Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

Ο αυταρχισμός αντιμέτωπος με τη λαϊκή βούληση


Η Δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, με εξαίρεση όλα τα άλλα», είχε πει με το γνωστό βρετανικό φλέγμα του ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Και όσο και αν το συγκεκριμένο απόφθεγμα έχει γίνει κλισέ κάθε φορά που θέλει κάποιος να δείξει πόσο χειρότερα είναι τα πράγματα όταν καταλύονται οι δημοκρατικοί θεσμοί και επικρατεί ο αυταρχισμός, δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη ρήση που να αποδίδει πιο παραστατικά όσα συμβαίνουν στις μέρες μας σε μια σειρά από χώρες που διοικούνται από -περισσότερο ή λιγότερο- συγκεκαλυμμένα δικτατορικά καθεστώτα.

Από τη Ρωσία του Πούτιν έως την Τουρκία του Ερντογάν και το Ιράν των μουλάδων, πολυπληθείς κοινωνίες βιώνουν την απόλυτη καταπάτηση των δικαιωμάτων που όλοι εμείς στον δυτικό κόσμο θεωρούμε δεδομένα και κατοχυρωμένα. Το γεγονός ότι και στις τρεις αυτές χώρες οι αυταρχικές ηγεσίες τους προκύπτουν από εκλογικές διαδικασίες δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Διότι, σε αντίθεση με τις δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζονται οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού κάνει τις κάλπες που στήνονται να μην είναι στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από μια επίφαση δημοκρατικότητας.

Δεν είναι τυχαίο ότι και στα τρία προαναφερθέντα καθεστώτα οι διώξεις και φυλακίσεις των πολιτικών αντιπάλων των ηγεσιών τους αποτελούν συχνό φαινόμενο που νοθεύει κάθε απόπειρα για πραγματική εναλλαγή στους θώκους της εξουσίας. Ούτε ότι η βίαιη καταστολή δεν επιτρέπει να εκφραστεί ελεύθερα η λαϊκή βούληση για μείζονες επιλογές που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων σε αυτές τις χώρες.

Το Ιράν συγκλονίζεται τις τελευταίες ημέρες από τις πρωτοφανείς μαχητικές διαδηλώσεις γυναικών και ανδρών που βγήκαν στους δρόμους μετά τον θάνατο της 22χρονης Μαχσά Αμινί η οποία είχε συλληφθεί και φυλακιστεί από την Αστυνομία Ηθών (!) επειδή δεν φορούσε σωστά τη μαντίλα που έχει επιβάλει στις γυναίκες το θεοκρατικό καθεστώς που εγκατέστησε στη χώρα το 1979 ο αγιατολάχ Χομεϊνί. Η ηγεσία της Τεχεράνης δεν φαίνεται να πήρε το μήνυμα του ξεσηκωμού που προκάλεσε ο αυταρχισμός της.

Οι διαδηλωτές έρχονται αντιμέτωποι με δολοφονική βία, την ίδια ώρα που ο ευρισκόμενος στα Ηνωμένα Έθνη πρόεδρος της χώρας Iμπραχίμ Ραΐσι αποχώρησε από προγραμματισμένη συνέντευξη με τη δημοσιογράφο του CNN Κριστιάν Αμανπούρ επειδή δεν δέχθηκε να φορέσει μαντίλα στη διάρκεια της συνομιλίας τους.

Στη Ρωσία την ίδια ώρα το καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν, αντί να πάρει το μάθημα από την οικτρή για τη χώρα του εξέλιξη που φαίνεται να έχουν τα κατακτητικά σχέδια με τα οποία εισέβαλε τον περασμένο Φεβρουάριο στην Ουκρανία, επιδίδεται σε λεονταρισμούς περί χρήσης πυρηνικών όπλων και ταυτόχρονα καταφεύγει σε απελπιστικές κινήσεις επιστράτευσης Ρώσων εφέδρων, οι οποίοι -αν είναι δυνατόν να πιστέψει κάποιος- ότι μπορεί να αλλάξουν τον ρου ενός πολέμου που χάθηκε από τους επαγγελματίες.

Οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν κι εκεί, αλλά κυρίως τα κύματα φυγής προς το εξωτερικό των υποψηφίων για στράτευση, δείχνουν πόσο η ηγεσία του Κρεμλίνου αντιστρατεύεται τη θέληση των πολιτών της χώρας. Είναι προφανές ότι η πουτινική προπαγάνδα -η οποία τόσα ευήκοα ώτα συνάντησε και συναντά ακόμη στη δική μας χώρα- στην ίδια τη Ρωσία δεν βρίσκει λαϊκό έρεισμα. Οι Ρώσοι δεν θέλουν αυτόν τον άδικο πόλεμο και γι΄ αυτό ο «στρατιωτικός περίπατος» προς το Κίεβο τον οποίο είχαν σχεδιάσει στη Μόσχα μετατρέπεται πλέον σε έναν ατελείωτο Γολγοθά που είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος την κατάληξη την οποία θα έχει.

Στη γειτονική μας Τουρκία μπορεί να μην ξεσπούν στην παρούσα φάση ταραχώδεις διαδηλώσεις, ίσως και επειδή οι φυλακές είναι γεμάτες από αντιφρονούντες στο καθεστώς Ερντογάν, όμως η πρόσφατη δημοσκόπηση που αποτύπωσε τα αισθήματα των Τούρκων πολιτών έναντι της Ελλάδας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτέλεσε μια ψυχρολουσία για τον σύγχρονο «Σουλτάνο» της Άγκυρας και την τακτική των συνεχών προκλήσεων εναντίον της χώρας μας.

Παρά την καθημερινή προπαγάνδα που υφίστανται οι Τούρκοι από την ερντογανική εξουσία, η οποία εμφανίζει την Ελλάδα ως χώρα που απειλεί την… τουρκική ακεραιότητα, η πλειονότητα της κοινής γνώμης στη γείτονα δεν ενστερνίζεται τις πολεμοκάπηλες κραυγές της κυβέρνησης της Άγκυρας, στις οποίες μάλιστα συχνά πλειοδοτεί και μερίδα της τουρκικής αντιπολίτευσης.

Το 64% των Τούρκων απάντησε σε σχετικό ερώτημα ότι θεωρεί φίλο τον ελληνικό λαό έναντι μόλις του 31,3% που πιστεύει ότι είναι εχθρός. Ακόμη πιο ηχηρό ήταν ίσως το εύρημα της ίδιας μέτρησης, σύμφωνα με το οποίο το 51,5% της κοινής γνώμης πιστεύει ότι η ένταση του τελευταίου διαστήματος με την Ελλάδα αποτελεί προεκλογικό τέχνασμα του Τούρκου Προέδρου. 

Αν κρίνουμε, όμως, από την σφοδρότητα με την οποία ο Ερντογάν μίλησε κατά της Ελλάδας από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, το αυτί του μάλλον δεν ιδρώνει. Ενδεχομένως και επειδή δεν έχει τίποτε άλλο για να «πουλήσει» προεκλογικά στον λαό του πέραν της εθνικιστικής ρητορικής που συσπειρώνει τους φανατικούς ακόμη και όταν αυτοί είναι μειοψηφία.

Εν κατακλείδι, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που μπορεί να έχει -και έχει- ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν στη δική μας χώρα οι δημοκρατικοί θεσμοί, δεν έχουμε παρά να αισθανόμαστε… τυχεροί και να είμαστε ευγνώμονες που ζούμε σε μια ανοιχτή δημοκρατική Πολιτεία στην οποία μπορούμε να διατυπώνουμε ελεύθερα τις απόψεις μας και να μαχόμαστε γι΄ αυτές είτε είναι πλειοψηφικές είτε είναι μειοψηφικές. 

Ας διαφυλάξουμε, λοιπόν, τη Δημοκρατία μας, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί καλύτερο πολίτευμα που να μπορεί να την αντικαταστήσει…

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

Υπάρχει δίλημμα: ακρίβεια ή παρακολουθήσεις;

Δεν ξέρω αν δικαιούται ο υπουργός Ανάπτυξης να δηλώνει ότι «ο κόσμος θα πεινάσει τον χειμώνα και εμείς ασχολούμαστε με το κινητό του Ανδρουλάκη», αλλά το ρηθέν υπό του κ. Αδωνι Γεωργιάδη μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει ως… αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, για πολλούς και διάφορους λόγους, η κυβέρνηση καταφέρνει μέχρι στιγμής να ελέγχει επικοινωνιακά τη ζημιά που θα μπορούσε να της προκαλέσει η -εν πολλοίς ανεξήγητη- απόφαση των μυστικών υπηρεσιών της χώρας να παγιδεύσουν το τηλέφωνο ενός ευρωβουλευτή και να καταγράφουν τις συνομιλίες που είχε ο υποψήφιος αρχηγός του τρίτου κόμματος.

Το αποτυπώνουν όλες οι δημοσκοπήσεις οι οποίες δείχνουν ότι στην παρούσα φάση η πλειονότητα της κοινής γνώμης δεν αξιολογεί το συγκεκριμένο ζήτημα ως σπουδαίο λόγο για να αλλάξει εκλογική συμπεριφορά ή για να ενστερνιστεί τις απόψεις όσων θεωρούν ότι οι πολιτικές ευθύνες δεν εξαντλήθηκαν με τις παραιτήσεις του διοικητή της ΕΥΠ και του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού.

Οι πολίτες είναι -και σωστά- προσηλωμένοι στο άγχος και στην ανασφάλεια που τους προκαλεί η κατάσταση στην αγορά με τις συνεχείς ανατιμήσεις αγαθών και υπηρεσιών και την από πολλές πλευρές εκπορευόμενη κινδυνολογία ότι τον χειμώνα που έρχεται θα κρυώσουν και θα πεινάσουν. Πριν από αυτό, άλλωστε, τα μέσα ενημέρωσης κατακλύζονται από πληροφορίες για επίπεδα αυξήσεων στις τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών που δεν δικαιολογούνται απολύτως από την μεγάλη άνοδο στο κόστος της ενέργειας.

Βεβαίως όποιος πηγαίνει ο ίδιος για ψώνια στο σούπερ μάρκετ δεν χρειάζεται να του πουν τα μέσα ενημέρωσης τι συμβαίνει στην αγορά. Το αισθάνεται στο πορτοφόλι του το οποίο πρέπει να ανοίξει περισσότερο από ποτέ για να προμηθευτεί τρόφιμα και άλλα είδη για την καθημερινή διαβίωση που μέχρι πρότινος αγόραζε πολύ φθηνότερα.

Η αύξηση στις τιμές των περισσότερων βασικών αγαθών είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από τον επίσημα καταγεγραμμένο πληθωρισμό, ο οποίος αποτυπώνει το σύνολο των τιμών και συμπεριλαμβάνει αγαθά και υπηρεσίες με χαμηλότερη ζήτηση που ως εκ τούτου δεν παρουσιάζουν τόσο έντονες ανατιμητικές τάσεις.

Την ίδια ώρα πολλοί παραγωγοί σκαρφίζονται κάθε είδους τρικ για να παραπλανήσουν τους καταναλωτές ώστε να μην αντιληφθούν τις υπέρογκες αυξήσεις στις οποίες προχωρούν κρυφίως. Το πιο “δημοφιλές” από αυτά είναι η μείωση της ποσοτήτων που περιέχουν οι συσκευασίες διαφόρων προϊόντων.

Για παράδειγμα, η συσκευασία του ενός κιλού γίνεται αίφνης 900 ή 800 γραμμάρια και… ψάξε γύρευε ποιος καταναλωτής θα διαβάσει τα ψιλά γράμματα με το κόστος ανά κιλό για να αντιληφθεί την έμμεση αύξηση που επιβλήθηκε και είναι της τάξης του 10 ή 20% αν η απόλυτη τιμή μείνει όπως ήταν πριν και δεν ανέβει κιόλας.

Τις προηγούμενες ημέρες η εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσίευσε ρεπορτάζ στο οποίο ανέφερε συγκεκριμένα προϊόντα των οποίων η τιμή αυξήθηκε κατ΄ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο. Και όμως, το δημοσίευμα αντιμετωπίστηκε ως το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Το… αυτί κανενός αρμοδίου δεν έδειξε να ιδρώνει. Γι΄ αυτό και δεν είχαμε την παραμικρή… οργισμένη παρέμβαση στα τηλεοπτικά πρωινάδικα, στις οποίες κάποιοι έχουν μόνιμο στασίδι και επιδίδονται σε σχόλια επί παντός.

Ορισμένοι μάλιστα από εκείνους που μέχρι πρότινος έλεγαν ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε με το κινητό του Ανδρουλάκη, επειδή προέχει ο κίνδυνος για την πείνα που μπορεί να φέρει ο χειμώνας, άρχισαν να γίνονται λαλίστατοι για την παρακολούθηση του Στέργιου Πιτσιόρλα από τις μυστικές υπηρεσίες της εποχής του ΣΥΡΙΖΑ.

Όσο και αν το συγκεκριμένο «αφήγημα» μοιάζει να είναι πλέον περισσότερο βολικό, καθώς απομακρυνόμαστε -πέρασαν ήδη έξι εβδομάδες- από την αποκάλυψη της σκανδαλώδους «επισύνδεσης» του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να έχουν προστεθεί νέα επεισόδια στην όλη υπόθεση, ο προσανατολισμός της κοινής γνώμης δύσκολα θα αλλάξει.

Η ακρίβεια στην αγορά και οι συνεχείς ανατιμήσεις των προϊόντων θα παραμείνουν το πλέον καθοριστικό ζήτημα για τους πολίτες που όντως αγωνιούν πως θα βγάλουν τον χειμώνα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ψήφος την οποία θα δώσουν στις επερχόμενες κάλπες θα είναι μονοδιάστατη και θα επηρεαστεί από την τροπή που θα πάρει μόνον ένα θέμα: ακρίβεια ή παρακολουθήσεις;

Στις ανοιχτές δημοκρατικές κοινωνίες, η εκλογική συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν πάντοτε και παραμένει μια περίπλοκη εξίσωση, η οποία περιλαμβάνει γνωστούς και άγνωστους παράγοντες από το χθες, το σήμερα και το αύριο των κοινωνιών στις οποίες ζουν. 

Γιατί να αλλάξει τώρα ο κανόνας;

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

«Όλα στο φως» ή «απόρρητο παντού»;


Ήμουν νεαρός κοινοβουλευτικός συντάκτης όταν, εν έτει 1986, συγκροτήθηκε η πρώτη Εξεταστική Επιτροπή στη σύγχρονη εποχή της Βουλής των Ελλήνων που είχε ως αντικείμενο τη διερεύνηση του περιβόητου «Φακέλου της Κύπρου».

Οι βουλευτές που απάρτιζαν το Προεδρείο εκείνης της Επιτροπής είχαν πάρει πολύ σοβαρά τον ρόλο τους και, με επικεφαλής τον εξ Αιτωλοακαρνανίας ορμώμενο αείμνηστο Χρήστο Μπασαγιάννη, πάσχιζαν να διατηρήσουν το απόρρητο των καταθέσεων τις οποίες λάμβαναν από τους πρωταγωνιστές της κυπριακής τραγωδίας.

Στον αντίποδα της δικής τους βούλησης να μην διαρρεύσει το παραμικρό από τα λεγόμενα των μαρτύρων που εξέταζαν, οι δημοσιογράφοι δίναμε τη δική μας μάχη για να μάθουμε όσα περισσότερα από τα διαμειφθέντα στις κεκλεισμένων των θυρών συνεδριάσεις.

Πότε ξεμοναχιάζοντας τους ίδιους τους μάρτυρες, άλλοτε απομονώνοντας κάποιους από τους πιο… ομιλητικούς βουλευτές και κάποιες φορές πιάνοντας χαλαρή κουβέντα με τους… πρακτικογράφους, όλο και κάτι μαθαίναμε.

Ήταν, εξάλλου, αδιανόητο να προσέρχονται για κατάθεση στο Κοινοβούλιο σημαίνοντα για την εποχή πρόσωπα και την άλλη μέρα οι εφημερίδες, που ήταν τα μόνα μέσα που ενημέρωναν τότε τους πολίτες, να κυκλοφορούσαν χωρίς να έχουν, αν όχι τους ακριβείς διαλόγους, τουλάχιστον ένα περίγραμμα των όσων κατέθεταν οι μάρτυρες.

Οι «τριβές» ανάμεσα στο προεδρείο της Εξεταστικής και στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες ήταν διαρκείς, αλλά το αποτέλεσμα δεν άλλαξε.

Εκείνοι τηρούσαν -όσο μπορούσαν- το απόρρητο και εμείς με τη σειρά μας ακολουθούσαμε το κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα (άρθρο 14) δικαίωμά μας να ενημερώνουμε τους αναγνώστες μας. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι στη στάθμιση των δύο δικαιωμάτων η πλάστιγγα έγερνε καταφανώς υπέρ της ενημέρωσης των πολιτών. Η οποία επικράτησε. Και μάλλον καλώς.

Διότι από όσα έστω και αποσπασματικά ήρθαν στο φως κατέπεσαν κάποιοι μύθοι που συνόδευαν -και μάλλον συνεχίζουν να συνοδεύουν ακόμη και σήμερα- την υπόθεση του αποκαλούμενου «Φακέλου της Κύπρου».

Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο σίγουρο είναι δεν ευθύνεται η δημοσιότητα που εκείνη η πρώτη Εξεταστική Επιτροπή δεν κατέληξε σε ένα αξιόπιστο και κοινής αποδοχής πόρισμα.

Όπως και στην πλειονότητα των δεκάδων άλλων Εξεταστικών που συγκροτήθηκαν τα επόμενα χρόνια, οι κομματικές σκοπιμότητες δεν επέτρεψαν να συμφωνήσουν σε κάποιες έστω αυτονόητες αρχές.

Έτσι, επικράτησε ο… κανόνας να εκδίδει κάθε κόμμα τη δική του εκδοχή πορίσματος και να είναι όλοι… ευχαριστημένοι, επειδή πέρασαν επιτυχώς τις εξετάσεις στο «μάθημα» της κομματικής προσήλωσης.

Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η μακρά πλέον «παράδοση» συνεχίζεται και στις μέρες μας με τρανό παράδειγμα τα όσα γίνονται ή επιχειρούνται να γίνουν στην Εξεταστική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε για να διερευνήσει το σκάνδαλο με την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος προφανώς δεν μπορεί να είναι ο μόνος που μπήκε -για εντελώς αδιευκρίνιστους, μέχρι τώρα, λόγους- στο στόχαστρο των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών.

Είναι προφανές ακόμη και στους πιο καλοπροαίρετους ότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ως τώρα την υπόθεση η κυβερνητική πλειοφηφία δεν δείχνει διάθεση για να ικανοποιηθούν οι αρχικές υποσχέσεις ότι θα έρθουν -κατά το γνωστό στερεότυπο «όλα στο φως».

Συμπληρώνονται σήμερα πέντε εβδομάδες από τη μέρα που έγινε γνωστή η παρακολούθηση ενός πολιτικού αρχηγού και υπεβλήθηκαν παραιτήσεις των ιθυνόντων, αλλά τα ερωτήματα που εξαρχής δημιουργήθηκαν παραμένουν αναπάντητα.

Ούτε στη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών, αλλά ούτε και στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, γίναμε σοφότεροι. Και όπως όλα δείχνουν το ίδιο μέλλει γενέσθαι και στην Εξεταστική.

Η -μάλλον προσχηματική- επίκληση του απορρήτου, η οποία κανείς δεν αμφιβάλει ότι ισχύει όταν πρόκειται για ενέργειες της ΕΥΠ που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια, οδηγεί σε ανεξήγητη συσκότιση. Η οποία με σειρά τους κάνει καχύποπτους ακόμη και όσους θα ήθελαν να πιστέψουν την επίσημη εκδοχή ότι δεν ήταν ενήμερο το Μέγαρο Μαξίμου.

Για παράδειγμα, το μονοκομματικό προεδρείο που εξέλεξαν τα προερχόμενα από τη ΝΔ μέλη της Επιτροπής, όπως και ο «βολικός» κατάλογος μαρτύρων που μεθοδεύουν, δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι πρωτοβουλίες που συνάδουν με τη γνωστή λαϊκή παροιμία σύμφωνα με την οποία «καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται».

Αν υπάρχουν, άλλωστε, και άλλοι που έπεσαν θύματα παρακολούθησης, όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης, ας μην υπάρχει αμφιβολία ότι, αργά ή γρήγορα, θα γίνει γνωστό κατά τον ίδιο τρόπο που μαθεύτηκε και η «επισύνδεση» του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Από το ίδιο ή άλλο… «βαθύ λαρύγγι».

Όσο για την «επένδυση» που γίνεται στο ότι, με βάση τις δημοσκοπήσεις, οι πολίτες αξιολογούν ψηλά τα θέματα της ακρίβειας και χαμηλά την υπόθεση των παρακολουθήσεων, ας μην αυταπατώνται όσοι το κάνουν.

Ας έχουν υπόψη τους ότι σε ζητήματα εργαλειοποίησης των θεσμών, πολύ περισσότερο όταν μέσω αυτών εγείρονται και θέματα πολιτικής αξιοπιστίας, η λαϊκή ετυμηγορία μπορεί να καθυστερεί να επιβληθεί αλλά όταν έρχεται η ώρα της, ο πέλεκυς είναι συνήθως βαρύτερος.

Καιρός για αλλαγή ρότας υπάρχει ακόμη, για αντίστοιχη βούληση δεν είμαι σίγουρος. Η πεπατημένη, βλέπετε, είναι πιο εύκολη, παρόλο που έχει πάντα προδιαγεγραμμένη κατάληξη.

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Οι δημοσκοπήσεις και τα παράδοξα

Η νέα δημοσκόπηση (της Metron Analysis) που είδε το φως της δημοσιότητας (στο Mega) δεν μας έκανε… σοφότερους αφού τα ευρήματά της, τουλάχιστον στην πρόθεση ψήφου, επιβεβαίωσαν σχεδόν με ακρίβεια την εικόνα η οποία είχε αποτυπωθεί στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που έγιναν στο άτυπο ξεκίνημα της νέας πολιτικής σεζόν που ταυτίζεται με το τέλος των θερινών διακοπών της πλειονότητας των πολιτών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία όλων των δημοσιευμένων ερευνών, η κυβέρνηση υπέστη πλήγμα από την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ένα πλήγμα, όμως, το οποίο ως τώρα δεν δείχνει να είναι ούτε συντριπτικό, ούτε μοιραίο. 

Οι βασικοί πολιτικοί συσχετισμοί παρουσιάζουν μικρές διακυμάνσεις και το προβάδισμα τόσο της κυβερνητικής παράταξης όσο και του πρωθυπουργού διατηρείται στα επίπεδα των τελευταίων εκλογών, αν δεν διευρύνεται κιόλας στην πλειονότητα των μετρήσεων.

Στις βουλευτικές κάλπες του Ιουλίου του 2019, για παράδειγμα, η ΝΔ προηγήθηκε του ΣΥΡΙΖΑ κατά 8,32% (39,85% έναντι 31,53%), ενώ στην εκτίμηση ψήφου της Metron Analysis, η διαφορά των δύο κομμάτων υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 9,2 ποσοστιαίων μονάδων (34,1% έναντι 24,9%), κάτι που σημαίνει ότι με αναγωγή των αναποφάσιστων το γαλάζιο προβάδισμα μπορεί να είναι διψήφιο.

Όταν στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε το σκάνδαλο της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και οδηγήθηκαν στην έξοδο από τα αξιώματά τους ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Παναγιώτης Κοντολέων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να προεξοφλήσουν ανατροπή των συσχετισμών.

Σε αυτό το πνεύμα, μάλιστα, ορισμένοι φανατικοί αδημονούσαν τόσο πολύ να δουν τους (ευσεβείς;) πόθους τους να αποτυπώνονται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που επιτίθεντο στους δημοσκόπους γιατί δεν διενεργούσαν έρευνες μεσούντος του Δεκαπενταύγουστου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Το ίδιο είχε συμβεί και το περασμένο Πάσχα όταν, λόγω των διακοπών, δεν είχαν γίνει μετρήσεις και κάποιοι κατέφευγαν σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι μετρήσεις διεκόπησαν επειδή στην κοινή γνώμη καταγραφόταν δυσφορία λόγω των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος.

Η πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι είναι πιο πολύπλοκη από τα απλοϊκά «wishful thinkings» στα οποία καταφεύγουν διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι για να βρουν βολικό αφήγημα για τις επιθυμίες του. 

Οι κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται παίρνουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση υπό την επίδραση πολλών παραγόντων που συχνά είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Οι φόβοι και οι ελπίδες, οι θετικές και οι αρνητικές προσδοκίες που κάθε φορά επικρατούν στις κοινωνίες σπανίως κινούν τις εξελίξεις σε ευθύγραμμη τροχιά.

Γι΄ αυτό και όποιος δεν εθελοτυφλεί, μετατρέποντας τις επιθυμίες του σε πραγματικότητα, εύκολα αναγνωρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές του παραμέτρους τους και κυρίως στη σειρά κατάταξης που θα έχουν τα κόμματα εφόσον οι επόμενες κάλπες στηθούν μέσα σε αντίστοιχο με το υφιστάμενο πολιτικό περιβάλλον.

Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα -ίσως και πρωτοφανές- πολιτικό παράδοξο το οποίο συνιστά το γεγονός ότι για περισσότερα από έξι χρόνια ο συσχετισμός των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων δεν έχει αλλάξει. 

Από τον Ιανουάριο του 2016 που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη στην ηγεσία του κόμματός του, η ΝΔ προπορεύεται με άνεση του ΣΥΡΙΖΑ, η δεύτερη θέση του οποίου δεν απειλήθηκε ούτε από την δημοσκοπική εκτίναξη του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ που παρατηρήθηκε μετά την εκλογή Ανδρουλάκη αλλά στην πορεία δεν φάνηκε να έχει διάρκεια.

Ένα δεύτερο επίσης άξιο λόγου παράδοξο -το οποίο μάλιστα μπορεί να μην είναι άσχετο με το προηγούμενο- αποτελεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, στον χώρο της κυβερνητικής παράταξης δεν έχει εμφανιστεί πρόσωπο το οποίο να μπορεί να χαρακτηριστεί «δελφίνος», δηλαδή υποψήφιος διάδοχος του σημερινού αρχηγού. 

Από την ίδρυση της ΝΔ, το 1974, οι πιθανοί διεκδικητές της ηγεσίας της κεντροδεξιάς παράταξης έκαναν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αισθητή την παρουσία τους.

Αυτό συνέβη επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Γεωργίου Ράλλη, του Ευάγγελου Αβέρωφ, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Μιλτιάδη Έβερτ, του Κώστα Καραμανλή, του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και στη διάρκεια της βραχύβιας αρχηγίας του Ευάγγελου Μεϊμαράκη. 

Έξι χρόνια, ωστόσο, μετά την εκλογή του νυν αρχηγού της ΝΔ, στον ορίζοντα δεν προβάλει καμία αξιόπιστη διάδοχη λύση για την ηγεσία της Κεντροδεξιάς.

Η προφανής εξήγηση είναι πως -ό,τι και λένε οι αντίπαλοι του- ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι το πρόσωπο που δίνει τις περισσότερες ελπίδες στο εκλογικό ακροατήριο -και άρα και στο στελεχιακό δυναμικό- της παράταξης του για παράταση της παραμονής στην εξουσία. 

Όταν χαθεί το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα που διαθέτει ο σημερινός πρωθυπουργός, πολλά μπορεί να αλλάξουν. 

Μέχρι τότε, όμως, δύσκολα θα αμφισβητείται η ηγεσία του και όποιος το κάνει, ακόμη και αν διαθέτει ειδικό βάρος όπως αυτό του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, θα υποχρεώνεται λίγες ώρες μετά σε αναδίπλωση και θα μας βγάζει περίπου… τρελούς όλους όσοι διακρίναμε κριτική για τα πρωθυπουργικά πεπραγμένα στο ζήτημα των παρακολουθήσεων.

Όταν, όμως, πριν ή μετά τις επόμενες εκλογές, διαφανεί αλλαγή των συσχετισμών που θα καταγράφεται στις μετρήσεις ή και στις κάλπες, τότε όλα θα είναι αλλιώς. 

Τα υπερεξαετή παράδοξα που περιγράψαμε πιο πάνω θα πάψουν να ισχύουν και το παιχνίδι θα αρχίσει να παίζεται με νέους όρους και καινούργιους πρωταγωνιστές.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Τα χαμένα ραντεβού με την ψηφιακή εποχή

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, όταν όλα στη χώρα κυλούσαν με τον… αραμπά, πολλά πράγματα τα οποία -με λίγη παραπάνω ταλαιπωρία- μπορούσαν να διεκπεραιωθούν εντός της ίδιας ημέρας, στις μέρες της ψηφιακής διακυβέρνησης που διανύουμε θέλουν αρκετές μέρες και σε κάποιες περιπτώσεις και ολόκληρες εβδομάδες για να γίνουν.

Ειδικά από την περίοδο που ξέσπασε η πανδημία και «εφευρέθηκε» ο θεσμός του προκαθορισμένου ραντεβού για την εξυπηρέτηση των πολιτών από δημόσιους οργανισμούς, όπως οι φορολογικές αρχές, οι υπηρεσίες των Δήμων ή ο ΕΦΚΑ, ο ΔΕΔΗΕ και το Κτηματολόγιο, αλλά και από ιδιωτικούς φορείς, όπως, για παράδειγμα, οι τράπεζες, οι χρόνοι ικανοποίησης για μια σειρά αιτημάτων και αναγκών που προκύπτουν για τον καθένα μας έχουν επιβραδυνθεί δραματικά.

Ας πάρουμε το απλό παράδειγμα του ανοίγματος ενός τραπεζικού λογαριασμού, τον οποίο κάποιος πολίτης δεν μπορεί ή δεν θέλει να ανοίξει διαδικτυακά, επειδή, ακόμη και αν ξέρει, θα δυσκολευτεί να στείλει «σκαναρισμένα» -πόσοι, άλλωστε, διαθέτουν σκάνερ σπίτι τους;- τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. 

Τον παλαιό καιρό θα έπαιρνε τα χαρτιά του ανά χείρας, θα στήνονταν μια, δύο, τρεις ώρες στην ουρά και, αφού ερχόταν η σειρά του, θα εξυπηρετείτο από έναν από πολλούς υπαλλήλους που είχαν οι τράπεζες στα γκισέ και εντός της ίδιας ημέρας θα είχε ανοίξει τον λογαριασμό του. 

Κάτι ανάλογο ίσχυε και με άλλες υπηρεσίες. Στηνόσουν αχάραγα στο ΙΚΑ, στην εφορία ή στην πολεοδομία και μπορεί να ανεβοκατέβαινες ορόφους, έφευγες αργά το μεσημέρι με το χαρτί που ήθελες.

Τώρα αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί, πριν περάσουν τρεις, πέντε ή και δεκαπέντε ημέρες. Για οποιαδήποτε τραπεζική συναλλαγή πλέον -από την πιο απλή έως την πιο σύνθετη- χρειάζεται να έχεις κλείσει πολλές μέρες νωρίτερα ραντεβού. 

Αν κάνεις το λάθος να πας σε οποιοδήποτε υποκατάστημα τραπέζης… «τρως πόρτα», κατά το κοινώς λεγόμενο. Δεν σου επιτρέπεται καν η είσοδος, παρόλο που, αν καταφέρεις να εισέλθεις -επειδή το «face control» γίνεται στο εσωτερικό του καταστήματος-, βλέπεις έναν άδειο χώρο στον οποίο κινούνται ελάχιστοι πελάτες και ακόμη λιγότεροι υπάλληλοι.

Στη διάρκεια του καλοκαιριού, εξαιτίας και των αδειών του προσωπικού, εκτυλίχθηκαν σε πολλά υποκαταστήματα σκηνές απείρου κάλλους κυρίως με ηλικιωμένους συμπολίτες μας, αλλά και με Έλληνες του εξωτερικού, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί δεν εξυπηρετούνταν αφού στα υποκαταστήματα δεν υπήρχαν οι γνωστές από το παρελθόν ουρές. 

Στην επισήμανση των πελατών ότι «θα περιμένουμε μέχρι να έρθει η σειρά μας», η αντίδραση των ιθυνόντων ήταν ότι «είμαστε τόσο λίγοι, που οριακά προλαβαίνουμε να εξυπηρετήσουμε όσους έρχονται με ραντεβού, οπότε κι εσείς δεν έχετε άλλη επιλογή…».

Τα πράγματα είναι τρισχειρότερα σε οργανισμούς του δημοσίου, όπως οι εφορίες (ΔΟΥ), όπου η υποτιθέμενη «εξυπηρέτηση» γίνεται μέσω διαδικτυακής αλληλογραφίας. 

Έχω σε screen shot στον υπολογιστή μου τον πίνακα με τις πέντε διαδοχικές επικοινωνίες που είχε άμοιρος φορολογούμενος από τον περασμένο Απρίλιο έως την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) επιχειρώντας να βρει άκρη με την φορολογική του δήλωση την οποία υπέβαλε έγκαιρα αλλά δεν εκκαθαρίζεται παρόλο που έχει προσκομίσει όλα όσα του ζητήθηκαν.

Η επικοινωνία του με την ΔΟΥ, η οποία είναι αρμόδια για την εκκαθάριση της δήλωσής του είναι αδύνατη, αφού τα τηλεφωνήματα που κάνει -σιγά την είδηση…- δεν απαντώνται. Στην απόπειρά του να βρει άκρη επικοινώνησε και με το τηλεφωνικό κέντρο της ΑΑΔΕ (στον αριθμό 2131621000). 

Αφού περίμενε αρκετή ώρα στη γραμμή, ήρθε αντιμέτωπος με αγενέστατη υπάλληλο που τον ρώτησε αναιδώς: «Και τι θέλετε, κύριέ μου, να σας εκκαθαρίσω εγώ τη δήλωσή σας;». Όταν εκείνος της απάντησε: «μήπως να με συνδέατε με τον διοικητή σας ή με κάποιον άλλο υπεύθυνο;», η γραμμή «έπεσε», αφήνοντάς τον σύξυλο.

Ο φορολογούμενος, ο οποίος περιμένει να πληρώσει τον πρόσθετο φόρο που του αναλογεί, αλλά και να εισπράξει χρήματα από το επίδομα τέκνου και το fuel pass, για τα οποία αποτελεί προϋπόθεση η εκκαθάριση της δήλωσής του, έχει όλα τα στοιχεία στη διάθεση του επικεφαλής της ανεξάρτητης αρχής κ. Γιώργου Πιτσιλή. 

Ενδεχομένως, όμως, όσο και αν επιμείνει, μάλλον δεν θα καταφέρει να τον… εντοπίσει. Το πιθανότερο, άλλωστε, είναι ότι η περίπτωση της αφόρητης ταλαιπωρίας του δεν είναι η μοναδική.

Το «σύστημα» της ανικανότητας που βασιλεύει στη δημόσια διοίκηση ήταν και παραμένει ανίκητο. Πόσω μάλλον τώρα που το προσωπικό -και άρα οι… φιλότιμοι υπάλληλοι- έχουν περιοριστεί. 

Γι΄ αυτό και όσες καινοτόμες πλατφόρμες και αν σχεδιάσουν το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και ο Κυριάκος Πιερρακάκης με τους συνεργάτες του, όσες αποφάσεις για την αυτοματοποιημένη διαλειτουργικότητα της αναζήτησης δικαιολογητικών και αν ληφθούν, η «κερκόπορτα» της μεσολάβησης του ελλιπούς, ανίκανου και αναξιολόγητου ανθρώπινου δυναμικού παραμένει πάντα ανοικτή.

Με αποτέλεσμα να χάνονται το ένα μετά το άλλο τα… ραντεβού της ελληνικής -δημόσιας και ιδιωτικής- διοίκησης με την πραγματική ψηφιακή εποχή.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Από την αυγουστιάτικη ραστώνη στην επερχόμενη… «διαβολοβδομάδα»

Μέσα στην… ατυχία (;) της, αφού, αν δεχθούμε την επίσημη εκδοχή, της έτυχε μια πολύ μεγάλη «στραβή στη βάρδια της», η κυβέρνηση αποδεικνύεται ότι είναι μάλλον «τυχερή», καθώς το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έχει λάβει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τη διάσταση που μπορούσε να είχε λάβει.

Όταν υπάρχει η επίσημη πρωθυπουργική παραδοχή για το «λάθος» που έγινε -προφανώς κατά την αποδιδόμενη στον Ταλλεϋράνδο ρήση, σύμφωνα με την οποία «είναι κάτι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος»- με την παγίδευση του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, η απομάκρυνση του αρχηγού της ΕΥΠ και του «προσωπάρχη» του Μαξίμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν επαρκείς κινήσεις για να εκτονώσουν τις τεράστιες πολιτικές εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν.

Ανεξάρτητα από την «εκμετάλλευση» την οποία -αυτονοήτως- επιχειρούν οι αντίπαλοι της, είναι πολλά τα ερωτήματα τα οποία ανέκυψαν από τις φειδωλές αποκαλύψεις και χρήζουν πιο ξεκάθαρων απαντήσεων από την κυβέρνηση. Υπό άλλες συνθήκες, εξάλλου, και με δεδομένους τους έως τώρα χειρισμούς, τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσχερέστερα για την ίδια.

Προσώρας, ωστόσο, οι συγκυρίες -χρονικές και πολιτικές- επιτρέπουν στην κυβερνητική ηγεσία να ελπίζει ότι αργά ή γρήγορα θα αποτελέσει παρελθόν και αυτή η σοβαρή κρίση με την οποία ήρθε αντιμέτωπη. Η θερινή ραστώνη και τα «μπάνια του λαού» που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη είναι ο υπ΄ αριθμόν ένα σύμμαχος στην προσπάθεια να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Από την άλλη, οι προσδοκίες για εσωκομματική αναταραχή στο κυβερνητικό στρατόπεδο που καλλιεργούν εδώ και μέρες φίλιες προς την αντιπολίτευση ενημερωτικές δυνάμεις δεν φαίνεται να ευοδώνονται. Τα πρόσωπα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς που ανέλαβαν το έργο της εκ των ένδον φθοράς της κυβέρνησης, δεν διαθέτουν -για να το πούμε όσο πιο ήπια γίνεται…- το εκτόπισμα για να φέρουν εις πέρας ένα τόσο βαρύ φορτίο.

Όμως, στην πολιτική, όπως και στη ζωή, τίποτε -εκτός από τον θάνατο- δεν είναι αμετάκλητο.

Υπάρχει πάντα ένα σημείο καμπής -ένα «turning point», κατά πως λένε οι Αγγλοσάξωνες- που η φορά των πραγμάτων αλλάζει και η καινούργια κατεύθυνση που αυτά παίρνουν γίνεται ανεπίστρεπτη. 

Το έχουμε δει τόσες μα τόσες φορές να συμβαίνει και σε τόσο πολλούς τομείς που μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι η κατάσταση θα παραμείνει εσαεί αμετάβλητη ή ότι οι εξελίξεις θα είναι συνεχώς ευθύγραμμες.

Από την ερχόμενη εβδομάδα, για παράδειγμα, το καλοκαίρι των διακοπών βαίνει προς το τέλος του και το σκάνδαλο των υποκλοπών -που αρκετοί «δεν το πήραν είδηση»- θα είναι μοιραία εκείνο που θα κυριαρχήσει στην πολιτική ατζέντα των επόμενων εβδομάδων. Όσες περισσότερες προσπάθειες γίνουν για «να πάει παρακάτω το τενεκεδάκι» της διερεύνησης, τόσο θα παρατείνεται η πολιτική ένταση και θα πληθαίνουν εκείνοι που θα υποψιάζονται συγκάλυψη και θα απαιτούν πειστικές απαντήσεις από υπεύθυνα χείλη.

Οι ισχυρισμοί που διακινούνται ότι «οι πολίτες ψηφίζουν με κυρίαρχο κριτήριο την τσέπη τους» μπορεί να έχουν βασιμότητα, πλην, όμως, πάσχουν διότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός πως, ακόμη και έτσι αν είναι σε γενικές γραμμές τα πράγματα, υπάρχει μια κρίσιμη μάζα σκεπτόμενων ανθρώπων που καθορίζει την εκλογική της συμπεριφορά με κριτήρια τα οποία δεν είναι ακραιφνώς «οικονομίστικα».

Οι κεντρώοι ψηφοφόροι, για παράδειγμα, που είναι εκείνοι οι οποίοι έφεραν αυτοδύναμη στην εξουσία την σημερινή κυβέρνηση, έχουν υψηλή ευαισθησία στα θέματα διαφάνειας του δημόσιου βίου και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον στην προσήλωση που επιδεικνύουν οι εκάστοτε κυβερνώντες στη λειτουργία των θεσμών, όπως και στον σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Όποιος αμφιβάλει, δεν έχει παρά να εξετάσει ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ την πλειοψηφία ήδη από το 2016 και έκτοτε δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει δημοσκοπικά μέχρι και πρότινος.

Οι μετρήσεις του περασμένου Ιουλίου έδειχναν ότι το προβάδισμα της κυβερνητικής παράταξης παρέμενε ισχυρό παρά την παρέλευση έξι ολόκληρων ετών αφότου το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, εκλέγοντας στην ηγεσία του τον Κυριάκο Μητσοτάκη, άρχισε να προπορεύεται ακόμη και στις υποτιθέμενες έρευνες που έβλεπαν το φως σε φίλια προς την προηγούμενη κυβέρνηση μέσα.

Στις δύο εβδομάδες που κύλησαν από την 5η Αυγούστου, όταν ομολογήθηκε δημοσίως ότι οι μυστικές υπηρεσίες του ελληνικού Κράτους παρακολουθούσαν Έλληνα πολιτικό, ο οποίος διεκδικούσε με αξιώσεις την ηγεσία του τρίτου κόμματος της χώρας, η κυβέρνηση κατάφερε να αποφύγει τις βαριές συνέπειες, που συνεπάγεται μια τέτοια παρεκτροπή. Τις απέφυγε υποσχόμενη διαλεύκανση των απαράδεκτων συνθηκών υπό τις οποίες επετράπη αυτή η -επιεικώς- αδικαιολόγητη… «επισύνδεση» (τι όρος κι αυτός!).

Από την επόμενη εβδομάδα, όμως, που υποχωρεί η ραστώνη των θερινών διακοπών και επαναρχίζει η λειτουργία της πολιτικής ζωής, η κυβέρνηση καλείται να τοποθετηθεί σοβαρά και υπεύθυνα. 

Αν θέλει να «ξορκίσει» τις μομφές που -δικαιολογημένα- δέχεται για υπεροψία και υποτίμηση των αντιπάλων της είναι υποχρεωμένη να δώσει πειστικές απαντήσεις τόσο για τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφασίστηκε η παγίδευση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη όσο και για το αν το ίδιο «λάθος» (;) έγινε και με άλλους πολιτικούς ή δημοσιογράφους, όπως επιμένει η περιρρέρουσα φημολογία. Φημολογία, η οποία -μέχρι τώρα τουλάχιστον- αποδείχθηκε ότι είχε βάση.

Καθώς, λοιπόν, το δεκαπενθήμερο της αυγουστιάτικης ραστώνης θα δώσει από τη Δευτέρα τη σκυτάλη στη… «διαβολοβδομάδα», στη διάρκεια της οποίας η Βουλή θα εμπλακεί στην υπόθεση του σκανδάλου με τη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, την έγκριση από την Επιτροπή Θεσμών του νέου διοικητή της ΕΥΠ και τη λήψη απόφασης για τη συγκρότηση Εξεταστικής των Πραγμάτων Επιτροπής, η κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει τις πιο κρίσιμες εξετάσεις από τον Ιούλιο του 2019 που τα στελέχη της κατέχουν τους υπουργικούς θώκους.

Αν σε αυτή τη σοβαρή δοκιμασία που την περιμένει, η απάντηση είναι όμοια με τις υπεκφυγές των προηγούμενων εβδομάδων, δεν χρειάζεται να είναι μάγος κανείς για να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Οι (έγκυρες) δημοσκοπήσεις που θα ξεκινήσουν να διενεργούνται από την μεθεπόμενη εβδομάδα, απλώς θα το επιβεβαιώσουν. 

Το καλοκαίρι, άλλωστε, δεν είναι παντοτινό!

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Tο Μάτι και ο… εμπρησμός της λογικής

Από επαγγελματική υποχρέωση -που ώρες ώρες ενδεχομένως να μετατρέπεται και σε… διαστροφή- παρακολούθησα τις προηγούμενες ημέρες τις «στρατιές» των τρολ, τα οποία είναι μονίμως ακροβολισμένα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να αντιμάχονται ανταλλάσσοντας ύβρεις για την εξέλιξη που είχαν οι πυρκαγιές οι οποίες ξέσπασαν στην Πεντέλη.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που δυσκολευόμουν -και πιστεύω δεν ήμουν ο μόνος- να αποφασίσω αν έπρεπε να εκνευριστώ ή απλώς να καγχάσω με το χαμηλό επίπεδο της επιχειρηματολογίας που ένθεν κακείθεν επιστρατευόταν από τα «στρατεύματα» της μιας και της άλλης πλευράς.

Το βασικό «επίδικο» της σκληρής αντιπαράθεσης, η οποία βρήκε έδαφος και στα τηλεπαράθυρα, ήταν κατά πόσο τα όσα δραματικά συνέβησαν στο Ντράφι, στην Ανθούσα, στην Παλλήνη και στις άλλες περιοχές οι οποίες επλήγησαν από την πύρινη λαίλαπα που σάρωσε την Πεντέλη μπορούν να συγκριθούν με την ανείπωτη τραγωδία που βίωσαν πριν από τέσσερα χρόνια κάτοικοι και παραθεριστές στη Ραφήνα και στο Μάτι.

«Που είναι ο Συνολάκης που μας έλεγε ότι θα εκκένωνε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή σε λίγα μόνον λεπτά και τι κάνει ο Πατούλης που καταλόγιζε ευθύνες στη Δούρου για την έλλειψη συντονισμού στο Μάτι;», κραύγαζε το ένα διαδικτυακό «στρατόπεδο» που είναι προσκείμενο στην αξιωματική αντιπολίτευση και εγκαλούσε το άλλο που απαρτίζεται από φίλιες προς την κυβερνητική παράταξη διαδικτυακές δυνάμεις. 

Διάβαζες το μένος με το οποίο εκφράζονταν και έμενες με την εντύπωση πως εύχονταν να είναι βαρύτερες οι επιπτώσεις της καταστροφής και επιθυμούσαν να μην ελεγχθεί η κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ενοχλούνταν και ασκούσαν οξεία κριτική επειδή οι αρχές έδιναν -και σωστά- προτεραιότητα στον απεγκλωβισμό των κατοίκων από τις απειλούμενες περιοχές.

«Μη μιλάτε εσείς που βαρύνεστε με τους 102 νεκρούς της τραγωδίας του 2018», αντέτεινε το αντίπαλο «στράτευμα» των φιλοκυβερνητικών τρολ χωρίς να έχει την υπομονή να περιμένει την εξέλιξη των πραγμάτων που θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερη αν δεν έπεφτε η ένταση των ανέμων που έδωσαν την ευκαιρία στις πυροσβεστικές δυνάμεις να τιθασεύσουν τα διάσπαρτα πύρινα μέτωπα. Κακά τα ψέματα, αν ο… ασκός του Αιόλου παρέμενε μερικές ακόμη ώρες ανοικτός, η εικόνα στα καμένα θα ήταν πολύ χειρότερη, όπως λένε οι ειδικοί επιστήμονες και αντιλαμβάνεται ο κάθε λογικός άνθρωπος που δεν τυφλώνεται από τα πάθη του.

Χωρίς αμφιβολία, προβλήματα με πυρκαγιές αντιμετωπίζουν πολλές χώρες σε ολόκληρο τον πλανήτη και κυρίως όσες έχουν κλιματικές συνθήκες παρόμοιες με τις δικές μας. Από την Πορτογαλία έως την Καλιφόρνια των ΗΠΑ και από την Αυστραλία έως τη Βραζιλία, εκατομμύρια στρέμματα δασών γίνονται κάθε χρόνο παρανάλωμα του πυρός. 

Σε κάποιες μάλιστα εξ αυτών οι φωτιές μαίνονται επί πολλές ημέρες, φαινόμενο το οποίο είδαμε πρόσφατα στη Γαλλία και στην Ισπανία και από αρκετούς επιστήμονες αποδίδεται στις βίαιες αλλαγές που έχει επιφέρει η κλιματική κρίση την οποία βιώνει όλη η υφήλιος και εκδηλώνεται με ασύμμετρες φυσικές καταστροφές.

Από όσο είμαι σε θέση να ξέρω -και ας με διαψεύσει όποιος έχει στοιχεία περί του αντιθέτου-, πουθενά αλλού στον κόσμο, οι συνέπειες των φυσικών καταστροφών δεν γίνονται αντικείμενο τόσο έντονων κομματικών αντιπαραθέσεων όσο στη δική μας χώρα. 

Η αλήθεια είναι ότι στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα είναι πολύ σύνηθες να… κομματικοποιούνται στο έπακρο καταστάσεις και γεγονότα που μικρή σχέση έχουν με την κυβερνητική διαχείριση. 

Θυμίζω ότι στο Κοινοβούλιο πριν μερικά χρόνια είχε υποβληθεί αίτημα για Εξεταστική Επιτροπή έπειτα από ένα πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη. 

Συμβαίνει, μάλιστα, πολύ συχνά το εξής εντελώς αντιφατικό: στηλιτεύεται η διάλυση του κρατικού μηχανισμού την ίδια ώρα που επαινείται ο ηρωισμός των δυνάμεων που τον απαρτίζουν, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση -δικαιολογημένα, κατά τα λοιπά- οι πυροσβέστες.

Όπως και να έχει, αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι η προ τετραετίας τραγωδία στο Μάτι είναι ακόμη νωπή και ρίχνει βαριά τη σκιά της στον τρόπο με τον τρόπο έδρασε η τότε πολιτική εξουσία.

Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι ότι οι πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου δεν έβγαλαν ποτέ τα σωστά συμπεράσματα για τα όσα συνέβησαν εκείνη την αποφράδα 23η Ιουλίου. 

Οι ίδιοι και οι οπαδοί τους πιστεύουν ακόμη και σήμερα -το έβλεπε κανείς να διαπνέει αυτές τις μέρες την επιχειρηματολογία που εκφραζόταν από τα επίσημα και ανεπίσημα κομματικά τρολ- ότι πλήρωσαν βαρύ πολιτικό τίμημα επειδή τα (εκ των υστέρων… «πετσωμένα») ΜΜΕ συνωμότησαν για να εκμεταλλευθούν μια «στραβή που έτυχε στη βάρδια τους».

Για όποιον, όμως, δεν εθελοτυφλεί η πραγματικότητα ήταν άλλη. Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είδε πράγματι τη συσσωρευμένη λαϊκή οργή να εκτοξεύεται στα ύψη την περίοδο που εκτυλίχθηκε η τραγωδία στο Μάτι. Αυτό, όμως, δεν συνέβη επειδή κάποιοι συνωμότησαν εις βάρος τους. Συνέβη επειδή είχαν χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία και με τους χειρισμούς τους επιβεβαίωσαν όσους πίστευαν ότι σε όλα τα ζητήματα κινούνταν με επικοινωνιακή υστεροβουλία.

Η άθλια σκηνοθεσία που οργάνωσαν το βράδυ της τραγωδίας με την προσπάθεια απόκρυψης των βεβαιωμένων νεκρών που υπήρχαν ήδη όταν γινόταν η περιβόητη σύσκεψη στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής για να ρωτάει ο πρωθυπουργός «τι ώρα πετάνε τα αεροπλάνα» και οι υπουργοί του να παίζουν με τα τηλέφωνα στα χέρια, τα λάθη τα οποία δεν μπορούσαν να βρουν τις επόμενες ημέρες και κυρίως το σόου το οποίο έστησαν δείχνοντας στο… πόπολο δήθεν δορυφόρους που έψαχναν από το διάστημα υποτιθέμενους εμπρηστές, ήταν εκείνα τα οποία, περισσότερο από την προφανή έλλειψη συντονισμού, καταμαρτυρήθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης και τους πολίτες σε εκείνη την αλαζονική εξουσία.

Ο συνειδητός και κακόβουλος… εμπρησμός της λογικής μας ήταν το βασικό πρόβλημα που αναδείχθηκε στο Μάτι. Μετά και το πάθημα του περασμένου καλοκαιριού, με τις φωτιές που έκαιγαν επί μέρες στην Αττική και στη Εύβοια, η τωρινή κυβέρνηση και η -υπό τον Χρήστο Στυλιανίδη- ηγεσία του νεοσύστατου υπουργείου Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Κρίσης δείχνουν να το έχουν κατανοήσει. 

Αν συνεχίσουν έτσι, χωρίς φανφάρες και πανηγυρισμούς, με πολλή δουλειά και λίγη… τύχη, τα πράγματα θα είναι καλύτερα για τους ίδιους.

Αλλά κυρίως και πάνω από όλα για όλους εμάς τους πολίτες που έχουμε τον κοινό νου να καταλαβαίνουμε ότι οι φωτιές δεν πρόκειται να πάψουν να εκδηλώνονται, όμως, δεν θέλουμε και δεν πρέπει να ζήσουμε άλλο… Μάτι!

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Πόσες κυβερνήσεις θα καταπιεί η κρίση;

Η προηγούμενη φορά που ο πλανήτης συγκλονίστηκε από ενεργειακές κρίσεις ήταν την δεκαετία του 1970 –«πετρελαϊκές» τις έλεγαν τότε τις κρίσεις γιατί το πετρέλαιο ήταν η βασική πηγή παραγωγής ενέργειας.

Ξέσπασαν το 1973 και το 1979 με αφορμή γεωπολιτικές αναταράξεις και πολεμικές συρράξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή που, συγκριτικά με τα τωρινά γεγονότα στην Ουκρανία, ήταν μάλλον ήσσονος σημασίας.

Παρά ταύτα, οι κρίσεις εκείνες υπήρξαν «μαμές» που γέννησαν σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν σχεδόν από άκρη σε άκρη της υφηλίου χωρίς να έχουν ενιαία κατεύθυνση. 

Σε πείσμα της σταθερότητας, την οποία εγγυόνταν και επέβαλαν οι δύο υπερδυνάμεις της εποχής, οι ανατροπές που σημειώθηκαν μετά την κρίση του ΄73 ήταν μεγάλες. Και σε αυτές ας μην παραλείψουμε να συμπεριλάβουμε και την πτώση της ελληνικής Χούντας, που είχε αρχίσει να φθείρεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής επιβράδυνσης και της εμφάνισης έντονων πληθωριστικών φαινομένων.

Στη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του ΄79, οι αλλαγές ήταν επίσης καταιγιστικές και ταυτόχρονα αντιφατικές. Από τη μια είχαμε την ανάρρηση στη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία πήρε τη σκυτάλη από τους Εργατικούς. Από την άλλη στον ευρωπαϊκό Νότο, όπου έως τότε την εξουσία διαχειρίζονταν συντηρητικές κυβερνήσεις, η σκυτάλη πέρασε στους Σοσιαλιστές. Τον χορό άνοιξε ο Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία και ακολούθησαν ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ελλάδα και ο Φελίπε Γκονζάλες στην Ισπανία.

Επιστρέφοντας στο σήμερα, που είναι εκείνο που μας αφορά περισσότερο, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε εξ υπαρχής ότι η ενεργειακή κρίση την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο είναι πολύ πιο οξεία από τις δύο προηγούμενες που έγιναν, άλλωστε, πριν από σχεδόν μισό αιώνα, εποχή κατά την οποία ο ρόλος της ενέργειας στην οικονομική δραστηριότητα αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων δεν ήταν τόσο σημαντικός όσο είναι στις μέρες μας. 

Η εκτίναξη των τιμών και τα τεράστια ζητήματα ενεργειακής επάρκειας, που έχουν ανακύψει μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που υποχρεώθηκε να βάλει η Δύση, δεν μπορεί να συγκριθούν με τα ανάλογα φαινόμενα του ’70.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να αποτελούν έκπληξη οι πυκνές πολιτικές ανακατατάξεις που βλέπουμε να σημειώνονται γύρω μας. Μπορεί η κρίση να διατρέχει οριζοντίως και καθέτως ολόκληρο τον πλανήτη, πλην, όμως, σε κάθε χώρα οι πολίτες που βλέπουν τις ζωές τους να υφίστανται βίαιες και ασύμμετρες αλλαγές, τον πρώτο που «ενοχοποιούν» είναι εκείνον που ασκεί την εξουσία στον δικό τους τόπο. 

Το είδαμε με το «στραπάτσο» που αντιμετώπισε ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου μήνα. Οι Γάλλοι ψηφοφόροι δεν πείστηκαν να πάνε να ψηφίσουν το κόμμα και τώρα το Παρίσι είναι χωρίς ισχυρή κυβέρνηση, άγνωστο για πόσο.

Τα πράγματα απεδείχθησαν ακόμη χειρότερα για τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος έχασε μεν την καρέκλα του εξαιτίας κάποιων σκανδαλωδών επιλογών, είναι βέβαιο όμως, ότι αν τα πράγματα πήγαιναν καλά για την γηραιά Αλβιώνα, ελάχιστοι θα ασχολούνταν με τα κορωνοπάρτι του «άτακτου» Μπόρις ή με τον διορισμό ενός… σεξουαλικά ασυγκράτητου υφυπουργού του. Οι Βρετανοί έχουν συγχωρήσει πολύ περισσότερα ανομήματα του πρωθυπουργού τους, ο οποίος εδώ και καιρό ήταν δημοσκοπικά πίσω από τους Εργατικούς.

Μεγάλες δυσκολίες αντιμετωπίζουν την ίδια ώρα και οι ηγέτες άλλων μεγάλων και σημαντικών χωρών. Στις ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν δείχνει να… τρεκλίζει πολιτικά και θα αποτελέσει θαύμα αν καταφέρει να διατηρήσει την πλειοψηφία που έχει τώρα στο Κογκρέσο τον προσεχή Νοέμβριο που θα λάβουν χώρα οι κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές. Τα προγνωστικά είναι εις βάρος του και ο λόγος δεν είναι άλλος από την ενεργειακή ακρίβεια και τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που δέχεται η αμερικανική οικονομία, παρά την ισχυροποίηση του δολαρίου εις βάρος του ευρώ.

Ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι βρίσκεται με το ένα πόδι εκτός εξουσίας, καθώς η υποστήριξη που απολαμβάνει από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας του βαίνουν μειούμενες. Τα κόμματα που τον στήριξαν όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία εξέφραζαν τα τρία τέταρτα του εκλογικού σώματος, ενώ πλέον, με βάση τις δημοσκοπήσεις είναι κάτω από το 50%, καθώς πρώτο έρχεται το ακροδεξιό σχήμα «Αδέλφια της Ιταλίας» με ποσοστό 23,5% από μόλις 4,4% που είχε συγκεντρώσει στις τελευταίες εκλογές.

Αντίστοιχες δημοσκοπικές εικόνες, που στέλνουν τις κυβερνήσεις στο καναβάτσο παρατηρούνται σχεδόν παντού. Στη Γερμανία οι αντιπολιτευόμενοι χριστιανοδημοκράτες έχουν προσπεράσει τους σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Στην γειτονική Αυστρία οι όροι αντιστρέφονται καθώς οι κυβερνώντες κεντροδεξιοί καταβαραθρώνονται και προπορεύονται με άνετο προβάδισμα οι σοσιαλδημοκράτες. Την ίδια ώρα, στην Ισπανία ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσες βλέπει την πλάτη της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης.

Μέσα σε όλα αυτά, η μόνη κυβέρνηση στην Ευρώπη που διατηρεί σχεδόν αλώβητο το προβάδισμα που την χωρίζει από την αξιωματική αντιπολίτευση είναι η ελληνική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι προσώρας ένας από τους ελάχιστους πρωθυπουργούς που, με βάση τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, δεν αντιμετωπίζει το φάσμα της ήττας. 

Οι εξηγήσεις γι΄ αυτό -το μάλλον παράδοξο- είναι πολλές και ποικίλες. Ενδεχομένως, δε, δεν έχουν να κάνουν τόσο με αυτή καθεαυτή την ικανότητα της κυβέρνησης, όσο με την ανικανότητα των αντιπάλων της.

Τα όσα ακούσαμε αυτές τις μέρες για τις δήθεν «πειραγμένες δημοσκοπήσεις» και τους παραλληλισμούς της υπουργού Παιδείας με την… «Πισπιρίγκου» είναι μάλλον ενδεικτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να εξηγήσουν την πολιτική ανθεκτικότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 

Κακά τα ψέματα, ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει απέναντι του την αντιπολίτευση που όλοι οι ηγέτες του πλανήτη θα… εύχονταν να είχαν. 

Και αυτό μάλλον αποτελεί το μεγαλύτερο «ατού» το οποίο μπορεί να τον διασώσει όταν πολλές άλλες κυβερνήσεις θα τις έχουν καταπιεί η ακρίβεια και ο πληθωρισμός που κανείς ακόμη δεν ξέρει που μπορεί να φθάσουν.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Ας γίνουμε επιτέλους «θεσμικοί»

Από τη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκλεισε -μάλλον ερμητικά- το παράθυρο της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες ξεκίνησε ένα καινούργιο γαϊτανάκι από ερωτήματα, εικασίες και υποθέσεις για τους λόγους για τους οποίους ο πρωθυπουργός οδηγήθηκε σε μια τέτοια απόφαση.

«Μπλόφα είναι που την έκανε για να αιφνιδιάσει την αντιπολίτευση και να τη βρει ανέτοιμη η προκήρυξη εκλογών», έσπευσαν να… προβλέψουν κάποιοι μετά τη συζήτηση της Τετάρτης στη Βουλή. Διυλίζοντας τον κώνωπα, επειδή δεν το είπε στην αρχική ομιλία του, κατάπιαν την κάμηλο που ήταν ότι στη δευτερολογία και στην τριτολογία μίλησε με σαφήνεια για την εξάντληση της τετραετίας. Παρέβλεψαν, επίσης, ότι υποβάθμισε την επιχειρηματολογία για την «τοξική ατμόσφαιρα» που θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για να αναιρέσει τη δέσμευση που επανειλημμένα είχε αναλάβει.

Όταν την επόμενη μέρα τα πράγματα ξεκαθαρίστηκαν έτι περαιτέρω χάρις και στη βάσανο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων που δέχθηκε στη ραδιοφωνική συνέντευξη που παραχώρησε στον Σκάι, το τροπάρι άλλαξε. «Δεν τον βολεύουν οι δημοσκοπήσεις και έκανε πίσω», έσπευσαν να υποθέσουν ακόμη κι εκείνοι που μια δυο μέρες πριν έδιναν συγκεκριμένες Κυριακές του Σεπτεμβρίου που θα στήνονταν οι κάλπες. Δεν έλειψαν βεβαίως και οι κλασσικοί συνωμοσιολόγοι που με περισσή αυταρέσκεια κόμπαζαν: «εμείς τα λέγαμε, σιγά που θα τον άφηναν οι ξένοι να κάνει εκλογές, όποτε θέλει…». 

Για να είμαστε ειλικρινείς, πάντως, η καχυποψία που αναδύεται μέσα από αυτές τις απόψεις δεν είναι αδικαιολόγητη αν λάβει κανείς υπόψιν του τη μακρά παράδοση που χαρακτηρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Καλώς ή κακώς, εδώ και πολλές δεκαετίες, η προκήρυξη πρόωρων εκλογών αποτελεί τον κανόνα τον οποίο ακολουθούν οι περισσότερες κυβερνήσεις σχεδόν με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση του κομματικού τους συμφέροντος. Αντιθέτως η εξάντληση της τετραετίας είναι η εξαίρεση που τη συναντάμε κυρίως όταν οι κυβερνώντες δεν έχουν βρει τον κατάλληλο χρόνο για να πάνε σε κάλπες που θα μπορούσαν να τις κερδίσουν.

Το Σύνταγμα θέτει περιορισμούς στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών, ορίζοντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει «προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» (στο άρθρο 41). Στην πράξη, ωστόσο, η διάταξη αυτή έχει καταστρατηγηθεί επανειλημμένα από πολλές κυβερνήσεις που επικαλέστηκαν προσχηματικά την αντιμετώπιση εθνικού θέματος για να κάνουν εκλογές σε βολικό χρόνο. 

Γι΄ αυτό και σε προηγούμενες συνταγματικές αναθεωρήσεις είχε πέσει από πολλές πλευρές η ιδέα να αλλάξει ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας σε τρόπον ώστε να… απαγορεύονται οι πρόωρες κάλπες και να επιβάλλεται η ολοκλήρωση της τετραετούς κοινοβουλευτικής θητείας.

Από τη συζήτηση που άνοιξε προέκυψε ότι κάτι τέτοιο συνιστούσε έναν ανέφικτο και μάλλον ψυχαναγκαστικού τύπου περιορισμό που στην εφαρμογή του θα μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από εκείνα που ενδεχομένως θα μπορούσε να λύσει. Και τούτο διότι υπάρχουν περιπτώσεις που η κοινοβουλευτική σύνθεση μπορεί να έχει πραγματική αδυναμία να δώσει βιώσιμη κυβερνητική λύση, οπότε η ανάγκη για ανανέωση της λαϊκής βούλησης να είναι αναπόδραστος μονόδρομος.

Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και όσοι δικαιολογημένα μπορεί να ισχυριστούν ότι κακώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε να φουντώσει η εκλογολογία, την οποία πυροδοτούσαν μέχρι πρότινος ακόμη και στενοί του συνεργάτες, δύσκολα θα διαφωνήσουν με το σκεπτικό με το οποίο απέρριψε, εν τέλει, τις εισηγήσεις που είναι γνωστό ότι δεχόταν για να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία και το σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα που διαθέτει.

Πέραν λοιπόν από «δίκες προθέσεων», η πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, υπό την αίρεση ότι θα τηρηθεί μέχρι τέλους, είναι μια πρωτοβουλία που δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί από όσους πιστεύουν ότι το μεγαλύτερο από τα προβλήματα της χώρας είναι η έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς και η εργαλειοποίησή τους ανάλογα με τη συγκυρία και τα συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών.

Μπορεί, από πρώτη άποψη, η πρωθυπουργική διακήρυξη σύμφωνα με την οποία «οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας για λόγους θεσμικής τάξης και σταθερότητας σε μια κρίσιμη συγκυρία, όπως αυτή που διανύουμε» να μην λέει πολλά στους πολίτες που χειμάζονται από την ενεργειακή κρίση και τις πρωτόγνωρες για τις νεότερες γενιές πληθωριστικές πιέσεις. Από την άλλη, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι πρόκειται για μια πρωτοβουλία που δεν αποκλείεται να ανοίξει καινούργιους δρόμους στον τρόπο διεξαγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η απρόσκοπτη, άλλωστε, λειτουργία των θεσμών, εφόσον γενικευθεί και περιλάβει κρίσιμες υπηρεσίες του Κράτους προς τους πολίτες, όπως είναι πρωτίστως η απονομή της Δικαιοσύνης ή η ασφάλεια των συνθηκών της καθημερινότητάς μας, αποτελεί το σημαντικότερο εχέγγυο για την κοινωνική πρόοδο και εξέλιξη. 

Με άλλα λόγια, ας γίνουμε επιτέλους θεσμικοί. Μόνον κέρδος θα έχει η ελληνική κοινωνία και ο κάθε πολίτης χωριστά.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

«Απρόβλεπτος νταλαβεριτζής» ή «προβλέψιμος πολικάντης»;

Στην Ελλάδα, ενδεχομένως κι αλλού, αλλά δεν μπορώ να το πω με την ίδια βεβαιότητα, έχουμε μια τάση να μεγαλοποιούμε κάθε τι που «ακουμπά» εκείνο που εμείς έχουμε ορίσει ως εθνικό συμφέρον. Η τάση αυτή μας οδηγεί στην απώλεια της μεγάλης εικόνας και μας κάνει να βλέπουμε συχνά τα μεγάλα ως μικρά και τα μικρά ως μεγάλα.

Δεκαετίες ολόκληρες, ακόμη και προ της εμφάνισης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της γειτονικής μας Τουρκίας, διαβάζουμε και ακούμε στον εγχώριο δημόσιο διάλογο για την υποτιθέμενη σταθερή εξωτερική πολιτική που ασκείται από την Άγκυρα.

Παλιότερα εκφραζόταν θαυμασμός για το «βαθύ κράτος» των στρατιωτικών που επέβαλε τη βούλησή του στους πολιτικούς, τους οποίους ανέτρεπε που και που όταν δεν ήταν πολύ «υπάκουοι» στα κελεύσματά του.

Πιο πρόσφατα -και ειδικά αυτές τις μέρες που έγινε η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, από όπου γράφω τούτες τις γραμμές- είναι σύνηθες να εκθειάζεται ο Ερντογάν ο οποίος υποτίθεται ότι ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική επειδή συχνά δεν ακολουθεί τις νόρμες της Δύσης. 

Θεωρείται «αξιέπαινος» επειδή κάνει διάφορα παιχνίδια με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Όπως η προμήθεια ρωσικών οπλικών συστημάτων, η άρνηση της χώρας του να εφαρμόσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας που αποφασίστηκαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία και πιο πρόσφατα η απειλή για χρήση βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.

Η αλήθεια είναι ότι θα αποτελούσε έκπληξη οποιαδήποτε άλλη στάση από τον αρχηγό ενός κράτους που τα τελευταία χρόνια στέλνει στρατεύματα σε μια πλειάδα -γειτονικών και μη- χωρών. Ο αυταρχικός ηγέτης μιας χώρας που, μόλις βρίσκει πρόσχημα, παραβιάζει τα σύνορα των γειτόνων του, δεν θα μπορούσε παρά να νοιώθει και να είναι αλληλέγγυος με έναν όμοιο του που με θρασύτητα εφαρμόζει τον αναθεωρητισμό από τον οποίο διακατέχονται και οι δύο.

Τα ερωτήματα βεβαίως που τίθενται κάθε φορά που ανοίγει μια τέτοια συζήτηση είναι κατά βάση δύο: Πρώτον, αν και κατά πόσο όλη αυτή η στρατηγική που έχει χαράξει ο Τούρκος Πρόεδρος, είναι επωφελής για τη χώρα του. Και, δεύτερον, αν η Ελλάδα μπορεί να βαδίσει στον ίδιο δρόμο και, αγνοώντας τις συμμαχίες που έχει, να παριστάνει τον απρόβλεπτο ταραξία που αναζητά κάθε φορά αλά καρτ εταίρους.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι νομίζω ευκολότερη διότι όλοι θυμούμαστε ότι στα χρόνια του Μνημονίου κάθε φορά που επιδιώξαμε να βρούμε ανταπόκριση και αλληλεγγύη μακριά από το κοινό σπίτι που έχουμε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και είναι οι θεσμοί της ΕΕ, το αποτέλεσμα ήταν μια ψυχρολουσία.

Οι ελπίδες, για παράδειγμα, ότι ο κοντινός στον Πούτιν ολιγάρχης Αλεξέι Μίλερ, που έχει υπό τον έλεγχο του την Gazprom, θα μας δάνειζε ή θα μας έδινε δωρεάν φυσικό αέριο, απεδείχθησαν φρούδες. Ενώ ο ίδιος ο Ρώσος Πρόεδρος που από την αρχή μας είχε προτρέψει να πάμε στο ΔΝΤ, κατόπιν όχι μόνον δεν δέχτηκε να (μας) τυπώσει δραχμές, αλλά έσπευσε να καρφώσει στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τού υπέβαλαν σχετικό αίτημα. 

Η συνέχεια είναι γνωστή: μετά το οπερετικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, αναζητήσαμε εκεί που ο δανεισμός μας ήταν εξασφαλισμένος, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δηλαδή.

Επιστρέφοντας τώρα στο θέμα μας που είναι ο Ερντογάν και στο πρώτο ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω και είναι αν η στάση του «απρόβλεπτου παίκτη», την οποία έχει υιοθετήσει, εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα, η απάντηση είναι μάλλον περίπλοκη. 

Πριν προμηθευτεί τους ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400, η Άγκυρα είχε συμφωνήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχει στο πρόγραμμα κατασκευής των αεροσκαφών F-35, να αγοράσει επίσης F-16 και να αναβαθμίσει τα αεροσκάφη αυτής της κατηγορίας που διαθέτει ήδη. Ήταν άλλωστε τότε η εποχή Τραμπ και ανοικτοί οι δίαυλοι που είχε η οικογένεια Ερντογάν με τους τότε ενοίκους του Λευκού Οίκου.

Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά μετά τα «νταλαβέρια» που είχε με τον Πούτιν και, κάπως έτσι, ο «πολλά βαρύς» Τούρκος Πρόεδρος έφθασε να εκλιπαρεί δυο και πλέον χρόνια τώρα για μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο και να εκδηλώνει -μερικές φορές και δημοσίως- τον εκνευρισμό του επειδή βρέθηκε εκεί ο Έλληνας πρωθυπουργός. 

Και ενώ τη μια στιγμή ψέγει τους Αμερικανούς, που ενισχύουν τις βάσεις τους στην Ελλάδα, αφού νωρίτερα ο ίδιος απειλούσε να κλείσει όσες ήταν στο έδαφός του (Ιντσιρλίκ), την επομένη παρακαλάει για να αναβαθμίσει την αεροπορική του δύναμη που είναι υποδεέστερη από εκείνη που διαθέτει η –«χρεωκοπημένη», κατ΄ αυτόν- Ελλάδα.

Παρακολουθώντας δημοσιογραφικά την παρουσία του Ερντογάν στην ισπανική πρωτεύουσα δεν μπορώ να πω ότι η στάση και οι κινήσεις του έδιναν την εντύπωση του «κραταιού ηγέτη που όλα τα μάτια ήταν πάνω του». Τουναντίον. Δεν εξέπεμπε κανένα δέος. Και ο λόγος μάλλον ήταν διότι όλοι προεξοφλούσαν εξ αρχής ότι έφθασε στη Μαδρίτη για να κλείσει το «νταλαβέρι» που είχε ξεκινήσει με το υποτιθέμενο βέτο στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ επειδή δήθεν οι Φινλανδοί και οι Σουηδοί υποθάλπουν Κούρδους τρομοκράτες και είχαν εμπάργκο όπλων προς την Άγκυρα.

Ο ίδιος για να δικαιολογήσει τη θέση του είχε επικαλεστεί το ελληνικό βέτο που έμπαινε επί χρόνια στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Μόνον όμως που, με όλες τις αρνητικές πτυχές που μπορεί κανείς να επισημάνει, η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία έπειτα από πολυετή και εξαντλητικό διάλογο συνομολόγησαν η Αθήνα με τα Σκόπια, σε τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το «Μνημόνιο» της περασμένης Τρίτης που υπέγραψαν Τουρκία, Φινλανδία και Σουηδία και στόχο είχε να δοθεί ένα περιτύλιγμα για να το «πουλήσει» ο Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας τη νέα αναδίπλωσή του.

Θέλετε και το καλύτερο; Οι λεονταρισμοί του κατά της Ελλάδος -και πολύ περισσότερο η γκρίνια για τον εξοπλισμό της με αμερικανικά και γαλλικά όπλα- ήταν πλήρως απόντες από την Σύνοδο του ΝΑΤΟ, όπως και οι ανιστόρητες θεωρίες της αποκαλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας». Τα εξέφρασε όλα αυτά φεύγοντας από την Άγκυρα και τα επανέφερε επιστρέφοντας από τη Μαδρίτη, αφού στο ενδιάμεσο είχε φωτογραφηθεί χαμογελαστός – photo opportunity, το λένε στην Αμερική- δίπλα στον Πρόεδρο Μπάιντεν.

Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι υπερβάλλουν όσοι λένε ότι ο Ερντογάν είναι ένας «απρόβλεπτος νταλαβεριτζής». Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν «προβλέψιμο πολικάντη». 

Ποιος είναι πιο επικίνδυνος, είναι άλλο θέμα!