Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητσοτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητσοτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

Ένα άλλο μοντέλο για την προεκλογική αντιπαράθεση

 

Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τον ισχυρισμό τον οποίο ο υποφαινόμενος διατύπωσε την περασμένη Τρίτη όταν, στο Συνέδριο για την Υγεία που διοργάνωσαν το «Θέμα» και το site «ygeiamou», απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό είπα -περισσότερο χαριτολογώντας- ότι το… ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές.

Με όσα, άλλωστε, βλέπουμε να διαδραματίζονται γύρω μας, εύκολα θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι το ερώτημα ήταν ενδεχομένως εκ του περισσού, αφού όλα μαρτυρούν ότι, ανεξαρτήτως διαψεύσεων, πλησίστιοι οδηγούμαστε στις κάλπες οι οποίες, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα στηθούν στις αρχές του επερχόμενου φθινοπώρου.

Εκείνο, ωστόσο, με το οποίο δύσκολα θα μπορέσει να διαφωνήσει κανείς είναι ότι τον βασικότερο λόγο για τον οποίο επιβάλλεται να μην βραδύνουν οι επόμενες εκλογές συνιστά η ένταση με την οποία διεξάγεται η προεκλογική αντιπαράθεση, που έχει ήδη ξεκινήσει. Ένταση που προοιωνίζεται ακόμη μεγαλύτερη έξαρση των πολωτικών φαινομένων που κάνει κάθε εχέφρονα να αναρωτιέται αν αξίζει τον κόπο η συντήρηση ενός τέτοιου κλίματος το οποίο μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάσσει τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο, πολύ περισσότερο, στα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών.

Δεν ξέρω πόσοι είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν το προαναφερθέν Συνέδριο για την Υγεία, αλλά ειλικρινά όσοι το έκαναν είχαν μια πολύ καλή ευκαιρία να ακούσουν από πρώτο χέρι τις απόψεις των δύο βασικών διεκδικητών της διακυβέρνησης για κρίσιμα θέματα που άπτονται της καθημερινότητας των πολιτών και της ποιότητας ζωής που δικαιούνται να απολαμβάνουν. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκαν και τέθηκαν υπό τη βάσανο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων, ξετυλίγοντας με τον τρόπο που ο καθένας θεώρησε καταλληλότερο, τις θέσεις και τις απόψεις της παράταξής τους.

Αξίζει ίσως να σταθούμε το πρωτοσέλιδο που είχε την επόμενη μέρα η ανήκουσα στον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδα «Αυγή» υπό τον εύηχο τίτλο: «Δύο κόσμοι για την Υγεία». Μπορεί οι… καλοί συνάδελφοι, οι οποίοι συνηθέστατα εμφανίζονται ως διαπρύσιοι κήνσορες της δεοντολογίας, να παρέλειψαν να αναφέρουν τους διοργανωτές του Συνεδρίου (είναι γνωστό άλλωστε ότι το «Θέμα» είναι γι΄ αυτούς… ανύπαρκτο, αλλά και εμάς ποσώς μας απασχολεί η… εκτίμηση που -δεν- μας έχουν), πλην όμως η εκδήλωσή μας τους έδωσε την ευκαιρία να μοιράσουν το πρωτοσέλιδο τους στα δύο μεταφέροντας στο αναγνωστικό τους κοινό όσα οι ίδιοι απεκόμισαν από τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρακολουθώντας τις εργασίες του Συνεδρίου και τα όσα ενδιαφέροντα ακούστηκαν όχι μόνον από τους δύο συγκεκριμένους πολιτικούς αρχηγούς αλλά και από μια σειρά ειδικούς επιστήμονες από την πρώτη γραμμή της μαχόμενης Ιατρικής, πολιτικά στελέχη, πανεπιστημιακούς και συνδικαλιστές, αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί θεματικές εκδηλώσεις αυτού του είδους να μην αποτελούν μοντέλο για τη διεξαγωγή της προγραμματικής αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών.

Φαντασθείτε τις παραμονές των εκλογών αντί για τις πολυδάπανες περιοδείες των στελεχών τους, τα οποία επισκέπτονται χώρους στους οποίους στην πραγματικότητα συγκεντρώνονται αποκλειστικά και μόνον οπαδοί τους που προσέρχονται για να τους επευφημήσουν, χωρίς καν να ακούν τα λεγόμενα τους, αφού έτσι κι αλλιώς είναι αποφασισμένοι να τους ψηφίσουν, να οργανώνονταν εκδηλώσεις στις οποίες θα ακούγονταν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων για βασικά θέματα ενδιαφέροντος των πολιτών, όπως οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, οι προτεραιότητες στην Παιδεία και στην Άμυνα, η κατανομή των κοινωνικών δαπανών, κ.ά.

Αν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων εκφράζονταν με τη νηφαλιότητα με την οποία, παρά τις εκατέρωθεν εντονότατες διαφωνίες, εξέφρασαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας τις θέσεις τους για την Υγεία, το κέρδος θα ήταν μεγάλο και για τους πολίτες, που θα πήγαιναν περισσότερο ενημερωμένοι στις κάλπες, αλλά και για το ίδιο το πολιτικό δυναμικό της χώρας που θα έβλεπε την αξιοπιστία του να αυξάνεται κατακόρυφα. 

Διότι είναι βέβαιο ότι, με εξαίρεση του φανατικούς όλων των πλευρών, η υπόλοιπη κοινωνία δεν αρέσκεται στις κραυγές και στις κόντρες άνευ ορίων. Αντιθέτως προτιμά τον νηφάλιο διάλογο, ακόμη και αν αυτός διανθίζεται από διαφωνίες και σκληρή αντιπαράθεση.

Γνωρίζω ότι σε κάποιες -όχι πολλές είναι αλήθεια- ευρωπαϊκές χώρες, οι θεματικές τηλεμαχίες αποτελούν συνήθεια που βρίσκει ανταπόκριση στους πολίτες. Στη χώρα μας απέχουμε πολύ από την κατάκτηση μιας τόσο υψηλής κορυφής στην κλίμακα του λεγόμενου πολιτικού πολιτισμού. 

Γι΄ αυτό και δεν είμαι ούτε αφελής ούτε… αιθεροβάμων ώστε να πιστέψω πως, ως δια μαγείας και από τη μια στιγμή στην άλλη, θα μπορέσουμε να γίνουμε Δανία ή Σουηδία και να μάθουμε να συζητούμε πολιτικά χωρίς οι συζητήσεις μας να καταλήγουν σε καβγάδες και κόντρες από τους οποίους δεν βγάζει νόημα κανείς.

Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι, προϊόντος του χρόνου, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Οι ακραίες διχαστικές λογικές που επανήλθαν -με ευθύνη πολλών- στο προσκήνιο στη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης, που ξέσπασε το 2010, σιγά σιγά υποχωρούν και δημιουργούν την ελπίδα ότι μπορεί να μην αργήσει η ώρα που θα ισχύσουν τα λόγια του ποιητή (Γιάννη Ρίτσου), σύμφωνα με τα οποία: «…Και να αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε, ήσυχα - ήσυχα κι απλά…».

Πότε μπορεί να γίνει αυτό; Άγνωστο. Αλλά, όπως όλα δείχνουν, σίγουρα όχι πριν από τις επόμενες εκλογές…

 

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Τι θα αλλάξει αν οι Τούρκοι πουν «γιοκ» στον Ερντογάν;

Μπορεί η γειτονική μας Τουρκία να μην αποτελεί υπόδειγμα κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, πλην, όμως, με εξαίρεση κάποια διαλείμματα κατά τα οποία την εξουσία σφετερίζονταν ο Στρατός, με ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα πραξικοπήματα, οι πολιτικές δυνάμεις που ασκούν τη διακυβέρνηση της μεγάλης και τόσο αντιφατικής αυτής χώρας προκύπτουν από εκλογές. 

Ο 68χρονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό για σχεδόν 30 χρόνια. Αρχικά ως υποψήφιος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, αξίωμα στο οποίο αναδείχθηκε το μακρινό 1994, εν συνεχεία, από το 2002, ως αρχηγός κόμματος και υποψήφιος πρωθυπουργός και, από το 2014, ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχει μέχρι τώρα καταφέρει να κερδίζει τη λαϊκή ψήφο κάθε φορά που τη διεκδικεί. 

Στην αρχή, μάλιστα, της καριέρας του είχε, λόγω των ισλαμιστικών απόψεων τις οποίες ενστερνιζόταν από νέος, αντιμετωπίσει διώξεις, κάτι που ο ίδιος επεφύλαξε αργότερα για αρκετούς από τους αντιπάλους του. Ανεξάρτητα, ωστόσο, αν οι περισσότεροι Κούρδοι βουλευτές αντί για την αίθουσα της Εθνοσυνέλευσης, «φιλοξενούνται» σε κελιά φυλακών, η αλήθεια είναι ότι και την εποχή που διωκόμενος ήταν ο Ερντογάν, αλλά και αργότερα που έγινε ο ίδιος διώκτης, είναι οι κάλπες στις οποίες ψηφίζουν οι Τούρκοι που καθορίζουν τις εξελίξεις στη γείτονα.

Όλες αυτές οι επισημάνσεις έχουν τη σημασία τους και χρειάζονται να λαμβάνονται υπόψιν στη δική μας χώρα κάθε φορά που θέλουμε να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα τεκταινόμενα στην Άγκυρα, στην Κωνσταντινούπολη και, εν γένει, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Απλοϊκότητες του τύπου ότι «έχουμε να κάνουμε με ένα ημιδικτατορικό καθεστώς που διοικείται από την ενός ανδρός αρχή», δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν ηγείται όλα αυτά τα χρόνια της Τουρκίας επειδή πείθει τους Τούρκους ότι είναι ικανότερος από τους αντιπάλους του. Και, άρα, για να συνεχίσει να ηγείται θα πρέπει να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες να γίνουν τον επόμενο Ιούνιο.

Μέχρι τώρα ο Τούρκος Πρόεδρος έβγαινε νικητής από όλες τις αναμετρήσεις στις οποίες λάμβανε μέρος προβάλλοντας ως μεγάλο «ατού» του τη βελτίωση της οικονομικής καθημερινότητας του μέσου συμπατριώτη του. Μπορεί ο πρώην κουλουράς στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης να έχει συσσωρεύσει -ο ίδιος και ο περίγυρος του- αμύθητα πλούτη, ήταν η βελτίωση στη ζωή τους, την οποία είδαν επί των ημερών του οι Τούρκοι, που τον έκαναν να είναι δημοφιλής και να του συγχωρούνται τόσες και τόσες παρασπονδίες.

Επειδή, όμως, στην πολιτική αλλά και στη ζωή όλα έχουν κάποια στιγμή ένα τέλος, φαίνεται ότι, υπό προϋποθέσεις, το τέλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι μακριά. Η Τουρκία του 2022 αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Το νόμισμα της χώρας, η λίρα, καταρρέει. Ο πληθωρισμός τρέχει με ασύλληπτους ρυθμούς που έχω την αίσθηση ότι ο πληθυσμός καμίας δυτικής χώρας δεν θα μπορούσε να ανεχτεί. Τα φαραωνικά έργα που μέχρι πρότινος ήταν η ατμομηχανή της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, τώρα έχουν γίνει η παγίδα της ερντογανικής οικονομικής πολιτικής.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα αποχαιρετίσει την εξουσία εφόσον στις επόμενες εκλογές βρεθεί αντιμέτωπος με έναν από τους δημοφιλείς δημάρχους της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου ή της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς. Τα πράγματα είναι κάπως πιο αισιόδοξα για τον Ερντογάν εφόσον επιμείνει να είναι υποψήφιος ο αντιδημοφιλής αρχηγός του ρεπουμπλικανικού λαϊκού κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Όλα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απολύτως συμβατά με αυτό το σκηνικό. Το «Μητσοτάκης γιοκ» που εκστόμισε, όχι για πρώτη φορά, ο Ερντογάν μετά την πρόσφατη πολυσήμαντη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Είναι προφανές ότι ο Τούρκος Πρόεδρος προσπαθεί να βρει διέξοδο στα συσσωρευμένα αδιέξοδά του με την κατακόρυφη ύψωση των απειλητικών τόνων κατά της Ελλάδας.

Το γεγονός, μάλιστα, ότι η χώρα μας -με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να βρίσκονται, ευτυχώς, στο ίδιο μήκος κύματος- αποφεύγει να μπει στον λεκτικό καβγά που μεθοδευμένα φαίνεται να προσπαθεί να πυροδοτήσει η ηγεσία της γείτονος, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ήδη δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν.

Όσο και αν είναι ελεγχόμενα τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, θα βρεθεί κάποιος αρθρογράφος που θα συγκρίνει την αποθεωτική υποδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον με την αδυναμία του Τούρκου Προέδρου να πετύχει όχι πρόσκληση στον Λευκό Οίκο ή, πολύ περισσότερο, στο Καπιτώλιο, αλλά ένα απλό τηλεφώνημα από τον Τζο Μπάιντεν για να του παραπονεθεί που επί των ημερών του βγήκε η Τουρκία από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των αεροσκαφών F-35 και δεν ανάβει πράσινο φως για την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 όπως έχει γίνει ήδη με τα ελληνικά.

Όπως και να έχει, πάντως, μπορεί σωστά να ευχόμαστε οι Τούρκοι να πουν «γιοκ» στον αλαζόνα Ερντογάν όταν στηθούν κάλπες στη γείτονα, αλλά δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι τα πράγματα θα αλλάξουν δραστικά όταν και αν χάσει τις εκλογές ο σημερινός Πρόεδρος της Τουρκίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι ο εισβολέας της Κύπρου Μπουλέντ Ετσεβίτ ανήκε στην ίδια παράταξη με εκείνους που ευελπιστούμε ότι μπορεί να κατανικήσουν τον Ερντογάν; 

Οι ελπίδες της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να εναποτίθενται στις συμμαχίες που συνάπτει, στην ισχύ που η ίδια διαθέτει και στην αποφασιστικότητα της ηγεσίας και του λαού της.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Είναι τελικά κακό ή καλό να είσαι «προβλέψιμος»;

Στα δικά μας κοινοβουλευτικά θέσμια δεν συνηθίζεται οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί να χειροκροτούν τους κυβερνητικούς. Όπως φυσικά και το αντίθετο. Γι΄ αυτό και μόνον ως χαριτολόγημα -που τέτοιο ήταν, είναι η αλήθεια- μπορεί να εκληφθεί το… «παράπονο» ότι στη δική μας Βουλή τον χειροκροτούν μόνον από το δικό του κόμμα που εξέφρασε από το βήμα του Κογκρέσου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είδε απέναντί του να πετάγονται σαν ελατήρια από τα έδρανά τους όλοι οι παριστάμενοι βουλευτές και γερουσιαστές για να τον χειροκροτήσουν όρθιοι.

Για την ιστορία, άλλωστε, του πράγματος, μπορώ να μαρτυρήσω -καθώς ήμουν παρών- ότι στην ίδια ακριβώς συνεδρίαση όταν λίγο νωρίτερα ανακοινώθηκε η είσοδος στην αίθουσα της Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Καμάλα Χάρις, η οποία προεδρεύει ex officio στη Γερουσία, χειροκρότησαν μόνον οι ομοϊδεάτες της Δημοκρατικοί, ενώ οι Ρεμπουπλικανοί δεν αντέδρασαν. Το ίδιο, εξάλλου, γίνεται και στα περισσότερα δημοκρατικά Κοινοβούλια που απαρτίζονται από κυβερνητικές πλειοψηφίες και αντιπολιτευόμενες μειοψηφίες.

Στις δημοκρατίες τα πράγματα είναι μάλλον απλά και ξεκάθαρα: οι πλειοψηφίες κυβερνούν, οι μειοψηφίες ελέγχουν και αναλόγως με τον τρόπο που ο καθένας ασκεί το καθήκον του κρίνεται από τους πολίτες στις εκλογές. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα μια πολιτική παράταξη να μην χειροκροτεί την αντίπαλό της και άλλο να προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια όλων.

Καλώς ή κακώς, στις μέρες μας υπάρχουν τόσο πολλοί δίαυλοι πληροφόρησης που και ο τελευταίος πολίτης, ο οποίος θέλει να αναζητήσει τα γεγονότα για να διαμορφώσει δική του άποψη επ΄ αυτών, έχει πρόσβαση σε τόσες πολλές πηγές που δεν είναι εύκολο να παραπλανηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, αναρωτιέται κάποιος πως μπορεί να δικαιολογηθούν κάποιοι χαρακτηρισμοί στελεχών της αντιπολίτευσης για την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, όπως, για παράδειγμα, το «διασκεδαστική» που χαρακτήρισε ο Πάνος Σκουρλέτης για να εξηγήσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκε το ακροατήριο των Αμερικανών γερουσιαστών και βουλευτών τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν μόνον το άσπρο και το μαύρο, ο θρίαμβος και η καταστροφή. Υπάρχουν, αρκετές ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες δεν περιγράφονται μόνον με τα «ζήτω» και τα «κάτω». Η αλήθεια είναι ότι οι απλοϊκές προσεγγίσεις αυτού του είδους είναι πολύ εύκολο να εκτοξεύονται αφού δεν προϋποθέτουν προσπάθεια για ψύχραιμη και ουσιαστική επεξεργασία των δεδομένων. Έτσι, με ευκολία επιστρατεύονται ισχυρισμοί περί «προβλέψιμης» εξωτερικής πολιτικής που διατυπώνονται με έναν τρόπο τόσο αρνητικό που δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι πάρα πολύ καταστροφικό.

Είναι όμως έτσι; Μπορεί και πρέπει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, να διακηρύσσει τις αρχές της ασκούμενης από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, όπως κάθε φορά επιτάσσουν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες της; Ή μήπως είναι προτιμότερο να αλλάζει συνεχώς τους προσανατολισμούς της και να κινείται με την τακτική του «κατά πως φυσάει ο άνεμος»; Το δίλημμα, λοιπόν, κατά βάση είναι το εξής: προβλέψιμη σταθερότητα ή πολιτική του ανεμουρίου που θέλει να τα βάζουμε κατά πάντων και μετά να παραπονούμαστε ότι δεν έχουμε κανέναν μαζί μας; 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στη χώρα μας επικαλούνται τον «απρόβλεπτο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προτεινόμενο υπόδειγμα για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Γοητεύονται από το διπλό παιχνίδι που παίζει στην ουκρανική κρίση.

Επαινούν τα τσαλίμια που χρόνια τώρα κάνει βρίζοντας τη μια μέρα το Ισραήλ και συγκρουόμενος την επομένη με την Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πριν πάει σχεδόν ως ικέτης για συμφιλίωση μόλις βρει τα δύσκολα και αισθανθεί το κόστος της απομόνωσης. Θαυμάζουν το «ανατολίτικο παζάρι», όπως οι ίδιοι οι θαυμαστές χαρακτηρίζουν, στο οποίο επιδίδεται με αφορμή τις αιτήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ επειδή θεωρούν ότι έτσι θα κάμψει τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου στην άρση του εμπάργκο για προμήθεια αεροσκαφών F-16 και F-35 που με τόσο πάθος διεκδικεί.

Μόνον, όμως, που όλοι όσοι επικαλούνται την απρόβλεπτη πολιτική του Ερντογάν δεν μπορούν -ή δεν θέλουν- να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα δεν είναι και -ευτυχώς- δεν πρόκειται να γίνει Τουρκία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Είναι γεωστρατηγικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, αλλά κυρίως αισθητικοί. Συγκριτικά με την Ελλάδα, η γειτονική μας υπερέχει σημαντικά σε μέγεθος, αλλά και σε γεωστρατηγική θέση. Πουθενά αλλού.

Οι «απρόβλεπτες», όμως, πολιτικές που ακολούθησε η ηγεσία της τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι εξυπηρέτησαν τον στόχο της Άγκυρας να βρεθεί στο ευρωπαϊκό κατώφλι. Ούτε, βεβαίως, οι Τούρκοι πολίτες ευνοήθηκαν επειδή η χώρα τους ανέπτυξε στρατεύματα κατοχής όπου μπόρεσε: από τη Συρία έως τη Λιβύη. Κάθε άλλο. Ο πληθωρισμός που κατατρώει τα εισοδήματα των Τούρκων είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας. Και εκτοξεύθηκε στα ύψη προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αλλά αν θέλουμε να το δούμε κι αλλιώς, νομίζω ότι η Ελλάδα όταν ήταν «απρόβλεπτη» -π.χ. όταν διενεργούσε δημοψήφισμα που κανείς δεν γνώριζε που στόχευε- βρέθηκε στην άκρη του γκρεμού. Ο υποχρεωτικός ρεαλισμός στον οποίο -εκούσα, άκουσα- άσκησε η προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τον περισσότερο προβλέψιμο ρεαλισμό που με σχέδιο και μέθοδο ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, άλλαξαν άρδην τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να (ξανα)δεί το βίντεο με την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, η οποία, χωρίς υπερβολή, αποτελεί έναν μοναδικό ύμνο στο ασύγκριτο και διαχρονικό μεγαλείο του Ελληνισμού, το οποίο είναι προβλέψιμα πρωτοποριακό, ενισχύει τους συμμαχικούς δεσμούς που χρειάζεται η χώρα και βελτιώνει, κατά το δυνατόν, τη συλλογική ευημερία των πολιτών της.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

Η βολική καρικατούρα και ο λογαριασμός που θα πληρωθεί

Όποιος πάρει τοις μετρητοίς την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ και προσέλθει την μεθεπόμενη Κυριακή στην ψηφοφορία για την επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα για να βάλει στην κάλπη, αντί για ψηφοδέλτιο, τον λογαριασμό του ρεύματος, κινδυνεύει να έχει την τύχη εκείνων που σήκωναν παλαιότερα τις μπάρες των διοδίων και μετά έτρεχαν στα δικαστήρια για να καταβάλουν με πρόστιμο το αντίτιμο για τις διελεύσεις των οχημάτων τους, το οποίο είχαν νωρίτερα αρνηθεί επηρεασμένοι από όσους τους είχαν παρασύρει στο κίνημα «δεν πληρώνω».

Το σύνθημα «στις 15 Μαΐου ψηφίζουμε όλοι και τους στέλνουμε πίσω τον λογαριασμό», το οποίο λανσάρει τις τελευταίες ημέρες η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θεωρώντας ότι έτσι θα προσελκύσει περισσότερους ψηφοφόρους, δείχνει ότι οι απαρτίζοντες το επιτελείο της Κουμουνδούρου έχουν μάλλον στερέψει από πρωτοτυπία, όχι μόνον σε υλοποιήσιμες προτάσεις, που ποτέ δεν ήταν το δυνατό τους σημείο, αλλά ακόμη και στη συνθηματολογία στην οποία, κακά τα ψέματα, διακρίνονταν για τη φαντασία τους.

Είναι, υπό αυτές τις συνθήκες, απορίας άξιον ποιος είχε τη φαεινή ιδέα ένα κόμμα που διεκδικεί την εξουσία να επικεντρώσει στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού την καμπάνια του με την οποία υποτίθεται ότι σκοπεύει να αποδείξει ότι αποτελεί πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξωφρενικοί λογαριασμοί που φθάνουν τις τελευταίες πολλές εβδομάδες στα περισσότερα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις της χώρας αποτελούν τη βασική πηγή της δυσφορίας και σε κάποιες περιπτώσεις και της αγανάκτησης που αισθάνονται οι πολίτες.

Την ίδια ώρα, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην πληρώνονται από τους πολίτες οι φουσκωμένοι λογαριασμοί δεν συνιστά εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνηση. Ακόμη και αν ήταν η κυβέρνηση αποκλειστικά υπεύθυνη για την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, που δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να το ισχυριστεί βασίμως, το «δεν πληρώνω» από έχοντες και μη έχοντες έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι λύση.

Έπειτα, μάλιστα, από τα μέτρα που ανακοίνωσε την Πέμπτη ο πρωθυπουργός για τους λογαριασμούς του ρεύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να χάσει να χάσει κατά κράτος στο επικοινωνιακό πεδίο. «Επένδυσε» -λανθασμένα, όπως αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά- στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα τολμούσε να λάβει τις απαιτούμενες αποφάσεις για την ανακούφιση της κοινωνίας από τα δυσβάστακτα βάρη που επωμίζεται τόσο από την ενεργειακή κρίση όσο και από τις γενικότερες πληθωριστικές πιέσεις που προϋπήρχαν ως απότοκα της πανδημίας και επιδεινώθηκαν με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για το γνωστό λάθος το οποίο επανειλημμένα έχει διαπράξει τα τελευταία χρόνια η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία, αντί του Κυριάκου Μητσοτάκη, αντιπολιτεύεται μια βολική καρικατούρα -ένα «σκιάχτρο» που η ίδια κατασκευάσει. Μόνον όμως που το κατασκευασμένο «σκιάχτρο» δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, όπως τουλάχιστον τη βιώνει η πλειοψηφία της κοινωνίας.

Από την εποχή που ο κ. Τσίπρας όντας ακόμη πρωθυπουργός, αδιαφορούσε πλήρως για τα συντριπτικά εις βάρος του δημοσκοπικά ευρήματα και δήλωνε βέβαιος ότι δεν υπήρχε «ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει τις εκλογές από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει προσκολλημένη σε μια εικόνα των πραγμάτων που βολεύει την ίδια. Έχει παγιδευτεί σε ένα -μάλλον ιδεοληπτικού τύπου- αφήγημα ότι έχει απέναντι της μια ανάλγητη κυβέρνηση η οποία αντιστρατεύεται το δικό της συμφέρον και παύει κόντρα στα συμφέροντα όσων την ψήφισαν και προσδοκά να την ξαναψηφίσουν.

Το αποτέλεσμα των λανθασμένων εκτιμήσεων για τις προθέσεις της κυβέρνησης είναι ότι ο πήχης τον οποίο της βάζει η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι μόνον υπερβάσιμος, αλλά της δίνει και το πλεονέκτημα να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως υπεύθυνη και κοινωνικά ευαίσθητη. Το καταδεικνύει το γεγονός ότι, την ώρα που ο κ. Τσίπρας ζητούσε να μην πληρώνεται η διαβόητη «ρήτρα αναπροσαρμογής», ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνον την απενεργοποίησε για το μέλλον αλλά δεσμεύθηκε και να επιστραφούν στους καταναλωτές ένα μέρος των επιπλέον χρημάτων τα οποία πλήρωσαν εξαιτίας της.

Σε αντίθεση με τον πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος διατύπωσε προτάσεις, όπως το πλαφόν στις τιμές λιανικής τιμής της ενέργειας, που συνάδουν με τα λογικά ευρωπαϊκά δεδομένα, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτίμησε να καταφύγει στις λαϊκίστικου τύπου μαξιμαλιστικές υπερβολές, οι οποίες μπορεί να ακούγονται ευχάριστα από ένα μέρος των ψηφοφόρων, πλην όμως, δεν πείθουν την πλειοψηφία της κοινωνίας που μάλλον έχει αποκτήσει… ανοσία σε υποσχέσεις για παραδείσιες καταστάσεις που θα προκύψουν αίφνης «με ένα νόμο και με ένα άρθρο».

Όπως και να έχει, πάντως, ο λογαριασμός δεν θα αργήσει να έρθει και να απαιτεί την πληρωμή του. Το κόστος θα το διαπιστώσουμε στις προσεχείς έρευνες της κοινής γνώμης, που κάποιοι έχουν αρχίσει ήδη να φοβούνται. Η πληρωμή, όμως, του τιμήματος, το οποίο αντιστοιχεί στον καθέναν, θα γίνει στις επόμενες εκλογές. Και τότε το «δεν πληρώνω» δεν θα μετρήσει...

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Οι «καφετζούδες» των εκλογών την εποχή του «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος;»

Αποτελεί αναμφισβήτητα απορίας άξια η επιμονή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα να ζητεί «εδώ και τώρα» την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Αγνοώντας τόσο την εγχώρια όσο και τη διεθνή συγκυρία, ο πρώην πρωθυπουργός δεν χάνει ευκαιρία να διατυπώνει το αίτημα που διατύπωσε για πρώτη φορά τον περασμένο Δεκέμβριο.

«Σας εκλιπαρούμε, ορίστε εκλογές το συντομότερο», είπε την περασμένη εβδομάδα από το βήμα της Βουλής, καλώντας τον πρωθυπουργό να κάνει εκλογές τον Μάρτιο και όχι τον Μάιο, όπως γράφουν φιλικά προς την αξιωματική αντιπολίτευση μέσα ενημέρωσης ότι σχεδιάζει το κυβερνητικό επιτελείο. «Λυτρώστε τον ελληνικό λαό από την ανικανότητά σας», επανέλαβε κατά τη χθεσινή περιοδεία του στην Καλαμαριά.

Το πιθανότερο είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα… ενδώσει στην πίεση που του ασκεί ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, υποστηρίζει ότι το κόμμα του έχει υποσκελίσει την κυβερνητική παράταξη και, εφόσον στηθούν άμεσα οι κάλπες το κόμμα του θα κόψει πρώτο το νήμα.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα δείχνει να μη χάνει την αισιοδοξία του, παρόλο που, όχι μόνον δεν την συμμερίζεται μια μερίδα του στελεχιακού του δυναμικού, αλλά τη διαψεύδει και το σύνολο των μετρήσεων της κοινής γνώμης από τις οποίες προκύπτει ότι το κυβερνών κόμμα -χωρίς να είναι στα καλύτερα του- εξακολουθεί να διατηρεί διψήφιο προβάδισμα στην πρόθεση ψήφου.

Υπό αυτές τις συνθήκες θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης υιοθετήσει τις εισηγήσεις συνεργατών του που του προτείνουν μόλις συμφωνηθεί εκεχειρία στη ρωσο-ουκρανική πολεμική σύρραξη να πάει στη Βουλή και όταν τον προκαλέσει και πάλι ο Τσίπρας να συναινέσει στην πρόκλησή του υπό έναν όρο: να αλλάξουν από κοινού τον εκλογικό νόμο, επαναφέροντας την ενισχυμένη αναλογική, που οδηγεί σε αυτοδυναμία, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να στηθεί δεύτερη ή και τρίτη κάλπη για να σχηματιστεί κυβέρνηση.

«Αν πράγματι πιστεύει η αξιωματική αντιπολίτευση ότι ο ελληνικός λαός έχει ανάγκη από… λύτρωση, όπως διατείνεται ο κ. Τσίπρας, δεν θα έχει αντίρρηση να ρωτηθεί η γνώμη των πολιτών», λένε οι εισηγητές της πρότασης για συναινετική αλλαγή του εκλογικού συστήματος. «Και αν έτσι έχουν τα πράγματα, η απλή αναλογική, που για άλλους λόγους ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί παρωνυχίδα», συμπληρώνουν.

Εννοείται ότι σε μια τέτοια περίπτωση, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες υπολογίζουν πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα απαλλαγεί από τις υποσχέσεις του να αποφύγει τον πειρασμό αφενός να αλλάξει εκ νέου το εκλογικό σύστημα που ψήφισε η δική του κυβέρνηση και αφετέρου να πάει σε πρόωρες εκλογές. Ο ίδιος έχει υποστηρίξει την άποψη ότι οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να εργαλειοποιούν τους θεσμούς και οι κάλπες να στήνονται κοντά στη συνταγματική προθεσμία. Αν, όμως, κάτι τέτοιο γίνει με ευρεία συναίνεση, τότε δύσκολα θα εγερθεί ζήτημα αθέτησης δεσμεύσεων.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πως θα αντιδράσει ο Αλέξης Τσίπρας αν και εφόσον βρεθεί μπροστά σε ένα τέτοιο δίλημμα, το οποίο ορισμένοι παρομοιάζουν με το προηγούμενο μιας ανάλογης διελκυστίνδας που είχαν από 70 χρόνια οι τότε πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής του τόπου που ήταν δύο πρώην στρατιωτικοί: ο Νικόλαος Πλαστήρας που ηγείτο του διασπαμένου κεντρώου χώρου και ο Αλέξανδρος Παπάγος που ήταν ο ανερχόμενος ηγέτης της Δεξιάς Παράταξης.

Οι κυβερνήσεις που είχαν προέλθει από τις εκλογές του 1950 και του 1951 είχαν αποδειχθεί ασταθείς και μη βιώσιμες, λόγω του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής που ευνοούσε την πολυδιάσπαση του πολιτικού συστήματος. Επιδίωξη του ξένου παράγοντα που ήλεγχε τη μετεμφυλιακή Ελλάδα – της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα ηγείτο ο διαβόητος Πιουριφόι- ήταν να αντικατασταθεί η απλή αναλογική με το πλειοψηφικό, σε τρόπον ώστε ο Ελληνικός Συναγερμός του Παπάγου, που ήταν πρώτο κόμμα, να αποκτήσει αυτοδύναμη πλειοψηφία εδρών στο Κοινοβούλιο.

Για να αλλάξει ο νόμος, όμως, έπρεπε να πειστεί ο πρωθυπουργός Πλαστήρας. Κάτι που επετεύχθη με ένα… σατανικό τέχνασμα το οποίο, όπως αποκάλυψε αργότερα ο ιστορικός Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος τότε πολιτευόταν και μετείχε της συνωμοσίας, εμπνεύστηκε ο πρέσβης των ΗΠΑ που ήξερε τις… μεταφυσικές πεποιθήσεις του πρωθυπουργού. «Εγνώριζε ότι ο πρωθυπουργός επίστευε βαθύτατα στον πνευματισμό και (…) εχρησιμοποίησε με τον κατάλληλο τρόπο γνωστή Αθηναία “καφετζού”, την οποία ιδιαιτέρως ενεπιστεύετο ο πρωθυπουργός», γράφει ο Μαρκεζίνης.

Η «καφετζού» ανέλαβε να πείσει τον Πλαστήρα ότι «το πλειοψηφικό θα απέβαινε προς όφελός του και ότι αν επροκαλείτο από τον Παπάγο έπρεπε, χωρίς επιφύλαξη, να αποδεχθεί την πρόκληση». Ενώ ο Πιουριφόι διαμήνυσε, μέσω του Μαρκεζίνη, στον αρχηγό του Ελληνικού Συναγερμού να πάει στη Βουλή και να απευθυνθεί στον πρωθυπουργό λέγοντας του: «Ως στρατιωτικοί, καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον καλύτερα. Γιατί να χάνουμε καιρό; Ας ψηφίσουμε το πλειοψηφικό. Και αν οι Έλληνες προτιμήσουν εσένα, εγώ θα σε αποδεχθώ. Αν ψηφίσουν εμένα, είμαι βέβαιος ότι το ίδιο θα κάνεις και συ. Απλά πράγματα».

«Προς γενική κατάπληξη της Βουλής», γράφει ο Μαρκεζίνης, ο Πλαστήρας απάντησε μονολεκτικά: «Δέχομαι». Έτσι, πολύ σύντομα η Βουλή ψήφισε το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα με το οποίο έγιναν οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1952 που απετέλεσαν θρίαμβο για τον Παπάγο. Ο Συναγερμός ήρθε πρώτο κόμμα με ποσοστό 49,2% και έλαβε 247 έδρες, ενώ τα κόμματα του Κέντρου (ΕΠΕΚ και Φιλελεύθεροι) που κατέβηκαν από κοινού συγκέντρωσαν 34,2% και εξέλεξαν μόλις και μετά βίας 51 βουλευτές. Η ΕΔΑ που είχε υιοθετήσει το σύνθημα «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος;» έλαβε 9,55% και δεν εξέλεξε κανέναν βουλευτή.

Η συνέχεια είναι -λίγο ως πολύ- γνωστή. Η Δεξιά Παράταξη που, με τη συνδρομή του Πιουριφόι και της «καφετζούς», εξασφάλισε άνετη πλειοψηφία κοινοβουλευτικών εδρών, έμεινε στην εξουσία επί ένδεκα συναπτά έτη, καθώς μετά τον θάνατο του Παπάγου η σκυτάλη πέρασε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Εβδομήντα χρόνια μετά αναζητείται η… «καφετζού» που μπορεί να έπεισε τον Αλέξη Τσίπρα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα!

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Αν δεν πιάσει τόπο το… «GFY», ας δοκιμάσουν κατάρες ή βουντού!

Δεν ξέρω -και ειλικρινά δυσκολεύομαι πολύ να φανταστώ- τι είναι εκείνο που κάνει έναν αυτοαποκαλούμενο αριστερό της εποχής μας να εμφανίζεται διαρκώς ως θυμωμένος και να… αγανακτεί τόσο πολύ ώστε να εξαπολύει χυδαίες ύβρεις κατά των αντιπάλων του.

Η δυσκολία μου γίνεται μεγαλύτερη από το γεγονός ότι, λόγω ηλικίας ή και αναγνώσεων, έχω υπόψη μου αυθεντικούς αριστερούς οι οποίοι ήταν έτοιμοι να βάλουν το κεφάλι τους στον ντορβά -και το έβαλαν όταν χρειάστηκε- για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους χωρίς ποτέ να καταφύγουν σε ύβρεις ακόμη και όταν ήταν αντιμέτωποι με σκληρόπετσους στρατοδίκες και αδίστακτους βασανιστές.

Μου είναι αδύνατο να σκεφτώ ότι, για παράδειγμα, ο Πλουμπίδης, ο Μπελογιάννης, ο Αμπατιέλλος, ο Λουλές, ο Κάππος κι τόσοι άλλοι οι οποίοι εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν στα «πέτρινα» μετεμφυλιακά χρόνια θα διανοούνταν να χρησιμοποιήσουν -και μάλιστα στον δημόσιο λόγο τους- το ρήμα «γαμ…» δίπλα στα ονόματα των κυβερνητών της εποχής τους είτε ήταν ο Πλαστήρας, ο Παπάγος ή ο Καραμανλής, που είχαν εκλεγεί από την τότε πλειοψηφία του λαού, είτε επρόκειτο για τους σφετεριστές της εξουσίας όπως ήταν οι δικτάτορες.

Ακόμη και για σε όσους δεν… έβλεπαν φωτοστέφανα γύρω από τις κεφαλές τους, οι αριστεροί των προηγούμενων δεκαετιών ενέπνεαν σεβασμό. Ήταν, στη μεγάλη πλειονότητα τους, άνθρωποι που απέπνεαν ήθος, ανιδιοτέλεια και σοβαρότητα που απείχαν παρασάγγες από την υποκριτική σοβαροφάνεια πολλών από τους τότε κρατούντες. Η κοσμιότητα της συμπεριφοράς τους δεν μείωνε σε τίποτε την αγωνιστικότητά τους. Τουναντίον, μπορεί να ισχυριστεί κανείς.

Η μαχητικότητα και η αγωνιστικότητα που επεδείκνυαν υπήρξαν παροιμιώδεις. Και δεν ήταν μόνον ότι αναγνωρίζονταν από φίλους και αντιπάλους. Ήταν, πολύ περισσότερο, ότι δημιουργούσαν πρότυπα τα οποία ακολουθούσαν αρκετοί από τις νεότερες γενιές ακόμη και όταν το οικογενειακό τους υπόβαθρο κινούνταν σε άλλες κομματικές κατευθύνσεις.

Η εικόνα αυτή άλλαξε άρδην τα τελευταία χρόνια. Αρχής γενομένης από την πρώτη μνημονιακή περίοδο και τις πλατείες των λεγόμενων «Αγανακτισμένων», όπου έγινε ο συμφυρμός με την Ακροδεξιά, οδηγηθήκαμε βαθμιαία σε αυτό που προσφυώς ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε αποκαλέσει «εκτσογλανισμό της πολιτικής ζωής».

Απότοκο, προφανώς, αυτής της κατάστασης είναι το σύνθημα «Μητσοτάκη γαμ…» που άρχισαν, κυρίως μέσα από το Διαδίκτυο, να λανσάρουν ήδη από το περασμένο καλοκαίρι πρόσωπα συνδεδεμένα με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν άργησε να περάσει και στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος. Στη ΔΕΘ το φώναζαν οι συγκεντρωμένοι έξαλλοι οπαδοί του Κασιδιάρη, ενώ ακούστηκε και στις περισσότερες μαζώξεις των αντιεμβολιαστών.

Το ότι υιοθετήθηκε από αρθρογράφο της «Αυγής», έστω και με την… αγγλική του εκδοχή (το περίφημο «GFY»), αποτέλεσε μια ακόμη… ποιοτική αναβάθμιση. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που δεν έτυχε της παραμικρής αποδοκιμασίας από εκείνους που στο παρελθόν διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους ακόμη και για γελοιογραφίες που δεν ήταν της αρεσκείας τους.

Όσο αστείο, πάντως, κι αν είναι να βλέπει κανείς την… αμερικανιά, όπως είναι το «GFY» (Go Fuck Yourself!), διατυπωμένη από τη γραφίδα ενός αμετανόητου… σοβιετόφιλου, το φαινόμενο καθίσταται πολύ σοβαρό αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για αντιγραφή συμπεριφοράς που στις ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει οι ακραίοι «τραμπιστές» που στρέφονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο κατά του Προέδρου Τζο Μπάιντεν.

Το «fuck Joe Biden» αποτελεί το αγαπημένο σύνθημα των οπαδών του ανεκδιήγητου Αμερικανού πρώην Προέδρου. Και αυτός μόνον θα μπορούσε να ήταν ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην το ενστερνίζεται κανείς. Εκτός πια και αν είναι εξίσου αφιονισμένος και διψασμένος για εξουσία όσο και οι θαυμαστές του Ντόναλντ Τραμπ.

Με την τροπή, πάντως, που έχουν πάρει τα πράγματα στη χώρα μας, αν καθυστερήσουν κι άλλο οι εκλογές, ίσως δεν θα αργήσει η ώρα που το «Μητσοτάκη γαμ…» θα ακουστεί και μέσα στη Βουλή. Άλλωστε, τόσο άλλα ακούγονται το τελευταίο διάστημα. Εκτός και αν, με την απελπισία που φαίνεται να επικρατεί σε κάποια έδρανα, εκτιμηθεί ότι, αφού δεν πιάνει τόπο το «GFY», να αρχίσουν να δοκιμάζουν τις… κατάρες ή τα… βουντού ως πλέον αποτελεσματικές μεθόδους για να ανατρέψουν τους δύσκολους συσχετισμούς…

Λέτε να το δούμε μετά το επόμενο… δημοσκοπικό κύμα;

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Η μομφή, μομφή… δεν έχει. Ή μήπως έχει;

«Τον πήρε παραμάζωμα τον Μητσοτάκη ο Τσίπρας» αποφάνθηκε ένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στο παρελθόν διετέλεσε βουλευτής σε μια ανάρτηση την οποία έκανε εν θερμώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόλις ολοκληρώθηκε η ομιλία που εκφώνησε στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση επί της πρότασης μομφής που κατέθεσε ο ίδιος.

«Ανελέητο σφυροκόπημα σε Μητσοτάκη και κυβέρνηση ΝΔ», παιάνιζαν την ίδια στιγμή τα φίλα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ μέσα ενημέρωσης. Επειδή, όμως, θα ακολουθούσε η ομιλία του πρωθυπουργού, ένας εκ των εκπροσώπων Τύπου της Κουμουνδούρου έσπευσε να δώσει γραμμή, ή ίσως και να προκαταλάβει όλους εκείνους που δεν παρακολουθούσαν απευθείας την κοινοβουλευτική συνεδρίαση, με την εξής διαπίστωση: «Θλιβερή η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή να προσπαθήσει να απαντήσει στον οδοστρωτήρα Τσίπρα».

Κι όλα αυτά γιατί; Για να δικαιολογηθεί η διαπίστωση με την οποία είχε νωρίτερα ξεκινήσει την ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας: «Έχετε τελειώσει πολιτικά κύριε Μητσοτάκη!», ήταν η άποψη που εξ αρχής εξέφρασε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ πριν αρχίσει να εκπέμπει τον γνωστό, αλλά και τόσο αντιφατικό εξάψαλμο κατά των μέσων ενημέρωσης. «Όσο υπάκουα είναι», ισχυρίστηκε «τόσο μεγαλύτερη χρηματοδότηση παίρνουν», αγνοώντας ότι και τα περισσότερα από τα μέσα που τον υποστηρίζουν δεν αδικήθηκαν από τα κονδύλια της πανδημίας.

Απέφυγε, βεβαίως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να μπει στον κόπο να παραθέσει κάποιο σχετικό στοιχείο που να δικαιολογεί τα λεγόμενά του. Διότι αν το έκανε, θα έπρεπε να βρει ένα τουλάχιστον σοβαρό επιχείρημα που να δικαιολογεί το λαϊκιστικό, ου μην αλλά και συνωμοσιολογικό, αφήγημα του. Ένα στην πραγματικότητα καταφανώς κατασκευασμένο αφήγημα που σχετίζεται με την προφανή πολιτική κακοδαιμονία με την οποία είναι αντιμέτωπος που τον κάνει να κοιμάται και να ξυπνάει με την εκτίμηση ότι φταίνε τα μέσα ενημέρωσης τα οποία ευλόγως διέγνωσαν ότι η πρόταση μομφής την οποία υπέβαλε ο κ. Τσίπρας στην παρούσα φάση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την αναζήτηση μιας σανίδας σωτηρίας από τα εμφανή προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα όπλα που του δίνουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής για να επιτεθεί στην κυβέρνηση και να εκθέσει τις ανεπάρκειες των πολιτικών της και τις αστοχίες των στελεχών της. Μόνον, όμως, που ακόμη και σε όσους δεν αρέσκονται στη δίκη προθέσεων, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητες οι σκοπιμότητες που υποκρύπτονται πίσω από τις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις κάθε πολιτικής παράταξης.

Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και οι πιο φιλικά διακείμενοι προς την Κουμουνδούρου δεν μπορούν να συγκαλύψουν το αυταπόδεικτο γεγονός ότι το έναυσμα για την πρόταση μομφής του κ. Τσίπρα δεν ήταν ο χιονιάς της περασμένης Δευτέρας και το… σπασμένο τηλέφωνο ανάμεσα στους ιθύνοντες της Αττικής Οδού και την ηγεσία της Πολιτικής Προστασίας που είχε ως αποτέλεσμα την απερίγραπτη ταλαιπωρία χιλιάδων οδηγών στον βαρυφορτωμένο από τα χιόνια περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της πρωτεύουσας. 

Άλλωστε, ακόμη και οι λιγότερο προσεκτικοί τηλεθεατές της, κατά τα λοιπά, γενικευμένης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκε το προηγούμενο τριήμερο στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν δυσκολεύτηκαν να αντιληφθούν ότι ο λόγος που στήθηκε όλο αυτό το σκηνικό είχε να κάνει με την διπλή πίεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. 

Μια πίεση που προέρχεται αφενός από την δημοσκοπική απειλή που προκαλεί για κείνον η (αδιαμφισβήτητη) εκτίναξη της επιρροής του Κινήματος Αλλαγής – ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή στην ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη και αφετέρου από την αδυναμία του κ. Τσίπρα να επιβάλει τις βουλήσεις του στο εσωκομματικό δυναμικό της παράταξης του που εμφορείται από τις ιδέες που είχε το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όταν αποτελούσε μια περιθωριακή πολιτική δύναμη.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας στην καταληκτική του ομιλία αφιέρωσε λιγότερο χρόνο στις ατχοχίες και στις αρρυθμίες που σχετίζονταν με το πρόβλημα της κακοκαιρίας, μένοντας, μάλιστα, σχεδόν άφωνος για τις ευθύνες των υπευθύνων της Αττικής Οδού, που η περιρρέουσα φημολογία θέλει να ανήκουν στον κύκλο των… συνομιλητών του. Αντιθέτως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αφιέρωσε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της αγόρευσης του στην (απέλπιδα;) προσπάθεια του υπόδικου τηλεπαρουσιαστή Μένιου Φουρθιώτη να αποδείξει ότι ήταν συνομιλητής κυβερνητικών στελεχών.

Όσο επιλήψιμο, όμως, κι αν είναι (που είναι!), ότι σοβαροί κατά τα λοιπά υπουργοί της κυβέρνησης βρίσκονταν σε διάλογο με ανθρώπους σαν τον Φουρθιώτη (σ.σ.: η στήλη είναι αναφερθεί επικριτικά και στο παρελθόν στο… ψοφοδεές πολιτικό πρόσωπο το οποίο κάνει υποκλίσεις στις υπερφίαλες απαιτήσεις τηλεπερσόνων που κινούνται στον υπόκοσμο της υποτιθέμενης «ενημέρωσης»), η κατάσταση αυτή επ΄ ουδενί δεν δικαιώνει την υποβολή της πρότασης μομφής από τον κ. Τσίπρα. 

Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, δεν είναι μόνον που καμία κυβέρνηση δεν έχει πέσει μέχρι τώρα από την κατάθεση πρόταση δυσπιστίας, όπως με βάση την επίσημη κοινοβουλευτική ορολογία αποκαλείται η «μομφή». Είναι πολύ περισσότερο που η υποβολή της μομφής δεν δικαιώθηκε από το επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν για να τη στηρίξουν. Άλλωστε, ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ενστερνιστεί την άποψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «έχει τελειώσει πολιτικά» ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

Σε πείσμα, λοιπόν, των βαρύγδουπων ισχυρισμών για «παραμάζωμα», «ανελέητο σφυροκόπημα» και «οδοστρωτήρα Τσίπρα», η πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου άσφαιρη ομοβροντία. Και αυτό διότι μπορεί να είναι να είναι εύκολο να μέμφεσαι κάποιον, αλλά αν αυτό γίνεται χωρίς επαρκή δικαιολογητική βάση, τότε ο κίνδυνος η μομφή να γίνει μπούμερανγκ είναι πολύ μεγάλος. 

Το πιθανότερο, δε, είναι ότι οι επόμενες δημοσκοπήσεις, των οποίων τα ευρήματα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αμφισβητηθούν από την αξιωματική αντιπολίτευση, θα το δείξουν!

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Με «Ιερεμιάδες» και… κατάρες δεν αρθρώνεται εναλλακτική πρόταση

 Η ανακοίνωση την περασμένη Τρίτη της απόφασης του πρωθυπουργού να καθιερώσει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό για τους συμπατριώτες μας που είναι πάνω από 60 ετών και δεν έχουν πειστεί ως τώρα να κάνουν την αυτονόητη κίνηση που θα σώσει τις ζωές των ίδιων και των γύρω τους, συνοδεύτηκε από έναν καταιγισμό «Ιερεμιάδων» οι οποίες κατέκλυσαν ένα μεγάλο μέρος από τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που, κακά τα ψέματα, αποτελούν τον κατ΄ εξοχήν προπαγανδιστικό μηχανισμό των πολιτικών δυνάμεων.

Με θρηνωδίες που δεν απείχαν καθόλου από τα θρηνητικά ποιήματα του βιβλικού προφήτη Ιερεμία που προέβλεπε την άλωση της Ιερουσαλήμ, ορισμένοι έφθασαν στο σημείο να προαναγγέλλουν ότι το μηνιαίο πρόστιμο των 100 ευρώ, το οποίο θα βεβαιώνει η ΑΑΔΕ σε όσους επιμένουν να μην εμβολιάζονται, θα αποτελούσε το… κύκνειο άσμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Το διαδίκτυο… πήρε φωτιά από τις πύρινες διακηρύξεις «αγωνιστών» του πληκτρολογίου που σε κάποιες περιπτώσεις προέτρεπαν τους πολίτες να βγουν στους δρόμους και στις πλατείες, χωρίς να διευκρινίζουν αν ήταν μόνον για να διαμαρτυρηθούν κατά της εμβολιαστικής «χούντας» ή για να δουν με τα μάτια τους την πτώση της κυβέρνησης που κατά πάσα πιθανότητα θα… απέκρυπταν τα «βοθροκάναλα» και τα υπόλοιπα… πετσοταϊσμένα συστημικά μέσα ενημέρωσης.

Για κάποιον, ωστόσο, περίεργο (;) λόγο οι επαναστατικές εκκλήσεις δεν βρήκαν την ανταπόκριση την οποία προοιωνίζονταν οι διαδικτυακοί «μαχητές». Από όσα τουλάχιστον έγιναν γνωστά (διότι ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κάποιος όλη την… αλήθεια που κρύβουν οι συνωμότες που οσονούπω θα αρχίσουν να κυνηγούν τους «αγωνιστές» με τις σύριγγες), μόνον ένας –αριθμός ένας!- εγνωσμένος «επαναστάτης» κατάφερε και βγήκε στην πλατεία του Γέρακα για να καταγγείλει την… κατάλυση του Συντάγματος. Ήταν ο γνωστός αοιδός που είναι από τους αυτοανακηρυγμένους αρχηγούς των «ψεκ».

Παρέμεινε, εξάλλου, αδιευκρίνιστο το πως ακριβώς αντέδρασε ο γνωστός καθηγητής Αιματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης ο οποίος μόλις ανακοινώθηκε το μέτρο έσπευσε να το χαρακτηρίσει «πινοσετικής έμπνευσης χαράτσι» και να διαπιστώσει ότι «μπλέξαμε». Ο ίδιος τον περασμένο μήνα είχε εισηγηθεί ως μόνη αποτελεσματική λύση τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, αλλά ίσως αυτή η μεταστροφή του να οφείλεται στο γεγονός ότι στο ενδιάμεσο ορίστηκε μέλος του λεγόμενου «think tank», το οποίο άλλοι το ονόμασαν «επιτροπή σοφών», που σχημάτισε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας.

Όπως και να έχει, πάντως, δεν είδε κανείς τον κ. καθηγητή να βγαίνει στο Καρτιέ Λατέν και να διαμαρτύρεται για τη «νεκρανάσταση» επί ελληνικού εδάφους του αλήστου μνήμης Αουγκούστο Πινοσέτ. Μπορεί στο μεταξύ να ενστερνίστηκε την άποψη του προσκείμενου στην αξιωματική αντιπολίτευση ταλαντούχου μουσικοσυνθέτη, ο οποίος στο αρχικό ξέσπασμα της πανδημίας είχε ανακαλύψει την πανάκεια κατά του κορωνοϊού που ακούσει στο όνομα «πρόπολη».

Ο ίδιος τώρα φαίνεται ότι βρήκε άλλον αποτελεσματικό τρόπο αντίδρασης στο «πινοσετικό χαράτσι», αφού όταν ρωτήθηκε σχετικά σε τηλεοπτικό μεσημεριανάδικο περιορίστηκε να πει: «Την κατάρα μου! Μη με βάλεις να πω κάτι άλλο… Την κατάρα μου».

Όλα αυτά δεν θα είχαν καμία ιδιαίτερη σημασία αν ήταν τόσο περιθωριακά όσο πραγματικά τούς αξίζει. Άλλωστε ποτέ δεν έλειψαν από τη δημόσια σφαίρα οι ιδιόρρυθμοι τύποι που επέλεγαν να είναι πνεύματα αντιλογίας είτε από ιδιοσυγκρασία είτε για να ξεχωρίσουν από τους πολλούς.

Η διαφορά τώρα βεβαίως είναι ότι οι ακρότητες που άκριτα εκφράζουν ορισμένοι στον δημόσιο διάλογο έχουν θανάσιμες συνέπειες για μια αξιομνημόνευτη μερίδα συμπολιτών οι οποίοι από ιδεοληψία, φόβο, αφέλεια ή απλή ημιμάθεια είναι έτοιμοι να ενστερνιστούν οποιαδήποτε παλαβομάρα κυκλοφορεί στους διαδικτυακούς καφενέδες των ημερών μας.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σοβαρά όταν πολλές από αυτές τις παλαβομάρες υιοθετούνται από πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα και διεκδικούν να την ξανακυβερνήσουν, όπως το κόμμα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η συζήτηση που έγινε την Τετάρτη στη Βουλή ήταν αποκαλυπτική για τη λαϊκίστικη μάχη των οπισθοφυλακών που επιμένει να δίνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. «Εγώ θέλω, κύριε Μητσοτάκη, να σας πω ότι η απόφαση που παίρνετε εγκυμονεί κινδύνους σε ό,τι αφορά και το κλίμα της κοινωνικής συνοχής, το οποίο είναι απαραίτητο για να καταπολεμήσουμε μια πανδημία, η οποία αποδεικνύεται από την ίδια την πραγματικότητα ότι δεν τελειώνει εδώ και ότι έχει πολυπαραγοντικές συνέπειες και (…) την εκτόξευση, αν θέλετε, της αντιεμβολιαστικής δημαγωγίας το επόμενο διάστημα», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας.

Είναι, ειλικρινά, απορίας άξιον σε ποιους ακριβώς στοχεύει και ποιους θέλει να εκπροσωπήσει ο τέως -και κατά δήλωσή του «αυριανός»- πρωθυπουργός με τέτοιες απόψεις. Όταν τρεις στους τέσσερις Έλληνες, που αποτελούν, κατά τεκμήριο, τους πιο νουνεχείς και νοήμονες συμπατριώτες μας, έχουν εμβολιαστεί και βρίσκονται στην αντίπερα όχθη, απορεί κανείς γιατί πρέπει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ταυτίζεται με τις μειοψηφίες των ψεκασμένων και θρησκόληπτων αρνητών της λογικής.

Ποιος, άραγε, μπορεί να πιστέψει, όπως υποστήριξε ο κ. Τσίπρας υιοθετώντας απόψεις του Διαδικτύου, ότι έχει ταξικά χαρακτηριστικά το ότι δεν υπάρχει κλιμάκωση στο πρόστιμο των 100 ευρώ ανάλογα με το αν είναι κανείς χαμηλοσυνταξιούχος ή ευκατάστατος;

Με αυτά και με αρκετά άλλα, έχοντας μπει στον τρίτο χρόνο της θητείας της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μοιάζει και είναι κυρίαρχη στο πολιτικό σκηνικό. Tην ίδια ώρα γινόμαστε μάρτυρες του παράδοξου φαινομένου να φθείρεται η αξιωματική αντιπολίτευση, παρά τα συχνά οφθαλμοφανή λάθη και τις προφανείς παλινωδίες των ασκούντων την εξουσία.

Όσο, πάντως, και αν προσπαθήσει να αναλύσει κανείς τη συγκεκριμένη κατάσταση, η απλή αλήθεια πίσω από όλα είναι ότι με «Ιερεμιάδες» και… κατάρες δεν αρθρώνεται πειστική εναλλακτική πολιτική πρόταση.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Αν σπάσεις το θερμόμετρο, δεν πέφτει ο… πυρετός!


Αν εξαιρέσει κανείς την αφορμή που ήταν τα όσα διαδραματίστηκαν στην Αυστρία και οδήγησαν στην παραίτηση του καγκελαρίου Σεμπάστιαν Κουρτς, καθόλου δεν πρωτοτυπεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την επιλογή του να στοχοποιήσει τις δημοσκοπήσεις και τα μέσα ενημέρωσης προτείνοντας να συσταθεί Εξεταστική των πραγμάτων Επιτροπή για να γίνει διερεύνηση των υποψιών που έχουν στην Κουμουνδούρου ότι το σύνολο των εταιριών που διεξάγουν μετρήσεις μετέχουν σε μια συνωμοσία εις βάρος τους. 

Έχει συμβεί πάμπολλες φορές κατά το παρελθόν οι πολιτικοί σχηματισμοί που υστερούν στις μετρήσεις να αντιδρούν στρεφόμενοι εναντίον των δημοσκόπων. Άλλοτε αντιδρούν αμφισβητώντας τη μεθοδολογία των ερευνών τους ή την αξιοπιστία των στοιχείων που συλλέγουν οι εταιρίες και δημοσιοποιούν τα media. Τις περισσότερες φορές, όμως, ξιφουλκούν εκτοξεύοντας βαρύτατες καταγγελίες, οι οποίες, συχνά, πυκνά, συνοδεύονται με απειλές για μηνύσεις και κάθε άλλου είδους δικαστικές προσφυγές. Απειλές, όμως, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν τελεσφορούν. Για τον απλούστατο λόγο ότι η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι δεν έχουν αντικείμενο.

Είναι, άλλωστε, οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες οι οποίοι όταν οι μετρήσεις των ίδιων ακριβώς εταιριών είναι ευνοϊκές για τις επιδιώξεις τους, όχι μόνον τις αποδέχονται, αλλά τις επικροτούν, τις επικαλούνται και τις διατυμπανίζουν. Και αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή,   χωρίς να παραβλέπει κανείς ότι σε κάποιες λίγες περιπτώσεις υπήρξαν όντως αστοχίες, ο γενικός κανόνας είναι ότι οι έρευνες των αναγνωρισμένων εταιριών για τις πολιτικές τάσεις που διαμορφώνονται στη χώρα μας δεν τα έχουν άσχημα.

Ακόμη και στην κραυγαλέα εξαίρεση που καταγράφηκε τον Ιούλιο του 2015 με τις ατυχείς, όπως απεδείχθησαν, προβλέψεις για το αποτέλεσμα του αλλοπρόσαλλου δημοψηφίσματος, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι στην ίδια παγίδα έπεσαν όλες ανεξαιρέτως οι εταιρίες που έκαναν μετρήσεις είτε για λογαριασμό των υποστηρικτών του «ναι» είτε με ανάθεση από τους θιασώτες του «όχι» το οποίο επικράτησε πανηγυρικά. Όπως επίσης δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι πολίτες μάλλον δεν επηρεάστηκαν από τα λανθασμένα ευρήματα των δημοσκόπων και ψήφισαν εκείνο που θεωρούσαν οι ίδιοι σωστό. Ανεξαρτήτως αν στην πορεία είδαν να εφαρμόζεται το ακριβώς αντίθετο…

Οι περιπτώσεις, άλλωστε, που οι δημοσκοπήσεις πέφτουν έξω, είναι ίσως το ισχυρό επιχείρημα που μαρτυρά τη σχετικότητα των ισχυρισμών περί χειραγώγησης της κοινής γνώμης που διατυπώνουν όσοι αναζητούν άλλοθι για την κακοδαιμονία τους. Αν, εξάλλου, αρκούσε η επίκληση μιας ή και περισσότερων δημοσκοπήσεων – «μαϊμού» για να αλλάξουν οι απόψεις των πολιτών, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε χάσει με τον συντριπτικό τρόπο που έχασε τις τελευταίες εκλογές, αφού η κοινή γνώμη θα είχε πειστεί ότι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα θα ήταν ο νικητής της κάλπης, όπως προεξοφλούσαν τα φιλικά του μέσα που επικαλούνταν μετρήσεις από εταιρίες «φαντάσματα».

Δεν ξέρω ειλικρινά αν «εξ ιδίων κρίνουν τα αλλότρια» εκεί στην Κουμουνδούρου, επειδή πέφτουν οι ίδιοι θύματα της ψευδούς πραγματικότητας που κατασκευάζουν, αλλά η τακτική της στρουθοκαμήλου, που ακολούθησαν όταν είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και εξακολουθούν να ακολουθούν και τώρα που είναι στην αντιπολίτευση, δεν τους έχει βγει σε καλό. Ενθυμούμαι για παράδειγμα ότι τόσο ο Νίκος Παπάς όταν άρχισε να ξετυλίγει το σχέδιο ελέγχου των τηλεοπτικών καναλιών όσο και ο Νίκος Κοτζιάς όταν υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών διερρήγνυαν τα ιμάτια τους ότι είχαν στα γραφεία τους (μυστικές;) μετρήσεις που διέψευδαν τις δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις που κατέγραφαν την έντονη διαφωνία της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών.

Δύο φορές ως τώρα, την πρώτη όταν ήταν ακόμη στο Μέγαρο Μαξίμου και τη δεύτερη πρόσφατα όταν ρωτήθηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης αν έχει αλλάξει αφότου έχασε την εξουσία, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει επικαλεστεί τον Μπρεχτ για να πει ότι δεν θέλει να αποτελέσει «μνημείο του εαυτού του». Η τακτική, ωστόσο, που ακολουθούν ο ίδιος και το κόμμα του δείχνει ότι ισχύει το ακριβώς. Όσο ήταν στην κυβέρνηση επιδόθηκαν σε ένα λυσσαλέο πόλεμο κατά των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων που δεν έδιναν γη και ύδωρ στην εξουσία τους, εμφανίζοντας τους συλλήβδην ως «αργυρώνητους».

Φαίνεται ότι δεν διδάχθηκαν τίποτε από το αποτέλεσμα που είχαν οι προσπάθειες τους οι οποίες κατέληξαν σε φιάσκο. Γι΄ αυτό και μάλλον συνεχίζουν απτόητοι, παρόλο που όλο δείχνουν ότι η Εξεταστική που ζήτησαν θα τους γυρίσει μπούμερανγκ. Το ίδιο λάθος, άλλωστε, που είχαν κάνει με τις Πρέσπες και την επιχείρηση καθυπόταξης των ΜΜΕ κάνουν και τώρα μα την καταψήφιση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας και όχι μόνον. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, αγνοούν τις μετρήσεις που δείχνουν ότι κινούνται στον αντίποδα όσων επιθυμεί η πλειονότητα των πολιτών και ανάμεσά τους ένα μεγάλο μέρος και εκείνων που στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ.             

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα που οι άνθρωποι έχουμε καταφέρει να μετρούμε τον πυρετό μας, κανείς δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος του, επειδή… έσπασε το θερμόμετρο. Η λύση της… παρακεταμόλης ήταν και παραμένει η μόνη αποτελεσματική μέθοδος για να πέσει ο πυρετός. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τις δημοσκοπήσεις που προσφυώς έχουν αποκληθεί «φωτογραφίες της στιγμής». Τα ευρήματα τους είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν με απειλές, συκοφαντίες και προπηλακισμούς των δημοσκόπων και των μέσων που τα φιλοξενούν…

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Οι… ορέξεις της απλής αναλογικής

 Με την φλεγματική, ή κατ΄ άλλους κυνική, διάθεση που τον χαρακτήριζε, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν άκουσε σε μια παλαιότερη συνεδρίαση της Βουλής έναν βουλευτή μικρότερου κόμματος να ξιφουλκεί κατά των κομμάτων εξουσίας εκείνης της εποχής που, κατά την άποψη του, «δεν τολμούσαν να εφαρμόσουν το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής», έσπευσε να σχολιάσει: «Μα, κύριε συνάδελφε, για να μπει κανείς στη Βουλή, δεν αρκεί η απλή αναλογική, χρειάζονται και ψήφοι…».

Θυμήθηκα το άκρως χαρακτηριστικό αυτό κοινοβουλευτικό στιγμιότυπο καθώς το τελευταίο διάστημα αναπτύσσεται μια έντονη παραφιλολογία περί της δημιουργίας νέων πολιτικών σχηματισμών, τα οποία λέγεται ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν το γεγονός ότι στις επόμενες βουλευτικές εκλογές η κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών θα γίνει με το σύστημα της απλής αναλογικής.

Η συμπεριφορά, για παράδειγμα, του βουλευτή Κωνσταντίνου Μπογδάνου αποδίδεται από ορισμένους σε τέτοιους υπολογισμούς που φέρεται να κάνει ο πρώην δημοσιογράφος για τον οποίο λέγεται ότι έχει βλέψεις να ηγηθεί του πολιτικά «ορφανού» μετά την φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής ακροδεξιού ακροατηρίου το οποίο «συγκινείται» από την εμφυλιοπολεμική ρητορική, αρέσκεται σε ξενοφοβικές εξάρσεις και επικροτεί τους λαϊκίστικους ακτιβισμούς που γίνονται για το θεαθήναι.

Η περίπτωση Μπογδάνου δεν είναι η μοναδική που μαρτυρά μια σχετική κινητικότητα η οποία παρατηρείται τόσο στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος όσο και στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό. Είναι μια κινητικότητα, η οποία βρίσκεται ακόμη στην πρόωρη φάση της αναζήτησης ρόλου που απασχολεί διάφορα πρόσωπα και, κατά τα φαινόμενα, θα ενταθεί το επόμενο διάστημα που θα ξεκαθαρίσει και το τοπίο με την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής και θα αρχίσει η ουσιαστική αντίστροφη μέτρηση προς τις προσεχείς κάλπες.        

Η αλήθεια είναι ότι η διεθνής αλλά και η εγχώρια εμπειρία δείχνουν ότι η απλή αναλογική λειτουργεί συνήθως αποσυσπειρωτικά για τις μεγάλες πολυσυλλεκτικές παρατάξεις. Κι αυτό διότι με την απλή αναλογική ενισχύονται οι τάσεις κατακερματισμού του πολιτικού συστήματος που προκαλούνται αφενός επειδή σε κάποιες περιπτώσεις προκύπτουν πραγματικές ανάγκες έκφρασης κάποιων κοινωνικών δυνάμεων και αφετέρου επειδή, σε άλλες περιπτώσεις, εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα πρόσωπο με ηγετικές φιλοδοξίες που θέλει να στήσει τον δικό του, συνήθως προσωποπαγή για τα δικά μας δεδομένα, σχηματισμό.

Στις παρούσες συνθήκες, ωστόσο, όλα αυτά μοιάζουν να κινούνται απολύτως στη σφαίρα της θεωρίας και να μην βρίσκουν αντιστοίχιση στην πραγματικότητα. Από όλες, εξάλλου, τις μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης που έχουν γίνει στους 27 μήνες που έχουν παρέλθει από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, προκύπτει ότι το πολιτικό σκηνικό είναι διαμορφωμένο σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που ήταν και στις τελευταίες βουλευτικές κάλπες. Ο μετακινήσεις ψηφοφόρων που παρατηρούνται είναι πολύ περιορισμένες και, προσώρας, τουλάχιστον, στον ορίζοντα δεν διακρίνεται κάποιος παράγων ικανός να ανατρέψει την υφιστάμενη διάρθρωση του πολιτικού συστήματος.

Οι εξηγήσεις που μπορεί να δώσει κανείς γι΄ αυτή την εικόνα είναι πολλές και σίγουρα οι λόγοι που την διαμορφώνουν έχουν να κάνουν τόσο με τις συνθήκες στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο όσο και με τα πρόσωπα που διαδραματίζουν ή ενδιαφέρονται να διαδραματίσουν ρόλους. Γενικότερα μιλώντας θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος την άποψη ότι η πλειονότητα του κοινωνικού σώματος αισθάνεται κουρασμένη από την περιπέτεια της τελευταίας δωδεκαετίας και προτιμά η πολιτική ζωή του τόπου να μπει σε ήρεμα νερά χωρίς αναταράξεις και τρικυμίες.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι βέβαιο ότι συνέβαλε σημαντικά και η πρωτοβουλία της σημερινής κυβέρνησης να αλλάξει ήδη από την αρχή της θητείας της τον εκλογικό νόμο, καταργώντας την απλή αναλογική που θα ισχύσει μόνον στις επόμενες εκλογές. Από την μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση θα εφαρμοστεί νέο σύστημα το οποίο έχει ρήτρα για κλιμακωτό «μπόνους» εδρών υπέρ του πρώτου κόμματος που στην πραγματικότητα δίνει περίπου τον ίδιο κοινοβουλευτικό συσχετισμό δυνάμεων που έδινε και το σύστημα που εφαρμόστηκε επί σειρά ετών έως την τελευταία αναμέτρηση του Ιουλίου του 2019.

Για να μην θεωρητικολογούμε, όμως, ας δούμε τις επιπτώσεις στην κατανομή των εδρών που θα έχει η εφαρμογή των συστημάτων της απλής αναλογικής και του κλιμακωτού μπόνους που θα ισχύσουν στις δύο επόμενες αναμετρήσεις με βάση τα ποσοστά που είχαν τα κόμματα που βρίσκονται στη σημερινή Βουλή. Η ΝΔ, με το ποσοστό 39,9% που είχε τον Ιούλιο του 2019, θα πέσει, από τις 158 έδρες που διαθέτει τώρα, στις 130, αλλά θα επανέλθει και πάλι στις 158 αν διατηρήσει το ίδιο ποσοστό στην, τρόπον τινά, επαναληπτική εκλογή που θα γίνει εφόσον δεν σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση στις πρώτες κάλπες.

Αντιστοίχως ο ΣΥΡΙΖΑ, που με το 31,5% του 2019 έχει σήμερα 86 έδρες, θα αυξήσει τους βουλευτές του σε 103 με την απλή αναλογική και θα επανέλθει στους 86 με το σύστημα του κλιμακωτού μπόνους που υιοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση. Το ίδιο περίπου θα συμβεί και με τα υπόλοιπα κόμματα: το ΚΙΝΑΛ (με το 8,1%) θα πάει από τις 22 στις 27 έδρες και θα επιστρέψει πάλι στον προηγούμενο αριθμό, το ΚΚΕ (με το 5,3%) θα πάει προσωρινά από τις 15 στις 17 έδρες, ενώ η Ελληνική Λύση (με το 3,7%) θα αυξήσει επίσης πρόσκαιρα κατά 2 τους 10 βουλευτές που διαθέτει τώρα, όπως και το ΜέΡΑ25 (3,4%) που θα πάει προσωρινά από τους 9 στους 11 βουλευτές.

Συμπερασματικά, λοιπόν, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάτι σημαντικό που θα ανατρέψει άρδην τα τωρινά δεδομένα, όσοι «ορέγονται» μερίδιο εξουσίας επειδή μόνον και μόνον θα ισχύσει η απλή αναλογική στις επόμενες εκλογές, το πιθανότερο είναι ότι θα μείνουν με την… όρεξη!

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Και που να μην εξημέρωνε τα ήθη η μουσική….

 

            Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν, όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο ιστορικός Πολύβιος, πεπεισμένοι ότι η μουσική εξημερώνει τα ήθη. Τα οποία ήθη θεωρούσαν ότι επηρεάζονται από το φυσικό περιβάλλον και ειδικότερα από την τραχύτητα του τόπου και τα κλιματολογικά φαινόμενα.

            Είκοσι δύο αιώνες αφότου ο Πολύβιος έκανε, αναφερόμενος μάλιστα στους συμπατριώτες του Αρκάδες, αυτή την τόσο σημαντική παρατήρηση, η οποία στην πορεία του χρόνου έγινε παγκοσμίως αποδεκτή, είναι απορίας άξιον ότι ζουν ανάμεσα μας άνθρωποι οι οποίοι πήγαν την περασμένη Τετάρτη στη Μητρόπολη της Αθήνας για να πουν, υποτίθεται, το στερνό αντίο στον τρισμέγιστο Μίκη Θεοδωράκη και, με αυτή την ευκαιρία, να αποδοκιμάσουν τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. 

             Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι οι άνθρωποι αυτοί ενστερνίστηκαν κάτι από τα όσα υψιπετή εξέπεμπε η αξεπέραστη μουσική ιδιοφυία του παγκοσμίως καταξιωμένου μουσουργού. Και το πιθανότερο είναι ότι δεν κατάφεραν να αντιληφθούν το παραμικρό από την ξεχωριστή στάση ζωής της τεράστιας αυτής προσωπικότητας που στη μακρά και πολυσχιδή διαδρομή της στη δημόσια σφαίρα δεν βολεύτηκε ούτε στιγμή στους εύκολους και απλοϊκούς διαχωρισμούς.

Δεν είναι μόνον που τη μουσική του Μίκη, λιγότερο ή περισσότερο, την σιγοτραγουδήσαμε όλοι μας, ανεξαρτήτως αν αισθανόμασταν αριστεροί, δεξιοί ή κεντρώοι. Είναι, πολύ περισσότερο, που ο ίδιος, ο οποίος συχνά αισθανόταν, σύμφωνα με δικό του παραλληλισμό, ως «τάνκερ στη λίμνη των Ιωαννίνων», μαχόταν αταλάντευτα για την ενότητα του ελληνικού Έθνους. Και η επιμονή του σε αυτόν τον στόχο απετέλεσε ίσως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του.

Μόνον τυχαίο, άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι ο Μίκης που εξέφρασε επιθυμία «να πεθάνει σαν κομμουνιστής», θέλησε η κηδεία του να γίνει με όλο το τελετουργικό της ελληνορθόδοξης παράδοσης μας. Εξάλλου, αυτός ο αμετανόητα Αριστερός, που αν και υπέστη τα πάνδεινα, έμεινε πιστός στην κοσμοθεωρία του, δεν δίστασε, όταν πίστεψε ότι οι καιροί το επέβαλαν, να εκστομίσει το σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς», να ορκιστεί υπουργός σε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ή να καταγγείλει ως χειρότερη μορφή φασισμού την αριστερόστροφη.

Τι αλήθεια μπορεί να κατάλαβαν από το έργο και τη ζωή του Μίκη όλοι αυτοί που πήγαν στη Μητρόπολη για να γιουχαΐσουν τον πολιτικό τους αντίπαλο; Και ποιο, άραγε, μήνυμα θέλησαν να περάσουν τόσο οι ίδιοι όσο και εκείνοι που έσπευσαν να τους επικροτήσουν; Με αφορμή, μάλιστα, το ότι –κακώς- δεν δόθηκε μεγάλη ειδησεογραφική έμφαση στο γεγονός, ορισμένοι, γνωστοί και μη εξαιρετέοι ελεεινολόγοι και ελεεινολογούντες, έσπευσαν –αν είναι δυνατόν!- να κηρύξουν το επερχόμενο τέλος της ελληνικής δημοσιογραφίας...

Δίχως αμφιβολία είναι μεγάλο το δίλημμα για το αν πρέπει να προβάλλονται ή όχι τέτοιες αθλιότητες. Και ίσως ακόμη μεγαλύτερο είναι το δίλημμα σχετικά με τον τρόπο προβολής τέτοιων περιστατικών. Η πλήρης αποσιώπηση είναι σίγουρα η χείριστη των πιθανών επιλογών. Από την άλλη, όμως, αναρωτιέται κανείς πόσο σωστή είναι η επιλογή να γίνονται κυρίαρχο θέμα τέτοια ακραία και, ίσως, περιθωριακά φαινόμενα. Και αυτό χωρίς την ίδια ώρα να στηλιτεύεται η παραβίαση κάθε έννοιας για στοιχειώδη κοινωνική συμβίωση και κάθε κανόνα που επιβάλλει πολιτισμένη πολιτική αντιπαράθεση.

Ο τόπος μας, κακά τα ψέματα, έχει μακρά παράδοση διχασμών και έχει υποφέρει αρκετά από τέτοια περιστατικά τόσο στο απώτερο όσο και στο πρόσφατο παρελθόν. Η γραφικότητα, για παράδειγμα, του νεαρού, ο οποίος κατά την πρώιμη μνημονιακή περίοδο μούντζωνε προς τους επισήμους στη διάρκεια μαθητικής παρέλασης, οδήγησε πολύ σύντομα στη διάλυση της στρατιωτικής παρέλασης της Θεσσαλονίκης. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο βρεθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε από τις πλατείες των λεγόμενων «Αγανακτισμένων» στα «Τάγματα Εφόδου» της Χρυσής Αυγής και στο κυνήγι ακόμη σε ταβέρνες των πολιτικών που ήταν σε θέσεις εξουσίας.

Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι δεν υπήρξε ομόθυμη καταδίκη των όσων από κάθε άποψη απαράδεκτων συνέβησαν στη κηδεία του Μίκη, που θεωρώ ότι όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι συμφωνούν πως ήταν ο πλέον ακατάλληλος τρόπος για να εκφραστούν πολιτικές προτιμήσεις ή για επιχειρήσει κανείς να προσποριστεί πολιτικά οφέλη, φαίνεται ότι τα παθήματα του παρελθόντος μάλλον δεν έχουν γίνει μαθήματα. Γενικότερα, άλλωστε, μιλώντας, όπως δείχνει και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία τα θέματα της πανδημίας είναι σαφές ότι για ένα αξιοσημείωτο ποσοστό συμπολιτών μας, ο ανορθολογισμός, δυστυχώς, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη επιλογή.

Με άλλα λόγια, όσο υπάρχουν άνθρωποι που πάνε στην κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη για να γιουχάρουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη, μοιάζει συμβατό να βρίσκει κάποιος τόσους πολλούς γύρω μας που είναι διατεθειμένοι να δωροδοκήσουν γιατρούς για να τους δώσουν ψεύτικο πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης από κορωνοϊό. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που ακούν τη μουσική του Μίκη και δεν… εξημερώνονται, τα πράγματα θα συνεχίσουν να παραμένουν πολύ δύσκολα.         

Ή, για να το πούμε με τον εμβληματικό στίχο του Οδυσσέα Ελύτη, που τόσο περίτεχνα μελοποίησε ο αιώνιος Μίκης, κάνοντάς τον κτήμα όλων μας, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή...».