Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Ο Τασούλας, το… DNA Μητσοτάκη και ο κατά Μπίσμαρκ ορισμός της πολιτικής

Μέσα στην πολυπλοκότητά τους ακόμη και οι πιο κρίσιμες αποφάσεις, που ο καθένας μας καλείται να λάβει στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής του, είναι τις περισσότερες φορές πολύ απλές: σταθμίζεις το κόστος και το όφελος που αποφέρει καθεμιά από τις εναλλακτικές λύσεις που έχεις ενώπιόν σου και καταλήγεις σε εκείνη που φαίνεται να έχει το θετικότερο ισοζύγιο.

Υπό αυτό πρίσμα νομίζω ότι πρέπει να ερμηνευτεί και η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να κάνει μια κατά τα φαινόμενα «ασφαλή» επιλογή για την Προεδρία της Δημοκρατίας προτείνοντας τον Κώστα Τασούλα με βασικό κριτήριο ότι η υποψηφιότητα του απερχόμενου Προέδρου της Βουλής και επί 25ετία βουλευτή Ιωαννίνων εξασφαλίζει την ομόθυμη στήριξη των μελών της «γαλάζιας» Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

Μια στήριξη, όμως, η οποία δεν μπορούσε να προεξοφληθεί ότι θα ίσχυε και για οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο, κυρίως εξαιτίας του ότι ο νυν πρωθυπουργός πριν από δέκα χρόνια είχε δημιουργήσει προηγούμενο όταν δεν ακολούθησε την κομματική γραμμή αρνούμενος να ψηφίσει υπέρ του Προκόπη Παυλόπουλου.  

Πέρα, λοιπόν, από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις για το τι μπορεί να «κρύβεται» πίσω από την πρωθυπουργική πρόταση, όσοι δεν βλέπουν την πραγματικότητα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των επιθυμιών τους διακρίνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν πάντα ένας ρεαλιστής πολιτικός. «Ανδρώθηκε», εξάλλου, σε μια πολιτική δυναστεία, στο DNA της οποίας συνυπάρχουν ισχυρές δόσεις πολιτικής επιβίωσης που άλλοτε λειτουργούν και άλλοτε όχι.

Ποιος, για παράδειγμα, ξεχνάει ότι ο σημερινός πρωθυπουργός παρέμεινε βουλευτής στην αντιμνημονιακή Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά που λάνσαρε τα περιβόητα «ισοδύναμα» των «Ζαππείων»; Το έκανε μάλιστα σε μια περίοδο που, με τη στήριξη του πατέρα τους Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η αδελφή του Ντόρα Μπακογιάννη διαφοροποιήθηκε ανοικτά, ψήφισε το πρώτο Μνημόνιο και δημιούργησε νέο πολιτικό φορέα, έχοντας στο πλάι της τα περισσότερα μέλη της οικογένειας, αλλά όχι τον βουλευτή Κυριάκο.   

Δίχως αμφιβολία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι διαβάζει τους οιωνούς που διαγράφονται στον ορίζοντα και προσαρμόζεται γρήγορα στα εκάστοτε δεδομένα. Γι΄ αυτό και από τη στιγμή που στην τρέχουσα συγκυρία η πυξίδα στο παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα έδειξε να στρέφεται σε σαφώς συντηρητική κατεύθυνση, μόνον εθελοτυφλούντες μπορούσαν να αναμένουν ότι θα έκανε επιλογή προσώπου για το Προεδρικό Μέγαρο η οποία θα αντιστρατεύονταν τη βούληση της μεγάλης μάζας των ψηφοφόρων που τον έφεραν και τον διατήρησαν στην εξουσία πριν από ενάμισι χρόνο.

Γι΄ αυτό, άλλωστε, στην παρούσα φάση κινήθηκε στον αντίποδα της επιλογής που έκανε πριν από πέντε χρόνια όταν πρότεινε για Πρόεδρο την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, την πρώτη γυναίκα η οποία κατελάμβανε το ύπατο πολιτειακό αξίωμα με εχέγγυο τα «προοδευτικά» διαπιστευτήρια που είχε συσσωρεύσει κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Όπως και να το κάνουμε, όμως, το 2019 δεν είναι ίδιο με το 2025. Οπότε, ας μην αυταπατώμεθα, ούτε ο σημερινός Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ίδιος με τον προ πενταετίας Κυριάκο Μητσοτάκη που στελέχωνε το επιτελείο του και επέλεγε συνεργάτες χωρίς ισορροπητικές σταθμίσεις.   

Κακά τα ψέματα, η πρόσφατη εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ λειτούργησε καταλυτικά υπέρ της συντηρητικής αναδίπλωσης η οποία δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Η επίδρασή της επεκτείνεται σε όλο τον πλανήτη, πριν καν αναλάβει καθήκοντα ο νέος Πρόεδρος που ορκίζεται την ερχόμενη Δευτέρα. Και, είτε αρέσει είτε όχι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε ότι ήταν από τους πρώτους που έλαβε τα σχετικά μηνύματα.

Στη δημόσια συζήτηση την οποία είχε μόλις δέκα ημέρες μετά τις αμερικανικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου με τον Γάλλο φιλόσοφο και συγγραφέα Πασκάλ Μπρυκνέρ πήρε σαφείς αποστάσεις από τη λεγόμενη «woke ατζέντα» που ερέθιζε το παραδοσιακό δεξιό ακροατήριο.

Οι ισχυρισμοί του για «την τυραννία των μειονοτήτων» που «αν την αμφισβητήσεις σε λένε φασίστα, θιασώτη της πατριαρχίας» δεν άφηναν αμφιβολίες για τους αποδέκτες της τοποθέτησής του. Πολύ περισσότερο που, παρότι βρισκόμαστε μόλις λίγους μήνες μετά την πολιτική ένταση που δημιούργησε ο νόμος με τον οποίο άνοιξε ο δρόμος για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, συνοδευόταν από τη διαβεβαίωση ότι «αν εξαρτάται από εμένα, (σ.σ.: η διαβόητη woke culture) δε θα ήθελα ποτέ να υπάρξει στην Ελλάδα».

Στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου, άλλωστε, το συντηρητικό ακροατήριο το οποίο δεν απείχε από τις κάλπες διαμαρτυρόμενο γι΄ αυτό τον λόγο ή δεν ψήφιζε τα διάφορα ακροδεξιά σχήματα, που οι πολιτικές τους θέσεις είναι πολύ συχνά για γέλια και για κλάματα, έδωσε εκ νέου την ψήφο του τη ΝΔ με πολύ βαριά καρδιά.

Αν προσθέσει κανείς σε όλα αυτά και την άκρως επιθετική κριτική για πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής που, άλλοτε ασαφώς και σε κάποιες περιπτώσεις στοχευμένα, ασκούν τους τελευταίους μήνες οι προκάτοχοι του στην ηγεσία της ΝΔ και στην πρωθυπουργία της χώρας, Αντώνης Σαμαράς και Κώστας Καραμανλής, τα περιθώρια των χειρισμών που είχε παλαιότερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πλέον αρκετά συρρικνωμένα.

Ήδη από τον προπερασμένο αιώνα, ο εμβληματικός Γερμανός καγκελάριος  Όττο φον Μπίσμαρκ δίνοντας τον ορισμό της πολιτικής υποστήριζε ότι «είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού». Ο ορισμός που διατύπωσε παραμένει αναλλοίωτος ως τις μέρες μας και όποιος τον παραβλέπει συνήθως έρχεται αντιμέτωπος με τις προσδοκίες της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης.

Ο αντίλογος βεβαίως είναι ότι συνιστά έναν κανόνα που ισχύει σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και μπορεί να λάβει διαφορετική τροπή σε μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη διάσταση. Οπότε μένει να φανεί αν το πνεύμα της λογικής «κάλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε» που επικράτησε στην επιλογή του Κώστα Τασούλα, θα ενισχύσει όντως την κυβερνητική σταθερότητα που αποτελεί την δικαιολογητική βάση από την οποία υπαγορεύτηκε η προεδρική υποψηφιότητα του εξ Ηπείρου ορμώμενου πολιτικού.

Στις προσεχείς δημοσκοπήσεις και κυρίως στις επόμενες εκλογές θα ξέρουμε αν η επιλογή υπήρξε όντως μια επιτυχής πολιτική κίνηση.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Άνοιξαν οι πύλες του… φρενοκομείου και ανέλαβαν τη διοίκηση οι υποψήφιοι τρόφιμοι

    «Η Βοημία και (η) Μοραβία ενσωματώθηκαν εις το Γ΄Ράιχ. Ο Φύρερ εισήλθε χθες στην εσπέραν εις την Πράγαν. Ο Γερμανικός στρατός  συνεπλήρωσε την κατάληψιν του τσεχικού κράτους. Τα στρατεύματα του Ράιχ κατέλαβον την πρωτεύουσα της Σλοβακίας». 

    Αυτός ήταν επί λέξει ο πρωτοσέλιδος τίτλος με τον οποίο μια ελληνική καθημερινή εφημερίδα, η οποία κυκλοφορεί ακόμη, ενημέρωνε στις 16 Μαρτίου 1939 το κοινό της για ένα πολυσήμαντο γεγονός όπως ήταν η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τον Χίτλερ. Ένα γεγονός το οποίο, ενώ αποτέλεσε την ουσιαστική πράξη κήρυξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αντιμετωπίστηκε, όχι μόνον στην Ελλάδα, όπως μαρτυρεί το περί ού ο λόγος δημοσίευμα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, με εντυπωσιακή χαλαρότητα.    

    Μια μέρα νωρίτερα, ο Χίτλερ, ο οποίος είχε ήδη ενσωματώσει στο Ράιχ την Αυστρία, είχε καλέσει σε συνάντηση τον πρόεδρο και τον υπουργό Εξωτερικών της Τσεχοσλοβακίας Εμίλ Χάτσα και Φράντισεκ Χβαλκόβσκι, αντίστοιχα, για να τους ανακοινώσει ότι η απόφασή του να εισβάλει στη χώρα τους ήταν ειλημμένη. Τούς διαμήνυσε ότι είχαν την «επιλογή» να κάνουν αντίσταση, η οποία θα συντριβόταν αμέσως, ή να «επιτρέψουν» την… ειρηνική κατάληψη. 

    Αρχικά, ο πρόεδρος Χάτσα κατέρρευσε, αλλά στη συνέχεια υπέγραψε το έγγραφο, με το οποίο η χώρα του διαμελίστηκε. Η Βοημία και η Μοραβία ανακηρύχθηκαν γερμανικό προτεκτοράτο με αρμοστή τον Γερμανό πρώην υπουργό Εξωτερικών Κονσταντίν φον Νόιρατ, στην Πράγα υψώθηκε η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και ο ίδιος ο Χάτσα διατήρησε τη θέση του προέδρου.

    Οι «άμοιροι» Τσέχοι δεν είχαν, άλλωστε, εναλλακτικές λύσεις από τη στιγμή που οι Βρετανοί και οι Γάλλοι σύμμαχοί τους είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν την περιβόητη «πολιτική κατευνασμού» που είχε επισημοποιηθεί λίγους μήνες νωρίτερα όταν συναντήθηκαν στο Μόναχο με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι οι πρωθυπουργοί της Βρετανίας και της Γαλλίας. 

    Εκεί υπέγραψαν Σύμφωνο με το οποίο αναγνωριζόταν δικαίωμα προσάρτησης της Σουδητίας, μιας περιοχής της Τσεχοσλοβακίας που κατοικούσαν πληθυσμοί που θεωρούσαν τους εαυτούς τους «αλύτρωτους» Γερμανούς. Πριν από αυτό, εξάλλου, είχε υπογραφεί στη Μόσχα το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και τον ομόλογά του της Σοβιετικής Ένωσης Βιατσεσλάβ Μολότοφ.

    Μπορεί να πέρασαν οκτώ και πλέον δεκαετίες από την εποχή που διαμείφθηκαν τα συγκεκριμένα γεγονότα τα οποία κατέληξαν στον πιο πολυαίμακτο πόλεμο της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά όποιος έχει αίσθηση των πραγμάτων δεν νομίζω ότι δυσκολεύεται να βρει τις αναλογίες εκείνης της σκοτεινής περιόδου με τη σημερινή δυστοπική πραγματικότητα που προβάλλει στον διεθνή γεωπολιτικό ορίζοντα. Είναι η πρώτη φορά από το τέλος του Β΄Π.Π. που διατυπώνονται τόσο απροκάλυπτα απειλές για αναθεώρηση των συνόρων οι οποίες αν υλοποιηθούν θα αλλάξουν τον παγκόσμιο χάρτη και θα έχουν τρομακτικές επιπτώσεις που θα γίνουν αισθητές σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

    Αναμφίβολα, τα όσα με ωμότητα ισχυρίζεται ότι είναι διατεθειμένος να κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ μόλις επιστρέψει, σε δέκα μέρες από τώρα, στον Λευκό Οίκο, σε συνδυασμό με τις επανειλημμένες αποσταθεροποιητικές παρεμβάσεις εις βάρος δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών και υπέρ της Διεθνούς Ακροδεξιάς στις οποίες έχει επιδοθεί ο ανεκδιήγητος Έλον Μασκ, ο οποίος αποτελεί το alter ego του επανεκλεγέντος Αμερικανού Προέδρου, δεν απέχουν πολύ όσα δραματικά βίωσε η Ευρώπη την περίοδο του Μεσοπολέμου.  

    Μόνον όποιος εθελοτυφλεί, άλλωστε, δεν αντιλαμβάνεται ότι προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούν οι εξαγγελίες Τραμπ για επέμβαση ακόμη και με στρατιωτικά μέσα στον Παναμά, στη Γροιλανδία και στον Καναδά, όπως ακριβώς έκανε ο Χίτλερ επικαλούμενος τη θεωρία για τον «ζωτικό χώρου του Ράιχ».

    Αντίστοιχης επικινδυνότητας είναι και οι απειλές για επιβολή δασμών έναντι όλων των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ. Ο εμπορικός πόλεμος που δίχως αμφιβολία θα ξεσπάσει από ένα τέτοιο μέτρο δεν θα αφήσει καμία χώρα ανεπηρέαστη, διότι τα αντίμετρα θα είναι αναπόφευκτα και αυτό σε μεσοπρόθεσμα θα πλήξει τη συνολική παγκόσμια παραγωγή και άρα τα εισοδήματα και ενδεχομένως την ίδια την επιβίωση πάρα πολλών ανθρώπων. 

    Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, πολλές χώρες αντιμετώπισαν το πρόβλημα με καταφυγή σε λύσεις που κατέτειναν στην εθνική αυτάρκεια. Κάτι τέτοιο, όμως, στη σημερινή εποχή του εκτεταμένου παγκόσμιου καταμερισμού της παραγωγής, αλλά και του τεχνολογικού χάσματος ανάμεσα στις προηγμένες και μη χώρες, μοιάζει ως απολύτως αναποτελεσματική εκδοχή. Αντιθέτως, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν μόνον ως εφιαλτική προοπτική θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. 

    Διότι, ας μην αυταπατώμεθα, το ανεκδιήγητο δίδυμο των Τραμπ και Μασκ δεν είναι οι μόνοι που δείχνουν αποφασισμένοι να ανοίξουν τις πύλες του παγκόσμιου… φρενοκομείου και αντί να νοσηλευτούν σε αυτό ως υποψήφιοι τρόφιμοι δηλώνουν έτοιμοι να αναλάβουν τη διοίκησή τους. 

    Στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη το πάνω χέρι έχουν πάρει αυταρχικοί ηγέτες οι οποίοι, όπως εμείς καλά γνωρίζουμε εδώ στη μικρή μας γειτονιά, δεν κρύβουν τα αναθεωρητικά τους σχέδια. Ενώ την ίδια ώρα οι δυνάμεις της λογικής και της συνεννόησης χάνουν όλο και μεγαλύτερο έδαφος, είτε από τα ίδια τα δικά τους λάθη, είτε από τις δύσκολες συγκυρίες που επιφυλάσσει η πολύπλοκη εποχή μας. 

    Είναι απογοητευτικό, για παράδειγμα, ότι στη σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία έχουν επικρατήσει πολιτικοί που θυμίζουν τον Βρετανό Νέβιλ Τσάμπερλεν, ο οποίος πίστευε ότι θα μπορούσε να κατευνάσει το χιτλερικό τέρας. Απουσιάζουν, αντιθέτως, χαρισματικές προσωπικότητες όπως ο Ουίστον Τσώρτσιλ που ηγήθηκε του αγώνα για να αφαιρεθεί η διοίκηση του φρενοκομείου από πρόσωπα, όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, που κανονικά θα έπρεπε να ήταν «τρόφιμοι» του.

    Ζητείται λοιπόν ηγεσία με λογική, σωφροσύνη και αποφασιστικότητα. Στην Ευρώπη πρωτίστως, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη συνακόλουθα. Οι πύλες του φρενοκομείου πρέπει να κλείσουν το δυνατόν γρηγορότερα.


Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Οι αγέλες του Διαδικτύου διψούν για διχαστικές αφορμές

    Παλαιότερα οι άνθρωποι κάθε φορά που συναντώταν στους καφενέδες και σε άλλους χώρους κοινωνικής συναναστροφής, όπως τα γιορτινά τραπέζια, αντλούσαν επιχειρήματα για τις μεταξύ τους συζητήσεις από την ανάγνωση των εφημερίδων, η οποία αποτελούσε μια διαδικασία πιστοποίησης της εγκυρότητας για όσα επικαλούνταν προκειμένου να υπερκεράσουν την περιρρέουσα φημολογία. 
    «Μα έτσι το έγραψε ο Τύπος. Εγώ το διάβασα στην εφημερίδα!», ήταν ο συνήθως καταλυτικός ισχυρισμός που άλλοτε έτεμε και άλλοτε σφράγιζε τις διαφωνίες τόσο για γεγονότα όσο και για τις ερμηνείες τους.
    Αργότερα η… πιστοποίηση για το τι συνέβαινε γύρω μας προερχόταν, τουλάχιστον για ένα μέρος της κοινής γνώμης και κυρίως για τα τμήματα του πληθυσμού που δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με την ανάγνωση, από την παρακολούθηση όσων μετέδιδε η μικρή οθόνη η οποία συν τω χρόνω «εισέβαλε» και εγκαταστάθηκε σχεδόν σε όλα τα σαλόνια: αστικά και λαϊκά.     
    «Το… είπε η τηλεόραση!», υπήρξε η «ατάκα» στην οποία κατέφευγαν πλείστοι όσοι συμπολίτες μας όταν ήθελαν να πείσουν για τη δική τους πρόσληψη της πραγματικότητας.
    Η τηλεοπτική ενημέρωση ήταν «εύπεπτη» αλλά ταυτόχρονα και δωρεάν. Οπότε εύκολα απέσπασε τα ηνία έναντι της έντυπης ενημέρωσης, η οποία πέρα από το κόστος που την επιβάρυνε, καθώς για να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση στο περιεχόμενο μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού έπρεπε να καταβάλει αντίτιμο ή να πληρώσει συνδρομή, χρειαζόταν συχνά να μετακινηθεί από το σπίτι ή το γραφείο του για να βρεθεί στο σημείο πώλησης. 
    Μοιραία, λοιπόν, ο πληθυσμός των ανθρώπων που ενημερώνονταν από τα έντυπα μέσα συρρικνώθηκε, ενώ η έκδοση εφημερίδων και περιοδικών έγινε ένα πολύ δύσκολο επιχειρηματικό εγχείρημα.
    Η σημαντικότερη, όμως, επίπτωση ήταν η κατά γενική ομολογία υποβάθμιση της ποιότητας της ενημέρωσης. Η οπτικοποίηση των ειδήσεων που μεταδίδουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί βασίζονται πρωτίστως στην εικόνα και λιγότερο στον λόγο και άρα στην ουσία της είδησης. 
    Όσο πιο έντονες είναι οι εικόνες που έχουν στη διάθεσή τους οι ιθύνοντες των καναλιών τόσο περισσότερο «αιχμαλωτίζουν» το φιλοθεάμον κοινό. 
    Ένα εντυπωσιακό τροχαίο, ακόμη και αν είναι αναίμακτο, βρίσκει ευκολότερα -με εξαιρέσεις πάντα- θέση σε ένα τηλεοπτικό δελτίο συγκριτικά, για παράδειγμα, με τη βράβευση ενός εξέχοντα επιστήμονα που μπορεί να ξεχώρισε με μια διεθνών διαστάσεων εφεύρεση. 
    Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να είναι κανείς τεχνοφοβικός για να αναγνωρίσει ότι τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα μετά την επέλαση του Διαδικτύου και την άνθηση των λεγόμενων μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) τα οποία έδωσαν -χωρίς υπερβολή- τη δυνατότητα σε κάθε κάτοχο ενός smart phone ή ενός tablet να μετατραπεί σε παραγωγό υποτιθέμενου «ειδησεογραφικού» περιεχομένου. 
    Το αποτέλεσμα ήταν, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας να αλλάξουν άρδην οι συνήθεις ροές της πληροφόρησης για το ευρύ κοινό, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν πάψει όχι μόνον να διαβάζουν εφημερίδες και περιοδικά αλλά και να βλέπουν τηλεόραση για να «μάθουν τα νέα». 
    Όπως δείχνουν τα ευρήματα πολλών πρόσφατων μετρήσεων, η -εντός ή εκτός εισαγωγικών- ενημέρωση ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης γίνεται πλέον από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 
    Το facebook, η πλατφόρμα X (το πρώην Twitter), που έχει περάσει στον έλεγχο του ανεκδιήγητου μεγιστάνα και φανατικού τραμπιστή Έλον Μασκ, το Instagram και άλλα ΜΚΔ της νεότερης γενιάς, αποτελούν στις μέρες μας βασικοί διαύλοι μέσω των οποίων γίνεται λήπτης της τρέχουσας πληροφόρησης ένα συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. 
    Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι και τα λεγόμενα συστημικά μέσα προκειμένου να προσελκύσουν μεγαλύτερο κοινό διοχετεύουν το δικό τους περιεχόμενο στα social media. 
    Στα καθ΄ ημάς η κατάσταση είναι από τις χειρότερες, εξαιτίας και του γεγονότος ότι μια μεγάλη μερίδα των παραδοσιακών μέσων έπεσαν θύματα της οικονομικής κρίσης που οδήγησαν στα Μνημόνια αλλά και των δικών τους ανομημάτων που σχετίζονται κυρίως με το γεγονός ότι «εκπαίδευσαν» το κοινό τους ότι τα σύνθετα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπιστούν με εύκολες λύσεις του τύπου «όλα είναι άσπρο ή μαύρο». 
    Και ακόμη χειρότερα ότι η ευημερία είναι μια αέναη κατάσταση που δεν έχει αντίστροφη πορεία.
    Ειδικά στη χώρα μας, η ευρεία διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνέπεσε χρονικά με τις εξαλλοσύνες της μνημονιακής περιόδου κατά την οποία ο δημόσιος βίος κατακλύζονταν από κάθε είδους αστείρευτες λαϊκίστικες υπερβολές για τα αίτια της κρίσης, ενώ εκπέμπονταν από πολλές πλευρές ασύμμετρες τοξικές επιθέσεις κατά προσώπων και θεσμών που σe πλείστες περιπτώσεις εύρισκαν έρεισμα σε fake news. 
    Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις υποτιθέμενες δωροδοκίες βουλευτών των ΑΝΕΛ ή τις κατασκευές για τροχήλατες βαλίτσες στο Μαξίμου από τον υπόκοσμο που καθοδηγούσε ο διαβόητος «Ρασπούτιν»;  
    Το δηλητήριο που χύθηκε εκείνη την περίοδο ήταν τόσο πολύ και τόσο έντονο που η επίδρασή του είναι, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα παρούσα στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της πατρίδας μας. 
    Μπορεί οι πρωταγωνιστές να άλλαξαν, αλλά οι μέθοδοι της δολοφονίας χαρακτήρων και της καλλιέργειας του διχαστικού πνεύματος είναι ίδιες και απαράλλακτες. 
    Με το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανακαλύπτουν εχθρούς ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν, εξαπολύοντας τοξικές επιθέσεις σε όποιον θεωρούν ότι δεν ταυτίζεται με τις δικές τους ιδεοληπτικές εμμονές. 
    Αντιγράφοντας τον φανατισμό με τον οποίο οι υποστηρικτές του Αλέξη Τσίπρα και κατόπιν του Στέφανου Κασσελάκη καθύβριζαν όποιον δεν συμφωνούσε μαζί τους, ανώνυμα, κυρίως, τρολ ξιφουλκούν εναντίον όποιου διαφωνεί με τη δική τους κοσμοθεώρηση.
    Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις υπήρξε η καταιγιστική αναπαραγωγή από δεκάδες λογαριασμούς στο «Χ» των ισχυρισμών ότι δήθεν ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας οργάνωσε πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση προς… τιμήν του ΠΑΣΟΚ. 
    Κι όλα αυτά επειδή κάποιος χρήστης του Διαδικτύου απομόνωσε ένα φωτογραφικό ενσταντανέ που έδειχνε το έμβλημα του πράσινου ήλιου το οποίο εμφανίστηκε δι΄ ολίγον σε μια πολύωρη παράσταση με μουσικές και ιστορικά δρώμενα στην οποία όσοι την είδαν διαβεβαιώνουν ότι μόνον έπαινο δεν συνιστούσε για το σημερινό κόμμα  της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
    Τι σημασία, όμως, είχε; Οι αγέλες του εγχώριου Διαδικτύου που διψούν για διχαστικές αφορμές δεν μπορούσαν να αφήσουν να περάσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια… ευκαιρία. Πολύ περισσότερο που ο… κόπος τους ανταμείφθηκε από αμέτρητα likes και πάμπολλα σχόλια άλλων χρηστών που κατάπιαν αμάσητες τις αναρτήσεις λογαριασμών που προβάλλονται ως «opinionmakers». 
    Μπορεί λίγοι να είδαν τη συγκεκριμένη εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων, η οποία μεταδόθηκε μόνον διαδικτυακά, αλλά οι αυτόκλητοι (;) μαχητές του πληκτρολογίου δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα να κάνουν αναπαραγωγή μιας ψευδούς παράστασης για να επιτεθούν στον κ. Δούκα, λες και είχε ο ίδιος προσωπικά την καλλιτεχνική επιμέλεια της επίμαχης εκδήλωσης.
    Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που επιδόθηκαν στο συγκεκριμένο «άθλημα». Παλαιά τους τέχνη κόσκινο. Και σιγά που θα άφηναν την πραγματικότητα να τους χαλάσει το «αφήγημα», χωρίς το οποίο θα έχαναν τα likes και τις αναπαραγωγές. 
    Όπως και να το κάνουμε, ο διχασμός «πουλάει». Και «πουλάει» τρελά. Μόνον που οι άνθρωποι που «ενημερώνονται» κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μόνον ενημερωμένοι δεν είναι. 
    Υ.Γ.: Τη μόνη απορία που έχω από όλο αυτό το σκηνικό είναι πως άραγε να ένοιωσαν όλοι αυτοί που επί μέρες πολλές καλλιεργούσαν τον διχασμό ανάμεσα στην πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων στο Σύνταγμα και την αντίστοιχη που οργάνωσε την ίδια ώρα η Περιφέρεια Αττικής στο Πεδίο του Άρεως όταν έμαθαν ότι το ίδιο βράδυ ο Χάρης Δούκας και ο Νίκος Χαρδαλιάς βρέθηκαν στο ίδιο κλαμπ και αντάλλαξαν εγκάρδιες ευχές…