Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Τα χαμένα ραντεβού με την ψηφιακή εποχή

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, όταν όλα στη χώρα κυλούσαν με τον… αραμπά, πολλά πράγματα τα οποία -με λίγη παραπάνω ταλαιπωρία- μπορούσαν να διεκπεραιωθούν εντός της ίδιας ημέρας, στις μέρες της ψηφιακής διακυβέρνησης που διανύουμε θέλουν αρκετές μέρες και σε κάποιες περιπτώσεις και ολόκληρες εβδομάδες για να γίνουν.

Ειδικά από την περίοδο που ξέσπασε η πανδημία και «εφευρέθηκε» ο θεσμός του προκαθορισμένου ραντεβού για την εξυπηρέτηση των πολιτών από δημόσιους οργανισμούς, όπως οι φορολογικές αρχές, οι υπηρεσίες των Δήμων ή ο ΕΦΚΑ, ο ΔΕΔΗΕ και το Κτηματολόγιο, αλλά και από ιδιωτικούς φορείς, όπως, για παράδειγμα, οι τράπεζες, οι χρόνοι ικανοποίησης για μια σειρά αιτημάτων και αναγκών που προκύπτουν για τον καθένα μας έχουν επιβραδυνθεί δραματικά.

Ας πάρουμε το απλό παράδειγμα του ανοίγματος ενός τραπεζικού λογαριασμού, τον οποίο κάποιος πολίτης δεν μπορεί ή δεν θέλει να ανοίξει διαδικτυακά, επειδή, ακόμη και αν ξέρει, θα δυσκολευτεί να στείλει «σκαναρισμένα» -πόσοι, άλλωστε, διαθέτουν σκάνερ σπίτι τους;- τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. 

Τον παλαιό καιρό θα έπαιρνε τα χαρτιά του ανά χείρας, θα στήνονταν μια, δύο, τρεις ώρες στην ουρά και, αφού ερχόταν η σειρά του, θα εξυπηρετείτο από έναν από πολλούς υπαλλήλους που είχαν οι τράπεζες στα γκισέ και εντός της ίδιας ημέρας θα είχε ανοίξει τον λογαριασμό του. 

Κάτι ανάλογο ίσχυε και με άλλες υπηρεσίες. Στηνόσουν αχάραγα στο ΙΚΑ, στην εφορία ή στην πολεοδομία και μπορεί να ανεβοκατέβαινες ορόφους, έφευγες αργά το μεσημέρι με το χαρτί που ήθελες.

Τώρα αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί, πριν περάσουν τρεις, πέντε ή και δεκαπέντε ημέρες. Για οποιαδήποτε τραπεζική συναλλαγή πλέον -από την πιο απλή έως την πιο σύνθετη- χρειάζεται να έχεις κλείσει πολλές μέρες νωρίτερα ραντεβού. 

Αν κάνεις το λάθος να πας σε οποιοδήποτε υποκατάστημα τραπέζης… «τρως πόρτα», κατά το κοινώς λεγόμενο. Δεν σου επιτρέπεται καν η είσοδος, παρόλο που, αν καταφέρεις να εισέλθεις -επειδή το «face control» γίνεται στο εσωτερικό του καταστήματος-, βλέπεις έναν άδειο χώρο στον οποίο κινούνται ελάχιστοι πελάτες και ακόμη λιγότεροι υπάλληλοι.

Στη διάρκεια του καλοκαιριού, εξαιτίας και των αδειών του προσωπικού, εκτυλίχθηκαν σε πολλά υποκαταστήματα σκηνές απείρου κάλλους κυρίως με ηλικιωμένους συμπολίτες μας, αλλά και με Έλληνες του εξωτερικού, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί δεν εξυπηρετούνταν αφού στα υποκαταστήματα δεν υπήρχαν οι γνωστές από το παρελθόν ουρές. 

Στην επισήμανση των πελατών ότι «θα περιμένουμε μέχρι να έρθει η σειρά μας», η αντίδραση των ιθυνόντων ήταν ότι «είμαστε τόσο λίγοι, που οριακά προλαβαίνουμε να εξυπηρετήσουμε όσους έρχονται με ραντεβού, οπότε κι εσείς δεν έχετε άλλη επιλογή…».

Τα πράγματα είναι τρισχειρότερα σε οργανισμούς του δημοσίου, όπως οι εφορίες (ΔΟΥ), όπου η υποτιθέμενη «εξυπηρέτηση» γίνεται μέσω διαδικτυακής αλληλογραφίας. 

Έχω σε screen shot στον υπολογιστή μου τον πίνακα με τις πέντε διαδοχικές επικοινωνίες που είχε άμοιρος φορολογούμενος από τον περασμένο Απρίλιο έως την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) επιχειρώντας να βρει άκρη με την φορολογική του δήλωση την οποία υπέβαλε έγκαιρα αλλά δεν εκκαθαρίζεται παρόλο που έχει προσκομίσει όλα όσα του ζητήθηκαν.

Η επικοινωνία του με την ΔΟΥ, η οποία είναι αρμόδια για την εκκαθάριση της δήλωσής του είναι αδύνατη, αφού τα τηλεφωνήματα που κάνει -σιγά την είδηση…- δεν απαντώνται. Στην απόπειρά του να βρει άκρη επικοινώνησε και με το τηλεφωνικό κέντρο της ΑΑΔΕ (στον αριθμό 2131621000). 

Αφού περίμενε αρκετή ώρα στη γραμμή, ήρθε αντιμέτωπος με αγενέστατη υπάλληλο που τον ρώτησε αναιδώς: «Και τι θέλετε, κύριέ μου, να σας εκκαθαρίσω εγώ τη δήλωσή σας;». Όταν εκείνος της απάντησε: «μήπως να με συνδέατε με τον διοικητή σας ή με κάποιον άλλο υπεύθυνο;», η γραμμή «έπεσε», αφήνοντάς τον σύξυλο.

Ο φορολογούμενος, ο οποίος περιμένει να πληρώσει τον πρόσθετο φόρο που του αναλογεί, αλλά και να εισπράξει χρήματα από το επίδομα τέκνου και το fuel pass, για τα οποία αποτελεί προϋπόθεση η εκκαθάριση της δήλωσής του, έχει όλα τα στοιχεία στη διάθεση του επικεφαλής της ανεξάρτητης αρχής κ. Γιώργου Πιτσιλή. 

Ενδεχομένως, όμως, όσο και αν επιμείνει, μάλλον δεν θα καταφέρει να τον… εντοπίσει. Το πιθανότερο, άλλωστε, είναι ότι η περίπτωση της αφόρητης ταλαιπωρίας του δεν είναι η μοναδική.

Το «σύστημα» της ανικανότητας που βασιλεύει στη δημόσια διοίκηση ήταν και παραμένει ανίκητο. Πόσω μάλλον τώρα που το προσωπικό -και άρα οι… φιλότιμοι υπάλληλοι- έχουν περιοριστεί. 

Γι΄ αυτό και όσες καινοτόμες πλατφόρμες και αν σχεδιάσουν το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και ο Κυριάκος Πιερρακάκης με τους συνεργάτες του, όσες αποφάσεις για την αυτοματοποιημένη διαλειτουργικότητα της αναζήτησης δικαιολογητικών και αν ληφθούν, η «κερκόπορτα» της μεσολάβησης του ελλιπούς, ανίκανου και αναξιολόγητου ανθρώπινου δυναμικού παραμένει πάντα ανοικτή.

Με αποτέλεσμα να χάνονται το ένα μετά το άλλο τα… ραντεβού της ελληνικής -δημόσιας και ιδιωτικής- διοίκησης με την πραγματική ψηφιακή εποχή.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Από την αυγουστιάτικη ραστώνη στην επερχόμενη… «διαβολοβδομάδα»

Μέσα στην… ατυχία (;) της, αφού, αν δεχθούμε την επίσημη εκδοχή, της έτυχε μια πολύ μεγάλη «στραβή στη βάρδια της», η κυβέρνηση αποδεικνύεται ότι είναι μάλλον «τυχερή», καθώς το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έχει λάβει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τη διάσταση που μπορούσε να είχε λάβει.

Όταν υπάρχει η επίσημη πρωθυπουργική παραδοχή για το «λάθος» που έγινε -προφανώς κατά την αποδιδόμενη στον Ταλλεϋράνδο ρήση, σύμφωνα με την οποία «είναι κάτι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος»- με την παγίδευση του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, η απομάκρυνση του αρχηγού της ΕΥΠ και του «προσωπάρχη» του Μαξίμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν επαρκείς κινήσεις για να εκτονώσουν τις τεράστιες πολιτικές εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν.

Ανεξάρτητα από την «εκμετάλλευση» την οποία -αυτονοήτως- επιχειρούν οι αντίπαλοι της, είναι πολλά τα ερωτήματα τα οποία ανέκυψαν από τις φειδωλές αποκαλύψεις και χρήζουν πιο ξεκάθαρων απαντήσεων από την κυβέρνηση. Υπό άλλες συνθήκες, εξάλλου, και με δεδομένους τους έως τώρα χειρισμούς, τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσχερέστερα για την ίδια.

Προσώρας, ωστόσο, οι συγκυρίες -χρονικές και πολιτικές- επιτρέπουν στην κυβερνητική ηγεσία να ελπίζει ότι αργά ή γρήγορα θα αποτελέσει παρελθόν και αυτή η σοβαρή κρίση με την οποία ήρθε αντιμέτωπη. Η θερινή ραστώνη και τα «μπάνια του λαού» που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη είναι ο υπ΄ αριθμόν ένα σύμμαχος στην προσπάθεια να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Από την άλλη, οι προσδοκίες για εσωκομματική αναταραχή στο κυβερνητικό στρατόπεδο που καλλιεργούν εδώ και μέρες φίλιες προς την αντιπολίτευση ενημερωτικές δυνάμεις δεν φαίνεται να ευοδώνονται. Τα πρόσωπα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς που ανέλαβαν το έργο της εκ των ένδον φθοράς της κυβέρνησης, δεν διαθέτουν -για να το πούμε όσο πιο ήπια γίνεται…- το εκτόπισμα για να φέρουν εις πέρας ένα τόσο βαρύ φορτίο.

Όμως, στην πολιτική, όπως και στη ζωή, τίποτε -εκτός από τον θάνατο- δεν είναι αμετάκλητο.

Υπάρχει πάντα ένα σημείο καμπής -ένα «turning point», κατά πως λένε οι Αγγλοσάξωνες- που η φορά των πραγμάτων αλλάζει και η καινούργια κατεύθυνση που αυτά παίρνουν γίνεται ανεπίστρεπτη. 

Το έχουμε δει τόσες μα τόσες φορές να συμβαίνει και σε τόσο πολλούς τομείς που μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι η κατάσταση θα παραμείνει εσαεί αμετάβλητη ή ότι οι εξελίξεις θα είναι συνεχώς ευθύγραμμες.

Από την ερχόμενη εβδομάδα, για παράδειγμα, το καλοκαίρι των διακοπών βαίνει προς το τέλος του και το σκάνδαλο των υποκλοπών -που αρκετοί «δεν το πήραν είδηση»- θα είναι μοιραία εκείνο που θα κυριαρχήσει στην πολιτική ατζέντα των επόμενων εβδομάδων. Όσες περισσότερες προσπάθειες γίνουν για «να πάει παρακάτω το τενεκεδάκι» της διερεύνησης, τόσο θα παρατείνεται η πολιτική ένταση και θα πληθαίνουν εκείνοι που θα υποψιάζονται συγκάλυψη και θα απαιτούν πειστικές απαντήσεις από υπεύθυνα χείλη.

Οι ισχυρισμοί που διακινούνται ότι «οι πολίτες ψηφίζουν με κυρίαρχο κριτήριο την τσέπη τους» μπορεί να έχουν βασιμότητα, πλην, όμως, πάσχουν διότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός πως, ακόμη και έτσι αν είναι σε γενικές γραμμές τα πράγματα, υπάρχει μια κρίσιμη μάζα σκεπτόμενων ανθρώπων που καθορίζει την εκλογική της συμπεριφορά με κριτήρια τα οποία δεν είναι ακραιφνώς «οικονομίστικα».

Οι κεντρώοι ψηφοφόροι, για παράδειγμα, που είναι εκείνοι οι οποίοι έφεραν αυτοδύναμη στην εξουσία την σημερινή κυβέρνηση, έχουν υψηλή ευαισθησία στα θέματα διαφάνειας του δημόσιου βίου και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον στην προσήλωση που επιδεικνύουν οι εκάστοτε κυβερνώντες στη λειτουργία των θεσμών, όπως και στον σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Όποιος αμφιβάλει, δεν έχει παρά να εξετάσει ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ την πλειοψηφία ήδη από το 2016 και έκτοτε δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει δημοσκοπικά μέχρι και πρότινος.

Οι μετρήσεις του περασμένου Ιουλίου έδειχναν ότι το προβάδισμα της κυβερνητικής παράταξης παρέμενε ισχυρό παρά την παρέλευση έξι ολόκληρων ετών αφότου το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, εκλέγοντας στην ηγεσία του τον Κυριάκο Μητσοτάκη, άρχισε να προπορεύεται ακόμη και στις υποτιθέμενες έρευνες που έβλεπαν το φως σε φίλια προς την προηγούμενη κυβέρνηση μέσα.

Στις δύο εβδομάδες που κύλησαν από την 5η Αυγούστου, όταν ομολογήθηκε δημοσίως ότι οι μυστικές υπηρεσίες του ελληνικού Κράτους παρακολουθούσαν Έλληνα πολιτικό, ο οποίος διεκδικούσε με αξιώσεις την ηγεσία του τρίτου κόμματος της χώρας, η κυβέρνηση κατάφερε να αποφύγει τις βαριές συνέπειες, που συνεπάγεται μια τέτοια παρεκτροπή. Τις απέφυγε υποσχόμενη διαλεύκανση των απαράδεκτων συνθηκών υπό τις οποίες επετράπη αυτή η -επιεικώς- αδικαιολόγητη… «επισύνδεση» (τι όρος κι αυτός!).

Από την επόμενη εβδομάδα, όμως, που υποχωρεί η ραστώνη των θερινών διακοπών και επαναρχίζει η λειτουργία της πολιτικής ζωής, η κυβέρνηση καλείται να τοποθετηθεί σοβαρά και υπεύθυνα. 

Αν θέλει να «ξορκίσει» τις μομφές που -δικαιολογημένα- δέχεται για υπεροψία και υποτίμηση των αντιπάλων της είναι υποχρεωμένη να δώσει πειστικές απαντήσεις τόσο για τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφασίστηκε η παγίδευση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη όσο και για το αν το ίδιο «λάθος» (;) έγινε και με άλλους πολιτικούς ή δημοσιογράφους, όπως επιμένει η περιρρέρουσα φημολογία. Φημολογία, η οποία -μέχρι τώρα τουλάχιστον- αποδείχθηκε ότι είχε βάση.

Καθώς, λοιπόν, το δεκαπενθήμερο της αυγουστιάτικης ραστώνης θα δώσει από τη Δευτέρα τη σκυτάλη στη… «διαβολοβδομάδα», στη διάρκεια της οποίας η Βουλή θα εμπλακεί στην υπόθεση του σκανδάλου με τη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, την έγκριση από την Επιτροπή Θεσμών του νέου διοικητή της ΕΥΠ και τη λήψη απόφασης για τη συγκρότηση Εξεταστικής των Πραγμάτων Επιτροπής, η κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει τις πιο κρίσιμες εξετάσεις από τον Ιούλιο του 2019 που τα στελέχη της κατέχουν τους υπουργικούς θώκους.

Αν σε αυτή τη σοβαρή δοκιμασία που την περιμένει, η απάντηση είναι όμοια με τις υπεκφυγές των προηγούμενων εβδομάδων, δεν χρειάζεται να είναι μάγος κανείς για να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Οι (έγκυρες) δημοσκοπήσεις που θα ξεκινήσουν να διενεργούνται από την μεθεπόμενη εβδομάδα, απλώς θα το επιβεβαιώσουν. 

Το καλοκαίρι, άλλωστε, δεν είναι παντοτινό!

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Tο Μάτι και ο… εμπρησμός της λογικής

Από επαγγελματική υποχρέωση -που ώρες ώρες ενδεχομένως να μετατρέπεται και σε… διαστροφή- παρακολούθησα τις προηγούμενες ημέρες τις «στρατιές» των τρολ, τα οποία είναι μονίμως ακροβολισμένα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να αντιμάχονται ανταλλάσσοντας ύβρεις για την εξέλιξη που είχαν οι πυρκαγιές οι οποίες ξέσπασαν στην Πεντέλη.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που δυσκολευόμουν -και πιστεύω δεν ήμουν ο μόνος- να αποφασίσω αν έπρεπε να εκνευριστώ ή απλώς να καγχάσω με το χαμηλό επίπεδο της επιχειρηματολογίας που ένθεν κακείθεν επιστρατευόταν από τα «στρατεύματα» της μιας και της άλλης πλευράς.

Το βασικό «επίδικο» της σκληρής αντιπαράθεσης, η οποία βρήκε έδαφος και στα τηλεπαράθυρα, ήταν κατά πόσο τα όσα δραματικά συνέβησαν στο Ντράφι, στην Ανθούσα, στην Παλλήνη και στις άλλες περιοχές οι οποίες επλήγησαν από την πύρινη λαίλαπα που σάρωσε την Πεντέλη μπορούν να συγκριθούν με την ανείπωτη τραγωδία που βίωσαν πριν από τέσσερα χρόνια κάτοικοι και παραθεριστές στη Ραφήνα και στο Μάτι.

«Που είναι ο Συνολάκης που μας έλεγε ότι θα εκκένωνε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή σε λίγα μόνον λεπτά και τι κάνει ο Πατούλης που καταλόγιζε ευθύνες στη Δούρου για την έλλειψη συντονισμού στο Μάτι;», κραύγαζε το ένα διαδικτυακό «στρατόπεδο» που είναι προσκείμενο στην αξιωματική αντιπολίτευση και εγκαλούσε το άλλο που απαρτίζεται από φίλιες προς την κυβερνητική παράταξη διαδικτυακές δυνάμεις. 

Διάβαζες το μένος με το οποίο εκφράζονταν και έμενες με την εντύπωση πως εύχονταν να είναι βαρύτερες οι επιπτώσεις της καταστροφής και επιθυμούσαν να μην ελεγχθεί η κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ενοχλούνταν και ασκούσαν οξεία κριτική επειδή οι αρχές έδιναν -και σωστά- προτεραιότητα στον απεγκλωβισμό των κατοίκων από τις απειλούμενες περιοχές.

«Μη μιλάτε εσείς που βαρύνεστε με τους 102 νεκρούς της τραγωδίας του 2018», αντέτεινε το αντίπαλο «στράτευμα» των φιλοκυβερνητικών τρολ χωρίς να έχει την υπομονή να περιμένει την εξέλιξη των πραγμάτων που θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερη αν δεν έπεφτε η ένταση των ανέμων που έδωσαν την ευκαιρία στις πυροσβεστικές δυνάμεις να τιθασεύσουν τα διάσπαρτα πύρινα μέτωπα. Κακά τα ψέματα, αν ο… ασκός του Αιόλου παρέμενε μερικές ακόμη ώρες ανοικτός, η εικόνα στα καμένα θα ήταν πολύ χειρότερη, όπως λένε οι ειδικοί επιστήμονες και αντιλαμβάνεται ο κάθε λογικός άνθρωπος που δεν τυφλώνεται από τα πάθη του.

Χωρίς αμφιβολία, προβλήματα με πυρκαγιές αντιμετωπίζουν πολλές χώρες σε ολόκληρο τον πλανήτη και κυρίως όσες έχουν κλιματικές συνθήκες παρόμοιες με τις δικές μας. Από την Πορτογαλία έως την Καλιφόρνια των ΗΠΑ και από την Αυστραλία έως τη Βραζιλία, εκατομμύρια στρέμματα δασών γίνονται κάθε χρόνο παρανάλωμα του πυρός. 

Σε κάποιες μάλιστα εξ αυτών οι φωτιές μαίνονται επί πολλές ημέρες, φαινόμενο το οποίο είδαμε πρόσφατα στη Γαλλία και στην Ισπανία και από αρκετούς επιστήμονες αποδίδεται στις βίαιες αλλαγές που έχει επιφέρει η κλιματική κρίση την οποία βιώνει όλη η υφήλιος και εκδηλώνεται με ασύμμετρες φυσικές καταστροφές.

Από όσο είμαι σε θέση να ξέρω -και ας με διαψεύσει όποιος έχει στοιχεία περί του αντιθέτου-, πουθενά αλλού στον κόσμο, οι συνέπειες των φυσικών καταστροφών δεν γίνονται αντικείμενο τόσο έντονων κομματικών αντιπαραθέσεων όσο στη δική μας χώρα. 

Η αλήθεια είναι ότι στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα είναι πολύ σύνηθες να… κομματικοποιούνται στο έπακρο καταστάσεις και γεγονότα που μικρή σχέση έχουν με την κυβερνητική διαχείριση. 

Θυμίζω ότι στο Κοινοβούλιο πριν μερικά χρόνια είχε υποβληθεί αίτημα για Εξεταστική Επιτροπή έπειτα από ένα πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη. 

Συμβαίνει, μάλιστα, πολύ συχνά το εξής εντελώς αντιφατικό: στηλιτεύεται η διάλυση του κρατικού μηχανισμού την ίδια ώρα που επαινείται ο ηρωισμός των δυνάμεων που τον απαρτίζουν, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση -δικαιολογημένα, κατά τα λοιπά- οι πυροσβέστες.

Όπως και να έχει, αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι η προ τετραετίας τραγωδία στο Μάτι είναι ακόμη νωπή και ρίχνει βαριά τη σκιά της στον τρόπο με τον τρόπο έδρασε η τότε πολιτική εξουσία.

Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι ότι οι πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου δεν έβγαλαν ποτέ τα σωστά συμπεράσματα για τα όσα συνέβησαν εκείνη την αποφράδα 23η Ιουλίου. 

Οι ίδιοι και οι οπαδοί τους πιστεύουν ακόμη και σήμερα -το έβλεπε κανείς να διαπνέει αυτές τις μέρες την επιχειρηματολογία που εκφραζόταν από τα επίσημα και ανεπίσημα κομματικά τρολ- ότι πλήρωσαν βαρύ πολιτικό τίμημα επειδή τα (εκ των υστέρων… «πετσωμένα») ΜΜΕ συνωμότησαν για να εκμεταλλευθούν μια «στραβή που έτυχε στη βάρδια τους».

Για όποιον, όμως, δεν εθελοτυφλεί η πραγματικότητα ήταν άλλη. Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είδε πράγματι τη συσσωρευμένη λαϊκή οργή να εκτοξεύεται στα ύψη την περίοδο που εκτυλίχθηκε η τραγωδία στο Μάτι. Αυτό, όμως, δεν συνέβη επειδή κάποιοι συνωμότησαν εις βάρος τους. Συνέβη επειδή είχαν χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία και με τους χειρισμούς τους επιβεβαίωσαν όσους πίστευαν ότι σε όλα τα ζητήματα κινούνταν με επικοινωνιακή υστεροβουλία.

Η άθλια σκηνοθεσία που οργάνωσαν το βράδυ της τραγωδίας με την προσπάθεια απόκρυψης των βεβαιωμένων νεκρών που υπήρχαν ήδη όταν γινόταν η περιβόητη σύσκεψη στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής για να ρωτάει ο πρωθυπουργός «τι ώρα πετάνε τα αεροπλάνα» και οι υπουργοί του να παίζουν με τα τηλέφωνα στα χέρια, τα λάθη τα οποία δεν μπορούσαν να βρουν τις επόμενες ημέρες και κυρίως το σόου το οποίο έστησαν δείχνοντας στο… πόπολο δήθεν δορυφόρους που έψαχναν από το διάστημα υποτιθέμενους εμπρηστές, ήταν εκείνα τα οποία, περισσότερο από την προφανή έλλειψη συντονισμού, καταμαρτυρήθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης και τους πολίτες σε εκείνη την αλαζονική εξουσία.

Ο συνειδητός και κακόβουλος… εμπρησμός της λογικής μας ήταν το βασικό πρόβλημα που αναδείχθηκε στο Μάτι. Μετά και το πάθημα του περασμένου καλοκαιριού, με τις φωτιές που έκαιγαν επί μέρες στην Αττική και στη Εύβοια, η τωρινή κυβέρνηση και η -υπό τον Χρήστο Στυλιανίδη- ηγεσία του νεοσύστατου υπουργείου Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Κρίσης δείχνουν να το έχουν κατανοήσει. 

Αν συνεχίσουν έτσι, χωρίς φανφάρες και πανηγυρισμούς, με πολλή δουλειά και λίγη… τύχη, τα πράγματα θα είναι καλύτερα για τους ίδιους.

Αλλά κυρίως και πάνω από όλα για όλους εμάς τους πολίτες που έχουμε τον κοινό νου να καταλαβαίνουμε ότι οι φωτιές δεν πρόκειται να πάψουν να εκδηλώνονται, όμως, δεν θέλουμε και δεν πρέπει να ζήσουμε άλλο… Μάτι!

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Πόσες κυβερνήσεις θα καταπιεί η κρίση;

Η προηγούμενη φορά που ο πλανήτης συγκλονίστηκε από ενεργειακές κρίσεις ήταν την δεκαετία του 1970 –«πετρελαϊκές» τις έλεγαν τότε τις κρίσεις γιατί το πετρέλαιο ήταν η βασική πηγή παραγωγής ενέργειας.

Ξέσπασαν το 1973 και το 1979 με αφορμή γεωπολιτικές αναταράξεις και πολεμικές συρράξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή που, συγκριτικά με τα τωρινά γεγονότα στην Ουκρανία, ήταν μάλλον ήσσονος σημασίας.

Παρά ταύτα, οι κρίσεις εκείνες υπήρξαν «μαμές» που γέννησαν σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν σχεδόν από άκρη σε άκρη της υφηλίου χωρίς να έχουν ενιαία κατεύθυνση. 

Σε πείσμα της σταθερότητας, την οποία εγγυόνταν και επέβαλαν οι δύο υπερδυνάμεις της εποχής, οι ανατροπές που σημειώθηκαν μετά την κρίση του ΄73 ήταν μεγάλες. Και σε αυτές ας μην παραλείψουμε να συμπεριλάβουμε και την πτώση της ελληνικής Χούντας, που είχε αρχίσει να φθείρεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής επιβράδυνσης και της εμφάνισης έντονων πληθωριστικών φαινομένων.

Στη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του ΄79, οι αλλαγές ήταν επίσης καταιγιστικές και ταυτόχρονα αντιφατικές. Από τη μια είχαμε την ανάρρηση στη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία πήρε τη σκυτάλη από τους Εργατικούς. Από την άλλη στον ευρωπαϊκό Νότο, όπου έως τότε την εξουσία διαχειρίζονταν συντηρητικές κυβερνήσεις, η σκυτάλη πέρασε στους Σοσιαλιστές. Τον χορό άνοιξε ο Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία και ακολούθησαν ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ελλάδα και ο Φελίπε Γκονζάλες στην Ισπανία.

Επιστρέφοντας στο σήμερα, που είναι εκείνο που μας αφορά περισσότερο, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε εξ υπαρχής ότι η ενεργειακή κρίση την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο είναι πολύ πιο οξεία από τις δύο προηγούμενες που έγιναν, άλλωστε, πριν από σχεδόν μισό αιώνα, εποχή κατά την οποία ο ρόλος της ενέργειας στην οικονομική δραστηριότητα αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων δεν ήταν τόσο σημαντικός όσο είναι στις μέρες μας. 

Η εκτίναξη των τιμών και τα τεράστια ζητήματα ενεργειακής επάρκειας, που έχουν ανακύψει μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που υποχρεώθηκε να βάλει η Δύση, δεν μπορεί να συγκριθούν με τα ανάλογα φαινόμενα του ’70.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να αποτελούν έκπληξη οι πυκνές πολιτικές ανακατατάξεις που βλέπουμε να σημειώνονται γύρω μας. Μπορεί η κρίση να διατρέχει οριζοντίως και καθέτως ολόκληρο τον πλανήτη, πλην, όμως, σε κάθε χώρα οι πολίτες που βλέπουν τις ζωές τους να υφίστανται βίαιες και ασύμμετρες αλλαγές, τον πρώτο που «ενοχοποιούν» είναι εκείνον που ασκεί την εξουσία στον δικό τους τόπο. 

Το είδαμε με το «στραπάτσο» που αντιμετώπισε ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου μήνα. Οι Γάλλοι ψηφοφόροι δεν πείστηκαν να πάνε να ψηφίσουν το κόμμα και τώρα το Παρίσι είναι χωρίς ισχυρή κυβέρνηση, άγνωστο για πόσο.

Τα πράγματα απεδείχθησαν ακόμη χειρότερα για τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος έχασε μεν την καρέκλα του εξαιτίας κάποιων σκανδαλωδών επιλογών, είναι βέβαιο όμως, ότι αν τα πράγματα πήγαιναν καλά για την γηραιά Αλβιώνα, ελάχιστοι θα ασχολούνταν με τα κορωνοπάρτι του «άτακτου» Μπόρις ή με τον διορισμό ενός… σεξουαλικά ασυγκράτητου υφυπουργού του. Οι Βρετανοί έχουν συγχωρήσει πολύ περισσότερα ανομήματα του πρωθυπουργού τους, ο οποίος εδώ και καιρό ήταν δημοσκοπικά πίσω από τους Εργατικούς.

Μεγάλες δυσκολίες αντιμετωπίζουν την ίδια ώρα και οι ηγέτες άλλων μεγάλων και σημαντικών χωρών. Στις ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν δείχνει να… τρεκλίζει πολιτικά και θα αποτελέσει θαύμα αν καταφέρει να διατηρήσει την πλειοψηφία που έχει τώρα στο Κογκρέσο τον προσεχή Νοέμβριο που θα λάβουν χώρα οι κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές. Τα προγνωστικά είναι εις βάρος του και ο λόγος δεν είναι άλλος από την ενεργειακή ακρίβεια και τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που δέχεται η αμερικανική οικονομία, παρά την ισχυροποίηση του δολαρίου εις βάρος του ευρώ.

Ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι βρίσκεται με το ένα πόδι εκτός εξουσίας, καθώς η υποστήριξη που απολαμβάνει από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας του βαίνουν μειούμενες. Τα κόμματα που τον στήριξαν όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία εξέφραζαν τα τρία τέταρτα του εκλογικού σώματος, ενώ πλέον, με βάση τις δημοσκοπήσεις είναι κάτω από το 50%, καθώς πρώτο έρχεται το ακροδεξιό σχήμα «Αδέλφια της Ιταλίας» με ποσοστό 23,5% από μόλις 4,4% που είχε συγκεντρώσει στις τελευταίες εκλογές.

Αντίστοιχες δημοσκοπικές εικόνες, που στέλνουν τις κυβερνήσεις στο καναβάτσο παρατηρούνται σχεδόν παντού. Στη Γερμανία οι αντιπολιτευόμενοι χριστιανοδημοκράτες έχουν προσπεράσει τους σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Στην γειτονική Αυστρία οι όροι αντιστρέφονται καθώς οι κυβερνώντες κεντροδεξιοί καταβαραθρώνονται και προπορεύονται με άνετο προβάδισμα οι σοσιαλδημοκράτες. Την ίδια ώρα, στην Ισπανία ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσες βλέπει την πλάτη της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης.

Μέσα σε όλα αυτά, η μόνη κυβέρνηση στην Ευρώπη που διατηρεί σχεδόν αλώβητο το προβάδισμα που την χωρίζει από την αξιωματική αντιπολίτευση είναι η ελληνική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι προσώρας ένας από τους ελάχιστους πρωθυπουργούς που, με βάση τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, δεν αντιμετωπίζει το φάσμα της ήττας. 

Οι εξηγήσεις γι΄ αυτό -το μάλλον παράδοξο- είναι πολλές και ποικίλες. Ενδεχομένως, δε, δεν έχουν να κάνουν τόσο με αυτή καθεαυτή την ικανότητα της κυβέρνησης, όσο με την ανικανότητα των αντιπάλων της.

Τα όσα ακούσαμε αυτές τις μέρες για τις δήθεν «πειραγμένες δημοσκοπήσεις» και τους παραλληλισμούς της υπουργού Παιδείας με την… «Πισπιρίγκου» είναι μάλλον ενδεικτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να εξηγήσουν την πολιτική ανθεκτικότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 

Κακά τα ψέματα, ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει απέναντι του την αντιπολίτευση που όλοι οι ηγέτες του πλανήτη θα… εύχονταν να είχαν. 

Και αυτό μάλλον αποτελεί το μεγαλύτερο «ατού» το οποίο μπορεί να τον διασώσει όταν πολλές άλλες κυβερνήσεις θα τις έχουν καταπιεί η ακρίβεια και ο πληθωρισμός που κανείς ακόμη δεν ξέρει που μπορεί να φθάσουν.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Ας γίνουμε επιτέλους «θεσμικοί»

Από τη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκλεισε -μάλλον ερμητικά- το παράθυρο της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες ξεκίνησε ένα καινούργιο γαϊτανάκι από ερωτήματα, εικασίες και υποθέσεις για τους λόγους για τους οποίους ο πρωθυπουργός οδηγήθηκε σε μια τέτοια απόφαση.

«Μπλόφα είναι που την έκανε για να αιφνιδιάσει την αντιπολίτευση και να τη βρει ανέτοιμη η προκήρυξη εκλογών», έσπευσαν να… προβλέψουν κάποιοι μετά τη συζήτηση της Τετάρτης στη Βουλή. Διυλίζοντας τον κώνωπα, επειδή δεν το είπε στην αρχική ομιλία του, κατάπιαν την κάμηλο που ήταν ότι στη δευτερολογία και στην τριτολογία μίλησε με σαφήνεια για την εξάντληση της τετραετίας. Παρέβλεψαν, επίσης, ότι υποβάθμισε την επιχειρηματολογία για την «τοξική ατμόσφαιρα» που θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για να αναιρέσει τη δέσμευση που επανειλημμένα είχε αναλάβει.

Όταν την επόμενη μέρα τα πράγματα ξεκαθαρίστηκαν έτι περαιτέρω χάρις και στη βάσανο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων που δέχθηκε στη ραδιοφωνική συνέντευξη που παραχώρησε στον Σκάι, το τροπάρι άλλαξε. «Δεν τον βολεύουν οι δημοσκοπήσεις και έκανε πίσω», έσπευσαν να υποθέσουν ακόμη κι εκείνοι που μια δυο μέρες πριν έδιναν συγκεκριμένες Κυριακές του Σεπτεμβρίου που θα στήνονταν οι κάλπες. Δεν έλειψαν βεβαίως και οι κλασσικοί συνωμοσιολόγοι που με περισσή αυταρέσκεια κόμπαζαν: «εμείς τα λέγαμε, σιγά που θα τον άφηναν οι ξένοι να κάνει εκλογές, όποτε θέλει…». 

Για να είμαστε ειλικρινείς, πάντως, η καχυποψία που αναδύεται μέσα από αυτές τις απόψεις δεν είναι αδικαιολόγητη αν λάβει κανείς υπόψιν του τη μακρά παράδοση που χαρακτηρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Καλώς ή κακώς, εδώ και πολλές δεκαετίες, η προκήρυξη πρόωρων εκλογών αποτελεί τον κανόνα τον οποίο ακολουθούν οι περισσότερες κυβερνήσεις σχεδόν με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση του κομματικού τους συμφέροντος. Αντιθέτως η εξάντληση της τετραετίας είναι η εξαίρεση που τη συναντάμε κυρίως όταν οι κυβερνώντες δεν έχουν βρει τον κατάλληλο χρόνο για να πάνε σε κάλπες που θα μπορούσαν να τις κερδίσουν.

Το Σύνταγμα θέτει περιορισμούς στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών, ορίζοντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει «προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» (στο άρθρο 41). Στην πράξη, ωστόσο, η διάταξη αυτή έχει καταστρατηγηθεί επανειλημμένα από πολλές κυβερνήσεις που επικαλέστηκαν προσχηματικά την αντιμετώπιση εθνικού θέματος για να κάνουν εκλογές σε βολικό χρόνο. 

Γι΄ αυτό και σε προηγούμενες συνταγματικές αναθεωρήσεις είχε πέσει από πολλές πλευρές η ιδέα να αλλάξει ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας σε τρόπον ώστε να… απαγορεύονται οι πρόωρες κάλπες και να επιβάλλεται η ολοκλήρωση της τετραετούς κοινοβουλευτικής θητείας.

Από τη συζήτηση που άνοιξε προέκυψε ότι κάτι τέτοιο συνιστούσε έναν ανέφικτο και μάλλον ψυχαναγκαστικού τύπου περιορισμό που στην εφαρμογή του θα μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από εκείνα που ενδεχομένως θα μπορούσε να λύσει. Και τούτο διότι υπάρχουν περιπτώσεις που η κοινοβουλευτική σύνθεση μπορεί να έχει πραγματική αδυναμία να δώσει βιώσιμη κυβερνητική λύση, οπότε η ανάγκη για ανανέωση της λαϊκής βούλησης να είναι αναπόδραστος μονόδρομος.

Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και όσοι δικαιολογημένα μπορεί να ισχυριστούν ότι κακώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε να φουντώσει η εκλογολογία, την οποία πυροδοτούσαν μέχρι πρότινος ακόμη και στενοί του συνεργάτες, δύσκολα θα διαφωνήσουν με το σκεπτικό με το οποίο απέρριψε, εν τέλει, τις εισηγήσεις που είναι γνωστό ότι δεχόταν για να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία και το σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα που διαθέτει.

Πέραν λοιπόν από «δίκες προθέσεων», η πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, υπό την αίρεση ότι θα τηρηθεί μέχρι τέλους, είναι μια πρωτοβουλία που δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί από όσους πιστεύουν ότι το μεγαλύτερο από τα προβλήματα της χώρας είναι η έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς και η εργαλειοποίησή τους ανάλογα με τη συγκυρία και τα συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών.

Μπορεί, από πρώτη άποψη, η πρωθυπουργική διακήρυξη σύμφωνα με την οποία «οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας για λόγους θεσμικής τάξης και σταθερότητας σε μια κρίσιμη συγκυρία, όπως αυτή που διανύουμε» να μην λέει πολλά στους πολίτες που χειμάζονται από την ενεργειακή κρίση και τις πρωτόγνωρες για τις νεότερες γενιές πληθωριστικές πιέσεις. Από την άλλη, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι πρόκειται για μια πρωτοβουλία που δεν αποκλείεται να ανοίξει καινούργιους δρόμους στον τρόπο διεξαγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η απρόσκοπτη, άλλωστε, λειτουργία των θεσμών, εφόσον γενικευθεί και περιλάβει κρίσιμες υπηρεσίες του Κράτους προς τους πολίτες, όπως είναι πρωτίστως η απονομή της Δικαιοσύνης ή η ασφάλεια των συνθηκών της καθημερινότητάς μας, αποτελεί το σημαντικότερο εχέγγυο για την κοινωνική πρόοδο και εξέλιξη. 

Με άλλα λόγια, ας γίνουμε επιτέλους θεσμικοί. Μόνον κέρδος θα έχει η ελληνική κοινωνία και ο κάθε πολίτης χωριστά.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

«Απρόβλεπτος νταλαβεριτζής» ή «προβλέψιμος πολικάντης»;

Στην Ελλάδα, ενδεχομένως κι αλλού, αλλά δεν μπορώ να το πω με την ίδια βεβαιότητα, έχουμε μια τάση να μεγαλοποιούμε κάθε τι που «ακουμπά» εκείνο που εμείς έχουμε ορίσει ως εθνικό συμφέρον. Η τάση αυτή μας οδηγεί στην απώλεια της μεγάλης εικόνας και μας κάνει να βλέπουμε συχνά τα μεγάλα ως μικρά και τα μικρά ως μεγάλα.

Δεκαετίες ολόκληρες, ακόμη και προ της εμφάνισης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της γειτονικής μας Τουρκίας, διαβάζουμε και ακούμε στον εγχώριο δημόσιο διάλογο για την υποτιθέμενη σταθερή εξωτερική πολιτική που ασκείται από την Άγκυρα.

Παλιότερα εκφραζόταν θαυμασμός για το «βαθύ κράτος» των στρατιωτικών που επέβαλε τη βούλησή του στους πολιτικούς, τους οποίους ανέτρεπε που και που όταν δεν ήταν πολύ «υπάκουοι» στα κελεύσματά του.

Πιο πρόσφατα -και ειδικά αυτές τις μέρες που έγινε η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, από όπου γράφω τούτες τις γραμμές- είναι σύνηθες να εκθειάζεται ο Ερντογάν ο οποίος υποτίθεται ότι ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική επειδή συχνά δεν ακολουθεί τις νόρμες της Δύσης. 

Θεωρείται «αξιέπαινος» επειδή κάνει διάφορα παιχνίδια με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Όπως η προμήθεια ρωσικών οπλικών συστημάτων, η άρνηση της χώρας του να εφαρμόσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας που αποφασίστηκαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία και πιο πρόσφατα η απειλή για χρήση βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.

Η αλήθεια είναι ότι θα αποτελούσε έκπληξη οποιαδήποτε άλλη στάση από τον αρχηγό ενός κράτους που τα τελευταία χρόνια στέλνει στρατεύματα σε μια πλειάδα -γειτονικών και μη- χωρών. Ο αυταρχικός ηγέτης μιας χώρας που, μόλις βρίσκει πρόσχημα, παραβιάζει τα σύνορα των γειτόνων του, δεν θα μπορούσε παρά να νοιώθει και να είναι αλληλέγγυος με έναν όμοιο του που με θρασύτητα εφαρμόζει τον αναθεωρητισμό από τον οποίο διακατέχονται και οι δύο.

Τα ερωτήματα βεβαίως που τίθενται κάθε φορά που ανοίγει μια τέτοια συζήτηση είναι κατά βάση δύο: Πρώτον, αν και κατά πόσο όλη αυτή η στρατηγική που έχει χαράξει ο Τούρκος Πρόεδρος, είναι επωφελής για τη χώρα του. Και, δεύτερον, αν η Ελλάδα μπορεί να βαδίσει στον ίδιο δρόμο και, αγνοώντας τις συμμαχίες που έχει, να παριστάνει τον απρόβλεπτο ταραξία που αναζητά κάθε φορά αλά καρτ εταίρους.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι νομίζω ευκολότερη διότι όλοι θυμούμαστε ότι στα χρόνια του Μνημονίου κάθε φορά που επιδιώξαμε να βρούμε ανταπόκριση και αλληλεγγύη μακριά από το κοινό σπίτι που έχουμε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και είναι οι θεσμοί της ΕΕ, το αποτέλεσμα ήταν μια ψυχρολουσία.

Οι ελπίδες, για παράδειγμα, ότι ο κοντινός στον Πούτιν ολιγάρχης Αλεξέι Μίλερ, που έχει υπό τον έλεγχο του την Gazprom, θα μας δάνειζε ή θα μας έδινε δωρεάν φυσικό αέριο, απεδείχθησαν φρούδες. Ενώ ο ίδιος ο Ρώσος Πρόεδρος που από την αρχή μας είχε προτρέψει να πάμε στο ΔΝΤ, κατόπιν όχι μόνον δεν δέχτηκε να (μας) τυπώσει δραχμές, αλλά έσπευσε να καρφώσει στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τού υπέβαλαν σχετικό αίτημα. 

Η συνέχεια είναι γνωστή: μετά το οπερετικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, αναζητήσαμε εκεί που ο δανεισμός μας ήταν εξασφαλισμένος, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δηλαδή.

Επιστρέφοντας τώρα στο θέμα μας που είναι ο Ερντογάν και στο πρώτο ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω και είναι αν η στάση του «απρόβλεπτου παίκτη», την οποία έχει υιοθετήσει, εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα, η απάντηση είναι μάλλον περίπλοκη. 

Πριν προμηθευτεί τους ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400, η Άγκυρα είχε συμφωνήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχει στο πρόγραμμα κατασκευής των αεροσκαφών F-35, να αγοράσει επίσης F-16 και να αναβαθμίσει τα αεροσκάφη αυτής της κατηγορίας που διαθέτει ήδη. Ήταν άλλωστε τότε η εποχή Τραμπ και ανοικτοί οι δίαυλοι που είχε η οικογένεια Ερντογάν με τους τότε ενοίκους του Λευκού Οίκου.

Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά μετά τα «νταλαβέρια» που είχε με τον Πούτιν και, κάπως έτσι, ο «πολλά βαρύς» Τούρκος Πρόεδρος έφθασε να εκλιπαρεί δυο και πλέον χρόνια τώρα για μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο και να εκδηλώνει -μερικές φορές και δημοσίως- τον εκνευρισμό του επειδή βρέθηκε εκεί ο Έλληνας πρωθυπουργός. 

Και ενώ τη μια στιγμή ψέγει τους Αμερικανούς, που ενισχύουν τις βάσεις τους στην Ελλάδα, αφού νωρίτερα ο ίδιος απειλούσε να κλείσει όσες ήταν στο έδαφός του (Ιντσιρλίκ), την επομένη παρακαλάει για να αναβαθμίσει την αεροπορική του δύναμη που είναι υποδεέστερη από εκείνη που διαθέτει η –«χρεωκοπημένη», κατ΄ αυτόν- Ελλάδα.

Παρακολουθώντας δημοσιογραφικά την παρουσία του Ερντογάν στην ισπανική πρωτεύουσα δεν μπορώ να πω ότι η στάση και οι κινήσεις του έδιναν την εντύπωση του «κραταιού ηγέτη που όλα τα μάτια ήταν πάνω του». Τουναντίον. Δεν εξέπεμπε κανένα δέος. Και ο λόγος μάλλον ήταν διότι όλοι προεξοφλούσαν εξ αρχής ότι έφθασε στη Μαδρίτη για να κλείσει το «νταλαβέρι» που είχε ξεκινήσει με το υποτιθέμενο βέτο στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ επειδή δήθεν οι Φινλανδοί και οι Σουηδοί υποθάλπουν Κούρδους τρομοκράτες και είχαν εμπάργκο όπλων προς την Άγκυρα.

Ο ίδιος για να δικαιολογήσει τη θέση του είχε επικαλεστεί το ελληνικό βέτο που έμπαινε επί χρόνια στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Μόνον όμως που, με όλες τις αρνητικές πτυχές που μπορεί κανείς να επισημάνει, η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία έπειτα από πολυετή και εξαντλητικό διάλογο συνομολόγησαν η Αθήνα με τα Σκόπια, σε τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το «Μνημόνιο» της περασμένης Τρίτης που υπέγραψαν Τουρκία, Φινλανδία και Σουηδία και στόχο είχε να δοθεί ένα περιτύλιγμα για να το «πουλήσει» ο Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας τη νέα αναδίπλωσή του.

Θέλετε και το καλύτερο; Οι λεονταρισμοί του κατά της Ελλάδος -και πολύ περισσότερο η γκρίνια για τον εξοπλισμό της με αμερικανικά και γαλλικά όπλα- ήταν πλήρως απόντες από την Σύνοδο του ΝΑΤΟ, όπως και οι ανιστόρητες θεωρίες της αποκαλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας». Τα εξέφρασε όλα αυτά φεύγοντας από την Άγκυρα και τα επανέφερε επιστρέφοντας από τη Μαδρίτη, αφού στο ενδιάμεσο είχε φωτογραφηθεί χαμογελαστός – photo opportunity, το λένε στην Αμερική- δίπλα στον Πρόεδρο Μπάιντεν.

Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι υπερβάλλουν όσοι λένε ότι ο Ερντογάν είναι ένας «απρόβλεπτος νταλαβεριτζής». Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν «προβλέψιμο πολικάντη». 

Ποιος είναι πιο επικίνδυνος, είναι άλλο θέμα!

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Και γιατί θα πρέπει να στηθούν δύο φορές οι κάλπες;

Αρκετοί πολιτικοί και ακόμη περισσότεροι πολιτικολογούντες συνηθίζουν να σεναριολογούν και να εκτοξεύουν συνθήματα -δικά τους ή, τις περισσότερες φορές, των επικοινωνιολόγων τους- χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους ότι η πλειονότητα της κοινωνίας, απορροφημένη από τα προβλήματα και τα διαφορετικά προτάγματα της ζωή τους, δεν συνηθίζει να εντρυφεί ιδιαίτερα στις λεπτομέρειες που απασχολούν την πολιτική επικαιρότητα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως μεταδίδουν υπεύθυνοι εταιριών που διεξάγουν έρευνες για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, πολλοί από τους ερωτώμενους στις δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος δυσκολεύονται να απαντήσουν τι θα ψηφίσουν στις δεύτερες εκλογές που από μια σημαντική μερίδα πολιτικών και πολιτικολογούντων προεξοφλείται ότι θα χρειαστεί να προκηρυχθούν επειδή το σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο θα εφαρμοστεί στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, δεν θα δώσει βιώσιμη κυβερνητική λύση. 

Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι -από άγνοια ή αδιαφορία;- δεν θέλουν ή δεν μπορούν να διακρίνουν την επίπτωση στην κατανομή των εδρών, που θα έχει το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο θα ισχύσει στις μεθεπόμενες κάλπες, συγκριτικά με την απλή αναλογική που θα ισχύσει στις επόμενες. Από την άλλη, δεν είναι μικρή και η μερίδα των σκεπτόμενων πολιτών που απορεί γιατί θα πρέπει να γίνεται λόγος για «επαναληπτικές» εκλογές προτού καν εκφραστεί για πρώτη φορά η λαϊκή ετυμηγορία. 

Τούτων δοθέντων, έχω την αίσθηση ότι, όσο θα μικραίνει ο χρόνος που μας χωρίζει από τις κάλπες και θα γίνονται σε πιο πολλούς αντιληπτές οι παράμετροι του ιδιαίτερου πολιτικού τοπίου το οποίο θα διαμορφωθεί από την επομένη της προκήρυξης των εκλογών, τόσο περισσότερο θα αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι και πολύ σώφρον να πάμε να ψηφίσουμε από τη στιγμή που ό,τι και αν ψηφίσουμε θα πρέπει σε περίπου ένα μήνα θα χρειαστεί να ξαναπάμε στα εκλογικά τμήματα για να ξαναψηφίσουμε. Και χωρίς να αποκλείεται να χρειαστεί να πάμε και… τρίτη φορά!

Στη χώρα μας κατά το παρελθόν, την περίοδο 1989-1990 αλλά το 2012, καθώς και πιο πρόσφατα σε άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ ή η Βουλγαρία, απαιτήθηκε οι ψηφοφόροι να κληθούν να συμμετάσχουν σε απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι να καταστεί δυνατή η συγκρότηση κυβέρνησης. Με βάση και το δόγμα που επιτάσσει ότι «στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα», μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι παράδοξη. Αν ο συσχετισμός δυνάμεων που προκύπτει από τις κάλπες δεν δίνει κυβερνητική λύση, δεν είναι σόλοικο να διαλύεται το Κοινοβούλιο και να καλούνται οι πολίτες να εκφράσουν εκ νέου τη βούλησή τους.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι είμαστε μπροστά σε μια μεγάλη και ίσως μοναδική παραδοξότητα όταν συνομολογείται ότι θα πάμε να ψηφίσουμε για τη συγκρότηση μιας Βουλής που το ίδιο βράδυ της ψηφοφορίας θα διαλυθεί. Έτσι ώστε να πάμε να ξαναψηφίσουμε πριν καν εξεταστεί αν το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης κάλπης μπορεί να δώσει μια κυβέρνηση συνεργασίας σαν αυτή που θα συγκροτηθεί μετά τις πρώτες ή και τις… δεύτερες επαναληπτικές εκλογές.

Και αν όλα αυτά ακούγονται θεωρητικά, αναρωτιέμαι τι θα συμβεί στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις σύμφωνα με τις οποίες η μόνη βιώσιμη λύση είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με τη συμμετοχή σε ρόλο ελάσσονος εταίρου του ΠΑΣΟΚ. Το σίγουρο είναι ότι στις συνθήκες της απλής αναλογικής το άθροισμα των εδρών που θα λάβουν η ΝΔ και το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη θα δίνει άνετη κοινοβουλευτική πλειοφηφία.

Αντιθέτως είναι, με όσα ξέρουμε αυτή την ώρα, πολύ αμφίβολο αν θα ξεπεράσει τις 151 έδρες το άθροισμα των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, Το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25 του Γιάννη Βαρουφάκη και αν, όπως διακινείται από στελέχη της Κουμουνδούρου, θα μπορέσει να σχηματιστεί συμμαχική κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία να ασκεί εξουσία έχοντας -φοβερό ανέκδοτο- εξασφαλίσει τη… στήριξη του ΚΚΕ. 

Δεν είναι μόνον ότι πολλοί αντιμετωπίζουν με καγχασμό κάθε σκέψη για συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, από τη στιγμή που οι περισσότεροι ψηφοφόροι της Χαριλάου Τρικούπη είναι πιο… αντιΣΥΡΙΖΑ από τους νεοδημοκράτες, είναι κυρίως που μια τέτοια ετερόκλητη συμμαχία -φανταστείτε μόνον τον Ανδρέα Λοβέρδο να ψηφίζει για πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα…- δεν πρόκειται να πάει πολύ μακριά.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, πάντως, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης θα βρεθεί μπροστά σε δύσκολο δίλημμα. Αν μπει σε κυβέρνηση θα δυσαρεστήσει τους ψηφοφόρους του οι οποίοι δεν θέλουν να συναγελάζονται «με τη Δεξιά» ή «με τους τοξικούς ΣΥΡΙΖΑίους». Αν δεν μπει και πάρει την ευθύνη της προκήρυξης δεύτερων και τρίτων εκλογών, τότε θα κινδυνεύσει με διαρροές των ψηφοφόρων του οι οποίοι ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ επειδή θέλουν να συμμετάσχει στις ευθύνες της διακυβέρνησης και να μη βολεύεται στην άσκηση αντιπολίτευσης.

Στα δεδομένα που πρέπει να ληφθούν υπόψιν είναι ότι ένας αριθμός βουλευτών οι οποίοι θα εκλεγούν με το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να… θυσιαστούν και να μείνουν εκτός Βουλής εφόσον ο κ. Ανδρουλάκης δεν συμφωνήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας και οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές. Θα το κάνουν… αδιαμαρτύρητα, μόνον και μόνον για το καπρίτσιο να μην… λερωθούν με τις κυβερνητικές ευθύνες.

Με αυτά και με πολλά άλλα, που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν στην πορεία προς τις κάλπες, το ερώτημα γιατί θα πρέπει να προεξοφλείται από τώρα το στήσιμο δεύτερης -ή μήπως και τρίτης;- κάλπης θα τεθεί πολλές φορές. Και ειδικά μέσα στο περιβάλλον της μεγάλης αβεβαιότητας που όλα δείχνουν ότι θα στηθούν οι κάλπες, η σπουδή για απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις ίσως αποδειχθεί η χειρότερη από τις εκδοχές που θα έχουν ενώπιόν τους όλες οι πολιτικές δυνάμεις.

Ας μη βιαζόμαστε, λοιπόν!

 

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

Πικρές αλήθειες για έναν δωδεκαετή «πόνο»

Το τέλος στο καθεστώς της ενισχυμένης ευρωπαϊκής εποπτείας, στο οποίο ήταν ενταγμένα τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας επί μια 12ετία, είναι σίγουρα μια πολύ καλή είδηση, η οποία, μάλιστα, έρχεται μέσα σε έναν κυκεώνα αρνητικών επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία που προκαλούν η διεθνής ενεργειακή κρίση αλλά και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική αστάθεια.

Μόνον όμως που η απόφαση του Eurogroup να μας απαλλάξει από τη μέγγενης, υπό την οποία είχαμε -εκόντες, άκοντες- τεθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν είναι κάτι που θα πρέπει να μας κάνει περήφανους ή που να μας επιτρέπει να πανηγυρίζουμε.

Αντιθέτως, θα μπορούσε βασίμως να υποστηρίξει κάποιος ότι το συγκεκριμένο ορόσημο αποτελεί, πολύ περισσότερο από ό,τιδήποτε άλλο, μια καλή ευκαιρία για εθνική περισυλλογή. Ενδεχομένως μια αφορμή για συλλογικό αναστοχασμό. Και -γιατί όχι;- μια αφετηρία για ένα καινούργιο ξεκίνημα.

Ένας πρώτος λόγος για τον οποίο θα πρέπει να προβληματιζόμαστε είναι το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε να διανύσουμε ώστε να καταφέρουμε να ανακτήσουμε τους βαθμούς ελευθερίας που θα μας επιτρέπουν να ρυθμίζουμε τα του οίκου μας με βάση τις δικές μας ανάγκες και προτεραιότητες και όχι με οριζόντιες εισοδηματικές περικοπές τις οποίες αποφάσιζαν και επέβαλαν άνθρωποι που δεν είχαν επαφή με την ελληνική πραγματικότητα.

Όλες οι άλλες χώρες που εντάχθηκαν σε ανάλογα προγράμματα «διάσωσης» -Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος- απηλλάγησαν νωρίτερα από μας από τον στενό κορσέ της «τρόικας». Και αυτό έγινε όχι μόνον γιατί εμείς είχαμε τις χειρότερες επιδόσεις πριν από τη μνημονιακή επιβολή. Έγινε κυρίως επειδή η πλειοψηφία της δικής μας κοινωνίας δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να κατανοήσει το πως και το γιατί φθάσαμε στα απανωτά Μνημόνια.

Μόνον στην Ελλάδα, άλλωστε, στην αρχή με τους ισχυρισμούς της ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και εν συνεχεία με τις εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ανακαλύφθηκαν οι χρυσές αντιμνημονιακές «συνταγές». Οι οποίες -τι ειρωνεία;- πολύ γρήγορα στην πορεία αντικαταστάθηκαν με την ψήφιση ακόμη πιο σκληρών Μνημονίων από το αρχικό, στο οποίο βρήκαν λύσεις σε άλλες χώρες. Με υπευθυνότητα και χωρίς δαιμονολογίες, οι εκεί βασικές πολιτικές δυνάμεις είδαν τις αλήθειες κατάματα και απέφυγαν τους λαϊκίστικους βερμπαλισμούς που εδώ παρέτειναν τη λύτρωση. 

Ένας δεύτερος λόγος που σίγουρα δεν μας επιτρέπει να… ανοίγουμε σαμπάνιες για το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας στη δημοσιονομική μας διαχείριση είναι το εύρος των αλλαγών που συντελέστηκαν κατά τη μακρά περίοδο της μνημονιακής εποπτείας. Μπορεί η Ελλάδα του 2022 να μην είναι ίδια με την Ελλάδα του 2010, όμως, από την άλλη ουδείς μπορεί -ακόμη και αν δεν έχει ισοπεδωτική διάθεση- να υποστηρίξει βασίμως ότι αυτά τα χρόνια καταφέραμε να απαλλαγούμε από όλες τις μεγάλες παθογένειες του παρελθόντος.

Με προεξάρχουσα τη Δικαιοσύνη, η οποία, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί τον «μεγάλο ασθενή», αλλά χωρίς να πηγαίνουν πίσω και άλλοι καίριοι τομείς, ανάμεσα τους η Παιδεία και η Υγεία, οι αλλαγές που έγιναν κατά τη μνημονιακή περίοδο δεν ήταν αντίστοιχες με τον κοινωνικό «πόνο» τον οποίο επέφεραν οι οριζόντιες εισοδηματικές περικοπές που ήταν η εύκολη λύση την οποία επέβαλαν εταίροι και δανειστές στις κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων: δεξιές, κεντρώες και αριστερές.

Είναι ελάχιστα -και σίγουρα δυσανάλογα του θορύβου που προκάλεσαν όταν εξαγγέλθηκαν- τα όσα έγιναν στον τομέα της αξιολόγησης του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης. Το ίδιο εκτιμώ ότι ισχύει και σε ό,τι αφορά στην παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα. Ακόμη και εκεί που, με καθυστέρηση έστω, έγιναν «επενδύσεις», π.χ. στο μόνιμο δυναμικό που επιτέλους προστέθηκε στην πρωτοβάθμια και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα αποτελέσματα είναι, προσώρας τουλάχιστον, μάλλον πενιχρά.

Ο τρίτος λόγος, για τον οποίο απαιτείται να είμαστε φειδωλοί στις εκδηλώσεις ικανοποίησης για το τέλος της εποπτείας, προέρχεται από το γεγονός ότι ένα -μάλλον μεγάλο- μέρος του πολιτικού δυναμικού της χώρας συμπεριφέρεται με τον ίδιο -αν όχι και, σε κάποιες περιπτώσεις, χειρότερο- τρόπο που συμπεριφέρονταν οι δυνάμεις που μας οδήγησαν στην κρίση του 2008 και στη χρεοκοπία του 2010.

Όποιος δεν εθελοτυφλεί, αναγνωρίζει ότι στην προεκλογική περίοδο στην οποία πλησίστιοι έχουμε μπει, οι μετριοπαθείς απόψεις θα δεινοπαθήσουν και οι νουνεχείς εκτιμήσεις θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες. Οι μυλόπετρες του κομματισμού και του αδυσώπητου αγώνα για την εκλογική επικράτηση θα θέσουν σε σκληρή δοκιμασία την κοινή λογική και τις λογικές εξηγήσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Όπως και να έχει, πάντως, οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις -που δεν περιορίζονται σε έναν χώρο- πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να πουν όλες τις πικρές αλήθειες για το πως φθάσαμε στο Μνημόνιο, γιατί μείναμε σε αυτό περισσότερο από όλους και κυρίως τι πρέπει να γίνει και τι να μη γίνει για να μην βρεθούμε ξανά στην ίδια δυσχερή θέση.

Κοινό υπάρχει, ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξουν και οι υπεύθυνες δυνάμεις που θα το κάνουν κτήμα της πλειοψηφίας, η οποία είναι βέβαιο ότι, αν μάθει την αλήθεια, δεν θα θελήσει να ξαναζήσει τον οξύτατο κοινωνικό «πόνο» που -δικαίως και αδίκως, όλοι μας- βιώσαμε επί δώδεκα συναπτά έτη!

 

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

Ένα άλλο μοντέλο για την προεκλογική αντιπαράθεση

 

Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τον ισχυρισμό τον οποίο ο υποφαινόμενος διατύπωσε την περασμένη Τρίτη όταν, στο Συνέδριο για την Υγεία που διοργάνωσαν το «Θέμα» και το site «ygeiamou», απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό είπα -περισσότερο χαριτολογώντας- ότι το… ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές.

Με όσα, άλλωστε, βλέπουμε να διαδραματίζονται γύρω μας, εύκολα θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι το ερώτημα ήταν ενδεχομένως εκ του περισσού, αφού όλα μαρτυρούν ότι, ανεξαρτήτως διαψεύσεων, πλησίστιοι οδηγούμαστε στις κάλπες οι οποίες, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα στηθούν στις αρχές του επερχόμενου φθινοπώρου.

Εκείνο, ωστόσο, με το οποίο δύσκολα θα μπορέσει να διαφωνήσει κανείς είναι ότι τον βασικότερο λόγο για τον οποίο επιβάλλεται να μην βραδύνουν οι επόμενες εκλογές συνιστά η ένταση με την οποία διεξάγεται η προεκλογική αντιπαράθεση, που έχει ήδη ξεκινήσει. Ένταση που προοιωνίζεται ακόμη μεγαλύτερη έξαρση των πολωτικών φαινομένων που κάνει κάθε εχέφρονα να αναρωτιέται αν αξίζει τον κόπο η συντήρηση ενός τέτοιου κλίματος το οποίο μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάσσει τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο, πολύ περισσότερο, στα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών.

Δεν ξέρω πόσοι είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν το προαναφερθέν Συνέδριο για την Υγεία, αλλά ειλικρινά όσοι το έκαναν είχαν μια πολύ καλή ευκαιρία να ακούσουν από πρώτο χέρι τις απόψεις των δύο βασικών διεκδικητών της διακυβέρνησης για κρίσιμα θέματα που άπτονται της καθημερινότητας των πολιτών και της ποιότητας ζωής που δικαιούνται να απολαμβάνουν. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκαν και τέθηκαν υπό τη βάσανο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων, ξετυλίγοντας με τον τρόπο που ο καθένας θεώρησε καταλληλότερο, τις θέσεις και τις απόψεις της παράταξής τους.

Αξίζει ίσως να σταθούμε το πρωτοσέλιδο που είχε την επόμενη μέρα η ανήκουσα στον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδα «Αυγή» υπό τον εύηχο τίτλο: «Δύο κόσμοι για την Υγεία». Μπορεί οι… καλοί συνάδελφοι, οι οποίοι συνηθέστατα εμφανίζονται ως διαπρύσιοι κήνσορες της δεοντολογίας, να παρέλειψαν να αναφέρουν τους διοργανωτές του Συνεδρίου (είναι γνωστό άλλωστε ότι το «Θέμα» είναι γι΄ αυτούς… ανύπαρκτο, αλλά και εμάς ποσώς μας απασχολεί η… εκτίμηση που -δεν- μας έχουν), πλην όμως η εκδήλωσή μας τους έδωσε την ευκαιρία να μοιράσουν το πρωτοσέλιδο τους στα δύο μεταφέροντας στο αναγνωστικό τους κοινό όσα οι ίδιοι απεκόμισαν από τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρακολουθώντας τις εργασίες του Συνεδρίου και τα όσα ενδιαφέροντα ακούστηκαν όχι μόνον από τους δύο συγκεκριμένους πολιτικούς αρχηγούς αλλά και από μια σειρά ειδικούς επιστήμονες από την πρώτη γραμμή της μαχόμενης Ιατρικής, πολιτικά στελέχη, πανεπιστημιακούς και συνδικαλιστές, αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί θεματικές εκδηλώσεις αυτού του είδους να μην αποτελούν μοντέλο για τη διεξαγωγή της προγραμματικής αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών.

Φαντασθείτε τις παραμονές των εκλογών αντί για τις πολυδάπανες περιοδείες των στελεχών τους, τα οποία επισκέπτονται χώρους στους οποίους στην πραγματικότητα συγκεντρώνονται αποκλειστικά και μόνον οπαδοί τους που προσέρχονται για να τους επευφημήσουν, χωρίς καν να ακούν τα λεγόμενα τους, αφού έτσι κι αλλιώς είναι αποφασισμένοι να τους ψηφίσουν, να οργανώνονταν εκδηλώσεις στις οποίες θα ακούγονταν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων για βασικά θέματα ενδιαφέροντος των πολιτών, όπως οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, οι προτεραιότητες στην Παιδεία και στην Άμυνα, η κατανομή των κοινωνικών δαπανών, κ.ά.

Αν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων εκφράζονταν με τη νηφαλιότητα με την οποία, παρά τις εκατέρωθεν εντονότατες διαφωνίες, εξέφρασαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας τις θέσεις τους για την Υγεία, το κέρδος θα ήταν μεγάλο και για τους πολίτες, που θα πήγαιναν περισσότερο ενημερωμένοι στις κάλπες, αλλά και για το ίδιο το πολιτικό δυναμικό της χώρας που θα έβλεπε την αξιοπιστία του να αυξάνεται κατακόρυφα. 

Διότι είναι βέβαιο ότι, με εξαίρεση του φανατικούς όλων των πλευρών, η υπόλοιπη κοινωνία δεν αρέσκεται στις κραυγές και στις κόντρες άνευ ορίων. Αντιθέτως προτιμά τον νηφάλιο διάλογο, ακόμη και αν αυτός διανθίζεται από διαφωνίες και σκληρή αντιπαράθεση.

Γνωρίζω ότι σε κάποιες -όχι πολλές είναι αλήθεια- ευρωπαϊκές χώρες, οι θεματικές τηλεμαχίες αποτελούν συνήθεια που βρίσκει ανταπόκριση στους πολίτες. Στη χώρα μας απέχουμε πολύ από την κατάκτηση μιας τόσο υψηλής κορυφής στην κλίμακα του λεγόμενου πολιτικού πολιτισμού. 

Γι΄ αυτό και δεν είμαι ούτε αφελής ούτε… αιθεροβάμων ώστε να πιστέψω πως, ως δια μαγείας και από τη μια στιγμή στην άλλη, θα μπορέσουμε να γίνουμε Δανία ή Σουηδία και να μάθουμε να συζητούμε πολιτικά χωρίς οι συζητήσεις μας να καταλήγουν σε καβγάδες και κόντρες από τους οποίους δεν βγάζει νόημα κανείς.

Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι, προϊόντος του χρόνου, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Οι ακραίες διχαστικές λογικές που επανήλθαν -με ευθύνη πολλών- στο προσκήνιο στη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης, που ξέσπασε το 2010, σιγά σιγά υποχωρούν και δημιουργούν την ελπίδα ότι μπορεί να μην αργήσει η ώρα που θα ισχύσουν τα λόγια του ποιητή (Γιάννη Ρίτσου), σύμφωνα με τα οποία: «…Και να αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε, ήσυχα - ήσυχα κι απλά…».

Πότε μπορεί να γίνει αυτό; Άγνωστο. Αλλά, όπως όλα δείχνουν, σίγουρα όχι πριν από τις επόμενες εκλογές…

 

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Βαλεριάνα για τις αϋπνίες

Σε μια χαλαρή συζήτηση πριν από κάποια χρόνια στο περιθώριο μιας κοινοβουλευτικής συνεδρίασης, ρώτησα τον τότε υπουργό Παιδείας γιατί οι διορισμοί των αναπληρωτών εκπαιδευτικών δεν γίνονται μήνες προτού να ξεκινήσει το σχολικό έτος έτσι ώστε να μην έχουν τα Γυμνάσια και τα Λύκεια κάθε χρόνο «κενά» και ορισμένα μαθήματα να φθάνει Νοέμβριος και Δεκέμβριος για να αρχίσουν να διδάσκονται.

«Ακριβώς αυτό το διάστημα ψάχνω να βρω λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα», μου απάντησε. Και με έμφαση, από την οποία κατάλαβα ότι περίμενε να εντυπωσιαστώ, συμπλήρωσε, λέγοντας μου: «Γι΄ αυτόν τον λόγο, τις τελευταίες μέρες κρατάω του διευθυντές του υπουργείου μέχρι τις 5 το πρωί και συζητάμε πως θα το λύσουμε».

Εν τέλει, μάλλον εκείνος εξεπλάγη από την ανταπάντησή μου, αν κρίνω ότι με κοίταζε ως να έβλεπε μπροστά του εξωγήινο όταν δεν… κρατήθηκα και -παρότι λόγω επαγγελματικής ιδιότητας, δεν συγκαταλέγομαι στους πρωινούς τύπους- του είπα: «Δεν μπορώ να φανταστώ ξενύχτηδες υπηρεσιακούς παράγοντες να βρίσκουν λύσεις σε προβλήματα της ημέρας».

Προσπερνώντας, μάλιστα, την έκπληξή του, προσπάθησα να κάνω σαφή την άποψή μου, διερωτώμενος: «Μήπως, αντί να τους κρατάτε όλη νύχτα στο γραφείο, θα έπρεπε να τους δώσετε άτυπη άδεια δύο τριών ημερών για να πάνε να ρεμβάσουν σε κάποια παραλία και να επιστρέψουν από κει υποχρεωμένοι να σας κάνουν ο καθένας την πρότασή του στην οποία θα έχει καταλήξει με καθαρό και ξεκούραστο μυαλό;».

Αν κρίνω από το γεγονός ότι διαιωνίστηκε το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στους διορισμούς αναπληρωτών εκπαιδευτικών, όπως και πολλές άλλες παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ο περί ού ο λόγος υπουργός όχι μόνον δεν ενστερνίστηκε τη… φαεινή ιδέα μου, ίσως και επειδή του αμφισβητούσε την εξουσία, αλλά δεν πρέπει καν να την άκουσε.

Άλλωστε το «πέρασμα» του από το υπουργείο Παιδείας ελάχιστοι το θυμούνται πλέον. Και ούτε εγώ θα το θυμόμουν αν δεν είχε διαμειφθεί το περιστατικό που μόλις περιέγραψα.

Ανέσυρα, ωστόσο, στη μνήμη μου την μικρή πικρή αυτή ιστορία, ακούγοντας όσα είπε για τα δικά του… ξενύχτια ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας την Πέμπτη στη διαδικτυακή εκπομπή «Meeting Point» του newsbomb.gr, με τη δημοσιογράφο Όλγα Τρέμη. 

«Δεν έχω καμία, μα καμία, αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα νικήσει», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Αυτό που με απασχολεί, αυτό που με κάνει τα βράδια να μην κοιμάμαι, είναι γι' αυτό που θα παραλάβουμε την επόμενη μέρα», συμπλήρωσε.

Μάλλον άθελά του, ωστόσο, αμέσως μετά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας αποκάλυψε ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τον ύπνο πρέπει να είναι… χρόνιο. Δεν εξηγούνται, αλλιώς, αυτά που συμπλήρωσε στην ίδια συνέντευξη: «Όταν ήμουν στο Μαξίμου, δεν ήμουν happy traveler, καθόμουν μέχρι τις 3 και 4 το πρωί για να βρω λύσεις σε ασφυκτικές συνθήκες. Και βρήκαμε λύσεις, ρυθμίσαμε το χρέος, βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, φέραμε την ανάπτυξη…», είπε.

Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ως λαός, αρεσκόμαστε στο ξενύχτι, ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί έπρεπε ο κ. Τσίπρας να μας πει ότι έμενε ως τις 4 το πρωί στο Μαξίμου για να λύσει προβλήματα, όπως π.χ. για να επιδιώξει τη ρύθμιση του χρέους. Δεν είναι μόνον ότι ο ίδιος μάς έλεγε τότε ότι, αν αντιδρούσαμε σε όσα μας επέβαλλαν εταίροι και σύμμαχοι, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Είναι, πολύ περισσότερο, η απορία με ποιον θα μπορούσε να συνομιλεί αυτές τις μεταμεσονύχτιες ώρες ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ξενυχτούσαν, άραγε, η Μέρκελ, ο Ολάντ ή ο Πούτιν από τον οποίο οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περίμεναν να τους δανείσει; Από όσο ξέρουμε, πάντως, ο Ρώσος Πρόεδρος τους το είχε ξεκόψει, λέγοντας ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μιλήσει για λογαριασμό μας στη Γερμανίδα καγκελάριο. 

Άλλο που την ίδια ώρα έπαιρνε στο τηλέφωνο τον Γάλλο Πρόεδρο για να τον πληροφορήσει για τις ανοησίες των δικών μας περί εκτύπωσης νέου νομίσματος.

Κακά τα ψέματα, αυτή η χώρα δεν πάσχει ούτε από την έλλειψη υπερωριακής εργασίας, ούτε από τα μειωμένα ξενύχτια των ανθρώπων που μας κυβερνούν διαχρονικά. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Πάσχει, κυρίως, επειδή εντός του κανονικού ωραρίου δεν λαμβάνονται οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, με βάση τα δεδομένα της εγχώριας και διεθνούς πραγματικότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ξενύχτι συμβάλει στην αναψυχή. Μόνον, όμως, που, αν γίνεται κατά σύστημα, μειώνει και δεν αυξάνει την αποδοτικότητα της εργασίας και την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας.

Όποιος το αμφισβητεί, δεν έχει παρά να ρωτήσει κάποιον ειδικό. Και η πιθανότερη συμβουλή που θα λάβει είναι να αποφεύγει τις σκέψεις που προκαλούν άγχος και να καταφεύγει σε ένα αφέψημα βαλεριάνας.

Δεν υπάρχει καλύτερη λύση για να έχει, τουλάχιστον όποιος αποφασίζει για τις ζωές ενός λαού και ενός Έθνους, την άλλη μέρα ξεκούραστο και καθαρό μυαλό που βοηθά στην ανάλυση της πραγματικότητας, όπως αυτή είναι και όχι όπως μπορεί να την φαντασιώνεται όποιος ξενυχτά κουτσοπίνοντας και χαζολογώντας με τους κολλητούς του.

Βαλεριάνα, λοιπόν. Ιδού η λύση!