Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Ο… «προδότης» Ανδρουλάκης και τα δύο μέτρα και σταθμά


Στόχος σφοδρών επιθέσεων γίνεται τις τελευταίες μέρες ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης. Όχι, αυτή τη φορά δεν είναι αντιμέτωπος με τα ανόητα επώνυμα και ανώνυμα κυβερνητικά τρολ που τον καλούσαν όλο το προηγούμενο διάστημα να αποδείξει ότι δεν είναι… «προδότης» που έθεσε σε διακινδύνευση την εθνική μας ασφάλεια και άρα δικαιολογημένα τον παρακολουθούσαν ταυτοχρόνως η ΕΥΠ και όσοι κρύβονταν πίσω από το παράνομο λογισμικό που ακούει στο όνομα «predator».

Αίφνης η σκυτάλη πέρασε σε ανώνυμους και επώνυμους φιλοσυριζαίους σχολιαστές και αναλυτές που εγκαλούν τον κ. Ανδρουλάκη ότι υπέστειλε τη σημαία του αντικυβερνητισμού επειδή -φρονίμως μάλλον ποιών- περιορίστηκε να στείλει στην ερευνητική επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου -την αποκαλούμενη PEGA στην οποία δια των υπερβολών του Δημήτρη Παπαδημούλη ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δώσει μυθώδεις διαστάσεις- υπόμνημα με τις γνωστές και διακηρυγμένες απόψεις και θέσεις γύρω από την καθόλα απαράδεκτη παρακολούθησή του.

Το έχει φαίνεται η μοίρα όσων δεν ενστερνίζονται το «άσπρο μαύρο» του δικομματισμού να γίνονται στόχοι επικρίσεων που εκπορεύονται κάθε φορά από διαφορετική αφετηρία. Οπότε ήταν μάλλον αναμενόμενη η διαφορετική προέλευση που είχαν τα νεότερα πυρά τα οποία δέχεται ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ από τη στιγμή που φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση της παρακολούθησής του δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να γίνει «μονοκαλλιέργεια» για την παράταξή του.

Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι μια τέτοια επιλογή βόλευε αφάνταστα τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος -όσο η Χαριλάου Τρικούπη βολόδερνε κυνηγώντας πρακτορικές χίμαιρες- φάνταζε ως η μόνη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση. Γι΄ αυτό και όταν έπειτα από τρεις μήνες δικαιολογημένων αντιπαραθέσεων ο Νίκος Ανδρουλάκης κινήθηκε στη σφαίρα του πολιτικού ρεαλισμού, η Κουμουνδούρου… ενοχλήθηκε.

Από επαγγελματική διαστροφή διάβαζα χθες εμβριθή αρθρογράφο της «Αυγής», που διατέλεσε και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, αφού αναρωτιόταν στον τίτλο του κειμένου του «τι τρέχει με το ΠΑΣΟΚ;», υποστήριζε ότι «μερικές φορές με το ΠΑΣΟΚ σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά βλέποντας τις παλινωδίες και την έλλειψη συνοχής στη στάση του σε κορυφαία θέματα». Ποια είναι αυτά σύμφωνα με τον αρθρογράφο; 

Το πρώτο ότι «κάνει, άθελά του λογικά, πλάτες στον Μητσοτάκη, ο οποίος κρύβεται από την Εξεταστική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».

Αλλά και το δεύτερο, που κατά τον ΣΥΡΙΖΑίο αρθρογράφο αποτελεί μάλιστα «αποκορύφωμα», είναι η «άθλια στάση που τήρησε το ΠΑΣΟΚ χθες στη Βουλή, ψηφίζοντας μαζί με τη ΝΔ την άρση της ασυλίας του βουλευτή του ΜέΡΑ25 Κλέωνα Γρηγοριάδη έπειτα από μήνυση του Αλαφούζου για τις αναφορές του βουλευτή στο ότι Έλληνες εφοπλιστές μεταφέρουν το ρωσικό πετρέλαιο».

Για όσους δεν έχουν εικόνα της περί ου ο λόγος ιστορίας να διευκρινίσουμε ότι ο βουλευτής Γρηγοριάδης υποστήριξε προ ημερών ότι «Έλληνες ολιγάρχες», οι οποίοι αντιτάσσονται δια των μέσων ενημέρωσης που ελέγχουν στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την ίδια ώρα μεταφέρουν παρανόμως ρωσικό πετρέλαιο. Είπε, μάλιστα, όπως περηφανεύονται ο ίδιος και το κόμμα του, και ονόματα. 

Ένας από τους κατονομαζόμενους, ωστόσο, ο καναλάρχης και εφοπλιστής Γιάννης Αλαφούζος θεώρησε συκοφαντικά τα λεγόμενα του βουλευτή και άσκησε, όπως είχε αναφαίρετο δικαίωμα, αγωγή κατά του κ. Γρηγοριάδη.

Από την επομένη ο ίδιος ο εναγόμενος και το κόμμα του, αντί να επιχαίρουν που θα τους δοθεί η ευκαιρία να πάνε στα δικαστήρια και να αποδείξουν την υποτιθέμενη μεγάλη απάτη του ελληνικού εφοπλισμού, έχουν ξεκινήσει μια επιχείρηση αυτοθυματοποίησης εμφανιζόμενοι ως διωκόμενοι από την εγχώρια ολιγαρχία. Ακόμη και η πρόσφατη αποχώρηση της τρίτης κατά σειράν βουλευτού του ΜέΡΑ 25 από το κόμμα Βαρουφάκη αποδόθηκε σε… ολιγαρχικό δάκτυλο.

Το πιο… ωραίο, όμως, ξέρετε ποιο είναι; Τη μέρα που ο ΣΥΡΙΖΑίος αρθρογράφος ξιφουλκούσε κατά του Ανδρουλάκη για την υποτιθέμενη «αθλιότητα» να ψηφίσει το κόμμα του την άρση ασυλίας βουλευτή που δέχθηκε αγωγή, η «Αυγή» πανηγύριζε επειδή εκδότης της απέναντι πλευράς υποχρεώθηκε να ανακρούσει πρύμνη και να δημοσιεύσει απόφαση καταδίκης του επειδή, κατά το δικαστήριο, συκοφάντησε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα. 

Ο τέως πρωθυπουργός, με αφορμή την υπόθεση της ενοικίασης εξοχικής κατοικίας με τίμημα που δεν θεωρήθηκε εύλογο, στράφηκε εναντίον όσων ο ίδιος θεώρησε ότι τον συκοφάντησαν, ζητώντας την καταδίκη τους.

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται με αυτή την αφορμή, αλλά και με αρκετές άλλες, είναι το εξής: δικαιούνται οι πολιτικοί να καταθέτουν αγωγές όταν πιστεύουν ότι συκοφαντήθηκαν; Η απάντηση για κάθε λογικό άνθρωπο είναι προφανώς καταφατική, παρόλο που σημαντικοί πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, είχαν επιλέξει να μην αντιδράσουν κατ΄ αυτόν τον τρόπο και δεν μήνυσαν ποτέ κανέναν παρά τα όσα κατά καιρούς τους καταμαρτυρήθηκαν. 

Αν, όμως, πολιτικοί, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, μπορούν να καταθέτουν αγωγές, γιατί δεν μπορεί να δέχονται αγωγές πολιτικοί, όπως ο Κλέων Γρηγοριάδης;

Όσο για την ελευθερία του λόγου που κάποιοι, όπως ο βουλευτής του ΜέΡΑ 25 ή ο αρθρογράφος της «Αυγής», υποτίθεται ότι υπερασπίζονται με την αντίρρησή τους στην άσκηση αγωγών, το μόνο που μπορεί κανείς να αντιτείνει είναι ότι τόση… ευαισθησία για το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση έχει να γνωρίσει η υφήλιος από την εποχή του Στάλιν, του οποίου όλοι αυτοί υπήρξαν ή είναι ακόμη φανατικοί θαυμαστές. 

Τη γνωρίσαμε άλλωστε με την εκκωφαντική σιωπή που τηρούσαν όλοι αυτοί όταν με απαίτηση του συγκυβερνήτη τους Πάνου Καμένου συλλαμβάνονταν και διανυκτέρευαν στα αστυνομικά τμήματα δημοσιογράφοι που απλώς έκαναν τη δουλειά τους. 

Και, ακόμη χειρότερα, με την καρικατούρα της Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης που συστάθηκε με μοναδικό στόχο να εξοντωθούν ηθικά οι εκδότες που δεν έδωσαν γη και ύδωρ στη ΣΥΡΙΖΑΝΕΛική εξουσία. Η μονομέρεια του «άλλο εμείς που έχουμε το… ηθικό πλεονέκτημα» έχει τα όρια της. Όπως και τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά. 

Δεν είναι, άλλωστε, διόλου τυχαίο ότι όταν ήταν στα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ ουδείς εξ αυτών των… ευαίσθητων υπερασπιστών της ελευθεροστομίας ανέλαβε πρωτοβουλία για να καταργηθούν οι αγωγές για την έκφραση γνώμης από δημοσιογράφους ή πολιτικούς. 

Αν το είχαν κάνει, θα μπορούσαν σήμερα να χαρακτηρίζουν «αθλιότητα» την απόφαση για άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει όσα ισχυρίστηκε εις βάρος ενός επιχειρηματία.

Επιτρέπονται, λοιπόν, ή όχι οι μηνύσεις και οι αγωγές; Ιδού η απορία. Ή μήπως το τεκμήριο της απόλυτης υποκρισίας;

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Τα «κοράκια», οι… κόρακες και η χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου


Παρά την απύθμενη θρασύτητα που αναδύεται από την «υπόθεση Πάτση», το μέγα, δηλαδή, σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον βουλευτή Γρεβενών, ο οποίος, αν και νομικός, έγραφε στα παλαιότερα των υποδημάτων του ολόκληρο το δικαιικό μας σύστημα, μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να αρνηθεί ότι τα όσα ήρθαν αυτές τις μέρες στο φως της δημοσιότητας δεν αποτελούν παρά το σύμπτωμα μιας χρόνιας παθογένειας που βαραίνει σχεδόν το σύνολο του πολιτικού δυναμικού της χώρας.

Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να ερμηνευτεί ότι για περισσότερο από μια τριετία συνεχιζόταν χωρίς συνέπειες για τον Ανδρέα Πάτση τόσο η προκλητική καταπάτηση των ρητών διατάξεων του Συντάγματος για τις ασυμβίβαστες δραστηριότητες με το αξίωμα του βουλευτή όσο και μιας πλειάδας –«δρακόντειων», υποτίθεται- νόμων για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης όσων εκλέγονται στο Κοινοβούλιο;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρώτη ευθύνη ανήκει στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας η οποία «φιλοξένησε» στα ψηφοδέλτια της ένα πρόσωπο με το προφίλ του περί ου ο λόγος βουλευτή. Είναι προφανές ότι τόσο εκείνος που τον πρότεινε, όσο και όσοι άναψαν το «πράσινο φως» για να είναι υποψήφιος δεν μπήκαν καν στον κόπο να κάνουν ένα στοιχειώδη έλεγχο για το ποιόν του ανθρώπου αλλά και για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες τις οποίες -για να πούμε και του στραβού το δίκιο- δεν απέκρυπτε.

Το ηθικό, εξάλλου, ασυμβίβαστο ανάμεσα στην πολιτική δράση ενός προσώπου και τη δραστηριοποίηση του ίδιου ή της οικογένειας του στον τομέα των εισπρακτικών εταιριών δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται στη δημόσια σφαίρα. Προ ετών, μακαρίτης πλέον, παλαιός πολιτικός είχε υποστεί τα… πάνδεινα όταν έγινε ευρέως γνωστό ότι μέλη της οικογένειας του είχαν αναπτύξει σχετική επαγγελματική δραστηριότητα. Η ελληνική κοινωνία, καλώς ή κακώς, δεν συμπαθεί τα «κοράκια».

Όπως και να έχει, λοιπόν, οι ιθύνοντες της κυβερνητικής παράταξης όφειλαν να είναι προσεκτικοί πρωτίστως στις επιλογές των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στους κομματικούς συνδυασμούς τους, αλλά και κατόπιν για τη δράση που αναπτύσσουν όσο είναι στη Βουλή. Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι το εξής: Πως μπορεί να έχεις προγραμματική δέσμευση για αξιολόγηση και του τελευταίου δημόσιου υπαλλήλου και να μην αξιολογείς τα ίδια τα στελέχη του;

Όταν εξελέγη στην ηγεσία της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί ότι θα εφαρμόσει παντού την αξιολόγηση. Δυστυχώς, όμως, όπως συνέβη και με άλλους ηγέτες κομμάτων παλαιότερα, η υπόσχεση αυτή έμεινε στα λόγια. 

Γι΄ αυτό και όσο και αν διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι στα μεγάλα και πολυσυλλεκτικά κόμματα εξουσίας φυτρώνουν κάθε είδους λουλούδια, με αποτέλεσμα να παρεισφρέουν ανάμεσα τους και ζιζάνια, μια τέτοια δικαιολογία δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την ανυπαρξία εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου και αξιολόγησης του βίου και της πολιτείας του στελεχιακού δυναμικού το οποίο αποφασίζει για τις ζωές μας.

Τα πράγματα θα ήταν ίσως απλούστερα αν περιπτώσεις όπως αυτή του βουλευτή του βουλευτή Γρεβενών περνούσαν μόνον κάτω από τα ραντάρ των ιθυνόντων της παράταξης από την οποία προέρχεται εκείνος που… παραστρατεί. Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι ότι ούτε οι θεσμοί της ελληνικής Πολιτείας λειτουργούν με τέτοιον τρόπο ώστε να πιάνονται στην τσιμπίδα του νόμου όσοι, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνουν οι πολίτες με την ψήφο τους, παραβιάζουν τη νομιμότητα.

Από το 1964, οπότε και καθιερώθηκε για πρώτη φορά η νομοθεσία που υποχρεώνει τους πολιτικούς να υποβάλουν τις λεγόμενες δηλώσεις «πόθεν έσχες» που αφορούν τόσο τη διάρθρωση της περιουσιακής τους κατάστασης όσο, πολύ περισσότερο, την προέλευση των εισοδημάτων και των περιουσιακών τους στοιχείων, η Βουλή έχει τροποποιήσει πάμπολλες φορές τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις. Πλην, όμως, η κατάσταση του (μη) ελέγχου παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη.

Η ειρωνεία, μάλιστα, είναι ότι ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου έφερε τον τίτλο «για την προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου». Ο τρόπος, όμως, που εφαρμόζεται έκτοτε έφερε μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Η τιμή του πολιτικού κόσμου όχι μόνον δεν προστατεύεται, αλλά μάλλον εκτίθεται στο σύνολό του. Διότι, δικαιολογημένα ή όχι, η διαιώνιση των παθογενειών δημιουργεί την πεποίθηση ότι ισχύει η περίφημη λαϊκή ρήση σύμφωνα με την οποία «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».

Είναι μια πεποίθηση, η οποία βρίσκει ισχυρισμό έρεισμα στην επί τόσες δεκαετίες πεισματική άρνηση όλων των κοινοβουλευτικών συνθέσεων και όλων των κυβερνήσεων να αναθέσουν τον έλεγχο των δηλώσεων «πόθεν έσχες» σε ανεξάρτητη αρχή, η οποία να μην σχετίζεται με την πολιτική εξουσία. 

Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου δεν απαρτίζεται πλέον από πλειοψηφία βουλευτών, στην ουσία δεν έχει αλλάξει τίποτε απολύτως, όπως αποδεικνύεται από μια πλειάδα υποθέσεων οι οποίες, ενώ βοούσαν τα στοιχεία, έκλεισαν στο άψε σβήσε και στη λογική του «ούτε γάτα ούτε ζημιά».

Μοναδική εξαίρεση υπήρξε η υπόθεση του Άκη Τσοχατζόπουλου, κάτι που μάλλον οφειλόταν στην πολιτική συγκυρία της εποχής που ξέσπασε. Σε όλες τις υπόλοιπες, οι καταγγελίες για αδικαιολόγητη απόκτηση περιουσιακών στοιχείων δεν βρήκαν τον δρόμο προς τη δικαιοσύνη και οι κυρώσεις που οι νόμοι προβλέπουν έχουν αποδειχθεί κενό γράμμα. 

Μην αμφιβάλετε ότι το ίδιο θα είχε συμβεί και με την προκλητική περίπτωση του κ. Πάτση αν δεν βρισκόμαστε στην τελική ευθεία προς τις εκλογές. Ο ίδιος άλλωστε είχε καταγγελθεί για τα ίδια ακριβώς ζητήματα και προ διετίας και κανείς από τους υπεύθυνους για τον έλεγχο -που δεν ανήκουν μόνον στο κυβερνών κόμμα- δεν είχε συγκινηθεί.

Επειδή, πάντως, όπως πληροφορείται η στήλη, ετοιμάζεται η αλλαγή του νομικού πλαισίου για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών προσώπων, καθώς πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυβέρνηση δεν έχει παρά να αναθέσει τον έλεγχο των «πόθεν έσχες» των κοινοβουλευτικών και αυτοδιοικητικών στελεχών στην Αρχή για την Καταπολέμηση των Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, όπως συμβαίνει ήδη με τις αντίστοιχες δηλώσεις δημοσίων υπαλλήλων και δημοσιογράφων.

Ο σημερινός επικεφαλής της Αρχής, πρώην αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπος Βουρλιώτης διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία και όλα τα υπόλοιπα εχέγγυα που απαιτούνται για να πειστεί η κοινή γνώμη ότι υπάρχει βούληση να γίνουν πράξη οι επαγγελίες για κάθαρση και μηδενική ανοχή στη διαφθορά. 

Μόνον έτσι τα «κοράκια» θα πάψουν να είναι στο απυρόβλητο επειδή οι άλλοι «κόρακες» θα διστάζουν να τους… βγάλουν το μάτι!

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Μικροί ηγέτες κατακρημνίζουν ακόμη και μεγάλες χώρες

Αν και τον καγχασμό δύσκολα μπορούμε να τον αποφύγουμε, δεν ξέρω ειλικρινά αν πρέπει να γελάσουμε ή να κλάψουμε με τα παθήματα της παλαιότερης και εμβληματικότερης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας του πλανήτη, δηλαδή της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει μπει σε μια άνευ προηγουμένου πολιτική περιδίνηση που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει που θα την οδηγήσει.

Είτε κλάψουμε, είτε γελάσουμε, πάντως, θεωρώ πως δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η απαρχή των δεινών της «Γηραιάς Αλβιώνος» συμπίπτει με την απόφαση που έλαβε για έξοδο από την μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια. Μια απόφαση, η οποία, αν και επισφραγίστηκε από τη λαϊκή ετυμηγορία, αφού η πλειονότητα των Βρετανών ψήφισε, έστω οριακά, υπέρ του Brexit, δεν παύει να είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτατης επιχείρησης για τη λαϊκίστικη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.

Στα έξι χρόνια που μεσολάβησαν από το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, με το οποίο περίπου το 52% των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου ψήφισε για να αποχωρήσει η χώρα τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο… παράδεισος που είχαν τάξει στους Βρετανούς οι υποστηρικτές του Brexit, απεδείχθη μια χίμαιρα χωρίς προηγούμενο. 

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και οι τέσσερις συντηρητικοί πρωθυπουργοί που διαχειρίστηκαν έκτοτε τις τύχες του λαού τους απεδείχθηκαν ο ένας χειρότερος από τον άλλο, χωρίς ουδείς εξ αυτών να καταφέρει να ολοκληρώσει τη συμφωνία εξόδου.

Ο απίθανος Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος άνοιξε την πόρτα του φρενοκομείου με το δημοψήφισμα, έδωσε αμέσως μετά την σκυτάλη στην περιορισμένων ικανοτήτων Τερίζα Μέι, την οποία -μέσω της απόρριψης από τη Βουλή των Κοινοτήτων των συμφωνιών για αποχώρηση από την ΕΕ- ανέτρεψε ο ανεκδιήγητος Μπόρις Τζόνσον. Για να υποχρεωθεί κι εκείνος σε παραίτηση και αντικατάσταση από αλλοπρόσαλλη Λιζ Τρας, η οποία -τι ειρωνεία!- έμεινε μόλις λίγες εβδομάδες στην Ντάουνινγκ Στριτ, παρόλο που οδηγήθηκε εκεί με την ψήφο των οπαδών της παράταξης της.

Η τύχη της τελευταίας, η οποία υποχρεώθηκε σε παραίτηση έπειτα από μια σειρά από άστοχες πρωτοβουλίες, ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη. Το γεγονός ότι νίκησε στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές των Τόρις δεν ήταν ικανή συνθήκη για να την καταστήσει αξιόπιστη ηγετική προσωπικότητα. Καιροσκόπος, οπορτουνίστρια και λαϊκίστρια, η Τρας, η οποία στα νιάτα της τασσόταν ακόμη και κατά της βρετανικής μοναρχίας, το 2016 ήταν ενάντια στο Brexit, χωρίς αυτό να την εμποδίσει να στηρίξει εν συνεχεία με φανατισμό την αποχώρηση της χώρας της από την Ε.Ε.

Υπερακοντίζοντας μάλιστα τις απόψεις των Brexiters, ήταν η υπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου που προώθησε νόμο με τον οποίο το Λονδίνο μπορούσε να μην τηρεί το πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία, παραβλέποντας τον κίνδυνο που για έναν εμπορικό πόλεμο ανάμεσα στη Βρετανία και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους που μπορούσε να ξεσπάσει. Βλέπετε, οι νεοφώτιστοι είναι πάντα φανατικότεροι από εκείνους που συναντούν στη νέα θρησκεία που ασπάζονται…

Με τον ίδιο, άλλωστε, υπερφίαλο φανατισμό η Λιζ Τρας θεώρησε ότι επειδή βρέθηκε στη Ντάουνιγκ Στριτ θα μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να μεταμορφωθεί σε νέα Μάργκαρετ Θάτσερ. Τα οικονομικά μέτρα μείωσης της φορολογίας τα οποία απερίσκεπτα έσπευσε να ανακοινώσει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κλείσει τη δημοσκοπική ψαλίδα που τη χώριζε από το Κόμμα των Εργατικών, οδήγησαν στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Οι αδυσώπητες αγορές, οι οποίες δεν καταλαβαίνουν από… νταούλια, ούτε… κολώνουν μπροστά σε αυτοαποκαλούμενες «Θάτσερ», αποδόμησαν εν ριπή οφθαλμού την εκτός εποχής οικονομική πολιτική της Τρας. Ενώ η κωλοτούμπα της αναίρεσης της πολιτικής της που έσπευσε να κάνει η οπορτουνίστρια πρωθυπουργός δεν στάθηκε αρκετή για να διασώσει την καρέκλα της. Το προβάδισμα των Εργατικών, οι οποίοι έπειτα από πολλά χρόνια διαθέτουν αξιόπιστη ηγεσία, διευρύνθηκε σε θηριώδη επίπεδα και η ανάγκη για νέα αλλαγή στον βρετανικό πρωθυπουργικό θώκο κατέστη αναπόφευκτη.

Με όλα όσα βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να διαδραματίζονται στη Βρετανία, ίσως δεν εκπλαγούμε ακόμη και με την… παλινόρθωση στην πρωθυπουργία του Μπόρις Τζόνσον που άρχισε -ναι, ναι, στα σοβαρά!- να συζητείται μετά την παραίτηση της Τρας. 

Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης προεξοφλούν ότι όλοι οι επίδοξοι αρχηγοί των Τόρις είναι κατώτεροι των περιστάσεων και το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να προσφύγουν στο εκλογικό σώμα για να αποφασίσει εκείνο τον επόμενο πρωθυπουργό.

Όποια λύση, πάντως, και αν δοθεί σε αυτό το μεγάλο αδιέξοδο ενώπιον του οποίου έχει βρεθεί η βρετανική πολιτική ζωή, το μόνο βέβαιο είναι ότι όσα προηγήθηκαν της πρωθυπουργίας της Λιζ Τρας και όσα θα ακολουθήσουν θα αποτελούν case study στην πολιτική επιστήμη για το πως μικροί ηγέτες είναι ικανοί να κατακρημνίζουν ακόμη και μεγάλες χώρες…

Υ.Γ.: Έχουμε ζήσει κι εμείς ανάλογες καταστάσεις αλλά σίγουρα σε μικρότερη κλίμακα, αφού αποφύγαμε έστω και την ύστατη ώρα το Grexit, ενώ έχουμε και το… άλλοθι ότι -στο τέλος, τέλος- δεν είμαστε και πρώην κοσμοκράτειρα αυτοκρατορία…

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Με πόσα δισ. ευρώ κερδίζονται οι εκλογές;


Μέσα στην πολυπλοκότητά τους, οι πολιτικές εξελίξεις είναι συχνά πολύ απλές και προδιαγράφονται χάρις στην ικανότητα των πρωταγωνιστών κάθε περιόδου να «διαβάζουν» την διαμορφούμενη πραγματικότητα και να διερμηνεύουν την εκάστοτε κυρίαρχη βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Δύο πρόσφατα παραδείγματα από τον δημόσιο λόγο των πρωταγωνιστών της εγχώριας πολιτικής σκηνής το μαρτυρούν. Την προηγούμενη Παρασκευή, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε τηλεοπτικό πρωινάδικο δήλωσε τα εξής: «Αν εγώ είχα να μοιράσω 50 δισ. θα έβγαινα πρωθυπουργός μέχρι να βαρεθώ να βγαίνω. Ο κ. Μητσοτάκης τα μοίρασε χωρίς κριτήρια. Πήγαν σε ημέτερους. Ωφελήθηκαν οι ισχυροί και η μεγάλη πλειοψηφία δεν ενισχύθηκε».

Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, είπε στους βουλευτές του: «Θέλω να είμαστε πολύ μετρημένοι στον τρόπο με τον οποίον επικοινωνούμε σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συγκυρίες. Έχουμε να επιδείξουμε πάρα πολλά ως κυβερνητικό έργο», αλλά «υπάρχει και η άλλη όψη της πραγματικότητας» που «λέει ότι η κοινωνία περνάει δύσκολα, έχει μεγάλη αβεβαιότητα για τον χειμώνα που έρχεται». 

Και γι΄ αυτό, συμπλήρωσε, «θα πρέπει να επιδεικνύουμε την απαραίτητη σεμνότητα στην επικοινωνία μας ώστε να μην αισθάνονται οι πολίτες ότι υπερφίαλα στεκόμαστε πάνω στις πολλές και σημαντικές επιτυχίες».

Που τέμνονται οι δύο αυτές -από πρώτη ματιά ασύμβατες μεταξύ τους- παρεμβάσεις; Τέμνονται στην ένθεν κακείθεν παραδοχή ότι η κυβερνητική παράταξη διαθέτει αδιαμφισβήτητο εκλογικό προβάδισμα, κάτι άλλωστε που καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. 

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν πιστεύει στις δημοσκοπήσεις, με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει άλλη χώρα που κάνει τόσες δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια του έτους». Επιχείρημα το οποίο κανονικά θα έπρεπε να τον οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα από τη στιγμή που όλες αποτυπώνουν την ίδια ακριβώς τάση. 

Όταν, όμως, θεωρεί ο ίδιος ότι οι εκλογές κερδίζονται με 50 δισ. ευρώ, τότε δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζει, με προφανή ηττοπάθεια, ότι την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση την κέρδισε ήδη ο αντίπαλος του, τον οποίο κατηγορεί ότι μοίρασε το ποσό αυτό.

Δεν ξέρω αν οι απόψεις που εκφράζει ο τέως πρωθυπουργός είναι προϊόν δικής του σύλληψης ή αποτελούν ιδέες των επικοινωνιολόγων που τον συμβουλεύουν, αλλά αυτό δεν αλλάζει ουσιωδώς την κατάσταση. Ο ίδιος, άλλωστε, κέρδισε σχετικά άνετα τις εκλογές του 2015, υποσχόμενος να διανείμει δισ. που δεν είχε στη διάθεσή του, αλλά έχασε πανηγυρικά στις κάλπες του 2019 παρόλο που είχε μοιράσει σωρεία επιδομάτων χωρίς να καταφέρει να αναστρέψει την κατάσταση. 

Στον αντίποδα, ο νυν πρωθυπουργός, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε επειδή έτσι τον συμβουλεύουν οι δικοί του επικοινωνιολόγοι, εμφανίζεται τόσο σίγουρος για τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του που αρκείται σε παροτρύνσεις προς τα στελέχη της παράταξης του να επιδεικνύουν κοινωνική ενσυναίσθηση και να μην προκαλούν τους πολίτες με τους πανηγυρισμούς τους, που όποιος ακούει κάποιους συνεργάτες του, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, εύκολα διαπιστώνει ότι δεν αποφεύγουν τον «πειρασμό». 

Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία που έχει η δυνατότητα μιας κυβέρνησης να διαθέτει χρήματα για τη στήριξη των πολιτών της, το κριτήριο αυτό δεν είναι το μοναδικό με βάση το οποίο οι πολίτες επιλέγουν εκείνους που θέλουν να τους κυβερνήσουν. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που βλέπουμε γύρω μας να το αποδεικνύουν.

Στη γειτονική Ιταλία, η συμμαχία Δεξιάς και Ακροδεξιάς, η οποία οδήγησε στην πτώση την επιτυχημένη -με ευρωπαϊκούς όρους- κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, αντί να τιμωρηθεί από τους Ιταλούς ψηφοφόρους για την κρίση που προκάλεσε, επιβραβεύτηκε στις κάλπες που στήθηκαν πρόωρα και η Τζόρτζια Μελόνι, που ήταν η μόνη που μέχρι πρότινος έκανε αντιπολίτευση, ετοιμάζεται να ορκιστεί πρωθυπουργός.

Στο Βερολίνο, η τρικομματική κυβέρνηση… τίναξε την μπάνκα στον αέρα αποφασίζοντας να διαθέσει 200 δισ. ευρώ για την αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης στη Γερμανία, αλλά η δημοτικότητα του επικεφαλής της, σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς, παραμένει χαμηλή και το κόμμα του είναι πολύ πιθανό ότι θα υποστεί δεινή ήττα στις τοπικές εκλογές που θα γίνουν το προσεχές διάστημα.

Δεν μπορώ να ξέρω αν ο κ. Τσίπρας, ο οποίος ταξίδεψε αυτές τις μέρες στην Πράγα για να λάβει μέρος στη Σύνοδο των -άλλοτε… «επάρατων»- Ευρωσοσιαλιστών, είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις με τον κ. Σολτς. Αν το έκανε, τότε μπορεί να αντελήφθη ότι η πολιτική αξιοπιστία είναι υπέρτατη αξία σε σχέση με τους προϋπολογισμούς.

Όταν, όμως, ο ίδιος κάνει ρεαλιστική στροφή στο Μεταναστευτικό, αναγνωρίζοντας αφενός ότι η θάλασσα έχει σύνορα και αφετέρου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ξέφραγο αμπέλι, αλλά ο περίγυρός του -με πρώτη και καλύτερη την «Αυγή»- «παρεξηγείται» επειδή η κυβέρνηση κατηγορεί την Τουρκία για εργαλειοποίηση των μεταναστών, το κέρδος του ρεαλισμού σπαταλιέται ασκόπως και δεν εκταμιεύεται. 

Το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τα δισ., τα οποία ποτέ δεν είναι αρκετά για να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη πορεία.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

Ο αυταρχισμός αντιμέτωπος με τη λαϊκή βούληση


Η Δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα, με εξαίρεση όλα τα άλλα», είχε πει με το γνωστό βρετανικό φλέγμα του ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Και όσο και αν το συγκεκριμένο απόφθεγμα έχει γίνει κλισέ κάθε φορά που θέλει κάποιος να δείξει πόσο χειρότερα είναι τα πράγματα όταν καταλύονται οι δημοκρατικοί θεσμοί και επικρατεί ο αυταρχισμός, δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη ρήση που να αποδίδει πιο παραστατικά όσα συμβαίνουν στις μέρες μας σε μια σειρά από χώρες που διοικούνται από -περισσότερο ή λιγότερο- συγκεκαλυμμένα δικτατορικά καθεστώτα.

Από τη Ρωσία του Πούτιν έως την Τουρκία του Ερντογάν και το Ιράν των μουλάδων, πολυπληθείς κοινωνίες βιώνουν την απόλυτη καταπάτηση των δικαιωμάτων που όλοι εμείς στον δυτικό κόσμο θεωρούμε δεδομένα και κατοχυρωμένα. Το γεγονός ότι και στις τρεις αυτές χώρες οι αυταρχικές ηγεσίες τους προκύπτουν από εκλογικές διαδικασίες δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Διότι, σε αντίθεση με τις δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζονται οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού κάνει τις κάλπες που στήνονται να μην είναι στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από μια επίφαση δημοκρατικότητας.

Δεν είναι τυχαίο ότι και στα τρία προαναφερθέντα καθεστώτα οι διώξεις και φυλακίσεις των πολιτικών αντιπάλων των ηγεσιών τους αποτελούν συχνό φαινόμενο που νοθεύει κάθε απόπειρα για πραγματική εναλλαγή στους θώκους της εξουσίας. Ούτε ότι η βίαιη καταστολή δεν επιτρέπει να εκφραστεί ελεύθερα η λαϊκή βούληση για μείζονες επιλογές που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων σε αυτές τις χώρες.

Το Ιράν συγκλονίζεται τις τελευταίες ημέρες από τις πρωτοφανείς μαχητικές διαδηλώσεις γυναικών και ανδρών που βγήκαν στους δρόμους μετά τον θάνατο της 22χρονης Μαχσά Αμινί η οποία είχε συλληφθεί και φυλακιστεί από την Αστυνομία Ηθών (!) επειδή δεν φορούσε σωστά τη μαντίλα που έχει επιβάλει στις γυναίκες το θεοκρατικό καθεστώς που εγκατέστησε στη χώρα το 1979 ο αγιατολάχ Χομεϊνί. Η ηγεσία της Τεχεράνης δεν φαίνεται να πήρε το μήνυμα του ξεσηκωμού που προκάλεσε ο αυταρχισμός της.

Οι διαδηλωτές έρχονται αντιμέτωποι με δολοφονική βία, την ίδια ώρα που ο ευρισκόμενος στα Ηνωμένα Έθνη πρόεδρος της χώρας Iμπραχίμ Ραΐσι αποχώρησε από προγραμματισμένη συνέντευξη με τη δημοσιογράφο του CNN Κριστιάν Αμανπούρ επειδή δεν δέχθηκε να φορέσει μαντίλα στη διάρκεια της συνομιλίας τους.

Στη Ρωσία την ίδια ώρα το καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν, αντί να πάρει το μάθημα από την οικτρή για τη χώρα του εξέλιξη που φαίνεται να έχουν τα κατακτητικά σχέδια με τα οποία εισέβαλε τον περασμένο Φεβρουάριο στην Ουκρανία, επιδίδεται σε λεονταρισμούς περί χρήσης πυρηνικών όπλων και ταυτόχρονα καταφεύγει σε απελπιστικές κινήσεις επιστράτευσης Ρώσων εφέδρων, οι οποίοι -αν είναι δυνατόν να πιστέψει κάποιος- ότι μπορεί να αλλάξουν τον ρου ενός πολέμου που χάθηκε από τους επαγγελματίες.

Οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν κι εκεί, αλλά κυρίως τα κύματα φυγής προς το εξωτερικό των υποψηφίων για στράτευση, δείχνουν πόσο η ηγεσία του Κρεμλίνου αντιστρατεύεται τη θέληση των πολιτών της χώρας. Είναι προφανές ότι η πουτινική προπαγάνδα -η οποία τόσα ευήκοα ώτα συνάντησε και συναντά ακόμη στη δική μας χώρα- στην ίδια τη Ρωσία δεν βρίσκει λαϊκό έρεισμα. Οι Ρώσοι δεν θέλουν αυτόν τον άδικο πόλεμο και γι΄ αυτό ο «στρατιωτικός περίπατος» προς το Κίεβο τον οποίο είχαν σχεδιάσει στη Μόσχα μετατρέπεται πλέον σε έναν ατελείωτο Γολγοθά που είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος την κατάληξη την οποία θα έχει.

Στη γειτονική μας Τουρκία μπορεί να μην ξεσπούν στην παρούσα φάση ταραχώδεις διαδηλώσεις, ίσως και επειδή οι φυλακές είναι γεμάτες από αντιφρονούντες στο καθεστώς Ερντογάν, όμως η πρόσφατη δημοσκόπηση που αποτύπωσε τα αισθήματα των Τούρκων πολιτών έναντι της Ελλάδας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτέλεσε μια ψυχρολουσία για τον σύγχρονο «Σουλτάνο» της Άγκυρας και την τακτική των συνεχών προκλήσεων εναντίον της χώρας μας.

Παρά την καθημερινή προπαγάνδα που υφίστανται οι Τούρκοι από την ερντογανική εξουσία, η οποία εμφανίζει την Ελλάδα ως χώρα που απειλεί την… τουρκική ακεραιότητα, η πλειονότητα της κοινής γνώμης στη γείτονα δεν ενστερνίζεται τις πολεμοκάπηλες κραυγές της κυβέρνησης της Άγκυρας, στις οποίες μάλιστα συχνά πλειοδοτεί και μερίδα της τουρκικής αντιπολίτευσης.

Το 64% των Τούρκων απάντησε σε σχετικό ερώτημα ότι θεωρεί φίλο τον ελληνικό λαό έναντι μόλις του 31,3% που πιστεύει ότι είναι εχθρός. Ακόμη πιο ηχηρό ήταν ίσως το εύρημα της ίδιας μέτρησης, σύμφωνα με το οποίο το 51,5% της κοινής γνώμης πιστεύει ότι η ένταση του τελευταίου διαστήματος με την Ελλάδα αποτελεί προεκλογικό τέχνασμα του Τούρκου Προέδρου. 

Αν κρίνουμε, όμως, από την σφοδρότητα με την οποία ο Ερντογάν μίλησε κατά της Ελλάδας από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, το αυτί του μάλλον δεν ιδρώνει. Ενδεχομένως και επειδή δεν έχει τίποτε άλλο για να «πουλήσει» προεκλογικά στον λαό του πέραν της εθνικιστικής ρητορικής που συσπειρώνει τους φανατικούς ακόμη και όταν αυτοί είναι μειοψηφία.

Εν κατακλείδι, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που μπορεί να έχει -και έχει- ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν στη δική μας χώρα οι δημοκρατικοί θεσμοί, δεν έχουμε παρά να αισθανόμαστε… τυχεροί και να είμαστε ευγνώμονες που ζούμε σε μια ανοιχτή δημοκρατική Πολιτεία στην οποία μπορούμε να διατυπώνουμε ελεύθερα τις απόψεις μας και να μαχόμαστε γι΄ αυτές είτε είναι πλειοψηφικές είτε είναι μειοψηφικές. 

Ας διαφυλάξουμε, λοιπόν, τη Δημοκρατία μας, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί καλύτερο πολίτευμα που να μπορεί να την αντικαταστήσει…

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

Υπάρχει δίλημμα: ακρίβεια ή παρακολουθήσεις;

Δεν ξέρω αν δικαιούται ο υπουργός Ανάπτυξης να δηλώνει ότι «ο κόσμος θα πεινάσει τον χειμώνα και εμείς ασχολούμαστε με το κινητό του Ανδρουλάκη», αλλά το ρηθέν υπό του κ. Αδωνι Γεωργιάδη μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει ως… αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, για πολλούς και διάφορους λόγους, η κυβέρνηση καταφέρνει μέχρι στιγμής να ελέγχει επικοινωνιακά τη ζημιά που θα μπορούσε να της προκαλέσει η -εν πολλοίς ανεξήγητη- απόφαση των μυστικών υπηρεσιών της χώρας να παγιδεύσουν το τηλέφωνο ενός ευρωβουλευτή και να καταγράφουν τις συνομιλίες που είχε ο υποψήφιος αρχηγός του τρίτου κόμματος.

Το αποτυπώνουν όλες οι δημοσκοπήσεις οι οποίες δείχνουν ότι στην παρούσα φάση η πλειονότητα της κοινής γνώμης δεν αξιολογεί το συγκεκριμένο ζήτημα ως σπουδαίο λόγο για να αλλάξει εκλογική συμπεριφορά ή για να ενστερνιστεί τις απόψεις όσων θεωρούν ότι οι πολιτικές ευθύνες δεν εξαντλήθηκαν με τις παραιτήσεις του διοικητή της ΕΥΠ και του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού.

Οι πολίτες είναι -και σωστά- προσηλωμένοι στο άγχος και στην ανασφάλεια που τους προκαλεί η κατάσταση στην αγορά με τις συνεχείς ανατιμήσεις αγαθών και υπηρεσιών και την από πολλές πλευρές εκπορευόμενη κινδυνολογία ότι τον χειμώνα που έρχεται θα κρυώσουν και θα πεινάσουν. Πριν από αυτό, άλλωστε, τα μέσα ενημέρωσης κατακλύζονται από πληροφορίες για επίπεδα αυξήσεων στις τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών που δεν δικαιολογούνται απολύτως από την μεγάλη άνοδο στο κόστος της ενέργειας.

Βεβαίως όποιος πηγαίνει ο ίδιος για ψώνια στο σούπερ μάρκετ δεν χρειάζεται να του πουν τα μέσα ενημέρωσης τι συμβαίνει στην αγορά. Το αισθάνεται στο πορτοφόλι του το οποίο πρέπει να ανοίξει περισσότερο από ποτέ για να προμηθευτεί τρόφιμα και άλλα είδη για την καθημερινή διαβίωση που μέχρι πρότινος αγόραζε πολύ φθηνότερα.

Η αύξηση στις τιμές των περισσότερων βασικών αγαθών είναι κατά πολύ μεγαλύτερες από τον επίσημα καταγεγραμμένο πληθωρισμό, ο οποίος αποτυπώνει το σύνολο των τιμών και συμπεριλαμβάνει αγαθά και υπηρεσίες με χαμηλότερη ζήτηση που ως εκ τούτου δεν παρουσιάζουν τόσο έντονες ανατιμητικές τάσεις.

Την ίδια ώρα πολλοί παραγωγοί σκαρφίζονται κάθε είδους τρικ για να παραπλανήσουν τους καταναλωτές ώστε να μην αντιληφθούν τις υπέρογκες αυξήσεις στις οποίες προχωρούν κρυφίως. Το πιο “δημοφιλές” από αυτά είναι η μείωση της ποσοτήτων που περιέχουν οι συσκευασίες διαφόρων προϊόντων.

Για παράδειγμα, η συσκευασία του ενός κιλού γίνεται αίφνης 900 ή 800 γραμμάρια και… ψάξε γύρευε ποιος καταναλωτής θα διαβάσει τα ψιλά γράμματα με το κόστος ανά κιλό για να αντιληφθεί την έμμεση αύξηση που επιβλήθηκε και είναι της τάξης του 10 ή 20% αν η απόλυτη τιμή μείνει όπως ήταν πριν και δεν ανέβει κιόλας.

Τις προηγούμενες ημέρες η εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσίευσε ρεπορτάζ στο οποίο ανέφερε συγκεκριμένα προϊόντα των οποίων η τιμή αυξήθηκε κατ΄ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο. Και όμως, το δημοσίευμα αντιμετωπίστηκε ως το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Το… αυτί κανενός αρμοδίου δεν έδειξε να ιδρώνει. Γι΄ αυτό και δεν είχαμε την παραμικρή… οργισμένη παρέμβαση στα τηλεοπτικά πρωινάδικα, στις οποίες κάποιοι έχουν μόνιμο στασίδι και επιδίδονται σε σχόλια επί παντός.

Ορισμένοι μάλιστα από εκείνους που μέχρι πρότινος έλεγαν ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε με το κινητό του Ανδρουλάκη, επειδή προέχει ο κίνδυνος για την πείνα που μπορεί να φέρει ο χειμώνας, άρχισαν να γίνονται λαλίστατοι για την παρακολούθηση του Στέργιου Πιτσιόρλα από τις μυστικές υπηρεσίες της εποχής του ΣΥΡΙΖΑ.

Όσο και αν το συγκεκριμένο «αφήγημα» μοιάζει να είναι πλέον περισσότερο βολικό, καθώς απομακρυνόμαστε -πέρασαν ήδη έξι εβδομάδες- από την αποκάλυψη της σκανδαλώδους «επισύνδεσης» του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να έχουν προστεθεί νέα επεισόδια στην όλη υπόθεση, ο προσανατολισμός της κοινής γνώμης δύσκολα θα αλλάξει.

Η ακρίβεια στην αγορά και οι συνεχείς ανατιμήσεις των προϊόντων θα παραμείνουν το πλέον καθοριστικό ζήτημα για τους πολίτες που όντως αγωνιούν πως θα βγάλουν τον χειμώνα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ψήφος την οποία θα δώσουν στις επερχόμενες κάλπες θα είναι μονοδιάστατη και θα επηρεαστεί από την τροπή που θα πάρει μόνον ένα θέμα: ακρίβεια ή παρακολουθήσεις;

Στις ανοιχτές δημοκρατικές κοινωνίες, η εκλογική συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν πάντοτε και παραμένει μια περίπλοκη εξίσωση, η οποία περιλαμβάνει γνωστούς και άγνωστους παράγοντες από το χθες, το σήμερα και το αύριο των κοινωνιών στις οποίες ζουν. 

Γιατί να αλλάξει τώρα ο κανόνας;

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

«Όλα στο φως» ή «απόρρητο παντού»;


Ήμουν νεαρός κοινοβουλευτικός συντάκτης όταν, εν έτει 1986, συγκροτήθηκε η πρώτη Εξεταστική Επιτροπή στη σύγχρονη εποχή της Βουλής των Ελλήνων που είχε ως αντικείμενο τη διερεύνηση του περιβόητου «Φακέλου της Κύπρου».

Οι βουλευτές που απάρτιζαν το Προεδρείο εκείνης της Επιτροπής είχαν πάρει πολύ σοβαρά τον ρόλο τους και, με επικεφαλής τον εξ Αιτωλοακαρνανίας ορμώμενο αείμνηστο Χρήστο Μπασαγιάννη, πάσχιζαν να διατηρήσουν το απόρρητο των καταθέσεων τις οποίες λάμβαναν από τους πρωταγωνιστές της κυπριακής τραγωδίας.

Στον αντίποδα της δικής τους βούλησης να μην διαρρεύσει το παραμικρό από τα λεγόμενα των μαρτύρων που εξέταζαν, οι δημοσιογράφοι δίναμε τη δική μας μάχη για να μάθουμε όσα περισσότερα από τα διαμειφθέντα στις κεκλεισμένων των θυρών συνεδριάσεις.

Πότε ξεμοναχιάζοντας τους ίδιους τους μάρτυρες, άλλοτε απομονώνοντας κάποιους από τους πιο… ομιλητικούς βουλευτές και κάποιες φορές πιάνοντας χαλαρή κουβέντα με τους… πρακτικογράφους, όλο και κάτι μαθαίναμε.

Ήταν, εξάλλου, αδιανόητο να προσέρχονται για κατάθεση στο Κοινοβούλιο σημαίνοντα για την εποχή πρόσωπα και την άλλη μέρα οι εφημερίδες, που ήταν τα μόνα μέσα που ενημέρωναν τότε τους πολίτες, να κυκλοφορούσαν χωρίς να έχουν, αν όχι τους ακριβείς διαλόγους, τουλάχιστον ένα περίγραμμα των όσων κατέθεταν οι μάρτυρες.

Οι «τριβές» ανάμεσα στο προεδρείο της Εξεταστικής και στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες ήταν διαρκείς, αλλά το αποτέλεσμα δεν άλλαξε.

Εκείνοι τηρούσαν -όσο μπορούσαν- το απόρρητο και εμείς με τη σειρά μας ακολουθούσαμε το κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα (άρθρο 14) δικαίωμά μας να ενημερώνουμε τους αναγνώστες μας. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι στη στάθμιση των δύο δικαιωμάτων η πλάστιγγα έγερνε καταφανώς υπέρ της ενημέρωσης των πολιτών. Η οποία επικράτησε. Και μάλλον καλώς.

Διότι από όσα έστω και αποσπασματικά ήρθαν στο φως κατέπεσαν κάποιοι μύθοι που συνόδευαν -και μάλλον συνεχίζουν να συνοδεύουν ακόμη και σήμερα- την υπόθεση του αποκαλούμενου «Φακέλου της Κύπρου».

Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο σίγουρο είναι δεν ευθύνεται η δημοσιότητα που εκείνη η πρώτη Εξεταστική Επιτροπή δεν κατέληξε σε ένα αξιόπιστο και κοινής αποδοχής πόρισμα.

Όπως και στην πλειονότητα των δεκάδων άλλων Εξεταστικών που συγκροτήθηκαν τα επόμενα χρόνια, οι κομματικές σκοπιμότητες δεν επέτρεψαν να συμφωνήσουν σε κάποιες έστω αυτονόητες αρχές.

Έτσι, επικράτησε ο… κανόνας να εκδίδει κάθε κόμμα τη δική του εκδοχή πορίσματος και να είναι όλοι… ευχαριστημένοι, επειδή πέρασαν επιτυχώς τις εξετάσεις στο «μάθημα» της κομματικής προσήλωσης.

Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η μακρά πλέον «παράδοση» συνεχίζεται και στις μέρες μας με τρανό παράδειγμα τα όσα γίνονται ή επιχειρούνται να γίνουν στην Εξεταστική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε για να διερευνήσει το σκάνδαλο με την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος προφανώς δεν μπορεί να είναι ο μόνος που μπήκε -για εντελώς αδιευκρίνιστους, μέχρι τώρα, λόγους- στο στόχαστρο των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών.

Είναι προφανές ακόμη και στους πιο καλοπροαίρετους ότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ως τώρα την υπόθεση η κυβερνητική πλειοφηφία δεν δείχνει διάθεση για να ικανοποιηθούν οι αρχικές υποσχέσεις ότι θα έρθουν -κατά το γνωστό στερεότυπο «όλα στο φως».

Συμπληρώνονται σήμερα πέντε εβδομάδες από τη μέρα που έγινε γνωστή η παρακολούθηση ενός πολιτικού αρχηγού και υπεβλήθηκαν παραιτήσεις των ιθυνόντων, αλλά τα ερωτήματα που εξαρχής δημιουργήθηκαν παραμένουν αναπάντητα.

Ούτε στη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών, αλλά ούτε και στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, γίναμε σοφότεροι. Και όπως όλα δείχνουν το ίδιο μέλλει γενέσθαι και στην Εξεταστική.

Η -μάλλον προσχηματική- επίκληση του απορρήτου, η οποία κανείς δεν αμφιβάλει ότι ισχύει όταν πρόκειται για ενέργειες της ΕΥΠ που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια, οδηγεί σε ανεξήγητη συσκότιση. Η οποία με σειρά τους κάνει καχύποπτους ακόμη και όσους θα ήθελαν να πιστέψουν την επίσημη εκδοχή ότι δεν ήταν ενήμερο το Μέγαρο Μαξίμου.

Για παράδειγμα, το μονοκομματικό προεδρείο που εξέλεξαν τα προερχόμενα από τη ΝΔ μέλη της Επιτροπής, όπως και ο «βολικός» κατάλογος μαρτύρων που μεθοδεύουν, δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι πρωτοβουλίες που συνάδουν με τη γνωστή λαϊκή παροιμία σύμφωνα με την οποία «καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται».

Αν υπάρχουν, άλλωστε, και άλλοι που έπεσαν θύματα παρακολούθησης, όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης, ας μην υπάρχει αμφιβολία ότι, αργά ή γρήγορα, θα γίνει γνωστό κατά τον ίδιο τρόπο που μαθεύτηκε και η «επισύνδεση» του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Από το ίδιο ή άλλο… «βαθύ λαρύγγι».

Όσο για την «επένδυση» που γίνεται στο ότι, με βάση τις δημοσκοπήσεις, οι πολίτες αξιολογούν ψηλά τα θέματα της ακρίβειας και χαμηλά την υπόθεση των παρακολουθήσεων, ας μην αυταπατώνται όσοι το κάνουν.

Ας έχουν υπόψη τους ότι σε ζητήματα εργαλειοποίησης των θεσμών, πολύ περισσότερο όταν μέσω αυτών εγείρονται και θέματα πολιτικής αξιοπιστίας, η λαϊκή ετυμηγορία μπορεί να καθυστερεί να επιβληθεί αλλά όταν έρχεται η ώρα της, ο πέλεκυς είναι συνήθως βαρύτερος.

Καιρός για αλλαγή ρότας υπάρχει ακόμη, για αντίστοιχη βούληση δεν είμαι σίγουρος. Η πεπατημένη, βλέπετε, είναι πιο εύκολη, παρόλο που έχει πάντα προδιαγεγραμμένη κατάληξη.

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Οι δημοσκοπήσεις και τα παράδοξα

Η νέα δημοσκόπηση (της Metron Analysis) που είδε το φως της δημοσιότητας (στο Mega) δεν μας έκανε… σοφότερους αφού τα ευρήματά της, τουλάχιστον στην πρόθεση ψήφου, επιβεβαίωσαν σχεδόν με ακρίβεια την εικόνα η οποία είχε αποτυπωθεί στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που έγιναν στο άτυπο ξεκίνημα της νέας πολιτικής σεζόν που ταυτίζεται με το τέλος των θερινών διακοπών της πλειονότητας των πολιτών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία όλων των δημοσιευμένων ερευνών, η κυβέρνηση υπέστη πλήγμα από την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ένα πλήγμα, όμως, το οποίο ως τώρα δεν δείχνει να είναι ούτε συντριπτικό, ούτε μοιραίο. 

Οι βασικοί πολιτικοί συσχετισμοί παρουσιάζουν μικρές διακυμάνσεις και το προβάδισμα τόσο της κυβερνητικής παράταξης όσο και του πρωθυπουργού διατηρείται στα επίπεδα των τελευταίων εκλογών, αν δεν διευρύνεται κιόλας στην πλειονότητα των μετρήσεων.

Στις βουλευτικές κάλπες του Ιουλίου του 2019, για παράδειγμα, η ΝΔ προηγήθηκε του ΣΥΡΙΖΑ κατά 8,32% (39,85% έναντι 31,53%), ενώ στην εκτίμηση ψήφου της Metron Analysis, η διαφορά των δύο κομμάτων υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 9,2 ποσοστιαίων μονάδων (34,1% έναντι 24,9%), κάτι που σημαίνει ότι με αναγωγή των αναποφάσιστων το γαλάζιο προβάδισμα μπορεί να είναι διψήφιο.

Όταν στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε το σκάνδαλο της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και οδηγήθηκαν στην έξοδο από τα αξιώματά τους ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Παναγιώτης Κοντολέων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να προεξοφλήσουν ανατροπή των συσχετισμών.

Σε αυτό το πνεύμα, μάλιστα, ορισμένοι φανατικοί αδημονούσαν τόσο πολύ να δουν τους (ευσεβείς;) πόθους τους να αποτυπώνονται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που επιτίθεντο στους δημοσκόπους γιατί δεν διενεργούσαν έρευνες μεσούντος του Δεκαπενταύγουστου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Το ίδιο είχε συμβεί και το περασμένο Πάσχα όταν, λόγω των διακοπών, δεν είχαν γίνει μετρήσεις και κάποιοι κατέφευγαν σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι μετρήσεις διεκόπησαν επειδή στην κοινή γνώμη καταγραφόταν δυσφορία λόγω των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος.

Η πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι είναι πιο πολύπλοκη από τα απλοϊκά «wishful thinkings» στα οποία καταφεύγουν διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι για να βρουν βολικό αφήγημα για τις επιθυμίες του. 

Οι κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται παίρνουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση υπό την επίδραση πολλών παραγόντων που συχνά είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Οι φόβοι και οι ελπίδες, οι θετικές και οι αρνητικές προσδοκίες που κάθε φορά επικρατούν στις κοινωνίες σπανίως κινούν τις εξελίξεις σε ευθύγραμμη τροχιά.

Γι΄ αυτό και όποιος δεν εθελοτυφλεί, μετατρέποντας τις επιθυμίες του σε πραγματικότητα, εύκολα αναγνωρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές του παραμέτρους τους και κυρίως στη σειρά κατάταξης που θα έχουν τα κόμματα εφόσον οι επόμενες κάλπες στηθούν μέσα σε αντίστοιχο με το υφιστάμενο πολιτικό περιβάλλον.

Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα -ίσως και πρωτοφανές- πολιτικό παράδοξο το οποίο συνιστά το γεγονός ότι για περισσότερα από έξι χρόνια ο συσχετισμός των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων δεν έχει αλλάξει. 

Από τον Ιανουάριο του 2016 που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη στην ηγεσία του κόμματός του, η ΝΔ προπορεύεται με άνεση του ΣΥΡΙΖΑ, η δεύτερη θέση του οποίου δεν απειλήθηκε ούτε από την δημοσκοπική εκτίναξη του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ που παρατηρήθηκε μετά την εκλογή Ανδρουλάκη αλλά στην πορεία δεν φάνηκε να έχει διάρκεια.

Ένα δεύτερο επίσης άξιο λόγου παράδοξο -το οποίο μάλιστα μπορεί να μην είναι άσχετο με το προηγούμενο- αποτελεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, στον χώρο της κυβερνητικής παράταξης δεν έχει εμφανιστεί πρόσωπο το οποίο να μπορεί να χαρακτηριστεί «δελφίνος», δηλαδή υποψήφιος διάδοχος του σημερινού αρχηγού. 

Από την ίδρυση της ΝΔ, το 1974, οι πιθανοί διεκδικητές της ηγεσίας της κεντροδεξιάς παράταξης έκαναν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αισθητή την παρουσία τους.

Αυτό συνέβη επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Γεωργίου Ράλλη, του Ευάγγελου Αβέρωφ, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Μιλτιάδη Έβερτ, του Κώστα Καραμανλή, του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και στη διάρκεια της βραχύβιας αρχηγίας του Ευάγγελου Μεϊμαράκη. 

Έξι χρόνια, ωστόσο, μετά την εκλογή του νυν αρχηγού της ΝΔ, στον ορίζοντα δεν προβάλει καμία αξιόπιστη διάδοχη λύση για την ηγεσία της Κεντροδεξιάς.

Η προφανής εξήγηση είναι πως -ό,τι και λένε οι αντίπαλοι του- ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι το πρόσωπο που δίνει τις περισσότερες ελπίδες στο εκλογικό ακροατήριο -και άρα και στο στελεχιακό δυναμικό- της παράταξης του για παράταση της παραμονής στην εξουσία. 

Όταν χαθεί το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα που διαθέτει ο σημερινός πρωθυπουργός, πολλά μπορεί να αλλάξουν. 

Μέχρι τότε, όμως, δύσκολα θα αμφισβητείται η ηγεσία του και όποιος το κάνει, ακόμη και αν διαθέτει ειδικό βάρος όπως αυτό του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, θα υποχρεώνεται λίγες ώρες μετά σε αναδίπλωση και θα μας βγάζει περίπου… τρελούς όλους όσοι διακρίναμε κριτική για τα πρωθυπουργικά πεπραγμένα στο ζήτημα των παρακολουθήσεων.

Όταν, όμως, πριν ή μετά τις επόμενες εκλογές, διαφανεί αλλαγή των συσχετισμών που θα καταγράφεται στις μετρήσεις ή και στις κάλπες, τότε όλα θα είναι αλλιώς. 

Τα υπερεξαετή παράδοξα που περιγράψαμε πιο πάνω θα πάψουν να ισχύουν και το παιχνίδι θα αρχίσει να παίζεται με νέους όρους και καινούργιους πρωταγωνιστές.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Τα χαμένα ραντεβού με την ψηφιακή εποχή

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, όταν όλα στη χώρα κυλούσαν με τον… αραμπά, πολλά πράγματα τα οποία -με λίγη παραπάνω ταλαιπωρία- μπορούσαν να διεκπεραιωθούν εντός της ίδιας ημέρας, στις μέρες της ψηφιακής διακυβέρνησης που διανύουμε θέλουν αρκετές μέρες και σε κάποιες περιπτώσεις και ολόκληρες εβδομάδες για να γίνουν.

Ειδικά από την περίοδο που ξέσπασε η πανδημία και «εφευρέθηκε» ο θεσμός του προκαθορισμένου ραντεβού για την εξυπηρέτηση των πολιτών από δημόσιους οργανισμούς, όπως οι φορολογικές αρχές, οι υπηρεσίες των Δήμων ή ο ΕΦΚΑ, ο ΔΕΔΗΕ και το Κτηματολόγιο, αλλά και από ιδιωτικούς φορείς, όπως, για παράδειγμα, οι τράπεζες, οι χρόνοι ικανοποίησης για μια σειρά αιτημάτων και αναγκών που προκύπτουν για τον καθένα μας έχουν επιβραδυνθεί δραματικά.

Ας πάρουμε το απλό παράδειγμα του ανοίγματος ενός τραπεζικού λογαριασμού, τον οποίο κάποιος πολίτης δεν μπορεί ή δεν θέλει να ανοίξει διαδικτυακά, επειδή, ακόμη και αν ξέρει, θα δυσκολευτεί να στείλει «σκαναρισμένα» -πόσοι, άλλωστε, διαθέτουν σκάνερ σπίτι τους;- τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. 

Τον παλαιό καιρό θα έπαιρνε τα χαρτιά του ανά χείρας, θα στήνονταν μια, δύο, τρεις ώρες στην ουρά και, αφού ερχόταν η σειρά του, θα εξυπηρετείτο από έναν από πολλούς υπαλλήλους που είχαν οι τράπεζες στα γκισέ και εντός της ίδιας ημέρας θα είχε ανοίξει τον λογαριασμό του. 

Κάτι ανάλογο ίσχυε και με άλλες υπηρεσίες. Στηνόσουν αχάραγα στο ΙΚΑ, στην εφορία ή στην πολεοδομία και μπορεί να ανεβοκατέβαινες ορόφους, έφευγες αργά το μεσημέρι με το χαρτί που ήθελες.

Τώρα αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί, πριν περάσουν τρεις, πέντε ή και δεκαπέντε ημέρες. Για οποιαδήποτε τραπεζική συναλλαγή πλέον -από την πιο απλή έως την πιο σύνθετη- χρειάζεται να έχεις κλείσει πολλές μέρες νωρίτερα ραντεβού. 

Αν κάνεις το λάθος να πας σε οποιοδήποτε υποκατάστημα τραπέζης… «τρως πόρτα», κατά το κοινώς λεγόμενο. Δεν σου επιτρέπεται καν η είσοδος, παρόλο που, αν καταφέρεις να εισέλθεις -επειδή το «face control» γίνεται στο εσωτερικό του καταστήματος-, βλέπεις έναν άδειο χώρο στον οποίο κινούνται ελάχιστοι πελάτες και ακόμη λιγότεροι υπάλληλοι.

Στη διάρκεια του καλοκαιριού, εξαιτίας και των αδειών του προσωπικού, εκτυλίχθηκαν σε πολλά υποκαταστήματα σκηνές απείρου κάλλους κυρίως με ηλικιωμένους συμπολίτες μας, αλλά και με Έλληνες του εξωτερικού, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί δεν εξυπηρετούνταν αφού στα υποκαταστήματα δεν υπήρχαν οι γνωστές από το παρελθόν ουρές. 

Στην επισήμανση των πελατών ότι «θα περιμένουμε μέχρι να έρθει η σειρά μας», η αντίδραση των ιθυνόντων ήταν ότι «είμαστε τόσο λίγοι, που οριακά προλαβαίνουμε να εξυπηρετήσουμε όσους έρχονται με ραντεβού, οπότε κι εσείς δεν έχετε άλλη επιλογή…».

Τα πράγματα είναι τρισχειρότερα σε οργανισμούς του δημοσίου, όπως οι εφορίες (ΔΟΥ), όπου η υποτιθέμενη «εξυπηρέτηση» γίνεται μέσω διαδικτυακής αλληλογραφίας. 

Έχω σε screen shot στον υπολογιστή μου τον πίνακα με τις πέντε διαδοχικές επικοινωνίες που είχε άμοιρος φορολογούμενος από τον περασμένο Απρίλιο έως την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) επιχειρώντας να βρει άκρη με την φορολογική του δήλωση την οποία υπέβαλε έγκαιρα αλλά δεν εκκαθαρίζεται παρόλο που έχει προσκομίσει όλα όσα του ζητήθηκαν.

Η επικοινωνία του με την ΔΟΥ, η οποία είναι αρμόδια για την εκκαθάριση της δήλωσής του είναι αδύνατη, αφού τα τηλεφωνήματα που κάνει -σιγά την είδηση…- δεν απαντώνται. Στην απόπειρά του να βρει άκρη επικοινώνησε και με το τηλεφωνικό κέντρο της ΑΑΔΕ (στον αριθμό 2131621000). 

Αφού περίμενε αρκετή ώρα στη γραμμή, ήρθε αντιμέτωπος με αγενέστατη υπάλληλο που τον ρώτησε αναιδώς: «Και τι θέλετε, κύριέ μου, να σας εκκαθαρίσω εγώ τη δήλωσή σας;». Όταν εκείνος της απάντησε: «μήπως να με συνδέατε με τον διοικητή σας ή με κάποιον άλλο υπεύθυνο;», η γραμμή «έπεσε», αφήνοντάς τον σύξυλο.

Ο φορολογούμενος, ο οποίος περιμένει να πληρώσει τον πρόσθετο φόρο που του αναλογεί, αλλά και να εισπράξει χρήματα από το επίδομα τέκνου και το fuel pass, για τα οποία αποτελεί προϋπόθεση η εκκαθάριση της δήλωσής του, έχει όλα τα στοιχεία στη διάθεση του επικεφαλής της ανεξάρτητης αρχής κ. Γιώργου Πιτσιλή. 

Ενδεχομένως, όμως, όσο και αν επιμείνει, μάλλον δεν θα καταφέρει να τον… εντοπίσει. Το πιθανότερο, άλλωστε, είναι ότι η περίπτωση της αφόρητης ταλαιπωρίας του δεν είναι η μοναδική.

Το «σύστημα» της ανικανότητας που βασιλεύει στη δημόσια διοίκηση ήταν και παραμένει ανίκητο. Πόσω μάλλον τώρα που το προσωπικό -και άρα οι… φιλότιμοι υπάλληλοι- έχουν περιοριστεί. 

Γι΄ αυτό και όσες καινοτόμες πλατφόρμες και αν σχεδιάσουν το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και ο Κυριάκος Πιερρακάκης με τους συνεργάτες του, όσες αποφάσεις για την αυτοματοποιημένη διαλειτουργικότητα της αναζήτησης δικαιολογητικών και αν ληφθούν, η «κερκόπορτα» της μεσολάβησης του ελλιπούς, ανίκανου και αναξιολόγητου ανθρώπινου δυναμικού παραμένει πάντα ανοικτή.

Με αποτέλεσμα να χάνονται το ένα μετά το άλλο τα… ραντεβού της ελληνικής -δημόσιας και ιδιωτικής- διοίκησης με την πραγματική ψηφιακή εποχή.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Από την αυγουστιάτικη ραστώνη στην επερχόμενη… «διαβολοβδομάδα»

Μέσα στην… ατυχία (;) της, αφού, αν δεχθούμε την επίσημη εκδοχή, της έτυχε μια πολύ μεγάλη «στραβή στη βάρδια της», η κυβέρνηση αποδεικνύεται ότι είναι μάλλον «τυχερή», καθώς το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έχει λάβει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τη διάσταση που μπορούσε να είχε λάβει.

Όταν υπάρχει η επίσημη πρωθυπουργική παραδοχή για το «λάθος» που έγινε -προφανώς κατά την αποδιδόμενη στον Ταλλεϋράνδο ρήση, σύμφωνα με την οποία «είναι κάτι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος»- με την παγίδευση του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, η απομάκρυνση του αρχηγού της ΕΥΠ και του «προσωπάρχη» του Μαξίμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν επαρκείς κινήσεις για να εκτονώσουν τις τεράστιες πολιτικές εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν.

Ανεξάρτητα από την «εκμετάλλευση» την οποία -αυτονοήτως- επιχειρούν οι αντίπαλοι της, είναι πολλά τα ερωτήματα τα οποία ανέκυψαν από τις φειδωλές αποκαλύψεις και χρήζουν πιο ξεκάθαρων απαντήσεων από την κυβέρνηση. Υπό άλλες συνθήκες, εξάλλου, και με δεδομένους τους έως τώρα χειρισμούς, τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσχερέστερα για την ίδια.

Προσώρας, ωστόσο, οι συγκυρίες -χρονικές και πολιτικές- επιτρέπουν στην κυβερνητική ηγεσία να ελπίζει ότι αργά ή γρήγορα θα αποτελέσει παρελθόν και αυτή η σοβαρή κρίση με την οποία ήρθε αντιμέτωπη. Η θερινή ραστώνη και τα «μπάνια του λαού» που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη είναι ο υπ΄ αριθμόν ένα σύμμαχος στην προσπάθεια να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Από την άλλη, οι προσδοκίες για εσωκομματική αναταραχή στο κυβερνητικό στρατόπεδο που καλλιεργούν εδώ και μέρες φίλιες προς την αντιπολίτευση ενημερωτικές δυνάμεις δεν φαίνεται να ευοδώνονται. Τα πρόσωπα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς που ανέλαβαν το έργο της εκ των ένδον φθοράς της κυβέρνησης, δεν διαθέτουν -για να το πούμε όσο πιο ήπια γίνεται…- το εκτόπισμα για να φέρουν εις πέρας ένα τόσο βαρύ φορτίο.

Όμως, στην πολιτική, όπως και στη ζωή, τίποτε -εκτός από τον θάνατο- δεν είναι αμετάκλητο.

Υπάρχει πάντα ένα σημείο καμπής -ένα «turning point», κατά πως λένε οι Αγγλοσάξωνες- που η φορά των πραγμάτων αλλάζει και η καινούργια κατεύθυνση που αυτά παίρνουν γίνεται ανεπίστρεπτη. 

Το έχουμε δει τόσες μα τόσες φορές να συμβαίνει και σε τόσο πολλούς τομείς που μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι η κατάσταση θα παραμείνει εσαεί αμετάβλητη ή ότι οι εξελίξεις θα είναι συνεχώς ευθύγραμμες.

Από την ερχόμενη εβδομάδα, για παράδειγμα, το καλοκαίρι των διακοπών βαίνει προς το τέλος του και το σκάνδαλο των υποκλοπών -που αρκετοί «δεν το πήραν είδηση»- θα είναι μοιραία εκείνο που θα κυριαρχήσει στην πολιτική ατζέντα των επόμενων εβδομάδων. Όσες περισσότερες προσπάθειες γίνουν για «να πάει παρακάτω το τενεκεδάκι» της διερεύνησης, τόσο θα παρατείνεται η πολιτική ένταση και θα πληθαίνουν εκείνοι που θα υποψιάζονται συγκάλυψη και θα απαιτούν πειστικές απαντήσεις από υπεύθυνα χείλη.

Οι ισχυρισμοί που διακινούνται ότι «οι πολίτες ψηφίζουν με κυρίαρχο κριτήριο την τσέπη τους» μπορεί να έχουν βασιμότητα, πλην, όμως, πάσχουν διότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός πως, ακόμη και έτσι αν είναι σε γενικές γραμμές τα πράγματα, υπάρχει μια κρίσιμη μάζα σκεπτόμενων ανθρώπων που καθορίζει την εκλογική της συμπεριφορά με κριτήρια τα οποία δεν είναι ακραιφνώς «οικονομίστικα».

Οι κεντρώοι ψηφοφόροι, για παράδειγμα, που είναι εκείνοι οι οποίοι έφεραν αυτοδύναμη στην εξουσία την σημερινή κυβέρνηση, έχουν υψηλή ευαισθησία στα θέματα διαφάνειας του δημόσιου βίου και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον στην προσήλωση που επιδεικνύουν οι εκάστοτε κυβερνώντες στη λειτουργία των θεσμών, όπως και στον σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Όποιος αμφιβάλει, δεν έχει παρά να εξετάσει ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ την πλειοψηφία ήδη από το 2016 και έκτοτε δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει δημοσκοπικά μέχρι και πρότινος.

Οι μετρήσεις του περασμένου Ιουλίου έδειχναν ότι το προβάδισμα της κυβερνητικής παράταξης παρέμενε ισχυρό παρά την παρέλευση έξι ολόκληρων ετών αφότου το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, εκλέγοντας στην ηγεσία του τον Κυριάκο Μητσοτάκη, άρχισε να προπορεύεται ακόμη και στις υποτιθέμενες έρευνες που έβλεπαν το φως σε φίλια προς την προηγούμενη κυβέρνηση μέσα.

Στις δύο εβδομάδες που κύλησαν από την 5η Αυγούστου, όταν ομολογήθηκε δημοσίως ότι οι μυστικές υπηρεσίες του ελληνικού Κράτους παρακολουθούσαν Έλληνα πολιτικό, ο οποίος διεκδικούσε με αξιώσεις την ηγεσία του τρίτου κόμματος της χώρας, η κυβέρνηση κατάφερε να αποφύγει τις βαριές συνέπειες, που συνεπάγεται μια τέτοια παρεκτροπή. Τις απέφυγε υποσχόμενη διαλεύκανση των απαράδεκτων συνθηκών υπό τις οποίες επετράπη αυτή η -επιεικώς- αδικαιολόγητη… «επισύνδεση» (τι όρος κι αυτός!).

Από την επόμενη εβδομάδα, όμως, που υποχωρεί η ραστώνη των θερινών διακοπών και επαναρχίζει η λειτουργία της πολιτικής ζωής, η κυβέρνηση καλείται να τοποθετηθεί σοβαρά και υπεύθυνα. 

Αν θέλει να «ξορκίσει» τις μομφές που -δικαιολογημένα- δέχεται για υπεροψία και υποτίμηση των αντιπάλων της είναι υποχρεωμένη να δώσει πειστικές απαντήσεις τόσο για τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφασίστηκε η παγίδευση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη όσο και για το αν το ίδιο «λάθος» (;) έγινε και με άλλους πολιτικούς ή δημοσιογράφους, όπως επιμένει η περιρρέρουσα φημολογία. Φημολογία, η οποία -μέχρι τώρα τουλάχιστον- αποδείχθηκε ότι είχε βάση.

Καθώς, λοιπόν, το δεκαπενθήμερο της αυγουστιάτικης ραστώνης θα δώσει από τη Δευτέρα τη σκυτάλη στη… «διαβολοβδομάδα», στη διάρκεια της οποίας η Βουλή θα εμπλακεί στην υπόθεση του σκανδάλου με τη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, την έγκριση από την Επιτροπή Θεσμών του νέου διοικητή της ΕΥΠ και τη λήψη απόφασης για τη συγκρότηση Εξεταστικής των Πραγμάτων Επιτροπής, η κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει τις πιο κρίσιμες εξετάσεις από τον Ιούλιο του 2019 που τα στελέχη της κατέχουν τους υπουργικούς θώκους.

Αν σε αυτή τη σοβαρή δοκιμασία που την περιμένει, η απάντηση είναι όμοια με τις υπεκφυγές των προηγούμενων εβδομάδων, δεν χρειάζεται να είναι μάγος κανείς για να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Οι (έγκυρες) δημοσκοπήσεις που θα ξεκινήσουν να διενεργούνται από την μεθεπόμενη εβδομάδα, απλώς θα το επιβεβαιώσουν. 

Το καλοκαίρι, άλλωστε, δεν είναι παντοτινό!