Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κουβέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κουβέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Επιτέλους, μια παραίτηση!



            Αν κατάλαβα καλά, ο μόνος… «χαμένος» αυτών των εκλογών είναι ο υποψήφιος ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Κωστής Μουσουρούλης, ο οποίος με μια δήλωσή του, έξω από τα συνηθισμένα, εξέλαβε το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εκλεγεί ως λόγο αποχώρησης από την πολιτική και, χωρίς περιστροφές ή προσχήματα, ανακοίνωσε την έξοδό του από τον πολιτικό στίβο.
Δεν ξέρω αν είναι η ευρωπαϊκή κουλτούρα που υπαγόρευσε στον 51χρονο πολιτικό μια τέτοια στάση, αφού πριν μπει ενεργό στην πολιτική και διεκδικήσει την εκλογή του στο αξίωμα του βουλευτή Χίου, υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε μπορώ να… πάρω όρκο ότι ο κ. Μουσουρούλης παραιτήθηκε οικειοθελώς από το Κοινοβούλιο για να συμπεριληφθεί στο ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος του και να μπει στο πανελλαδικό κυνήγι του σταυρού, που, όπως αποδεικνύεται, είναι γόνιμο σπορ για αναγνωρίσιμους και όχι για γνώστες.
Ξέρω, όμως, ότι μια πλειάδα συναδέλφων του βουλευτών από όλα τα κόμματα που το «έπαιξαν δίπορτο», διεκδικώντας αυτοδιοικητικά αξιώματα σε Δήμους και Περιφέρειες από την ασφάλεια του βουλευτικού αξιώματος, παρότι «μαυρίστηκαν» -σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις «αγρίως»- από τους ψηφοφόρους των περιοχών που εκτέθηκαν, από σήμερα που ξεκινούν και πάλι οι εργασίες της Βουλής, επιστρέφουν στα έδρανα, σαν να μη συνέβη τίποτε.
Πως, όμως, να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό από τους βουλευτές, όταν το σήμα του «δεν τρέχει τίποτε» το έδωσαν οι ηγέτες των κομμάτων τους, αφού σχεδόν στο σύνολό τους, έκαναν ακριβώς το ίδιο όταν από την Κυριακή το βράδυ που εκδόθηκαν τα αποτελέσματα συμπεριφέρονται με το προσχηματικό πρότυπο του… «ούτε γάτα, ούτε ζημιά».
Από τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, που το κόμμα του έχασε επτά ολόκληρες μονάδες, δηλαδή περίπου το ένα τέταρτο των ψήφων του Ιουνίου του 2012, ως τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος λίγο έλειψε να… πανηγυρίσει επειδή το κόμμα του εγκαταλείφθηκε μόνον από έναν στους τρεις που το είχαν προτιμήσει στο προ διετίας προηγούμενο ιστορικό χαμηλό του, ουδείς τους έδειξε την ανάγκη να αναγνωρίσει σφάλματα και παραλείψεις.
Περιορίστηκαν και οι δυο τους στη διαπίστωση ότι «δεν σάρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ» ή στον γενικόλογο βερμπαλισμό «πήραμε το μήνυμα», πηγαίνοντας παρακάτω.
Και αν ο πρωθυπουργός με τον αντιπρόεδρο θεωρούν ότι μπορούν να καλυφθούν (;) πίσω από τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης που ετοιμάζουν, πιστεύοντας ότι έτσι μπορούν να μεταθέσουν στις πλάτες των υπουργών τους ένα μέρος της ευθύνης που τους καταλόγισαν οι πολίτες, αναρωτιέμαι, ειλικρινά, πως επιμένουν να κάθονται στις ίδιες καρέκλες οι μεγάλοι ηττημένοι αυτών των εκλογών που είναι, δίχως αμφιβολία, οι επικεφαλής των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνος Καμμένος και της ΔΗΜ.ΑΡ. Φώτης Κουβέλης.
Η στάση, ειδικά, που τηρεί ο κ. Κουβέλης, ένας πολιτικός που προς τα έξω, τουλάχιστον, εξέπεμπε ένα ήθος διαφορετικό από τα συνήθη των κλασσικών επαγγελματιών της πολιτικής, είναι άξια μεγάλης απορίας. Αλήθεια, τι άλλο πρέπει να συμβεί στο κόμμα του, για να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη; Πόσο κάτω από το 1,2%, που πήρε στις ευρωεκλογές, χρειάζεται να πέσει η ΔΗΜΑΡ για να αναγνωρίσει ο πρόεδρος της ότι απέτυχε η ηγεσία του;
Στην πολιτική, όπως, άλλωστε, και στην ίδια τη ζωή, έχει, βεβαίως, σημασία πως μπαίνεις και πως πορεύεσαι. Εξίσου, όμως, σημαντικό είναι και το πως φεύγεις. Υπό την έννοια που εκπέμπει η λαϊκή ρήση, σύμφωνα με την οποία «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», που παραπέμπει στην υστεροφημία, η οποία σε ακολουθεί όταν γενναία πορεύεσαι, αλλά και όταν, εξίσου γενναία, αποχωρείς. Ακόμη και όταν μια τέτοια πράξη αποδειχθεί ότι είναι προσωρινή και όχι παντοτινή.
Η τακτική που ακολουθεί ο πρόεδρος της ΔΗΜ.ΑΡ. είναι, δυστυχώς, ο κανόνας που ακολουθείται στα ελληνικά πολιτικά ήθη. Δείτε, άλλωστε, πόσοι πρώην αξιωματούχοι, που αποδοκιμάστηκαν, κάποιοι αρκετές φορές, από τον ελληνικό λαό, περιφέρουν το πολιτικό τους σαρκίο, επιμένοντας –μέχρι (φυσικού) θανάτου…- να διεκδικούν ρόλους και στόχους, στους οποίους απέτυχαν κατ΄ επανάληψη.
Γι΄ αυτό και η περίπτωση της παραίτησης του κ. Μουσουρούλη, που ήταν η αφορμή για τούτο το σημείωμα, είναι αξιομνημόνευτη. Για να μπορεί κανείς να αναφωνήσει: Επιτέλους, μια παραίτηση!

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Τα μοιραία… πρωθύστερα του κ. Κουβέλη



            Τέτοιες μέρες, πριν από δύο χρόνια, πήγαμε στις κάλπες και οι ψηφοφόροι κατέγραψαν, εμμέσως, τη βούλησή τους για σχηματισμό κυβέρνηση συνεργασίας από περισσότερα κόμματα, αφού έδωσαν χαμηλά ποσοστά σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που πήραν μέρος σε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση.
            Ας θυμηθούμε τα αποτελέσματα της 5ης Μαΐου: Η Νέα Δημοκρατία συγκέντρωσε 18,85% και ως πρώτη δύναμη, με το μπόνους των 50 εδρών, εξέλεξε 108 βουλευτές. Δεύτερος ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ με 16,78% και 52 βουλευτές. Ακολούθησε τρίτο, με 13,18%, το ΠΑΣΟΚ που πήρε 41 έδρες, ενώ (παραλείποντας, για λόγους συντομίας, τα ποσοστά των άλλων κομμάτων) στην έβδομη θέση κατετάγη η ΔΗΜΑΡ με 6,11% και 19 βουλευτές.
            Η αδυναμία να βρεθεί κοινός τόπος συνεργασίας των κομμάτων οδήγησε τη χώρα σε νέες εκλογές σαράντα μέρες αργότερα. Ας θυμηθούμε και τα αποτελέσματα της αναμέτρησης της 17ης Ιουνίου: Πρώτη και πάλι η ΝΔ, που με το 29,66% που πήρε ανέβασε την κοινοβουλευτική της δύναμη στους 129 βουλευτές. Δεύτερος ήταν και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ που, με 26,89%, είχε πλέον 71 έδρες. Το ΠΑΣΟΚ, που υποχώρησε ελαφρώς στο 12,28%, εξέλεξε 33 βουλευτές, ενώ στις 17μειώθηκαν και οι έδρες της ΔΗΜΑΡ που έλαβε το 6,25% του εκλογικού σώματος.
            Ανέτρεξα σε αυτά τα αποτελέσματα, τα οποία, λίγο ως πολύ, είναι γνωστά σε όλους μας, για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι επειδή πολλά στοιχεία στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του τελευταίου –προεκλογικού- διαστήματος παραπέμπουν στη μεγάλη πολυδιάσπαση των επιλογών του εκλογικού σώματος που ζήσαμε τον Μάιο του 2012 και είχε ως αποτέλεσμα τα μικρότερα κόμματα που δεν κατάφεραν να υπερβούν το κατώφλι του 3% για την εκπροσώπηση στη Βουλή να συγκεντρώσουν αθροιστικά το εντυπωσιακό ποσοστό του 19,02%, το οποίο τον Ιούνιο, λόγω της πόλωσης, υποχώρησε στο 5,98%. 
            Ο δεύτερος και μάλλον σημαντικότερος λόγος που αποτέλεσε το έναυσμα γι΄ αυτή την αναδρομή είναι οι τελευταίες παρεμβάσεις του προέδρου της ΔΗΜΑΡ κ. Φώτη Κουβέλη, ο οποίος τρεις εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές ένοιωσε την ανάγκη να γνωστοποιήσει στο εκλογικό σώμα την πρόθεσή του να αναλάβει –μετά τις ευρωεκλογές…-πρωτοβουλία για συμπόρευση της κατακερματισμένης Κεντροαριστεράς, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα είναι ο μεγάλος χαμένος της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης. 
            «Είμαι αποφασισμένος να αναλάβω πρωτοβουλίες για την ανασύνθεση του χώρου σε προοδευτική βάση που θα αποτυπώνεται σε συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα», δηλώνει ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, σε μια περίοδο που τα δημοσκοπικά ποσοστά του κόμματός του κατακρημνίζονται σε βαθμό τέτοιο που σχεδόν καμία από τις τελευταίες έρευνες να μην το δείχνει ικανό να ξεπεράσει το «πλαφόν» του 3% για να έχει ελπίδες να εκλέξει τουλάχιστον έναν ευρωβουλευτή.
Όταν ερωτάται σε ποιους απευθύνεται η πρότασή του, ο κ. Κουβέλης απαντά: «Περιλαμβάνονται όλοι όσοι κατανοούν ότι η χώρα θα πρέπει να κινηθεί σε προοδευτική κατεύθυνση. Και αυτό μπορεί να το εξασφαλίσει μια μεγάλη Κεντροαριστερά. Γι΄ αυτό είπα ότι η προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς δεν τελειώνει την ημέρα των ευρωεκλογών. Εκτείνεται και πέραν αυτής».
Με άλλα λόγια, ο κ. Κουβέλης, ο οποίος αναγνωρίζει όπως λέει την αναγκαιότητα για συμπαράταξη όλων των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς –και ανάμεσά τους, φυσικά, το ΠΑΣΟΚ, που μέχρι πρότινος το απέκλειε, αλλά πλέον το περιλαμβάνει…- θέλει να πάμε οι πολίτες να ψηφίσουμε και μετά ο ίδιος να αναλάβει τις όποιες πρωτοβουλίες ανασύνθεσης.
Όπως, δηλαδή, έκανε τον Μάιο του 2012, όταν αρνήθηκε να συμμετάσχει σε κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας σαν εκείνο στο οποίο συμμετείχε μερικές εβδομάδες αργότερα και αφού προηγουμένως οδηγήθηκε, κυρίως με δική του ευθύνη η χώρα στις επαναληπτικές κάλπες του Ιουνίου, στις οποίες οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, όπως τουλάχιστον την ορίζει ο ίδιος, βγήκαν έτι περαιτέρω αποδυναμωμένες.
Τον Μάιο, το άθροισμα των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ ήταν μεγαλύτερο από εκείνο της ΝΔ, ενώ οι έδρες τους από 60 έδρες που ήταν -41 το ΠΑΣΟΚ και 19 η ΔΗΜΑΡ- τον Ιούνιο έγιναν 50. Και έτσι η Νέα Δημοκρατία που είχε ανεβάσει κατά δέκα και πλέον μονάδες την εκλογική της επίδοση είχε τον πρώτο λόγο στον σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης, από την οποία, εξάλλου, ο κ. Κουβέλης έφυγε πριν καν συμπληρωθεί ο πρώτος χρόνος της θητείας της.
Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ διαπιστώνει –και σωστά- ότι «αν η Κεντροαριστερά ενωθεί, θα αποτελεί η ίδια εναλλακτική πρόταση εξουσίας για την Ελλάδα, γιατί είναι η κοινωνική πλειοψηφία». Μόνον που οι διαπιστώσεις του κινδυνεύουν να αποδειχθούν και πάλι… πρωθύστερες. Και όταν θα έρθει το (μετεκλογικό) πλήρωμα του χρόνου για να εκδηλώσει ο ίδιος την πρωτοβουλία του για την Κεντροαριστερά, μπορεί να μην υπάρχουν κεντροαριστεροί ψηφοφόροι για να γίνουν αποδέκτες της κυβερνητικής του πρότασης. 
Αλήθεια, του περνάει καθόλου από το μυαλό το –διόλου απίθανο- ενδεχόμενο και τα δύο κόμματα που κατεβαίνουν με τη σημαία του ΕΣΚ να μην εκλέξουν ευρωβουλευτή; Συνειδητοποιεί, άραγε, τι θα σημαίνει αυτό για τις εγχώριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά και τι συνέπειες θα υπάρξουν αν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών διαταράξει την εύθραυστη πολιτική σταθερότητα;  Αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο να γίνει το μοιραίο πρόσωπο που θα οδηγήσει άλλη μια φορά τη χώρα σε βουλευτικές κάλπες ακραίας πόλωσης;

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κεντροαριστερά και Κρίση είναι συγκοινωνούντα δοχεία

Όσοι πιστεύουν ότι η Κρίση που διέρχεται η χώρα είναι πρωτίστως πολιτική, προφανώς και δεν εκπλήσσονται για τα όσα συμβαίνουν στο ΠΑΣΟΚ και στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Αν δεν βολεύεται κάποιος πίσω από απλοϊκά ερμηνευτικά σχήματα και διαχωρισμούς σε «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά» στρατόπεδα, εύκολα αναγνωρίζει τους πολυπαραγοντικούς πολιτικούς λόγους για τους οποίους η Ελλάδα παγιδεύτηκε στο Μνημόνιο και δεν μπορεί να ξεφύγει επειδή ακριβώς δεν έχουν αναιρεθεί τα αίτια που μας έφεραν εδώ που είμαστε.
            Η παρεοκρατία και η έλλειψη συνεργατικού πνεύματος, ο αμοραλισμός και η προσχηματική στοίχιση με όρους προσωπικού βολέματος, ο αριβισμός και η καθυπόταξη των θεσμικών λειτουργιών στην υπηρεσία της προσωπικής ανέλιξης, η κατασκευή –εσωτερικών ή εξωτερικών- εχθρών και η μόνιμη επωδός της μετάθεσης των ευθυνών στους «άλλους», υπήρξαν και, δυστυχώς, παραμένουν βασικά συστατικά του τρόπου λειτουργίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος.
Τα φαινόμενα αυτά που διατρέχουν οριζόντια όλο το πολιτικό σκηνικό, βρήκαν την αποθέωσή τους στο ΠΑΣΟΚ, στα στελέχη του για την ακρίβεια, τα οποία, επειδή υπήρξαν επί δεκαετίες βασικός πυλώνας του πολιτικού συστήματος, παραμένουν εμποτισμένα με αυτές τις νοοτροπίες. Τις νοοτροπίες που, κακά τα ψέματα, είναι εκείνες που έθρεψαν τις πελατειακές σχέσεις και την αποκαλούμενη παροχολογία, που τάισαν το τέρας της διαφθοράς και θέριεψαν τη διαπλοκή. 
Για όσους δεν είναι τυφλωμένοι από τα κομματικά πάθη, δεν είναι το ΠΑΣΟΚ που εφηύρε τις πελατειακές σχέσεις και την παροχολογία –ποιος, άλλωστε, ξέχασε τις επιταγές που μοίραζε ο Γεώργιος Ράλλης την παραμονή των εκλογών του 1981;- ούτε τα στελέχη του είναι τα μόνα που βαρύνονται με τα αμαρτήματα της διαπλοκής και της διαφθοράς, αμαρτήματα που είναι παρόντα στον δημόσιο βίο πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Καλώς ή κακώς, όμως, το ΠΑΣΟΚ φέρει τις βαρύτερες ευθύνες για όσα συνέβησαν στον τόπο τα προηγούμενα χρόνια, όχι μόνον επειδή κυβέρνησε το μεγαλύτερο διάστημα της τελευταίας τεσσαρακονταετίας, αλλά κυρίως διότι από δύναμη αλλαγής της κοινωνίας, όπως εμφανίστηκε τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του αλλά και σε κάποιες φάσεις της δράσης του μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε φορέα αναπαραγωγής και μεγέθυνσης σχεδόν όλων των αρνητικών παραγόντων που έχουν οδηγήσει στη σημερινή κρίση.    
            Γι΄ αυτό και μετά από όσα έγιναν την τελευταία τετραετία, το μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ στην πλειονότητά τους δεν κάνουν καμία προσπάθεια αποτοξίνωσης από αυτές τις παρωχημένες νοοτροπίες, δείχνοντας να μην αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται και οσονούπω θα τους οδηγήσει όλους μαζί σε μια ανεπίστρεπτη πτώση.
            Καθώς γράφω όλα τούτα, αναλογίζομαι ποια εντύπωση μπορεί να αποκόμισε ο Γερμανός πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου κ. Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος, ως υποψήφιος των ευρωσοσιαλιστών για την προεδρία της Κομισιόν, βρέθηκε  τις προηγούμενες μέρες στη χώρα μας και συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη της νεοϊδρυθείσας «Ελιάς», από την οποία απουσίαζε ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου και η πλειονότητα των πολιτικών του φίλων.
            Τι είναι, άραγε, αυτό που χωρίζει τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με την προηγούμενη; Και γιατί ο κ. Σουλτς έπρεπε να φύγει από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας που συνεδρίαζε η «Ελιά» για να συναντήσει τον κ. Φώτη Κουβέλη, ο οποίος –με πρώην υπουργούς του ΠΑΣΟΚ στην προμετωπίδα- έκανε το δικό του συνεργατικό σχήμα, παρότι δηλώνει κι εκείνος ευρωσοσιαλιστής;
            Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται λιγότερο ή περισσότερο γι΄ αυτούς τους μικρούς «εμφυλίους» που συμβαίνουν όλο και συχνότερα στην πολύπαθη Κεντροαριστερά. Δεν έχει νόημα, άλλωστε, ο επιμερισμός της ευθύνης όταν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές καλύπτονται πίσω από προσχηματικές δικαιολογίες για να στηρίξουν τις θέσεις τους και δεν ομολογούν τις μύχιες επιδιώξεις τους, καταφεύγοντας σε προφάσεις («εν αμαρτίαις», προφανώς).
            Πιστεύει, για παράδειγμα, ο κ. Κουβέλης ότι τον «πούλησε» ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ το περασμένο καλοκαίρι με την κρίση της ΕΡΤ; Ας μιλήσει ανοικτά και ας εξηγήσει αναλυτικά τι διημείφθη μεταξύ τους. Είναι η παρουσία του κ. Βενιζέλου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ο μόνος λόγος για τον οποίο η ΔΗΜΑΡ δεν συμπορεύεται με την «Ελιά»; Δεν έχει παρά το πει δημόσια, αντί να μαζεύει γύρω του κάθε… πονεμένο πρώην στέλεχος του ΠΑΣΟΚ που πηγαίνει κοντά του καθοδηγούμενο από κάποιο παλαιό ή νεότερο γινάτι.   
Φοβάται, πραγματικά, ο κ. Παπανδρέου ότι ο κ. Βενιζέλος με την «Ελιά» καταργεί το «μαγαζί» που έστησε ο πατέρας του; Ας βγει ανοικτά και ας αντιδράσει από τώρα, χωρίς να περιμένει να επωφεληθεί από τη συντριβή των ευρωεκλογών. Είναι πεπεισμένος ο πρώην πρωθυπουργός ότι θα ήταν καλύτερα με τον ίδιο στο κομματικό τιμόνι; Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό, ας δηλώσει ότι είναι έτοιμος να διεκδικήσει, εκ νέου, την ηγεσία. 
Έχω πλήρη επίγνωση ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν θα συμβεί. Γιατί αν ήταν να συμβούν, θα είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε από την γενικευμένη και παρατεταμένη Κρίση που μας ταλανίζει και ξεπερνά το επιφαινόμενο της οικονομικής καχεξίας. Κατά την άποψή μου, το ΠΑΣΟΚ και εν γένει ο χώρος της Κεντροαριστεράς, για ιστορικούς λόγους, λειτουργούν σε σχέση με την Κρίση όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία.
Η Κρίση, άλλωστε, είναι ταυτισμένη με τα άκρα, για τα οποία αποτελεί γενεσιουργό αιτία. Όσο, λοιπόν, επιμένει η Κρίση, τόσο ο χώρος της μετριοπάθειας και της ευθύνης θα συνθλίβεται συρρικνούμενος από τις προσωπικές επιδιώξεις πολιτικών μετριοτήτων. Γι΄  αυτό και οι ωδίνες για τη νέα Κεντροαριστερά θα είναι παρατεταμένες. Και η ουσιαστική ανασυγκρότηση του χώρου θα ξεκινήσει όταν η χώρα θα καταφέρει να πετάξει τα μνημονιακά δεκανίκια και να πορευθεί αυτοδύναμη. Έως τότε, θα δούμε και θα ακούσουμε πολλά…

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Ζητείται Έλληνας… Ρέντσι

«Από πλευράς προσέλευσης πήγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι ήταν πολλά τα άσπρα μαλλιά. Από αυτή την άποψη, θέλει πολλή δουλειά. Να πείσουμε ότι αυτή η κίνηση είναι όντως η πιο νεανική που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα», σχολίασε ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, που ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας που οργάνωσε η πρωτοβουλία των «58» για την ενοποίηση της Κεντροαριστεράς.

Ο καθηγητής Αλιβιζάτος είναι 64 ετών και η δική του ηλικία μάλλον αποτελούσε τον μέσο όρο όσων βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στο θέατρο Ακροπόλ, όπου κυριαρχούσαν οι… «ασπρομάλληδες». Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης διάγει το 77ο έτος και ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Παπανδρέου Παρασκευάς Αυγερινός είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος του, για να αναφερθούμε σε δύο από τους πλέον επιφανείς πολιτικούς της «παλαιάς φρουράς» που η παρουσία τους σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως.

Ο επίσης παρών στην εκδήλωση πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος μπορεί να κλείνει… μόλις τα 57 του στην αρχή του νέου χρόνου, αλλά η έντονη παρουσία του στα πολιτικά πράγματα την τελευταία 25ετία τον καθιστά δυσανάλογα μεγαλύτερο από τη βιολογική του ηλικία, χαρακτηριστικό που βαραίνει και πολλούς ακόμη πολιτικούς της γενιάς του αλλά και της αμέσως προηγουμένης, όπως ο -απών από την περί ης ο λόγος σύναξη- 65χρονος πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης.

Το ίδιο βράδυ στη γειτονική μας Ιταλία ο Ματέο Ρέντσι, άρτι εκλεγείς στην ηγεσία του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής Κεντροαριστεράς, του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως λέγεται τώρα το μετεξελιγμένο -πάλαι ποτέ- Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Παλμίρο Τολιάτι και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, παρουσίαζε τη νέα 12μελή γραμματεία του κόμματός του που απαρτίζεται από πέντε άνδρες και επτά γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 35 έτη.

Μόλις στα 38 του και έχοντας στο ενεργητικό του μια πετυχημένη θητεία δημάρχου στη Φλωρεντία, ο Ματέο Ρέντσι κινητοποίησε την περασμένη Κυριακή δυόμισι εκατομμύρια Ιταλούς, οι οποίοι πήγαν στις εσωκομματικές κάλπες που έστησε το Δημοκρατικό Κόμμα και τον ανέδειξαν πανηγυρικά στην ηγεσία της Κεντροαριστεράς, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσε απέναντι του ο παραδοσιακός μηχανισμός του κόμματός του.

Σε μια γερασμένη, όσο και η Ελλάδα, χώρα, στην οποία ο νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο έχει την ηλικία του Παρασκευά Αυγερινού και ο μέχρι πριν από ένα χρόνο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που είναι συνομήλικος του Κώστα Σημίτη, δεν λέει να το βάλει κάτω, ο Ρέντσι με μια επιθετική προεκλογική καμπάνια επέμεινε στο ανανεωτικό εγχείρημα που σηματοδοτούσε η υποψηφιότητά του και βγήκε νικητής, παρότι πριν από περίπου ένα χρόνο είχε χάσει στην κούρσα των προκριματικών εκλογών για την πρωθυπουργία από τον «γκρίζο» Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι.

«Ξεκινάμε μια νέα πορεία. Η γενιά που ήταν στο γυμνάσιο όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου, αναλαμβάνει το πηδάλιο», είπε ο μεταρρυθμιστής δήμαρχος της Φλωρεντίας στις πρώτες δηλώσεις μετά την εκλογή του στη θέση του γενικού γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος με ποσοστό 69%, για να συμπληρώσει: «Θα ζητήσουμε τη βοήθεια των γηραιότερων, αλλά η ευθύνη, τώρα, είναι δική μας».

Επιστρέφοντας στα δικά μας, δεν μπορεί παρά να νοιώσει κανείς απογοήτευση αναλογιζόμενος ότι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο ευρύτερο πολιτικό στερέωμα μοιάζουν να είναι στα πράγματα όχι μόνον από την πτώση του τείχους στην πάλαι ποτέ διαιρεμένη γερμανική πρωτεύουσα, αλλά ίσως και από την ίδια την ανοικοδόμησή του, στην οποία το δυναμικό ορισμένων, τουλάχιστον, εγχώριων πολιτικών δυνάμεων ευχαρίστως, αν ήταν στο χέρι τους, θα συνέβαλαν να… ξανακτιστεί.

Γιατί, βλέπετε, το ζήτημα της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, δεν είναι μόνον ηλικιακό, είναι μάλλον πολύ περισσότερο θέμα νοοτροπιών που μοιάζουν εμπεδωμένες στις ηγετικές ομάδες των παλαιών αλλά και των νεοπαγών κομμάτων της ελληνικής πολιτικής που, παρά την κρίση, παραμένουν προσκολλημένα στο παρελθόν. Και δεν θέλουν να αλλάξουν σε τίποτε, καθοδηγώντας, μάλιστα, την ελληνική κοινωνία προς την ίδια κατεύθυνση και αναπαράγοντας το ίδιο μοντέλο που οδήγησε στη χρεωκοπία και στην απαξίωση της πολιτικής.

Υπό αυτή την έννοια, η επικράτηση του Ματέο Ρέντσι δεν είναι μόνον σημαντική επειδή ο ίδιος είναι 38άρης και πλαισιώνεται από συνομηλίκους του. Είναι πολύ περισσότερο για τα μηνύματα που εξέπεμψε κατά του πολιτικού κατεστημένου της χώρας και της γραφειοκρατίας που δεν διακρίνει τους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από τους αριθμούς. Και πάνω από όλα για το ευδιάκριτο δείγμα γραφής που είχε να επιδείξει, ασκώντας την εξουσία στο Δήμο του με πρωτοβουλίες πέρα από τα καθιερωμένα, που έφθασαν μέχρι τη μείωση του προσωπικού τους στο μισό. Αυτά ήταν που τον έφεραν στην κορυφή της ιταλικής πολιτικής σκηνής και τον καθιστούν κεντρικό πρωταγωνιστή στις πολιτικές εξελίξεις που αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν στην, επίσης χειμαζόμενη από την κρίση, γειτονική χώρα.

«Ο κόσμος είναι κουρασμένος και απογοητευμένος. Δεν έχει πίστη. Εγώ πιστεύω στην αλλαγή, και γι' αυτό κάνω πολιτική, επειδή εξακολουθώ να πιστεύω ότι όλα μπορούν να αλλάξουν», είπε ο Ματέο Ρέντσι. Και είμαι βέβαιος ότι πολλοί Έλληνες θα ήθελαν να ακούσουν το ίδιο από τον μελλοντικό ηγέτη της χώρας τους. Αρκεί να τους έπειθε ότι τα εννοεί και να έχει, έστω, προσπαθήσει να τα κάνει πράξη στον προγενέστερο βίο του.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 12.12.2013)

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Γερμανικά μαθήματα και ελληνικοί εμφύλιοι



Στη διάρκεια της πρόσφατης μακράς προεκλογικής περιόδου οι Γερμανοί πολιτικοί που διεκδίκησαν την ψήφο των συμπολιτών τους συγκρούστηκαν συχνά μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, ασυνήθιστη, για τα δικά τους πολιτικά ήθη, σφοδρότητα.
Ακούστηκαν εκατέρωθεν βαριές εκφράσεις για «ψεύτες», «καταστροφείς» και τα τοιαύτα που αντηλλάγησαν κυρίως ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Ξεθάφτηκαν, επίσης, παλιές ξεχασμένες ιστορίες, όπως η προ τριακονταετίας υποστήριξη από τον επικεφαλής των «Πράσινων» προς τις παιδοφιλικές σχέσεις, ενώ ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών δεν δίστασε να δείξει το… μεσαίο του δάκτυλο στους επικριτές του.
Δεν έλειψαν ούτε τα καραγκιοζιλίκια, όπως του εκπροσώπου των αρνητών του ευρώ, των αποκαλούμενων «Εναλλακτικών», που εμφανίστηκε στην τηλεόραση ζωσμένος με μια τρύπια ελληνική σημαία. Ενώ ο «γνωστός μας» απερχόμενος αντικαγκελάριος Φίλιπ Ρέσλερ επιστράτευσε ως και την… «κόκκινη» απειλή –τη συγκυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών με την Αριστερά- σε μια απέλπιδα να αποτρέψει τον μοιραίο καταποντισμό του κόμματός του, των Ελεύθερων Δημοκρατών, που έμειναν για πρώτη φορά εκτός Βουλής.
Όλα αυτά, όμως, ίσχυσαν μέχρι το απόγευμα της Κυριακής που έκλεισαν οι κάλπες. Το ίδιο βράδυ τα πάντα είχαν ξεχαστεί και η εικόνα που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν οι Γερμανοί πολίτες από τους τηλεοπτικούς δέκτες ήταν απίστευτη, τουλάχιστον για τα δικά μας πολιτικά ήθη.
Πριν καν οριστικοποιηθούν τα εκλογικά αποτελέσματα και ενώ είχαν υπόψη τους κατά βάση τα ευρήματα από τις δημοσκοπήσεις εξόδου (τα λεγόμενα exit polls), που κανείς φυσικά δεν αμφισβήτησε, οι επικεφαλής των τεσσάρων κομμάτων βρέθηκαν στο ίδιο τηλεοπτικό στούντιο και αντάλλαξαν σχόλια και εκτιμήσεις για την ετυμηγορία των Γερμανών πολιτών.
Η νικήτρια των εκλογών καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο βασικός της αντίπαλος, υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Πέερ Στάινμπρουκ κάθισαν δίπλα – δίπλα με τους ομολόγους τους από τα μικρότερα κόμματα, τους Πράσινους και την ριζοσπαστική Αριστερά, και αφού έριξαν «νερό και αλάτι» στα πικρά λόγια που είχαν ανταλλάξει προεκλογικά, χωρίς αλαζονεία ή κόμπλεξ, ούτε και οπορτουνιστικές ιδεολογικές εκπτώσεις, συζήτησαν για την επόμενη μέρα στη χώρας τους και στην Ευρώπη.
Δεν ξέρω πόσο σοφότεροι έγιναν οι Γερμανοί πολίτες από τη συζήτηση, αφού τόσο η Μέρκελ, όσο και οι συνομιλητές της, στο κρίσιμο ζήτημα για το ποια κυβέρνηση μπορεί να προκύψει από το γεγονός ότι δεν υπήρξε μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επικαλέστηκαν το αυτονόητο επιχείρημα ότι έπρεπε να συνεδριάσουν τα κομματικά τους όργανα για να λάβουν αποφάσεις.
Είμαι βέβαιος, ωστόσο, ότι η πλειονότητα των Γερμανών θα ένοιωθε πολύ περήφανη για το επίπεδο αντιπαράθεσης της πολιτικής τους ελίτ, ιδίως αν είχαν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για να τη συγκρίνουν με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, η οποία πρωταγωνίστησε στη γερμανική προεκλογική περίοδο και πολλοί πιθανολογούν ότι μπορεί να είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που θα επηρεάσουν τις διαβουλεύσεις για τη μετεκλογική συνεργασία.
Αναφέρομαι, όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε, στην Ελλάδα και στα δικά μας πολιτικά ήθη που κινούνται στον αντίποδα από αυτό που γίνεται στην Γερμανία και στις περισσότερες πολιτισμένες χώρες της υφηλίου, στις οποίες οι άνθρωποι, τα στελέχη που ανήκουν σε μια παράταξη είναι αντίπαλοι και όχι εχθροί με όσους είναι ενταγμένοι σε ένα άλλο κόμμα. Και γι΄ αυτό μπορεί, ακόμη και όταν διαφωνούν, να συζητούν πολιτισμένα και χωρίς εμφυλιοπολεμικές διαθέσεις.
Μπορεί, αλήθεια, να φανταστεί κάποιος έπειτα από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση στη χώρα μας να βρεθούν στο ίδιο στούντιο και να συζητούν μεταξύ τους για τις μετεκλογικές εξελίξεις ο Αντώνης Σαμαράς, ο Αλέξης Τσίπρας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Πάνος Καμμένος, ο Φώτης Κουβέλης ο Δημήτρης Κουτσούμπας και δεν ξέρω ποιος άλλος θα είναι τότε επικεφαλής κόμματος στην επόμενη ελληνική Βουλή;
Το ερώτημα είναι, προφανώς, ρητορικό, για να μην πω ότι ηχεί ως ειρωνεία, αν αναλογιστεί κανείς όχι το παρελθόν, αλλά το παρόν, την τρέχουσα επικαιρότητα που παρά το συγκλονισμό από τη δολοφονική φασιστική βία και τη φραστική καταδίκη της από όλο το πολιτικό φάσμα, η εγχώρια πολιτική ελίτ αδυνατεί να καθίσει γύρω από το ίδιο τραπέζι για να ανταλλάξει απόψεις για το τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, που, όπως από όλους αναγνωρίζεται, είναι η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής.
Είναι πιθανό και θεμιτό ότι σε μια τέτοια σύσκεψη δεν θα συμφωνήσουν όλοι σε όλα. Και ίσως να διαφωνήσουν στα αίτια που τροφοδότησαν το φαινόμενο, ενδεχομένως και στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Αφ΄ εαυτού του, όμως, το γεγονός ότι θα βρεθούν δίπλα δίπλα, θα αποτελέσει έναν υψηλό συμβολισμό ενότητας και θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα τόσο σε όσους τείνουν ευήκοα ώτα στους θιασώτες του Χίτλερ όσο και στους μηχανισμούς του κράτους που ανέχονται τις έκνομες ενέργειες τους.
Δυστυχώς, όμως, τέτοια βούληση δεν διαφαίνεται και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι ηγεσίες των κομμάτων αδυνατούν να συνεννοηθούν στα πλέον στοιχειώδη, αγόμενες από τις διχαστικές νοοτροπίες του παρελθόντος και χωρίς διάθεση να διδαχθούν από τα λάθη τους ή από το παράδειγμα της συμπεριφοράς που ακολουθούν οι ηγεσίες άλλων χωρών, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους προτιμήσεις.
Με αυτά και με αυτά, μόνο τυχαίο δεν μπορεί να είναι ότι η Γερμανία, η οποία βίωσε μεγαλύτερους και εντονότερους διχασμούς (ήττες στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και εδαφικό διαμελισμό που διήρκεσε μέχρι πρότινος), καταφέρνει να ηγείται της Ευρώπης την ώρα που εμείς παραμένουμε ουραγοί, κολλημένοι στην προ πολλών δεκαετιών εμφύλια διαμάχη…

(Δημοσιεύθηκε στο www.ptortothema.gr στις 24.9.2013)

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Ενιαία Κεντροαριστερά; «Νά ‘χαμε να λέγαμε…»



Δεν ξέρω αν είναι που ισχύει το στερεότυπο ότι «δεν υπάρχουν ειδήσεις τον Αύγουστο…» που δίνει χώρο σε έντυπα και διαδικτυακούς τόπους στις συζητήσεις για την ενιαία Κεντροαριστερά, αλλά πολύ φοβάμαι ότι το αποτέλεσμα των φιλότιμων (;) προσπαθειών που γίνονται από ορισμένους να δώσουν σάρκα και οστά σε ένα τέτοιο εγχείρημα δεν οδηγεί παρά στο «σε κουβέντα να βρισκόμαστε…».
Όλα αυτά που λέγονται και γράφονται είχαν, ενδεχομένως, κάποιο νόημα μέχρι τα μέσα του προπερασμένου μήνα που οι δύο βασικοί σχηματισμοί του ενδιαμέσου χώρου, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, βρίσκονταν στην ίδια βάρκα και, θεωρητικώς τουλάχιστον, είχαν κοινό συμφέρον να εξετάσουν τις δυνατότητες για συμπόρευση, όποια μορφή και αν έπαιρνε αυτή.
Από τη στιγμή, όμως, που με αφορμή τα γνωστά γεγονότα της ΕΡΤ, ο μεν Φώτης Κουβέλης άδραξε την ευκαιρία για να αποδράσει από το κυβερνητικό «μαντρί», ο δε  Ευάγγελος Βενιζέλος, την ίδια στιγμή, δεν άφησε να πάει χαμένη η δική του ευκαιρία να στρογγυλοκαθίσει και πάλι στις κυβερνητικές καρέκλες,  η κουβέντα για κοινή πορεία νομίζω ότι έχασε πλέον κάθε νόημα.
Χωρίς να έχει σημασία ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, ποιος έκανε το σωστό για τη χώρα και ποιος το λάθος για τον εαυτό του, ποιος περιέπαιξε ποιον ή ποιος παρέσυρε τον άλλο, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι δρόμοι των δύο πολιτικών σχηματισμών χώρισαν και θα μείνουν χωριστοί για όσο ο ένας, καλώς ή καλώς, συμμετέχει στις κυβερνητικές ευθύνες και ο άλλος ασκεί, περισσότερο ή λιγότερο υπεύθυνη, αντιπολίτευση.
Θα αποτελούσε, άλλωστε, παγκόσμια πρωτοτυπία να συμβεί αυτό που ορισμένοι προτείνουν να κατέβουν, δηλαδή, τα δύο κόμματα –όντας το ένα στη συμπολίτευση και το άλλο στην αντιπολίτευση- με κοινά ψηφοδέλτια στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, είτε αυτή αφορά τυχόν πρόωρες εθνικές εκλογές είτε τις προγραμματισμένες για τον προσεχή Μάιο ευρωεκλογές.
Ακόμα – ακόμα και η συμπόρευση στις επικείμενες τοπικές εκλογές (δημοτικές και περιφερειακές) υπονομεύεται από το γεγονός ότι δεν μπορούν να δοθούν χρίσματα και να καταρτισθούν κοινοί συνδυασμοί με στελέχη από τους δύο χώρους που οι μεν θα θέλουν να στείλουν μήνυμα ανατροπής της κυβερνητικής πολιτικής και οι δε θα επιδιώκουν την εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας.
Γι΄ αυτό και έχω την αίσθηση ότι η κίνηση των πέντε δημάρχων (Καμίνης, Μπουτάρης, Σκοτεινιώτης, Φίλιος και Δημαράς), ακόμη και αν  δεν υπακούει σε προεκλογικές σκοπιμότητες των εμπνευστών της, δύσκολα θα αποκτήσει τον χαρακτήρα του καταλύτη που θα επιθυμούσαν να έχει πολλοί από όσους έχουν πραγματικό ενδιαφέρον να βρεθεί κοινός βηματισμός από τις κατακερματισμένες δυνάμεις του ενδιάμεσου χώρου ανάμεσα στη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Δεν χρειάζεται κανείς να ανατρέξει στις ιστορικές αναλογίες της δεκαετίας του ‘50 ή και του ’70 για να διαπιστώσει τους λόγους για τους οποίους ο χώρος της Κεντροαριστεράς είναι, σε αυτή τη φάση, καταδικασμένος σε ρόλο πολιτικού κομπάρσου. Ο πρώτος και κύριος λόγος είναι ότι διαθέτει πολλούς φιλόδοξους αρχηγούς, οι οποίοι με τη… συχνότητα που εμφανίζονται θα γίνουν σε λίγο περισσότεροι από τους οπαδούς, αλλά κανέναν πραγματικό ηγέτη.
Οι χειρισμοί, εξάλλου, και οι εκατέρωθεν επιλογές που έγιναν στη διάρκεια της πρόσφατης κυβερνητικής κρίσης (κατά την οποία, εφόσον το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ είχαν ειλικρινή βούληση για μελλοντική συμπόρευση, μπορούσαν να επιβάλλουν να αλλάξουν πολλά στην τρέχουσα κυβερνητική λειτουργία) απέδειξαν ότι και από τους δύο χώρους απουσιάζει το πνεύμα, η κουλτούρα της συνεργατικότητας που αντιβαίνει στην παραδοσιακή λογική του «ο καθείς και το μαγαζάκι του».
Μοιραία, λοιπόν, χωρίς ηγέτη και χωρίς διάθεση για συνεργασία, η αναβίωση των συζητήσεων για ενιαία Κεντροαριστερά θα είναι μάταιος χαμένος κόπος. Ή, κατά το κοινώς λεγόμενο, «νά ‘χαμε να λέγαμε…».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 7.8.2013)

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Το ρίσκο του κ. Βενιζέλου

Ένα τεράστιο ρίσκο  ανέλαβε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ  Ευάγγελος Βενιζέλος με την απόφασή  του να συνεχίσει τη στήριξή του προς την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, από την οποία έλαβε αποστάσεις ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης.
Με την πρωτοβουλία του αυτή, ο κ. Βενιζέλος επιχειρεί ίσως να διορθώνει την αμφιθυμία που έδειξε ένα χρόνο πριν όταν δεν θέλησε την άμεση εμπλοκή του ίδιου και των κορυφαίων στελεχών του κόμματός του στο κυβερνητικό σχήμα, επιτρέποντας στον κ. Σαμαρά να σχηματίσει ένα υπουργικό συμβούλιο που απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.
Πέρυσι τον Ιούνιο ο κ. Βενιζέλος είχε δικαιολογήσει την επαμφοτερίζουσα επιλογή του, επικαλούμενος το φαινόμενο του κυβερνητισμού που το εμφάνισε ως μια από τις παθογένειες που βάρυναν το στελεχιακό δυναμικό του ΠΑΣΟΚ, λόγω της μακρόχρονης παρουσίας ορισμένων σε κυβερνητικά πόστα.
Οι εξελίξεις που δρομολογήθηκαν δεν δικαιολόγησαν την στόχευση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, καθώς το κόμμα του αντί για τα οφέλη που προσδοκούσε ότι θα είχε από την στήριξη που παρείχε στην κυβέρνηση, χωρίς τη συμμετοχή πολιτικών στελεχών, κατέγραφε, εν τέλει, ζημιές και μόνον ζημιές.
Η μια μετά την άλλη οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η  απήχηση του άλλοτε κραταιού κόμματος της Κεντροαριστεράς βρισκόταν σε συνεχή πτωτική πορεία. Ό,τι καλό γινόταν –αν γινόταν- στη χώρα το πιστωνόταν ο κ. Σαμαράς και η ΝΔ, ενώ το ΠΑΣΟΚ εισέπραττε διαρκή φθορά, με αποτέλεσμα οι ψηφοφόροι και τα στελέχη του να διαρρέουν δεξιά και αριστερά.
Το «μέτωπο» που φάνηκε ότι ξεκίνησε να οικοδομεί με τον πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ όταν πριν από λίγες εβδομάδες ο κ. Σαμαράς απέρριψε το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και συνεχίστηκε με την ενιαία στάση που είχαν τα δύο κόμματα στο ζήτημα της ΕΡΤ, έδωσε την εντύπωση, ακόμη και σε στενούς συνεργάτες του, ότι μπορούσε να οδηγήσει σε κοινή κάθοδο των δύο κομμάτων στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Το σκηνικό αυτό, που  ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος είχε διαμορφώσει με τα επανειλημμένα  φλερτ που απηύθυνε προς την Αγίου  Κωνσταντίνου, ανετράπη πλήρως με την απόφασή του να συνεχίσει την συμπόρευση με τον κ. Σαμαρά, παρά το ότι του καταλογίζει μύρια όσα για αλαζονική συμπεριφορά και θεσμικά ατοπήματα, όπως το «μαύρο» στην ΕΡΤ.
Η αποχώρηση  της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση  δεν είναι βέβαιο ότι θα αποτρέψει ως δια μαγείας τα έντονα φαινόμενα έλλειψης συντονισμού στην κυβερνητική λειτουργία που παρατηρήθηκαν τον τελευταίο χρόνο. Όπως δεν είναι επίσης βέβαιο ότι οι αρνητικές εντυπώσεις από τις κυβερνητικές αρρυθμίες και αστοχίες ότι θα μοιράζονται ισομερώς, καθώς το ακροατήριο των δύο, πλέον, κυβερνητικών κομμάτων είναι διαφορετικό.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ανέφερε  ότι θα επιδιώξει «κυβέρνηση με προοδευτικά  χαρακτηριστικά», κάτι που, όπως και  να το κάνει κανείς, ηχεί παράταιρα  στην Ελλάδα του μνημονίου και με δύο κυβερνητικούς εταίρους που στον ένα χρόνο της συνεργασίας τους βρήκαν κοινή γλώσσα μόνον στα προαπαιτούμενα που έθετε κάθε φορά η τρόικα.
Αν ο κ. Βενιζέλος καταφέρει όντως να εμπεδώσει το συνεργατικό και μεταρρυθμιστικό πνεύμα που έλειψε ως τώρα από την τρικομματική κυβέρνηση, τότε το ρίσκο που ανέλαβε, παραμένοντας στην κυβέρνηση, μπορεί να βγει σε καλό στον ίδιο, στον πολιτικό χώρο που εκπροσωπεί και κυρίως στη δοκιμαζόμενη κοινωνία.

(Δημοσιεύθηκε www.protothema.gr στις 21.6.2013)

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Πρόβες θανάτου

Αν επί τριάμισι ώρες και με όσα είχαν προηγηθεί της σύσκεψης τους, οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί δεν κατάφεραν το βράδυ της Δευτέρας να βρουν κοινή γλώσσα για να ερμηνεύσουν μια –κατά το μάλλον ή ήττον- τόσο σαφή δικαστική απόφαση, είναι να απορεί κανείς ποιο μπορεί να είναι το μέλλον αυτής της κυβέρνησης.
Μπορεί ο φόβος των εκλογών και οι διεθνείς πιέσεις να απέτρεψαν, σε πρώτη φάση, το «μοιραίο» που θα επέφερε ένα πλήρες ναυάγιο, πλην, όμως, τα όσα διημείφθησαν με τους μεν –το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ- να υποστηρίζουν ότι πρέπει να ανέβουν οι διακόπτες της ΕΡΤ για να γίνει συζήτηση ουσίας για τις μεταρρυθμίσεις και τους δε –το Μέγαρο Μαξίμου και τον υπουργό των Οικονομικών- να απαντούν ότι «η ΕΡΤ καταργήθηκε»!-, δεν προοιωνίζονται τίποτε ευοίωνο, καθώς περισσότερο ως… πρόβες θανάτου μπορεί να εκληφθούν.
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να έχει κανείς εμπεδωμένη άποψη υπέρ του δίκιου της μιας ή της άλλης πλευράς για να διαπιστώσει ότι, με αφορμή το ζήτημα της ΕΡΤ, ο χρονικός ορίζοντας της τρικομματικής συνεργασίας μίκρυνε επικίνδυνα. Ακόμη και αν στη νέα σύσκεψη της Τετάρτης βρεθεί τελικά συμβιβαστική φόρμουλα, οι αμοιβαίες καχυποψίες θα εκείνες που θα δίνουν τον τόνο αυτής της παράταιρης, όπως αποδεικνύεται, συνεργασίας που θυμίζει, πλέον, γάμο εξ ανάγκης που παρατείνεται εξαιτίας του κόστους του διαζυγίου και των πιέσεων του οικογενειακού περίγυρου.
Το χάσμα που έφεραν στην επιφάνεια τα τελευταία γεγονότα, μην ξεχνάμε ότι πριν από «μαύρο» στην ΕΡΤ είχε προηγηθεί η σκληρή κόντρα με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, δεν είναι μόνο προϊόν των ιδεολογικών διαφορών που αναμφισβήτητα χωρίζουν τα συγκυβερνώντα κόμματα. Είναι, πρωτίστως, αποτέλεσμα της διαφορετικής αντίληψης που φαίνεται να έχουν οι δύο πλευρές για τον χαρακτήρα αυτής της κυβέρνησης, η οποία φαίνεται ότι από την αρχή ξεκίνησε στραβά επειδή δεν βασίστηκε σε σαφείς κανόνες.
Με ευθύνη, μάλλον, των δύο μικρότερων κομμάτων, τα οποία πέρυσι το καλοκαίρι, όταν σχηματιζόταν η τρικομματική συνεργασία, ήθελαν να τηρήσουν αποστάσεις, εστάλη το λανθασμένο μήνυμα ότι το σχήμα που δημιουργήθηκε δεν ήταν παρά μια μονοκομματική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, στην οποία οι δύο άλλοι συμμετείχαν συμβολικά και δι΄ αντιπροσώπων. Οι υπογραφές των 21 υπουργών και αναπληρωτών υπουργών της ΝΔ που τέθηκαν κάτω από την επίμαχη πράξη νομοθετικού περιεχόμενου με την οποία άνοιξε ο δρόμος για τη διάλυση της ΕΡΤ και όποιων άλλων ΔΕΚΟ θα πάρουν σειρά, με πλήρη αγνόηση των μόλις τεσσάρων (!) μελών του υπουργικού συμβουλίου που υποδείχθηκαν από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, πέρα από την αλαζονεία και τον αυταρχισμό που εκπέμπουν, συνιστούν, ταυτόχρονα, έναν ισχυρό συμβολισμό.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι αριθμητικό. Και, ως εκ τούτου, ακόμη και αν αλλάξει ο αριθμητικός συσχετισμός των προσώπων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, εκείνο που φαίνεται πολύ δύσκολο έως μάλλον αδύνατο να αλλάξει είναι η νοοτροπία που αναδύεται από την έλλειψη πνεύματος συνεργασίας μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων. Τα τελευταία γεγονότα απέδειξαν, δυστυχώς, ότι οι προσωπικοί και μικροκομματικοί υπολογισμοί, μαζί με τους επικοινωνιακούς χειρισμούς, που μοιάζουν να είναι το… άπαν αυτής της κυβέρνησης, που έφθασε μέχρι του να… νοικιάσει μπουλντόζες για μαϊμού εγκαίνια έργων, ορθώνουν ανυπέρβλητα εμπόδια στο δρόμο αυτής της συνεργασίας που, έτσι όπως πορεύεται, δεν μπορεί παρά, αργά ή γρήγορα, να οδηγηθεί σε οριστικό αδιέξοδο.
Αφού ούτε ο «από μηχανής» Θεός της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν κατάφερε να δώσει τη λύση του δράματος που είδαμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας εδώ και μια εβδομάδα, αναρωτιέμαι ποια δύναμη μπορεί να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία. Μπορεί να αλλάξουν μυαλά οι κυβερνώντες και να πάρουν το νήμα της συνεργασίας από την αρχή, προτάσσοντας το συμφέρον της χώρας; Μακάρι, αν και πολύ αμφιβάλλω!

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 18.6.2013)

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Γιατί αυτό το πακέτο πρέπει να είναι το τελευταίο

           Πληθαίνουν τα σενάρια στον διεθνή Τύπο και ταυτόχρονα αυξάνονται μέρα με τη μέρα οι επίσημες φωνές που θέλουν να έχουν ημερομηνία λήξης η μονομερής αυστηρή λιτότητα και η αδυσώπητη ύφεση που τη συνοδεύει και έχουν οδηγήσει σε απόγνωση το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας, η οποία καλείται να πληρώσει ένα ακόμη βαρύ τίμημα με το επικείμενο πακέτο περικοπών των 11,5 δισ. ευρώ.
Η επίμονη άποψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ, σύμφωνα με την οποία ο μόνος τρόπος να μειωθούν τα δημόσια χρέη χωρών της Ευρώπης είναι με την πολιτική των περικοπών, φαίνεται να κάμπτεται. Και τον επόμενο μήνα που θα γίνει η επόμενη Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής θεωρείται πολύ πιθανό ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα καταλήξουν σε αποφάσεις που θα «δώσουν ανάσες» σε χώρες όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται ακόμη μέσα στην περιδίνηση της κρίσης.
Υπό την πίεση της αλλαγής των ευρωπαϊκών συσχετισμών, αλλά και ενώπιον του κινδύνου να αρχίσει η διάλυση της ευρωζώνης, προοπτική που δεν θα αφήσει καμία χώρα αλώβητη, διαφαίνεται μια στροφή του Βερολίνου σε θέσεις που πριν από έναν χρόνο φάνταζαν αδιανόητες.
Μετά τις πρόσφατες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έδειξαν τη βούληση της ευρωπαϊκής ηγεσίας να λάβει, επιτέλους, μέτρα για την ανακούφιση των υπερχρεωμένων χωρών του Νότου, ανοίγει σιγά- σιγά η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και για την πολυθρύλητη επιμήκυνση του δημοσιονομικού κανόνα, ώστε να μετατεθεί χρονικά ο στόχος για τον περιορισμό των ελλειμμάτων σε επίπεδο κάτω του 3%, που, ας μην ξεχνάμε, ότι ήταν ένας από τους όρους της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Παρά ταύτα, ωστόσο, η χώρα μας, αν και από όλους αναγνωρίζεται ότι τα τελευταία δυόμισι χρόνια έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την εξυγίανση των οικονομικών της, εξακολουθεί να παραμένει δέσμια του υπερβολικού χρέους που συσσωρεύτηκε την προηγούμενη περίοδο, όπως και των αξεπέραστων, λόγω και της ήδη εξαετούς ύφεσης, ελλειμμάτων στην τρέχουσα οικονομική διαχείριση.
Γι΄ αυτό και τα μέτρα των 11,5 δισ. ευρώ είναι, δυστυχώς, αναπότρεπτα, καθώς, εκτός των άλλων, συνιστούν υποχρέωση που έχει αναλάβει η χώρα μας όταν «κουρεύτηκε» ένα μέρος του χρέους της και συνήψε τη νέα δανειακή σύμβαση, με βάση την οποία λειτουργεί υποτυπωδώς το ελληνικό δημόσιο, το οποίο αλλιώς θα είχε κατεβάσει προ πολλού ρολά και θα είχε κηρύξει πλήρη στάση πληρωμών, αντί της μερικής στην οποία βρίσκεται, πληρώνοντας –και αυτό με το ζόρι- μισθούς και συντάξεις.
Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει σε όλους τόνους ότι αυτό το, αναμφισβήτητα επώδυνο, πακέτο των περικοπών θα είναι το τελευταίο που λαμβάνει και η υιοθέτησή του, εκτός του ότι συνιστά ανειλημμένη υποχρέωση, αποτελεί, συνάμα, και προϋπόθεση για να λυθεί το μεγάλο ζήτημα της χρηματοδότησης της στεγνωμένης από ρευστότητα ελληνικής οικονομίας, ώστε να αρχίσει αμέσως μετά η αναπτυξιακή τροχιά.
Η αντιπολίτευση, πρωτίστως, αλλά όχι μόνον αυτή, αμφισβητεί ότι όλα αυτά θα συμβούν. Και αυτού τους είδους η αμφισβήτηση βρίσκει ευήκοα ώτα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία, δικαίως, αισθάνονται απογοήτευση από το γεγονός ότι έχουν επανειλημμένα ακούσει την επωδό για τα δήθεν «τελευταία μέτρα» που ποτέ δεν… τελειώνουν!
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι πλέον «ο κόμπος έχει φθάσει στο χτένι». Και άλλη διάψευση δεν χωράει. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αναγνώρισε σε πρόσφατη συνέντευξη του σε αμερικανική εφημερίδα «τα προβλήματα με την κοινωνική συνοχή» που δημιουργούν τα συνεχή μέτρα, ενώ στο ίδιος μήκος κινήθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα και οι επικεφαλής των συγκυβερνώντων κομμάτων Ευάγγελος Βενιζέλος και Φώτης Κουβέλης.
«Ήδη έχουμε κάνει περικοπές που φτάνουν μέχρι το κόκαλο», παραδέχτηκε ο κ. Σαμαράς, μιλώντας στην "Ουάσιγκτον Ποστ" και εξέφρασε την ανησυχία του για το τι θα ακολουθήσει αν δεν υπάρξει «φως στην άκρη του τούνελ». Συμπλήρωσε δε ο Έλληνας πρωθυπουργός πως «ελπίδα δεν μπορεί να υπάρξει εκτός κι αν λάβουμε την επόμενη δόση σύντομα, ώστε να ανακάμψουμε».
Σε κάθε περίπτωση, η ομολογία του κ. Σαμαρά, είτε την εννοεί, είτε την χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικό «ατού» έναντι των εταίρων και δανειστών μας, αποτυπώνει μια ανυπέρβλητη πραγματικότητα που επιβάλλει αυτά τα μέτρα να είναι τα τελευταία, τουλάχιστον με την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Κάθε άλλο ενδεχόμενο έχω εδραία την πεποίθηση ότι οδηγεί την Ελλάδα εκτός Ευρώπης. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και για μας. Και για τους… άλλους.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Η προεκλογική μπουρδολογία και οι μονοεδρικές

Το χρονικό διάστημα πριν από τις εκλογές υπήρξε ανέκαθεν στη χώρα μας περίοδος ασύστολης υποσχεσιολογίας, άκρατης εντυπωσιοθηρίας και, συχνά, μέγιστης πολιτικής μπουρδολογίας. Οι… αμελέτητες προτάσεις, οι ατεκμηρίωτες θέσεις και η εξυπνακίστικη συνθηματολογία διάνθιζαν, παραδοσιακά, τον προεκλογικό λόγο πολλών κομμάτων και ακόμα περισσότερων υποψηφίων που διεκδίκησαν τα προηγούμενα χρόνια την ψήφο μας.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς, το παλαιό αυτό φαινόμενο, που σχεδόν, κατά γενική ομολογία, είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες, που, λειτουργώντας σωρευτικά, μας οδήγησε στην τωρινή παρατεταμένη κρίση, ότι θα περιοριζόταν. Πολύ περισσότερο που αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία για τα αισθήματα γενικευμένης απαξίωσης που εκδηλώνεται σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έναντι του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος και δεν περιορίζεται, όπως επιχειρούν να μας πείσουν ορισμένοι, στον αποκαλούμενο «δικομματισμό».
Τα σκέπτομαι όλα αυτά, καθώς διαβάζω σε πρωτοσέλιδο κυριακάτικης εφημερίδας την… περισπούδαστη πρόταση που διατυπώνει, μέσω συνέντευξής του, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας για τις μονοεδρικές περιφέρειες (μια από τις οποίες, ως γνωστόν, είναι και η Θεσπρωτία, που, μαζί με τη Φωκίδα, προστέθηκαν το 2004 στις περιφέρειες Γρεβενών, Ευρυτανίας, Ζακύνθου, Λευκάδας, Κεφαλονιάς και Σάμου, που είχαν από παλαιότερα έναν βουλευτή). «Είναι οκτώ έδρες, ας μην τις χαρίσουμε ούτε στο ΠΑΣΟΚ ούτε στη ΝΔ», δηλώνει ο κ. Τσίπρας, ισχυριζόμενος πως «μια σύμπραξη, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγων στις μονοεδρικές μπορεί να είναι πρώτη δύναμη στις μονοεδρικές και να αφαιρέσουν έστω οκτώ έδρες από τα κόμματα του μνημονίου».
Διαβάζοντας τη συνέντευξη, δυσκολεύτηκα να αποφασίσω ποιο είναι το χειρότερο με τη… «γαλαντόμα» πρόταση του κ. Τσίπρα, ο οποίος, λέει ότι, θέλει για το δικό του κόμμα του μόνον μια μονοεδρική και «χαρίζει» στους άλλους σχηματισμούς τις άλλες επτά έδρες. Συνιστά, άραγε, απλώς, έναν από τους συνήθεις προεκλογικούς ελιγμούς που στόχο έχει να εκθέσει τα άλλα κόμματα, στα οποία υποτίθεται ότι απευθύνεται η πρόσκληση για σύμπραξη, κατά το γνωστό «τζόγος να γίνεται»; Ή, όπερ και το πιθανότερο, καταδεικνύει, απλώς, το απροσμέτρητο βάθος της άγνοιας ενός πολιτικού αρχηγού για βασικά στοιχεία της ισχύουσας εκλογικής νομοθεσίας;
Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο -το Προεδρικό Διάταγμα υπ΄  αριθμ. 26 (ΦΕΚ Α' 57/15/03/2012), για όποιον έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον-, «η έδρα των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών καταλαμβάνεται από τον εκλογικό σχηματισμό που συμμετέχει στην κατανομή των βουλευτικών εδρών (...) και έχει λάβει τα περισσότερα έγκυρα ψηφοδέλτια στην εκλογική αυτή περιφέρεια».
Με αυτό το δεδομένο, μπορούν, πράγματι, σε απολύτως θεωρητική βάση, κάποια κόμματα να μην κατεβάσουν ψηφοδέλτια σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες - τις μονοεδρικές, εν προκειμένω-  και να καλέσουν τους ψηφοφόρους τους να ψηφίσουν το συνδυασμό που θα έχει εκεί ένα άλλο κόμμα. Να ακολουθηθεί, δηλαδή, μια παραλλαγή της κοινής καθόδου με «ανεξάρτητα» ψηφοδέλτια στις μονοεδρικές που έκαναν το Νοέμβριο του 1989 και τον Απρίλιο του 1990 το ΠΑΣΟΚ και ο ενιαίος, τότε, Συνασπισμός για να εμποδίσουν την αυτοδυναμία της ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ακόμη, όμως, και αν αντιπαρέλθει κανείς την πολιτική παραδοξότητα να βρεθούν οπαδοί του ΚΚΕ να ρίχνουν στην κάλπη το ψηφοδέλτιο των Οικολόγων ή, ακόμη χειρότερα, του κόμματος του Φώτη Κουβέλη, με πιθανό υποψήφιο έναν πρώην βουλευτή του ΠΑΣΟΚ (!), η ετερόκλητη αυτή «σύμπραξη» δεν πρόκειται να επιφέρει κανένα εκλογικό κέρδος στους ευκαιριακούς συμμάχους, αν δεν τους προκαλέσει και συνολική ζημιά.
Ο εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε το 2004 από τον, τότε, υπουργό Εσωτερικών Κώστα Σκανδαλίδη και εφαρμόστηκε στις εκλογές του 2007 και του 2009, είναι από τους απλούστερους που υπήρξαν ποτέ και με μια τροποποίηση που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ –με την οποία αυξήθηκε, επί υπουργίας Προκόπη Παυλόπουλου, το «μπόνους» προς το πρώτο κόμμα από 40 σε 50 έδρες- θα εφαρμοστεί και στις επερχόμενες εκλογές. Και, πάντως, το σύστημα κατανομής των εδρών που προνοεί δεν έχει καμία σχέση με το προαναφερόμενο της περιόδου 89-90, οπότε ίσχυε εντελώς διαφορετικός εκλογικός νόμος.
Με τον ισχύοντα νόμο, λοιπόν, «για τον καθορισμό των εδρών που δικαιούται κάθε εκλογικός σχηματισμός», που θα ξεπεράσει το 3% των εγκύρων ψηφοδελτίων πανελλαδικά, «το σύνολο των ψήφων που συγκέντρωσε στην Επικράτεια πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό 250». Κατόπιν «το γινόμενο τους διαιρείται με το άθροισμα των έγκυρων ψηφοδελτίων που συγκέντρωσαν στην Επικράτεια όσοι σχηματισμοί συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών» και «οι έδρες που δικαιούται κάθε σχηματισμός στην Επικράτεια είναι το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης».
Με άλλα λόγια, οι 250 από τις 300 έδρες του ελληνικού Κοινοβουλίου μοιράζονται κατά απόλυτο αναλογικό τρόπο στα κόμματα που ξεπερνούν το 3%. Έτσι, ο τελικός αριθμός των βουλευτικών εδρών που θα έχει κάθε κόμμα στη νέα Βουλή, δεν επηρεάζεται από τον αριθμό των μονοεδρικών, στις οποίες θα έρθει πρώτο, καθώς οι έδρες αυτές, όπως και εκείνες του ψηφοδελτίου Επικρατείας, προσμετρούνται στο σύνολο των βουλευτών που θα εκλέξει.
Υπό αυτή την έννοια, δεν υφίσταται η έννοια της «χαμένης ψήφου», που υπονοεί η πρόταση Τσίπρα, αφού, εξαιρουμένου του (όντως «καλπονοθευτικού», αλλά σημαντικού για να προκύψει κυβερνητική λύση) «μπόνους» των 50 εδρών,  κάθε ψηφοδέλτιο σε κόμμα που παίρνει το «εισιτήριο» για τη Βουλή είναι απολύτως ισοδύναμο και μετρά το ίδιο σε όποια εκλογική περιφέρεια και αν δοθεί. Γιατί, τότε, υποβάλλει ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ τη συγκεκριμένη πρόταση; Ε, για τον ίδιο λόγο και με την ίδια… μελέτη που λέει όλα τα υπόλοιπα…

 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.