον, κάποιος να κλείνει ερμητικά τα μάτια του στην πραγματικότητα, όχι μόνον την απώτερη ιστορική, αλλά και την πρόσφατη, με την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» και τη γνωστή πλέον «ταυτότητα» του βασικού πυρήνα της, ή τις συλλήψεις μελών των νεώτερης γενιάς οργανώσεων, για να πλέκει με το μυαλό του σενάρια υποκίνησης από το κράτος ή το… παρακράτος.     
Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι η στρατηγική της έντασης, την οποία επιδιώκουν οι δυνάμεις του σκότους και του χάους που κρύβονται πίσω από τέτοιες ενέργειες, συνιστά σοβαρή απειλή για την ελληνική κοινωνία, που καλείται να ζει με τον φόβο ότι μπορεί να αποτελέσει την «παράπλευρη απώλεια» μιας ασύμμετρης απειλής, την οποία η Πολιτεία και οι θεσμοί της (κυβέρνηση, κόμματα, Αστυνομία, Δικαιοσύνη, κ.λ.π.), δεν είναι σε θέση να την αντιμετωπίσουν.
Η απερίφραστη καταδίκη που καταγράφηκε από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο είναι, υπό αυτή την έννοια, μια καλή αρχή, που πρέπει, όμως, να έχει και συναινετική συνέχεια. Υπάρχουν πολλά πεδία για αντιπαράθεση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Το να προσθέσουν και το ζήτημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας δεν ωφελεί κανέναν. Αντιθέτως βλάπτει πολλούς. Και, πάνω από όλα βλάπτει την κοινωνία που βιώνει τόσους άλλους φόβους (της ανασφάλειας, της ύφεσης, της ανεργίας, της δυσπραγίας, κ.ά.) που δεν χρειάζεται έναν ακόμη.
Οι διαφορετικές θέσεις για το Μνημόνιο, οι διαφωνίες για την φορολογία, οι αντιθέσεις για την οικονομική πολιτική, οι διαφοροποιήσεις στην προσέγγιση των διεθνών σχέσεων της χώρας είναι θεμιτές και πολλές φορές επιβεβλημένες από την πολυπλοκότητα των ζητημάτων αυτών και βεβαίως από τις διαφορετικές ιδεολογικές προτιμήσεις κάθε πολιτικού χώρου, όπως και κάθε πολίτη.
Η βία, όμως, και, ακόμη περισσότερο, η ένοπλη βία, που συνήθως είναι «τυφλή», για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά χρειάζεται ενότητα δυνάμεων και αρραγές μέτωπο για την πολιτική καταδίκη, την κοινωνική αποδοκιμασία και, εν τέλει, την εξάλειψη του φαινομένου της τρομοκρατίας με όλα τα μέσα που διαθέτει μια σύγχρονα οργανωμένη και δημοκρατική Πολιτεία. 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 21.1.2013)

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Οι κάλπικες μεθοδεύσεις τιμωρούν τους εμπνευστές τους

Μπορεί και να είναι το σωστότερο αυτό που πάει να γίνει με την προοπτική στην ψηφοφορία για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει το σκάνδαλο με τη λίστα Λαγκάρντ, να στηθούν τρεις κάλπες, όσες, δηλαδή, οι προτάσεις κατηγορίας, και όχι τέσσερις, όσα και τα πρόσωπα που ζητείται να τους ασκηθεί δίωξη.

Η καθεμιά από τις προτάσεις που υπεβλήθησαν, από την κυβερνητική πτέρυγα, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη σύμπραξη ΑΝΕΛ και Χρυσής Αυγής, ίσως έχει ένα συγκεκριμένο σκεπτικό, μια λογική αλληλουχία, διαφορετικά από τις άλλες που θα συζητηθούν από κοινού. Και, ενδεχομένως, ο ρόλος και η αρμοδιότητα των οιωνεί «δικαστών» που υποδύονται σε αυτή την απαράδεκτη, από πολλές απόψεις, διαδικασία οι βουλευτές να θεωρηθεί πως είναι ορθότερο να κρίνουν την κάθε πρόταση χωριστά και επί αυτής να αποφασίσουν εμμέσως για τα πρόσωπα και τις αποδιδόμενες κατηγορίες.

Όλα αυτά, όμως, που, όντως, δεν έχουν το ακριβώς ανάλογο ιστορικό προηγούμενο και δεν ξεκαθαρίζονται στο Σύνταγμα και στον Κανονισμό της Βουλής, μπορεί να ισχύουν υπό μια σαφή και ξεκάθαρη προϋπόθεση: Κάθε βουλευτής που θα αποφασίσει να συμμετάσχει σε αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί παρά να είναι «υποχρεωμένος» να προσέρχεται και να ψηφίζει και στις τρεις κάλπες.

Ό,τιδήποτε άλλο, δηλαδή κάποιοι να ψηφίζουν σε μια, άλλοι σε δύο ή και στις τρεις κάλπες, μπορεί τυπικά να μην προσκρούει στο Σύνταγμα, στην ουσία, όμως, συνιστά απόλυτο εξευτελισμό όχι μόνον του Συντάγματος, αλλά, κυρίως, των ίδιων των πολιτικών και, εν γένει, της πολιτικής.

Ο βουλευτής ή οι βουλευτές που δεν θα πάνε να ρίξουν ψηφοδέλτιο –επιλέγοντας είτε το «ναι», είτε το «όχι», είτε το «λευκό», δεν θα βαρύνονται, ίσως, τόσο με το «αμάρτημα» της παραβίασης της μυστικότητας της ψήφου, που προνοεί το Σύνταγμα για ψηφοφορίες που αφορούν σε πρόσωπα, όσο θα έχουν υποπέσει στο «αδίκημα» του αυτοεξευτελισμού και, ακόμη χειρότερα, στο «έγκλημα» της καταρράκωσης του κύρους της πολιτικής.

Δεν μπορεί να υπάρχουν βουλευτές που να διστάζουν ή να φοβούνται να εκφράσουν την άποψή τους, όποια και αν είναι αυτή, επειδή, ενδεχομένως, θα θεωρηθεί ότι δεν ακολούθησαν την κομματική γραμμή. Δεν νοείται Βουλή, χωρίς ελεύθερους τους βουλευτές να πουν, έστω μυστικά, την άποψή της.

Σε όσους από τους ιθύνοντες της τρικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό, μπορεί να επιβάλουν τη βούληση τους και να δημιουργήσουν ανάχωμα στις διαρροές, προστατεύοντας, δήθεν, την κυβερνητική σταθερότητα, πρέπει να υπενθυμίσει κανείς το πολύ ευχερές προηγούμενο της κυβέρνησης του κ. Κώστα Καραμανλή.

Η ουσιαστική κατρακύλα της περιβόητης «νέας διακυβέρνησης» ξεκίνησε όταν η τότε οριακώς πλειοψηφούσα Νέα Δημοκρατία έφθασε στο πρωτοφανές να αποχωρεί από την αίθουσα κάθε φορά που γινόταν συζήτηση και επέκειτο μυστική ψηφοφορία επί προτάσεων παραπομπής για σκάνδαλα εκείνης της περιόδου (Βατοπέδι, ομόλογα, κ.ά.), με αποκορύφωμα το πρόωρο και αιφνιδιαστικό κλείσιμο της Βουλής, τον Μάιο του 2009, για να επέλθει παραγραφή των αδικημάτων της περιόδου 2004-2007.

Η μεθόδευση εκείνη, η οποία έχει αρκετές αναλογίες με τη διαφαινόμενη τωρινή, αφού και στις δύο περιπτώσεις κυριαρχεί ο φόβος για παραπεμπτικές διαρροές από την πλειοψηφία κατά τη μυστική ψηφοφορία-, όχι μόνον δεν διέσωσε τους πρωταγωνιστές του κοινοβουλευτικού ευτελισμού, αλλά, αντιθέτως, τους καταδίκασε στη συνείδηση όλης της κοινωνίας, στην οποία παραμένουν «ένοχοι», ακόμη και αν δεν κάθησαν ποτέ στο σκαμνί.

Ας το ξανασκεφθούν, λοιπόν, ξανά και ξανά οι υπεύθυνοι των κοινοβουλευτικών ομάδων της συγκυβέρνησης και ας βρουν τρόπο να αποτρέψουν τη ζημιά που θα γίνει και η οποία, σε κάθε περίπτωση, θα είναι μεγαλύτερη από αυτή που θεωρούν ότι μπορούν να αποτρέψουν.

Το λιγότερο που μπορούν να κάνουν, για να περισώσουν, ίσως, ορισμένα προσχήματα, είναι να υποχρεώσουν τους βουλευτές τους να ψηφίσουν σε όλες τις κάλπες. Γιατί, αλλιώς, μπορεί να κερδίσουν την ψηφοφορία, αλλά θα χάσουν τα πάντα: που, εν προκειμένω, είναι η οριστική απώλεια και του τελευταίου ψήγματος αξιοπιστίας που έχει απομείνει στο πολιτικό μας σύστημα.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Οι «Πυρσογιαννίτες» της Κουμουνδούρου

            «Ποιος έκτισε τον κόσμο τέκνο μου;», ήταν το ερώτημα που θρυλείται ότι απηύθυνε Μητροπολίτης Ιωαννίνων σε ορεσίβιο νεαρό που είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να χειροτονηθεί ιερέας. «Οι Πυρσογιαννίτες, δέσποτα!», απάντησε με απόλυτη βεβαιότητα ο νέος, που είχε υπόψη του ότι οι ξακουστοί μαστόροι της Πυρσόγιαννης, που ήταν το χωριό του, είχαν κτίσει όλα τα σπίτια της ευρύτερης περιοχής και είχαν επεκτείνει την πετυχημένη επαγγελματική δραστηριότητα τους και πέραν αυτής.
            Το ιστορικό αυτό ανάλεκτο μού ήρθε κατά νου διαβάζοντας το πολυσέλιδο κείμενο της πρότασης για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής που κατέθεσε στη Βουλή η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΑ, ζητώντας την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των κυρίων Γιώργου Παπακωνσταντίνου και Ευάγγελου Βενιζέλου, αλλά και την απόδοση πολιτικών ευθυνών σε σύμπασα την πολιτική τάξη των τελευταίων ετών για τους χειρισμούς στην περιβόητη υπόθεση με τη λίστα Λαγκάρντ.
            Ο Πυρσογιαννίτης υποψήφιος παπάς του θρύλου εξέφρασε και μια μικρή αμφιβολία όταν ο δεσπότης, θέλοντας να ακούσει και κάτι περί της συνεισφοράς του Θεού στο κτίσιμο του κόσμου, επανήλθε: «Καλά, δεν βοήθησε κανένας άλλος, τέκνο μου;», τον ρώτησε. «Ε, βοήθησαν και λίγο οι Βουρμπιανίτες», απάντησε ο νεαρός, αναγνωρίζοντας μια, έστω, μικρή συνεισφορά στην κτίση του κόσμου στους κατοίκους της Βούρμπιανης, του διπλανού με την Πυρσόγιαννη χωριού.
            Σε αντίθεση με τον επίδοξο ιερέα, στο εντυπωσιακό από πολλές απόψεις, αλλά κυρίως για την αυταρέσκεια των συντακτών του, κείμενο με τις υπογραφές των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να εκφράζεται καμία αμφιβολία. Ο κόσμος όλος περιστρέφεται γύρω από την Κουμουνδούρου. Και στην υπόθεση με τη λίστα Λγκάρντ, μάλλον δεν θα… υπήρχε κόσμος, αν δεν υπήρχαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το πνεύμα που αποπνέεται από την πρόταση κατηγορίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
            Στο προοίμιο, άλλωστε, του κειμένου, κάτω από τον βαρύγδουπο υπότιτλο «οι σκελετοί βγαίνουν από τις ντουλάπες της εξουσίας», διαβάζει κανείς το ακόλουθο εκπληκτικό για την μονομέρεια, ου μην αλλά και την εμπάθεια (η οποία, πάντως, διατρέχει όλο το κείμενο) απόσπασμα:  «Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και οι συναφείς εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν από την επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ να διερευνηθεί σε βάθος η υπόθεση παρά τα πρωτοφανή εμπόδια που συνάντησε από σύσσωμο το σύστημα εξουσίας, πολιτικά στελέχη, βουλευτές, υπουργούς, και, φυσικά, «εντεταλμένους» δημοσιογράφους που λειτούργησαν ως υποτακτικοί οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, ανοίγει μια χαραμάδα που επιτρέπει στον ελληνικό λαό να διακρίνει όψεις της δυσώδους πραγματικότητας που κρύβεται πίσω από την κουρτίνα της προσχηματικής “πολιτικής ορθότητας” και της υποκριτικής ηθικολογίας των κυβερνητικών αξιωματούχων».
Τι καταλαβαίνει κανείς από τα πιο πάνω;  Ότι στην υπόθεση της διερεύνησης της λίστας Λαγκάρντ βρίσκονται αντιμέτωποι δύο… κόσμοι: από τη μια ο… ηρωικός ΣΥΡΙΖΑ που μάχεται κατά πάντων και από την άλλη… όλοι οι άλλοι, που είτε «εκπροσωπούν το σύστημα εξουσίας» ή είναι «εντεταλμένοι» και «υποτακτικοί» συμφερόντων. Τόσο απλά. (Ή μήπως τόσο απλοϊκά;). 
Για τους νομικούς φωστήρες της Κουμουνδούρου, η επίμονη δημοσιογραφική έρευνα που ανέδειξε την «εξαφάνιση» της λίστας δεν υπάρχει. Οι δύο δικογραφίες που σχημάτισαν και έστειλαν στη Βουλή οι οικονομικοί εισαγγελείς δεν υφίστανται. Όπως δεν υφίστανται οι ερωτήσεις των βουλευτών των άλλων κομμάτων, ούτε η πρωτοβουλία τους να συγκληθεί η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ή, πολύ περισσότερο, η κίνηση του υπουργείου Οικονομικών να γίνει νέο αίτημα προς τις γαλλικές αρχές για να έρθει το πρωτότυπο της λίστας και να γίνει αντιπαραβολή του με το αντίγραφο, από την οποία αποκαλύφθηκε η αλλοίωση της λίστας.
Πέραν, όμως, από την εγωπαθή μονομέρεια των συντακτών της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδικούν για τους εαυτούς τους όλη τη… δόξα των αποκαλύψεων σε αυτή την πολύκροτη υπόθεση, εκείνο που περισσότερο από κάθε τι άλλο χαρακτηρίζει το κείμενο τους είναι η πολιτική εμπάθεια που αναδύεται μέσα από επανειλημμένους βερμπαλισμούς του τύπου: «η ηθική ποιότητα και το ποιοτικό ανάστημα των “ηρώων” της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας», ο «τρικομματικός κυβερνητικός “όρκος σιωπής”» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια που… προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το επερχόμενο τέλος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που θα προέλθει από την εισαγγελική ρομφαία της Κουμουνδούρου.
Καταφανή πολιτική εμπάθεια, εξάλλου, μαρτυρούν οι ακροβασίες που γίνονται με την –προφανώς- σκόπιμη σύγχυση που επιχειρείται ανάμεσα στον καταλογισμό πολιτικών ευθυνών για ολέθριους χειρισμούς, που αναμφισβήτητα έγιναν στη συγκεκριμένη υπόθεση, και στην αναζήτηση ποινικής ευθύνης, προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιχειρούμενη στοχοποίηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, προς τον οποίο η… κατηγορούσα αρχή του ΣΥΡΙΖΑ δεν φείδεται χαρακτηρισμών, παρότι τον χρήζει –χωρίς στοιχεία- κατηγορούμενο, αποδίδοντας του τα βαρύτατα αδικήματα της υπεξαίρεσης εγγράφου, της απιστίας και της παράβασης καθήκοντος.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς εξειδικευμένος νομικός για να αντιληφθεί ότι είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα η απόδοση πολιτικών ευθυνών για πιθανούς λανθασμένους χειρισμούς κάποιου που άσκησε εξουσία, από την ενεργοποίηση, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, εναντίον του ποινικής δίωξης, για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με δόλο. Αν, άλλωστε, προκύψουν τέτοιες ενδείξεις κατά τη διερεύνηση που θα ξεκινήσει για τον κ. Παπακωνσταντίνου, η Βουλή έχει τη δυνατότητα να επανέλθει και να κατηγορήσει και τον κ. Βενιζέλο.
Οι γενικόλογοι, όμως, ισχυρισμοί περί υποψιών «διαπλοκής» μέσω της λίστας και πιθανής χρήσης της κατά την προεκλογική περίοδο, μένει να αποδειχθούν. Το βάρος της απόδειξης το φέρουν ακέραιο οι κατήγοροι, οι οποίοι, στην αντίθετη περίπτωση, θα βαρύνονται αιωνίως με την κατηγορία της καθυπόταξης της ηθικής και του δικαίου στην πολιτική σκοπιμότητα της διεκδίκησης με κάθε μέσο της εξουσίας. Και, όπως μάλλον θα συμφωνούσε ακόμη και ο Πυρσογιαννίτης επίδοξος ιερωμένος, ο σκοπός δεν αγιάζει (πάντα) τα μέσα.      
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.