Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Ανεξέλεγκτα υπουργικά βιλαέτια



            Με κρίση ή χωρίς κρίση, με μονοκομματική ή πολυκομματική κυβέρνηση, είναι, δυστυχώς, αρκετά πράγματα σε τούτη τη χώρα που δεν λένε να αλλάξουν ποτέ και με τίποτε. Και περισσότερο από όλα είναι οι νοοτροπίες που παραμένουν ίδιες και απαράλλακτες, είτε αφορούν τις συμπεριφορές αρκετών συμπολιτών μας, είτε τον τρόπο με τον οποίο εξακολουθούν να πολιτεύονται οι περισσότεροι από τους ταγούς μας.
            Πάρτε για παράδειγμα, το ζήτημα της διάρκειας του σχολικού έτους, το οποίο, έπειτα από μια σειρά παλινωδιών του τέως υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου –στην αρχή με πρόχειρες εξαγγελίες για μεταφορά στα καθ΄ ημάς της λεγόμενης «λευκής εβδομάδας» ώστε να τονωθεί ο εσωτερικός τουρισμός και κατόπιν με απλή κατάργηση ορισμένων αργιών και επίσπευση του πρώτου κουδουνιού- είχαμε όλοι μείνει με την εντύπωση ότι επιμηκύνεται, επειδή, τάχατες, έτσι επέβαλαν οι νέες εκπαιδευτικές ανάγκες.
Καθώς, μάλιστα, προεξοφλήθηκε ότι από τον προσεχή Σεπτέμβριο τα σχολεία θα άρχιζαν κάποιες ημέρες νωρίτερα, ορισμένοι γονείς έκαναν τον θερινό προγραμματισμό των διακοπών τους με αυτό το δεδομένο, αφού τα παιδιά της πλειονότητας όσων Ελλήνων εξακολουθούν να εργάζονται δεν έχουν την πολυτέλεια της φύλαξης από νταντάδες, όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει με τα παιδιά των υπουργών που αποφασίζουν.    
            Φεύ όμως! Ο στοιχειώδης προγραμματισμός που επεχείρησαν να κάνουν οι οικογένειες πήγε στράφι, μόνον και μόνον γιατί ο πρωθυπουργός αποφάσισε να αλλάξει το πρόσωπο που διαφεντεύει το… βιλαέτι που λέγεται υπουργείο Παιδείας.
Αίφνης, λοιπόν, στο πλαίσιο μιας ραδιοφωνικής συνέντευξης του νέου υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος δεν συμπλήρωσε καν μια εβδομάδα στον υπουργικό του θώκο, πληροφορηθήκαμε ότι τα σχολεία θα εξακολουθήσουν να ανοίγουν στις 11 Σεπτεμβρίου και οι ανούσιες –για να μην πω… ανόσιες- αργίες θα παραμείνουν αναλλοίωτες για να μας θυμίζουν, ίσως, ότι «εδώ είναι Βαλκάνια…» και… Βαλκάνια θα παραμείνουν.
Με ποια επιστημονικά δεδομένα, άραγε, ο κ. Αρβανιτόπουλος αποφάσισε την επιμήκυνση της χρονικής χρονιάς; Σε ποια μελέτη στηρίχθηκε και ποιον ρώτησε πριν το ανακοινώσει μέσω σειράς συνεντεύξεων; Ο εκπαιδευτικός κόσμος, η Βουλή, το υπουργικό συμβούλιο ακούστηκαν πριν ανακοινωθούν οι φαεινές ιδέες της υπουργικής αυθεντίας του;
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για το πισωγύρισμα του κ. Λοβέρδου: Ποιον, αλήθεια, συμβουλεύτηκε ο νέος υπουργός πριν αναλάβει την πρωτοβουλία να ακυρώσει ένα μέτρο του προκατόχου του, προτού καλά – καλά… ζεστάνει την καρέκλα που του πήρε; Εκτός από τον… εαυτό του, ρώτησε κανέναν άλλο;
Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιος από τους δύο έχει τυπικά δίκιο και δεν μπορώ να αποφανθώ αν είναι καλύτερο ή χειρότερο για τους μαθητές να κάνουν μια εβδομάδα περισσότερο μάθημα στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, με δεδομένες τις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας, αλλά, πολύ περισσότερο, με τις καταστάσεις που επικρατούν στην ελληνική εκπαίδευση και τη σαφή χειροτέρευση που επέφερε η κρίση.
Αισθάνομαι, όμως, τουλάχιστον από τον πρόχειρο τρόπο που και ο ένας και ο άλλος έκαναν τις σχετικές ανακοινώσεις, χωρίς να τις συνοδεύσουν με το πόρισμα μιας στοιχειώδους, έτσω, μελέτης για τις επιπτώσεις της επιχειρούμενης αλλαγής, ότι και οι δύο στέλνουν το χειρότερο μήνυμα στην ελληνική κοινωνία συνολικά και ειδικά στο πιο ευαίσθητο κομμάτι της που είναι η νέα γενιά.
Τόσο ο κ. Αρβανιτόπουλος, όσο και ο κ. Λοβέρδος, αλλά και η κυβέρνηση στο σύνολό της, στέλνουν το μήνυμα της αμελέτητης αυθαιρεσίας και της πολιτικής του –όπως λένε και σημερινοί νέοι –«ό,τι να ΄ναι».
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, είναι ότι η πολιτική του «ό,τι νά ΄ναι» δεν περιορίζεται σε ενδεχομένως ήσσονος σημασίας ζητήματα, όπως μπορεί να θεωρηθεί από ορισμένους η διάρκεια του σχολικού έτους. Αντιθέτως, διατρέχει σχεδόν όλο το εύρος της κυβερνητικής μηχανής και εν γένει της δημόσιας ζωής που χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συνεργατικού πνεύματος και προηγούμενης μελέτης των αποφάσεων που λαμβάνονται από υπουργούς και λοιπούς κρατικούς αξιωματούχους.
Αλήθεια, η επόμενη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου θα γίνει πριν ή μετά τις… προσεχείς εκλογές;  

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ανασχηματισμός. Ε, και;


 
Δεν κομίζουν, σίγουρα, γλαύκα στην Αθήνα όλοι όσοι εδώ και μέρες επισημαίνουν ότι ποτέ κανένας ανασχηματισμός δεν άλλαξε τον ρου των πολιτικών πραγμάτων, αλλά  όσο διαβάζω και ξαναδιαβάζω τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, μου δημιουργείται η αίσθηση ότι η κατάσταση μπορεί να είναι χειρότερη από αυτή που υπονοεί η συγκεκριμένη επωδός.
Αν εξαιρέσει κανείς την επιλογή του νέου υπουργού Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη, ο οποίος διαθέτει όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για να ασκήσει τον σημαντικό ρόλο που του ανατέθηκε, δύσκολα μπορεί να βρεθεί μια από τις υπόλοιπες αλλαγές του κυβερνητικού σχήματος που να υπακούει σε κριτήρια αξιοσύνης και γνώσης του τομέα που αναλαμβάνει.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά οι κυβερνητικοί ιθύνοντες φαίνεται να προέκριναν και να ακολούθησαν την πεπατημένη των ισορροπιών -εσωκομματικών, γεωγραφικών και άλλων- στην ανάθεση των υπουργικών χαρτοφυλακίων, όπως μαρτυρά, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, η αύξηση των μελών του νέου υπουργικού συμβουλίου με την προσθήκη επιπλέον θέσεων υφυπουργών που μόνο στόχο έχει να βολευθούν μερικοί ακόμη κυβερνητικοί βουλευτές.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι αριθμητικό. Είναι πρωτίστως ποιοτικό και αφορά τους στόχους που μπορεί να έχει και να υπηρετεί μια κυβέρνηση, στην οποία «αποκεφαλίζεται» σύσσωμη η πολιτική ηγεσία σε δύο νευραλγικά υπουργεία, όπως είναι το Παιδείας και το Υγείας –στο δεύτερο, μάλιστα, δεύτερη φορά σε δύο χρόνια.
Δικαίως, λοιπόν, πολλοί αναρωτιούνται, ήδη, για το πότε οι νεοείσακτοι υπουργοί και υφυπουργοί στα δύο αυτά υπουργεία, αλλά και σε άλλα, θα προλάβουν να ενημερωθούν για τις αρμοδιότητες τους και θα δρομολογήσουν λύσεις στα προβλήματα που θα βρουν εκεί και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν οι προκάτοχοί τους που απομακρύνθηκαν.
Πιστεύει, για παράδειγμα, κάποιος ότι ο Μάκης Βορίδης, που είναι νομικός, ο Λεωνίδας Γρηγοράκος, τουλάχιστον αυτός είναι γιατρός, και η Κατερίνα Παπακώστα, επίσης νομικός, θα καταφέρουν να βρουν κοινή γλώσσα, να μοιράσουν αρμοδιότητες και να βάλουν, σε εύλογο χρόνο, τάξη στο χάος που επικρατεί στον χώρο της Υγείας.
Το ίδιο ισχύει και για το υπουργείο Παιδείας, στο οποίο, από «καραμπόλα», όπως φαίνεται, βρέθηκε ο Ανδρέας Λοβέρδος, που είχε άλλες φιλοδοξίες και τώρα καλείται να «συγκατοικήσει» σε ένα υπουργείο που δεν ήθελε με δύο άπειρους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που βρέθηκαν εκεί, επειδή, μάλλον, δεν χωρούσαν πουθενά αλλού: ο ένας είναι πολιτικός μηχανικός και ο άλλος αθλητής που σπούδασε στη Γυμναστική Ακαδημία.
Δεν περιορίζεται, όμως, μόνον στα δύο αυτά υπουργεία ο αρνητικός αιφνιδιασμός που προοιωνίζεται ότι οι προοπτικές του νέου κυβερνητικού σχήματος δεν θα είναι –και δεν μπορεί να είναι- καλύτερες από εκείνες του προηγούμενου και της προσφοράς που είχε στους χειμαζόμενους από την κρίση Έλληνες πολίτες.
Η αντικατάσταση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης του Αθανάσιου Τσαυτάρη, ενός από τους ελάχιστους εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς που διέθεταν το σπάνιο προσόν να συνδυάζουν την τεχνοκρατική επάρκεια με το πολιτικό αισθητήριο, είναι ίσως η καλύτερη επιβεβαίωση αυτής της πρόβλεψης.
Και μόνον το γεγονός ότι η σημερινή κυβερνητική ηγεσία έχει εξαγγείλει ότι στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση θα προτείνει το ασυμβίβαστο βουλευτή και υπουργού, αλλά, με εξαίρεση τον κ. Χαρδούβελη, στο νέο σχήμα έβαλε μόνον βουλευτές, δείχνει ότι τα κυβερνητικά λόγια απέχουν πολύ από τις πράξεις.
Γι΄ αυτό και οι όποιες εντυπώσεις μπορεί να δημιούργησε η καρατόμηση ορισμένων από τους υπουργούς που δικαιολογημένα βρέθηκαν εκτός κυβέρνησης –και σίγουρα δεν θα λείψει η παρουσία τους- θα είναι, μάλλον, πολύ πρόσκαιρες. Λίαν συντόμως οι πολίτες όταν θα ακούν ότι έγινε ανασχηματισμός, θα απαντούν: Ε, και; Αν δεν το κάνουν ήδη…

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Οι γερογκρινιάρηδες της Κεντροαριστεράς

            Σε μια χώρα που ο… μισός πληθυσμός διεκδίκησε και έλαβε πρόωρη σύνταξη, είναι να απορεί κανείς με τόσους «συνταξιούχους» της πολιτικής που επιμένουν να θέλουν να είναι «στα πράγματα», παρότι, άλλοι εκόντες, αφού αποσύρθηκαν μόλις είδαν τα δύσκολα, και άλλοι άκοντες, καθώς τους έστειλαν οι ψηφοφόροι στα σπίτια τους, έχουν περάσει προ πολλού στις τάξεις των αποστράτων ή των εν δυνάμει βετεράνων.
            Ειδικά στον πολύπαθο, τελευταία, χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς, που είχε το «προνόμιο» να ασκήσει επί πολλά χρόνια την εξουσία και τώρα έχει συρρικνωθεί σε βαθμό εξαφανίσεως, επεκτείνεται όλο και περισσότερο η ευρύτατη συνομοταξία των πρώην αξιωματούχων που αρνείται να παραδεχθεί ότι οι καιροί άλλαξαν, η «μπογιά» της δεν πιάνει πια και ούτε ο λόγος της έχει μοιράδι στα πολιτικά τεκταινόμενα.
Συνεντευξιάζονται, αρθρογραφούν, παρεμβαίνουν, σχολιάζουν, κριτικάρουν, κάνουν υποδείξεις, αλλά κυρίως γκρινιάζουν για όλους και για όλα με έναν τόσο προσχηματικό τρόπο οι περισσότεροι, που είναι να αναρωτιέται κανείς πως με τόσο… ρηχές προσεγγίσεις κατάφεραν όλα αυτά τα χρόνια να βρίσκονται στο προσκήνιο, αλλά και να απορεί με την έλλειψη στοιχειώδους, έστω, αυτογνωσίας.
Άλλοι μιλούν με βαρύγδουπες πομφόλυγες εξ ονόματος της Ιστορίας. Άλλοι φλυαρούν επικαλούμενοι, τάχατες, την (ανύπαρκτη, πλέον) βάση της παράταξης, την οποία είναι γνωστό που την είχαν… γραμμένη όταν ήταν εν τη βασιλεία τους. Κάποιοι βγάζουν απλώς τα… απωθημένα τους εναντίον όσων έμειναν πίσω και προσπαθούν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα που κληροδότησαν όλοι εκείνοι που με τόση αμεριμνησία άσκησαν την εξουσία τα προηγούμενα χρόνια.
Υπερασπίζονται, λένε, τα παραδοσιακά σύμβολα του ΠΑΣΟΚ, παραγνωρίζοντας ότι είναι οι ίδιοι που έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για το αναμφισβήτητο γεγονός ότι αυτά τα σύμβολα δεν γοητεύουν παρά μόνο μια πολύ μικρή κατηγορία συνομηλίκων τους που μάλλον από απόλυτο ατταβισμό τα αναγνωρίζει και τα τιμά. Τους ενοχλεί –και το έδειξαν με την ηχηρή αποχή που τήρησαν πριν από τις πρόσφατες ευρωεκλογές- η (όχι και τόσο επιτυχής, έστω) προσπάθεια που πήγε να ξεκινήσει μέσα από την «Ελιά» για την αναγκαία ανασύνθεση του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς.
Το μεγάλο «σουξέ», όμως, των γερογκρινιάρηδων της Κεντροαριστεράς, άρχισε να λανσάρεται μετά τις πρόσφατες κάλπες, όταν ο ένας μετά τον άλλον οι εκπεσόντες βαρόνοι της Χαριλάου Τρικούπη καταφεύγουν σε ασκήσεις επίδειξης «πούρας» αριστεροφροσύνης. Αίφνης, τα ίδια πρόσωπα που επί μήνες το 2011… εκλιπαρούσαν τον Αντώνη Σαμαρά να συγκυβερνήσει μαζί τους και λίγο καιρό μετά συγκατοικούσαν με τα στελέχη του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, μεταμορφώθηκαν σε διαπρύσιους κήρυκες της μοναδικής, γι΄ αυτούς, κυβερνητικής συνεργασίας που είναι με τον ΣΥΡΙΖΑ και μόνον με τον ΣΥΡΙΖΑ…
Προφανώς και δεν είναι κακό να έχει κάποιος την άποψη ότι για ένα κόμμα της Κεντροαριστεράς ενδεχομένως να είναι προτιμότερο να συμμαχήσει με μια παράταξη με την οποία μπορεί να βρει ευκολότερα κοινή γλώσσα για να συντάξουν πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας. Αρκεί, βεβαίως, να υπάρχει αμοιβαία βούληση για συνεργασία και πρωτίστως το εκλογικό σώμα να έχει διατάξει έτσι τις πολιτικές δυνάμεις, ώστε οι μέλλοντες σύμμαχοι να διαθέτουν τα απαραίτητα (κοινοβουλευτικά) «κουκιά» για να κυβερνήσουν.
Τι νόημα, όμως, έχει να ανοίξει από τώρα μια συζήτηση –και με τον επιτακτικό, μάλιστα, τρόπο που προσπαθεί να επιβληθεί αυτή από ορισμένους- για τις μέλλουσες συνεργασίες της Κεντροαριστεράς; Αν τα κόμματα του χώρου –το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ΔΗΜΑΡ, στην οποία, επίσης, γίνεται η ίδια, προσχηματική, κατά τη γνώμη μου, κουβέντα- αποφασίσουν από τώρα ότι προτίθενται να κυβερνήσουν μόνον με τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, γιατί, άραγε, οι ψηφοφόροι να τους δώσουν ρόλο διαμεσολαβητή και να μην ψηφίσουν κατευθείαν τον ΣΥΡΙΖΑ;
Το ίδιο, ακριβώς, ισχύει, βεβαίως, και για το αντίθετο. Αν οι ψηφοφόροι πιστέψουν ότι η συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά είναι μονόδρομος, γιατί να μην τον επιλέξουν εξ αρχής και να προτιμήσουν τους μεσάζοντες;
Τούτων δοθέντων, έχω την αίσθηση ότι μόνον όποιος εθελοτυφλεί ή αναζητεί προσχήματα γκρίνιας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει ότι η Κεντροαριστερά για να υπάρξει ως αυτόνομη –μικρότερη ή μεγαλύτερη- δύναμη δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει το δικό της χώρο. Με το δικό της πρόγραμμα, το οποίο θα παρουσιάσει στο εκλογικό σώμα που είναι ο μόνος κριτής για να αξιολογεί κάθε φορά τους πάντες.
Άλλωστε, το «by the book», όπως λένε οι αγγλοσάξονες, ή –επί το ελληνικότερο- η «αλφαβήτα» της πολιτικής λέει ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ κόψει πρώτος το νήμα στις επόμενες βουλευτικές εκλογές θα είναι, όπως συνέβη το 2012 με τη Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Το αν αυτή η κυβέρνηση θα είναι αυτοδύναμη ή συμμαχική θα εξαρτηθεί, κυρίως, από την αντοχή των ιδεών και την αξιοπιστία του προγράμματος, όπως και των προσώπων της κεντροαριστερής παράταξης.
Εν κατακλείδι, όσο περισσότερο εκφράζουν τις, δήθεν, ανησυχίες τους οι γερογκρινιάρηδες της Κεντροαριστεράς, που δείχνουν να μην έχουν διδαχθεί τίποτε από το παρελθόν και δεν εννοούν να αφήσουν τους λίγους νεότερους να πάρουν τα ηνία, τόσο το χειρότερο για την ίδια Κεντροαριστερά, τόσο το χειρότερο για την ίδια τη χώρα. Ας πάψουν, επιτέλους, και ας απολαύσουν τις συντάξεις τους!  

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Επιτέλους, μια παραίτηση!



            Αν κατάλαβα καλά, ο μόνος… «χαμένος» αυτών των εκλογών είναι ο υποψήφιος ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Κωστής Μουσουρούλης, ο οποίος με μια δήλωσή του, έξω από τα συνηθισμένα, εξέλαβε το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εκλεγεί ως λόγο αποχώρησης από την πολιτική και, χωρίς περιστροφές ή προσχήματα, ανακοίνωσε την έξοδό του από τον πολιτικό στίβο.
Δεν ξέρω αν είναι η ευρωπαϊκή κουλτούρα που υπαγόρευσε στον 51χρονο πολιτικό μια τέτοια στάση, αφού πριν μπει ενεργό στην πολιτική και διεκδικήσει την εκλογή του στο αξίωμα του βουλευτή Χίου, υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε μπορώ να… πάρω όρκο ότι ο κ. Μουσουρούλης παραιτήθηκε οικειοθελώς από το Κοινοβούλιο για να συμπεριληφθεί στο ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος του και να μπει στο πανελλαδικό κυνήγι του σταυρού, που, όπως αποδεικνύεται, είναι γόνιμο σπορ για αναγνωρίσιμους και όχι για γνώστες.
Ξέρω, όμως, ότι μια πλειάδα συναδέλφων του βουλευτών από όλα τα κόμματα που το «έπαιξαν δίπορτο», διεκδικώντας αυτοδιοικητικά αξιώματα σε Δήμους και Περιφέρειες από την ασφάλεια του βουλευτικού αξιώματος, παρότι «μαυρίστηκαν» -σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις «αγρίως»- από τους ψηφοφόρους των περιοχών που εκτέθηκαν, από σήμερα που ξεκινούν και πάλι οι εργασίες της Βουλής, επιστρέφουν στα έδρανα, σαν να μη συνέβη τίποτε.
Πως, όμως, να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό από τους βουλευτές, όταν το σήμα του «δεν τρέχει τίποτε» το έδωσαν οι ηγέτες των κομμάτων τους, αφού σχεδόν στο σύνολό τους, έκαναν ακριβώς το ίδιο όταν από την Κυριακή το βράδυ που εκδόθηκαν τα αποτελέσματα συμπεριφέρονται με το προσχηματικό πρότυπο του… «ούτε γάτα, ούτε ζημιά».
Από τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, που το κόμμα του έχασε επτά ολόκληρες μονάδες, δηλαδή περίπου το ένα τέταρτο των ψήφων του Ιουνίου του 2012, ως τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος λίγο έλειψε να… πανηγυρίσει επειδή το κόμμα του εγκαταλείφθηκε μόνον από έναν στους τρεις που το είχαν προτιμήσει στο προ διετίας προηγούμενο ιστορικό χαμηλό του, ουδείς τους έδειξε την ανάγκη να αναγνωρίσει σφάλματα και παραλείψεις.
Περιορίστηκαν και οι δυο τους στη διαπίστωση ότι «δεν σάρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ» ή στον γενικόλογο βερμπαλισμό «πήραμε το μήνυμα», πηγαίνοντας παρακάτω.
Και αν ο πρωθυπουργός με τον αντιπρόεδρο θεωρούν ότι μπορούν να καλυφθούν (;) πίσω από τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης που ετοιμάζουν, πιστεύοντας ότι έτσι μπορούν να μεταθέσουν στις πλάτες των υπουργών τους ένα μέρος της ευθύνης που τους καταλόγισαν οι πολίτες, αναρωτιέμαι, ειλικρινά, πως επιμένουν να κάθονται στις ίδιες καρέκλες οι μεγάλοι ηττημένοι αυτών των εκλογών που είναι, δίχως αμφιβολία, οι επικεφαλής των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνος Καμμένος και της ΔΗΜ.ΑΡ. Φώτης Κουβέλης.
Η στάση, ειδικά, που τηρεί ο κ. Κουβέλης, ένας πολιτικός που προς τα έξω, τουλάχιστον, εξέπεμπε ένα ήθος διαφορετικό από τα συνήθη των κλασσικών επαγγελματιών της πολιτικής, είναι άξια μεγάλης απορίας. Αλήθεια, τι άλλο πρέπει να συμβεί στο κόμμα του, για να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη; Πόσο κάτω από το 1,2%, που πήρε στις ευρωεκλογές, χρειάζεται να πέσει η ΔΗΜΑΡ για να αναγνωρίσει ο πρόεδρος της ότι απέτυχε η ηγεσία του;
Στην πολιτική, όπως, άλλωστε, και στην ίδια τη ζωή, έχει, βεβαίως, σημασία πως μπαίνεις και πως πορεύεσαι. Εξίσου, όμως, σημαντικό είναι και το πως φεύγεις. Υπό την έννοια που εκπέμπει η λαϊκή ρήση, σύμφωνα με την οποία «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», που παραπέμπει στην υστεροφημία, η οποία σε ακολουθεί όταν γενναία πορεύεσαι, αλλά και όταν, εξίσου γενναία, αποχωρείς. Ακόμη και όταν μια τέτοια πράξη αποδειχθεί ότι είναι προσωρινή και όχι παντοτινή.
Η τακτική που ακολουθεί ο πρόεδρος της ΔΗΜ.ΑΡ. είναι, δυστυχώς, ο κανόνας που ακολουθείται στα ελληνικά πολιτικά ήθη. Δείτε, άλλωστε, πόσοι πρώην αξιωματούχοι, που αποδοκιμάστηκαν, κάποιοι αρκετές φορές, από τον ελληνικό λαό, περιφέρουν το πολιτικό τους σαρκίο, επιμένοντας –μέχρι (φυσικού) θανάτου…- να διεκδικούν ρόλους και στόχους, στους οποίους απέτυχαν κατ΄ επανάληψη.
Γι΄ αυτό και η περίπτωση της παραίτησης του κ. Μουσουρούλη, που ήταν η αφορμή για τούτο το σημείωμα, είναι αξιομνημόνευτη. Για να μπορεί κανείς να αναφωνήσει: Επιτέλους, μια παραίτηση!

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Η αποδοκιμασία του «πάρτα όλα»



            Πριν επιχειρήσει κανείς να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα από τα εκλογικά αποτελέσματα της Κυριακής, αξίζει, νομίζω, μια μακροσκοπική, έστω, επισκόπησή τους μέσα από κάποιες αξιοπρόσεκτες επισημάνσεις που αναιρούν τις εύκολες και μονοδιάστατες ερμηνείες που επιχειρούνται.
            Οι υποψήφιοι της Νέας Δημοκρατίας στις αυτοδιοικητικές εκλογές αναδείχθηκαν νικητές σε επτά από τις δεκατρείς Περιφέρειες, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτές ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας που κατέβηκε χωρίς γαλάζιο χρίσμα από ένα ανεξήγητο πείσμα. Την ίδια ώρα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ κατατασσόταν πρώτος στις ευρωεκλογές σε οκτώ περιφέρειες.
Ακόμη και στην Ήπειρο, όπου ο γαλάζιος περιφερειάρχης εξελέγη με άνεση από τον πρώτο γύρο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδωσε το δικό του χρώμα στον εκλογικό χάρτη της περιοχής, όπως και στη Θεσσαλία, στη Δυτική Ελλάδα και στην Κρήτη, όπου οι υποψήφιοι του για τις Περιφέρειες δεν κατάφεραν καν να μπουν στον δεύτερο γύρο.
Στην μεγάλη πλειονότητα των Δήμων όλης της χώρας, από το Ηράκλειο της Κρήτης έως την Κηφισιά, όπου αναμετρήθηκαν τη δεύτερη Κυριακή εν ενεργεία δήμαρχοι, ηττήθηκαν κατά κράτος ακόμη και σε περιπτώσεις που είχαν ευδιάκριτο προβάδισμα από την πρώτη Κυριακή, καθώς, όπως φαίνεται, αντιμετώπιζαν τις ενωμένες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις που ήθελαν να τερματίσουν την θητεία τους.
Να συνεχίσω; Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες που καταβαραθρώθηκαν  στις ευρωκάλπες, κατάφεραν να εκλέξουν δήμαρχο στη Λέσβο ένα δικό τους στέλεχος, τον πρώην βουλευτή Σπύρο Γαληνό. Όπως και το κόμμα Ένωση για την Πατρίδα και το Λαό του Βύρωνα Πολύδωρα, που μόλις που πέρασε το 1% πανελλαδικά, έχει να πανηγυρίζει για την εκλογή στον Δήμο του βουλευτή Νίκου Σταυρογιάννη.
Τι να πει κανείς, εξάλλου, και πώς να σχολιάσει το γεγονός ότι την ίδια περίοδο που εκτινάσσεται σε πανελλαδική κλίμα η Χρυσή Αυγή και ένα τμήμα του ελληνικού λαού επιμένει να επιβραβεύει τον ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο του νεοναζιστικού μορφώματος, στον καλλικρατικό Δήμο της Ανδραβίδας στον οποίο ανήκει και η περιβόητη Νέα Μανωλάδα με τις «φράουλες της οργής», εκλέγεται δήμαρχος ο πρώτος μετανάστης, ο γιατρός Ναμπίλ Μοράντ που γεννήθηκε στη Συρία.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές από όλα αυτά ότι το μήνυμα από τις τρεις κάλπες δεν είναι ένα και ενιαίο. Και μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι ο απόλυτος νικητής και κυρίαρχος, όταν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών φαίνεται να έκαναν τις επιλογές τους με διαφορετικά κριτήρια, αλλού επιβραβεύοντας και αλλού αποδοκιμάζοντας πρόσωπα, αλλά και πολιτικές προτάσεις τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε ευρύτερη πανελλαδική διάσταση.
Το ηχηρότατο καμπανάκι, για παράδειγμα, που χτύπησε για τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα, τα οποία απώλεσαν σχεδόν δέκα ποσοστιαίες δυνάμεις από την εκλογική δύναμη που είχαν στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, δεν μπορεί να μην ακουστεί από τις ηγεσίες τους επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, με ό,τι συνέβη στη χώρα την τελευταία διετία στη χώρα, δεν κατάφερε να υπερβεί τον πήχη του 27% που είχε από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012.
Από την άλλη, η οριακή επικράτηση της Ρένας Δούρου στην Αττική, δεν μπορεί να κρύψει την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να επιλέξει αυτοδιοικητικά στελέχη με κύρος στις τοπικές κοινωνίες και να συσπειρώσει τις δυνάμεις εκείνες που τον έφεραν να οδηγεί την κούρσα των ευρωεκλογών και να αποσπά ένα σημαντικό προβάδισμα από τη Νέα Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, το άκρως διχαστικό μήνυμα «τρεις κάλπες, μια ψήφος» απέτυχε παταγωδώς.
Όσο για τους μεγάλους χαμένους των ευρωεκλογών, τη ΔΗΜΑΡ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που εγκαταλείφθηκαν μαζικά από τους ψηφοφόρους τους, δύσκολα μπορεί να κρύψουν οι ηγεσίες τους ότι πλήρωσαν την έλλειψη σαφήνειας στο κυρίως ζητούμενο των εκλογών που δεν είναι -και δεν μπορεί να είναι- άλλο από την διατύπωση πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Συμπερασματικά, λοιπόν, φαίνεται ότι η κατακερματισμένη και παραζαλισμένη από την πολύχρονη κρίση ελληνική κοινωνία, ακόμη και όταν στέλνει, από Κυριακή σε Κυριακή, εντελώς διαφορετικά και σε αρκετό βαθμό αντιφατικά μηνύματα επιβράβευσης και αποδοκιμασίας, δείχνει ότι αναζητεί εναγωνίως προτάσεις εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα, χωρίς να ταυτίζεται, πλειοψηφικά τουλάχιστον, με τη μια ή την άλλη παράταξη.
Υπό αυτή την έννοια, αν κάποιος ηττήθηκε περισσότερο σε αυτές τις κάλπες είναι οι, εν πολλοίς αλαζονικές, λογικές του «πάρτα όλα» που διακατείχαν τις συνολικές επιλογές τόσο της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο, βεβαίως, και του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Το τέλος των δήθεν «αντιμνημονιακών» ψευδαισθήσεων



Μέσα στα πολλαπλά και σε αρκετό βαθμό αντιφατικά μηνύματα που έστειλαν οι κάλπες στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, αν υπάρχει ένα κυρίαρχο είναι η απόρριψη από ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος των διχαστικών διλημμάτων που με μάλλον μικρομέγαλη αλαζονεία έθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ με το περιβόητο, πλέον, σύνθημα «τρεις κάλπες, μια ψήφος».
Ανεξαρτήτως τι θα γίνει την επόμενη Κυριακή και ποιες θα είναι οι επιδόσεις των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών στις ευρωεκλογές, εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο ηττήθηκε στον πρώτο αυτοδιοικητικό γύρο είναι οι τεχνητοί διαχωρισμοί που επιχειρήθηκαν να γίνουν με τις επιλογές του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη στελέχωση των ψηφοδελτίων του σε Δήμους και Περιφέρειες.
Οι αποκλεισμοί από τους συνδυασμούς ικανών ανθρώπων με κύρος και απήχηση στις τοπικές κοινωνίες, υπό το πρόσχημα ότι τάχατες διετέλεσαν «μνημονιακοί», που σε αρκετές περιπτώσεις υπέκρυπτε υστεροβουλίες μικροαξιωματούχων που λειτουργούν ως τοπικές σέχτες, έφεραν αυτό το άκρως δυσμενές αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, η διχαστική τακτική του οποίου μάλλον μετατράπηκε σε μπούμερανγκ. Και, παράλληλα, τον απομόνωσε από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που ασφυκτιούν από τη σημερινή μίζερη πολιτική πραγματικότητα, αναζητώντας, ματαίως, διεξόδους προς το αύριο χωρίς πισωγυρίσματα στο χθες.
Όσες δικαιολογίες και αν εφευρεθούν για να δικαιολογήσουν τη συντριπτική ήττα που αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στο αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών, στις οποίες το κόμμα που είχε προεξοφλήσει ότι είναι στη κυβέρνηση το περισσότερο που κατάφερε είναι να διατηρεί ορισμένες αμυδρές ελπίδες για να κερδίσει δύο από τις συνολικά δεκατρείς Περιφέρειες, δεν μπορεί να κρύψουν την παταγώδη αποτυχία της τακτικής του πολιτικά αφελούς διαχωρισμού σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς».
Αν, όντως, ίσχυε αυτός ο διαχωρισμός, πάνω στον οποίο στηρίχθηκε ο συγκυριακός, όπως αποδεικνύεται, εκλογικός καλπασμός του ΣΥΡΙΖΑ πριν από δύο χρόνια, τότε δεν μπορεί κανείς παρά να δεχθεί ότι τα αποτελέσματα από τις αυτοδιοικητικές κάλπες δικαίωσαν στους… «μνημονιακούς». Δεν είναι, όμως, έτσι, καθώς εύκολα κάποιος κάνοντας μια επισκόπηση των αποτελεσμάτων σε Δήμους και Περιφέρειες διαπιστώνει ότι δεν ήταν αυτό το κριτήριο με βάση το οποίο έκαναν τις επιλογές τους οι περισσότεροι πολίτες.
Η επιβράβευση αρκετών εν ενεργεία δημάρχων, οι οποίοι είτε εξελέγησαν από τον πρώτο γύρο, είτε πήραν σαφές προβάδισμα για την ερχόμενη Κυριακή, όπως και η εκλογική καταβαράθρωση άλλων συναδέλφων τους οι οποίοι έχασαν την εμπιστοσύνη των συμπολιτών τους, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι τα κριτήρια με βάση τα οποία ψήφισαν οι περισσότεροι πολίτες δεν ήταν εκείνα που έθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνο που φαίνεται ότι μέτρησε ήταν το έργο και η αξιοσύνη ενός εκάστου υποψηφίου και όχι οι εύκολοι και ανέξοδοι χαρακτηρισμοί που τους προσέδιδαν οι αντίπαλοί τους.      
  Γι΄ αυτό και, όπως αρκετοί αναλυτές είχαν επισημάνει εδώ και μήνες, ηττήθηκε κατά κράτος η λογική του «πάρτα όλα» που θέλησε να εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με την επιστράτευση βουλευτών του, οι οποίοι εκόντες άκοντες χρίστηκαν υποψήφιοι περιφερειάρχες και δεν κατάφεραν σε κάποιες περιπτώσεις να συγκεντρώσουν ούτε τις μισές ψήφους που είχε λάβει ο πολιτικός τους φορέας πριν από δύο χρόνια.
Η ψευδαίσθηση που καλλιεργούσε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ότι της ανήκουν οριστικά και αμετάκλητα οι δυσανάλογα πολλές ψήφοι που πήρε τον Ιούνιο του 2012 από πολίτες οι οποίοι ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για τις μεγάλες ανατροπές που έφερε στις ζωές τους η κρίση, φαίνεται από τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών ότι πλησιάζει στο τέλος της. Όπως στο τέλος της φαίνεται να πλησιάζει και η ανέξοδη αντιμνημονιακή φλυαρία που δείχνει να μη χτίζει πλέον πολιτικές καριέρες, τουλάχιστον με την ίδια ευκολία που έγινε αυτό πριν από δύο χρόνια.
Κουρασμένη από τους βερμπαλισμούς και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, η πλειονότητα των πολιτών απαιτεί λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας και επιβραβεύει εκείνους που τις δίνουν, τιμωρώντας, συνάμα, αρκετούς από εκείνους που επιμένουν να την εξαπατούν. Το έδειξε αυτή την Κυριακή, βάζοντας φρένο σε πολλούς «αντιμνημονιακούς» καριερίστες. Και πιθανότατα θα το ξαναδείξει και την επόμενη. Ενδεχομένως, δε, και σε όλες τις κάλπες…