Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΡΙΖΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΡΙΖΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η… ματαιότητα της μομφής και η κρίση για τους κρίνοντες


Στην πολιτική καθημερινότητα γίνονται πολύ συχνά πράγματα τα οποία, παρόλο που είναι προφανώς μάταια, δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει, ιδίως αν είναι επαγγελματίας του είδους και έχει επιλέξει να ακολουθήσει την πεπατημένη.

Πάρτε για παράδειγμα τις διάφορες συναθροίσεις κομματικών οργάνων, στις οποίες μαζεύονται οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι που, μάλιστα, κατά τεκμήριο συμφωνούν μεταξύ τους και αναλώνονται σε χειροκροτήματα προς τον ομιλητή, ο οποίος συνήθως είναι ο αρχηγός τους με τον οποίο ουδείς διαφωνεί.

Η όλη τελετουργία στήνεται αποκλειστικά και μόνον για το τηλεοπτικό θεαθήναι και πιο συγκεκριμένα για να επιλέξουν οι δημοσιογράφοι μια ατάκα που θα παίξει στα δελτία ειδήσεων και θα γίνει τίτλος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Έναν τέτοιο χαρακτήρα είναι σαφές πως είχε, για όποιον τουλάχιστον διέθετε τον χρόνο και την υπομονή να την παρακολουθήσει, η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση με αφορμή το πολυσυζητημένο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.

Με εξαίρεση ίσως λίγους πολύ θερμοκέφαλους φανατικούς, δεν μπορώ να φανταστώ άλλους και κυρίως ανθρώπους με στοιχειώδη κοινό νου που να θεώρησαν ότι πλησίαζε η ώρα να πέσει η κυβέρνηση όταν είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να βγαίνει το πρωί της περασμένης Τρίτης από τα γραφεία της ΑΔΑΕ με τον γνωστό φάκελο ανά χείρας και το βράδυ της ίδιας μέρας να προαναγγέλλει έξω από το Προεδρικό Μέγαρο ότι την επομένη ημέρα θα δημοσιοποιούσε το περιεχόμενό του από το βήμα της Βουλής.

Δεν ήταν μόνον που τα στοιχεία του φακέλου τον οποίο κρατούσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαρρεύσει στα φιλικά του μέσα λίγο μετά την αναχώρησή του από τα γραφεία της ανεξάρτητης αρχής, που είναι ταγμένη να… διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών, ήταν πολύ περισσότερο που το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση προέτρεπε επισήμως, δια του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση μομφής (δυσπιστίας).

Κακά τα ψέματα, όμως, παρόλο που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει το momentum του πολιτικού αιφνιδιασμού, που είναι συνήθως εκείνο που δίνει υπόσταση σε τέτοιες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, η πρόταση μομφής, την οποία εντέλει υπέβαλε ο κ. Τσίπρας, ήταν πλέον μονόδρομος. Ήταν μια πρόταση, την οποία δεν μπορούσε να ματαιώσει, ακόμη και αν ο ίδιος ήταν βέβαιος -που ήταν!- για το προεξοφλημένο αποτέλεσμά της.

Με βάση τις εγχώριες, αλλά και τις διεθνείς, κοινοβουλευτικές παραδόσεις, οι προτάσεις δυσπιστίας αποκτούν πολιτικό νόημα σε δύο περιπτώσεις:

*Πρώτον όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει ζητήματα εσωτερικής συνοχής, και

*Δεύτερον, όταν βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καμία από τις δύο προϋποθέσεις δεν φαίνεται να εκπληρώνεται.

Η «επένδυση» στελεχών και υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ στη διαφοροποίηση «καραμανλικών» και «σαμαρικών» βουλευτών, ήταν εξ αρχής μια απόλυτη ψευδαίσθηση που κατέληξε φρούδα ελπίδα.

Δεν υπάρχει βουλευτής που να έχει εκλεγεί με κάποιο κόμμα και να είναι διατεθειμένος λίγες βδομάδες πριν από την προκήρυξη των εκλογών να αποσκιρτήσει από την παράταξη με την οποία εξελέγη.

Πολύ περισσότερο όταν αυτή η παράταξη προηγείται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις και στην κοινωνία δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που να προοιωνίζονται πολιτική αλλαγή.

Συμπερασματικά, η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης ήταν μια αναμφισβήτητα μάταιη πρωτοβουλία. Μάταιη υπό την έννοια ότι ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.

Αν η σκοπιμότητα της πρόκλησης της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης εξαντλείται στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης ότι η κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε αντιθεσμικές και ενδεχομένως παράνομες διαδικασίες, έχει καλώς. Ως εκεί όμως.

Διότι, κατά τα λοιπά, είναι ακραία αντιφατικό την ίδια ώρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την έκφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας», στελέχη του κόμματος από το ίδιο το βήμα της Βουλής να μιλούν για «διεφθαρμένους εισαγγελείς» που έθεσαν στο αρχείο υποθέσεις που κινήθηκαν από τους ίδιους σε βάρος πολιτικών τους αντιπάλων.

Θα πρέπει κάποια στιγμή σε αυτόν τον τόπο να συμφωνήσουμε όλοι ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τη Δικαιοσύνη, όπως πολύ σωστά δήλωνε πριν από λίγο καιρό ο κ. Τσίπρας έξω από το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και να μην το κάνουμε αυτό επιλεκτικά.

Δεν γίνεται να θεωρείται αδέκαστος ο Χρήστος Ράμμος επειδή έγινε πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής κατόπιν εισηγήσεως του γνωστού και μη εξαιρετέου Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και να στοχοποιείται ανελέητα ο Ισίδωρος Ντογιάκος επειδή ανέλαβε το αξίωμα του με πρόταση του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα.

Αναμφίβολα και οι κρίνοντες κρίνονται για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Αλλά με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Και όχι με απολύτως ιδιοτελή κριτήρια.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Ποιον συμφέρει η προεκλογική πόλωση;


Το «ποδαρικό» στην ακραία κομματική πόλωση που έκαναν τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης και ο μέχρι πρότινος εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Νάσος Ηλιόπουλος θα αμέμενε κανείς ότι θα ακολουθείτο από ένα τσουνάμι αντιδράσεων από το πολιτικό δυναμικό, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους λεγόμενους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Δύο από τα υπερπροβεβλημένα στελέχη των κομμάτων εξουσίας αντάλλαξαν ύβρεις –«είσαι κλόουν», «είστε άθλια υποκείμενα»- και αν οι οικοδεσπότες του τηλεοπτικού πρωινάδικου που τους «φιλοξενούσε» τους άφηναν αχαλιναγώγητους ουδείς γνωρίζει που θα κατέληγαν. Φεύ, όμως!

Ο άγριος καβγάς που είχαν μπροστά στις κάμερες αντιμετωπίστηκε ως κάτι σύνηθες. Ούτε οι ηγεσίες των κομμάτων τους τούς κάλεσαν να δώσουν εξηγήσεις. Ούτε φυσικά οι ίδιοι ένοιωσαν την ανάγκη να απολογηθούν για τη συμπεριφορά την οποία είχαν και την εικόνα που παρουσίασαν.

Με κυνικότητα, μάλιστα, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι δεν αποκλείεται και ο ένας και ο άλλος να έφυγαν από τα τηλεοπτικά στούντιο ικανοποιημένοι για τη στάση τους. Είναι, άλλωστε, σαφές για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ της εγχώριας πολιτικής ζωής, ότι οι τηλεοπτικοί καβγάδες είναι σχεδόν πάντοτε άκρως αποδοτικοί για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους.

Οι οποίοι συχνά μόλις κλείνουν οι κάμερες φεύγουν… αγκαλιασμένοι από τα τηλεοπτικά πλατό.

Κακά τα ψέματα, οι φανατικοί οπαδοί, ανεξαρτήτως παρατάξεως, αρέσκονται στις επιθετικές συμπεριφορές που επιδεικνύονται τα στελέχη των κομμάτων που υποστηρίζουν. Έτσι όσο πιο εριστικός προς τους αντιπάλους του είναι κάποιος πολιτικός, τόσο πιο δημοφιλής γίνεται στους απαρτίζοντες τον κομματικό πυρήνα.

Μπορεί την ίδια ώρα να γίνεται απεχθής σε όλους τους υπολοίπους, που είτε είναι μετριοπαθείς και νουνεχείς πολίτες, είτε ανήκουν στους φανατικούς της άλλης πλευράς, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την εκτίναξη των προσωπικών του μετοχών στο εσωτερικό του κομματικού χρηματιστήριου.

Θα μπορούσε, μάλιστα, χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής να υποστηρίξει κανείς ότι όσο απεχθέστερος γίνεται κάποιος στα μάτια του αντίπαλου οπαδικού ακροατηρίου τόσο μετατρέπεται σε ολοένα και μεγαλύτερο αντικείμενο λατρείας για τους οπαδούς του δικού του χώρου. Τα παραδείγματα είναι πολλά τόσο από παλαιότερες πολιτικές περιόδους όσο και από την τρέχουσα που τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα.

Τυχάρπαστα πρόσωπα που δημιουργούν θόρυβο γύρω από το όνομα τους, ξεχωρίζουν χωρίς να διαθέτουν κανένα απολύτως χάρισμα πέραν ίσως του θράσους και της συγκρουσιακής ορμής που επιδεικνύουν.

Στον αντίποδα, σοβαροί άνθρωποι με επαγγελματικές περγαμηνές και διακρίσεις που έχουν προτάσεις να καταθέσουν και αρθρώνουν ουσιαστικό πολιτικό λόγο δυσκολεύονται να σπάσουν το φράγμα της αποσιώπησης με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι επειδή δεν θορυβούν και, ως εκ τούτου, «δεν κάνουν νούμερα», ικανά να τους εξασφαλίσουν περισσότερες προσκλήσεις για τηλεοπτικές εμφανίσεις.

Δεν είναι τυχαίος, εξάλλου, ο πολύ περιορισμένος αριθμός των πολιτικών στελεχών που καλούνται στις ουκ ολίγες τηλεοπτικές εκπομπές.

Με υπαιτιότητα άλλοτε των υπευθύνων των εκπομπών που απευθύνουν τις προσκλήσεις και άλλοτε των επικοινωνιακών επιτελείων των κομμάτων που επιλέγουν τους εκπροσώπους που στέλνουν στα τηλεοπτικά πάνελ, το βασικό κριτήριο επιλογής είναι τις περισσότερες φορές η κακώς εννοούμενη μαχητικότητα.

Τα προηγούμενα χρόνια που ήταν χρόνια μεγάλης πολιτικής έντασης, αρχικά εξαιτίας της πίεσης που ασκήθηκε από τις μνημονιακές πολιτικές σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και εν συνεχεία λόγω της οξύτητας που πυροδότησε η διχαστική στρατηγική της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τα έξαλλα και… ζοχαδιακά πολιτικά στελέχη κέρδιζαν κατά κράτος εξοβελίζοντας από το πεδίο όσους επιχειρούσαν να πάρουν αποστάσεις από τα εύπεπτα λαϊκίστικα αφηγήματα για τους «καλούς» της μιας πλευράς και το «απόλυτο καλό» της άλλης όχθης.

Εκείνα που έθρεψαν τη «Χρυσή Αυγή» και καλλιέργησαν τον «χρυσαυγητισμό».

Παρά ταύτα, πάντως, και καθώς βαθμιαία η Ελλάδα επιστρέφει -με αργούς ρυθμούς είναι η αλήθεια- στην κανονικότητα είναι απορίας άξιον αν η μακρά προεκλογική περίοδος που διανύουμε -και η οποία έχει ακόμη μακρύ δρόμο μπροστά της- αποτελεί το κατάλληλο πλαίσιο για να συνεχίζεται αενάως η τοξική αντιπαράθεση. Διότι μπορεί οι φιλέριδες πολιτικοί, οι οποίοι είτε είναι έτσι από τη φύση τους είτε παίζουν αυτό τον ρόλο, να αφιονίζουν το φανατικό κοινό της μιας ή της άλλης παράταξης, την ίδια στιγμή, όμως, απωθούν όλους όσοι δεν υποστηρίζουν τυφλά και άκριτα μια παράταξη.

Αν, μάλιστα, επιβεβαιωθεί η υπόθεση ότι στις επερχόμενες εκλογές, περισσότερο ίσως από όλες τις προηγούμενες, οι πολίτες χωρίς ιδιαίτερη κομματική ταύτιση θα είναι εκείνοι που με την επιλογή την οποία θα κάνουν στις κάλπες θα κρίνουν την έκβαση του αποτελέσματος, τότε η χρησιμότητα των στελεχών που ποντάρουν στον φανατισμό γίνεται όλο πιο περιορισμένη.

Διότι μπορεί η πόλωση, η οξύτητα και η τοξικότητα που προκαλούν να βοηθούν τους ίδιους, που «τρώνε από τα έτοιμα», σαρώνοντας τους σταυρούς των φανατικών, είναι, όμως, αμφίβολη η συνεισφορά τους στην προσέλκυση άλλων ψηφοφόρων.

Όποια ηγεσία το συνειδητοποιήσει γρηγορότερα και το εφαρμόσει αποτελεσματικότερα θα είναι πιθανότατα εκείνη που θα βγει κερδισμένη.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Καμπανάκια για τον Νίκο Ανδρουλάκη


Πριν από σχεδόν έναν χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2021, το εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το οποίο έμοιαζε σχεδόν αμετάβλητο και παγιωμένο επί περίπου μια εξαετία, εμφάνισε κάποιες πρώτες τάσεις ανατροπής.

Από τον Ιανουάριο του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκατοντάδες δημοσκοπήσεις, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τα αποτελέσματα που έβγαλαν οι κάλπες του Μαΐου και του Ιουλίου του 2019, έδειχναν πάνω κάτω την ίδια εικόνα: η ΝΔ να προηγείται σταθερά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στη διεκδίκηση της εξουσίας και ο ρόλος των υπόλοιπων κομμάτων να είναι επί της ουσίας περιθωριακός και προβλέψιμος, όπως και η σειρά κατάταξή τους.

Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, τον περυσινό Δεκέμβριο, προκάλεσε ισχυρές πολιτικές εντυπώσεις, οι οποίες δεν άργησαν να αποτυπωθούν και στα ευρήματα όλων των ερευνών με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Ο «νέος παίκτης», για τον οποίο έκαναν λόγο πρωτοσέλιδα των εφημερίδων εκείνης της περιόδου, έδειχνε ικανός να ρυμουλκήσει στη δική του ανοδική πορεία και τις πενιχρές επιδόσεις του άλλοτε κραταιού κόμματός του. Όπως και να δώσει πνοή στις προσδοκίες για απόκτηση του ρυθμιστικού ρόλου τον οποίο συνήθως διεκδικούν τα κόμματα που προσπαθούν και καταφέρνουν να ξεφύγουν από την άχαρη και αδιάφορη θέση της ελάσσονος αντιπολίτευση.

Έχοντας εισροές ψηφοφόρων τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη έδειξε τον πρώτο καιρό να πλησιάζει επικίνδυνα τον ΣΥΡΙΖΑ, απειλώντας, μάλιστα, σε μεταγενέστερο χρόνο να του αποσπάσει και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. 

Σε κάποιες από τις δημοσκοπήσεις εκείνης της περιόδου βρέθηκε σε θέση βολής, καθώς το ποσοστό που συγκέντρωνε απείχε μόλις τέσσερις μονάδες από την Κουμουνδούρου. Για την ακρίβεια, το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν να έχει στην πρόθεση ψήφου ποσοστό 15%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προσγειωνόταν ανώμαλα στο 19%.

Η συνέχεια, ωστόσο, κάθε άλλο παρά δικαίωσε τις αρχικές προσδοκίες, αφού δώδεκα μήνες αργότερα το ΠΑΣΟΚ έχει πάρει για τα καλά την κατιούσα. Με αποτέλεσμα να απέχει ελάχιστα από την απώλεια του διψήφιου ποσοστού που φαινόταν να έχει κατοχυρωμένο όλο το προηγούμενο διάστημα.

Στον απόηχο του σκανδάλου διαφθοράς των Βρυξελλών που είχε (συμ)πρωταγωνίστρια την ευρωβουλευτή του Εύα Καλή, οι πρόσφατες μετρήσεις δείχνουν να υποχωρεί στο 10,5%.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι αποκαλύψεις για την εμπλοκή της Καϊλή στο πολύκροτο Qatargate επιβεβαίωσαν την προϊούσα φθορά των επιδόσεων του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήδη είχε απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη που του είχε προσδώσει η προ έτους αλλαγή στην ηγεσία. 

Τα πράγματα απλώς έγιναν λίγο χειρότερα εξαιτίας των χειρισμών στο σκάνδαλο με την πράσινη ευρωβουλευτή, για την οποία μάλλον ουδείς επείσθη ότι έκανε όσα έκανε επειδή λειτουργούσε ως «δούρειος ίππος του Μαξίμου», όπως θέλησε να την εμφανίσει ο κ. Ανδρουλάκης. Άλλωστε, ακόμη και αν είχε δίκιο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, το timing στο οποίο έκανε την καταγγελία, κάθε άλλο παρά απάλλαξε το κόμμα του από το άγος του σκανδάλου.

Σε κάθε περίπτωση η δημοσκοπική υποχώρηση είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα και όλα δείχνουν ότι οφειλόταν στα θολά και αντικρουόμενα μηνύματα που εξέπεμπε η Χαριλάου Τρικούπη στο μείζον ζητούμενο των επερχόμενων εκλογών που δεν είναι άλλο από τη διακυβέρνηση της χώρας. 

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να αποκομίσει κέρδη από την υπόθεση της διπλής παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη τόσο από το κακόβουλο λογισμικό Predator όσο και από την ΕΥΠ. Οι ισχυρισμοί ότι δεν τον στήριξαν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης συνιστούν μόνον προσχηματικές δικαιολογίες.

Η αρχική συμπάθεια που δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπο του παρακολουθούμενου γρήγορα εξαϋλώθηκε, αφού η επαμφοτερίζουσα στάση της Χαριλάου Τρικούπη διευκόλυνε τις κινήσεις εκτόνωσης και διαφυγής από το σκάνδαλο στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση. Με αποτέλεσμα την όποια φθορά, εν τέλει, προκλήθηκε να την καρπωθεί μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Ποιος ξεχνά άλλωστε ότι μόλις ανακοινώθηκε το κυβερνητικό νομοσχέδιο με τις θεσμικές αλλαγές, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ τοποθετήθηκε θετικά, ενώ στη συνέχεια το κόμμα του το αποδόμησε;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ρόλος του Νίκου Ανδρουλάκη είναι δύσκολος καθώς το κόμμα του είναι διχασμένο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινείται τόσο απέναντι στην κυβέρνηση όσο και στην αξιωματική αντιπολίτευση. 

Η πλειονότητα του εκλογικού του ακροατηρίου, σε ποσοστό περίπου 60%, διάκειται φιλικά προς τη σημερινή κυβέρνηση και εξακολουθεί να διατηρεί έντονα αντιΣΥΡΙΖΑ ανακλαστικά. 

Υπάρχει, όμως, και μια ισχυρή μειοψηφία της τάξης περίπου του 30% που είναι έντονα αντιδεξιά και υποστηρίζει ότι συνεργασία μπορεί να υπάρξει μόνον σε κεντροαριστερή κατεύθυνση και άρα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το πρόβλημα του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ είναι ότι όχι μόνον δεν κατάφερε να ομογενοποιήσει αυτές τις αντικρουόμενες προσεγγίσεις των στελεχών, οπαδών και ψηφοφόρων της παράταξής του αλλά μάλλον τις όξυνε. 

Ειδικά με τις τελευταίες απόψεις του πήγε κόντρα στην βούληση της πλειοψηφίας διατυπώνοντας το αίτημα να περάσει στην αντιπολίτευση το σημερινό κυβερνών κόμμα. 

Διότι, κακά τα ψέματα, υπό τις παρούσες συνθήκες, αν όντως ισχύσει κάτι τέτοιο, τότε η παλινόρθωση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αποτελεί μονόδρομο, ο οποίος όμως, δεν βρίσκει πολλούς να συμφωνούν.

Μέσα στις πάμπολλες πολιτικές περικοκλάδες που χρησιμοποιούν συχνά τα κόμματα, μπερδεύοντας τους ψηφοφόρους τους, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά αν η ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη έκανε μια ξεκάθαρη δήλωση με το ακόλουθο εύληπτο και συνεκτικό περιεχόμενο 33 όλων και όλων λέξεων: «Η χώρα δεν πρόκειται να μείνει ακυβέρνητη διότι το ΠΑΣΟΚ την επομένη των εκλογών θα αναλάβει τις εθύνες του και θα διαπραγματευθεί προγραμματική συμφωνία με το κόμμα που θα αναδείξουν πρώτο οι πολίτες».

Έχω την αίσθηση ότι δεν θα χρειαζόταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη στιγμή που οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι μετριοπαθείς πολίτες οι οποίοι επιθυμούν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο την πολιτική σταθερότητα. 

Όσο αυτό δεν γίνεται, τα καμπανάκια που χτυπούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον περίγυρό του θα είναι όλο και πιο ηχηρά για να ακουστούν στην κωφεύουσα Χαριλάου Τρικούπη.

Αν παρά ταύτα δεν βρουν ευήκοα ώτα, τότε η καμπάνα που θα ηχήσει το βράδυ της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης θα σημάνει και το τέλος εποχής για έναν πολιτικό χώρο και μια παράταξη με μεγάλη ιστορία που δεν της αξίζει να βρεθεί οριστικά τόσο άδοξα στο πολιτικό περιθώριο.

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Να τελειώνουμε με τους (κάθε λογής) Κουρουμπλήδες

Ούτε ένας, ούτε δύο, ενενήντα εννέα Συντηρητικοί βουλευτές από το κόμμα του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον καταψήφισαν αυτή την εβδομάδα τα νέα μέτρα για την αναχαίτιση της πανδημίας του κορωνοϊού που εσπευσμένα εισηγήθηκε η κυβέρνησή τους έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα αμεριμνησίας κατά το οποίο δεν ίσχυε σχεδόν κανένας περιορισμός, αφού ακόμη και σε κλειστούς χώρους η χρήση μάσκα ήταν απολύτως προαιρετική.

Υπό άλλες συνθήκες, η εισήγηση του Τζόνσον, ο οποίος είναι βαριά εκτεθειμένος στα μάτια των σκεπτόμενων Βρετανών πολιτών για τον απερίσκεπτο και αλλοπρόσαλλο τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την πανδημία ήδη από το ξέσπασμά της, θα απορρίπτονταν και η κυβέρνηση θα κλυδωνίζονταν αφού θα μπορούσε να τεθεί θέμα απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Χάρις, ωστόσο, στην υπεύθυνη στάση των Εργατικών, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα μέτρα υπερψηφίστηκαν με ευρεία πλειοψηφία και, έτσι, η κυβέρνηση του λαϊκιστή Βρετανού πρωθυπουργού, παρέμεινε στη θέση της, ενδεχομένως μέχρι την επόμενη μεγάλη κρίση που θα την οδηγήσει στην πτώση.

Ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ απέφυγε να οξύνει την κατάσταση και να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, επωφελούμενος την ανταρσία των «Τόρις». Κι αυτό παρότι ο αντίπαλός του βρισκόταν στο καναβάτσο καθώς, μεταξύ πολλών άλλων, αντιμετώπιζε και καταγγελίες ότι πέρυσι διοργάνωσε, εν μέσω lockdown, πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ.

Προσπαθήστε λίγο να το κάνετε όλο αυτό εικόνα, βάζοντας στην εξίσωση τις ελληνικές αναλογίες. Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη υποχρεώνεται να πάρει σκληρά μέτρα που την φέρνουν σε αντιπαράθεση με το εκλογικό ακροατήριο της και μια μερίδα βουλευτών της ετοιμάζεται να καταψηφίσει εισηγήσεις της π.χ. για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των ενστόλων. Άραγε, τι θα έκανε η εγχώρια αξιωματική αντιπολίτευση σε μια τέτοια περίπτωση;

Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι στους 21 μήνες, που διαρκεί ήδη η πανδημία, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει υπερψηφίσει ούτε ένα από τα –θετικά ή και λιγότερο θετικά- μέτρα κατά της πανδημίας, η απάντηση είναι πολύ εύκολη: Οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα καταψήφιζαν με τα δύο χέρια ακόμη και προτάσεις που έχουν διατυπωθεί από τα χείλη δικών της στελεχών.

Τις τελευταίες ημέρες, για παράδειγμα, ένας από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ περιφέρεται στα κανάλια εγκαλώντας την κυβέρνηση επειδή δεν επαναφέρει το αμφιλεγόμενο μέτρο της τηλεργασίας στον δημόσιο τομέα, κάνοντας, μάλιστα, παραλληλισμούς με το ό,τι ισχύει διεθνώς με τις εταιρίες τεχνολογίας. Όταν, ωστόσο, θεσπίστηκε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο μέτρο ο περί ού ο λόγος βουλευτής, όπως και όλοι οι συνάδελφοί του, το είχε καταψηφίσει.

Όπως καταψήφισαν ομοθυμαδόν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών στους υγειονομικούς, το οικονομικό κίνητρο για τους εμβολιασμούς των νέων, τα πρόστιμα για τους ηλικιωμένους που παραμένουν ανεμβολίαστοι, τις ποινές για τους αρνητές γονείς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Και τόσα πολλά άλλα που βασικό απότοκό τους δεν ήταν άλλο από τη συγκάλυψη λαθών και παραλείψεων της κυβέρνησης, η οποία προβάλει ως δύναμη ευθύνης και σοβαρότητας.

Δεν πρέπει να έχει υπάρξει άλλη αξιωματική αντιπολίτευση σε όλη την υφήλιο που στη διάρκεια της πανδημίας να έχει πει «όχι σε όλα» και να έχει επιχειρήσει τόσο απεγνωσμένα να εκμεταλλευθεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση που ισχύει παγκοσμίως και για την οποία ουδείς είχε έτοιμη τη συνταγή αντιμετώπισης ή βρήκε να εφαρμόσει άλλο αποτελεσματικό αντίδοτο εκτός από τον μαζικό εμβολιασμό.

Ως αποκορύφωμα όλου αυτού του αρνητικού αντιπολιτευτικού κατήφορου ήρθε το παραλήρημα του βουλευτή Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο οποίος σε ένα ξέφρενο κρεσέντο λαϊκισμού μίλησε για «δολοφονίες». Ναι, το διέπραξε ο πολιτικός που ως υπουργός Υγείας ήθελε να κάνει υποχρεωτικές ορισμένες προληπτικές εξετάσεις, όπως η κολονοσκόπηση, και απειλούσε ότι όσοι δεν τις έκαναν, εφόσον νοσούσαν, θα τιμωρούνταν με την ποινή της συμμετοχής στο κόστος νοσηλείας.

Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Κουρουμπλής δεν είναι ούτε ο πρώτος διδάξας ούτε ο μοναδικός εκπρόσωπος της αμετροεπούς κοινοβουλευτικής μεγαλοστομίας. Τα τελευταία χρόνια μπουχτίσαμε από τέτοιες υπερβολές. Αποτελεί ωστόσο ένα κλασικό παράδειγμα πολιτικού που έκανε καριέρα με την «ικανότητά» του να υποστηρίζει τα πάντα αλλά και τα αντίθετα.

Είναι αυτό το χαρακτηριστικό του, άλλωστε, που τον οδήγησε να γίνει ένας από τους πρώτους βουλευτές που αποσκίρτησαν από το ΠΑΣΟΚ, καταψηφίζοντας το πρώτο Μνημόνιο όταν διείδε την επερχόμενη πτώση της κυβέρνησης του, χωρίς να διστάσει αργότερα, όταν έγινε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, να πει «ναι» στο τρίτο και χειρότερο Μνημόνιο που επιβλήθηκε στη χώρα.

Ο παμπόνηρος, όπως τον περιγράφουν όσοι τον γνωρίζουν καλά, 70χρονος πολιτικός από το Ματσούκι Αιτωλοακαρνανίας, διερμηνεύοντας την πολεμική ατμοσφαιρα που δημιουργούσε το κόμμα του γύρω από το ζήτημα των ΜΕΘ, θεώρησε ότι ήταν η ώρα να κερδίσει ο ίδιος τις εντυπώσεις. Όπως συμβαίνει όμως με τους περισσότερους λαϊκιστές, που θέλουν να είναι πάντα στον αφρό, έτσι και ο κ. Κουρουμπλής ξεπέρασε, μάλλον χωρίς να το αντιληφθεί, τα εσκαμμένα.

Με την άρνησή του, μάλιστα, να ανασκευάσει, ο κ. Κουρουμπλής έδωσε την ευκαιρία στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ να τον διαγράψει, προβαίνοντας, ίσως, στην πρώτη υπεύθυνη πράξη του από την έναρξη της πανδημίας. Ο ίδιος, εξάλλου, ο Αλέξης Τσίπρας και οι πιο στενοί του συνεργάτες έχουν ως τώρα δώσει αρκετά αρνητικά δείγματα γραφής στον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνταν στα θέματα της πανδημίας.

Όπως και να έχει, πάντως, η εξέλιξη που είχε η υπόθεση του Αιτωλοακαρνάνα πολιτικού είναι μάλλον ευοίωνη. Διότι μπορεί αποτελέσει αφορμή για να… τελειώνουμε με τους (κάθε λογής) Κουρουμπλήδες που η συμπεριφορά τους δίνει άλλοθι στους αρνητές. Κάτι που κάνει τη χώρα μας να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού και μοιραία ένα από τα υψηλότερα ποσοστά θνητότητας από τους νοσούντες με Covid.

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Το «παράδοξο» των δημοσκοπήσεων: Άλλος κυβερνά και άλλος φθείρεται

 Η μια μετά την άλλη, όλες οι μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα επιβεβαιώνουν τη μοναδική… παραδοξότητα που χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό στην τρέχουσα περίοδο: η κυβερνητική παράταξη, αντί να φθείρεται από την άσκηση της διακυβέρνησης, ενισχύει το πολιτικό της κεφάλαιο, διευρύνοντας το προβάδισμά της έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ποιο είναι το… παράδοξο; Το γεγονός ότι ακόμη και όταν έφθασε στην κορύφωσή της η διπλή κρίση –υγειονομική και οικονομική- που βιώσαμε τον τελευταίο ενάμισι χρόνο που επέλαυνε ο κορωνοϊός, το κυβερνών κόμμα και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αύξησαν την απόσταση που τους χώριζε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του Αλέξη Τσίπρα. Ορισμένοι έσπευσαν να μιλήσουν για το φαινόμενο της «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία» που εμφανίζεται σε περιόδους κρίσης και οδηγεί στην ενίσχυση της δημοφιλίας των κυβερνώντων.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, μόλις η κρίση αρχίσει να ξεπερνιέται, η… πλαστή αποδοχή, την οποία απολαμβάνουν οι ασκούντες εξουσία, σιγά σιγά υποχωρεί. Το τοπίο γρηγορότερα ή αργότερα ξεδιαλύνεται. Τα πραγματικά διλήμματα επανέρχονται στο προσκήνιο. Οι προτιμήσεις των πολιτών απαλλάσσονται από τις επιδράσεις της συγκυρίας. Και ο καθένας εισπράττει τα επίχειρα των πράξεων και των παραλείψεων του τόσο στη διάρκεια της κρίσης όσο πριν αλλά και έπειτα από αυτή. Η παράδοση της εξουσίας στην οποία υποχρεώνεται αυτές τις μέρες ο επί δωδεκαετία πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος εμβολίασε νωρίτερα από ολόκληρο τον πλανήτη τους συμπατριώτες του, είναι άκρως χαρακτηριστική.

Υπό αυτές τις συνθήκες, όποιος δεν εθελοτυφλεί διαπιστώνει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ότι στην εγχώρια πολιτική σκηνή τα πράγματα εξελίσσονται προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη στην οποία θα ήθελε η αντιπολίτευση. Σε πείσμα, εξάλλου, των δαιμονολογικών θεωρήσεων ότι τάχατες τα λεγόμενα «συστημικά» -ή και… «πετσωμένα» αποκληθέντα- μέσα ενημέρωσης διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, οι πολίτες κάνουν τις δικές τους επιλογές αποδοκιμάζοντας τους φορείς των μηδενιστικών απόψεων που κυριάρχησαν μέσα στην πανδημία, αλλά και πριν από αυτήν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά τη διάρκεια της σκληρής μάχης που δόθηκε για την αντιμετώπιση αυτής της τεράστιας απειλής έγιναν και στη δική μας χώρα λάθη, παραλείψεις και αστοχίες. Από την άλλη, όμως, ουδείς εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί ότι κατείχε τη συνταγή της απόλυτης αλήθειας που οδηγούσε στην αποτελεσματική αντίδραση. Με λιγότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, εξάλλου, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη τα ίδια πρωτόκολλα ίσχυσαν και πάνω κάτω τα ίδια περιοριστικά μέτρα εφαρμόστηκαν από όλες τις κυβερνήσεις, είτε αυτές ήταν δεξιές, κεντρώες ή αριστερές.

Είναι βέβαιο ότι η διαχείριση της πανδημίας που έγινε στη χώρα μας δεν υστερούσε εμφανώς από τον αντίστοιχο τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν άλλες χώρες. Αν δεν ήμασταν μεταξύ των καλύτερων, όπως αυτάρεσκα υποστηρίζουν ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, σίγουρα δεν ήμασταν μεταξύ των χειρότερων, όπως χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα διατείνονται κάποιοι φανατικοί της απέναντι όχθης. Άλλωστε, παρά τις μεγάλες παθογένειές του, όπως το γερασμένο ιατρικό προσωπικό, οι δυσανάλογα λίγοι νοσηλευτές, ο πολυκερματισμός και η απουσία αξιολόγησης προσωπικού και δομών, το Εθνικό Σύστημα Υγείας άντεξε. Ενώ και η ελληνική κοινωνία, στη μεγάλη πλειονότητά της, υπέμεινε με καρτερία τις δυσκολίες, κατανοώντας την έλλειψη εναλλακτικών λύσεων.

Εκείνο, ωστόσο, το οποίο φάνηκε να κατανοεί η κοινωνία, δεν έδειξε να το αντιλαμβάνεται η αξιωματική αντιπολίτευση. Με αποτέλεσμα να επιδοθεί σε μια ισοπεδωτική κριτική, η οποία την απομάκρυνε από την πραγματικότητα. Κι αυτό διότι, αντί να γίνεται συμμέτοχη στην αισιόδοξη προοπτική ότι η ατομική ευθύνη ενός εκάστου ήταν ο πιο αποφασιστικός παράγων άμυνας στην πανδημία, επιδόθηκε σε έναν ατελέσφορο πόλεμο αμφισβήτησης της πραγματικότητας ότι οι ευθύνες του κράτους και της κυβέρνησης είναι πεπερασμένες.

Η αλληλουχία, για παράδειγμα, των αρνητικών δηλώσεων για το εμβολιαστικό πρόγραμμα υπήρξε μόνον ένα από τα «βατερλώ» στο οποίο κατέληξε η ευκολία της άσκησης κριτικής χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι πραγματικές συνθήκες. Το ίδιο ίσχυσε με τις ασταμάτητες γκρίνιες για το άνοιγμα των σχολείων ή τη χρήση της μάσκας, τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τα lockdown, όπως και τη θερμή συνηγορία στις συναθροίσεις, αν όχι και την υποκίνησή τους.

Με αυτά και με πολλά άλλα, ανάμεσα στα οποία κυρίαρχο λόγο έχει η δυσκολία να αναγνωριστούν τα πάμπολλα λάθη και οι άπειρες αστοχίες των οποίων γίναμε μάρτυρες όσο ήταν στα πράγματα η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η ψαλίδα της διαφοράς ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει, αντί να κλείνει, όπως είναι το πλέον σύνηθες σε αντίστοιχες χρονικές συγκυρίες. Πρόκειται για πρωτοφανές γεγονός στα ελληνικά δημοσκοπικά χρονικά, αφού δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο κατά το οποίο κυβερνών κόμμα να διευρύνει στο μέσον της κυβερνητικής του θητείας το προβάδισμα που κατέχει.

Το πλέον αξιοσημείωτο ίσως είναι ότι η διεύρυνση του προβαδίσματος δεν προέρχεται τόσο από την αύξηση της επιρροής του κυβερνώντος κόμματος όσο από την υποχώρηση της απήχησης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με λίγα λόγια, άλλος κυβερνά κι άλλος φθείρεται. Κι αυτό δεν είναι καλό για τη Δημοκρατία μας. Αφού η καλή αντιπολίτευση υποχρεώνει την κυβέρνηση είτε να γίνεται καλύτερη είτε να ετοιμάζεται να της παραδώσει τα ηνία.

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

«Δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε», παραμένουν… ΣΥΡΙΖΑίοι


Κακώς εκπλήσσονται, όσοι εκπλήσσονται, από το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο γίνεται λόγος για «αγορασμένες ειδήσεις» και εμφανίζονται συλλήβδην οι δημοσιογράφοι να… κυνηγούν το χρήμα που τους μοιράζει η κυβέρνηση.
Ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς είναι διότι στο συγκεκριμένο σποτ αποτυπώνεται ανάγλυφα όλη η αντιδημοκρατική νοοτροπία της ηγετικής ομάδας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως τη βιώσαμε την περίοδο διακυβέρνησης από τους διαβόητους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Την εχθροπάθεια και τη μισαλλοδοξία με την οποία αντιμετωπίζονταν όσοι δημοσιογράφοι δεν έδιναν «γη και ύδωρ» στην εξουσία τους; Τα non paper του Μεγάρου Μαξίμου με τα οποία στοχοποιούνταν προσωπικά όσοι υπέγραφαν ρεπορτάζ που δεν ήταν της αρεσκείας των ενοίκων του πρωθυπουργικού γραφείου; Τον αποκλεισμό των μη αρεστών μέσων από το δικαίωμα υποβολής ερώτησης στο πλαίσιο της ΔΕΘ;
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς θυμίζοντας την Εξεταστική για τα δάνεια των ΜΜΕ, στην οποία κλήθηκαν επιλεκτικά πρόσωπα μόνον και μόνον για να εκτεθούν στα μάτια της κοινής γνώμης, την απόπειρα οικονομικού στραγγαλισμού στα μέσα που προασπίζονταν την ανεξαρτησία τους, το διαβόητο πόρισμα του Ινστιτούτου για τον αριθμό των καναλιών που χωρούν τάχατες στο φάσμα των συχνοτήτων ή τον απροκάλυπτο  εξοβελισμό από τις τηλεοπτικές οθόνες καναλιών που χαλούσαν το αφήγημα ότι «αφού πήραμε την κυβέρνηση, πρέπει να πάρουμε και την εξουσία».
Ο κατάλογος είναι μακρύς, αλλά και οι περιπτώσεις αυτές που μαρτυρούν τη μανία με την οποία επιχειρούσαν να ελέγξουν την ενημέρωση είναι απλώς ενδεικτικές και αφορούν περιστατικά που είναι παγκοίνως γνωστά. Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα με τους υπόγειους εκβιασμούς και τις παρασκηνιακές ίντριγκες μέσω των οποίων εξέφραζαν τη δυσανεξία τους στην κριτική που τους ασκείτο ή επιχειρούσαν να επιβάλουν τη μονολιθικότητα στην προσέγγιση της ειδησεογραφίας, εξουθενώνοντας κάθε αντίθετη άποψη. Όποιος δεν ακολουθούσε τη γραμμή που χάραζαν τα non paper των προπαγανδιστικών μηχανισμών που είχαν εγκατασταθεί στα υπόγεια του πρωθυπουργικού γραφείου ήταν «πράκτορας του εχθρού».   
Έχοντας, πλέον, μετακομίσει στην Κουμουνδούρου, οι ίδιοι αυτοί προπαγανδιστικοί μηχανισμοί συνεχίζουν να κάνουν το μόνο που ξέρουν να κάνουν: να μοιράζουν τη γραμμή που έρχεται από πάνω και να προσπαθούν να την επιβάλλουν σε όλα τα μέσα και με όλες τις μεθόδους. Όσοι συμμορφώνονται με τις υποδείξεις δεν έχουν πρόβλημα. Όσοι δεν εννοούν να γίνουν… συνεργάσιμοι, υφίστανται τις συνέπειες, κυρίως μέσω της συκοφάντησης, αφού δεν έχουν πια στη διάθεσή τους άλλα μέσα αθέμιτου ελέγχου.
Είναι άκρως χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα με την περιβόητη «Παπαδημούπολη» που έφερε στο φως το «Θέμα», αποκαλύπτοντας με στοιχεία ότι ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης αγόρασε μέσα σε δύο χρόνια 15 ακίνητα σε υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας προκειμένου να τα νοικιάσει, μέσω ΜΚΟ, σε μετανάστες και πρόσφυγες. Μη μπορώντας να αντιδράσει αλλιώς, ο ίδιος ο κ. Παπαδημούλης ξιφούλκησε κατά της Νέας Δημοκρατίας, επιχειρώντας να πείσει ότι το κυβερνών κόμμα ήταν πίσω από το δημοσίευμα που είχε τις υπογραφές τριών επαγγελματιών δημοσιογράφων.
Αλλά και η ηγεσία της Κουμουνδούρου, δεν πήγε πίσω. Μπορεί να χρειάστηκε χρόνο για να αποδοκιμάσει την επιχειρηματική δραστηριότητα του στελέχους του, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να μην καταφύγει στην προσφιλή τακτική της κατασκευής εχθρού. Μαθαίνουμε από τις επίσημες διαρροές ότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, αφού θεώρησε το «θέμα λήξαν», επειδή ο Δ. Παπαδημούλης δήλωσε ότι θα διαθέσει σε… αγαθοεργίες τα καθαρά κέρδη από τις ενοικιάσεις σε ΜΚΟ και μετανάστες, συμπλήρωσε:
«Από εδώ και στο εξής, οποιαδήποτε αναπαραγωγή του θέματος συνιστά μονάχα αντιπερισπασμό της ΝΔ στην προσπάθειά της να κρύψει και να συμψηφίσει τα πραγματικά οικονομικά σκάνδαλα εκατοντάδων εκατομμυρίων που βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας. Και αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε». Ήρθε, δηλαδή, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να επαναλάβει με πέντε ημέρες καθυστέρηση τις δικαιολογίες και τις αιριάσεις του κ. Παπαδημούλη για «δάκτυλο της ΝΔ».
Ε, αυτή ακριβώς τη νοοτροπία αποπνέει και το σποτ με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να χλευάσει την καμπάνια για το «Μένουμε σπίτι». Αναζητώντας άλλοθι για τη συνεχή δημοκοπική υποχώρηση που υφίστανται κατά τον ένα χρόνο που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, στοχοποιούν τους εργαζόμενους στην ενημέρωση. Επειδή αυτό είναι το μόνο που ξέρουν να κάνουν.
Στην περίπτωσή τους ισχύει ο αφορισμός του Ταλεϋράνδου μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων ότι «δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε». Κατά τον ίδιο τρόπο, η ΣΥΡΙΖΑϊκή ηγεσία, όσες στροφές προς το Κέντρο και αν ανακοινώνει, όσα προσωνύμια και αν προσθέτει στον τίτλο τους –όπως το βαρύγδουπο «Προοδευτική Συμμαχία»- παραμένει ίδια και απαράλλακτη. Με την ίδια αντιδημοκρατική νοοτροπία που της επέτρεπε να συνεργάζεται με την Ακροδεξιά και να στήνουν από κοινού σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων και όποιον αντιτίθετο στην εξουσία τους. 
Υ.Γ.: Και για όποιον έχει απορία γιατί στοχοποιούνται οι δημοσιογράφοι και όχι οι ιδιοκτήτες των μέσων -που στο τέλος τέλος είναι εκείνοι που εισέπραξαν τα χρήματα από την καμπάνια του «Μένουμε στο Σπίτι»- η απάντηση ίσως βρίσκεται στην γνωστή ιστορία με τη «γάτα των Ιμαλαίων». Ο μεγάλος αρχηγός συναντάται κρυφά με τους ιδιοκτήτες των μέσων και αν «τα βρουν» έχει καλώς. Αν όχι, τότε υπάρχει η στοχοποίηση και η απειλή του λουκέτου, αναλόγως με το σε πόσο δύσκολη θέση είναι ο «αντίπαλος».