Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Γιατί, ενώ οι «αριθμοί ευημερούν», οι Έλληνες πιστεύουν ότι είναι φτωχοί;


             Είναι, δίχως αμφιβολία, άκρως ενδιαφέροντα τα στοιχεία για τη φτώχεια τα οποία έφερε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Eurostat και κυρίως η εντυπωσιακή απόκλιση ανάμεσα στον επίσημο δείκτη για τον κίνδυνο φτώχειας που απειλεί τους Ευρωπαίους πολίτες και στην αίσθηση της φτώχειας που δηλώνουν ότι νοιώθουν οι συμπατριώτες μας.

Κατά μέσο όρο, λοιπόν, το πραγματικό ποσοστό των ανθρώπων που θεωρούνται φτωχοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, σύμφωνα με την Eurostat, 22,5%. Ενώ οι Ευρωπαίοι πολίτες που δηλώνουν ότι οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι φτωχοί φθάνουν στο 24,8%. Η απόκλιση ανάμεσα στα δύο δεδομένα είναι πολύ μικρή και αυτός είναι ένας κανόνας που ισχύει στην πλειονότητα των χωρών, σε ορισμένες από τις οποίες, μάλιστα, η αίσθηση φτώχειας είναι μικρότερη από εκείνη που αναγνωρίζεται από τους επίσημους δείκτες.

Παραδόξως, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δεδομένα τα οποία αφορούν τη δική μας χώρα. Με βάση τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, το επίσημο ποσοστό φτώχειας των Ελλήνων υπολογίζεται ότι είναι στο 18,9% και στη σχετική κατάταξη καταλαμβάνουμε την όγδοη θέση πριν από το τέλος.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, όταν ερωτώνται οι ίδιοι οι Έλληνες, το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι αισθάνονται φτωχοί ή ότι απειλούνται από τη φτώχεια, εκτινάσσεται στο ανυπέρβλητο 67,1%. Ένα ποσοστό το οποίο μας εμφανίζει να είμαστε ο λαός που αισθανόμαστε ότι είμαστε φτωχοί πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην Ευρώπη.

Με απλά λόγια, ενώ φτωχός θεωρείται επισήμως μόνον ένας στους πέντε Έλληνες, στην πραγματικότητα δύο στους τρεις συμπατριώτες μας πιστεύουν ότι είναι φτωχοί ή ότι κινδυνεύουν από τη φτώχεια.

Είναι πολλά τα ερωτήματα που ανακύπτουν εξαιτίας αυτής της κολοσσιαίας απόκλισης που εμφανίζουν τα στοιχεία που αφορούν τη χώρα μας. Ποια είναι η αλήθεια σε αυτά τα ευρήματα και που εμφιλοχωρεί η υπερβολή; Είναι σωστά τα στοιχεία που συλλέγει και παρουσιάζει η Eurostat ή οι Έλληνες δίνουν ψευδείς απαντήσεις επειδή ενδεχομένως έχουν λανθασμένες εντυπώσεις; Αρεσκόμεθα, άραγε, ως λαός στη γκρίνια και στη «θυματοποίηση»; Ή μήπως έχουμε «εκπαιδευτεί», ειδικά την τελευταία δεκαπενταετία, στην αμφισβήτηση των δεδομένων που παρουσιάζονται από τους επίσημους θεσμούς;

Ο πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, καθηγητής κ. Μιχάλης Αργυρού, αρθρογραφώντας στο «protothema.gr» παρέθεσε δύο λόγους οι οποίοι κατά την άποψή του εξηγούν το φαινόμενο της απόκλισης. Ο πρώτος ήταν ότι «στην Ελλάδα το επίπεδο οικονομικής γνώσης στο γενικό πληθυσμό είναι πολύ χαμηλό». Και ο δεύτερος ότι «η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και των πολιτών της είναι πολύ καλύτερη αυτής που πιστεύει ο μέσος Έλληνας».

Κατά τον οικονομολόγο καθηγητή, «η πραγματικότητα είναι ότι τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά η απασχόληση, οι πραγματικοί μισθοί, η κατανάλωση, οι ιδιωτικές καταθέσεις και έχουν μειωθεί τα ιδιωτικά χρέη». Ως τούτου, ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα όπου 70% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας».

Αναμφίβολα το επίπεδο της οικονομικής γνώσης στη χώρα μας είναι όντως χαμηλό. Το διαπιστώνουμε καθημερινά και με πολλές αφορμές. Παρά ταύτα, όμως, δύσκολα μπορεί να επιχειρηματολογήσει κανείς πειστικά ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη οι άνθρωποι γεννιούνται ή γίνονται εξπέρ στα οικονομικά ώστε να δικαιολογείται αυτή η τεράστια απόκλιση. Τα παγκόσμια στατιστικά για τον οικονομικό αναλφαβητισμό δεν μαρτυρούν κάτι τέτοιο.

Από την άλλη, η Ελλάδα πράγματι δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα στην οποία οι επτά στους δέκα πολίτες της μπορεί να λογίζεται ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας. Πλην, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι τόσοι και ίσως ακόμη περισσότεροι Έλληνες πολίτες είναι σήμερα φτωχότεροι από όσο ήταν πριν από 15 χρόνια.

Μπορεί, όπως υποστηρίζει ο κ. Αργυρού, αλλά και άλλοι από τις τάξεις των ιθυνόντων της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής και των δημοσιολογούντων, τα τελευταία χρόνια να βελτιώθηκαν αρκετοί από τους μακροοικονομικούς δείκτες (το ΑΕΠ της χώρας, η απασχόληση, οι καταθέσεις, το κατά κεφαλήν χρέος, κ.ά.), αλλά δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι η αγοραστική δύναμη που διαθέτει το 2024 η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων υπολείπεται σημαντικά από την αντίστοιχη του 2009.

Για να αποκτήσω προσωπική άποψη, ζήτησα από μια γνωστή μου, η οποία είναι τα τελευταία 15 χρόνια διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε υπηρεσία του Δημοσίου, να μου δείξει το εκκαθαριστικό σημείωμα των μηνιαίων αποδοχών της. Ούσα τρίτεκνη μητέρα, επικεφαλής μονογονεϊκής οικογένειας, η αμοιβή της ανέρχεται στα 856,27 ευρώ το μήνα, ποσό που σημαίνει ότι το συνολικό ετήσιο εισόδημα της οικογένειάς της μόλις και μετά βίας ξεπερνά τις 10.000 ευρώ.

  Είναι απορίας άξιον αν, σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat, κατατάσσεται στους φτωχούς η συγκεκριμένη γυναίκα, η οποία καλείται με αυτό το πενιχρό εισόδημα να καλύψει ανάγκες στέγασης, σίτισης, ένδυσης, ψυχαγωγίας και διασκέδασης, αλλά και υποστήριξης των σπουδών των τέκνων της. Αν ληφθούν υπόψιν οι μνημονιακές περικοπές του 13ου και 14ου μισθού, αλλά και οι ασύμμετρες πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών, η αγοραστική δύναμη που είχε όταν πρωτοδιορίστηκε στο Δημόσιο έχει υποστεί τεράστια κάμψη και δεν συγκρίνεται με τη σημερινή.  

Όπως και να έχει, η περίπτωσή της δεν είναι εξαιρετική. Διότι, κακά τα ψέματα, στην ίδια κατηγορία ανήκουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στο Δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο μπορεί να ισχύουν ακόμη οι 14 μισθοί, αλλά οι περικοπές δεν έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια, όπως και οι αυξήσεις στις άμεσες και στις -περισσότερο άδικες- έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις.

Οπότε το ερώτημα το οποίο ευλόγως ανακύπτει είναι αν όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι, όπως και η συντριπτική πλειονότητα από τους συνολικά 2,5 εκατ. συνταξιούχους των οποίων η σύνταξη δεν ξεπερνά τα 700 ευρώ, «δικαιούνται» να αισθάνονται φτωχοί ή πρέπει να «συμβιβαστούν» με την εκτίμηση ότι διαθέτουν «χαμηλό επίπεδο οικονομικής γνώσης». Και, άρα, δεν μπορούν να… αντιληφθούν ότι οι «αριθμοί ευημερούν, παρόλο που οι άνθρωποι υποφέρουν», όπως εύστοχα είχε πριν σχολιάσει πριν από πολλές δεκαετίες ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Ανεξαρτήτως, άλλωστε, του ποιος από τους μνημονιακούς πρωθυπουργούς ήταν περισσότερο αγαπητός στην Άνγκελα Μέρκελ, η ουσία είναι ότι θα μας πάρει ακόμη πολύ χρόνο για να κατακτήσουμε εκ νέου το επίπεδο της ευημερίας που είχαμε πριν από τα Μνημόνια.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Το νέο πολιτικό τοπίο που αναδύεται μετά τον… «άκλαυτο» ΣΥΡΙΖΑ

         Δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι στην πραγματικότητα ήταν μια εξέλιξη η οποία είχε προεξοφληθεί εδώ και αρκετό καιρό, δεν παύει, ωστόσο, να είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η (χθεσινή) έκπτωση του ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η διαδοχή του από το ΠΑΣΟΚ έγινε σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό.

Αργά αλλά σταθερά, η πολιτική ζωή του τόπου μοιάζει να επιστρέφει στην εποχή πριν από την κρίση, καθώς το ένα μετά το άλλο τα γεννήματα της περιόδου της μνημονιακής εξαλλότητας αποτελούν παρελθόν. Ένα παρελθόν το οποίο ελάχιστοι πρέπει να είναι εκείνοι που το νοσταλγούν.  Γι΄αυτό και δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξεμέτρησε το ζην του χωρίς να… κλάψει κανείς για το άδοξο τέλος του.

Με εξαίρεση, άλλωστε, κάποιες ξέπνοες δηλώσεις ξεπεσμένων αξιωματούχων της Κουμουνδούρου, οι οποίοι κατέφυγαν σε στερεοτυπικά αναμασήματα και ανιστόρητες αναλογίες περί «αποστασίας», ουδείς φαίνεται να συγκινήθηκε από την πιο πρόσφατη τροπή των πολιτικών πραγμάτων και τη νέα διάσπαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ που του στέρησε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Διότι μπορεί το «syrisafication» να διδάσκεται εφεξής στις σχολές της πολιτικής επιστήμης ως case study για το πως ένα κόμμα μπορεί να διαλυθεί ακόμη και όταν είναι στην κατά τεκμήριο βολική θέση της αντιπολίτευσης, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα τεκταινόμενα στην πάλαι ποτέ κυβερνώσα ριζοσπαστική Αριστερά έχουν πάψει προ πολλού να κόβουν εισιτήρια.   

Η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει πλέον με αφόρητη βαρεμάρα τα τελευταία πολύ κουραστικά επεισόδια που έχει το σήριαλ της προδιαγεγραμμένης πορείας προς τη διάλυση στην οποία εισήλθε ο ΣΥΡΙΖΑ από τη στιγμή που ο ουσιαστικός δημιουργός του Αλέξης Τσίπρας πέταξε «λευκή πετσέτα» επειδή, κακά τα ψέματα, δεν άντεξε να καταγράφει στο παθητικό του συνεχόμενες εκλογικές ήττες.

Τέσσερις ημέρες μετά τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023, στις οποίες η δύναμη του κόμματός του υποχώρησε στο ισχνό 17,83%, ο κ. Τσίπρας πήγε στο Ζάππειο για να παραιτηθεί, αλλά η λέξη «παραίτηση» δεν βγήκε από τα χείλη του. «Κατανοώ την ανάγκη για ένα νέο κύμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και αποφάσισα να παραμερίσω για να περάσει», ήταν τα πολύ προσεκτικά λόγια τα οποία επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο πρώην πρωθυπουργός.

«Έχω εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο δυναμικό του κόμματός μας. Στις αστείρευτες δυνάμεις της κοινωνίας και της Αριστεράς», είπε και είναι απορίας άξιον αν είχε κατά νου την τετράδα των τωρινών υποψήφιων αρχηγών (Γκλέτσος, Πολάκης, Φάμελος και Φαραντούρης) που θα αναμετρηθούν την προσεχή Κυριακή και τους οποίους είδαμε την περασμένη Τετάρτη να διασταυρώνουν τα ξίφη τους σε ένα πολύ χαμηλών προσδοκιών ντιμπέιτ που οργάνωσε η δημόσια τηλεόραση.

«Αποφάσισα λοιπόν να προτείνω την εκλογή νέας ηγεσίας από τα μέλη του Κόμματος, όπως ορίζει το καταστατικό του. Την άμεση προσφυγή στις σχετικές διαδικασίες. Στις οποίες φυσικά δεν θα είμαι υποψήφιος», είχε συμπληρώσει ο Τσίπρας πριν από 17 μήνες. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Πρόσθεσε ακόμη μια παράγραφο που ήταν αποκαλυπτική των πραγματικών προθέσεων του: «Θα είμαι όμως παρών πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά από αυτές».

Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ γνωστή, τουλάχιστον για όσους δεν είχαν θαμπωθεί από τους ψευτομακιαβελικούς υπολογισμούς του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Στην αρχή «ευνόησε» και «ευλόγησε» την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη, επειδή προφανώς θεώρησε ότι ο «ουρανοκατέβατος» Ελληνοαμερικανός θα ήταν κάτι σαν «το παιδί για τα θελήματα» που συμβιβαζόταν με την προοπτική να κρατάει ζεστό τον θώκο της Κουμουνδούρου.

Όταν, όμως, φάνηκε ότι ο ναρκισσιστικός χαρακτήρας του Κασσελάκη δεν του επέτρεπε να παραστήσει τον «αχυράνθρωπο», με ενορχηστρωτή τον κ. Τσίπρα, ξεκίνησε, ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, η αποδόμησή του που κατέληξε με την πρωτοφανή απόφαση να μην του επιτρέψουν να είναι εκ νέου υποψήφιος για την αρχηγία στην οποία ένα εξάμηνο νωρίτερα τον είχαν αναδείξει σχεδόν πανηγυρικά.

Όχι ότι δεν έδωσε κι ο ίδιος αφορμές, με όσα έλεγε και όσα έκανε, αποκορύφωμα των οποίων ήταν το αμφιλεγόμενο αφήγημα για την προηγούμενη ζωή του, όπως και η διάτρητη δήλωση πόθεν έσχες που δημοσιοποίησε. Οι μέθοδοι, όμως, με τις οποίες οι άνθρωποι του Τσίπρα τον έβγαλαν από το παιχνίδι δεν… διεκδικούν δάφνες δημοκρατικότητας.

Αλλά επειδή το μόνο βέβαιο είναι ότι η δράση προκαλεί αντίδραση, οι αμφιλεγόμενες επιλογές που έκαναν οι άνθρωποι του κλασσικού ΣΥΡΙΖΑ το μόνο που πέτυχαν ήταν να επιταχύνουν τον χρόνο της δικής τους περιθωριοποίησης, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την έναρξη μιας εποχής η οποία, μπορεί να έχει στοιχεία από τον κλασσικό δικομματισμό του παρελθόντος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια νέα πολιτική κατάσταση η οποία είναι μάλλον πιο θετική από εκείνη που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.

Οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις, οι οποίες κράτησαν την Ελλάδα καθηλωμένη στα Μνημόνια περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, έχουν πια υποχωρήσει με αποτέλεσμα η αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων να διεξάγεται πλέον με περισσότερο ρεαλιστικούς όρους.

Έτσι ώστε να μην… ψάχνουμε για μπαταρίες για να παράγουν ρεύμα οι ανεμογεννήτριες ούτε να αναζητούμε δισεκατομμύρια για να επανακρατικοποιήσουμε τις τράπεζες και τις εταιρίες ενέργειας που ξεπουλήθηκαν την περίοδο του τρίτου και πιο επαχθούς Μνημονίου το οποίο ήρθε ως απότοκο του δήθεν ηρωικού ψευτοδημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.

Όπως και να έχει, είναι καιρός να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω και η προϊούσα ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ -για την οποία, όπως προείπαμε, κανείς δεν θα… κλάψει- μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη απόδειξη ότι εισήλθαμε σε ένα νέο -και κατά τεκμήριο πιο ελπιδοφόρο- πολιτικό τοπίο.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Από πότε η αντιπολίτευση υποχρεούται να υπερψηφίζει τα κυβερνητικά νομοσχέδια;

    Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο ρόλος της συμπολίτευσης, δηλαδή της κυβέρνησης και όσων την στηρίζουν, είναι να εισάγει και να ψηφίζει νομοσχέδια, ενώ ο ρόλος της αντιπολίτευσης, δηλαδή των πολιτικών δυνάμεων που δεν μετέχουν στη νομή της κυβερνητικής εξουσίας, περιορίζεται στην άσκηση ελέγχου για τις πράξεις και τις παραλείψεις των κυβερνώντων και στην ανάδειξη των δικών τους εναλλακτικών προτάσεων.

    Με άλλα λόγια, στις ώριμες δημοκρατίες τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: η κυβέρνηση κυβερνά και η αντιπολίτευση αντιπολιτεύεται. Ως εκ τούτου, όπως δεν νοείται «αντιπολιτευόμενη κυβέρνηση» και γι΄ αυτό δεν μπορεί να παραμένουν στους θώκους τους υπουργοί οι οποίοι καταψηφίζουν νομοσχέδια, έτσι ακριβώς δεν νοείται και «συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση» η οποία να υποχρεούται να υπερψηφίζει τις κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες που φθάνουν στη Βουλή. 

    Ο κανόνας που ισχύει, εδώ και πολλούς αιώνες στο διεθνές πεδίο και σίγουρα από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν στα καθ΄ ημάς, είναι ότι η εκάστοτε κυβέρνηση εισάγει στο Κοινοβούλιο τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της αρεσκείας της επιδιώκοντας το μεγαλύτερο δυνατόν όφελος για την κοινωνία προκειμένου να πιστωθεί πολιτικά κέρδη. Στον αντίποδα, τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης επιχειρούν να αναδείξουν τις αρνητικές πτυχές των κυβερνητικών πράξεων και παραλείψεων, προκειμένου να πείσουν ότι, αν βρίσκονταν εκείνοι στις θέσεις εξουσίας, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική.  

    Και στη μια και στην άλλη περίπτωση κριτής είναι η κοινωνία, δηλαδή το εκλογικό σώμα, που πείθεται από την επιχειρηματολογία είτε των κυβερνώντων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι έκαναν το καλύτερο μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που ήταν υποχρεωμένοι να δράσουν, είτε των αντιπολιτευόμενων, οι οποίοι αντιτείνουν ότι υπήρχε και άλλος εναλλακτικός δρόμος, τον οποίο καλούνται να υποδείξουν αν θέλουν να γίνουν πειστικοί. 

    Με λίγες εξαιρέσεις, η πιο χαρακτηριστική από τις οποίες στη δική μας κοινοβουλευτική παράδοση είναι η ευρύτερη συναίνεση στην έγκριση των αμυντικών δαπανών που προβλέπονται στον κρατικό προϋπολογισμό, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψηφίζουν την πλειονότητα των κυβερνητικών εισηγήσεων. Άλλωστε, αν συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή αν τα στελέχη της αντιπολίτευσης ψήφιζαν τις κυβερνητικές προτάσεις, τότε θα αναιρούσαν τον λόγο της ύπαρξης τους, αφού θα συμπεριφέρονταν όπως τα στελέχη της συμπολίτευσης που -αμέσως ή εμμέσως- μετέχουν στην εξουσία.

    Οι λόγοι για τους οποίους καταψηφίζουν τα κυβερνητικά νομοσχέδια οι βουλευτές που έχουν εκλεγεί με τη σημαία κομμάτων τα οποία η λαϊκή ετυμηγορία κατέταξε στην αντιπολίτευση, ποικίλλουν. Και δεν περιορίζονται κατ΄ ανάγκην στις ιδεολογικές αποκλίσεις από τις κυβερνητικές εισηγήσεις.

    Αν, για παράδειγμα, μια κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία έρχεται να διορθώσει προηγούμενη αστοχία της ίδιας πλειοψηφίας, η αντιπολίτευση νομιμοποιείται να μην την υπερψηφίσει για να καταδείξει την παλινωδία του υπουργού που την εισηγείται ή για να αναδείξει την αναποτελεσματικότητα του ίδιου ή του προκατόχου του. 

    Όπως και να έχει, οι κυβερνήσεις και οι υπουργοί που είναι συνεπείς με τον εαυτό τους και πιστεύουν στην ορθότητα των νομοθετικών τους πρωτοβουλιών δεν έχουν ανάγκη τη συνηγορία της αντιπολίτευσης. Εφόσον διαθέτουν την πλειοψηφία ακολουθούν τους κοινοβουλευτικούς κανόνες για την εισαγωγή, την επεξεργασία, τη συζήτηση και την ψήφιση των προτάσεων τους από τα στελέχη της συμπολίτευσης. Χωρίς να εκλιπαρούν τη στήριξη της αντιπολίτευσης ή να «κλαψουρίζουν» επειδή οι αντίπαλοί τους δεν είναι συναινετικοί.

    Οι κυβερνητικοί ιθύνοντες έχουν την ευχέρεια να ενσωματώνουν στα νομοθετήματά τους τυχόν προτάσεις, παρατηρήσεις και επισημάνσεις που μπορεί να διατυπωθούν από τα αντιπολιτευτικά έδρανα, αλλά αυτό δεν δεσμεύει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να ψηφίσουν «ναι». Η ευθύνη για την υπερψήφιση των κυβερνητικών εισηγήσεων ανήκει αποκλειστικά στην πλειοψηφία. Και γι΄ αυτό, εξάλλου, όταν καταψηφιστεί κάποιο σχέδιο νόμου, δημιουργείται ζήτημα για το κατά πόσο η κυβέρνηση «διαθέτει τη δεδηλωμένη», δηλαδή αν είναι επαρκής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που την στηρίζει. 

    Υπό αυτή την έννοια, είναι τουλάχιστον δυσανάλογος με την πραγματικότητα και την κοινοβουλευτική μας παράδοση ο θόρυβος τον οποίο σήκωσε τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης για τη στάση που τήρησε στη Βουλή η αντιπολίτευση έναντι των νεών νομοθετικών ρυθμίσεων για τον -περιβόητο πλέον- προσωπικό γιατρό. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς εναντίον του συγκεκριμένου θεσμού για να αρνηθεί να ψηφίσει τη πρόταση του κ. Γεωργιάδη. Αρκεί ίσως να σταθμίσει το γεγονός ότι ο εισηγητής υπουργός έχει θητεύσει άλλες δύο φορές στον ίδιο θώκο. 

    Και, παρόλο που η καθιέρωση του οικογενειακού γιατρού αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση -ποιος θυμάται το «δεν θα αφήσω τον Τόμσεν να μου πάρει την δόξα»;-, δεν κατέστη δυνατόν να εφαρμοστεί όλα αυτά τα χρόνια.

    Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι προς αρωγή του νυν υπουργού Υγείας προσέτρεξε και ο εκ των προκατόχων του Θάνος Πλεύρης, ο οποίος ξιφούλκησε με το ίδιο πάθος κατά της αντιπολίτευσης χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα (;) ότι νόμος για τον προσωπικό γιατρό ψηφίστηκε και επί υπουργίας του, το 2022. 

    Αντί, όμως, ο νυν και ο τέως υπουργός να αναγνωρίσουν με συστολή τη δικαιολογημένη επιφύλαξη της αντιπολίτευσης για το αν θα επιτύχει ο θεσμός που απέτυχε παταγωδώς πριν από δύο χρόνια, όπως και παλαιότερα που και πάλι είχε ψηφιστεί νόμος ο οποίος δεν εφαρμόστηκε, επέλεξαν να στρέψουν την προσοχή της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση της «ενοχοποίησης» της αντιπολίτευσης που λέει «όχι σε όλα».

    Σε κάθε πρίπτωση, το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ επέλεξε το «παρών», ενώ άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψήφισαν τα άρθρα για τον προσωπικό γιατρό και τα χρηματοδοτούμενα από το Ταμείο Ανάκαμψης απογευματινά χειρουργεία δεν έχει κάποια ουσιώδη σημασία για την εφαρμογή τους. Και το ένα και άλλο ψηφίστηκαν, κατά τα κοινοβουλευτικά θέσμια, από τους βουλευτές της συμπολίτευσης και το ζητούμενο είναι πλέον αν, πως και πότε θα εφαρμοστούν.

    Εφόσον, η εφαρμογή των δύο αυτών σημαντικών μέτρων αποδειχθεί, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να έχει κάποιος, επιτυχής στην πράξη, η… δόξα θα ανήκει ακέραια στον Άδωνι Γεωργιάδη και την κυβέρνηση που είναι καιρός να αντιληφθούν ότι από πουθενά δεν προκύπτει υποχρέωση της αντιπολίτευσης να υπερψηφίζει τα νομοσχέδια τους. 

    Έχει παρέλθει, άλλωστε, η εποχή που ο τρόπος με τον οποίο πολιτευόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση, αποτελούσε το σταθερό άλλοθι για κάθε κυβερνητική αστοχία. 

    Η σημερινή κυβέρνηση διανύει τον έκτο χρόνο της θητείας της και διαθέτει επαρκές -θετικό και αρνητικό- παρελθόν για το οποίο αξιολογείται καθημερινά. 

    Οπότε όταν έρθει η ώρα της κάλπης θα κριθεί για τα δικά της πεπραγμένα και όχι για τη (δικαιολογημένη ή μη) άρνηση της αντιπολίτευσης να συναινεί στις πρωτοβουλίες της και να ψηφίζει τις νομοθετικές ρυθμίσεις που εκείνη εισηγείται.


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Ο Τραμπ σάρωσε, αλλά ο τραμπισμός δεν αποτελεί λύση στα πλανητικά προβλήματα

             Η συζήτηση για τα αίτια της σαρωτικής επικράτησης του Ντόναλντ Τραμπ και των συμμάχων του στο αμερικανικό Κογκρέσο κατά τις πρόσφατες εκλογές θα διαρκέσει καιρό καθώς δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς σε ένα σαφές πόρισμα που να αποτυπώνει τα «χαρίσματα» του νικητή και να απαριθμεί τα λάθη, τις παραλείψεις και τις αστοχίες των ηττημένων αντιπάλων του.

Διότι, κακά τα ψέματα, η επανάκαμψη στον Λευκό Οίκο ενός τόσο αμφιλεγόμενου και κυνικού προσώπου, το οποίο ηττήθηκε πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας, συνιστά ένα φαινόμενο για την ανάλυση του οποίου χρειάζεται να επιστρατευθούν ερμηνευτικά εργαλεία από πολλές επιστήμες: η πολιτική επιστήμη αδυνατεί να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις χωρίς συνδρομή της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και όχι μόνο.

Στον απόηχο των πανηγυρισμών από τους ένθερμους υποστηρικτές του, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν γνωστές και μη εξαιρετέες προσωπικότητες της διεθνούς σκηνής, όπως ο Βίκτορ Όρμπαν και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και της εγχώριας, όπως ο Κυριάκος Βελόπουλος, η Αφροδίτη Λατινοπούλου και κάθε άλλο ακροδεξιό απολειφάδι, είναι νομίζω χρήσιμο να ειπωθούν ορισμένα πράγματα τα οποία δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα. Επειδή η λαϊκή ψήφος δεν αποτελεί κολυμβήθρα του Σιλωάμ, αλλά και διότι πολλά από αυτά τα στοιχεία για τα οποία εκλέχθηκε ο Τραμπ, αν πράγματι εφαρμοστούν, θα έχουν δραματικές συνέπειες για τις ζωές όλων μας, μηδέ εξαιρουμένων των ψηφοφόρων του.     

Με λίγα λόγια, όσο και αν ο Τραμπ δεν είναι ο πρώτος λαϊκιστής πολιτικός που καταφέρνει να «ισοπεδώσει» τους αντιπάλους τους χρησιμοποιώντας απλοϊκά λεκτικά σχήματα -συνθήματα του τύπου «I’ll fix it» («θα το διορθώσω»), η περίπτωσή του παραμένει εξαιρετική για τον απλούστατο λόγο ότι δεν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια για να δείξει ότι άλλαξε και, ως εκ τούτου, στη νέα θητεία του, η οποία ξεκινά στις 20 Ιανουαρίου 2015, προτίθεται να κάνει κάτι διαφορετικό από όσα έκανε την πρώτη τετραετία.

Σε όλη, άλλωστε, την προεκλογική περίοδο εμφανίστηκε ακόμη περισσότερο κυνικός, αμετροεπής και τοξικός από όσο ήταν όταν στη διάρκεια της Προεδρίας του όταν αρνούνταν την πανδημία και προέτρεπε τους συμπολίτες του να… πίνουν χλωρίνη ή όταν αμφισβητούσε την κλιματική κρίση αποσύροντας τις ΗΠΑ από τις παγκόσμιες Διασκέψεις για το Κλίμα, δίνοντας στους πραγματικούς φίλους τους από την επιχειρηματική τάξη να μολύνουν ανεξέλεγκτοι την ατμόσφαιρα.

Με περισσή, εξάλλου, ελαφρότητα μοίραζε αφειδώς εύπεπτες υποσχέσεις για τιθάσευση του πληθωρισμού («με ένα νόμο και ένα άρθρο», ίσως;), εξαφάνιση της μετανάστευσης σε μια χώρα που δημιουργήθηκε από μετανάστες και κατάπαυση του πυρός στις πολεμικές συγκρούσεις της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής μέσα στο πρώτο Σαββατοκύριακο από την ανάληψη των καθηκόντων του.

Με αναίδεια ταυτόχρονα δαιμονοποιούσε τους αντιπάλους του, χαρακτηρίζοντας -αν είναι δυνατόν!- «κομμουνίστρια» την Κάμαλα Χάρις, αλλά και τους εισαγγελείς και τους δικαστές που τον δίωκαν για διαπιστωμένα ποινικά αδικήματα ανάμεσα στα οποία ήταν προκλητικές φοροαπάτες, αλλά και δωροδοκίες, όπως εκείνη της πορνοστάρ που πληρώθηκε για να μην αποκαλύψει την παράνομη σεξουαλική συνεύρεση τους ενόσω ο μετέπειτα πλανητάρχης παρίστανε τον θεοσεβούμενο οικογενειάρχη.

Δεν δυσκολευόταν, την ίδια ώρα, να επικαλείται κάθε είδους fakenews για μετανάστες που τρώνε κατοικίδια στο Οχάιο, αλλά και να καταφύγει σε κάθε λογής συνομωσιολογικές θεωρίες, υπαινισσόμενος ότι μεθοδευόταν η δολοφονία του ή ισχυριζόμενος ότι σχεδιαζόταν νοθεία την οποία ήταν έτοιμος να καταγγείλει εφόσον δεν ήταν ο ίδιος νικητής στην προεδρική κάλπη της περασμένης Τρίτης.

Αναμφίβολα, οι εξαγγελίες για επιβολή δασμών στα γερμανικά αυτοκίνητα και εν γένει στις εισαγωγές ευρωπαϊκών και ασιατικών προϊόντων, τις οποίες με ψηφοθηρική άνεση μοίρασε, ακούστηκαν ευχάριστα στα αυτιά του μέσου Αμερικανού ψηφοφόρου που αισθάνεται ανασφάλεια επειδή τα φέρνει δύσκολα πέρα και δεν δελεάζονταν από τους ισχυρισμούς των Δημοκρατικών ότι οι… αριθμοί ευημερούν και κινδύνευε η Δημοκρατία από την επανεκλογή του Τραμπ ο οποίος δεν δίσταζε να πει ότι θα ήθελε να επιβάλει δικτατορία για μια μέρα.

Εξίσου ευχάριστα αντιμετωπίζονταν από τον οποιοδήποτε φορολογούμενο που ζει σε μια τις μεσοδυτικές Πολιτείες της «βαθιάς Αμερικής» υποσχέσεις ότι θα πάψουν να κατευθύνονται δεκάδες ή και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτηθεί το ΝΑΤΟ ή για να προασπιστεί η ακεραιότητα της Ουκρανίας από την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν.

Η αλήθεια είναι ότι θέλει πολλή σκέψη και ακόμη περισσότερη γνώση και μεγαλύτερη περίσκεψη για να αντιληφθεί κανείς ότι ο δασμολογικός πόλεμος δεν υπήρξε ποτέ λύση στα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Η τελευταία φορά που διάφορες χώρες ύψωσαν δασμολογικά σύνορα για να περιορίσουν το ελεύθερο εμπόριο ήταν την περίοδο του Μεσοπόλεμου και είχαν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση των εξελίξεων που οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όποιος διαθέτει στοιχειώδεις ιστορικές γνώσεις ξέρει ότι το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η τακτική του κατευνασμού που επικράτησε στις ΗΠΑ, αλλά και στη Σοβιετική Ένωση, κατά τα πρώτα χρόνια της επέκτασης της χιτλερικής Γερμανίας η οποία κατέπινε τη μια μετά την άλλη χώρα της γειτονιάς της. Η «ουδετερότητα» και οι αποστάσεις που τήρησαν τότε οι αντίπαλες στον Χίτλερ δυνάμεις εκείνης της εποχής όχι μόνον δεν απέτρεψαν τον πόλεμο που είχε ξεκινήσει αλλά τον κατέστησαν αναπότρεπτο και φονικότερο.

Όπως και να έχει, η επιβολή δασμών δεν υπήρξε ποτέ λύση στα πλανητικά προβλήματα. Ούτε φυσικά ο απομονωτισμός μεγάλων χωρών, όπως οι ΗΠΑ οι οποίες με την -έστω- καθυστερημένη είσοδό τους στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους καθόρισαν την έκβασή τους.

Ο καθένας, υπό αυτή τη συνθήκη, μπορεί να αντιληφθεί τι θα συμβεί αν ισχύσουν οι «εύπεπτοι» προεκλογικοί ισχυρισμοί του εκλεγμένου Αμερικανού Προέδρου τόσο για την εφαρμογή δασμών στα προϊόντα τα οποία εισάγονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για την ουσιαστική διάλυση της Ευρωατλαντικής αμυντικής συμμαχίας, του ΝΑΤΟ, αν πάψει να έχει τη στήριξη της Ουάσιγκτον.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ο κόσμος που μας περιβάλλει θα είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν που ξέρουμε. Και, μάλλον αναμφίβολα, θα είναι ένας πολύ χειρότερος κόσμος από αυτόν στον οποίο ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες, αν όχι και τους τελευταίους αιώνες. Το αντέχουμε; Μάλλον όχι, τουλάχιστον όλοι όσοι δεν επιθυμούμε να ζούμε σε έναν πολυδιασπασμένο πλανήτη που κυριαρχείται από τον απομονωτικό αυταρχισμό.

Το ευτύχημα είναι ότι σχεδόν όλοι οι λαϊκιστές είναι ευεπίφοροι στις κωλοτούμπες, όπως καλύτερα από κάθε άλλον ξέρουμε εμείς εδώ σε αυτή τη χώρα. Και, άρα, εκείνο στο οποίο έχουμε να προσδοκούμε είναι ότι ο Τραμπ αποκλείεται να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Γιατί πρέπει να κρατάμε την αναπνοή μας για την έκβαση των αμερικανικών εκλογών

    Είχα τη σπάνια ευκαιρία να περάσω δύο φορές το κατώφλι του εμβληματικού Οβάλ Γραφείου στον Λευκό Οίκο και να παρακολουθήσω από κοντά τις συναντήσεις που είχε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τους δύο τελευταίους Προέδρους των ΗΠΑ: η πρώτη τον Ιανουάριο του 2020 με τον Ντόναλντ Τραμπ και η δεύτερη τον Μάιο του 2022 με τον Τζο Μπάιντεν.
    Η πιο ζωηρή ανάμνηση που έχει καταγραφεί -ίσως και ανεξίτηλα- στη μνήμη μου από τις δύο αυτές εμπειρίες είναι η εντελώς διαφορετική αύρα που εκπέμπονταν στην ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στον διασημότερο χώρο εργασίας ολόκληρου του πλανήτη, όπου τις τελευταίες πολλές δεκαετίες έχουν ληφθεί σημαντικές αποφάσεις που καθόρισαν το ιστορικό γίγνεσθαι σύμπασας της Υφηλίου και έχουν γίνει άπειρες συναντήσεις ανάμεσα στον εκάστοτε Αμερικανό Πρόεδρο και ηγέτες από όλον τον κόσμο.
    Στη συνάντηση Τραμπ - Μητσοτάκη το κυρίαρχο αίσθημα ήταν η αγωνία της ελληνικής πλευράς για την τυχόν απρόβλεπτη διάσταση που θα μπορούσε να έχει το τετ α τετ του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ σε μια κρίσιμη συγκυρία κατά την οποία η ελληνική διπλωματία αναζητούσε ερείσματα για να αποκρούσει την εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα που είχε κορυφωθεί με την υπογραφή του διαβόητου παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου το οποίο παραβίαζε τα δικαιώματα της Ελλάδας στις θαλάσσιες ζώνες.
    Για του λόγου το αληθές, λίγες μόνον ώρες πριν από την επίμαχη συνάντηση, ο υπογράφων, αποτυπώνοντας την αγωνία που διακατείχε την ελληνική αντιπροσωπεία, επεσήμαινε χαρακτηριστικά στο protothema.gr: «Σε αντίθεση τόσο με το Κογκρέσο που ψήφισε διακομματικά τον νόμο EastMed Act που αποτελεί κόλαφο για την Τουρκία, όσο και με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο έχει πάρει σαφή θέση κατά της τουρκολιβυκής συμφωνίας, ο Λευκός Οίκος εμφανίζεται διστακτικός να προχωρήσει σε μια απερίφραστη καταδίκη των συνεχιζόμενων προκλήσεων της Άγκυρας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».
    Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο ήταν παγκοίνως γνωστό ότι ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε άμεση πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, κυρίως μέσω της παρασκηνιακής επαφής που διατηρούσε η Άγκυρα -και πιο συγκεκριμένα η οικογένεια Ερντογάν- με τον περίφημο Αμερικανό επενδυτή Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος συνέβαινε να είναι γαμπρός και ανώτερος σύμβουλος του Τραμπ (και ο οποίος έχει ρίξει οικονομικά «δίχτυα» στην ευρύτερη περιοχή μας και τελευταία φέρεται να έχει κάνει «κολεγιά» με τον κύκλο του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα).
    Η ελληνική αποστολή στην αμερικανική πρωτεύουσα ανέπνευσε βαθιά όταν ολοκληρώθηκε η συνάντηση των δύο ηγετών, η οποία θεωρήθηκε ότι «πήγε καλά, επειδή δεν πήγε άσχημα», όπως ήταν ο αρχικός φόβος για το απρόοπτο που διακατείχε τους πάντες: από τον ίδιο πρωθυπουργό έως τον χαμηλότερο διπλωματικό υπάλληλο.
Σε κάθε περίπτωση, η ατμόσφαιρα στον Λευκό Οίκο δεν είχε καμία σχέση με την ενθουσιώδη υποδοχή που έτυχαν την επόμενη μέρα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η συνοδεία του από τον υπουργό των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, παρουσία και του Αντιπροέδρου Μάικ Πενς. Και οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν φείσθηκαν εγκωμίων για την Ελλάδα και, υπό τα θερμά χειροκροτήματα των παρισταμένων, έκαναν πρόποση υπέρ του φωτεινότερου μέλλοντος στη σχέση των δύο χωρών υψώνοντας συμβολικά ποτήρια με… ούζο.
    Είκοσι οκτώ μήνες αργότερα, όταν επισκέφθηκε και πάλι την Ουάσιγκτον ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όλα ήταν διαφορετικά. Η υποδοχή την οποία έτυχε από τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο ήταν πολύ θερμή. Ενώ ακόμη θερμότερη -κατ΄ άλλους μάλλον αποθεωτική- υπήρξε η ανταπόκριση την οποία είχε η ιστορική ομιλία που απηύθυνε στο Καπιτώλιο ο Έλληνας πρωθυπουργός στη διάρκεια της Κοινής Συνόδου Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων, παρουσία, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, της Αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις και της Προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι.
    Την ίδια περίοδο, ο Τούρκος Πρόεδρος κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο. Πλην, όμως, ματαίως. Το αίτημα του Ερντογάν δεν ικανοποιήθηκε ούτε όταν έστησε σόου στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης με περαστικούς που τάχατες εκθείαζαν τη συμβολή του στην ουκρανική κρίση, ενώ ήταν γνωστό σε όλους το διπλό παιχνίδι που έπαιζε στηρίζοντας την εισβολή της Ρωσίας.
Μεταφέρω τα συγκεκριμένα -βιωματικού, κατά βάση, χαρακτήρα- στιγμιότυπα, χωρίς, ωστόσο, να τρέφω αυταπάτες ή να είμαι θιασώτης των απλοϊκών προσεγγίσεων για «φιλέλληνες» και «ανθέλληνες» όταν πρόκειται για ηγέτες άλλων χωρών που εκλέγονται από τους λαούς τους για να υπερασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Από την άλλη, όμως, αρνούμαι να ενστερνιστώ την ισοπεδωτική λογική ότι «όλοι το ίδιο είναι». Και, υπό αυτό το πρίσμα, δεν θεωρώ ότι μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι για το ποιος θα εκλεγεί την προσεχή Τρίτη ώστε να αναλάβει από τις 20 Ιανουαρίου 2025 καθήκοντα ως επόμενος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
    Κακά τα ψέματα και πέρα από τον δικό μας μικρόκοσμο σε τούτη τη γωνιά της Υφηλίου, η επιλογή των Αμερικανών ψηφοφόρων ανάμεσα στον τέως Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και στη νυν Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, η οποία ατυχώς πήρε πολύ αργά το χρίσμα για να διεκδικήσει το ύπατο αξίωμα, περισσότερο ίσως από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, αποτελεί ένα καθοριστικό διακύβευμα για τις τύχες όλων μας, ανεξαρτήτως από το μήκος και το πλάτος του πλανήτη στο οποίο κατοικούμε.
    Ο Ντόναλτ Τραμπ έχει, δίχως αμφιβολία, δώσει σαφή δείγματα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε κατά το παρελθόν: από την αμφισβήτηση της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας έως την εχθροπάθεια προς κάθε τι διαφορετικό, τα fake news και την παρουσίαση των οικονομικών ανισοτήτων ως νέα κανονικότητα. Υπό αυτή τη συνθήκη, μόνον αφελείς μπορεί να πιστέψουν ότι, εφόσον πετύχει να επανέλθει στον Λευκό Οίκο, μπορεί να είναι διατεθειμένος να πολιτευθεί με διαφορετικό τρόπο στο μέλλον.
Πολύ περισσότερο όταν ο κατά γενική ομολογία αδίστακτος τέως Πρόεδρος, εφεξής δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τον παραμικρό φόβο απώλειας της θέσης του, αφού δεν προβλέπεται να τεθεί άλλη φορά στη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Αν την προηγούμενη φορά που έχασε τις εκλογές ξεσήκωσε τον φιλικό προς το πρόσωπό του όχλο και τον οδήγησε στην αιματηρή πολιορκία του Καπιτωλίου, ευλόγως μπορεί ο καθείς να σκεφθεί τι «τέξεται η επιούσα» στη σφόδρα πιθανή εκδοχή της ανάδειξής του ως νικητή στην κάλπη της προσεχούς Τρίτης.
    Ο λαός (των Ηνωμένων Πολιτειών) της Αμερικής να… βάλει το χέρι του!