Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερμανία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερμανία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Ο χερ Σόιμπλε ήταν… «μια κάποια λύσις»



            Σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν πρέπει να υπήρξε τέτοιου είδους… ενδιαφέρον όπως αυτό που φαίνεται ότι εκδηλώθηκε στην Ελλάδα για το τι θα συμβεί με τις εκλογές στη Γερμανία, ποια κυβέρνηση θα σχηματιστεί και ποιοι θα είναι στα βασικά υπουργεία. Προφανώς και για τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς έχει μεγάλη σημασία ποιον δρόμο θα ακολουθήσει η ισχυρότερη οικονομικά -και άρα πολιτικά- χώρα της ηπείρου μας, η χώρα που οι αποφάσεις τις οποίες παίρνει η ηγεσία της διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο για τα ευρωπαϊκά, ου μην αλλά και τα παγκόσμια, τεκταινόμενα.
Από το Ταλίν ως τη Βαλέτα και από Πεκίνο ως την Ιερουσαλήμ, όλες οι σοβαρές πολιτικές ηγεσίες αναγνωρίζουν ότι οι εξελίξεις που σημειώνονται στο Βερολίνο έχουν επιπτώσεις και στη δική τους μοίρα. Γι΄ αυτό και είναι σφόδρα πιθανό ότι η καθεμιά εξ αυτών έκανε τις δικές της αναλύσεις για τα επερχόμενα μετά τις κάλπες της περασμένης Κυριακής και ενδεχομένως είχαν και τις προτιμήσεις τους για το ποια από τις πολιτικές δυνάμεις που αναμετρήθηκαν θα αναλάμβανε τα ηνία.
Με εξαίρεση, ωστόσο, την Αθήνα, σε καμία άλλη πρωτεύουσα οι κυβερνώντες δεν διεκήρυξαν δημοσίως τις προτιμήσεις τους, όπως έκανε ο αρχηγός της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ Αλέξης Τσίπρας που πήρε θέση υπέρ του Μάρτιν Σουλτς. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος είναι ο μοναδικός υψηλόβαθμος πολιτικός στον πλανήτη που εκτίμησε –λανθασμένα, ως συνήθως…- ότι ο ηγέτης των γερμανών σοσιαλδημοκρατών και τέως πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου θα κέρδιζε τις εκλογές ή έστω θα ενίσχυε τη θέση του. Και, ως εκ τούτου, θα εκπαραθυρωνόταν από το υπουργείο Οικονομικών ο -κατά τις αναλύσεις των ΣΥΡΙΖΑίων- «κακός δαίμονας της Ελλάδας» που ακούσει στο όνομα Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Καταναλώθηκε όλους τους προηγούμενους μήνες πάρα πολύ λιβάνι για να επαινεθούν από τα κυβερνητικά λιβανιστήρια οι αυταπάτες του Αλέξη Τσίπρα περί της επερχόμενης αλλαγής των συσχετισμών στο Βερολίνο, σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Αυταπάτες που συνοδεύονταν από τις φαντασιώσεις ότι με το τέλος των εκλογών θα άνοιγε ο δρόμος για το πολυθρύλητο «κούρεμα του χρέους». Κάτι το οποίο μπορεί όλοι να το απορρίπτουν ως προοπτική, αλλά για τους συγγραφείς των προπαγανδιστικών non paper παραμένει ύψιστος εθνικός στόχος. Κάτι σαν τη… «Μεγάλη Ιδέα» των πιο μικρόνοων που κλήθηκαν να διαχειριστούν τις τύχες της άμοιρης τούτης χώρας εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Αλλά για να έχουμε ένα μέτρο της μεγαλοφυΐας όσων μας κυβερνούν, δεν πρέπει να παραλείψουμε την επισήμανση ότι, σύμφωνα με διαρροές «αρμοδίων», τρόπος του λέγειν, παραγόντων, η μεγάλη αύξηση των μεταναστευτικών ροών που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες ημέρες αποδιδόταν στις γερμανικές  εκλογές. Ισχυρίζονταν οι νε λόγω παράγοντες πως τάχα «η Μέρκελ δεν θέλει να πάρει τώρα άλλους πρόσφυγες για προεκλογικούς λόγους επειδή κινδυνεύει να χάσει ψήφους από το ακροδεξιό AfD». Και επιχειρηματολογούσαν σοβαρά –με όποια σοβαρότητα τους διακρίνει- ότι «μόλις γίνουν οι εκλογές αυτό θα αλλάξει και όσοι φθάνουν στην Ελλάδα θα παίρνουν χαρτιά ασύλου για το Βερολίνο…».
Απεδείχθη, βεβαίως, ότι συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο, αφού οι γερμανικές κάλπες, αντί για τα «ανοιχτά σύνορα», όπως φαντασιώνονταν οι ΣΥΡΙΖΑίοι, έφεραν μάλλον το ασφυκτικότερο σφράγισμά τους. Διότι δεν είναι μόνον η ενίσχυση της ακροδεξιάς που σχεδόν μοιραία οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση, είναι και οι προτάσεις του γάλλου Προέδρου Μακρόν που κινούνται στην ίδια ρότα. Γι  αυτό και οι αυξημένες ροές του τελευταίου διαστήματος δείχνουν ότι οι απελπισμένοι του πλανήτη που κυνηγούν το ευρωπαϊκό όνειρο είναι πολύ πιο ευφυείς από τους ασκούντες μεταναστευτική πολιτική στην Αθήνα. Πώς; Κατάλαβαν ότι η ώρα που τα σύνορα θα κλείσουν πλησιάζει και έσπευσαν μήπως προλάβουν. 
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα με την μεγάλη πολιτική επένδυση που είχαν κάνει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη μετακίνηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Όποιος και αν είναι ο αντικαταστάτης του ανθρώπου ο οποίος χάραζε την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης την τελευταία οκταετία, τίποτε δεν προοιωνίζεται ότι η απουσία του από τις συνεδριάσεις του Eurogroup θα αλλάξει την οικονομική μας μοίρα, όπως ήθελαν να πιστεύουν πάμπολλοι συνέλληνες οι οποίοι θεωρούσαν ότι για όλα τα δεινά που μας συμβαίνουν εκείνος ήταν ο μοναδικός υπαίτιος…
Χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα εκπληρωθεί η προφητεία του ίδιου του Σόιμπλε ότι εμείς οι Έλληνες κάποια στιγμή στο μέλλον θα του στήσουμε ανδριάντα, εκείνο που ουδείς νουνεχής μπορεί να αμφισβητήσει είναι ότι η πάλαι ποτέ πολυπόθητη για τον κ. Τσίπρα αλλαγή φρουράς στο γερμανικό υπουργείο μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα επ΄ ωφελεία του ελληνικού λαού. Με μια ίσως εξαίρεση: το γεγονός ότι η αντικατάστασή του αποτελέσει την αφορμή για να καταρριφθούν πολλοί μύθοι που καλλιεργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και να πέσουν πολλές μάσκες άλλων ευρωπαίων παραγόντων που μας… πουλούσαν αλληλεγγύη γνωρίζοντας ότι και για τα συμφέροντα των δικών τους χωρών θα καθάριζε ο «σκληρός χερ Σόιμπλε». 
Το πιθανότερο, άλλωστε, είναι ότι στην περίπτωση της μετακίνησης του γερμανού πολιτικού από το υπουργείο Οικονομικών στην προεδρία της Βουλή ή όπου αλλού τελικώς πάει, ισχύει απολύτως η αποστροφή του Καβάφη στο εμβληματικό ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους», που κλείνει με τον στίχο: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».
Όντως, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια «μια κάποια λύσις» για τους εγχώριους και μη… (αυτ)απατεώνες. Τώρα θα πρέπει να αναζητήσουν άλλον φαντασιακό «βάρβαρο» για να δικαιολογήσουν τα ψέματα, τις ψευδαισθήσεις, τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες που καλλιέργησαν και, δυστυχώς, συνεχίζουν να καλλιεργούν.

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

«Μόνον Ντόιτς»!



Με… χαρές και πανηγύρια υποδέχθηκε η κυβέρνηση τα στοιχεία που δείχνουν αξιοσημείωτη άνοδο του τουριστικού ρεύματος κατά το πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς. Δικαιολογημένα, θα μπορούσε να πει κανείς. Κι αυτό καθώς, σε αντίθεση με τον προηγούμενο χρόνο –που και πάλι πανηγύριζαν οι κυβερνητικοί…-  φέτος, εκτός από τον αριθμό όσων επισκέφθηκαν τη χώρα μας, είναι αυξημένα και τα έσοδα από τις τουριστικές αφίξεις.
Ακόμη, ωστόσο, και αν παρακάμψει κανείς το γεγονός ότι ανάλογη εικόνα παρουσιάζει ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Νότος , αφού άνοδος του τουρισμού παρατηρήθηκε και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί το κατά πόσο η αυξητική τάση έχει μόνιμα χαρακτηριστικά. Όπως και αν τα αυξημένα έσοδα του τουριστικού κλάδου αρκούν για να δοθεί η αναγκαία ώθηση ώστε να αποκτήσει η ελληνική οικονομία την απαραίτητη αναπτυξιακή δυναμική που θα της επιτρέψει να αφήσει πίσω την πολύχρονη κρίση που την κρατά καθηλωμένη.
Επισκεπτόμενος τις προηγούμενες ημέρες την Θεσπρωτία, ένα νομό που στηρίζεται μεν στον τουρισμό της παράλιας ζώνης, αλλά οικονομικά αιμοδοτείται και από τον πρωτογενή τομέα της ενδοχώρας, όπου δρουν μικρές, στη μεγάλη πλειονότητά τους, κτηνοτροφικές μονάδες, βρέθηκα μπροστά στο παράδοξο φαινόμενο να μην υπάρχει σε σούπερ μάρκετ της περιοχής ελληνικό κρέας ούτε για… δείγμα.
«Μόνον ντόιτς!», ήταν η απάντηση που με μάλλον ειρωνικό ύφος έδινε στους καταναλωτές ο αρμόδιος υπάλληλος σε ένα από τα καταστήματα αυτής της κατηγορίας, το οποίο –ας μη βιαστεί κάποιος να βγάλει αντίθετα συμπεράσματα…- ανήκει σε εγχώρια αλυσίδα που διαφημίζει τον ελληνικό χαρακτήρα της. Ενώ, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, το ίδιο λίγο ως πολύ συνέβαινε και σε άλλα σούπερ μάρκετ της περιοχής τα οποία διέθεταν κρέατα γερμανικής ή άλλης προέλευσης, αλλά όχι ελληνικά.
Με άλλα λόγια, οι τουρίστες οι οποίοι καταφθάνουν στη χώρα μας καταναλώνουν –εκόντες, άκοντες- εισαγόμενα προϊόντα. Με αποτέλεσμα ένα μέρος από τις δαπάνες που κάνουν κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα να επανεξάγεται άμεσα, αφού η εγχώρια παραγωγή στον αγροτοδιατροφικό τομέα δεν είναι ικανή να καλύψει τις –εγχώριες και μη- ανάγκες.
Για όποιον σκεφθεί ότι το περιγραφόμενο φαινόμενο της κατανάλωσης εισαγόμενου κρέατος σε μια, κατά το μάλλον ή ήττον, κτηνοτροφική περιοχή μπορεί να αποτελεί περιπτωσιολογία ή εξαίρεση, τα στοιχεία για το εμπορικό ισοζύγιο που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ είναι συντριπτικά. Και καταδεικνύουν ότι απέχουν πάρα πολύ από την πραγματικότητα οι εικασίες ότι βρισκόμαστε προ του τερματισμού της κρίσης.
Οι αριθμοί είναι αδυσώπητοι. Και δείχνουν ότι, παρά τη μεγάλη «εσωτερική υποτίμηση» την οποία υπέστησαν τα εισοδήματα και η περιουσία των Ελλήνων την τελευταία επταετία, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, αντί, όπως θα περίμενε κανείς, να περιορίζεται, τουλάχιστον τα δύο τελευταία χρόνια διευρύνεται.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα επίσημα συγκριτικά στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του έτους, η αξία των εισαγωγών (χωρίς τα πετρελαιοειδή) από 16,2 δισ. ευρώ που ήταν το 2015, ανέβηκαν στα 17,5 δισ. ευρώ, την ίδια ώρα που οι εξαγωγές από 9,1 δισ. ευρώ μόλις που ανέβηκαν στα 9,7 δισ. Αποτέλεσμα; Το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου από 7,1 δισ. ευρώ που ήταν το 2015, ανέβηκε στα 7,4 το 2016 και στα 7,7 δισ. ευρώ το 2017.
Συνολικά, μάλιστα, μαζί με τους λογαριασμούς των πετρελαιοειδών, το έλλειμμα για το φετινό πρώτο εξάμηνο διαμορφώθηκε στα 11,5 δισ. ευρώ, ποσό που αν αναχθεί σε ετήσια βάση οδηγεί στο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα ότι για να επιζήσει η Ελλάδα χρειάζεται ετήσια ενίσχυση από το εξωτερικό που ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ.
Το γεγονός ότι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ήταν υπερδιπλάσιο κατά το παρελθόν –είχε εκτιναχθεί στα 42,5 δισ. ευρώ το 2007 και έφθασε στο ποσό ρεκόρ των 44,3 δισ. ευρώ το 2008- μπορεί για κάποιους να αποτελεί παρηγοριά, σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογία για να συνεχίσουμε να ταΐζουμε τους τουρίστες που μας επισκέπτονται με κρέατα γερμανικής ή άλλης προέλευσης.
Διότι, όπως και να το κάνουμε, μπορεί σε τόσους άλλους τομείς (εργαλεία, μηχανές, αυτοκίνητα, κλπ)  η Γερμανία να διαθέτει το συγκριτικό πλεόνασμα, δεν είναι όμως ανεκτό να συμβαίνει το ίδιο και με την αγροτική παραγωγή.
Γι΄ αυτό και, πολύ περισσότερο, δεν εν μπορεί το συνεχιζόμενο υψηλό εμπορικό μας έλλειμμα να αποτελεί -μια ακόμη…- αφορμή για να… βγάλουμε τα απωθημένα κατά των Γερμανών και του Σόιμπλε ή για να ισχυριστούμε ότι μας κατέστρεψε η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, δυστυχώς, εμφανίζεται να πιστεύει η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων αγροτών οι οποίοι επιβιώνουν χάρις στις κοινοτικές επιδοτήσεις.
Η ίδια, άλλωστε, ΚΑΠ που ισχύει για τους δικούς μας παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, ισχύει και για τους συναδέλφους τους στη Γερμανία και στη Δανία, από όπου επίσης προμηθευόμαστε το μεγαλύτερο μέρος από το χοιρινό κρέας για το… ελληνικό σουβλάκι και τον… ελληνικό γύρο που καταναλώνουμε στα εγχώρια σουβλατζίδικα.
Άρα, κάτι διαφορετικό κάνουν εκεί που δεν το κάνουμε εμείς εδώ. Και, αναμφίβολα, όσο δεν το κάνουμε, όταν πηγαίνουμε στα ελληνικά σούπερ μάρκετ και ζητάμε ντόπιο κρέας, οι υπάλληλοι θα μας λένε: «Μόνον ντόιτς»!

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Άβολες αλήθειες για βολικούς «θησαυρούς»



            Τον γύρο του διαδικτύου, κατά το γνωστό δημοσιογραφικό στερεότυπο, έκανε τις τελευταίες ημέρες μια φωτογραφία που δείχνει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να υπογράφει κάποιο κείμενο, το οποίο, σύμφωνα με τη λεζάντα που πλειάδα αναρτήσεων –σε ιστολόγια, στο facebook και στο twitter- υιοθετούσε, σχετιζόταν με το «κούρεμα» του γερμανικού προπολεμικού εξωτερικού χρέους που επήλθε το 1953 με τη Συμφωνία του Λονδίνου, για την οποία τόσο λόγος έγινε κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο.
            Είναι εντυπωσιακό πόσοι άνθρωποι, ανάμεσα τους δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί και αρκετοί άλλοι που θα είχε κανείς τη στοιχειώδη απαίτηση να μην υιοθετούν την κάθε… ψεκασμένη διαδικτυακή θεωρία συνωμοσίας που αναρτά ο πρώτος τυχών, δεν είχαν τη γνώση ή δεν μπήκαν στον κόπο να μάθουν ότι η πρωθυπουργία Καραμανλή δεν συμπίπτει χρονικά με τα επίμαχα γεγονότα. Κατά το εξάμηνο –από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 1953- που διήρκεσαν στη βρετανική πρωτεύουσα οι συζητήσεις για τη διευθέτηση των γερμανικών χρεών, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ήταν παρά υπουργός Δημοσίων Έργων και η πρωθυπουργική θητεία του ξεκίνησε δύο και πλέον χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας του Λονδίνου.
            Η πραγματικότητα, βλέπετε, που ήταν ότι εκ μέρους της Ελλάδας η Συμφωνία υπεγρράφη από τον πρεσβευτή μας στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν δικαιολογούσε τη διάσταση της «εθνικής προδοσίας» που, ορισμένοι συγκεκαλυμμένα και άλλοι πιο ανοιχτά, επιχειρούσαν να δώσουν με τις απανωτές αναδημοσιεύσεις της φωτογραφίας με τον Καραμανλή να υπογράφει. Και αυτή η πραγματικότητα ίσως να συνέβαλε επαρκώς στον υπαινιγμό για τις ελληνικές διεκδικήσεις έναντι της Γερμανίας, αφενός για να «κουρέψουν» και το δικό μας χρέος και, αφετέρου, για να μας καταβάλουν πολεμικές επανορθώσεις για τις αναμφισβήτητες θηριωδίες που υπέστημεν την Κατοχή από τα ναζιστικά στρατεύματα.
            Βοηθούντων και αρκετών πολιτικών ταγών, η διεκδίκηση για καταβολή αποζημιώσεων από τη Γερμανία, που αναδύθηκε σε ιδιαιτέρως δημοφιλές ζήτημα την περίοδο της κρίσης, έχει λάβει, για πολλούς συνέλληνες, διαστάσεις εφάμιλλες με το κυνήγι διάφορων θησαυρών που με πάθος αναζητούν σε θάλασσες και σε βουνά λογής χρυσοθήρες. Όσο διπλωματικά θεμιτό είναι να κρατάμε ζεστό το ζήτημα και να το θέτουμε επιτακτικά σε κάθε διμερή επαφή με την γερμανική πλευρά, άλλο τόσο πολιτικά αθέμιτο είναι να προσπαθούν ορισμένοι να πείσουν την εγχώρια κοινή γνώμη ότι είναι αποκλειστικά θέμα ελληνικής βούλησης να συμψηφιστούν πολεμικές επανορθώσεις για να απαλλαγούμε από το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος.
            Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και για μερικούς άλλους δήθεν «θησαυρούς» που υποτίθεται ότι αναζητεί η νέα συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ για να καλύψει το προφανές δημοσιονομικό κενό και να αποφύγει τα σκληρά μέτρα που επιμένουν οι εταίροι μας να περιλαμβάνει το νέο «Συμβόλαιο» ή όπως αλλιώς ευφημιστικά αποκληθεί το σχήμα που θα διαδεχθεί το επάρατο «Μνημόνιο».
            Εν πρώτοις, είναι ο «θησαυρός» με τις περίφημες «λίστες» («Λαγκάρντ», «Λουξεμβούργου», «Νικολούδη» και… δεν ξέρω εγώ τι άλλο) με όσους έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό. Κυβερνητικοί παράγοντες υπολογίζουν ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα καταφέρουν να βάλουν στα δημόσια ταμεία ποσό 2,5 δισ. ευρώ, κάτι, ωστόσο, που αρκετοί αμφισβητούν ότι μπορεί να συμβεί, αφού επί της ουσίας τα ίδια πρόσωπα –ορισμένα μάλιστα και αναβαθμισμένα…- έχουν την ευθύνη των ελέγχων.
            Αντίστοιχες είναι και οι εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα από την πάταξη της φοροδιαφυγής από την οποία όλες οι κυβερνήσεις αναμένουν διαχρονικά να αυξήσουν τις εισπράξεις των δημόσιων ταμείων, αλλά σχεδόν ποτέ οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται, γιατί κι εδώ ο υποτιθέμενος «θησαυρός» είναι μάλλον μόνο στο μυαλό των επίδοξων χρυσοθήρων. Ο υπερδιπλασιασμός την τελευταία πενταετία  των ανείσπρακτων χρεών προς το δημόσιο –από 32 δισ. σε 70 και πλέον- δεν αλλάζει το «ουκ αν λάβοις…» που διέψευσε τις προσδοκίες όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων που –υπό την πίεση και της αντιπολίτευσης- δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτών των ποσών δεν πρόκειται να εισπραχθεί στον… αιώνα τον άπαντα. Κι αυτό επειδή αφορά πρόστιμα και προσαυξήσεις που οι υπόχρεοι δεν έχουν δυνατότητα εξόφλησης και σε πάμπολλες περιπτώσεις, μάλιστα, έχουν από ετών διακόψει κάθε δραστηριότητα.
            Το δυστύχημα είναι ότι με τον υποτιθέμενο «θησαυρό» των ανείσπρακτων, όπως και με τον αντίστοιχο την πάταξη του λαθρεμπορίου σε καύσιμα και τσιγάρα, έχουμε καταφέρει, ως χώρα, να… παραμυθιάσουμε και τους εταίρους μας. Με αποτέλεσμα σχεδόν σε καθημερινή βάση να βλέπουν το φως στον ξένο Τύπο δημοσιεύματα για ομοεθνείς μας εφοπλιστές που (χωρίς πολλές φορές να έχουν ελληνική υπηκοότητα ή να είναι φορολογικά υπόχρεοι στην Ελλάδα) αγοράζουν σπίτια στο Λονδίνο, όπως και να γίνονται δηλώσεις από Ευρωπαίους πολιτικούς για τους Έλληνες που δεν πληρώνουν τους φόρους τους και που αν πλήρωναν δεν θα είχαν ανάγκη από δανεικά.
            Αν και είμαι εξ εκείνων που θεωρούν ακραία αντικοινωνικά τα δήθεν κινήματα «Δεν Πληρώνω» τα οποία υπέθαλπαν σημερινοί κυβερνώντες, δυσκολεύομαι να συμβιβαστώ με την βολική ευκολία ότι η λύση του οικονομικού προβλήματος μπορεί να έρθει μέσα από κρυμμένους «θησαυρούς» που αφορούν είτε στις γερμανικές αποζημιώσεις και στην εξόρυξη, οψέποτε αυτή γίνει, των ελληνικών υδρογονανθράκων, είτε στην πάταξη φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου και τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων προς το εξωτερικό.
            Καλά και… άγια είναι όλα αυτά. Και, παρόλο που προσωπικά αμφιβάλλω, μακάρι για πρώτη φορά να επιτευχθούν οι στόχοι που τίθενται. Αλλά και έτσι, όμως, αν συμβεί, οι εισπράξεις από τους «θησαυρούς» θα είναι μόνον για μια χρονιά και δεν πρόκειται να επαναληφθούν τις επόμενες. Επαναλαμβανόμενα, αντιθέτως, είναι τα οφέλη από τις επενδύσεις και τις συνακόλουθες θέσεις εργασίας, για τις οποίες ουδείς μίλησε προεκλογικά. Και το ίδιο, δυστυχώς, συμβαίνει μετεκλογικά. Ίσως γιατί αυτή η συζήτηση είναι δύσκολη και για τούτο άβολη.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Το Μουντιάλ, οι Γερμανοί και εμείς

Την ώρα που οι δικοί μας ποδοσφαιριστέςοι οποίοι συμμετείχαν στο Μουντιάλ έστελναν από τη Βραζιλία γράμμα απόγνωσης στον πρωθυπουργό για να του πουν ότι δεν θέλουν πριμ για τη συμμετοχή τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά ένα προπονητικό κέντρο που λείπει παντελώς από τη χώρα μας μετά το κλείσιμο του Αγίου Κοσμά, οι Γερμανοί συνάδελφοί τους απολάμβαναν κάτι που καμία άλλη ομάδα από τις συμμετέχουσες στο Μουντιάλ δεν μπορούσε να διανοηθεί: ένα ολόδικο τους προπονητικό κέντρο που κατασκευάστηκε μέσα σε λίγους μήνες στην άλλη άκρη του κόσμου.
Αμέσως μετά την κλήρωση των αγώνων, τον περασμένο Δεκέμβριο, Γερμανοί αρχιτέκτονες ταξίδεψαν στη Βραζιλία και επέλεξαν ένα ιδανικό μέρος για να εγκλιματισθούν οι συμπατριώτες τους ποδοσφαιριστές στις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής και έστησαν εκεί ένα προπονητικό κέντρο που, εκτός των άλλων, εξασφάλιζε την απομόνωση των παικτών αλλά,ταυτόχρονα, καιτην εύκολη πρόσβασή τους προς τα στάδια που επρόκειτο να αγωνιστούν.
Μετά τους αγώνες του Μουντιάλ, οι εγκαταστάσεις θα αξιοποιηθούν ως τουριστικός προορισμός και τα χρήματα που επενδύθηκαν σε 14 διώροφες επαύλεις θα αποσβεστούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και θα αφήσουν και κέρδη σε εκείνους που εκπόνησαν και χρηματοδότησαν το σχέδιο. 
Η συνέχεια της ίδιας είδησης θα μπορούσε να είναι αυτό που τώρα αποκαλύπτεται: επί δύο χρόνια οι σπουδαστές της Αθλητικής Σχολής της Κολωνίας (κάτι, υποτίθεται, σαν τα δικά μας ΤΕΦΑΑ) μελετούσαν τα πάντα γύρω από τους Βραζιλιάνους παίκτες και έδωσαν έτοιμη δουλειά στο προπονητικό τημ της Εθνικής Ομάδας τους, το οποίο κατέστρωσε το σχέδιο που οδήγησε στο αδιανόητο 7-1 με το οποίο σάρωσαν οι Γερμανοί τους διοργανωτές του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Μπορεί, αλήθεια, να φανταστεί κανείς ότι ένα ελληνικό Πανεπιστήμιο –από τα ουκ ολίγα που έχουμε…- μπορούσε να αναλάβει και να φέρει σε πέρας ένα αντίστοιχο πρόγραμμα;  Δεν νομίζω. Όταν οι ιθύνοντες του ποδοσφαίρου μας δεν ήξεραν ποιος και γιατί έβγαλε εισιτήριο στον Φερνάντο Σάντος για να γυρίσει στην Πορτογαλία και να μην συνοδεύσει τους ποδοσφαιριστές του στην επιστροφή στην Αθήνα, πάει πολύ να σκεφθεί κάποιοςότι θα κάνουν τόσο… πολύπλοκα πράγματα.
Αλλά, ακόμη χειρότερα, πως μπορεί να περιμένει κανείς σχέδια για κατασκευή προπονητικού κέντρου στο εξωτερικό, από μια χώρα στην οποία, μόλις πριν από δέκα χρόνια καταχρεώθηκε για να διασπαρούν σε όλη την Αττική στάδια, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, που τώρα προορίζονται για… εμπορικά κέντρα, ενώ η Εθνική Ομάδα παραμένει ανέστια και απαιτείται η παρέμβαση του πρωθυπουργού για να μπορέσουν να προπονούνται οι διεθνείς ποδοσφαιριστές μας για τις επόμενες μεγάλες διοργανώσεις.
Κακοφάνηκε σε πολλούς Έλληνες ο αποκλεισμός της Εθνικής Ομάδας από το Μουντιάλ. Όπως στους περισσότερους εξ αυτών μάλλονκακοφάνηκε,για λόγους που έχουν να κάνουν με τα εθνικά μας στερεότυπα –«να μη χαρεί η Μέρκελ» και άλλα τέτοια φοβερά «επιχειρήματα»- η σαρωτική επικράτηση των Γερμανών επί των Βραζιλιάνων, αλλά και η υψηλή πιθανότητα να φέρουν το τρόπαιο πίσω στην Ευρώπη.
Κακά τα ψέματα, όμως, και οι αυταπάτες. Όπως γίνεται σαφές από τα παραπάνω, ήταν μια επικράτηση που δεν ήρθε διόλου τυχαία, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας επιστημονικά οργανωμένης δουλειάς που στη συγκεκριμένη χώρα γίνεται ακόμη και στο ποδόσφαιρο. Το ίδιο ακριβώς, δηλαδή, που δεν γίνεται εδώ. Και φυσικά όχι μόνο στο πδοδόσφαιρο…

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Χάθηκε το μέτρο στη χώρα που το γέννησε


Μπαίνουμε αισίως στην τέταρτη εβδομάδα που η επικαιρότητα μονοπωλείται σχεδόν από την επιχείρηση εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής, ένα αναμφισβήτητα σοβαρότατο ζήτημα που δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό την ένταση της συζήτησης που επιτέλους άνοιξε για ένα ιδιαιτέρως επικίνδυνο καρκίνωμα που αναπτύχθηκε στο ασθενικό σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, για ένα τόσο πολύπτυχο φαινόμενο, οι εύκολες ερμηνείες που επιχειρούνται από σημαντικά μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου και, πολύ περισσότερο, των μέσων ενημέρωσης, δημιουργεί ανακλαστικά «επικοινωνιακής κόπωσης» που, εν τέλει, αντί για την απομυθοποίηση της εγκληματικής ομάδας που, χωρίς αμφιβολία, συνιστά ο ηγετικός πυρήνας του νεοναζιστικού μορφώματος, μπορεί, εν τέλει να οδηγήσει στην περαιτέρω «μυθοποίηση» τους.
Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο υπερβολική ήταν η αγνόηση του φαινομένου από τα μέσα ενημέρωσης και η ασυλία που παρείχε στους νταήδες χρυσαυγίτες η επίσημη Πολιτεία την τελευταία, τουλάχιστον, τριετία, όταν με την υποψηφιότητα Μιχαλολιάκου για το Δήμο της Αθήνας, το 2010, έκαναν αισθητή την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο, εξίσου υπερβολικά είναι τα μονοθεματικά δελτία ειδήσεων του τελευταίου εικοσαημέρου που αγνοούν επιδεικτικά άλλες σημαντικές εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις που επηρεάζουν την καθημερινότητά μας.
«Δεν υπάρχει άλλο θέμα για να ασχοληθείτε εσείς οι δημοσιογράφοι; Φτάνει πια!», με εγκάλεσαν τις τελευταίες ημέρες αρκετοί καλοπροαίρετοι συμπολίτες μας. Δεν έλειψαν, ωστόσο, και οι -μάλλον περισσότεροι- κακοπροαίρετοι που έσπευδαν να συμπληρώσουν: «Επίτηδες το κάνετε, γιατί θέλετε να καλύψετε την κυβέρνηση και αυτά που περνάει στη Βουλή» (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπολειτουργούσε τις τελευταίες ημέρες).
Είναι και αυτά, προφανώς, σημεία των καιρών μας, των καιρών της καθολικής καχυποψίας των πάντων για τους πάντες, των καιρών του ακραίου ανορθολογισμού και της άκρατης συνωμοσιολογίας που βιώνουμε, των καιρών, αν θέλετε, που έδωσαν υπόσταση στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και επέτρεψαν σε μια δράκα περιθωριακών, οι οποίοι για δύο και πλέον δεκαετίες κινούνταν στο χώρο του υποκόσμου, να φορέσουν τον μανδύα του πολιτικού κόμματος και να μπουν στο ελληνικό Κοινοβούλιο για να το ευτελίσουν εκ των ένδον.
Υπό αυτή την έννοια, η άνδρωση της Χρυσή Αυγής, όπως και η αξιοσημείωτη δημοσκοπική αντοχή της, παρά τις τελευταίες καταιγιστικές αποκαλύψεις, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ακόμη νεοελληνική παραδοξότητα, που δεν μπορεί να εξηγηθεί με κλασσικά ερμηνευτικά σχήματα και εύκολες θεωρήσεις για τις επιπτώσεις από τη λαθρομετανάστευση, το μνημόνιο, την ανεργία ή την απαξίωση του πολιτικού συστήματος εξαιτίας των σκανδάλων διαφθοράς.
Είναι, άραγε, τυχαίο ότι δεν αναζήτησαν λύσεις για το μέλλον τους στους ναζιστές και στον δικό τους υπόκοσμο ούτε η Ιταλία που βίωσε ηχηρά κρούσματα πολιτικής διαφθοράς και δοκιμάζεται από την λαθρομετανάστευση, ούτε η Ισπανία που έχει για μεγαλύτερο διάστημα ποσοστά ανεργίας ανάλογα με τα δικά μας, ούτε η Πορτογαλία στην οποία επίσης φορέθηκε ένας εξίσου ασφυκτικός μνημονιακός κορσές;      
Έχω την αίσθηση ότι εκείνο που μας διαφοροποιεί από τις άλλες χειμαζόμενες οικονομικά χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου είναι «Η λογική της παράνοιας», όπως προσφυώς έχει χαρακτηρίσει στο ομότιτλο βιβλίο του ο διανοητής Στέλιος Ράμφος, τη σχεδόν γενικευμένη άρνηση της ελληνικής κοινωνίας να αναλάβει τις ευθύνες της για όλα όσα μας συμβαίνουν.
Δεν βρίσκω, ειλικρινά, άλλον τρόπο να εξηγήσω ούτε την απόλυτη υπερβολή μέσα στην οποία ζούμε και συνοψίζεται ίσως καλύτερα από το γεγονός ότι σε μια χώρα που αδυνατεί να σχεδιάσει στοιχειωδώς την κοινωνική της οργάνωση, όπως καταδεικνύουν εναργώς τα εκτεταμένα φαινόμενα ανομίας, που συναντά κανείς στην καθημερινότητά του, ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της φαντασιώνεται και «ανακαλύπτει» παντού σκοτεινούς σχεδιασμούς που κάνουν πάντα κάποιοι «άλλοι», οι οποίοι εναλλάσσονται κατά περίπτωση: η «μνημονιακή» κυβέρνηση, οι… συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, η «δαιμονική» τρόικα, οι «απαίσιοι» Γερμανοί, οι «ρουφιάνοι» δημοσιογράφοι, οι Αμερικανοί, οι Εβραίοι, οι Ελοχίμ και ό,τι άλλο βάλει ο νους του καθενός.

Φοβούμαι, εν ολίγοις, ότι στη χώρα που γέννησε το μέτρο και την αρμονία, οι έννοιες αυτές αποτελούν εδώ και καιρό αγαθά σε πλήρη ανεπάρκεια.  Και όσο αυτό θα εξακολουθήσει να συμβαίνει, θα βολοδέρνουμε, ως κοινωνία, κινούμενοι από την απόλυτη ανοχή απέναντι στην Χρυσή Αυγή ως την ακραία ενασχόληση μαζί της, παίζοντας, δυστυχώς, και στις δύο περιπτώσεις στο δικό της γήπεδο και με τους δικούς της κανόνες.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 10.10.2013)

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Γερμανικά μαθήματα και ελληνικοί εμφύλιοι



Στη διάρκεια της πρόσφατης μακράς προεκλογικής περιόδου οι Γερμανοί πολιτικοί που διεκδίκησαν την ψήφο των συμπολιτών τους συγκρούστηκαν συχνά μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, ασυνήθιστη, για τα δικά τους πολιτικά ήθη, σφοδρότητα.
Ακούστηκαν εκατέρωθεν βαριές εκφράσεις για «ψεύτες», «καταστροφείς» και τα τοιαύτα που αντηλλάγησαν κυρίως ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Ξεθάφτηκαν, επίσης, παλιές ξεχασμένες ιστορίες, όπως η προ τριακονταετίας υποστήριξη από τον επικεφαλής των «Πράσινων» προς τις παιδοφιλικές σχέσεις, ενώ ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών δεν δίστασε να δείξει το… μεσαίο του δάκτυλο στους επικριτές του.
Δεν έλειψαν ούτε τα καραγκιοζιλίκια, όπως του εκπροσώπου των αρνητών του ευρώ, των αποκαλούμενων «Εναλλακτικών», που εμφανίστηκε στην τηλεόραση ζωσμένος με μια τρύπια ελληνική σημαία. Ενώ ο «γνωστός μας» απερχόμενος αντικαγκελάριος Φίλιπ Ρέσλερ επιστράτευσε ως και την… «κόκκινη» απειλή –τη συγκυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών με την Αριστερά- σε μια απέλπιδα να αποτρέψει τον μοιραίο καταποντισμό του κόμματός του, των Ελεύθερων Δημοκρατών, που έμειναν για πρώτη φορά εκτός Βουλής.
Όλα αυτά, όμως, ίσχυσαν μέχρι το απόγευμα της Κυριακής που έκλεισαν οι κάλπες. Το ίδιο βράδυ τα πάντα είχαν ξεχαστεί και η εικόνα που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν οι Γερμανοί πολίτες από τους τηλεοπτικούς δέκτες ήταν απίστευτη, τουλάχιστον για τα δικά μας πολιτικά ήθη.
Πριν καν οριστικοποιηθούν τα εκλογικά αποτελέσματα και ενώ είχαν υπόψη τους κατά βάση τα ευρήματα από τις δημοσκοπήσεις εξόδου (τα λεγόμενα exit polls), που κανείς φυσικά δεν αμφισβήτησε, οι επικεφαλής των τεσσάρων κομμάτων βρέθηκαν στο ίδιο τηλεοπτικό στούντιο και αντάλλαξαν σχόλια και εκτιμήσεις για την ετυμηγορία των Γερμανών πολιτών.
Η νικήτρια των εκλογών καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο βασικός της αντίπαλος, υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Πέερ Στάινμπρουκ κάθισαν δίπλα – δίπλα με τους ομολόγους τους από τα μικρότερα κόμματα, τους Πράσινους και την ριζοσπαστική Αριστερά, και αφού έριξαν «νερό και αλάτι» στα πικρά λόγια που είχαν ανταλλάξει προεκλογικά, χωρίς αλαζονεία ή κόμπλεξ, ούτε και οπορτουνιστικές ιδεολογικές εκπτώσεις, συζήτησαν για την επόμενη μέρα στη χώρας τους και στην Ευρώπη.
Δεν ξέρω πόσο σοφότεροι έγιναν οι Γερμανοί πολίτες από τη συζήτηση, αφού τόσο η Μέρκελ, όσο και οι συνομιλητές της, στο κρίσιμο ζήτημα για το ποια κυβέρνηση μπορεί να προκύψει από το γεγονός ότι δεν υπήρξε μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επικαλέστηκαν το αυτονόητο επιχείρημα ότι έπρεπε να συνεδριάσουν τα κομματικά τους όργανα για να λάβουν αποφάσεις.
Είμαι βέβαιος, ωστόσο, ότι η πλειονότητα των Γερμανών θα ένοιωθε πολύ περήφανη για το επίπεδο αντιπαράθεσης της πολιτικής τους ελίτ, ιδίως αν είχαν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για να τη συγκρίνουν με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, η οποία πρωταγωνίστησε στη γερμανική προεκλογική περίοδο και πολλοί πιθανολογούν ότι μπορεί να είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που θα επηρεάσουν τις διαβουλεύσεις για τη μετεκλογική συνεργασία.
Αναφέρομαι, όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε, στην Ελλάδα και στα δικά μας πολιτικά ήθη που κινούνται στον αντίποδα από αυτό που γίνεται στην Γερμανία και στις περισσότερες πολιτισμένες χώρες της υφηλίου, στις οποίες οι άνθρωποι, τα στελέχη που ανήκουν σε μια παράταξη είναι αντίπαλοι και όχι εχθροί με όσους είναι ενταγμένοι σε ένα άλλο κόμμα. Και γι΄ αυτό μπορεί, ακόμη και όταν διαφωνούν, να συζητούν πολιτισμένα και χωρίς εμφυλιοπολεμικές διαθέσεις.
Μπορεί, αλήθεια, να φανταστεί κάποιος έπειτα από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση στη χώρα μας να βρεθούν στο ίδιο στούντιο και να συζητούν μεταξύ τους για τις μετεκλογικές εξελίξεις ο Αντώνης Σαμαράς, ο Αλέξης Τσίπρας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Πάνος Καμμένος, ο Φώτης Κουβέλης ο Δημήτρης Κουτσούμπας και δεν ξέρω ποιος άλλος θα είναι τότε επικεφαλής κόμματος στην επόμενη ελληνική Βουλή;
Το ερώτημα είναι, προφανώς, ρητορικό, για να μην πω ότι ηχεί ως ειρωνεία, αν αναλογιστεί κανείς όχι το παρελθόν, αλλά το παρόν, την τρέχουσα επικαιρότητα που παρά το συγκλονισμό από τη δολοφονική φασιστική βία και τη φραστική καταδίκη της από όλο το πολιτικό φάσμα, η εγχώρια πολιτική ελίτ αδυνατεί να καθίσει γύρω από το ίδιο τραπέζι για να ανταλλάξει απόψεις για το τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, που, όπως από όλους αναγνωρίζεται, είναι η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής.
Είναι πιθανό και θεμιτό ότι σε μια τέτοια σύσκεψη δεν θα συμφωνήσουν όλοι σε όλα. Και ίσως να διαφωνήσουν στα αίτια που τροφοδότησαν το φαινόμενο, ενδεχομένως και στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Αφ΄ εαυτού του, όμως, το γεγονός ότι θα βρεθούν δίπλα δίπλα, θα αποτελέσει έναν υψηλό συμβολισμό ενότητας και θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα τόσο σε όσους τείνουν ευήκοα ώτα στους θιασώτες του Χίτλερ όσο και στους μηχανισμούς του κράτους που ανέχονται τις έκνομες ενέργειες τους.
Δυστυχώς, όμως, τέτοια βούληση δεν διαφαίνεται και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι ηγεσίες των κομμάτων αδυνατούν να συνεννοηθούν στα πλέον στοιχειώδη, αγόμενες από τις διχαστικές νοοτροπίες του παρελθόντος και χωρίς διάθεση να διδαχθούν από τα λάθη τους ή από το παράδειγμα της συμπεριφοράς που ακολουθούν οι ηγεσίες άλλων χωρών, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις.
Με αυτά και με αυτά, μόνο τυχαίο δεν μπορεί να είναι ότι η Γερμανία, η οποία βίωσε μεγαλύτερους και εντονότερους διχασμούς (ήττες στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και εδαφικό διαμελισμό που διήρκεσε μέχρι πρότινος), καταφέρνει να ηγείται της Ευρώπης την ώρα που εμείς παραμένουμε ουραγοί, κολλημένοι στην προ πολλών δεκαετιών εμφύλια διαμάχη…

(Δημοσιεύθηκε στο www.ptortothema.gr στις 24.9.2013)

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Ελπίδες από τους… αφρούς του Φίλιπ Ρέσλερ



Οι… αφροί που έβγαιναν από το στόμα του αντιπροέδρου της γερμανικής κυβέρνησης Φίλιπ Ρέσλερ για το ατυχές αποτέλεσμα που είχε το κόμμα του, οι συγκυβερνώντες με την Άνγκελα Μέρκελ «Ελεύθεροι Δημοκράτες», στη χθεσινή εκλογική αναμέτρηση στη Βαυαρία, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο ομόσπονδο κρατίδιο της Γερμανίας, είναι μια από τις πιο ελπιδοφόρες ειδήσεις του τελευταίου διαστήματος για τη χώρα μας και συνολικά την Ευρώπη.
Αν, μάλιστα, οι Γερμανοί ψηφοφόροι που την ερχόμενη Κυριακή θα πάνε στις κάλπες για να εκλέξουν το Ομοσπονδιακό τους Κοινοβούλιο και, ουσιαστικά, για να αποφασίσουν τον κυβερνητικό συνασπισμό που θα αναλάβει τα ηνία της χώρας τους, αλλά –κακά τα ψέματα- και όλης της Ευρώπης, ακολουθήσουν το προμήνυμα των Βαυαρών, τότε πολλά μπορεί να αλλάξουν όχι μόνο στο Βερολίνο αλλά και σε ολόκληρη την ήπειρό μας.
Οι «Ελεύθεροι Δημοκράτες» (FDP) του κ. Ρέσλερ, οι οποίοι με το μόλις 3% που συγκέντρωσαν χθες, μένοντας έξω από το βαυαρικό κοινοβούλιο και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις βρίσκονται στο όριο για να εξασφαλίσουν το 5% που θα τους επιτρέψει να εκπροσωπηθούν στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, μόνο κατ΄ όνομα θυμίζουν το «κόμμα του μέτρου» που ήταν το FDP την εποχή που είχε στην ηγεσία του τον Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο οποίος συγκυβέρνησε τόσο με τους Σοσιαλδημοκράτες του Χέλμουτ Σμιτ όσο και με τους Χριστιανοδημοκράτες του Χέλμουτ Κολ, διατηρώντας επί μια εικοσαετία το πόστο του αντικαγκελάριου και υπουργού Εξωτερικών.
Οι επίγονοι του κ. Γκένσερ έχουν υιοθετήσει ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις και τα στελέχη του FDP που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό υπό την κ. Μέρκελ πρωταγωνίστησαν στις επιθέσεις κατά της Ελλάδας, ενώ ήταν από τους πλέον ένθερμους θιασώτες της υπερβολικής λιτότητας που μας επιβλήθηκε οδηγώντας στην καταστροφική ύφεση που βιώνουμε για έκτη συνεχή χρονιά και, ταυτόχρονα, από τους πλέον αυστηρούς αρνητές οποιασδήποτε προοπτικής να βοηθηθεί η Ελλάδα μέσα από ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα που θα φρέναρε την ανεργία και θα περιόριζε τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης.
Δεν είναι τυχαίες, εξάλλου, οι… αφρώδεις προειδοποιήσεις που απηύθυνε χθες βράδυ ο κ. Ρέσλερ προς τους συμπατριώτες του, μετά την παταγώδη αποτυχία στη Βαυαρία, για το ενδεχόμενο από τις παγγερμανικές κάλπες της ερχόμενης Κυριακής να ανοίξει ο δρόμος για έναν μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό, στον οποίο οι Χριστιανοδημοκράτες της κ. Μέρκελ θα υποχρεωθεί να συγκατοικήσει με τους Σοσιαλδημοκράτες του Πέερ Στάινμπρουκ.
Ως γνήσιος νεοφιλελεύθερος, ο νυν αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας εμφανίζει τον «Grosse Koalition» (μεγάλο συνασπισμό) ως τη μέγιστη «απειλή» για τους Γερμανούς επειδή πιθανολογεί, μάλλον βάσιμα, ότι η εξαφάνιση του κόμματός του και η παρουσία των Σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση του Βερολίνου θα αλλοιώσει την οικονομική πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας που επιβάλει η γερμανική κυβέρνηση τόσο στο εσωτερικό της όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ωστόσο, αυτό που κατά τον κ. Ρέσλερ συνιστά «απειλή», αποτελεί την πλέον ευοίωνη προοπτική για την Ελλάδα και τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο, καθώς ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών και πιθανότερος κυβερνητικός εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών, εφόσον υποχωρήσει η δύναμη του FDP, έχει αναγνωρίσει -και ως ένα βαθμό έχει δεσμευθεί- ότι για να επέλθει η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη, δεν αρκούν οι μεταρρυθμίσεις. Αλλά απαιτείται να συμπληρωθεί η πολιτική αυτή με τη συνομολόγηση ενός «Σχεδίου Μάρσαλ», το οποίο, μέσω ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, θα τονώσει την ανάπτυξη και την απασχόληση, όπως έγινε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη γενναιόδωρη βοήθεια που έλαβαν τότε οι ηττημένοι Γερμανοί.
Χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες ότι το σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μας μπορεί να επιλυθούν αυτομάτως και μόνον με την έξωθεν βοήθεια, είναι βέβαιο ότι η ετυμηγορία των Γερμανών ψηφοφόρων δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους, καθώς μας αφορά και θα κρίνει πολλά. Και κυρίως θα καθορίσει την προοπτική να απαλλαγούμε μια ώρα αρχύτερα από τον σφικτό μνημονιακό κορσέ που, εν είδει «ζουρλομανδύα», μας φόρεσε το «τρίο» των Μέρκελ – Σόιμπλε και Ρέσλερ.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να παραβλέψει κανείς ότι οι επαφές που θα έχει αυτή την εβδομάδα στις Βρυξέλλες ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν το επόμενο διάστημα σχετικά με την κατεύθυνση που θα πάρει το οικονομικό πρόγραμμα, θα κριθούν, είτε το θέλουμε είτε όχι, από το αποτέλεσμα που θα βγάλουν οι γερμανικές κάλπες. Και, αν θέλετε, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για όσα εξήγγειλε χθες από τη ΔΕΘ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας.
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, το βράδυ της Κυριακής να ξαναδούμε… αφρισμένο τον κ. Ρέσλερ. Σίγουρα θα είναι μια καλή είδηση για την Ελλάδα, μια καλή είδηση για την Ευρώπη…

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.9.2013)

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Οι «προφήτες της καταστροφής», το «δόγμα Στάινμπρουκ» και το… 2021



«Εκνευρίζονται οι γνωστοί προφήτες της καταστροφής, χάνουν την ψυχραιμία τους, επειδή, ναι, είμαι αισιόδοξος», είπε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς στην τελευταία ομιλία του στη ΔΕΘ για να προσθέσει: «Αλλά τι νομίζουν; Εγώ δεν βλέπω την ανεργία; Δεν νιώθω τον πόνο; Δεν ξέρω ότι ο κόσμος ζορίζεται και υποφέρει;».
Νωρίτερα είχε αναφερθεί σε «δεκάδες μεγάλες ξένες επιχειρήσεις που έχουν εκφράσει επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα τους τελευταίους μήνες», εξηγώντας ότι δέχθηκε ο ίδιος στο Μαξίμου όλους όσοι από τους εκπροσώπους ή τις διοικήσεις τους ζήτησαν να τον δουν. Απαρίθμησε τις περισσότερες από αυτές, ενώ αναφέρθηκε και σε «εξαγορές και επενδύσεις από ξένους ομίλους σε ελληνικές επιχειρήσεις τεχνολογίας που πλησιάζουν τα 700 εκατομμύρια μόνο φέτος».
Αθροίζοντας, ωστόσο, κανείς όλες τις νέες θέσεις εργασίας που εξαγγέλθηκαν μετά τις αρκετές, όντως, συναντήσεις που έχει κάνει ο κ. Σαμαράς με εκπροσώπους ξένων ομίλων και συνυπολογίζοντας ακόμη και τις 10.000 θέσεις που λέει ο ίδιος ότι μπορεί να δημιουργηθούν σε βάθος χρόνου από τη διέλευση του αγωγού φυσικού αερίου TAP, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συνολικός αριθμός όσων αμέσως ή εμμέσως θα βρουν απασχόληση τα επόμενα ένα με δύο χρόνια θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μερικές δεκάδες χιλιάδες.
Αν ληφθεί, όμως, υπόψη ότι η μακρά λίστα με τους ανέργους συμπολίτες μας οδεύει ακάθεκτη προς το 1,4 εκατομμύριο, εκ των οποίων το ένα εκατομμύριο έχει προστεθεί την τελευταία σκληρή μνημονιακή τριετία, εύκολα τίθεται το ερώτημα από πού αντλεί την αισιοδοξία του ο πρωθυπουργός, ο οποίος στην ίδια ομιλία του υποστήριξε ότι «αυτή τη στιγμή, οι πιο συντηρητικοί υπολογισμοί θεωρούν ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στα επίπεδα ευημερίας που ήταν πριν την κρίση γύρω στο 2020».
Για να καταφέρουμε ως το 2020 «να ξεπεράσουμε κάθε προηγούμενο ευημερίας», όπως υποστήριξε ο κ. Σαμαράς ότι «μπορούμε», θα πρέπει καθένα από τα επόμενα επτά χρόνια να δημιουργούνται 140.000 νέες θέσεις εργασίας.
Κάτι τέτοιο, όμως, μόνον ως αδιανόητο μπορεί να θεωρηθεί με δεδομένη την ανάγκη να ακολουθείται ως τότε ιδιαιτέρως σφικτή δημοσιονομική διαχείριση, που σημαίνει πολύ περιορισμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, αφού μόνον έτσι μπορεί να υπάρχουν πλεονάσματα που να καλύπτουν τις τοκοχρεωλυτικές υποχρεώσεις, όσο περιορισμένες και αν είναι αυτές, εξαιτίας ενός πολύ πιθανού έμμεσου «κουρέματος» του χρέους που θα προκύψει από την χρονική μετακύλισή του.
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να είναι κανείς «προφήτης της καταστροφής» για να αντιληφθεί ότι χωρίς ένα μεγάλο σοκ που μπορεί να δημιουργηθεί από μια γενναία χρηματοδότηση επενδυτικών πρωτοβουλιών στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα στον ευρωπαϊκό Νότο, η παγίδα λιτότητας, στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί, θα μας ακολουθεί για πολλά – πολλά χρόνια και πάντως πολύ μετά το 2020.
Σίγουρα δεν είναι λύση τα εύκολα δανεικά που μπορεί να ονειρεύονται κάποιοι ότι μπορεί να μας ξαναδοθούν με σκοπό να μοιραστούν, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, σε πελατειακά επιδόματα, χαριστικές παροχές και –γιατί όχι;- μίζες «κολλητών». Από εκεί, όμως, μέχρι του να πιστεύει κανείς ότι η Ελλάδα μπορεί, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να αναπληρώσει σε αντίστοιχο χρόνο τα χαμένο έδαφος της τελευταίας υφεσιακής εξαετίας, πρέπει να είναι πολύ αιθεροβάμων. 
Νομίζω ότι, καλύτερα παντός άλλου, τη λύση που μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική διέξοδο προς την ανάκαμψη την περιέγραψε πρόσφατα ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος Πέερ Στάινμπρουκ, ο οποίος, στην τηλεοπτική αναμέτρησή του με την αντίπαλό του Άνγκελα Μέρκελ, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα ενός «Σχεδίου Μάρσαλ» με αποδέκτες την Ελλάδα και τις άλλες χώρες του Νότου που θα χρηματοδοτηθεί από ευρωπαϊκούς πόρους.
Αυτό το, ας μας επιτραπεί ο όρος, «δόγμα Στάινμπρουκ» είναι η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη που μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση που τείνει να παγιωθεί στον ευρωπαϊκό Νότο και που αργά ή γρήγορα δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη και την ίδια τη Γερμανία παρά το γεγονός ότι η δική μας κρίση τής εξασφαλίζει μειωμένο κόστος δανεισμού.
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι την μεθεπόμενη Κυριακή, οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα μας κάνουν τη… χάρη και θα «κοντύνουν» τον σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό του Βερολίνου, υποχρεώνοντας τη συντηρητική καγκελάριο να μοιραστεί την εξουσία με τον σοσιαλδημοκράτη ανθυποψήφιό της. Αλλιώς, πολύ δύσκολα βλέπω να εκπληρώνεται η πρωθυπουργική… προφητεία ότι «το 2021 (μπορεί) να γιορτάσουμε όχι απλώς τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και την αναγέννηση της χώρας μας».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 9.9.2013)

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Το ιδεολογικό πρόσημο της οικονομίας


            «Βρε, πως αλλάζουν οι καιροί…», μπορεί να αναφωνήσει κανείς παρακολουθώντας τα όσα διημείφθησαν κατά την παρουσία του Αμερικανού υπουργού Τζακ Λιου στην ελληνική πρωτεύουσα και συγκρίνοντάς τα με την ατμόσφαιρα που επικράτησε τρία εικοσιτετράωρα νωρίτερα με την αντίστοιχη επίσκεψη του Γερμανού ομολόγου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ποιος, αλήθεια, θα περίμενε πριν από λίγα χρόνια ότι θα παρέλυε η Αθήνα από την επίσκεψη ενός Ευρωπαίου αξιωματούχου, ο οποίος δεν τόλμησε να κυκλοφορήσει στην πόλη, και θα υποδεχόμαστε, εν χορδαίς και οργάνοις, έναν υπερατλαντικό επισκέπτη, ο οποίος –τηρουμένων των αναλογιών- κυκλοφόρησε άνετα παντού;

Δεν είναι ανεξήγητο, βεβαίως, αυτό το κοντράστ, ούτε η εναλλαγή στο ρόλο του «μισητού» προσώπου. Οι δύο υψηλοί επισκέπτες της χώρας μας εκφράζουν δύο εντελώς διαφορετικές οικονομικές συνταγές, που, χωρίς υπερβολή, προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους.

Ο οικονομικός εγκέφαλος της δεξιάς κυβέρνησης του Βερολίνου ήταν και παραμένει ένας εμμονικός κήρυκας της λιτότητας που θέλει να επιβάλει την τιμωρητική πειθαρχία στους σπάταλους νοτιοευρωπαίους, οι οποίοι μόνον με την έμπρακτη μεταμέλεια μπορεί να έχουν το έλεος του για να μπορέσουν να σωθούν από την… ασωτεία που επέδειξαν.

Αντιθέτως, ο άνθρωπος στον οποίο ανέθεσε τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ ο φιλελεύθερος πρόεδρος Ομπάμα, προσπαθεί με όλα τα μέσα να πείσει για τον τερματισμό της καταστροφικής λιτότητας και να πιέσει τους ομολόγους του στον υπόλοιπο πλανήτη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας που, ιστορικά, αποτελεί το μόνο ουσιώδες αντίδοτο για να καταπολεμηθεί η ύφεση και να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας.

Κακά τα ψέματα, το ζήτημα που αναδεικνύουν αυτές οι αντιτιθέμενες προσεγγίσεις είναι απολύτως ιδεολογικό. Και ας μην έχει κανείς αμφιβολία ότι αν στη Γερμανία κυβερνούσαν οι σοσιαλδημοκράτες και στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πάρει το πάνω χέρι οι Ρεπουμπλικάνοι, οι όροι θα ήταν, πιθανότατα, αντεστραμμένοι. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα προγράμματα που αναμετρήθηκαν στις περυσινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ή στην αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γερμανία ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου.

Μπορεί στην ισοπεδωμένη μνημονιακή Ελλάδα, που αγωνίζεται ακόμη να απαλλαγεί από την πελατειακή λογική του παρελθόντος η οποία εξακολουθεί να την κρατά καθηλωμένη, να έχει επικρατήσει ένας απόλυτος ιδεολογικός «αχταρμάς», σε βαθμό που να δυσκολεύεται κανείς να αναγνωρίσει ποιος είναι συντηρητικός και ποιος φιλελεύθερος ή να ξεχωρίσει τον νεοφιλελεύθερο από τον προοδευτικό, στο διεθνές πεδίο τα ζητήματα αυτά είναι, λίγο ως πολύ, λυμένα και ξεκάθαρα.

Παρά τους ισχυρισμούς των φανατικών οπαδών του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου για το «τέλος της ιστορίας», η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν για το ξεπέρασμά της στην Αμερική του Ομπάμα και στην Ευρώπη της Μέρκελ έδειξε ότι υπάρχουν περισσότεροι του ενός δρόμοι.

Γι΄ αυτό και η αμερικανική οικονομία, παρότι έχει μεγάλα συσσωρευμένα χρέη, προτάσσοντας την ανάπτυξη, έχει εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργεί θέσεις εργασίας. Την ίδια περίοδο η Ευρώπη βολοδέρνει στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, παρακολουθώντας σχεδόν άπραγη την εκτόξευση της ανεργίας, επειδή είχε και έχει ως μονοδιάστατο στόχο τον περιορισμό των ελλειμμάτων και την τιθάσευση του χρέους.

Τι δείχνουν όλα αυτά; Μάλλον κάτι αυτονόητο: ότι η οικονομία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερο» ζήτημα και η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής είχε πάντοτε -και θα εξακολουθήσει, μάλλον, στους αιώνες των αιώνων- να έχει ιδεολογικό πρόσημο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.7.2013)

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Πειραματισμοί και μαθήματα από την κυπριακή τραγωδία

            Σε αντίθεση με τις θετικές επιστήμες, στις θεωρητικές και δη στις ανθρωπιστικές, όπως είναι η οικονομική και η πολιτική επιστήμη, δεν χωρούν πειράματα. Η αντοχή των υλικών, για παράδειγμα, την οποία μπορεί να δοκιμάσει ένας φυσικός, οδηγεί σε αξιωματικά συμπεράσματα και στη διατύπωση γενικών νόμων που ισχύουν παντού και πάντοτε.
            Με τους ανθρώπους, όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Αφενός, διότι το υποκείμενο του πειράματος μπορεί να μην αντέξει την πειραματική δοκιμασία. Αφετέρου, επειδή οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν είναι ομοιόμορφες και επηρεάζονται από καταστάσεις που δεν αναλύονται εργαστηριακά. Με αποτέλεσμα η εκτέλεση του κοινωνικού πειράματος να καταλήγει τις περισσότερες φορές σε έναν ατελέσφορο πειραματισμό που το μόνο που επιτυγχάνει είναι να προκαλεί ανήκεστο βλάβη στο ίδιο το πειραματόζωο.
            Υπό αυτή την έννοια, η Κύπρος αποτέλεσε αυτές τις μέρες, όπως είχε συμβεί παλαιότερα με την Ελλάδα, θύμα επικίνδυνων πειραματισμών στους οποίους επιδίδονται οι φανατικοί αλχημιστές του Βερολίνου και των Βρυξελλών και που το αποτέλεσμα τους, αν εξαιρέσει κανείς τη δεδομένη κοινωνική καταστροφή που προκαλούν, είναι αβέβαιο που θα οδηγήσουν την Κύπρο, την Ελλάδα, την Ευρώπη ολόκληρη. 
Το μόνο, εξάλλου, βέβαιο είναι ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας κυπριακής τραγωδίας, με τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις, στην οποία, όμως, εκτός από τους εγκληματικούς ευρωπαϊκούς πειραματισμούς, μεγάλη συμβολή είχαν, δυστυχώς, και οι αστόχαστα καταστροφικοί ερασιτεχνισμοί της κυπριακής ηγεσίας.
Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρώντας μια –εν βρασμώ, ίσως- σύνοψη του τελευταίου δεκαήμερου που συγκλόνισε την Κύπρο, νομίζω ότι μπορεί κανείς να καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα - «μαθήματα» που εξάγονται από τα γεγονότα και έχουν ευρύτερη σημασία και διαχρονική αξία.
Μάθημα πρώτο: Στον «λάκκο των λεόντων» δεν πας με μοναδική ασπίδα τις δημόσιες σχέσεις. Όπως αποδείχθηκε ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, βασιζόμενος στην προεκλογική στήριξη που του παρέσχε η Άνγκελα Μέρκελ, προσήλθε… χαρωπός στο Eurogroup της 15ης Μαρτίου, θεωρώντας ότι θα εξασφάλιζε χωρίς ανταλλάγματα τη βοήθεια που ζητούσε. Έφυγε, εν τέλει, με τα αυτιά κατεβασμένα όταν του ζήτησαν να αναιρέσει τη μόνη ουσιώδη δέσμευση που είχε αναλάβει προεκλογικά και ήταν ότι δεν θα δεχθεί το «κούρεμα» καταθέσεων.
Μάθημα δεύτερο: Χωρίς επεξεργασμένη εναλλακτική πρόταση, δεν καταφεύγεις σε λεονταρισμούς, αφού η όποια διαπραγματευτική δύναμη διαθέτεις εκμηδενίζεται. Αν βαρύνεται περισσότερο με κάτι από όλα όσα έγιοναν η σημερινή ηγεσία της Κύπρου είναι ότι δεν είχε μελετήσει το θέμα που κλήθηκε να χειριστεί. Το… νεροπίστολο των μελλοντικών ενεργειακών αποθεμάτων που προέταξε απέναντι στο υπερόπλο της άμεσης και άτακτης χρεοκοπίας, που κρατούσαν οι αντίπαλοί της, ήταν από την αρχή βέβαιο ότι δεν θα έφερνε αποτέλεσμα.
Μάθημα τρίτο: Η υπερτίμηση της γεωπολιτικής θέσης οδηγεί σε ταπείνωση. Αυτό ακριβώς συνέβη με το βεβιασμένο και απαράσκευο ταξίδι στη Μόσχα του μοιραίου υπουργού Οικονομικών Μιχάλη Σαρρή. Αν μη τι άλλο, ο ίδιος και όποιοι άλλοι πήραν αυτή την απόφαση αυτή, όφειλαν να ρωτήσουν τους προκατόχους τους και να μην φαντασιώνονται ότι θα μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξουν οι πολύπλοκες στρατηγικές συμμαχίες μιας μεγάλης χώρας, όπως είναι η Ρωσία.   
Μάθημα τέταρτο: Η έλλειψη ψυχραιμίας δεν υπήρξε ποτέ καλός σύμβουλος στην αντιμετώπιση κρίσεων. Ο πανικός από την οποίο κατελήφθησαν οι ιθύνοντες της Λευκωσίας μετά τις αρχικές σκληρές απαιτήσεις των εταίρων και των δανειστών της, τους στέρησε τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν –όσο ήταν δυνατόν- το αρχικό σχέδιο και να αναλογιστούν τις χειρότερες συνέπειες της απόλυτης άρνησης τους που πολύ γρήγορα βρήκαν μπροστά τους.
Μάθημα πέμπτο: Οι καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων κοστίζουν πανάκριβα. Στην κοστοβόρα αβελτηρία του τέως προέδρου Δημήτρη Χριστόφια να λάβει μόνος του τα ενδεδειγμένα μέτρα (στον τραπεζικό και όχι μόνον τομέα) που θα έβγαζαν τη χώρα από την κρίση, προστέθηκαν οι αστείοι ελιγμοί της σημερινής κυβέρνησης που ενέτειναν το πρόβλημα. Έτσι, ο λογαριασμός που καλούνται τώρα να πληρώσουν οι πολίτες της κυπριακής Δημοκρατίας είναι σαφώς μεγαλύτερος και πιο επώδυνος.
Αν, πάντως, έχουν κάποια σημασία, στην παρούσα συγκυρία, όλα αυτά τα «μαθήματα», δεν είναι για να καταλογιστούν οι αναμφισβήτητες ευθύνες. Είναι, πρωτίστως, για να αντιληφθούμε όλοι –και κυρίως η κυπριακή ηγεσία- για το τι πραγματικά συνέβη και πως οδηγήθηκαν τα πράγματα στη τραγική διάσταση που πήραν μετά τις τελευταίες αποφάσεις.  Στο τέλος – τέλος, ο καπιταλισμός είναι καπιταλισμός και για το μόνο που δεν διακρίνεται είναι για τον συναισθηματισμό και τη φιλανθρωπία του…
(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 26.3.2013) 

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Η γερμανική ψηφοθηρία και η ελληνική αξιοπιστία

           Η δήλωση της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ ότι λαμβάνει καθημερινά στο γραφείο της αποδελτίωση του ελληνικού Τύπου, είναι αποκαλυπτική τόσο για τη λειτουργία ενός οργανωμένου κράτους, όσο, πολύ περισσότερο, για τη σημασία που δίνει η ευρωπαϊκή ηγεσία στην ελληνική υπόθεση. 
            Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί έκπληξη η συνεχής ενασχόληση του γερμανικού πολιτικού συστήματος με την κατάσταση στην Ελλάδα και, έτσι, εξηγείται, ίσως, η –ψηφοθηρικού χαρακτήρα- γερμανική… κακοφωνία, με το μπαράζ των επικριτικών για τη χώρα μας δηλώσεων από Γερμανούς ιθύνοντες, κυρίως του συντηρητικού χώρου, που άλλοτε ζητούν και άλλοτε προβλέπουν την έξοδο μας από την ευρωζώνη.
Καλώς ή κακώς, η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα έχει εμπλακεί στους προεκλογικούς σχεδιασμούς των γερμανικών πολιτικών δυνάμεων και όλα δείχνουν ότι τα πισώπλατα μαχαιρώματα κατά της χώρας μας δεν θα σταματήσουν από τον βάσιμο αντίλογο ότι η κοντόφθαλμη προεκλογική επικοινωνιακή εκστρατεία των κυβερνητικών εταίρων της κ. Μέρκελ θέτει σε κίνδυνο ολόκληρη την ευρωζώνη και, εν τέλει, βλάπτει τα ίδια τα συμφέροντα της Γερμανίας,  η οποία, μέχρι στιγμής, βγαίνει ωφελημένη από την ελληνική κρίση.
Η δικαιολογημένη διαμαρτυρία για τη ζημιά που υφίσταται η χώρα μας από τους επαναλαμβανόμενους ισχυρισμούς περί επιστροφής στο εθνικό μας νόμισμα, την οποία –και δημοσίως- διατύπωσε, επισκεπτόμενος το Βερολίνο, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, μπορεί να «έπιασε τόπο» και να οδήγησε τη Γερμανίδα καγκελάριο να συστήσει αυτοσυγκράτηση στους εταίρους της, πλην, όμως, δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα μας αφήσουν ήσυχους. Ο λαϊκισμός, βλέπετε, δεν είναι μοναδικό προνόμιο του ελληνικού πολιτικού συστήματος.  
            Ας μην αυταπατώμεθα, όμως. Αυτή είναι η μια όψη του προβλήματος με το «έλλειμμα αξιοπιστίας» που, κατά τα λεγόμενα του Έλληνα πρωθυπουργού, βρίσκεται αντιμέτωπη η ελληνική κυβέρνηση στις επαφές της με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και, εν γένει, με τους διεθνείς συνομιλητές της, οι οποίοι, άλλοτε συγκαταβατικά και άλλοτε επιτακτικά, μας ζητούν τήρηση των υπεσχημένων.
            Δεν είναι, ίσως, της παρούσης μια αναδρομή στους λόγους που οδήγησαν στην ελλειμματική αξιοπιστία της Ελλάδας και σε καταμερισμό της ευθύνης γι΄ αυτήν που αναλογεί σε κάθε μια από τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, είτε κατά το απώτερο είτε κατά το πρόσφατο παρελθόν, καθώς είναι βέβαιο πως θα καταλήξουμε στο «ουδείς αναμάρτητος» που είπε ο κ. Σαμαράς, ερωτηθείς σχετικά από Γερμανό δημοσιογράφο.
            Τo ανησυχητικό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι το φαινόμενο της ελληνικής αναξιοπιστίας τροφοδοτείται καθημερινά με σειρά γεγονότων, όπως, μεταξύ άλλων, για να μείνουμε στα πλέον πρόσφατα, η… «ανταρσία» της Ύδρας υπέρ της φορο-ασυλίας των ελεύθερων επαγγελματιών του νησιού ή η… «πολεμική» ατμόσφαιρα που θέλησαν ορισμένοι να δημιουργήσουν στην Κόρινθο με το ζήτημα της μετατροπής του παλαιού στρατοπέδου της πόλης σε κέντρο κράτησης λαθρομεταναστών. 
            Όταν σε τόσο αυτονόητα ζητήματα, δεν μπορούν να δοθούν αποτελεσματικές λύσεις, αναρωτιέται κανείς πως μπορεί η χώρα αυτή να διεκδικεί ρόλο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και να απαιτεί των εταιρική αλληλεγγύη που, δυστυχώς, είναι απολύτως απαραίτητη για να βγούμε από το τούνελ της παρατεταμένης ύφεσης.
            Την ώρα που συζητείται ο «σφαγιασμός», για μια ακόμη φορά, των εισοδημάτων των μισθωτών και των συνταξιούχων, είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή η άρνηση ελέγχου από τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς της ελληνικής Πολιτείας; Το άλλοθι των αρνητών και των υποστηρικτών τους ότι δήθεν δεν θέλουν να πληρώσουν επειδή τα λεφτά πάνε για την πληρωμή των δανεικών είναι απολύτως ψευδές, όταν έπειτα από τόσες περικοπές το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα (χωρίς δηλαδή τόκους και χρεολύσια) κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε στα τρία δισεκατομμύρια ευρώ.
            Αντίστοιχης διάστασης είναι και το ζήτημα με τους λαθρομετανάστες. Δεν μπορεί, παντού στην Ελλάδα, να υπάρχουν αντιδράσεις από τους τοπικούς παραγοντίσκους κάθε φορά που πάει να δημιουργηθεί ένα κέντρο κράτησης. Είναι παράλογο να δεχθεί κανείς το επιχείρημα που προβάλλεται πως δήθεν απειλούνται από τους κρατούμενους μετανάστες, που σιτίζονται και υποβάλλονται σε ιατρικούς ελέγχους, περισσότερο από όσο κινδυνεύουν από όσους περιφέρονται ασκόπως στις πόλεις και στα χωριά, αναζητώντας εναγωνίως στέγη και τροφή.
Εν κατακλείδι, όση σημασία και να δώσει κανείς στην λαϊκίστικη γερμανική ψηφοθηρία, το βέβαιο είναι πως εκείνο που θα κρίνει το μέλλον μας είναι η δική μας αξιοπιστία που θα ενδυναμώνεται όχι τόσο με τα –απολύτως απαραίτητα- πρωθυπουργικά ταξίδια, όσο με τον περιορισμό των φαινομένων τύπου Ύδρας και Κορίνθου. 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.