Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οικονομία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οικονομία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Πως καταφέρνουν να πέφτουν σε όλα έξω!



Δεν περνάει σχεδόν ούτε μέρα που η επικαιρότητα να μην κατακλύζεται από μια ή περισσότερες κυβερνητικές ανακολουθίες. Είναι τόσο συχνές οι ασυνέπειες των οποίων γινόμαστε μάρτυρες που είναι απορίας άξιο αν υπάρχει έστω και μια μικρή ή μεγαλύτερη εξαγγελία των κυβερνώντων που να έχει εκπληρωθεί.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Να θυμηθεί τα όσα ισχυριζόταν ο νυν πρωθυπουργός για την ενοικίαση γαλλικών φρεγατών;  Ή να ξεχάσει τον κόσμο που χάλαγαν ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ όταν υπό πολύ καλύτερους όρους επιχειρήθηκε να μεταβιβαστεί πριν από λίγα χρόνια ένα μέρος της τότε κραταιάς ακόμη ΔΕΗ;
Και δεν είναι μόνον αυτά. Το μικρό πλεόνασμα που έβγαλε η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν «ματωμένο», ενώ το πολλαπλάσιο υπερπλεόνασμα που από άστοχη υπερφορολόγηση προέκυψε επί των ημερών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θεωρείται «επιτυχία» και πιστώνεται στην «υπεραπόδοση» της οικονομίας η οποία συμβαίνει να παρουσιάζει τη μικρότερη μεγέθυνση σε όλη την Ευρώπη.
Ο κατάλογος με τις κραυγαλέες περιπτώσεις που διαπιστώνεται διάσταση λόγων και έργων είναι ατελείωτος. Και επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Από τον ΕΝΦΙΑ που θα καταργούνταν και τη σεισάχθεια,που τόσοι αφελείς περίμεναν αλλά τώρα αντιμετωπίζουν το φάσμα των πλειστηριασμών ή βλέπουν να τους κατάσχονται οι λογαριασμοί, έως τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας και τους ξένους που θα μας παρακαλούσαν να μας δανείσουν μόλις σκίζαμε το Μνημόνιο.
Από τις συντάξεις και τον κατώτατο μισθό που θα επανέρχονταν έως την «ανακάλυψη» ότι… υπάρχουν θαλάσσια σύνορα και τα εξευτελιστικά «ναι σε όλα» που υποχρεώνονται να πουν οι διαφωνούντες κυβερνητικοί βουλευτές για να μην κινδυνέψει η καρέκλα τους.
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες οι οποίοι, όπως κατήγγειλαν, εμποδίζονταν από τον φράκτη του Έβρουκαι έπρεπε να ανοίξουν τα σύνορα για να κατευθυνθεί ο καθένας όπου ήθελε, τώρα δεινοπαθούν εγκλωβισμένοι στα ελληνικά νησιά όπου ζουν υπό άθλιες συνθήκες τόσο για τους ίδιους όσο και για τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Τα δικαιώματα όσων είχαν περιοριστεί στην… επαίσχυντη Αμυγδαλέζα γινόταν πολύ περισσότερο σεβαστά από εκείνα των εγκλείστων στη Μόρια. 
Έχουν το θράσος να υποστηρίζουν ότι τα άγρια μνημονιακά τους μέτρα κράτησαν δήθεν την «κοινωνία όρθια», παραβλέποντας τη συνεχώς διερυνόμενη φτώχεια, τα απειλούμενα με διάλυση δημόσια νοσοκομεία και τα κενά στα σχολεία που με έκπληξη διαπίστωσε ο κ. Τσίπρας ότι δεν καλύφθηκαν μόλις την περασμένη εβδομάδα που πήγε στο Καστελόριζο και βρέθηκε μια θαρραλέα εκπαιδευτικός για να καταρρίψει την κυβερνητική προπαγάνδα που ήθελε να λειτουργούν όλα άψογα.
Οι παρελάσεις και οι θρησκευτικές τελετές, με πιο χαρακτηριστική την απόδοση τιμών στο «Άγιο Φως», που παλαιότερα γινόταν αντικείμενο χλευασμών από σημερινούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης, τώρα τηρούνται με… ευλάβεια προς χάριντης υποκριτικής ψηφοθηρίας. Τα ρουσφέτια και ο νεποτισμός με το βόλεμα συγγενών, φίλων και κάθε είδους κολλητών έχουν, τηρουμένων των αναλογιών της κρίσης, ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Οι μετακλητοί υπάλληλοι που θα καταργούνταν έχουν αυξηθεί και βρίσκονται σε επίπεδα που καμία προηγούμενη ομάδα διακυβέρνησης δεν είχε φθάσει. Τα κυβερνητικά αεροσκάφη, που θα πωλούνταν για να… ξεχρεώσουμε, κάνουν υπερωρίες και έχουν μετατραπεί σε learjetπου τα χρησιμοποιούν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ακόμη και για λόγους προσωπικής και οικογενειακής αναψυχής.
Οι πολυδιάστατες διεθνείς σχέσεις που θεωρητικά θα ακολουθούσαν έχουν δώσει τη θέση τους στην εθελόδουλη πρόσδεση στο άρμα των υπερατλαντικών «συμμάχων» οι οποίοι υπαγορεύουν τη «βούληση» των κυβερνώντων, επιβάλλοντας τα εξοπλιστικά προγράμματα που θα αποκτήσουμε και τις υποχωρήσεις τις οποίες θα κάνουμε στο «Μακεδονικό». 
Ο υποτιθέμενος πόλεμος κατά της διαπλοκής μορφοποιήθηκε σε προσπάθεια ποδηγέτησης της ενημέρωσης και εξυπηρέτησης με απροκάλυπτο τρόπο επιχειρηματικών συμφερόντων που είναι διατεθειμένα να δώσουν γη και ύδωρ στη κυβερνητική εξουσία. Εν κρυπτώ και παραβύστωδεν πρέπει ποτέ στο παρελθόν να έχουν μπει τόσοι πολλοί επιχειρηματίεςαπό την πίσω πόρτα του Μαξίμου.
Το Σύνταγμα, για την τήρηση του οποίου έδιναν όρκους πίστης, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν «κάθε του λέξη», δεν έχει υποστεί τέτοια καταρράκωση τις τελευταίες δεκαετίες, χάριν κομματικών σκοπιμοτήτων. Ενώ ποτέ άλλοτε από την εξομάλυνση της πολιτικής ζωής, που ξεκίνησε με την πτώση της χούντας, δεν έχει παρατηρηθεί τέτοια εχθροπάθεια για τους πολιτικούς τους αντιπάλους και δεν έχει διανοηθεί τόσο εξόφθαλμη σκευωρία όπως η μαζική στοχοποίηση με την υπόθεση Novartis.
Επειδή είναι αδύνατο σε ένα κείμενο όπως αυτό να γίνει συστηματική καταγραφή όλων των ανακολουθιών, θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον αν ένας ερευνητικός οργανισμός που ειδικεύεται στις πολιτικές επιστήμες αναλάμβανε το τιτάνιο έργο να αποτυπώσεισε έναν ευσύνοπτο τόμο μία προς μία όλες τις «κωλοτούμπες» τις οποίες άλλοτε με έκπληξη και άλλοτε με συγκατάβαση βλέπουμε τους τελευταίους σαράντα μήνες να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας.
Μια τέτοια αποτύπωση θα αποτελούσε σπουδαία παρακαταθήκη στις μελλοντικές γενιές πολιτικών που θα είχαν, έτσι, ένα μέτρο για το πως μπορεί κάποιος να λέει τα πάντα, να κάνει τα αντίθετά τους και να καταφέρνει να πέφτει πάντα έξω. Αλλά θα ήταν ταυτόχρονα και γενναιόδωρη προσφορά προς όσους από τους πολίτες εξαπατήθηκαν και πλέον θέλουν να αποφύγουν τις κακοτοπιές της άμετρης υποσχεσιολογίας.

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Ο χερ Σόιμπλε ήταν… «μια κάποια λύσις»



            Σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν πρέπει να υπήρξε τέτοιου είδους… ενδιαφέρον όπως αυτό που φαίνεται ότι εκδηλώθηκε στην Ελλάδα για το τι θα συμβεί με τις εκλογές στη Γερμανία, ποια κυβέρνηση θα σχηματιστεί και ποιοι θα είναι στα βασικά υπουργεία. Προφανώς και για τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς έχει μεγάλη σημασία ποιον δρόμο θα ακολουθήσει η ισχυρότερη οικονομικά -και άρα πολιτικά- χώρα της ηπείρου μας, η χώρα που οι αποφάσεις τις οποίες παίρνει η ηγεσία της διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο για τα ευρωπαϊκά, ου μην αλλά και τα παγκόσμια, τεκταινόμενα.
Από το Ταλίν ως τη Βαλέτα και από Πεκίνο ως την Ιερουσαλήμ, όλες οι σοβαρές πολιτικές ηγεσίες αναγνωρίζουν ότι οι εξελίξεις που σημειώνονται στο Βερολίνο έχουν επιπτώσεις και στη δική τους μοίρα. Γι΄ αυτό και είναι σφόδρα πιθανό ότι η καθεμιά εξ αυτών έκανε τις δικές της αναλύσεις για τα επερχόμενα μετά τις κάλπες της περασμένης Κυριακής και ενδεχομένως είχαν και τις προτιμήσεις τους για το ποια από τις πολιτικές δυνάμεις που αναμετρήθηκαν θα αναλάμβανε τα ηνία.
Με εξαίρεση, ωστόσο, την Αθήνα, σε καμία άλλη πρωτεύουσα οι κυβερνώντες δεν διεκήρυξαν δημοσίως τις προτιμήσεις τους, όπως έκανε ο αρχηγός της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ Αλέξης Τσίπρας που πήρε θέση υπέρ του Μάρτιν Σουλτς. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος είναι ο μοναδικός υψηλόβαθμος πολιτικός στον πλανήτη που εκτίμησε –λανθασμένα, ως συνήθως…- ότι ο ηγέτης των γερμανών σοσιαλδημοκρατών και τέως πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου θα κέρδιζε τις εκλογές ή έστω θα ενίσχυε τη θέση του. Και, ως εκ τούτου, θα εκπαραθυρωνόταν από το υπουργείο Οικονομικών ο -κατά τις αναλύσεις των ΣΥΡΙΖΑίων- «κακός δαίμονας της Ελλάδας» που ακούσει στο όνομα Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Καταναλώθηκε όλους τους προηγούμενους μήνες πάρα πολύ λιβάνι για να επαινεθούν από τα κυβερνητικά λιβανιστήρια οι αυταπάτες του Αλέξη Τσίπρα περί της επερχόμενης αλλαγής των συσχετισμών στο Βερολίνο, σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Αυταπάτες που συνοδεύονταν από τις φαντασιώσεις ότι με το τέλος των εκλογών θα άνοιγε ο δρόμος για το πολυθρύλητο «κούρεμα του χρέους». Κάτι το οποίο μπορεί όλοι να το απορρίπτουν ως προοπτική, αλλά για τους συγγραφείς των προπαγανδιστικών non paper παραμένει ύψιστος εθνικός στόχος. Κάτι σαν τη… «Μεγάλη Ιδέα» των πιο μικρόνοων που κλήθηκαν να διαχειριστούν τις τύχες της άμοιρης τούτης χώρας εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Αλλά για να έχουμε ένα μέτρο της μεγαλοφυΐας όσων μας κυβερνούν, δεν πρέπει να παραλείψουμε την επισήμανση ότι, σύμφωνα με διαρροές «αρμοδίων», τρόπος του λέγειν, παραγόντων, η μεγάλη αύξηση των μεταναστευτικών ροών που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες ημέρες αποδιδόταν στις γερμανικές  εκλογές. Ισχυρίζονταν οι νε λόγω παράγοντες πως τάχα «η Μέρκελ δεν θέλει να πάρει τώρα άλλους πρόσφυγες για προεκλογικούς λόγους επειδή κινδυνεύει να χάσει ψήφους από το ακροδεξιό AfD». Και επιχειρηματολογούσαν σοβαρά –με όποια σοβαρότητα τους διακρίνει- ότι «μόλις γίνουν οι εκλογές αυτό θα αλλάξει και όσοι φθάνουν στην Ελλάδα θα παίρνουν χαρτιά ασύλου για το Βερολίνο…».
Απεδείχθη, βεβαίως, ότι συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο, αφού οι γερμανικές κάλπες, αντί για τα «ανοιχτά σύνορα», όπως φαντασιώνονταν οι ΣΥΡΙΖΑίοι, έφεραν μάλλον το ασφυκτικότερο σφράγισμά τους. Διότι δεν είναι μόνον η ενίσχυση της ακροδεξιάς που σχεδόν μοιραία οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση, είναι και οι προτάσεις του γάλλου Προέδρου Μακρόν που κινούνται στην ίδια ρότα. Γι  αυτό και οι αυξημένες ροές του τελευταίου διαστήματος δείχνουν ότι οι απελπισμένοι του πλανήτη που κυνηγούν το ευρωπαϊκό όνειρο είναι πολύ πιο ευφυείς από τους ασκούντες μεταναστευτική πολιτική στην Αθήνα. Πώς; Κατάλαβαν ότι η ώρα που τα σύνορα θα κλείσουν πλησιάζει και έσπευσαν μήπως προλάβουν. 
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα με την μεγάλη πολιτική επένδυση που είχαν κάνει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη μετακίνηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Όποιος και αν είναι ο αντικαταστάτης του ανθρώπου ο οποίος χάραζε την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης την τελευταία οκταετία, τίποτε δεν προοιωνίζεται ότι η απουσία του από τις συνεδριάσεις του Eurogroup θα αλλάξει την οικονομική μας μοίρα, όπως ήθελαν να πιστεύουν πάμπολλοι συνέλληνες οι οποίοι θεωρούσαν ότι για όλα τα δεινά που μας συμβαίνουν εκείνος ήταν ο μοναδικός υπαίτιος…
Χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα εκπληρωθεί η προφητεία του ίδιου του Σόιμπλε ότι εμείς οι Έλληνες κάποια στιγμή στο μέλλον θα του στήσουμε ανδριάντα, εκείνο που ουδείς νουνεχής μπορεί να αμφισβητήσει είναι ότι η πάλαι ποτέ πολυπόθητη για τον κ. Τσίπρα αλλαγή φρουράς στο γερμανικό υπουργείο μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα επ΄ ωφελεία του ελληνικού λαού. Με μια ίσως εξαίρεση: το γεγονός ότι η αντικατάστασή του αποτελέσει την αφορμή για να καταρριφθούν πολλοί μύθοι που καλλιεργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και να πέσουν πολλές μάσκες άλλων ευρωπαίων παραγόντων που μας… πουλούσαν αλληλεγγύη γνωρίζοντας ότι και για τα συμφέροντα των δικών τους χωρών θα καθάριζε ο «σκληρός χερ Σόιμπλε». 
Το πιθανότερο, άλλωστε, είναι ότι στην περίπτωση της μετακίνησης του γερμανού πολιτικού από το υπουργείο Οικονομικών στην προεδρία της Βουλή ή όπου αλλού τελικώς πάει, ισχύει απολύτως η αποστροφή του Καβάφη στο εμβληματικό ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους», που κλείνει με τον στίχο: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».
Όντως, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια «μια κάποια λύσις» για τους εγχώριους και μη… (αυτ)απατεώνες. Τώρα θα πρέπει να αναζητήσουν άλλον φαντασιακό «βάρβαρο» για να δικαιολογήσουν τα ψέματα, τις ψευδαισθήσεις, τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες που καλλιέργησαν και, δυστυχώς, συνεχίζουν να καλλιεργούν.

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Οι οικονομικοί δείκτες είναι… ξεροκέφαλοι



            Όσο ενοχλητικό και αν είναι το πρωινό ξύπνημα όταν γίνεται από τους ήχους των μαστόρων που καλουπώνουν στο διπλανό οικόπεδο για να κτίσουν μια καινούργια οικοδομή, η σκέψη και μόνο ότι –επιτέλους!- κάτι κινείται στην οικονομία είναι παρηγορητική.
Η παρηγοριά, ωστόσο, δεν κρατάει πολύ, γιατί καθώς ξεκινάς την ενημέρωση της ημέρας «σκοντάφτεις» πάνω στην είδηση που λέει: «Έπεσε πάλι ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος. Η αβεβαιότητα “ρίχνει” εμπόριο και κατασκευές». Πρόκειται για είδηση που στηρίζεται στα στοιχεία του Ινστιτούτου Βιομηχανικού Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με τα οποία «μετά την πρόσκαιρη σταθεροποίησή του στις 95,1 μονάδες στην αρχή του τρέχοντος έτους, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχωρεί σημαντικά τον Φεβρουάριο, στις 92,9 μονάδες, φτάνοντας στο επίπεδο όπου βρέθηκε και τον προηγούμενο Νοέμβριο».
Κι όσο και αν θέλει κάποιος να παρακάμψει αυτό το «καμπανάκι», δεν είναι εύκολο να το κάνει, αφού έρχεται την επομένη από την ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος ότι οι εκροές των καταθέσεων τον μήνα Ιανουάριο έφθασαν στα 1,567 δισ. ευρώ και συνολικά οι αποταμιεύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων υποχώρησαν στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2001. Πίσω στην ίδια χρονιά, δηλαδή στο 2001, πρέπει να πάει κανείς για να βρει τόσο αρνητικό ισοζύγιο στην απασχόληση -απολύσεις έναντι προσλήψεων- όσο σημειώθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της «Εργάνης» που με καθυστέρηση επέτρεψε η κυβέρνηση να ανακοινωθούν τις προηγούμενες ημέρες.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει ως απολύτως τυχαία και εντελώς συμπτωματική την αρνητική τροχιά που πήραν οι τρεις αυτοί τόσο σημαντικοί δείκτες. Με παροιμιώδη αμεριμνησία και απόσταση από αυτό που όλοι οι υπόλοιποι αισθανόμαστε, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι «οσονούπω θα τρίβουμε τα μάτια» από την ανάκαμψη. Επικρίνοντας ως συμμάχους των εχθρών του λαού και της χώρας όλους όσοι δεν συμμερίζονται τις εξακολουθητικές αυταπάτες που καλλιεργεί ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Ο ίδιος που πριν από ένα χρόνο (Star 1.3.2016) έλεγε: «Το Πάσχα θα έρθει μαζί με την ανάσταση της ελληνικής οικονομίας».
Βρισκόμαστε ήδη ενόψει του επόμενου Πάσχα, αλλά η… ανάσταση της ελληνικής οικονομίας μοιάζει ακόμη οραματική προοπτική. Και το πιθανότερο είναι ότι έτσι θα μείνει. Για όσο τουλάχιστον η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός εξακολουθούν να διακατέχονται από την ίδια νοοτροπία που είχαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Την νοοτροπία που τους υπαγορεύει να κάνουν τα περισσότερα από όσα κάνουν μόνον όταν έχουν το πιστόλι στον κρόταφο και το διακύβευμα της άρνησης τους είναι η διακινδύνευση της παραμονής τους στις καρέκλες της εξουσίας.
Ανάμεσα σε πολλά άλλα, δύο γεγονότα από την επικαιρότητα των ημερών, που είχαν ως πρωταγωνιστή τον τέως υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, μαρτυρούν ότι η απαλλαγή από τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος αργεί. Και ενδεχομένως δεν θα έρθει ποτέ. Πόθεν προκύπτει αυτό το συμπέρασμα; Από το γεγονός ότι οι ιθύνοντες της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι «άναψαν κόκκινο», απαγορεύοντας(!) την κατάθεση ερώτησης για τα εξοπλιστικά που προωθούσε ο κ. Φίλης, δεν είχαν καμία δυσκολία να εγκρίνουν άλλη ερώτηση, με συνυπογράφοντα τον ίδιο, που αφορούσε στις αρχαιολογικές έρευνες που πρέπει να προηγηθούν προτού να αρχίσουν τα έργα ανάπλασης στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού.
Ο δικαιολογητικός ισχυρισμός πως δήθεν δεν ήταν κυβερνητική επιλογή η απαίτηση να καθυστερήσει και άλλο η έναρξη των εργασιών στο Ελληνικό, κατέρρευσε υπό το βάρος της αποκάλυψης ότι ο κανονισμός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ –κόντρα στη ρητή συνταγματική επιταγή σύμφωνα με την οποία «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση»- δεν επιτρέπει στα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης να καταθέτουν ερωτήσεις χωρίς… άδεια «άνωθεν». Άρα, για ό,τι λένε και ό,τι κάνουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στην κυβερνητική ηγεσία που, κατά τα φαινόμενα, είναι εκείνη που δίνει ή δεν δίνει το «πράσινο φως» για τις πρωτοβουλίες των βουλευτών.
Με αυτά και με πολλά άλλα, λοιπόν, η χώρα παραμένει καθηλωμένη. Επειδή η ηγεσία της κυβέρνησης δεν εννοεί να απαλλαγεί από την καλλιέργεια της ψευδαίσθησης πως δήθεν διαπραγματεύεται. Παρόλο που έχει αποδειχθεί περίτρανα ως τώρα ότι ο τρόπος της διαπραγμάτευσης που ακολουθεί μόνον σε ήττες και διαψεύσεις έχει οδηγήσει. Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα διηνεκή capital controls ή το διαβόητο Υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων; Τις περικοπές των συντάξεων που έγιναν και αυτές που έρχονται ή τους «κόφτες» και τη διαιώνιση των στόχων για υψηλά πρωτογενή ελλείμματα που αφαιρούν για πολλά χρόνια την δημοσιονομική διαχείριση από την ελληνική πολιτική τάξη;
Βλέπετε, οι… άτιμοι δείκτες που είτε αφορούν στο γενικό οικονομικό κλίμα είτε καταγράφουν το ύψος των καταθέσεων και τα επίπεδα της απασχόληση είναι… ξεροκέφαλοι. Και δεν υπακούουν στις κυβερνητικές εντολές. Ούτε επηρεάζονται από την κυβερνητική προπαγάνδα για το «τέλος της λιτότητας». Γι΄ αυτό και το πιθανότερο είναι ότι, δυστυχώς, τον πρωινό μας ύπνο δεν θα τον διακόπτουν ήχοι μαστόρων. Τουλάχιστον όχι τόσο συχνά όσο απαιτείται για να σταλεί το ειλικρινές μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία πήρε και πάλι μπροστά. Με ιδιωτικές επενδύσεις. Και όχι με διορισμούς στο δημόσιο και περισσότερα συσσίτια που φαίνεται να είναι στις κυβερνητικές προτεραιότητες.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Νικάει η προπαγάνδα τη στασιμότητα;



            Στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Αθήνας, όπου βρέθηκαν λίγες ώρες μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup έξι διακεκριμένοι οικονομολόγοι για να συζητήσουν για τις «προϋποθέσεις ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας», η κυβερνητική προπαγάνδα για την «επικείμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τα Μνημόνια» δεν βρήκε θέση.
            Ο οικοδεσπότης καθηγητής Παναγιώτης Πετράκης και οι συνάδελφοί του που είχαν έρθει στην ελληνική πρωτεύουσα από τα πέρατα της οικουμένης για να εκφέρουν θέσεις και απόψεις για το κρίσιμο ζήτημα που απασχολεί τη μεγάλη πλειονότητα των συνελλήνων, ήταν απολύτως ενήμεροι για τα όσα είχαν αποφασιστεί μερικές ώρες νωρίτερα από τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης στις Βρυξέλλες.
Και παρόλο που τα… ανέκδοτα για οικονομολόγους θέλουν οι απόψεις τις οποίες εκφράζουν οι εκπρόσωποι της συγκεκριμένης επιστημονικής ομάδας να είναι όσοι και οι συμμετέχοντες σε ένα πάνελ, στην προκειμένη περίπτωση κοινή συνισταμένη των απόψεων ήταν ότι, αν και η διαδρομή που διήνυσε η Ελλάδα στον μαραθώνιο της κρίσης είναι ήδη μεγάλη, ο τερματισμός δεν βρίσκεται ακόμη πολύ κοντά.
            Με επιμέρους αποχρώσεις, απάντησαν όλοι –ο Χάρολντ Τζέιμς από το Πρίνστον, ο Ζολτ Νταρβάς από το Ινστιτούτο Bruegel των Βρυξελλών, ο Πάολο Μανάσσε από τη Μπολόνια, ο Κλάους Στράντερ από το Κίελο και ο Μιχάλης Χαλιάσσος από τη Φρανκφούρτη- θετικά στο ερώτημα αν η Ελλάδα συνιστά «ειδική περίπτωση», καθώς, όπως επισημάνθηκε, τα προβλήματα της ήταν διαφορετικά από εκείνα που ταλάνισαν άλλες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία που δείχνουν να αποκτούν αναπτυξιακές προοπτικές έχοντας αποφύγει το εύρος της βύθισης στην ύφεση που υπέστη η χώρα μας.
«Φούσκα του δημόσιου τομέα υπήρξε μόνον στην Ελλάδα», είπε χαρακτηριστικά ένας από τους ομιλητές, την ώρα που συνάδελφός του αναρωτιόνταν πως μπορούσαν να θεωρούν κάποιοι ότι ήταν δυνατόν να συνεχίσει να λειτουργεί μια χώρα με έλλειμμα 15% στον προϋπολογισμό της.
            Δεν χαρίστηκαν στους εκπροσώπους των πιστωτών, επισημαίνοντας τα λάθη και τις αστοχίες τους με τους πολλαπλασιαστές και όχι μόνον, που προκάλεσαν μεγαλύτερο «πόνο» στην ελληνική κοινωνία. Εστίασαν, ωστόσο, την προσοχή τους περισσότερο στις τεράστιες ευθύνες της εγχώριας πολιτικής τάξης, αφενός μεν επειδή είναι υπαίτια για το πρόβλημα της υπερχρέωσης, αφετέρου δε γιατί όλα αυτά τα χρόνια -και ακόμη και τώρα- αποποιείται τα ανομήματα που τη βαρύνουν και, το σημαντικότερο, αρνείται την «ιδιοκτησία» του προγράμματος που συνομολογεί με τους εταίρους και δανειστές.
            Με εξαίρεση, άλλωστε, τους δύο που είχαν βιωματική σχέση με την Ελλάδα –τον κ. Πετράκη που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και τον κ. Χαλιάσσο που γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ- οι υπόλοιποι δεν κατανοούσαν το περιεχόμενο των χαρακτηρισμών «μνημονιακός» και «αντιμνημονιακός» που ήταν, εξάλλου, δύσκολο να αποδοθεί στη γλώσσα τους.
             Το κεντρικό συμπέρασμα από τις τοποθετήσεις τους ήταν ότι εκείνο που πρωτίστως και απαραιτήτως απαιτείται για την Ελλάδα είναι «να βρει το δικό της επιχειρηματικό μοντέλο για να κερδίσει τον χαμένο δρόμο και να αξιοποιήσει το δυναμικό που κρύβει» και το οποίο είτε μένει αναξιοποίητο είτε μεταναστεύει.
Οι διαβόητες θεωρίες για «το ελατήριο που είναι έτοιμο να εκτιναχθεί», φέρνοντας την πολυπόθητη ανάκαμψη, όπως διατείνονται οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές, τούς άφησαν μάλλον παγερά αδιάφορους καθώς διαπιστώνουν την έλλειψη σχεδίου για την προσέλκυση επενδύσεων στους τομείς που η χώρα διαθέτει το συγκριτικό πλεονέκτημα.
Γι΄ αυτό και δεν θεωρούν ως πιθανότερη εξέλιξη το «τέλος των Μνημονίων», που, άλλωστε, θα υπάρχουν όσο υπάρχει το δυσθεώρητο χρέος, αλλά ένα «τέταρτο πρόγραμμα», το οποίο καραδοκεί όσο δεν εμφανίζεται ένας από μηχανής θεός που να μας απαλλάξει από το καθεστώς της «μόνιμης στασιμότητας» (Secular Stagnation) στην οποία έχουμε καταδικάσει τους εαυτούς μας.
Έχοντας «απομονωθεί» επί σχεδόν τρεις ώρες παρακολουθώντας την ημερίδα, όταν βγήκα από το αμφιθέατρο και άνοιξα το τηλέφωνό μου μόνον με καγχασμό μπορούσα να αντιμετωπίσω το κυβερνητικό non paper με το οποίο ο επικοινωνιακός μηχανισμός του Μαξίμου απαντούσε στην κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τα αποτελέσματα του Eurogroup με τούτα τα λόγια: «Εμείς επενδύουμε στο μέλλον της χώρας. Η Νέα Δημοκρατία επένδυσε αποκλειστικά στη μελλοντική επάνοδό της στην εξουσία».
Μου φάνηκαν τόσο αστεία. Μα τόσο αστεία! Πιο αστεία και από όταν την περασμένη Κυριακή άκουγα τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να ανασύρει δήλωση που είχε κάνει η Ντόρα Μπακογιάννη όταν ήταν αρχηγός της («φιλελέ», κατά τους ΣΥΡΙΖΑίους) Δημοκρατικής Συμμαχίας για να δικαιολογήσει την ταπεινωτική υπογραφή που έβαλε στη δημιουργία του περιβόητου Υπερταμείου στο οποίο θα πάει ολόκληρη η περιουσία του ελληνικού δημοσίου.
Είναι, βλέπετε, που «ξεμπερδεύουμε με το παλιό», όπως ήταν το κεντρικό σύνθημα με το οποίο κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες εκλογές, στις οποίες, κατά τα άλλα, πήρε εξουσιοδότηση να ξεπουλήσει τα πάντα, να κόψει ακόμη και το ΕΚΑΣ, να φθάσει στα ύψη φόρους και εισφορές,  αλλά οι υπουργοί του, όπως ο Πάνος Καμμένος, να ψηφίζουν ακόμη και «εγκληματικές και αντισυνταγματικές» ρυθμίσεις, όπως αυτή για την αναπροσαρμογή του ΦΠΑ στα νησιά για να μην τους πάρουν άλλοι τις καρέκλες.

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Το… πέταγμα της πεταλούδας στον κήπο του Προεδρικού

            «Θα γίνουν εκλογές;». Το μάλλον αγωνιώδες ερώτημα που δέχθηκα, λίγες μόλις ώρες πριν από τις επισκέψεις των πολιτικών αρχηγών στο Προεδρικό Μέγαρο, μου δημιούργησε μια κάποια έκπληξη, καθώς προερχόταν από έναν συνομιλητή που δεν περίμενα να έχει τέτοιο ενδιαφέρον.
            «Ίσως τον Μάρτιο…», απάντησα. Αλλά δεν απέφυγα τον πειρασμό να εκφράσω τη δική μου απορία: «Και τι σε νοιάζει εσένα αν γίνουν ή δεν γίνουν εκλογές;», ρώτησα με τη σειρά μου τον Σπύρο, ιδιοκτήτη οικογενειακής ταβέρνας που τελευταία τα φέρνει δύσκολα βόλτα, αλλά, από ό,τι ήξερα, ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη «πολιτικοποίηση».
            «Για τη δουλειά μου, φυσικά…», μου αντέτεινε για να μου εξηγήσει αμέσως μετά την επίδραση που έχουν οι πολιτικές εξελίξεις σε αυτό που λέμε πραγματική οικονομία με ένα απτό παράδειγμα, που θα μπορούσε να παραπέμπει στο φαινόμενο με το πέταγμα της πεταλούδας του Αμαζονίου που μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα από την περίφημη «θεωρία του χάους».
            Κατά τη διήγησή του, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου, παρότι ήταν ξεκίνημα του μήνα και θεωρητικά ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα, αφού είχαν πληρωθεί μισθοί και συντάξεις, η δουλειά της ταβέρνας ήταν ιδιαιτέρως πεσμένη, γεγονός που, κατά την εξήγηση του, ήταν συνάρτηση της πολιτικής αναστάτωσης που είχε δημιουργηθεί.
Αναφερόταν προφανώς -και χωρίς να έχει πλήρη γνώση των λεπτομερειών, αφού όταν παίζουν τα «δελτία των οκτώ» εκείνος εργάζεται- στη συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης που βρισκόταν εκείνο το διάστημα σε εξέλιξη στη Βουλή και στον καβγά που άναψε αμέσως μετά για το αν θα βρεθούν ή όχι οι 180 βουλευτές για την εκλογή του επόμενου Προέδρου.
Το ευτύχημα για εκείνον ήταν ότι προς το τέλος του μήνα, περίοδο που συνήθως ο τζίρος μειώνεται, η κατάσταση στην ταβέρνα του –παραδόξως πως- βελτιώθηκε ελαφρώς, γεγονός που, κατά τη δική του πάντα εξήγηση, οφειλόταν στο ότι, όπως μου είπε με δικά του λόγια, έφυγε από την επικαιρότητα η έντονα αρνητική συζήτηση για τα πολιτικά μελλούμενα.
Μεταφέρω τη μικρή αυτή -απολύτως διδακτική, κατά την προαίρεσή μου- ιστορία ως ένα, αν θέλετε, υστερόγραφο στην, κατά πολλούς, ασύμμετρη αντίδραση που είχαν οι περιβόητες «αγορές» μετά τα όσα απασχόλησαν το προηγούμενο διάστημα τη χώρα μας και περιστρέφονταν γύρω από… γαμήλιους «κουμπαράδες» για την ικανοποίηση των υπόπτων ως «αργυρώνητων» βουλευτών, αλλά και το πρόωρο σάλπισμα εξόδου από την επιτήρηση των δανειστών με το οποίο θεώρησαν καλό να απαντήσουν οι κυβερνητικοί εταίροι.
Αν οι πελάτες των ελληνικών ταβερνών που ξέρουν ή, τέλος πάντων, οφείλουν να ξέρουν, με ποιο πολιτικό σύστημα έχουν να κάνουν, αφού οι ίδιοι το επιλέγουν, αντιδρούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο στις ένθεν κακείθεν συμπεριφορές που διακυβεύουν την σταθερότητα της χώρας, γιατί, αλήθεια, να μας εμπιστευθούν οι διαβόητες «αγορές»;
Και ποια δύναμη είναι εκείνη που θα μπορούσε να κάνει ακόμη και τον πιο… φιλεύσπλαχνο (αν υπάρχει τέτοιος…) ξένο επενδυτή να επιλέξει να τοποθετήσει τα χρήματά του σε μια χώρα που η προεκλογική περίοδος ξεκινάει την επομένη των εκλογών; Δεν τα δίνει καλύτερα –ας χρησιμοποιήσει κι η στήλη μια υπερβολή- συνεισφορά σε… φιλανθρωπική οργάνωση;
Είναι, άλλωστε, αρκούντως αποτρεπτικά τα όσα διαμείβονται αυτές τις μέρες με τους πολιτικούς αρχηγούς που επισκέπτονται το Προεδρικό Μέγαρο για να χρησιμοποιήσουν τον θεσμό που –συνταγματικά, τουλάχιστον- συμβολίζει την ενότητα του Έθνους ως ντεκόρ για να δώσουν υποκριτικούς όρκους πίστης σε μια ψευδεπίγραφη συναίνεση που προβάλουν για να καλύψουν την εκατέρωθεν δίψα για εξουσία: των μεν να την κρατήσουν, των δε για να την κατακτήσουν.
Γιατί, κακά τα ψέματα, αν όντως ενδιαφέρονταν για τη χώρα και για το αν έχει δουλειά ώστε να μην απειλείται με λουκέτο ο φίλος μου ο ταβερνιάρης, με τον οποίο ξεκίνησε τούτο το σημείωμα, όπως και ο κάθε άλλος επαγγελματίας ή εργαζόμενος, δεν θα έπαιζαν αυτό το κακόγουστο θέατρο με το «πηγαινέλα» στον Πρόεδρο για επικοινωνιακούς και μόνον λόγους.
Αντιθέτως, αν εννοούσαν τη συναίνεση την οποία επικαλούνται θα κάθονταν, λόγω της κρίσιμης συγκυρίας που όλοι αναγνωρίζουν ότι διέρχεται ο τόπος, στο ίδιο τραπέζι και χωρίς τελεσίγραφα και απειλές, αλλά με υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές, θα συμφωνούσαν σε τρία καθοριστικά για όλους μας ζητήματα: στη συγκρότηση κοινής διαπραγματευτικής ομάδας για τη συνομολόγηση συμφωνίας εξόδου από το Μνημόνιο που να περιλαμβάνει αναδιάρθρωση του χρέους, στη συναινετική εκλογή Προέδρου και, τέλος, στην προσφυγή αμέσως μετά στις κάλπες ώστε να αποφασίσει ο ελληνικός λαός ποιοι και πως μπορεί να διαχειριστούν καλύτερα τις τύχες της μεταμνημονιακής Ελλάδας.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Ο τζίρος της τρόικας

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας είχε πει ότι «όταν έρχονται οι δανειστές μας στην Ελλάδα πέφτει ο τζίρος των καταστημάτων καθώς ο κόσμος νιώθει φόβο όποτε καταφθάνει  η τρόικα».
Δεν ξέρω αν υπάρχουν αξιόπιστες έρευνες που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του κ. Στουρνάρα, ή αν πρόκειται για ένα βολικό άλλοθι για να δικαιολογηθεί η βαθιά ύφεση στην οποία εξακολουθεί να παραμένει η ελληνική οικονομία τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες που ο ίδιος έχει την ευθύνη της άσκησης της οικονομικής πολιτικής.
Θα είχε, πάντως, αξία αυτές τις μέρες που οι ελεγκτές της τρόικας κατέφθασαν και πάλι στα μέρη μας, να έβγαιναν στους δρόμους και στις πλατείες οι ερευνητές της ΕΛΣΤΑΤ για να μετρήσουν τις πραγματικές επιπτώσεις από τον φόβο που προκαλούν στον κόσμο οι τροϊκανοί και να τις συγκρίνουν με εκείνες που προκαλούνται από τα συνεχή «μπρος –πίσω» της κυβέρνησης.
Χωρίς να αμφισβητώ την ψυχολογική επίδραση που έχει στο εν γένει οικονομικό κλίμα και ειδικά στη λειτουργία της αγοράς η διαρκής ανασφάλεια που βιώνουμε για το αν και πότε θα λάβουμε την επόμενη δόση και ποια μέτρα θα θεωρηθούν κάθε φορά ως προαπαιτούμενα για την εκταμίευσή της, έχω την αίσθηση ότι είναι η αμφιθυμία της κυβέρνησης εκείνη που εντείνει περισσότερο την οικονομική αβεβαιότητα.
Γιατί, άραγε, από τις αρχές Δεκεμβρίου, που οι εκπρόσωποι των δανειστών μας εγκατέλειψαν την Αθήνα με την ιταμή δικαιολογία ότι θα πάνε πρώτα για σκι, χρειάστηκε να φθάσουμε στο τέλος Φεβρουαρίου για να καθοριστεί η ατζέντα της ελληνικής πλευράς απέναντι στις απαιτήσεις της τρόικας για απαρέγκλιτη εφαρμογή της περίφημης «εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ;
Ποιος εμπόδισε όλο αυτό το διάστημα την κυβέρνηση να νομοθετήσει όσα από τα διαρθρωτικά μέτρα περιέχονται στην έκθεση του διεθνούς οργανισμού θεωρεί ότι μπορούν να γίνουν αποδεκτά από τη δική μας πλευρά, απορρίπτοντας την ίδια ώρα εκείνα που πιστεύει ότι είναι απαράδεκτα και βλαπτικά για την ελληνική κοινωνία;
Αν όντως η πλειονότητα των προτάσεων του ΟΟΣΑ, έστω το 80%, όπως λένε κυβερνητικοί παράγοντες, ευνοούν την ελληνική οικονομία, ποιος είναι ο λόγος για την καθυστέρηση που «έπαιξε» η κυβέρνηση, οδηγούμενη, εν τέλει, σε αποφάσεις που θα ληφθούν με το πιστόλι στον κρόταφο στέλνοντας στους Έλληνες πολίτες το μήνυμα ότι μας επιβάλλονται μέτρα που είναι εις βάρος μας;
Ας μην παραπονούνται, λοιπόν, ο κ. Στουρνάρας και οι άλλοι κυβερνητικοί ιθύνοντες για την πτώση του τζίρου που επιφέρει στην ελληνική αγορά η έλευση της τρόικας στη χώρα μας. Γιατί, αν μη τι άλλο, το μόνο σίγουρο είναι ότι τα παράπονά τους δεν πρόκειται να συγκινήσουν τον κ. Τόμσεν και την παρέα του, αφού δεν είναι εκείνοι που θα πληρώσουν τον «λογαριασμό».
Καλώς ή κακώς, οι παχυλές απολαβές των ελεγκτών της τρόικας και των τόσων άλλων εμπειρογνωμόνων της αλλοδαπής που επιστρατεύονται κάθε τρεις και λίγο για να μας επιβάλουν τα διάφορα –παραδεκτά και μη- μέτρα δεν εξαρτώνται από τον μειωμένο τζίρο των ελληνικών καταστημάτων.
Τον βαρύ λογαριασμό τον πληρώνουν με την φρενήρη άνοδο της ανεργίας οι Έλληνες πολίτες, οι οποίοι είναι πολύ πιθανόν ότι μόλις βρουν την ευκαιρία –στις επικείμενες εκλογές, για παράδειγμα- θα τον στείλουν στην κυβέρνηση.


(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 24.2.2014)

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Πλεόνασμα έχουμε. Από σχέδιο μάς βρίσκεται κάτι;

Περίσσευε η αισιοδοξία που απέπνεε το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Ο λογογράφος φαίνεται να είχε μεγάλα κέφια και έριξε αρκετές δόσεις αισιοφροσύνης και οπτιμισμού στο κείμενο. Επιστράτευσε τα κλασσικά ευοίωνα επιχειρήματα ότι «αφήσαμε τα δυσκολότερα πίσω μας», χωρίς να παραλείψει και το στερεότυπο για «το φως στην άκρη του τούνελ», που «τώρα απλώς αρχίζει να αχνοφαίνεται», ενώ έψεξε και τους… «μεμψίμοιρους», χωρίς πάντως, να τους δώσει και ιδιαίτερη σημασία.
Μέρες γιορτής, όπως είναι αυτές, δεν είναι παράδοξο ένας κυβερνήτης να στέλνει θετικά μηνύματα στους πολίτες. Πολύ περισσότερο όταν η πλειονότητα των πολιτών, στους οποίους απευθυνόταν το πρωθυπουργικό μήνυμα, μέσα στις δυσκολίες και στις ανατροπές που έφεραν στη ζωή τους τα έξι χρόνια της ύφεσης, έχουν ανάγκη από κάτι να κρατηθούν. Χρειάζονται μια ελπίδα ότι οι θυσίες στις οποίες υποβάλλονται δεν είναι μάταιες και κάπου οδηγούν.
Βλέποντας στην τηλεόραση τον κ. Σαμαρά να κάνει ουσιαστικά τον απολογισμό της 18μηνης θητείας του και να επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα ως τον απόλυτο άθλο της διακυβέρνησής του την επίτευξη του περίφημου, πλέον, πρωτογενούς πλεονάσματος, το τέλος του πρωθυπουργικού μηνύματος με άφησε, προσωπικά, με ένα μεγάλο έλλειμμα, το οποίο δεν μπόρεσα να το προσδιορίσω εξαρχής.
Διαβάζοντας ξανά και ξανά τις χίλιες λέξεις που είχε διαβάσει και ο πρωθυπουργός από το «auto cue», νομίζω ότι βρήκα το λόγο. Από το ιδιαιτέρως αισιόδοξο αυτό μήνυμα απουσίαζε παντελώς μια κρίσιμη λέξη, η λέξη «σχέδιο». Δεν ξέρω αν απλώς διέλαθε της προσοχής του λογογράφου ή αν η συγκριμένη παράλειψη μαρτυρά εκείνο ακριβώς που λείπει από την διακυβέρνηση της χώρας.
Δεν πάει, εξάλλου, πολύς καιρός που ο υπουργός των Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας παραδεχόταν –κυνικά, κατά ορισμένους, αλλά σίγουρα με επίγνωση που δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν - ότι «το μνημόνιο που έχουμε, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, είναι ίσως το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους στόχους, δεσμευτικούς για το σύνολο του ελληνικού κράτους, είτε μας αρέσει είτε όχι».
Πέρασαν έκτοτε περισσότεροι από τρεις μήνες και η ομολογία του κ. Στουρνάρα όχι μόνον δεν έχει αναιρεθεί, αλλά μάλλον επιβεβαιώνεται κάθε μέρα που περνά. Υπάρχει, βεβαίως, σε εκκρεμότητα το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την περίοδο 2014-2017, το οποίο αναμένει την έγκριση της τρόικας. Χωρίς να έχει δει τη δημοσιότητα ακόμη, η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι και αυτό θα κινείται στη λογική των προηγούμενων -τροϊκανής έμπνευσης- σχεδίων που δίνουν έμφαση στην δημοσιονομική προσαρμογή –ξέρετε περικοπές δαπανών και όποιος… αντέξει- και αδιαφορούν για την ανάγκη να αποκτήσει η Ελλάδα ένα νέο παραγωγικό μοντέλο στους τομείς της οικονομίας της που διαθέτει ή μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Από τα πιο μεγάλα ζητήματα ως τα πιο μικρά, η έλλειψη συγκροτημένου σχεδίου αποτελεί, δυστυχώς, τον κανόνα. Γιατί μη μου πει κανένας ότι κατάλαβε σε πιο σχέδιο εντάχθηκε το καλοκαιριάτικο «μαύρο» στην ΕΡΤ, με αποτέλεσμα έξι μήνες μετά να ξεκινά η ελληνική Προεδρία χωρίς μια Δημόσια Τηλεόραση που να βλέπεται και με τους ιθύνοντες να έχουν καταπατήσει όλες τις δεσμεύσεις τους;
Δε νομίζω, επίσης, να αντιλήφθηκε κανείς σε πιο σχεδιασμό αναδιάρθρωσης του δημοσίου ήταν ενταγμένη η διάλυση της Δημοτικής Αστυνομίας ή η απόλυση των σχολικών φυλάκων όταν στο δημόσιο παραμένουν άχρηστοι οργανισμοί και δεν έχει γίνει ακόμη καμιά ουσιαστική αξιολόγηση δομών και στελεχών της διοίκησης;
Για να μην αναφερθούμε στα ακόμη πιο απογοητευτικά προγράμματα για την ανεργία, όπως η περίφημη Κοινωνική Εργασία (τι ωραία, αλήθεια, λέξη;), που κατάντησαν να είναι μηχανισμοί διανομής επιδομάτων, χωρίς σχεδόν την παραμικρή συμβολή στην εξεύρεση μιας αξιοπρεπούς θέσης εργασίας για τους επιδοτούμενους ανέργους.
Γι΄ αυτό, καλό και… άγιο είναι το πλεόνασμα που έφεραν κατά βάση οι οριζόντιες περικοπές μισθών συντάξεων και παροχών, αλλά δεν αποτελεί δα και την… πανάκεια. Πολύ περισσότερο που ο κοινωνικός πόνος που προκάλεσε η επίτευξή του δεν απαλύνεται με αισιόδοξες νότες στα πρωθυπουργικά μηνύματα.
Χρειάζεται πολύ περισσότερα. Και πριν από όλα απαιτεί, έστω και τώρα, ένα στρατηγικό σχέδιο για την πορεία εξόδου της χώρας από το μνημονιακό τούνελ, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με την παρούσα κυβέρνηση ή άλλη, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει μέσα στο 2014.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 31.12.2013)

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Η ανασφάλεια του Ασφαλιστικού

«Θα προλάβω;». Το αγωνιώδες αυτό ερώτημα που ταλανίζει αυτές τις μέρες πολλούς ασφαλισμένους που βρίσκονται κοντά στην ηλικία των πενήντα ετών και μπορούν, αλλά δεν θέλουν, να βγουν σε πρόωρη σύνταξη, δείχνει νομίζω το μέτρο της ανασφάλειας που προκαλεί στους πολίτες η παντελής έλλειψη κυβερνητικού μπούσουλα, ιδιαίτερα στον πολύπαθο δημόσιο τομέα.
Τα τρομοκρατικά σενάρια που, μέσω «διαρροών» από κυβερνητικές πηγές, είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες από όλα τα μέσα ενημέρωσης και ήθελαν να αυξάνονται, έως και κατά 15 χρόνια, τα όρια ηλικίας για όσους έχουν κατοχυρώσει δικαίωμα πρόωρης σύνταξης, πανικόβαλαν πολύ κόσμο.   
Χιλιάδες υποψήφιοι συνταξιούχοι, κυρίως γυναίκες με ανήλικα παιδιά, αμφιταλαντεύονται αν πρέπει να αφήσουν τη δουλειά τους σε μια παραγωγική περίοδο της ζωής τους και να προτιμήσουν τη συνταξιοδότηση, επιβαρύνοντας το ήδη προβληματικό Ασφαλιστικό σύστημα της χώρας που παράγει διαρκώς ελλείμματα αφού η Ελλάδα μετατρέπεται, μέρα με τη μέρα, σε χώρα συνταξιούχων και ανέργων.
Η εναλλακτική επιλογή που θεωρητικά έχουν όσοι δεν βιαστούν να φύγουν με τη γλίσχρα πρόωρη σύνταξη είναι να μείνουν και να συνεχίσουν την εργασία τους μέχρι να συμπληρώσουν τα νέα όρια ηλικίας. Με τη διαφορά, όμως, ότι μένοντας κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με την διαθεσιμότητα, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην απόλυσή τους και να τους αφήσει χωρίς κανένα απολύτως εισόδημα.
Η κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, αφού άφησαν επί μέρες να κυκλοφορούν διάφορες φήμες για επικείμενες δυσμενείς αλλαγές που θα επέφερε το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, επέλεξε την παραμονή της κατάθεσής του στη Βουλή, να βγει ο υπουργός Γιάννης Βρούτσης σε ένα τηλεοπτικό πρωινάδικο για να διαβεβαιώσει ότι δεν προτίθεται να αυξήσει τα όρια ηλικίας.
Η στάση του συγκεκριμένου υπουργού, όπως και αρκετών άλλων συναδέλφων του στο κυβερνητικό σχήμα, είναι, το ηπιότερο που μπορεί κανείς, ακατανόητη. Για ποιον λόγο, αλήθεια, χρειάστηκε να αναστατωθούν τόσοι άνθρωποι για να λάβει, επιτέλους, θέση σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα; Και έπρεπε αυτό να γίνει με την εμφάνισή του σε μια τηλεοπτική εκπομπή και όχι με την επίσημη ανακοίνωση των προθέσεων του από ένα άλλο πιο επίσημο βήμα;
Η ζημιά, στο μεταξύ, έχει γίνει. Άνθρωποι που ήθελαν να συνεχίσουν να εργάζονται έσπευσαν να υποβάλλουν αιτήσεις για πρόωρη συνταξιοδότηση τόσο επειδή καθυστέρησαν οι διαψεύσεις όσο και επειδή από αρκετούς δεν γίνονται πιστευτές οι διαβεβαιώσεις του κ. Βρούτση, που μπορούν, όπως λένε, να αλλάξουν τον επόμενο μήνα, υπό την πίεση της τρόικας ή την αλλαγή των δεδομένων στο Ασφαλιστικό που αντιμετωπίζει πρόβλημα πόρων εξαιτίας και των πάμπολλων πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.
Δεν ξέρω, ειλικρινά, σε ποιον περίκλειστο κόσμο ζουν κυβερνητικά στελέχη, όπως ο υπουργός Εργασίας, ο οποίος, μάλιστα, κατά το παρελθόν υπήρξε και συνδικαλιστής στο χώρο του δημοσίου, αλλά έχω την αίσθηση ότι έχουν χάσει κάθε επαφή με την κοινωνία και πορεύονται σε ένα δικό τους… σύμπαν που μοιάζει ασύμβατο με την καθημερινή πραγματικότητα των κανονικών ανθρώπων.
Μόνον, έτσι, εξηγείται η συμπεριφορά τους και η αδιαφορία τους για την ανασφάλεια που προκαλούν στους πολίτες και κατ΄ επέκταση στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 28.10.2013)

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία της δραματοποίησης

            Ο ένας μετά τον άλλο διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως και βουλευτές της συγκυβέρνησης, δραματοποιούν, το τελευταίο διάστημα, τις σχέσεις της χώρας με την τρόικα, σαλπίζοντας πολεμικές ιαχές για επερχόμενη ρήξη και σύγκρουση με τους εταίρους και δανειστές εφόσον οι τελευταίοι επιμείνουν στην επιβολή νέων οικονομικών μέτρων.
            Οι περισσότεροι εμφανίζονται αρνητές των λεγόμενων οριζόντιων μέτρων που θα οδηγούν σε νέες περικοπές μισθών και κύριων συντάξεων, αφήνοντας, όμως, ανοιχτό το ενδεχόμενο να αποδεχθούν μόνον τις αποκαλούμενες διαρθρωτικές –ή και στοχευμένες- παρεμβάσεις, έναν όρο αρκετά… ευρύχωρο που μπορεί, εν τέλει, να περιλάβει τα πάντα.
            Όταν, όμως, καλλιεργείται από την επίσημη κυβερνητική πλευρά κλίμα αντιπαράθεσης, στη δυναμική που, μοιραία, δημιουργείται δεν χάνουν την ευκαιρία να πάρουν ακόμη πιο σκληρές θέσεις τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως και οι βουλευτές της συμπολίτευσης που και στο παρελθόν ήταν αντίθετοι σε κάθε τι που αντιστρατεύεται το γνωστό πειρασμό των «παροχών», από τον οποίο, εξάλλου, δεν έχει απαλλαγεί η ίδια η κυβερνητική ηγεσία που έσπευσε να διανείμει το πρωτογενές πλεόνασμα πριν καν αυτό επιτευχθεί.
            Δεν ξέρω αν είναι η επίδραση που ασκεί στους πολιτικούς μας ταγούς η επικείμενη εθνική επέτειος του «Όχι», αναρωτιέμαι, όμως, μήπως όλα αυτά δεν είναι παρά για εσωτερική κατανάλωση, αφού οι θεωρούμενες ως «κατοχικές δυνάμεις» είναι εδώ επειδή εμείς τις καλέσαμε. Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εκλάβει κανείς τις «διαρροές» για προετοιμασία κυβερνητικής αντίστασης, αλλά και τους «λεονταρισμούς» που ακούστηκαν δημοσίως από υπουργικά χείλη, περί πιθανής πρόωρης προσφυγής στις κάλπες εφόσον οι πιστωτές μας συνεχίσουν τις πιέσεις;
Στην κρίσιμη αυτή περίοδο που η ελληνική οικονομία πασχίζει να ξαναστηθεί στα πόδια της και κατά την οποία διαμορφώνονται λεπτές ισορροπίες στο ευρωπαϊκό επίπεδο και στις σχέσεις μεταξύ των εταίρων και πιστωτών μας, είναι απορίας άξιον ποιος διανοήθηκε να εισηγηθεί την αποστολή ενός τόσο «αυτιστικού» μηνύματος που εντείνει την εικόνα της αστάθειας.
Είναι γνωστό ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν ευνοούν την προκήρυξη εκλογών και το έδειξαν τον περασμένο Ιούνιο όταν, με αφορμή την κυβερνητική κρίση που προκάλεσε το λουκέτο στην ΕΡΤ, παρενέβησαν και απέτρεψαν τις προετοιμασίες που ορισμένοι θερμοκέφαλοι του κυβερνητικού επιτελείου είχαν ξεκινήσει να κάνουν, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που μπορεί να είχε μια τέτοια πρωτοβουλία.
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι τι ευνοούν ή όχι οι εταίροι μας, αλλά τι πραγματικά συμφέρει τη χώρα μας. Και είναι βέβαιο ότι σε αυτή τη φάση, το μόνο που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χειμαζόμενης πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών –που δεν προκρίνουν ως λύση της πρόωρες κάλπες- είναι η αστάθεια που μοιραία επιφέρουν τα εκλογικά σενάρια, ακόμη και όταν οι ίδιοι εκείνοι που τα διακινούν δεν τα πολυπιστεύουν και, μάλλον, δεν τα εννοούν.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν είναι ούτε Γερμανία, ούτε Βέλγιο, ούτε Λουξεμβούργο, ούτε καν Ιταλία, δεν ανήκει, δηλαδή, στις χώρες που διαθέτουν την πολυτέλεια να συζητούν επί εβδομάδες και μήνες για τον σχηματισμό κυβέρνησης, χωρίς αυτό να επηρεάζει την καθημερινότητα των πολιτών τους και, πολύ περισσότερο, να οδηγεί στην πλήρη παραλυσία, εφόσον, όπως συμβαίνει εδώ, δεν υπάρξει, έστω και για λίγο, κυβερνητική σταθερότητα.
Βλέποντας το πόσο καθυστερούν αυτονόητες αποφάσεις για τη συλλογή των φόρων ή την πάταξη της γραφειοκρατίας και την αξιολόγηση των δομών του δημοσίου, ενώ υπάρχει κυβέρνηση που έχει πάνω από το κεφάλι της τη δαμόκλειο σπάθη των πιστωτών, μπορεί εύκολα να φανταστεί ο καθένας τι θα συμβεί όταν οδηγηθούμε στις κάλπες με όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να φορούν τον αντιμνημονιακό μανδύα.   
Υπό αυτή την έννοια μόνον κακές υπηρεσίες προσφέρουν στους εαυτούς τους, αλλά και στη χώρα, όλοι όσοι αφήνουν να εννοηθεί ότι η πίεση των εταίρων μας μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, δραματοποιώντας τις διαπραγματεύσεις που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν, ενόψει κρίσιμων αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν το επόμενο διάστημα για τον προϋπολογισμό του επόμενου χρόνου και την βιωσιμότητα του χρέους.
Ο κίνδυνος να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία η δραματοποίηση που γίνεται, μάλλον για επικοινωνιακούς λόγους, είναι μεγάλος. Και οι επιπτώσεις του πρέπει να σταθμιστούν καλύτερα από όσους αναλαμβάνουν τέτοια ρίσκα.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.10.2013)

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Το μνημόνιο στη χώρα του «χύμα στο κύμα»


«Ξένισε» πολλούς ο ισχυρισμός που διατύπωσε, προ ημερών, από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας ότι «το μνημόνιο που έχουμε, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, είναι ίσως το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους στόχους, δεσμευτικούς για το σύνολο του ελληνικού κράτους, είτε μας αρέσει είτε όχι».
Η άποψη του κ. Στουρνάρα είναι όντως μια πολιτικά επιλήψιμη θέση, κυρίως επειδή εκφράζεται από τον κατ΄  εξοχήν υπεύθυνο για την ασκούμενη οικονομική πολιτική τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, κατά τον οποίο η χώρα μπορεί να πέτυχε αυτό που η κυβέρνηση θέλει να αποκαλεί δημοσιονομικό «άθλο», το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα, πλην όμως, αυτός ο «άθλος» συνοδεύτηκε από έναν τεράστιο κοινωνικό πόνο που αποτυπώνεται στην περαιτέρω συρρίκνωση του εθνικού προϊόντος και στην ακόμη μεγαλύτερη εκτίναξη της ανεργίας που σημειώθηκε επί της υπουργίας του.
Πέραν, όμως, του αν δικαιούται ή όχι ο συγκεκριμένος υπουργός να την εκφράζει, ποιος, ειλικρινά, μπορεί να αρνηθεί ότι ο ισχυρισμός του κ. Στουρνάρα, έστω και αν τον εκλάβουμε και ως αυτοκριτική, περιλαμβάνει μια μεγάλη –«μαύρη»- αλήθεια που είναι η παντελής έλλειψη ενός έστω στοιχειώδους στρατηγικού σχεδίου για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, ικανού να απαλύνει τις δυσμενείς μνημονιακές συνέπειες; 
Το μνημόνιο, καλώς ή κακώς, μας επέβαλε μια σειρά στόχους και δεσμεύσεις -δημοσιονομικής, κυρίως, κατεύθυνσης- που, με πολλά λάθη και περισσότερες αστοχίες, έβαλαν την ελληνική οικονομία στις ράγες που νόμιζαν οι πιστωτές μας ότι οδηγούσαν αποτελεσματικότερα στο στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και, ουσιαστικά, στην εξασφάλιση των συμφερόντων τους, με την επιστροφή του συνόλου ή έστω ενός μέρους των δανεικών που μας έδιναν στο παρελθόν και εκείνων που συνέχισαν και συνεχίζουν να μας δίνουν.
Σε όλα αυτά, εμείς, αλήθεια, τι ακριβώς αντιτάξαμε; Με ποιο σχέδιο και με ποιους στόχους καθήσαμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από την άνοιξη του 2010 που μας φορέθηκε ο ζουρλομανδύας του μνημονίου; Ποια δέσμη ουσιαστικών εναλλακτικών προτάσεων προβάλαμε στις ασφυκτικές μνημονιακές νόρμες για την εσωτερική υποτίμηση;
Στην αρχή είχαμε ως δήθεν εναλλακτική το περιβόητο «όπλο στο τραπέζι», με το οποίο υποτίθεται ότι θα απειλούσαμε τους εταίρους μας, εκβιάζοντας την αλληλεγγύη τους, μέχρι που αποδείχθηκε «νεροπίστολο» στο οποίο δεν έδινε κανένας σημασία. Και, υπό τις ευχές για «kalo kouragio», υπογράψαμε χωρίς να ξέρουμε και οι ίδιοι τι υπογράψαμε.
Μετά εφηύραμε τα περίφημα «ισοδύναμα» των πολλαπλών «Ζαππείων» που αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν ήταν παρά μια δική μας αυταπάτη, την οποία κανείς δεν την πήρε στα σοβαρά, γι΄ αυτό και γρήγορα τα σκέπασε η λήθη που έφερε ένα απλό «ουδείς αναμάρτητος».
Όταν ο κόμπος έφθασε και χρειάστηκε να συγκροτήσουμε την τρικομματική συγκυβέρνηση για να πείσουμε τους εταίρους μας ότι δεν έπρεπε να δρομολογηθεί το «Grexit», που ήταν προ των πυλών, συντάξαμε στο «τσάπρα πάτρα» μια δήθεν προγραμματική συμφωνία που δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα αφόρητα γενικόλογο «ευχολόγιο» το οποίο, από την επομένη της συνομολόγησής του, οι ίδιοι οι συντάκτες του αναγνώριζαν ότι έχρηζε «επικαιροποίησης».
Το κυβερνητικό σχήμα άλλαξε μετά το «μαύρο» που «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» έπεσε στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, αλλά η νέα προγραμματική συμφωνία που υποτίθεται ότι θα σηματοδοτούσε μια νέα αρχή, ακόμη δεν έχει συνομολογηθεί. Και στην περίπτωση, πάντως, που… δώσει ο Κύριος και, επιτέλους, συνομολογηθεί τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες, μάλλον θα έχει την ίδια τύχη με την προηγούμενη, αφού δεν προηγήθηκε καμία σοβαρή προετοιμασία που να πείθει ότι κάτι άλλαξε. 
Πως, άλλωστε, να πειστεί κανείς ότι κάτι μπορεί να αλλάξει με όλα αυτά που βλέπει να συμβαίνουν γύρω μας και μαρτυρούν την παντελή έλλειψη αναπτυξιακού σχεδίου στη χειμαζόμενη από την ύφεση ελληνική οικονομία;
Τα χρήματα του ΕΣΠΑ, για παράδειγμα, εξακολουθούν να κατασπαταλώνται σε προγράμματα χωρίς καμία αναπτυξιακή προοπτική, όπως η λεγόμενη κοινωνική εργασία που έχει μετατραπεί σε μηχανισμό διανομής επιδομάτων. Θέλετε και το ακόμη χειρότερο; Σε μια εποχή που η χώρα δοκιμάζεται από επενδυτική άπνοια, εξακολουθεί να μην έχει τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος για τα αναπτυξιακά κίνητρα επειδή δεν έχουν εκδοθεί, έξι μήνες μετά την ψήφισή του από τη Βουλή, οι εφαρμοστικές αποφάσεις και τα διατάγματα που προβλέπονται.

Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, στη χώρα που κυρίαρχη νοοτροπία είναι το «χύμα στο κύμα», από το οποίο βολεύονται ορισμένοι, το μνημόνιο, όντως, συνιστά «το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους δεσμευτικούς στόχους για το σύνολο του ελληνικού κράτους». Αμφιβάλει κανείς;  

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 17.10.3013) 

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Το ιδεολογικό πρόσημο της οικονομίας


            «Βρε, πως αλλάζουν οι καιροί…», μπορεί να αναφωνήσει κανείς παρακολουθώντας τα όσα διημείφθησαν κατά την παρουσία του Αμερικανού υπουργού Τζακ Λιου στην ελληνική πρωτεύουσα και συγκρίνοντάς τα με την ατμόσφαιρα που επικράτησε τρία εικοσιτετράωρα νωρίτερα με την αντίστοιχη επίσκεψη του Γερμανού ομολόγου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ποιος, αλήθεια, θα περίμενε πριν από λίγα χρόνια ότι θα παρέλυε η Αθήνα από την επίσκεψη ενός Ευρωπαίου αξιωματούχου, ο οποίος δεν τόλμησε να κυκλοφορήσει στην πόλη, και θα υποδεχόμαστε, εν χορδαίς και οργάνοις, έναν υπερατλαντικό επισκέπτη, ο οποίος –τηρουμένων των αναλογιών- κυκλοφόρησε άνετα παντού;

Δεν είναι ανεξήγητο, βεβαίως, αυτό το κοντράστ, ούτε η εναλλαγή στο ρόλο του «μισητού» προσώπου. Οι δύο υψηλοί επισκέπτες της χώρας μας εκφράζουν δύο εντελώς διαφορετικές οικονομικές συνταγές, που, χωρίς υπερβολή, προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους.

Ο οικονομικός εγκέφαλος της δεξιάς κυβέρνησης του Βερολίνου ήταν και παραμένει ένας εμμονικός κήρυκας της λιτότητας που θέλει να επιβάλει την τιμωρητική πειθαρχία στους σπάταλους νοτιοευρωπαίους, οι οποίοι μόνον με την έμπρακτη μεταμέλεια μπορεί να έχουν το έλεος του για να μπορέσουν να σωθούν από την… ασωτεία που επέδειξαν.

Αντιθέτως, ο άνθρωπος στον οποίο ανέθεσε τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ ο φιλελεύθερος πρόεδρος Ομπάμα, προσπαθεί με όλα τα μέσα να πείσει για τον τερματισμό της καταστροφικής λιτότητας και να πιέσει τους ομολόγους του στον υπόλοιπο πλανήτη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας που, ιστορικά, αποτελεί το μόνο ουσιώδες αντίδοτο για να καταπολεμηθεί η ύφεση και να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας.

Κακά τα ψέματα, το ζήτημα που αναδεικνύουν αυτές οι αντιτιθέμενες προσεγγίσεις είναι απολύτως ιδεολογικό. Και ας μην έχει κανείς αμφιβολία ότι αν στη Γερμανία κυβερνούσαν οι σοσιαλδημοκράτες και στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πάρει το πάνω χέρι οι Ρεπουμπλικάνοι, οι όροι θα ήταν, πιθανότατα, αντεστραμμένοι. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα προγράμματα που αναμετρήθηκαν στις περυσινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ή στην αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γερμανία ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου.

Μπορεί στην ισοπεδωμένη μνημονιακή Ελλάδα, που αγωνίζεται ακόμη να απαλλαγεί από την πελατειακή λογική του παρελθόντος η οποία εξακολουθεί να την κρατά καθηλωμένη, να έχει επικρατήσει ένας απόλυτος ιδεολογικός «αχταρμάς», σε βαθμό που να δυσκολεύεται κανείς να αναγνωρίσει ποιος είναι συντηρητικός και ποιος φιλελεύθερος ή να ξεχωρίσει τον νεοφιλελεύθερο από τον προοδευτικό, στο διεθνές πεδίο τα ζητήματα αυτά είναι, λίγο ως πολύ, λυμένα και ξεκάθαρα.

Παρά τους ισχυρισμούς των φανατικών οπαδών του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου για το «τέλος της ιστορίας», η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν για το ξεπέρασμά της στην Αμερική του Ομπάμα και στην Ευρώπη της Μέρκελ έδειξε ότι υπάρχουν περισσότεροι του ενός δρόμοι.

Γι΄ αυτό και η αμερικανική οικονομία, παρότι έχει μεγάλα συσσωρευμένα χρέη, προτάσσοντας την ανάπτυξη, έχει εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργεί θέσεις εργασίας. Την ίδια περίοδο η Ευρώπη βολοδέρνει στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, παρακολουθώντας σχεδόν άπραγη την εκτόξευση της ανεργίας, επειδή είχε και έχει ως μονοδιάστατο στόχο τον περιορισμό των ελλειμμάτων και την τιθάσευση του χρέους.

Τι δείχνουν όλα αυτά; Μάλλον κάτι αυτονόητο: ότι η οικονομία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερο» ζήτημα και η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής είχε πάντοτε -και θα εξακολουθήσει, μάλλον, στους αιώνες των αιώνων- να έχει ιδεολογικό πρόσημο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.7.2013)