Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Η μομφή, μομφή… δεν έχει. Ή μήπως έχει;

«Τον πήρε παραμάζωμα τον Μητσοτάκη ο Τσίπρας» αποφάνθηκε ένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στο παρελθόν διετέλεσε βουλευτής σε μια ανάρτηση την οποία έκανε εν θερμώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόλις ολοκληρώθηκε η ομιλία που εκφώνησε στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση επί της πρότασης μομφής που κατέθεσε ο ίδιος.

«Ανελέητο σφυροκόπημα σε Μητσοτάκη και κυβέρνηση ΝΔ», παιάνιζαν την ίδια στιγμή τα φίλα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ μέσα ενημέρωσης. Επειδή, όμως, θα ακολουθούσε η ομιλία του πρωθυπουργού, ένας εκ των εκπροσώπων Τύπου της Κουμουνδούρου έσπευσε να δώσει γραμμή, ή ίσως και να προκαταλάβει όλους εκείνους που δεν παρακολουθούσαν απευθείας την κοινοβουλευτική συνεδρίαση, με την εξής διαπίστωση: «Θλιβερή η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή να προσπαθήσει να απαντήσει στον οδοστρωτήρα Τσίπρα».

Κι όλα αυτά γιατί; Για να δικαιολογηθεί η διαπίστωση με την οποία είχε νωρίτερα ξεκινήσει την ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας: «Έχετε τελειώσει πολιτικά κύριε Μητσοτάκη!», ήταν η άποψη που εξ αρχής εξέφρασε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ πριν αρχίσει να εκπέμπει τον γνωστό, αλλά και τόσο αντιφατικό εξάψαλμο κατά των μέσων ενημέρωσης. «Όσο υπάκουα είναι», ισχυρίστηκε «τόσο μεγαλύτερη χρηματοδότηση παίρνουν», αγνοώντας ότι και τα περισσότερα από τα μέσα που τον υποστηρίζουν δεν αδικήθηκαν από τα κονδύλια της πανδημίας.

Απέφυγε, βεβαίως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να μπει στον κόπο να παραθέσει κάποιο σχετικό στοιχείο που να δικαιολογεί τα λεγόμενά του. Διότι αν το έκανε, θα έπρεπε να βρει ένα τουλάχιστον σοβαρό επιχείρημα που να δικαιολογεί το λαϊκιστικό, ου μην αλλά και συνωμοσιολογικό, αφήγημα του. Ένα στην πραγματικότητα καταφανώς κατασκευασμένο αφήγημα που σχετίζεται με την προφανή πολιτική κακοδαιμονία με την οποία είναι αντιμέτωπος που τον κάνει να κοιμάται και να ξυπνάει με την εκτίμηση ότι φταίνε τα μέσα ενημέρωσης τα οποία ευλόγως διέγνωσαν ότι η πρόταση μομφής την οποία υπέβαλε ο κ. Τσίπρας στην παρούσα φάση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την αναζήτηση μιας σανίδας σωτηρίας από τα εμφανή προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα όπλα που του δίνουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής για να επιτεθεί στην κυβέρνηση και να εκθέσει τις ανεπάρκειες των πολιτικών της και τις αστοχίες των στελεχών της. Μόνον, όμως, που ακόμη και σε όσους δεν αρέσκονται στη δίκη προθέσεων, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητες οι σκοπιμότητες που υποκρύπτονται πίσω από τις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις κάθε πολιτικής παράταξης.

Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και οι πιο φιλικά διακείμενοι προς την Κουμουνδούρου δεν μπορούν να συγκαλύψουν το αυταπόδεικτο γεγονός ότι το έναυσμα για την πρόταση μομφής του κ. Τσίπρα δεν ήταν ο χιονιάς της περασμένης Δευτέρας και το… σπασμένο τηλέφωνο ανάμεσα στους ιθύνοντες της Αττικής Οδού και την ηγεσία της Πολιτικής Προστασίας που είχε ως αποτέλεσμα την απερίγραπτη ταλαιπωρία χιλιάδων οδηγών στον βαρυφορτωμένο από τα χιόνια περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της πρωτεύουσας. 

Άλλωστε, ακόμη και οι λιγότερο προσεκτικοί τηλεθεατές της, κατά τα λοιπά, γενικευμένης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκε το προηγούμενο τριήμερο στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν δυσκολεύτηκαν να αντιληφθούν ότι ο λόγος που στήθηκε όλο αυτό το σκηνικό είχε να κάνει με την διπλή πίεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. 

Μια πίεση που προέρχεται αφενός από την δημοσκοπική απειλή που προκαλεί για κείνον η (αδιαμφισβήτητη) εκτίναξη της επιρροής του Κινήματος Αλλαγής – ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογή στην ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη και αφετέρου από την αδυναμία του κ. Τσίπρα να επιβάλει τις βουλήσεις του στο εσωκομματικό δυναμικό της παράταξης του που εμφορείται από τις ιδέες που είχε το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όταν αποτελούσε μια περιθωριακή πολιτική δύναμη.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας στην καταληκτική του ομιλία αφιέρωσε λιγότερο χρόνο στις ατχοχίες και στις αρρυθμίες που σχετίζονταν με το πρόβλημα της κακοκαιρίας, μένοντας, μάλιστα, σχεδόν άφωνος για τις ευθύνες των υπευθύνων της Αττικής Οδού, που η περιρρέουσα φημολογία θέλει να ανήκουν στον κύκλο των… συνομιλητών του. Αντιθέτως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αφιέρωσε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της αγόρευσης του στην (απέλπιδα;) προσπάθεια του υπόδικου τηλεπαρουσιαστή Μένιου Φουρθιώτη να αποδείξει ότι ήταν συνομιλητής κυβερνητικών στελεχών.

Όσο επιλήψιμο, όμως, κι αν είναι (που είναι!), ότι σοβαροί κατά τα λοιπά υπουργοί της κυβέρνησης βρίσκονταν σε διάλογο με ανθρώπους σαν τον Φουρθιώτη (σ.σ.: η στήλη είναι αναφερθεί επικριτικά και στο παρελθόν στο… ψοφοδεές πολιτικό πρόσωπο το οποίο κάνει υποκλίσεις στις υπερφίαλες απαιτήσεις τηλεπερσόνων που κινούνται στον υπόκοσμο της υποτιθέμενης «ενημέρωσης»), η κατάσταση αυτή επ΄ ουδενί δεν δικαιώνει την υποβολή της πρότασης μομφής από τον κ. Τσίπρα. 

Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, δεν είναι μόνον που καμία κυβέρνηση δεν έχει πέσει μέχρι τώρα από την κατάθεση πρόταση δυσπιστίας, όπως με βάση την επίσημη κοινοβουλευτική ορολογία αποκαλείται η «μομφή». Είναι πολύ περισσότερο που η υποβολή της μομφής δεν δικαιώθηκε από το επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν για να τη στηρίξουν. Άλλωστε, ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ενστερνιστεί την άποψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «έχει τελειώσει πολιτικά» ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

Σε πείσμα, λοιπόν, των βαρύγδουπων ισχυρισμών για «παραμάζωμα», «ανελέητο σφυροκόπημα» και «οδοστρωτήρα Τσίπρα», η πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέληξε σε μια άνευ προηγουμένου άσφαιρη ομοβροντία. Και αυτό διότι μπορεί να είναι να είναι εύκολο να μέμφεσαι κάποιον, αλλά αν αυτό γίνεται χωρίς επαρκή δικαιολογητική βάση, τότε ο κίνδυνος η μομφή να γίνει μπούμερανγκ είναι πολύ μεγάλος. 

Το πιθανότερο, δε, είναι ότι οι επόμενες δημοσκοπήσεις, των οποίων τα ευρήματα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αμφισβητηθούν από την αξιωματική αντιπολίτευση, θα το δείξουν!

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Τι(ς) πταίει; Οι δομές ή τα πρόσωπα;

«Δεν είναι θέμα προσώπων, είναι θέμα δομών», καταλήγει η επωδός με την οποία τοποθετούνται τα -λιγοστά είναι αλήθεια- κυβερνητικά στελέχη που διαθέτουν την τόλμη(;) να βγουν δημόσια και να μιλήσουν για τα πολύ μεγάλα προβλήματα που προκάλεσε στην πρωτεύουσα η κακοκαιρία η οποία ξέσπασε τη Δευτέρα, αλλά οι συνέπειες της είναι ορατές ακόμη και σήμερα, τέσσερις μέρες μετά, καθώς σε κεντρικές οδούς της πόλης παραμένουν εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα και τα περισσότερα πεζοδρόμια είναι αδιάβατα

Η αλήθεια είναι ότι η στάση των νυν κυβερνώντων συνιστά μια κάποια πρόοδο σε σχέση με τη συμπεριφορά κάποιων προκατόχων τους οι οποίοι στο πρόσφατο παρελθόν είχαν βρεθεί στη δίνη πολύνεκρων τραγωδιών και δήλωναν εντελώς αστόχαστα ότι έψαχναν να βρουν που έγινε το μεγάλο λάθος και δεν το εύρισκαν. Τώρα αναγνωρίζονται μεν τα λάθη, πλην όμως δεν προσωποποιούνται οι ευθύνες αφού ενοχοποιούνται οι δομές και όχι τα πρόσωπα.

Αρκεί, όμως, αυτό; Και κυρίως όσοι την επικαλούνται έχουν αναρωτηθεί αν αυτή η προφανής υπεκφυγή ισοπεδώνει και βάζει στο ίδιο τσουβάλι όσους με φιλότιμο έκαναν τη δουλειά τους με εκείνους που δείχνουν προκλητική αδιαφορία ή και ανικανότητα να ανταποκριθούν στοιχειωδώς στις υποχρεώσεις του ρόλου, της θέσης και του αξιώματος τους; Οι διαφορετικές, για παράδειγμα, εικόνες που βλέπουν όλοι οι πολίτες στους δρόμους ακόμη και όμορων Δήμων είναι το απόλυτο μέτρο που δείχνει ποιοι έκαναν τη δουλειά τους και ποιοι όχι.

Με άλλα λόγια, τις ίδιες δομές και πάνω κάτω τους ίδιους πόρους διαθέτουν όλοι οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης της ευρύτερης πρωτεύουσας. Το αν κάποιοι τοπικοί άρχοντες επιλέγουν να προμηθευτούν εκχιονιστικά μηχανήματα, πυροσβεστικά οχήματα, υδροφόρες και απορριμματοφόρα, την ίδια ώρα που άλλοι κατευθύνουν τον προϋπολογισμό τους στις προσκλήσεις δημοφιλών αοιδών ή σε άλλες δράσεις που δίνουν ευκαιρίες στον δήμαρχο να κάνει το… κομμάτι του, είναι κάτι το οποίο έχει να κάνει κυρίως με τα πρόσωπα.

Γιατί, άραγε, στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει η περίφημη «ατομική ευθύνη» την οποία τόσες φορές επικαλέστηκαν όσοι τα ρίχνουν τώρα στις «δομές»; Άλλωστε, οι δομές της Πολιτικής Προστασίας άλλαξαν πριν από περίπου έναν χρόνο με νόμο που εισηγήθηκε στη Βουλή ο Νίκος Χαρδαλιάς, ο οποίος λίγους μήνες αργότερα άλλαξε και ο ίδιος επειδή ενέσκηψαν οι καταστροφικές πυρκαγιές του περασμένου Αυγούστου.

Κανείς δεν μπορεί να υποτιμά τη σημασία που έχει η οργάνωση των υπηρεσιών του Δημοσίου, όπως και του ιδιωτικού τομέα, που είναι επιφορτισμένες με την αντιμετώπιση είτε των φυσικών καταστροφών είτε άλλων ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα των πολιτών. Τα οργανογράμματα, τα καθηκοντολόγια και οι ξεκαθαρισμένες αρμοδιότητες αποτελούν την αναγκαία συνθήκη, η οποία, όμως, δεν είναι ικανή να δώσει αποτελεσματικές λύσεις. Αν ίσχυε, άλλωστε, το πρώτο, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά: θα αντέγραφε κάποιος τις καλές πρακτικές που εφαρμόζουν άλλες χώρες, θα τις προσάρμοζε στα ελληνικά δεδομένα και θα ήταν όλα τέλεια!

Όλα αυτά, όμως, είναι καλά στη θεωρία γιατί στην πράξη αυτός που κάνει τη διαφορά δεν είναι παρά ο ανθρώπινος παράγοντας και κυρίως όταν επιλέγονται οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση. Επιλογές που πρέπει να γίνονται με κριτήρια και όχι μόνον επειδή πρέπει να συμπληρωθούν τα κουτάκια στα power point που ετοιμάζουν ψυχαναγκαστικοί τεχνοκράτες.

Το μεγάλο πάθημα της πανδημίας, εξάλλου, θα έπρεπε να είχε γίνει μάθημα. Στη θεωρία έχουν πάει όλα καλά. Αντιγράψαμε τα πρωτόκολλα που ισχύουν διεθνώς και θεωρητικώς υπερδιπλασιάστηκαν οι ΜΕΘ που έφθασαν στα διεθνή πρότυπα. Μόνον, όμως, που πρόκειται για σκέτα κτίρια. Δομές, δηλαδή, που στην ουσία ήταν κουφάρια πολυτελείας, αφού ποτέ δεν στελεχώθηκαν με το κατάλληλο εξειδικευμένο προσωπικό (εντατικολόγους, πνευμονόλογους, αναισθησιολόγους κ.ά.).

Το αποτέλεσμα είναι ότι από τις ΜΕΘ, οι οποίες, με βάση τους αριθμούς που έδειχναν τα power point, ήταν υπεραρκετές, να έχουν εξέλθει μόλις 4.000 συνέλληνες που νοσηλεύθηκαν εκεί τους τελευταίους 23 μήνες με κορωνοϊό. Την ίδια περίοδο οι ανθρώπινες απώλειες από επιπλοκές της Covid-19 ήταν υπερπενταπλάσιες, αφού η θνητότητα στις υποστελεχωμένες ΜΕΘ του ελληνικού εθνικού συστήματος υγείας είναι από τις υψηλότερες στις προηγμένες χώρες.

Καλές, λοιπόν, και αναγκαίες είναι οι δομές. Καλύτεροι, όμως, και περισσότερο χρήσιμοι οι άνθρωποι που επιλέγονται και αξιολογούνται κάθε φορά αν είναι κατάλληλοι για το έργο που αναλαμβάνουν. Και ο νοών νοείτω!

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Ας μη μας κουνούν το δάκτυλο…

Την περασμένη Τρίτη έγιναν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροέδρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μεταξύ των (επαν)εκλεγέντων ήταν και δύο Έλληνες ευρωβουλευτές: η Εύα Καϊλή από το Κίνημα Αλλαγής και ο Δημήτρης Παπαδημούλης από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο τρόπος με τον οποίο υποδέχτηκαν τα μέσα ενημέρωσης ήταν εντελώς διαφορετικός. Η πλειονότητα των μέσων -στην Ελλάδα και διεθνώς- στάθηκε στην εκλογή από τον πρώτο γύρο της Εύας Καϊλή και έγραψε ότι ο επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη δέκατος τρίτος και σχεδόν… καταϊδρωμένος, αφού χρειάστηκε να γίνουν τρεις κατά σειράν ψηφοφορίες μέχρις ότου καταφέρει να λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία.

«Αντιπρόεδρος με το 75% των ψήφων της Ευρωβουλής», πανηγύριζαν το ίδιο βράδυ και την επόμενη μέρα τα προσκείμενα στην αξιωματική αντιπολίτευση μέσα τα οποία κάτω από την φωτογραφία του κ. αντιπροέδρου προσέθεταν: «Μεγάλη προσωπική επιτυχία». Εννοείται του κ. Παπαδημούλη. Μέσα στο κείμενο εύρισκε κανείς πιο κάτω, κάτι ως ειρήσθω εν παρόδω, ότι είχε εκλεγεί και η Καϊλή χωρίς να δίνονται διευκρινίσεις για το σε ποιον γύρο συνέβη αυτό και ούτε αν η σειρά κατάταξης της ήταν ή όχι επιτυχία της. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που τα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν διαφορετικά το ίδιο γεγονός. Και εξίσου βέβαιον είναι ότι δεν θα είναι και η τελευταία. Είτε πρόκειται για κάτι τόσο ανούσιο, όπως το προκείμενο με την οριακή εκλογή του κ. Παπαδημούλη, είτε για πολύ σοβαρότερα ζητήματα. Τα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, «βλέπουν» με τον δικό τους τρόπο τα γεγονότα. Όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους πολίτες – αναγνώστες, τηλεθεατές και ακροατές- που τα παρακολουθούν και τα προτιμούν ή δεν τα προτιμούν.

Υπό αυτή την έννοια, το ποιες ειδήσεις μεταδίδει ένα μέσο ενημέρωσης και ο τρόπος με τον οποίο τις αξιολογεί και τις μεταδίδει είναι θέμα που σχετίζεται άμεσα με την αναγνωσιμότητα, την ακροαματικότητα και τη θεαματικότητα που έχει. Αν διαστρεβλώνει τα γεγονότα ή τα παρουσιάζει με τους παραμορφωτικούς της κομματικής ή όποιας άλλης προπαγάνδας, το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα που θα έχει είναι να το εγκαταλείψει το κοινό του. Το έργο το έχουμε δει πάμπολλες φορές στο παρελθόν και θα το δούμε και στο μέλλον.

Οι αυταπόδεικτες αυτές αλήθειες, οι οποίες ισχύουν σε ολόκληρη την υφήλιο από τη ημέρα που η μετάδοση των πληροφοριών έπαψε να γίνεται από στόμα σε στόμα και μετατράπηκε σε επαγγελματική υπόθεση, αμφισβητούνται εντόνως την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας από ένα συγκεκριμένο «σύστημα» το οποίο δεν μπορεί να ανεχθεί τη διαφορετική άποψη ή να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι μπορεί κάποιος να σκέπτεται αλλιώς χωρίς κάτι τέτοιο να αποτελεί προϊόν διαστρεβλωτικής ιδιοτέλειας. Επειδή ενδεχομένως όσοι σκέπτονται έτσι κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια ή έχουν ως πρότυπο την ομοιομορφία που επιβάλουν αυταρχικά καθεστώτα. 

Στα χρόνια της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ όποιο μέσο ενημέρωσης ή μεμονωμένος δημοσιογράφος διανοούνταν να ασκήσει κριτική, την επόμενη στιγμή καθίστατο στόχος με ανοίκειους χαρακτηρισμούς που εκτοξεύονταν εναντίον του. Αποκορύφωμα της απόπειρας ποδηγέτησης ήταν ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες, όπως και η Εξεταστική Επιτροπή για τα οικονομικά των μέσων ενημέρωσης στην οποία οι κλήσεις για κατάθεση έγιναν με επιλεκτικά κριτήρια και προφανή στόχο να εκτεθούν όσοι καλούνταν προς εξέταση.

Οι εξαιρέσεις που έγιναν ήταν κραυγαλέες, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τον γνωστό εκδότη που, όπως αποκαλύπτεται τώρα, άφησε πίσω του μια αμύθητης αξίας περιουσία που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την εμφανή επαγγελματική του δραστηριότητα. Παρότι υπήρξαν πολλές αφορμές (λίστα Lagarde, Panama Papers, διαφημιστική δαπάνη των προηγούμενων χρόνων κ.ά.) που μπορούσαν να κάνουν τις ελεγκτικές αρχές να ασχοληθούν μαζί του, έμεινε μέχρι τέλους στο απυρόβλητο ίσως γιατί ως κήνσορας της επιστροφής στη δραχμή δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή για την ΣΥΡΙΖΑϊκή εξουσία. 

Η πραγματική επιδίωξη, άλλωστε, ήταν άλλη. Έπρεπε πάση θυσία να ενοχοποιηθούν και να αφανιστούν όλοι όσοι πήγαιναν κόντρα στο κυρίαρχο αφήγημα εκείνης της περιόδου. Και προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος, όλα τα μέσα ήταν επιτρεπτά. Με ψευδομάρτυρες, όπως οι δήθεν «προστατευόμενοι» στην υπόθεση Novartis, που οι καταθέσεις τους έβλεπαν το φως της δημοσιότητας σε φίλια μέσα πριν καν δοθούν, και με κάθε είδους απίθανες κατασκευές, όπως οι διαβόητες κρύπτες με τα στοιχεία πίσω από τις γυψοσανίδες του ΚΕΕΛΠΝΟ, δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν μεθόδους που παρέπεμπαν ευθέως σε πολιτικό υπόκοσμο. 

Το αδιαμφισβήτητο φιάσκο στο οποίο οδηγήθηκαν η μια μετά την άλλη οι υποτιθέμενες «καθαρτήριες» απόπειρες της περιόδου 2015-2019, ωστόσο, δεν φαίνεται να συνέτισαν τους εμπνευστές του διαχωρισμού των ΜΜΕ σε αρεστά και μη. 

Αντί μετά τις εκλογές να αλλάξουν ρότα και να δουν πόσο τους κόστισε ο φαντασιακός κόσμος στον οποίο ζούσαν όταν ήταν «στα πράγματα», συνεχίζουν ακάθεκτοι την ίδια κοντόφθαλμη στρατηγική. 

Η εμφανής δημοσκοπική τους κακοδαιμονία εξακολουθεί να αποδίδεται στον (…αργυρώνητο) ρόλο των μέσων ενημέρωσης. Έτσι κάθε φορά που τα τελευταία επισημαίνουν τις άβολες αλήθειες οι οποίες ανακύπτουν από την τρέχουσα επικαιρότητα, επικρίνονται ως «πετσωμένα». Μια τουλάχιστον αστεία επίκριση αν λάβει κανείς υπόψη του τα πραγματικά μεγέθη της περιλάλητης «λίστας Πέτσα» με την οποία υποτίθεται ότι η σημερινή κυβέρνηση καταφέρνει να ελέγξει το τοπίο της ενημέρωσης. 

Το γεγονός ότι τα μέσα που υιοθετούν τις δικές τους προσεγγίσεις βολοδέρνουν, επειδή δεν βρίσκουν ακροατήριο, ούτε που τους απασχολεί. Αμετανόητοι, συνεχίζουν να κουνούν απειλητικά το δάχτυλο, παρόλο που τους παίρνουν όλο και λιγότεροι στα σοβαρά…

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

Τα ελληνικά ΑΕΙ και οι βολικές…παιδικές ασθένειες της Μεταπολίτευσης


            Τα όσα διαδραματίστηκαν τις προηγούμενες ημέρες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας αποτελούν αναμφισβήτητα την επιτομή της πολυσύνθετης παθογένειας η οποία ταλανίζει δεκαετίες τώρα την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας. 

Η απεχθής πράξη του ξυλοδαρμού ενός διδάσκοντα του ΟΠΑ από ομάδα κουκουλοφόρων επανέφερε στην επικαιρότητα την εκτεταμένη ανομία που επικρατεί στον χώρο των ελληνικών ΑΕΙ. Είναι, κακά τα ψέματα, μια ανομία, η οποία δεν αφορά και δεν περιορίζεται μόνον στους μπαχαλάκηδες οι οποίοι δρουν ανεξέλεγκτα μέσα στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο καταλαμβάνοντας χώρους, στήνοντας «στέκια» και ξυλοφορτώνοντας όποιον διαφωνεί μαζί τους ή αμφισβητεί την παράνομη δράση τους. 

Χωρίς, ωστόσο, επ΄ ουδενί να αποτελεί άλλοθι ή ελαφρυντικό για την συμπεριφορά τους, πολύ περισσότερο που δεν ξέρουμε τα πραγματικά κίνητρα τους και τους ενδεχόμενους εντολείς τους, οι κουκουλοφόροι, οι οποίοι εισέβαλαν στην αίθουσα της πρώην ΑΣΟΕΕ για να επιτεθούν στον καθηγητή και στους φοιτητές που κινήθηκαν για να τον υπερασπιστούν, ανέδειξαν και την άλλη όψη της παθογένειας που αφορά τους διδάσκοντες. 

Είναι η όψη που εξηγεί, ίσως, και τους λόγους για τους οποίους στα ελληνικά Πανεπιστήμια, αντί για το άσυλο στη διακίνηση των ιδεών, όπως συμβαίνει σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο, επικρατεί το καθεστώς της ασυλίας την οποία απολαμβάνουν κάθε λογής δυναμικές μειοψηφίες που με όπλο την θρασύτητα επιβάλλουν τη δική τους «νομιμότητα». 

Ο καθηγητής που έπεσε θύμα των κουκουλοφόρων βρισκόταν σε πολύχρονη δικαστική αντιδικία με (νυν και πρώην) συναδέλφους του για ζητήματα που δεν σχετίζονται με το ακαδημαϊκό έργο τους. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Όπως αποκαλύπτεται, και ο μεν και οι δε ήταν επί χρόνια συνεταίροι σε επιχείρηση που είχαν ανοίξει στη Ρουμανία και η οποία αποτελούσε την κύρια επαγγελματική τους δραστηριότητα. Χωρίς αυτό να αποτελεί εμπόδιο για να διεκδικούν και να παίρνουν και (άλλες) αμειβόμενες θέσεις στον δημόσιο τομέα.

Ευλόγως αναρωτιέται κανείς αν για τους συγκεκριμένους πανεπιστημιακούς το διδακτικό και ερευνητικό έργο, που θεωρητικά αποτελεί το βασικό καθήκον για το οποίο μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, μπορεί να ήταν κάτι περισσότερο από πάρεργο. 

Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η περίπτωσή τους δεν αποτελεί εξαίρεση. Στην πραγματικότητα για έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων πανεπιστημιακών, η ιδιότητα του καθηγητή ΑΕΙ αποτελεί απλό εφαλτήριο για να εξυπηρετήσουν τις εξωπανεπιστημιακές τους υποχρεώσεις (επιχειρηματικές, συμβουλευτικές, κ.λπ.) που είναι και οι πλέον προσοδοφόρες. 

 Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιο αν υπάρχει χρόνος ή και διάθεση για να ασκήσουν παράλληλα και τα διοικητικά καθήκοντα τα οποία διεκδικούν στο πλαίσιο της αρχής για διοικητική αυτοτέλεια των Ιδρυμάτων τους. Μια αυτοτέλεια, όμως, την οποία απαιτούν να έχουν χωρίς αυτή να συνοδεύεται και από την υποχρέωση για χρηστή και αποτελεσματική διοίκηση των πανεπιστημιακών πραγμάτων και πολύ περισσότερο από δημόσια λογοδοσία. 

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το λεγόμενο «Στέκι του Βιολογικού» στο ΑΠΘ λειτουργούσε επί 34 συναπτά έτη. Προσπαθήστε, παρακαλώ, να το κάνετε εικόνα, συνειδητοποιώντας ότι εκείνοι που πρώτοι κατέλαβαν τον συγκεκριμένο χώρο βρίσκονται πλέον στην έκτη δεκαετία της ζωής τους και, ενδεχομένως, ετοιμάζονται να… συνταξιοδοτηθούν.

Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά τα χρόνια δεν βρέθηκε καμία πανεπιστημιακή διοίκηση που να απαιτήσει την αποκατάσταση της νομιμότητας. Αν όχι για ο,τιδήποτε άλλο, τουλάχιστον για λόγους αρχής, όπως είναι η παιδευτική διαδικασία την οποία, μεταξύ των άλλων, είναι υποχρεωμένα και οφείλουν να υπηρετούν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα. 

Ορισμένοι μπορεί να ισχυριστούν ότι οι πανεπιστημιακοί είναι άμοιροι ευθυνών επειδή δεν υπήρχε η ανάλογη πολιτική βούληση για να δοθούν λύσεις από τις πολλές κυβερνήσεις όλων αυτών των χρόνων. Δεν είναι ακριβώς έτσι, όμως. Διότι στις επανειλημμένες -ειλικρινείς ή μη- κυβερνητικές απόπειρες να μπει μια τάξη, οι πρώτοι που προέβαλαν προσκόμματα ήταν οι πανεπιστημιακοί που είχαν την ευθύνη διοίκησης των ιδρυμάτων τους.

Από βόλεμα, συμβιβασμό ή φόβο, σχεδόν πάντα αντιτάσσονται σε κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια που διαταράσσει τις υφιστάμενες (αν)ισορροπίες μέσα στα ΑΕΙ. Την ίδια ώρα είναι μάλλον μετρημένοι στα δάκτυλα των χεριών οι πανεπιστημιακοί που τόλμησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να τα βάλουν με τις ομάδες της ανομίας που θέλουν επιβάλουν τις βουλήσεις τους. 

Από την άλλη, βεβαίως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η ατολμία των κυβερνήσεων να πάρουν όλα εκείνα τα μέτρα που θα κάνουν τα πανεπιστήμια κυψέλες ελεύθερης διακίνησης όλων των ιδεών και εργαστήρια καινοτόμων ερευνών. Διότι στο τέλος – τέλος, οι φορολογούμενοι πολίτες εκλέγουν τις κυβερνήσεις για να δημιουργήσουν εκείνο το πλαίσιο που θα κάνει τα χρήματα τους να πιάνουν τόπο. 

Στην πράξη, ωστόσο, ελάχιστα έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμη και η σημερινή κυβέρνηση, που είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες, ελάχιστα έκανε για να εκπληρώσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις. Η πολυδιαφημισμένη πανεπιστημιακή αστυνομία, παρόλο που δεν αποτελεί πανάκεια, παραμένει ακόμη «στα χαρτιά», ίσως για να μας θυμίζει ότι είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν για να θεραπευτούν οι παθογόνες καταστάσεις που επικρατούν στα ελληνικά Πανεπιστήμια.

Ορισμένοι κάνουν λόγο για τις… παιδικές ασθένειες της Μεταπολίτευσης που κληρονομήθηκαν από την επτάχρονη δικτατορία και τον αυταρχισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Ακόμη και έτσι αν είναι, όμως, το κακό παρατράβηξε και αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο. Ο ρόλος των Πανεπιστημίων πρέπει να επαναπροσδιοριστεί και να ευθυγραμμιστεί με τα διεθνώς κρατούντα. 

        Η διάλυση των κάθε λογής «στεκιών» που έχουν στηθεί σε πολλά ιδρύματα είναι μόνον ένα από τα μέτρα που θα ανατρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα. Χρειάζεται να γίνουν και πολλά άλλα, ανάμεσα στα οποία σίγουρα περιλαμβάνεται και η μετατροπή των καθηγητών σε πραγματικούς διδάσκοντες που ενδιαφέρονται για τα Ιδρύματα που τους πληρώνουν και δεν αδιαφορούν για τα εκεί τεκταινόμενα.

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Με τέτοιους βουλευτές δεν μπορεί να ηγείσαι στην… Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση

 Την ημέρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου δήλωνε ότι… «η Ελλάδα ηγείται στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», ο μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος προέβαινε σε μια ασυνήθιστη ενέργεια, απευθύνοντας επιστολή τον πρωθυπουργό διαμαρτυρόμενος για τη στάση του εκλεγμένου με τη Νέα Δημοκρατία βουλευτή της περιοχής του Διονύση Ακτύπη ο οποίος επέλεξε να επισκεφτεί μοναστήρια του νησιού στα οποία κατοικοεδρεύουν μοναχοί που αρνούνται να εμβολιαστούν.

Η ενέργεια του συγκεκριμένου Ιεράρχη έχει ιδιαίτερη αξία διότι ο κ. Διονύσιος είναι ένας από τους ελάχιστους μητροπολίτες της ελλαδικής Εκκλησίας που υποστήριξαν εξ αρχής και σθεναρά το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά της μάστιγας του κορωνοϊού. Ο ίδιος μάλιστα έδειξε ξεχωριστό σθένος καθιερώνοντας κυρώσεις κατά των κληρικών της μητρόπολης του που «αποδείχθηκαν απειθείς, παρά τις συστάσεις και τις αγωνιώδεις οδηγίες του Ποιμενάρχου περί της ανάγκης εμβολιασμού και μη χειραγωγήσεως των πιστών σε αντιεπιστημονικές συμπεριφορές».

Ανάμεσα στις «κυρώσεις» που επέβαλε ο Μητροπολίτης ήταν και το «εμπάργκο» των επισκέψεων στα μοναστήρια που διαβιούν αντιεμβολιαστές μοναχοί. Ο κυβερνητικός βουλευτής, όμως, που είναι και ο μοναδικός εκπρόσωπος της Ζακύνθου στην Εθνική Αντιπροσωπεία, όχι μόνον επέλεξε να ξεκινήσει τις περιοδείες του, επ΄ ευκαιρία του νέου χρόνου, από τα συγκεκριμένα μοναστήρια αλλά τις διαφήμισε κιόλας με αναρτήσεις φωτογραφιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που τον έδειχναν να ψάλλει και να ποζάρει δίπλα σε μοναχούς και μοναχές που φυσικά δεν φορούσαν μάσκες.

Δικαίως του λόγου, κατόπιν αυτού ο Μητροπολίτης απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό για να καταγγείλει ότι ο κ. Ακτύπης υπονομεύει τον αγώνα υπέρ του εμβολιασμού «Όταν εμείς δίνουμε καθημερινά και με μεγάλο κόστος τη μάχη να πείσουμε για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού, τιμωρώντας και επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις στους αντιεμβολιαστές ιερείς και μοναχούς, προκειμένου να απαλλαγεί η πατρίδα μας από την πανδημία, ο βουλευτής Ζακύνθου μεταβαίνει στα μοναστήρια τα οποία εμείς δεν επισκεπτόμεθα, συντρώγοντας με αρνητές μοναχούς και παριστάνοντας τον ιεροψάλτη, προκαλώντας έτσι το δίκαιο αίτημα της απογοήτευσης, σε όσους δίνουν την άνιση μάχη αυτές τις κρίσιμες ώρες», έγραψε ο κ. Διονύσιος.

Ο γαλάζιος βουλευτής, ο οποίος μάλιστα συμβαίνει να είναι και γιατρός, προσπάθησε, εκ των υστέρων, να… δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Υποστήριξε ότι βρέθηκε σε μια από τις μονές που φωτογραφίστηκε ως ψάλτης –την πρώτη Κυριακή του νέου έτους- επειδή αντιμετώπιζε... πρόβλημα εισροής υδάτων σε κάποιο από τα κτίρια της. Καθώς, όμως, φαίνεται ότι και ο ίδιος αντελήφθη την αδυναμία του επιχειρήματος του, δεν δίστασε να το ρίξει και στη… συνωμοσιολογία. Ισχυρίστηκε ότι ο σάλος που ξέσπασε για την πρωτοβουλία του, την οποία είναι αλήθεια ότι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις της περιοχής, προήλθε δήθεν από κάποιους που ενοχλούνται από την… καθαρτήρια δράση του.

«Προσωπικά εκτιμώ πως οι τοποθετήσεις μου το τελευταίο διάστημα αναφορικά με τα ζητήματα του Ναυαγίου Ζακύνθου έχουν θίξει, τελικά σε πολύ μεγάλο βαθμό, τα συμφέροντα πολλών», έγραψε ο βουλευτής στην απαντητική του δήλωση. Παρέλειψε, ωστόσο, να μπει στον κόπο να εξηγήσει ποιοι είναι αυτοί οι «πολλοί» που έχουν συμφέροντα στο Ναυάγιο και αν ανάμεσά τους περιλαμβάνει και τον διαμαρτυρόμενο Μητροπολίτη. Αναφέρει επίσης ότι ο «υπεύθυνος» (;) της μιας από τις μονές είναι εμβολιασμένος. Χωρίς να διευκρινίζει τι συμβαίνει με τους υπολοίπους και κυρίως με όσους ήταν δίπλα του χωρίς μάσκες στις φωτογραφίες που ο ίδιος δημοσιοποίησε.

Παρά το γεγονός ότι όσο και αν έψαξα δεν βρήκα –και ελπίζω να μην τον αδικώ- μια δήλωση του κ. Ακτύπη που να στηρίζει την προσπάθεια του Μητροπολίτη της περιοχής του να τιθασεύσει το αντιεμβολιαστικό πνεύμα που έχει εκδηλωθεί στις τάξεις των ρασοφόρων, οφείλω να ομολογήσω ότι η στάση του συγκεκριμένου βουλευτή δεν αποτελεί την εξαίρεση αλλά μάλλον τον κανόνα μεταξύ των στελεχών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος.

Ενόσω, άλλωστε, διαδραματίζονταν όλη αυτή η αντιδικία στο νησί της Ζακύνθου, λίγο βορειανατολικότερα, στο Μεσολόγγι, λάμβανε χώρα ένας απίστευτος συναγωνισμός των τοπικών βουλευτών της ΝΔ για το ποιος θα εκθειάσει εντονότερα τον εκλιπόντα Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας, ο οποίος έχασε αυτές τις μέρες την ζωή του από επιπλοκές του κορωνοϊού και όσο ζούσε ήταν μεταξύ των διαπρύσιων αρνητών για ό,τιδήποτε σχετιζόταν με την πανδημία: το lockown, τις μάσκες και τους εμβολιασμούς.

Δύο σχετικά νέοι πολιτικοί, ο 55χρονος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιος Λιβανός και ο 47χρονος πρώην υφυπουργός Κώστας Καραγκούνης, γόνοι και οι δύο οικογενειών με παράδοση στην πολιτική, ανταγωνίστηκαν μεταξύ τους στον εγκωμιασμό του μακαριστού Ιεράρχη, χωρίς να βρουν και να προσθέσουν στις επαινετικές δηλώσεις τους έστω μια φράση για τον αρνητικό ρόλο που είχε ο συγκεκριμένος Ιεράρχης καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, υποχρεώνοντας ακόμη και την Ιερά Σύνοδο να τον καλέσει σε απολογία.

Η στάση τους γίνεται ακόμη πιο λυπηρή αν αναλογιστεί κανείς ότι και οι δύο περί ων ο λόγος Αιτωλοακαρνάνες πολιτικοί έχουν νοσήσει από κορωνοϊό και, κατά δήλωσή τους, σώθηκαν επειδή είχαν εμβολιαστεί. Ειδικά ο κ. Καραγκούνης, ο οποίος με βάση τα λεγόμενα του νόσησε πολύ βαριά και χρειάστηκε να νοσηλευτεί, είχε περιγράψει με μελανά χρώματα τον φόβο που τον κυριάρχησε όταν χρειάστηκε να βάλει μάσκα οξυγόνου.

Το ερώτημα που ευλόγως ανακύπτει είναι γιατί ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να επαναλάβουν στον θερμό αποχαιρετισμό που έκαναν στον εκλιπόντα Μητροπολίτη κάτι από όσα οι ίδιοι έζησαν. Ή έστω μια προτροπή υπέρ του εμβολιασμού και της τήρησης των υγειονομικών κανόνων. Αλλά και γενικότερα δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος τον λόγο για τον οποίο μέχρι τώρα κανένας κυβερνητικός βουλευτής δεν στάθηκε στο πλευρό των λίγων Ιεραρχών που στήριξαν το εμβολιαστικό πρόγραμμα και δεν βρήκε μια λέξη αποδοκιμασίας για εκείνους που παραβίαζαν προκλητικά τους κανόνες φθάνοντας στο σημείο να κατεβάζουν τις μάσκες των πιστών που ήθελαν να τους ασπαστούν το χέρι.

Είναι κρίμα να το διαπιστώνει κανείς, αλλά με τέτοιους (κοντόφθαλμα ψηφοθήρες και εξόφθαλμα ψοφοδεείς) βουλευτές ούτε ανοίγματα στο Κέντρο μπορεί να ισχυρίζεται κανείς ότι κάνει, ούτε, πολύ περισσότερο, να θεωρεί ότι βρίσκεται σε χώρα που είναι στην… ηγεσία της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

O ιός κάνει όλο το… παιχνίδι

            Την άνοιξη του 2020, όταν βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της εξάπλωσης της πανδημίας, οι προβλέψεις ορισμένων ειδικών ότι ο ιός θα μπορούσε να προσβάλει έως και 500 χιλιάδες Έλληνες έμοιαζαν εφιαλτικές.

Τα κρούσματα στη χώρα μας προσεγγίζουν τον εντυπωσιακό αριθμό των 1,2 εκατ. μολύνσεων και, με όλα όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα, ουδείς μπορεί πλέον να προβλέψει που θα φθάσουν. Όπως και οι θάνατοι που λίαν συντόμως θα σπάσουν το φράγμα των 21 χιλιάδων απωλειών και δεν χρειάζεται να παραστήσει κανείς τον μάγο για να εικάσει ότι, δυστυχώς, θα αυξηθούν κι άλλο.

            Μπορεί η δυσμενής αυτή πραγματικότητα να αφορά τον δικό μας «μικρόκοσμο», πλην, όμως, η κατάσταση δεν είναι διαφορετική ακόμη και στη μεγάλη εικόνα. Σε ολόκληρο τον πλανήτη τα κρούσματα του κορωνοϊού πλησιάζουν τα 300 εκατομμύρια και οι ανθρώπινες απώλειες πολύ σύντομα θα ξεπεράσουν τα 5,5 εκατ., αριθμός που αποτελεί ένα σύνολο θανάτων που η ανθρωπότητα έχει να γνωρίσει πολλές δεκαετίες.

            Η επέλαση της νέας μετάλλαξης «Omicron» σαρώνει σχεδόν ολόκληρη την υφήλιο, δίνοντας ημερήσιο αριθμό κρουσμάτων που μέχρι πρότινος έμοιαζε ασύλληπτος. Στις ΗΠΑ προσέγγισαν τις 500 χιλιάδες μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Ενώ στις εκατοντάδες χιλιάδες ανέρχονται οι επιδόσεις που καταγράφουν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία και τις δεκάδες χιλιάδες η Ισπανία, η Ιταλία, ο Καναδάς και η Ιταλία. Από κοντά και η Ελλάδα που εδώ και μέρες δίνει σταθερά πενταψήφιο αριθμό μολύνσεων και την Πέμπτη ξεπέρασε τις 35 χιλιάδες.

            Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία είναι ότι πολύ υψηλός αριθμός λοιμώξεων παρουσιάζεται ακόμη και σε χώρες, όπως η Δανία ή η Πορτογαλία, οι οποίες μέχρι πρότινος έδιναν την εντύπωση ότι είχαν θέσει υπό έλεγχο την πανδημία και δεν αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα επειδή ο πληθυσμός τους έχει μεγάλη εμβολιαστική κάλυψη. 

            Σε πείσμα, λοιπόν, τόσο των κάθε είδους αρνητών και καταστροφολόγων, όσο και όσων αυτοεπαινούνται και εμφανίζονται ως φωτεινοί παντογνώστες, το συμπέρασμα το οποίο εξάγεται από όλα αυτά είναι ότι όλο το… παιχνίδι το κάνει ο ιός. Και το κάνει ερήμην τόσο εκείνοι που τον υποτιμούν και πέφτουν θύματα των τσαρλατάνων που εξ αρχής τον θεώρησαν «γριπούλα» όσο και εκείνων που βιάστηκαν να προαναγγείλουν το σύντομο τέλος του, διαψευδόμενοι οικτρά από τις συνεχείς μεταλλάξεις του.   

Γι΄ αυτό και ίσως η πλέον ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τους σοβαρούς από τους ασόβαρους ανθρώπους, είτε πρόκειται για επιστήμονες και πολιτικούς, είτε για δημοσιολόγους και απλούς πολίτες, είναι μεταξύ της αυτάρεσκης και φανατικής βεβαιότητας, από τη μια, και, από την άλλη, της μετριοπαθούς αμφιβολίας που χαρακτηρίζει όσους ενδιαφέρονται για την ουσία της επιστημονικής γνώσης.

            Κακά τα ψέματα, η μέχρι τώρα εξέλιξη της πανδημίας έδειξε ότι κανείς, όχι φυσικά μόνον στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη, δεν κατείχε, ούτε κατέχει ακόμη, την απόλυτη συνταγή που θα μπορούσε να αναχαιτίσει την επέλαση του ιού και να αποτρέψει τη διασπορά των επιπτώσεων του στις κοινωνίες και τις οικονομίες όλης της υφηλίου.

Υπήρξαν φωτισμένοι επιστήμονες και ερευνητές που άνοιξαν δρόμους για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά έναν σαφή οδικό χάρτη που να οδηγεί στο σύντομο τέλος της ουδείς κατάφερε να χαράξει. Άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, σχεδόν όλοι τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις που προκαλεί η εξάπλωση της Covid-19.    

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο ιός διείσδυσε και εξακολουθεί να διεισδύει με την ίδια πάνω κάτω ευκολία τόσο στις ανοικτές κοινωνίες του δυτικού κόσμου όσο και στις χώρες που διοικούνται από αυταρχικές ηγεσίες. Η Κίνα, για παράδειγμα, που τον «γέννησε», είτε επί σκοπώ είτε από ατύχημα, παρά τα σκληρά και απάνθρωπα μέτρα που έχει λάβει δεν έχει ακόμη καταφέρει να υψώσει αδιαπέραστο τείχος. 

            Σε καμία περίπτωση, όμως, οι παραδοχές αυτές δεν μπορεί να ερμηνευτούν ως ισοπεδωτική εξίσωση όλων των απόψεων. Κάθε άλλο. Εξάλλου, μια από τις βασικότερες συνέπειες της πανδημίας είναι ότι έφερε στο φως ανορθολογικές πρακτικές που δεν υποψιαζόμασταν ότι είναι τόσο διάχυτες γύρω μας και αντιεπιστημονικούς τρόπους σκέψεις που δεν περνούσε από το μυαλό μας ότι έχουν τόσο μεγάλη έκταση.

            Εν ολίγοις, το βασικότερο… παιχνίδι που έκανε ο ιός είναι μάλλον ότι μας βοήθησε να γνωριστούμε. Και με τον εαυτό μας. Και με τους γύρω μας. Δεν είναι και λίγο. Ακόμη και αν το προσεγγίσει κάποιος με τη διάσταση που έχει η αρχαιοελληνική ρήση «ουδέν κακόν αμιγές καλού».

Όταν με το καλό τελειώσει η πανδημία, που θα τελειώσει, όπως τελείωσαν όλες οι πανδημίες του παρελθόντος, θα γνωριζόμαστε καλύτερα. Και θα ξέρουμε ποιοι ανήκουν στις τάξεις των ορθολογιστών και ποιοι κατατάσσονται στις κατηγορίες των ασυναίσθητων, των «ψεκασμένων», των ιδεοληπτικών και των αθεράπευτα λαϊκιστών.

Αίσιον και ευτυχές το (επερχόμενο) 2022!

 

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Οι δημοσκοπήσεις ευνοούν τους τολμηρούς!

             Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επί 75 συναπτά έτη, τόσο ο πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών, όσο και το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων που ζουν εκεί, παρουσίαζαν ανοδικές τάσεις. Η πορεία αντιστράφηκε για πρώτη φορά το 2020, τη χρονιά, δηλαδή κατά την οποία ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC), που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, πέρυσι το προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών πολιτών μειώθηκε κατά ένα χρόνο και οκτώ μήνες σε σύγκριση με τον αμέσως προηγούμενο χρόνο. Για την ακρίβεια, από τα 78,8 έτη που ήταν το 2019 ο μέσος όρος ζωής όσων ζουν στις ΗΠΑ, το 2020 υποχώρησε στα 77.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες επιπλέον θάνατοι που προκάλεσε η λοίμωξη Covid-19, η οποία έγινε η τρίτη αιτία θανάτου μετά τον καρκίνο και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, σε συνδυασμό με τους πρόσθετους περιορισμούς στη μετανάστευση που συνόδευσαν την πανδημία, είχαν ως αποτέλεσμα να παραμείνει την πρώτη χρονιά της πανδημίας σχεδόν στάσιμος ο αμερικανικός πληθυσμός. Ο οποίος, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, αντιμετωπίζει τα πολυσήμαντα φαινόμενα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης.

Στα δύο χρόνια τώρα που επελαύνει η πανδημία οι ανθρώπινες απώλειες σε όλο τον πλανήτη έχουν ξεπεράσει τα 5,4 εκατομμύρια. Και δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, η μακάβρια λίστα με τους θανάτους θα μακρύνει πολύ ακόμη, παρά τη μεγάλη πρόοδο της επιστημονικής γνώσης που συντελέστηκε αυτό το διάστημα, κυρίως με τα εμβόλια, δευτερευόντως με κάποια θεραπευτικά σχήματα που έσωσαν αρκετές ζωές και ενδεχομένως με τα πολυαναμενόμενα χάπια που μπαίνουν οσονούπω στη μάχη.

Αναλογιζόμενος κανείς το βαρύτατο τίμημα το οποίο έχουν πληρώσει σχεδόν χωρίς εξαίρεση όλες οι χώρες της υφηλίου, δεν μπορεί παρά να απορεί με τη συμπεριφορά τόσων συνανθρώπων μας που έχουν τη δυνατότητα να εμβολιαστούν και δεν το κάνουν. Όπως δεν μπορεί και να μην εκπλήσσεται από το γεγονός ότι τα ζητήματα της πανδημίας εξακολουθούν να γίνονται στη χώρα μας αντικείμενο οξείας κομματικής αντιπαράθεσης.

Από το ξέσπασμα της πανδημίας έως τώρα, σχεδόν δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχει καταγραφεί μια διαφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αξιωματική αντιπολίτευση. Από τις μάσκες και τα παγούρια των μαθητών, έως την καθιέρωση της περιορισμένης υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών και τους περιορισμούς στην κυκλοφορία των πολιτών, από το lockdown και το click away έως τα SMS και τα κίνητρα για τον εμβολιασμό των νέων, δεν έχει υπάρξει ούτε ένα σημείο στο οποίο να συνέπεσαν οι απόψεις και οι εκτιμήσεις των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων.

Κατά έναν πολύ παράδοξο τρόπο ό,τι και να έχει κάνει ως τώρα η κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν χάνει την ευκαιρία να καταγράψει την αντίρρηση ή τη διαφωνία της όταν δε ασκεί οξεία κριτική ή δεν εξαπολύει ανηλεή πολεμική. Όμως, όσο προφανές είναι ότι η κυβέρνηση δεν τα έκανε όλα σωστά, αφού και λάθη έγιναν και ατολμίες εμφανίστηκαν και παλινωδίες παρατηρήθηκαν, εξίσου βέβαιο είναι ότι ούτε η αντιπολίτευση κατείχε την απόλυτη αλήθεια ή γνώριζε τη χρυσή συνταγή που θα αναχαίτιζε την πανδημία και θα εξαφάνιζε κρούσματα, νοσηλείες και ανθρώπινες απώλειες.    

Η αλήθεια είναι ότι και σε άλλες χώρες παρατηρήθηκαν διαφωνίες και συγκρούσεις για τα περιοριστικά μέτρα και τα εμβολιαστικά προγράμματα. Μόνον, όμως, που οι περισσότερες κυβερνήσεις, οι οποίες, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος, χειρίστηκαν την πανδημία, ήρθαν αντιμέτωπες με ακραίες ομάδες αρνητών και όχι με κανονικές πολιτικές δυνάμεις που άσκησαν παλαιότερα κυβερνητικά καθήκοντα ή φιλοδοξούν βάσιμα να ασκήσουν στο μέλλον.  

Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, δεν είναι κακό ούτε η διαφωνία ούτε η κριτική. Αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι και τα δύο είναι μέσα στα καθήκοντα της αντιπολίτευσης, η οποία έχει υποχρέωση να αναδεικνύει τα κακώς κείμενα και να στηλιτεύει τις αστοχίες, τα λάθη και τις παραλείψεις των κυβερνώντων. Έχει, ωστόσο, σημασία πως εκφράζεται η διαφωνία και πως διατυπώνεται η κριτική.

Ένα σοβαρό, για παράδειγμα, ερώτημα είναι αν η συμπαράταξη με τους αντιεμβολίαστους υγειονομικούς προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο ή πυροδοτεί το κύμα των αρνητών. Για να μην πούμε για το λάθος μήνυμα που εκπέμπεται με τον επίμονο ισχυρισμό για προσλήψεις όταν είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο προσωπικό από τις ειδικότητες (εντατικολόγοι και πνευμονολόγοι) που είναι αναγκαίες για να λειτουργήσουν καλύτερα οι ΜΕΘ.

Δεν θα είναι υπερβολή αν ισχυριστεί κάποιος ότι μόνον ένα μέρος από τον χρόνο που αφιερώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες στους καβγάδες για τις ΜΕΘ αν είχε χρησιμοποιηθεί σε μια διακομματική προσπάθεια για να ενισχυθεί η προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα όσων συμπολιτών μας εξακολουθούν να διστάζουν ή φοβούνται, τότε οι υφιστάμενες ΜΕΘ θα αρκούσαν για να νοσηλεύσουν όσους τις χρειαζόταν, παρότι έχουν εμβολιαστεί.

Κατόπιν αυτού είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τα πολιτικά οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει ο Αλέξης Τσίπρας αν ηγείτο του αγώνα υπέρ των εμβολιασμών. Πάντως, ο αρχηγός των Βρετανών Εργατικών Κιρ Στάρμερ, που στηρίζει τα περιοριστικά μέτρα που παίρνει ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον και δεν αρέσουν στα στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος, έχει περάσει μπροστά στις δημοσκοπήσεις.

Εκτός και αν μας που πουν ότι πρόκειται κι εκεί για… συνωμοσία των «πετσομένων» δημοσιογράφων και δημοσκόπων που σπρώχνουν τον Στάρμερ, όπως υποτίθεται ότι κάνουν εδώ με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Όπως και να έχει, πάντως, ο νεοεκλεγείς αρχηγός του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ δείχνει να τολμάει, αφού, όπως διαβάζουμε στο «Θέμα» που κυκλοφορεί, τάσσεται υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού στο Δημόσιο.

Και μπράβο του, διότι, εκτός του ότι προοδευτικοί πολίτες είναι οι λογικοί πολίτες, συμβαίνει στις κάλπες να προσέρχονται οι ζωντανοί και όχι οι… τεθνεώτες!

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Να τελειώνουμε με τους (κάθε λογής) Κουρουμπλήδες

Ούτε ένας, ούτε δύο, ενενήντα εννέα Συντηρητικοί βουλευτές από το κόμμα του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον καταψήφισαν αυτή την εβδομάδα τα νέα μέτρα για την αναχαίτιση της πανδημίας του κορωνοϊού που εσπευσμένα εισηγήθηκε η κυβέρνησή τους έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα αμεριμνησίας κατά το οποίο δεν ίσχυε σχεδόν κανένας περιορισμός, αφού ακόμη και σε κλειστούς χώρους η χρήση μάσκα ήταν απολύτως προαιρετική.

Υπό άλλες συνθήκες, η εισήγηση του Τζόνσον, ο οποίος είναι βαριά εκτεθειμένος στα μάτια των σκεπτόμενων Βρετανών πολιτών για τον απερίσκεπτο και αλλοπρόσαλλο τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την πανδημία ήδη από το ξέσπασμά της, θα απορρίπτονταν και η κυβέρνηση θα κλυδωνίζονταν αφού θα μπορούσε να τεθεί θέμα απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Χάρις, ωστόσο, στην υπεύθυνη στάση των Εργατικών, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα μέτρα υπερψηφίστηκαν με ευρεία πλειοψηφία και, έτσι, η κυβέρνηση του λαϊκιστή Βρετανού πρωθυπουργού, παρέμεινε στη θέση της, ενδεχομένως μέχρι την επόμενη μεγάλη κρίση που θα την οδηγήσει στην πτώση.

Ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ απέφυγε να οξύνει την κατάσταση και να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, επωφελούμενος την ανταρσία των «Τόρις». Κι αυτό παρότι ο αντίπαλός του βρισκόταν στο καναβάτσο καθώς, μεταξύ πολλών άλλων, αντιμετώπιζε και καταγγελίες ότι πέρυσι διοργάνωσε, εν μέσω lockdown, πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ.

Προσπαθήστε λίγο να το κάνετε όλο αυτό εικόνα, βάζοντας στην εξίσωση τις ελληνικές αναλογίες. Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη υποχρεώνεται να πάρει σκληρά μέτρα που την φέρνουν σε αντιπαράθεση με το εκλογικό ακροατήριο της και μια μερίδα βουλευτών της ετοιμάζεται να καταψηφίσει εισηγήσεις της π.χ. για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των ενστόλων. Άραγε, τι θα έκανε η εγχώρια αξιωματική αντιπολίτευση σε μια τέτοια περίπτωση;

Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι στους 21 μήνες, που διαρκεί ήδη η πανδημία, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει υπερψηφίσει ούτε ένα από τα –θετικά ή και λιγότερο θετικά- μέτρα κατά της πανδημίας, η απάντηση είναι πολύ εύκολη: Οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα καταψήφιζαν με τα δύο χέρια ακόμη και προτάσεις που έχουν διατυπωθεί από τα χείλη δικών της στελεχών.

Τις τελευταίες ημέρες, για παράδειγμα, ένας από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ περιφέρεται στα κανάλια εγκαλώντας την κυβέρνηση επειδή δεν επαναφέρει το αμφιλεγόμενο μέτρο της τηλεργασίας στον δημόσιο τομέα, κάνοντας, μάλιστα, παραλληλισμούς με το ό,τι ισχύει διεθνώς με τις εταιρίες τεχνολογίας. Όταν, ωστόσο, θεσπίστηκε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο μέτρο ο περί ού ο λόγος βουλευτής, όπως και όλοι οι συνάδελφοί του, το είχε καταψηφίσει.

Όπως καταψήφισαν ομοθυμαδόν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών στους υγειονομικούς, το οικονομικό κίνητρο για τους εμβολιασμούς των νέων, τα πρόστιμα για τους ηλικιωμένους που παραμένουν ανεμβολίαστοι, τις ποινές για τους αρνητές γονείς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Και τόσα πολλά άλλα που βασικό απότοκό τους δεν ήταν άλλο από τη συγκάλυψη λαθών και παραλείψεων της κυβέρνησης, η οποία προβάλει ως δύναμη ευθύνης και σοβαρότητας.

Δεν πρέπει να έχει υπάρξει άλλη αξιωματική αντιπολίτευση σε όλη την υφήλιο που στη διάρκεια της πανδημίας να έχει πει «όχι σε όλα» και να έχει επιχειρήσει τόσο απεγνωσμένα να εκμεταλλευθεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση που ισχύει παγκοσμίως και για την οποία ουδείς είχε έτοιμη τη συνταγή αντιμετώπισης ή βρήκε να εφαρμόσει άλλο αποτελεσματικό αντίδοτο εκτός από τον μαζικό εμβολιασμό.

Ως αποκορύφωμα όλου αυτού του αρνητικού αντιπολιτευτικού κατήφορου ήρθε το παραλήρημα του βουλευτή Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο οποίος σε ένα ξέφρενο κρεσέντο λαϊκισμού μίλησε για «δολοφονίες». Ναι, το διέπραξε ο πολιτικός που ως υπουργός Υγείας ήθελε να κάνει υποχρεωτικές ορισμένες προληπτικές εξετάσεις, όπως η κολονοσκόπηση, και απειλούσε ότι όσοι δεν τις έκαναν, εφόσον νοσούσαν, θα τιμωρούνταν με την ποινή της συμμετοχής στο κόστος νοσηλείας.

Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Κουρουμπλής δεν είναι ούτε ο πρώτος διδάξας ούτε ο μοναδικός εκπρόσωπος της αμετροεπούς κοινοβουλευτικής μεγαλοστομίας. Τα τελευταία χρόνια μπουχτίσαμε από τέτοιες υπερβολές. Αποτελεί ωστόσο ένα κλασικό παράδειγμα πολιτικού που έκανε καριέρα με την «ικανότητά» του να υποστηρίζει τα πάντα αλλά και τα αντίθετα.

Είναι αυτό το χαρακτηριστικό του, άλλωστε, που τον οδήγησε να γίνει ένας από τους πρώτους βουλευτές που αποσκίρτησαν από το ΠΑΣΟΚ, καταψηφίζοντας το πρώτο Μνημόνιο όταν διείδε την επερχόμενη πτώση της κυβέρνησης του, χωρίς να διστάσει αργότερα, όταν έγινε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, να πει «ναι» στο τρίτο και χειρότερο Μνημόνιο που επιβλήθηκε στη χώρα.

Ο παμπόνηρος, όπως τον περιγράφουν όσοι τον γνωρίζουν καλά, 70χρονος πολιτικός από το Ματσούκι Αιτωλοακαρνανίας, διερμηνεύοντας την πολεμική ατμοσφαιρα που δημιουργούσε το κόμμα του γύρω από το ζήτημα των ΜΕΘ, θεώρησε ότι ήταν η ώρα να κερδίσει ο ίδιος τις εντυπώσεις. Όπως συμβαίνει όμως με τους περισσότερους λαϊκιστές, που θέλουν να είναι πάντα στον αφρό, έτσι και ο κ. Κουρουμπλής ξεπέρασε, μάλλον χωρίς να το αντιληφθεί, τα εσκαμμένα.

Με την άρνησή του, μάλιστα, να ανασκευάσει, ο κ. Κουρουμπλής έδωσε την ευκαιρία στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ να τον διαγράψει, προβαίνοντας, ίσως, στην πρώτη υπεύθυνη πράξη του από την έναρξη της πανδημίας. Ο ίδιος, εξάλλου, ο Αλέξης Τσίπρας και οι πιο στενοί του συνεργάτες έχουν ως τώρα δώσει αρκετά αρνητικά δείγματα γραφής στον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνταν στα θέματα της πανδημίας.

Όπως και να έχει, πάντως, η εξέλιξη που είχε η υπόθεση του Αιτωλοακαρνάνα πολιτικού είναι μάλλον ευοίωνη. Διότι μπορεί αποτελέσει αφορμή για να… τελειώνουμε με τους (κάθε λογής) Κουρουμπλήδες που η συμπεριφορά τους δίνει άλλοθι στους αρνητές. Κάτι που κάνει τη χώρα μας να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού και μοιραία ένα από τα υψηλότερα ποσοστά θνητότητας από τους νοσούντες με Covid.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Το κενό του Νίκου Ανδρουλάκη

 Η ευρεία νίκη την οποία πέτυχε ο Νίκος Ανδρουλάκης στον επαναληπτικό γύρο των εκλογών του Κινήματος Αλλαγής και η πανηγυρική ανάδειξή του στην ηγεσία του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ δεν απετέλεσε έκπληξη για όποιον μπορεί και βλέπει τα πράγματα χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των… wishful thinking (ευσεβών πόθων, ελληνιστί).

Έκπληξη επίσης δεν μπορεί να απετέλεσε ούτε η αθρόα συμμετοχή των μελών και των φίλων του ΠΑΣΟΚ που –σε αναλογία τρεις στους τέσσερις- πήγαν και στο δεύτερο γύρο για να στηρίξουν την ισχυρή εντολή για ανανέωση της παράταξής του, αλλά και ευρύτερα του πολιτικού σκηνικού που είχαν δώσει ήδη από την πρώτη Κυριακή.

Χιλιάδες πολίτες έστειλαν εκ νέου το μήνυμά τους, σε πείσμα όλων των συνωμοσιολογικού τύπου δαιμονολογιών για έξωθεν παρεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία που διακινήθηκαν, κυρίως στις παραμονές του πρώτου γύρου, από ανθρώπους που σκέφτονται με όρους του χθες και δυσκολεύονται να δουν τη νέα πολιτική γεωγραφία που αρχίζει να προβάλλει καθώς η χώρα, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που κουβαλάει από το κοντινό αλλά και το μακρινό παρελθόν, κάνει σοβαρά βήματα επιστροφής στην κανονικότητα.

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης της σημασίας που δικαιολογημένα δίνεται στη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ, αρκεί να επισημάνουμε ότι η υποψήφια της Δεξιάς παράταξης στη Γαλλία Βαλερί Πεκρές η οποία θα τρέξει την προσεχή άνοιξη στην κούρσα της Προεδρίας απέναντι στον Εμάνουελ Μακρόν, τη Μαρί Λεπέν και τους υπολοίπους υποψηφίους, που θα διεκδικήσουν την εκλογή τους στο Μέγαρο των Ηλυσίων, αναδείχθηκε από ένα σώμα ψηφοφόρων που αριθμούσε μόνον τα 140.000 μέλη που είναι εγγεγραμμένα στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων.

Υπό αυτή την έννοια, οι συνθήκες υπό τις οποίες ο 42χρονος ευρωβουλευτής από την Κρήτη γίνεται αρχηγός του τρίτου, μεν, στην κατάταξη κόμματος της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά κομβικού για τις εξελίξεις των επόμενων ετών, μοιάζουν να είναι πολύ ευοίωνες. Το εμφανές, εξάλλου, πολιτικό κενό στον χώρο της Κεντροαριστεράς που άφησε η εκλογική συρρίκνωση, την οποία, δικαίως ή αδίκως, υπέστη το ΠΑΣΟΚ την περίοδο της μνημονιακής κρίσης, είναι εκεί και περιμένει τον κ. Ανδρουλάκη να το (επανα)καταλάβει.

Καλώς ή κακώς, ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο μετακόμισε απογοητευμένη η μεγαλύτερη μάζα των παλαιών ΠΑΣΟΚικών ψηφοφόρων, δεν κατάφερε να τους παράσχει μόνιμη στέγη. Είτε επειδή δεν ήθελε, είτε επειδή δεν μπόρεσε. Όταν ο αρχηγός του δηλώνει στα σοβαρά ότι προτίθεται «να στρίψει Αριστερά για να βρεθεί στο Κέντρο», είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά με την «ανάγνωση» της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, όπως διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια και αποτυπώνεται σε όλες τις μετρήσεις για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Μόνον, για παράδειγμα, ένας που εθελοτυφλεί δεν βλέπει το πολιτικό παράδοξο που συνιστά η φθορά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η αδυναμία της να επωφεληθεί από τα λάθη της κυβέρνησης. 

Πρόκειται, ωστόσο, για παράδοξο που είναι εύκολα ερμηνεύσιμο για όποιον παρακολουθεί την αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αρνείται, με αστεία προσχήματα, να συναινέσει ακόμη και σε πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης που αποτελούν συνέχεια της προηγούμενης, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, οι πολύ σημαντικές αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.

Το βασικό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα η μεγάλη ευκαιρία για τον νέο ηγέτη του ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται μέσα από την κυνική παραδοχή που είχε κάνει πριν από μερικούς μήνες η πρώην υπουργός Έφη Αχτσιόγλου ότι «η κανονικότητα στην πραγματικότητα ποτέ δεν είναι ευκαιρία για την Αριστερά». 

Άλλωστε, παρά τις άκομψες προσπάθειες που έκανε ο αρχηγός του για να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και δεν μπόρεσε να μεταμορφωθεί στο κόμμα του Κέντρου που είχε ανάγκη η σταδιακή υπέρβαση της κρίσης.

Παρά το γεγονός ότι πολλά βήματα για την επιστροφή στην κανονικότητα έγιναν και επί των ημερών που είχε η ίδια την ευθύνη της διακυβέρνησης, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με τη διάθεση της κοινωνίας για ευημερία μέσα από την ανάπτυξη και τη διεύρυνση του συλλογικού πλούτου. 

Παρέμεινε προσκολλημένη σε παρωχημένα δόγματα οργανώνοντας εν μέσω πανδημίας πορείες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τρομοκρατών ή κλείνοντας το μάτι σε κάθε λογής αντιεμβολιαστές που θολώνει την εικόνα της δυσμενούς πραγματικότητας και συσκοτίζει την ατολμία και τη διαχειριστική ανεπάρκεια της κυβέρνησης.

Κακά τα ψέματα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρινόταν με επάρκεια στα αντιπολιτευτικά του καθήκοντα και προέβαλε ως η εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει καταλάβει ένα μέρος του Κέντρου, η διαδικασία για την εκλογή νέου αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ δεν θα κινητοποιούσε τόσο κόσμο και ούτε θα προκαλούσε τόσες συζητήσεις.

Όλα αυτά συνέβησαν διότι είναι πολλοί εκείνοι που βλέπουν το κενό που υπάρχει στο γήπεδο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ένα κενό το οποίο καλείται να καλύψει ο νέος παίκτης που ακούει στο όνομα Νίκος Ανδρουλάκης και μπαίνει από σήμερα στο τερέν.

Το πολιτικό momentum που δημιούργησε η εκλογή του, ευνοεί τον νέο ηγέτη της Κεντροαριστεράς. Από τον ίδιο και τα χαρίσματά του, που περιμένουν να ξεδιπλώσει όσοι τον ψήφισαν, θα εξαρτηθεί αν θα εκμεταλλευτεί τις συνθήκες που θα συναντήσει, ασκώντας σκληρή κριτική προς την κυβέρνηση, από την πλευρά της λογικής, του μέτρου και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν τις προτάσεις του.

Όπως, στο τέλος – τέλος, αρμόζει σε ένα κόμμα και σε έναν αρχηγό της σύγχρονης και αυθεντικής Κεντροαριστεράς που κοιτάει μπροστά.