Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Ελπίδες από τους… αφρούς του Φίλιπ Ρέσλερ



Οι… αφροί που έβγαιναν από το στόμα του αντιπροέδρου της γερμανικής κυβέρνησης Φίλιπ Ρέσλερ για το ατυχές αποτέλεσμα που είχε το κόμμα του, οι συγκυβερνώντες με την Άνγκελα Μέρκελ «Ελεύθεροι Δημοκράτες», στη χθεσινή εκλογική αναμέτρηση στη Βαυαρία, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο ομόσπονδο κρατίδιο της Γερμανίας, είναι μια από τις πιο ελπιδοφόρες ειδήσεις του τελευταίου διαστήματος για τη χώρα μας και συνολικά την Ευρώπη.
Αν, μάλιστα, οι Γερμανοί ψηφοφόροι που την ερχόμενη Κυριακή θα πάνε στις κάλπες για να εκλέξουν το Ομοσπονδιακό τους Κοινοβούλιο και, ουσιαστικά, για να αποφασίσουν τον κυβερνητικό συνασπισμό που θα αναλάβει τα ηνία της χώρας τους, αλλά –κακά τα ψέματα- και όλης της Ευρώπης, ακολουθήσουν το προμήνυμα των Βαυαρών, τότε πολλά μπορεί να αλλάξουν όχι μόνο στο Βερολίνο αλλά και σε ολόκληρη την ήπειρό μας.
Οι «Ελεύθεροι Δημοκράτες» (FDP) του κ. Ρέσλερ, οι οποίοι με το μόλις 3% που συγκέντρωσαν χθες, μένοντας έξω από το βαυαρικό κοινοβούλιο και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις βρίσκονται στο όριο για να εξασφαλίσουν το 5% που θα τους επιτρέψει να εκπροσωπηθούν στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, μόνο κατ΄ όνομα θυμίζουν το «κόμμα του μέτρου» που ήταν το FDP την εποχή που είχε στην ηγεσία του τον Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο οποίος συγκυβέρνησε τόσο με τους Σοσιαλδημοκράτες του Χέλμουτ Σμιτ όσο και με τους Χριστιανοδημοκράτες του Χέλμουτ Κολ, διατηρώντας επί μια εικοσαετία το πόστο του αντικαγκελάριου και υπουργού Εξωτερικών.
Οι επίγονοι του κ. Γκένσερ έχουν υιοθετήσει ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις και τα στελέχη του FDP που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό υπό την κ. Μέρκελ πρωταγωνίστησαν στις επιθέσεις κατά της Ελλάδας, ενώ ήταν από τους πλέον ένθερμους θιασώτες της υπερβολικής λιτότητας που μας επιβλήθηκε οδηγώντας στην καταστροφική ύφεση που βιώνουμε για έκτη συνεχή χρονιά και, ταυτόχρονα, από τους πλέον αυστηρούς αρνητές οποιασδήποτε προοπτικής να βοηθηθεί η Ελλάδα μέσα από ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα που θα φρέναρε την ανεργία και θα περιόριζε τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης.
Δεν είναι τυχαίες, εξάλλου, οι… αφρώδεις προειδοποιήσεις που απηύθυνε χθες βράδυ ο κ. Ρέσλερ προς τους συμπατριώτες του, μετά την παταγώδη αποτυχία στη Βαυαρία, για το ενδεχόμενο από τις παγγερμανικές κάλπες της ερχόμενης Κυριακής να ανοίξει ο δρόμος για έναν μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό, στον οποίο οι Χριστιανοδημοκράτες της κ. Μέρκελ θα υποχρεωθεί να συγκατοικήσει με τους Σοσιαλδημοκράτες του Πέερ Στάινμπρουκ.
Ως γνήσιος νεοφιλελεύθερος, ο νυν αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας εμφανίζει τον «Grosse Koalition» (μεγάλο συνασπισμό) ως τη μέγιστη «απειλή» για τους Γερμανούς επειδή πιθανολογεί, μάλλον βάσιμα, ότι η εξαφάνιση του κόμματός του και η παρουσία των Σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση του Βερολίνου θα αλλοιώσει την οικονομική πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας που επιβάλει η γερμανική κυβέρνηση τόσο στο εσωτερικό της όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ωστόσο, αυτό που κατά τον κ. Ρέσλερ συνιστά «απειλή», αποτελεί την πλέον ευοίωνη προοπτική για την Ελλάδα και τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο, καθώς ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών και πιθανότερος κυβερνητικός εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών, εφόσον υποχωρήσει η δύναμη του FDP, έχει αναγνωρίσει -και ως ένα βαθμό έχει δεσμευθεί- ότι για να επέλθει η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη, δεν αρκούν οι μεταρρυθμίσεις. Αλλά απαιτείται να συμπληρωθεί η πολιτική αυτή με τη συνομολόγηση ενός «Σχεδίου Μάρσαλ», το οποίο, μέσω ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, θα τονώσει την ανάπτυξη και την απασχόληση, όπως έγινε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη γενναιόδωρη βοήθεια που έλαβαν τότε οι ηττημένοι Γερμανοί.
Χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες ότι το σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μας μπορεί να επιλυθούν αυτομάτως και μόνον με την έξωθεν βοήθεια, είναι βέβαιο ότι η ετυμηγορία των Γερμανών ψηφοφόρων δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους, καθώς μας αφορά και θα κρίνει πολλά. Και κυρίως θα καθορίσει την προοπτική να απαλλαγούμε μια ώρα αρχύτερα από τον σφικτό μνημονιακό κορσέ που, εν είδει «ζουρλομανδύα», μας φόρεσε το «τρίο» των Μέρκελ – Σόιμπλε και Ρέσλερ.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να παραβλέψει κανείς ότι οι επαφές που θα έχει αυτή την εβδομάδα στις Βρυξέλλες ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν το επόμενο διάστημα σχετικά με την κατεύθυνση που θα πάρει το οικονομικό πρόγραμμα, θα κριθούν, είτε το θέλουμε είτε όχι, από το αποτέλεσμα που θα βγάλουν οι γερμανικές κάλπες. Και, αν θέλετε, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για όσα εξήγγειλε χθες από τη ΔΕΘ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας.
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, το βράδυ της Κυριακής να ξαναδούμε… αφρισμένο τον κ. Ρέσλερ. Σίγουρα θα είναι μια καλή είδηση για την Ελλάδα, μια καλή είδηση για την Ευρώπη…

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.9.2013)

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Οι «προφήτες της καταστροφής», το «δόγμα Στάινμπρουκ» και το… 2021



«Εκνευρίζονται οι γνωστοί προφήτες της καταστροφής, χάνουν την ψυχραιμία τους, επειδή, ναι, είμαι αισιόδοξος», είπε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς στην τελευταία ομιλία του στη ΔΕΘ για να προσθέσει: «Αλλά τι νομίζουν; Εγώ δεν βλέπω την ανεργία; Δεν νιώθω τον πόνο; Δεν ξέρω ότι ο κόσμος ζορίζεται και υποφέρει;».
Νωρίτερα είχε αναφερθεί σε «δεκάδες μεγάλες ξένες επιχειρήσεις που έχουν εκφράσει επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα τους τελευταίους μήνες», εξηγώντας ότι δέχθηκε ο ίδιος στο Μαξίμου όλους όσοι από τους εκπροσώπους ή τις διοικήσεις τους ζήτησαν να τον δουν. Απαρίθμησε τις περισσότερες από αυτές, ενώ αναφέρθηκε και σε «εξαγορές και επενδύσεις από ξένους ομίλους σε ελληνικές επιχειρήσεις τεχνολογίας που πλησιάζουν τα 700 εκατομμύρια μόνο φέτος».
Αθροίζοντας, ωστόσο, κανείς όλες τις νέες θέσεις εργασίας που εξαγγέλθηκαν μετά τις αρκετές, όντως, συναντήσεις που έχει κάνει ο κ. Σαμαράς με εκπροσώπους ξένων ομίλων και συνυπολογίζοντας ακόμη και τις 10.000 θέσεις που λέει ο ίδιος ότι μπορεί να δημιουργηθούν σε βάθος χρόνου από τη διέλευση του αγωγού φυσικού αερίου TAP, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συνολικός αριθμός όσων αμέσως ή εμμέσως θα βρουν απασχόληση τα επόμενα ένα με δύο χρόνια θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μερικές δεκάδες χιλιάδες.
Αν ληφθεί, όμως, υπόψη ότι η μακρά λίστα με τους ανέργους συμπολίτες μας οδεύει ακάθεκτη προς το 1,4 εκατομμύριο, εκ των οποίων το ένα εκατομμύριο έχει προστεθεί την τελευταία σκληρή μνημονιακή τριετία, εύκολα τίθεται το ερώτημα από πού αντλεί την αισιοδοξία του ο πρωθυπουργός, ο οποίος στην ίδια ομιλία του υποστήριξε ότι «αυτή τη στιγμή, οι πιο συντηρητικοί υπολογισμοί θεωρούν ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στα επίπεδα ευημερίας που ήταν πριν την κρίση γύρω στο 2020».
Για να καταφέρουμε ως το 2020 «να ξεπεράσουμε κάθε προηγούμενο ευημερίας», όπως υποστήριξε ο κ. Σαμαράς ότι «μπορούμε», θα πρέπει καθένα από τα επόμενα επτά χρόνια να δημιουργούνται 140.000 νέες θέσεις εργασίας.
Κάτι τέτοιο, όμως, μόνον ως αδιανόητο μπορεί να θεωρηθεί με δεδομένη την ανάγκη να ακολουθείται ως τότε ιδιαιτέρως σφικτή δημοσιονομική διαχείριση, που σημαίνει πολύ περιορισμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, αφού μόνον έτσι μπορεί να υπάρχουν πλεονάσματα που να καλύπτουν τις τοκοχρεωλυτικές υποχρεώσεις, όσο περιορισμένες και αν είναι αυτές, εξαιτίας ενός πολύ πιθανού έμμεσου «κουρέματος» του χρέους που θα προκύψει από την χρονική μετακύλισή του.
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να είναι κανείς «προφήτης της καταστροφής» για να αντιληφθεί ότι χωρίς ένα μεγάλο σοκ που μπορεί να δημιουργηθεί από μια γενναία χρηματοδότηση επενδυτικών πρωτοβουλιών στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα στον ευρωπαϊκό Νότο, η παγίδα λιτότητας, στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί, θα μας ακολουθεί για πολλά – πολλά χρόνια και πάντως πολύ μετά το 2020.
Σίγουρα δεν είναι λύση τα εύκολα δανεικά που μπορεί να ονειρεύονται κάποιοι ότι μπορεί να μας ξαναδοθούν με σκοπό να μοιραστούν, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, σε πελατειακά επιδόματα, χαριστικές παροχές και –γιατί όχι;- μίζες «κολλητών». Από εκεί, όμως, μέχρι του να πιστεύει κανείς ότι η Ελλάδα μπορεί, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να αναπληρώσει σε αντίστοιχο χρόνο τα χαμένο έδαφος της τελευταίας υφεσιακής εξαετίας, πρέπει να είναι πολύ αιθεροβάμων. 
Νομίζω ότι, καλύτερα παντός άλλου, τη λύση που μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική διέξοδο προς την ανάκαμψη την περιέγραψε πρόσφατα ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος Πέερ Στάινμπρουκ, ο οποίος, στην τηλεοπτική αναμέτρησή του με την αντίπαλό του Άνγκελα Μέρκελ, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα ενός «Σχεδίου Μάρσαλ» με αποδέκτες την Ελλάδα και τις άλλες χώρες του Νότου που θα χρηματοδοτηθεί από ευρωπαϊκούς πόρους.
Αυτό το, ας μας επιτραπεί ο όρος, «δόγμα Στάινμπρουκ» είναι η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη που μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση που τείνει να παγιωθεί στον ευρωπαϊκό Νότο και που αργά ή γρήγορα δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη και την ίδια τη Γερμανία παρά το γεγονός ότι η δική μας κρίση τής εξασφαλίζει μειωμένο κόστος δανεισμού.
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι την μεθεπόμενη Κυριακή, οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα μας κάνουν τη… χάρη και θα «κοντύνουν» τον σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό του Βερολίνου, υποχρεώνοντας τη συντηρητική καγκελάριο να μοιραστεί την εξουσία με τον σοσιαλδημοκράτη ανθυποψήφιό της. Αλλιώς, πολύ δύσκολα βλέπω να εκπληρώνεται η πρωθυπουργική… προφητεία ότι «το 2021 (μπορεί) να γιορτάσουμε όχι απλώς τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και την αναγέννηση της χώρας μας».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 9.9.2013)

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ζαβολιές και χρίσματα για τους «βλαχοδημάρχους»




            Όταν παίζαμε μπάλα στις αλάνες τα πιο ζαβολιάρικα παιδιά σκαρφίζονταν κάθε δυνατό τρόπο για να κερδίσουν στο παιχνίδι. Φρόντιζαν να παίρνουν πάντα την ανηφορική μεριά του γηπέδου, μετακινούσαν τα σημάδια, συνήθως πέτρες, που οριοθετούσαν τις αυτοσχέδιες εστίες, επέμεναν ότι ήταν άουτ τα σουτ της αντίπαλης ομάδας. Η έλλειψη σταθερού πλαισίου –εστιών, εν προκειμένω- διευκόλυνε τις ζαβολιές τους, αν και αυτές δεν αρκούσαν για να τους οδηγήσουν πάντα στη νίκη.
            Θυμήθηκα όλα τούτα με αφορμή τις νέες διαρροές για κυβερνητικούς σχεδιασμούς περί αλλαγής του εκλογικού συστήματος με το οποίο αναδεικνύονται οι δήμαρχοι. Στόχος, λέει, είναι με την καθιέρωση χωριστών ψηφοδελτίων για τους υποψήφιους δημάρχους και για τα μέλη των δημοτικών συμβουλίων, που θα είναι σε ενιαίες αλφαβητικές λίστες, να «αποκομματικοποιηθεί» η εκλογή των τοπικών αρχόντων.
Στις τελευταίες, τουλάχιστον, διαρροές, δεν διευκρινίζεται –δείγμα, προφανώς, της προχειρότητας του όποιου σχεδιασμού- αν υπάρχουν σκέψεις για ταυτόχρονη αλλαγή και στον τρόπο εκλογής των επικεφαλής των Περιφερειών, παρόλο που εκεί λόγω και του μεγέθους του εκλογικού σώματος στο οποίο απευθύνονται οι υποψήφιοι, η αναμέτρηση, έχει, αναμφισβήτητα, περισσότερο πολιτικό – «κομματικό» χαρακτήρα.
Κακά τα ψέματα, τα κίνητρα των εμπνευστών της επιχειρούμενης αλλαγής στον «Καλλικράτη» πριν καν κλείσει τον πρώτο κύκλο του ο σημαντικός αυτός θεσμός, ο οποίος συνιστά τη σημαντικότερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια των τελευταίων χρόνων που έγινε χωρίς «έξωθεν» επιβολή, είναι πολύ «ταπεινά». Και στην πραγματικότητα υποκρύπτουν φοβικές σκοπιμότητες για το αποτέλεσμα της διπλής κάλπης του Μαΐου.


Εφόσον, μάλιστα, τελικώς προωθηθούν τα όσα διαρρέονται, το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι θα μετατραπούν σε «μπούμερανγκ» για τους εμπνευστές τους. Κυρίως, όμως, θα αποτελέσουν τορπίλη στα θεμέλια του ίδιου του αυτοδιοικητικού θεσμού, ο οποίος θα παραμείνει «κομματικοποιημένος». Και επιπλέον μπορεί να οδηγήσει φαινόμενα παράλυσης και έντασης της διαπλοκής αν οι δήμαρχοι –ή και οι περιφερειάρχες- δεν έχουν την πλειοψηφία στα συμβούλια των οποίων θα ηγούνται.
Αν όντως οι κυβερνώντες ενδιαφέρονται για την ουσιαστική αποκομματικοποίηση της αυτοδιοίκησης, υπάρχει πολύ πιο απλή και αποτελεσματική λύση. Μπορούν να αποφασίσουν να μην δώσουν κανένα απολύτως χρίσμα, αφήνοντας να εκδηλωθούν υποψηφιότητες και να συγκροτηθούν ψηφοδέλτια από πρόσωπα με διάθεση για προσφορά που θα κριθούν από τους συμπολίτες τους.
Με δεδομένο, άλλωστε, ότι οι δυνατότητες για την άσκηση των (κλασσικών) πελατειακών σχέσεων (διορισμοί και τα τοιαύτα) έχουν πλέον περιοριστεί σημαντικά, οι ψηφοφόροι δύσκολα –και πάντως δυσκολότερα από το παρελθόν- θα παραπλανηθούν από υποσχέσεις για βολέματα και ρουσφέτια που μπορεί να δοθούν από υποψηφίους με προδιαγραφές… «βλαχοδήμαρχου» (κατά τον μάλλον ατυχή χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησε πρόσφατα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ).
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι ορισμένοι εν ενεργεία δήμαρχοι που έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και κυρίως έργο να επιδείξουν, όχι μόνον δεν επιζητούν κομματικά χρίσματα, αλλά δηλώνουν έτοιμοι να τα απαρνηθούν ακόμη και αν οι πολιτικοί χώροι από τους οποίους προέρχονται θελήσουν να τους τα προσφέρουν.
Ακόμη και αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης δώσουν χρίσματα, ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει συμφέρον να αποφύγει έναν τέτοιο «πειρασμό» και να καλέσει τους πολίτες να επιλέξουν τους υποψήφιους που θεωρούν αξιότερους για να ασχοληθούν με τα τοπικά τους προβλήματα.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι τοπικές εκλογές συμπίπτουν με τις ευρωεκλογές διευκολύνει αυτή την κατεύθυνση, καθώς ο ψηφοφόρος που θέλει να εκφράσει πολιτική αποδοκιμασία ή και επιδοκιμασία έχει διέξοδο στη διπλανή κάλπη, στην οποία ούτως ή άλλως θα κριθούν οι κομματικές δυνάμεις όλων των πολιτικών παρατάξεων.
Σε κάθε περίπτωση, όλοι σε τούτον τον τόπο –δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι- νομίζω ότι συμφωνούμε ότι μια από τις σημαντικότερες γενεσιουργούς αιτίες της σημερινής κρίσης είναι η πολυποίκιλη απουσία σεβασμού στους κανόνες λειτουργίας των θεσμών που προσαρμόζονταν ή καταπατούνταν ανάλογα με τις βουλήσεις αυτών που κάθε φορά είχαν την εξουσία.
Γι΄  αυτό και τυχόν απόπειρα αλλαγών της τελευταίας στιγμής στους κανόνες του παιχνιδιού, με μικροκομματικού χαρακτήρα στοχεύσεις για το ποιοι δήμοι ή περιφέρειες θα ελέγχονται από στελέχη του ενός ή του άλλου κόμματος, θα αποτελέσει πισωγύρισμα στο παρελθόν. (Πολύ χειρότερο, φυσικά, και αρκούντως πιο επικίνδυνο από τις… ζαβολιές στις ποδοσφαιρικές αλάνες του παραλληλισμού με τον οποίο ξεκίνησε τούτο το κείμενο…).      

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 6.9.2013)

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Στοιχήματα, βερίκοκα και (υπουργικοί) χαρακτήρες



Υποστηρίζουν ορισμένοι ότι η παρούσα γενικευμένη κρίση που διέρχεται η χώρα θα μπορούσε, ίσως, να αποτελέσει την ευκαιρία για ένα γενικό «ξεσκαρτάρισμα», ένα, αν θέλετε, ολόπλευρο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το κακό παρελθόν, που, κατά τη γνωστή επωδό, «μας έφερε εδώ που είμαστε».
Θέλω ειλικρινά να ενστερνιστώ αυτή τη θετική και αισιόδοξη προσέγγιση. Και γι΄ αυτό αναζητώ κάθε ψήγμα αλλαγής που μπορεί να συμβαίνει γύρω μου και να εκφράζει διάθεση για σύγκρουση με κατεστημένες νοοτροπίες και με μικρά ή μεγαλύτερα συμφέροντα από εκείνα που όλοι -κυρίως όταν αφορούν τους… άλλους- αναγνωρίζουμε ότι μας κρατούν δέσμιους στη σημερινή δυσμενή –οικονομική και όχι μόνο- πραγματικότητα.
Τα σπάνια, ωστόσο, δείγματα ουσιωδών αλλαγών, που με δυσκολία μπορεί να ανακαλύψει κανείς, όχι μόνον δεν συγκροτούν μια κρίσιμη μάζα ανατροπής του μίζερου παρόντος, τέτοια που να σε κάνουν να αισιοδοξείς για το μέλλον, αλλά, ώρες – ώρες, έχω την εντύπωση ότι, σε ορισμένους τομείς, οδηγούμαστε σε ένα ξεστράτισμα που μπορεί να αποδειχθεί στην πράξη πιο επικίνδυνο και από τη μακάρια αταραξία του παρελθόντος.
Πάρτε για παράδειγμα τις… στοιχηματικές προκλήσεις που σχεδόν σε καθημερινή βάση απευθύνει ενώπιον των τηλεοπτικών φακών ο υπουργός Υγείας, προκειμένου να γίνει πιστευτός για τις προθέσεις του να μην απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι στον τομέα ευθύνης του. Μόνον, όμως, που οι υποτιθέμενες προθέσεις του ρέκτη υπουργού αυτοϋπονομεύονται από τους αποκαλυπτικά μισαλλόδοξους λεονταρισμούς του τύπου «έπρεπε να είχατε απολυθεί για να καταλάβετε τι εστί βερίκοκο», τους οποίους, κατόπιν επιχειρεί να δικαιολογήσει με τον -ακόμη πιο- απίστευτο ισχυρισμό «αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, δεν μπορώ να αλλάξω».
Στην προκειμένη περίπτωση, αλλά και σε πολλές άλλες ανάλογες,  δεν είναι μόνον το αμετροεπές και το πολιτικά αντιαισθητικό του πράγματος που καθιστά επικίνδυνες τις καταστάσεις αυτού του είδους. Είναι, πολύ περισσότερο, που με τη συχνή επανάληψη φαίνεται να αποδεχόμαστε και να συνηθίζουμε το φαινόμενο του τηλεκαβγατζή πολιτικού, αντιμετωπίζοντας ως κάτι σύνηθες και –γιατί όχι;- φυσιολογικό.
Φοβούμαι ότι, με την ίδια παθητικότητα που παλαιότερα ατενίζαμε τον «ρουσφετάκια» πολιτικό, θεωρώντας στο συλλογικό υποσυνείδητο ότι η εξυπηρέτηση της πολιτικής πελατείας (μπορεί να) ήταν μέρος της δουλειάς του, στεκόμαστε τώρα απέναντι στον επικοινωνιολάγνο πολιτικό αξιωματούχο, ο οποίος, εξαρτημένος από την ανάγκη να εξασφαλίσει περισσότερες προσκλήσεις για τα τηλεοπτικά «πρωινάδικα», δεν έχει πρόβλημα να ξεφουρνίσει την πιο προκλητική ατάκα ή να καλέσει τις κάμερες για να στήσει ενώπιον τους έναν καβγά, επικαλούμενος –αν είναι δυνατόν!- τον χαρακτήρα του.
Με συγχωρείτε, αλλά αν ένας υπουργός ή οιοσδήποτε άλλος διαθέτει δημόσιο αξίωμα ομολογεί ότι δεν μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα και, αναλογιζόμενος τον θεσμικό του ρόλο, δεν περιορίζει, έστω, την εξάρτηση του από τη λαγνεία της κάμερας, ειλικρινά δεν μπορώ να βρω τον λόγο για τον οποίο ο εν λόγω αξιωματούχος είναι δυνατόν να πείσει οποιονδήποτε πολίτη να αλλάξει ό,τιδήποτε από την (κακή) συμπεριφορά του.
Μεταρρυθμίσεις στην Υγεία, στη Δημόσια Διοίκηση ή όπου αλλού, που να επιβληθούν μέσα από τηλεκαβγάδες δεν μπορώ να φανταστώ και δεν ξέρω να έχουν πουθενά στην υφήλιο, αλλά ίσως ο Αντώνης Σαμαράς με τον Ευάγγελο Βενιζέλο που έχουν την πρώτη ευθύνη να… ξέρουν κάτι περισσότερο…  

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 27.8.2013)

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Ενιαία Κεντροαριστερά; «Νά ‘χαμε να λέγαμε…»



Δεν ξέρω αν είναι που ισχύει το στερεότυπο ότι «δεν υπάρχουν ειδήσεις τον Αύγουστο…» που δίνει χώρο σε έντυπα και διαδικτυακούς τόπους στις συζητήσεις για την ενιαία Κεντροαριστερά, αλλά πολύ φοβάμαι ότι το αποτέλεσμα των φιλότιμων (;) προσπαθειών που γίνονται από ορισμένους να δώσουν σάρκα και οστά σε ένα τέτοιο εγχείρημα δεν οδηγεί παρά στο «σε κουβέντα να βρισκόμαστε…».
Όλα αυτά που λέγονται και γράφονται είχαν, ενδεχομένως, κάποιο νόημα μέχρι τα μέσα του προπερασμένου μήνα που οι δύο βασικοί σχηματισμοί του ενδιαμέσου χώρου, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, βρίσκονταν στην ίδια βάρκα και, θεωρητικώς τουλάχιστον, είχαν κοινό συμφέρον να εξετάσουν τις δυνατότητες για συμπόρευση, όποια μορφή και αν έπαιρνε αυτή.
Από τη στιγμή, όμως, που με αφορμή τα γνωστά γεγονότα της ΕΡΤ, ο μεν Φώτης Κουβέλης άδραξε την ευκαιρία για να αποδράσει από το κυβερνητικό «μαντρί», ο δε  Ευάγγελος Βενιζέλος, την ίδια στιγμή, δεν άφησε να πάει χαμένη η δική του ευκαιρία να στρογγυλοκαθίσει και πάλι στις κυβερνητικές καρέκλες,  η κουβέντα για κοινή πορεία νομίζω ότι έχασε πλέον κάθε νόημα.
Χωρίς να έχει σημασία ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, ποιος έκανε το σωστό για τη χώρα και ποιος το λάθος για τον εαυτό του, ποιος περιέπαιξε ποιον ή ποιος παρέσυρε τον άλλο, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι δρόμοι των δύο πολιτικών σχηματισμών χώρισαν και θα μείνουν χωριστοί για όσο ο ένας, καλώς ή καλώς, συμμετέχει στις κυβερνητικές ευθύνες και ο άλλος ασκεί, περισσότερο ή λιγότερο υπεύθυνη, αντιπολίτευση.
Θα αποτελούσε, άλλωστε, παγκόσμια πρωτοτυπία να συμβεί αυτό που ορισμένοι προτείνουν να κατέβουν, δηλαδή, τα δύο κόμματα –όντας το ένα στη συμπολίτευση και το άλλο στην αντιπολίτευση- με κοινά ψηφοδέλτια στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, είτε αυτή αφορά τυχόν πρόωρες εθνικές εκλογές είτε τις προγραμματισμένες για τον προσεχή Μάιο ευρωεκλογές.
Ακόμα – ακόμα και η συμπόρευση στις επικείμενες τοπικές εκλογές (δημοτικές και περιφερειακές) υπονομεύεται από το γεγονός ότι δεν μπορούν να δοθούν χρίσματα και να καταρτισθούν κοινοί συνδυασμοί με στελέχη από τους δύο χώρους που οι μεν θα θέλουν να στείλουν μήνυμα ανατροπής της κυβερνητικής πολιτικής και οι δε θα επιδιώκουν την εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας.
Γι΄ αυτό και έχω την αίσθηση ότι η κίνηση των πέντε δημάρχων (Καμίνης, Μπουτάρης, Σκοτεινιώτης, Φίλιος και Δημαράς), ακόμη και αν  δεν υπακούει σε προεκλογικές σκοπιμότητες των εμπνευστών της, δύσκολα θα αποκτήσει τον χαρακτήρα του καταλύτη που θα επιθυμούσαν να έχει πολλοί από όσους έχουν πραγματικό ενδιαφέρον να βρεθεί κοινός βηματισμός από τις κατακερματισμένες δυνάμεις του ενδιάμεσου χώρου ανάμεσα στη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Δεν χρειάζεται κανείς να ανατρέξει στις ιστορικές αναλογίες της δεκαετίας του ‘50 ή και του ’70 για να διαπιστώσει τους λόγους για τους οποίους ο χώρος της Κεντροαριστεράς είναι, σε αυτή τη φάση, καταδικασμένος σε ρόλο πολιτικού κομπάρσου. Ο πρώτος και κύριος λόγος είναι ότι διαθέτει πολλούς φιλόδοξους αρχηγούς, οι οποίοι με τη… συχνότητα που εμφανίζονται θα γίνουν σε λίγο περισσότεροι από τους οπαδούς, αλλά κανέναν πραγματικό ηγέτη.
Οι χειρισμοί, εξάλλου, και οι εκατέρωθεν επιλογές που έγιναν στη διάρκεια της πρόσφατης κυβερνητικής κρίσης (κατά την οποία, εφόσον το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ είχαν ειλικρινή βούληση για μελλοντική συμπόρευση, μπορούσαν να επιβάλλουν να αλλάξουν πολλά στην τρέχουσα κυβερνητική λειτουργία) απέδειξαν ότι και από τους δύο χώρους απουσιάζει το πνεύμα, η κουλτούρα της συνεργατικότητας που αντιβαίνει στην παραδοσιακή λογική του «ο καθείς και το μαγαζάκι του».
Μοιραία, λοιπόν, χωρίς ηγέτη και χωρίς διάθεση για συνεργασία, η αναβίωση των συζητήσεων για ενιαία Κεντροαριστερά θα είναι μάταιος χαμένος κόπος. Ή, κατά το κοινώς λεγόμενο, «νά ‘χαμε να λέγαμε…».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 7.8.2013)

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Το "ανάχωμα" του Αρχιεπισκόπου



Το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι τόσο παλαιό όσο και το ελληνικό κράτος, από την ίδρυση του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ελέγχουν ενορίες, μητροπόλεις και μονές υπήρξαν αντικείμενο σκληρής διελκυστίνδας ανάμεσα στην Ιεραρχία και στους εκπροσώπους της Πολιτείας.
Εξίσου παλαιές είναι και οι κατά καιρούς συζητήσεις για την αξιοποίηση της «ιερής» περιουσίας που κάθε φορά που άνοιγαν, όξυναν τα πολιτικά πάθη και προκαλούσαν συνθήκες διχασμού στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.
Βλέπετε η εντύπωση που, καλώς ή κακώς, επικρατούσε και αναμφίβολα εξακολουθεί να επικρατεί μεταξύ της πλειονότητας των πολιτών είναι ότι «η Εκκλησία είναι ζάμπλουτη», ενώ η συνεισφορά της σε έργα φιλανθρωπίας και εν γένει στην έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης υπήρξε δυσανάλογα μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στο ύψος της περιουσίας που κατέχει. Στην εδραίωση της εντύπωσης, ή μάλλον της πεποίθησης, αυτής συνέβαλαν και τα κατά καιρούς «σκάνδαλα» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) με πρωταγωνιστές ρασοφόρους που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Έτσι, όταν τον Οκτώβριο του 2009, ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος διατύπωσε για πρώτη φορά την πρόταση να τεθεί η περιουσία της Εκκλησίας στη διάθεση της Πολιτείας, δεν ήταν λίγοι όσοι αμφισβήτησαν τις προθέσεις του ίδιου και της Ιεραρχίας. Και ίσως γι΄ αυτό σχεδόν οι πάντες είχαν ξεχάσει την αρχιεπισκοπική πρόταση μέχρι που ανακοινώθηκε, μόλις αυτές τις μέρες, η κατάθεση τροπολογίας για την ίδρυση κοινής εταιρίας του Δημοσίου και της Εκκλησίας για να αξιοποιηθεί, σε πρώτη φάση, η περιουσία που ανήκει στην Αρχιεπισκοπή.
«Κάλιο αργά, παρά ποτέ», θα πουν όσοι έχουν εικόνα από τις ατέρμονες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος, ενώ αρκετοί θα χαρακτηρίσουν ημιτελές το βήμα που γίνεται, αφού η σύμπραξη που επιχειρείται αφορά μόνον ένα μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας και δεν είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο οι πάμπολλες ανά την Ελλάδα μητροπόλεις αλλά και τα ποικιλώνυμα θρησκευτικά ιδρύματα που διαθέτουν αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία.
Όπως και να έχει, ωστόσο, το πρώτο αυτό βήμα που γίνεται είναι άξιο επαίνου, πολύ περισσότερο που προβλέπεται τα έσοδα τα οποία θα προκύπτουν από την αξιοποίηση, θα κατευθύνονται, όπως τουλάχιστον ανακοινώθηκε, «από μεν την Αρχιεπισκοπή στη στήριξη και την επέκταση του κοινωνικού και φιλανθρωπικού της έργου, από το δε το Δημόσιο στη διεύρυνση των κοινωνικών υποδομών του και στην αρωγή των πλέον ευπαθών και αδύναμων συμπολιτών μας».
Η προσωπικότητα, εξάλλου, του σημερινού Αρχιεπισκόπου και ο μετριοπαθής τρόπος με τον οποίο ασκεί τα καθήκοντά του, αποτελούν την καλύτερη εγγύηση ότι το σχέδιο της αξιοποίησης θα εκπληρώσει τις προσδοκίες που μοιραία δημιουργεί σε τούτη τη δύσκολη συγκυρία της γενικευμένης κρίσης με την οποία βρισκόμαστε όλοι αντιμέτωποι.
Γιατί είναι αλήθεια και πρέπει να λέγεται ότι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και χωρίς επικοινωνιακές φανφάρες, χιλιάδες συνάνθρωποι μας βρίσκουν καθημερινά αρωγή, μέσα κυρίως από τα ενοριακά συσσίτια, χωρίς μισαλλόδοξους διαχωρισμούς και κατ΄ εφαρμογήν της απόλυτα χριστιανικής ρήσης του Αποστόλου Παύλου «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην…».
Το μεγάλο κενό που δυστυχώς αφήνει η δραματική υποχώρηση του κράτους πρόνοιας κάποιος πρέπει να το καλύψει. Και για όσο η ίδια η Πολιτεία, αδυνατεί να ανταποκριθεί στο ρόλο της, όπως αδυνατούν και άλλες κοινωνικές συλλογικότητες, καλύτερο υποκατάστατο από την Εκκλησία δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της φιλανθρωπικής δράσης της Εκκλησίας, όπως προωθείται από τον κ. Ιερώνυμο και τους συνεργάτες του, αποτελεί το καλύτερο «ανάχωμα» στην επέλαση των δυνάμεων του σκοταδιστικού μίσους και του διχασμού, οι οποίες εκμεταλλευόμενες την ανέχεια δεν διστάζουν να προσβάλουν παντοιοτρόπως την ανθρώπινη υπόσταση όσων υποτίθεται ότι θέλουν να ανακουφίσουν, οργανώνοντας δήθεν διανομές τροφίμων σε κεντρικές πλατείες και σε «ζωντανή» τηλεοπτική κάλυψη.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 2.8.2013)

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

«Είναι που δεν έχουν όρεξη για δουλειά…»

Παρακολουθώντας τον τρόπο που συμπεριφέρονται αρκετοί από τους κυβερνώντες, αλλά και ευρύτερα από το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό, μου έρχεται στο νου μια ρήση, την οποία, εν είδει παροιμίας, χρησιμοποιούσε ο αείμνηστος παππούς μου σε τέτοιες περιστάσεις. «Δεν είναι, παιδί μου, που δεν δουλεύουν, είναι που δεν έχουν όρεξη για δουλειά», έλεγε.
Είναι, όντως, εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πόσο… ανόρεκτα κάνουν τη δουλειά που έχουν αναλάβει αρκετοί από τους κυβερνώντες, οι οποίοι στις περισσότερες των περιπτώσεων κρύβονται πίσω από την τρόικα. Ό,τι κάνουν, ομολογούν ότι γίνεται επειδή «το απαιτεί η τρόικα». Και για ό,τι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν ισχυρίζονται ότι δεν γίνεται διότι «δεν το επιτρέπει η τρόικα».
Θέλω, ωστόσο, να αποφύγω τον πειρασμό να θέσω το ερώτημα «και τότε, ρε φίλε, εσύ γιατί παριστάνεις τον υπουργό;», το οποίο μου έρχεται στα χείλη κάθε φορά που ακούω να διατυπώνονται ισχυρισμοί αυτού του τύπου, επειδή δεν είναι στις προθέσεις μου να υπερασπιστώ τους ιδεοληπτικούς παραλογισμούς που συχνά ενέχουν οι επιβολές των τροϊκανών. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να είναι το μόνιμο άλλοθι για την απραξία.  
Γιατί, κακά τα ψέματα, ο στρεβλός τρόπος με τον οποίο επιχειρείται να εφαρμοστεί η αναγκαία αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, επειδή οι εκπρόσωποι των δανειστών μας θέλουν «εδώ και τώρα ανθρωποθυσίες», είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι, έπειτα από τόσον καιρό που γίνεται συζήτηση για τις επιβεβλημένες αλλαγές, δεν έγινε σε κανένα υπουργείο και σε καμία υπηρεσία ένα, έστω υποτυπώδες, βήμα προς την περιβόητη αξιολόγηση, έτσι ώστε να υπάρχει ένας στοιχειώδης πειστικός αντίλογος απέναντι στις τροϊκανές εμμονές.
Πέραν αυτού, από απλά μέτρα για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών που δεν έχουν οικονομικό κόστος ως την μάχη για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η οποία εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει κάνοντας τη ζωή όλων μας δυσκολότερη, ο κατάλογος με τις πρωτοβουλίες που μπορεί να αναληφθούν από τους έχοντες θέσεις ευθύνης, χωρίς να απαιτείται η άδεια της τρόικας είναι μακρύς.         
Ποιος και γιατί, για παράδειγμα, έχει αφήσει εδώ και κάμποσους μήνες «ακέφαλα» αρκετά νοσοκομεία; Είναι, άραγε, και αυτό «προαπαιτούμενο» για τη δόση; Ή μήπως επανεξετάζεται ο κατάλογος με τους υποψηφίους, επειδή, πλέον, η «μοιρασιά» δεν θα είναι τρικομματική, αλλά δικομματική; (Και με την ευκαιρία στη θέση του «4-2-1», που ξέραμε, τώρα ποιο σύστημα κατανομής των θέσεων ισχύει;).
Ο καθένας μας είναι σε θέση να παραθέσει πολλά ακόμη που μπορεί να γίνουν και δεν γίνονται λόγω της γενικής παραλυσίας που, δυστυχώς, επικρατεί σχεδόν από άκρου εις άκρον της ελληνικής επικρατείας και οφείλεται αφενός στην αβεβαιότητα και στην απαισιοδοξία που έχει καταλάβει τους πάντες και αφετέρου στην απουσία ενός σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας που να ξεπερνάει τη σημερινή δυσμενή μνημονιακή πραγματικότητα και να περιγράφει τη μεταμνημονιακή Ελλάδα.
Αναμφίβολα, ένα τέτοιο σχέδιο ανασυγκρότησης ή μια «νέα αφήγηση», όπως συνηθίζεται να λέγεται τελευταία, συνιστά συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για να υπερβούμε τη σημερινή γενικευμένη καταθλιπτική παραλυσία και να δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία ατμόσφαιρα βεβαιότητας και αισιοδοξίας.
Και καθώς υπάρχει μπροστά μας η προοπτική της λαϊκής ετυμηγορίας, που αν δεν εκφραστεί με πρόωρες βουλευτικές κάλπες το φθινόπωρο, θα έρθει, σίγουρα, η ώρα της τον ερχόμενο Μάιο με την –τουλάχιστον- διπλή αναμέτρηση για την τοπική αυτοδιοίκηση και την Ευρωβουλή, είναι, νομίζω, βέβαιο ότι η πολιτική δύναμη –μεμονωμένη ή συμμαχική- που θα παρουσιάσει την καλύτερη και πιο πειστική «αφήγηση» θα κόψει πρώτη το νήμα.
Με λίγα λόγια, έχω εδραία την πεποίθηση πως νικητής των επόμενων εκλογών θα είναι εκείνος που θα πείσει ότι έχει σχέδιο για τη χώρα και κυρίως όρεξη για να δουλέψει και να το εφαρμόσει χωρίς προσχηματικά άλλοθι και υπεκφυγές.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 29.7.2013)