Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκλογές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκλογές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

Οι Τούρκοι με ροζ βίντεο κι εμείς με την… Παναγιά την γκέισα

Μπορεί αρκετοί πολιτικοί να επιμένουν να χρησιμοποιούν τις διόλου πρωτότυπες και απολύτως στερεοτυπικές εκφράσεις ότι «αυτές οι εκλογές είναι οι πιο κρίσιμες της Μεταπολίτευσης», η ατμόσφαιρα, ωστόσο, η οποία επικρατεί στην κοινωνία, μόλις μια εβδομάδα πριν πάμε να ψηφίσουμε, δεν φαίνεται να συνάδει με τόσο βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς.

Με εξαίρεση, άλλωστε, τις τοξικές «μάχες του πληκτρολογίου» τις οποίες δίνουν τα ένθεν κακείθεν τρολ του Διαδικτύου, επιχειρώντας να βγάλουν… «από τη μύγα ξύγκι» για να δικαιολογήσουν προφανώς τον λόγο της ύπαρξής τους, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται γύρω μας δείχνει ότι οδεύουμε στην πιο ήπια εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων δεκαετιών.

Η πλειονότητα των Ελλήνων φαίνεται να τηρεί τις δέουσες αποστάσεις από τη συνήθη οξύτητα η οποία παραδοσιακά συνοδεύει τις προεκλογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα κόμματα. Αλλά και οι κομματικές ηγεσίες και τα επιτελεία τους δείχνουν επίσης με τη σειρά τους να συνειδητοποιούν ότι οι ψηφοφόροι δεν είναι ευεπίφοροι στην υπερβολή και δεν… τσιμπούν, τουλάχιστον όσο εύκολα τσιμπούσαν παλαιότερα, σε καμπάνιες που προσπαθούν να αποδείξουν ότι «οι εκλογές είναι πόλεμος στον οποίο αναμετρώνται το φως με το σκοτάδι».

Έχω την αίσθηση ότι η τηλεμαχία της περασμένης Τετάρτης με τους έξι πολιτικούς αρχηγούς που βρέθηκαν στα στούντιο της ΕΡΤ απετέλεσε μια τέτοια ένδειξη, αφού ήταν εμφανής η προσπάθεια όλων να επιδείξουν, έστω και για το φαίνεσθαι, υπευθυνότητα και αξιοπιστία.

Μπορεί να μην απουσίασαν πλήρως οι λαϊκίστικες κορώνες, όπως το κρεσέντο του Κυριάκου Βελόπουλου για την υποτιθέμενη προπαγάνδα των σχολικών βιβλίων υπέρ της… Παναγιάς της γκέισας, αλλά, εδώ και που τα λέμε, δεν ήταν και προς… θάνατον. 

Εξάλλου, ο εν λόγω επιχειρηματίας -κατά δήλωσή του- είχε κατά το παρελθόν επιδοθεί και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία, αν κρίνουμε από τα περιουσιακά του στοιχεία, στο εμπόριο των επιστολών του Ιησού. Μπροστά σε αυτό, η στηλίτευση των κινδύνων κατά της κοινωνίας που υποτίθεται ότι συνιστά το γεγονός ότι τα παιδιά του Δημοτικού στα ελληνικά σχολεία μαθαίνουν ότι άλλοι λαοί αποτυπώνουν διαφορετικά την Παναγία, μοιάζει… πταίσμα. 

Αν εξέλιπαν, άλλωστε, παντελώς οι περιθωριακές γραφικότητες αυτού του είδους, ίσως να ήταν πιο δύσκολη η επιλογή μας. Εφόσον όλοι όσοι διεκδικούν την ψήφο μας ήταν ίδιοι και απαράλλακτοι, με ποιο, άραγε, κριτήριο, θα μπορούσαμε να διαλέξουμε με ποιον θα πάμε και ποιον θα αφήσουμε; 

Στο τέλος τέλος ούτε οι ψηφοφόροι είμαστε ίδιοι μεταξύ μας. Μας διαφοροποιούν, από τη μια, τα συμφέροντα (ταξικά, επαγγελματικά και άλλα) που ο καθείς (επιθυμεί να) εκπροσωπεί και, από την άλλη, οι νοοτροπίες από τις οποίες διακατεχόμεθα όλοι μας. Νοοτροπίες που σχετίζονται με τις απόψεις, τις θέσεις και τις ιδεολογικές προσεγγίσεις ενός εκάστου και οι οποίες κάποιες φορές υποτάσσονται στα συμφέροντα μας και άλλες φορές -κυρίως όταν η ιδεολογία μετατρέπεται σε ιδεοληψία- υπερτερούν και είναι εκείνες που δίνουν τον τόνο της συμπεριφοράς μας.

Με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που διέπουν τη σύγχρονη ελληνική πολιτική πραγματικότητα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά στα προεκλογικά πεπραγμένα της γειτονικής Τουρκίας, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι υπάρχουν και χειρότερα. Πολύ χειρότερα. 

Εμείς ούτε απόσυρση υποψηφίου είχαμε υπό την απειλή της μετάδοσης ροζ βίντεο, ούτε καταγγελίες για ανάμειξη ξένων δυνάμεων -της Ρωσίας, εν προκειμένω- στα εσωτερικά μας ακούσαμε να διατυπώνονται, όπως συμβαίνει στη γειτονική χώρα η οποία πάει στις κάλπες αυτής της Κυριακής μέσα σε συνθήκες που ουδείς μπορεί να προδικάσει την έκβασή τους.

Είναι πολλοί εκείνοι που προεξοφλούν ότι αν κερδίσουν την εκλογική αναμέτρηση οι αντίπαλοι του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι οποίοι σύμφωνα με τις δημοκοπήσεις έχουν το προβάδισμα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η διαδοχή στην εξουσία θα γίνει με ομαλό τρόπο.

Κακά τα ψέματα, από τη μια η μακρά πλέον μεταπολιτευτική μας παράδοση του σεβασμού στην εναλλαγή των κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας και από την άλλη τα παθήματα της μνημονιακής περιόδου, κατά την οποία πληρώσαμε ακριβά τις ακραίες συμπεριφορές και τις ασύστολες υποσχέσεις, φαίνεται να μας οδηγούν ολοένα και κοντύτερα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. 

Είδαμε, άλλωστε, πως μαζεύτηκαν άρον – άρον στην τηλεμαχία αρκετές από τις ακρότητες για παράλληλα νομίσματα ή για ορθάνοικτα σύνορα που δεν χωρούν στην κοινή λογική από την οποία εμφορείται η πλειονότητα των πολιτών.

Πολλές και ποικίλες ερμηνείες μπορούν να δοθούν για αυτή τη διαφοροποίηση στην ποιότητα του πολιτικού διαλόγου που βλέπουμε συγκριτικά ακόμη και με το πρόσφατο παρελθόν. Αλλά επειδή μπορεί να έχουμε και μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, αμέσως μετά την επερχόμενη πρώτη, ίσως είναι σώφρον να μη σπεύσουμε να βγάλουμε οριστικό πόρισμα για το κατά πόσο θα κρατήσει αυτή η ατμόσφαιρα στο διηνεκές.

Στη παρούσα φάση, κατά την οποία μας χωρίζει μόλις μια βδομάδα από την κάλπη της 21ης Μαΐου, αρκεί ίσως να εκφράσουμε την ελπίδα και την αισιοδοξία μας ότι το κλίμα της δημοκρατικής ομαλότητας που βιώνουμε σε τούτη την προεκλογική περίοδο θα διατηρηθεί χωρίς μείζονες παρεκκλίσεις και την επομένη της λαϊκής ετυμηγορίας. 

Αν λείψουν και οι λαϊκισμοί για την… Παναγιά την γκέισα, τα πράγματα θα είναι ακόμη καλύτερα. (Αλλά ίσως δεν θα πρέπει να τα θέλουμε όλα δικά μας από τη μια στιγμή στην άλλη…).

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Γιατί είναι τόσο… βουβές αυτές οι κάλπες;

Έχοντας παρακολουθήσει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν στη χώρα τις τελευταίες τέσσερις και πλέον δεκαετίες, δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξη την οποία αισθάνομαι το τελευταίο διάστημα για την ατμόσφαιρα που επικρατεί από άκρου εις άκρον της χώρας μόλις δύο εβδομάδες προτού να ανοίξουν οι κάλπες της 21ης Μαΐου.

Όπως, εξάλλου, μου εκμυστηρεύονται όλο και περισσότεροι συνομιλητές μου, φαίνεται πως δεν είμαι ο μόνος που διακατέχεται από το αίσθημα της έκπληξης για τον τρόπο με τον οποίο οδηγούμαστε στην τελική ευθεία προς την έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας. 

«Αν δεν άνοιγα κάθε βράδυ την τηλεόραση για να δω τις ειδήσεις, δεν θα ήξερα ότι σε λίγες μέρες θα πρέπει να πάμε να ψηφίσουμε…», μου έλεγε ένας εξ αυτών. 

Άλλος, ο οποίος κινείται καθημερινά για επαγγελματικούς λόγους σε ένα μεγάλο εύρος του λεκανοπεδίου της πρωτεύουσας, μού περιέγραφε ότι, με εξαίρεση κάποιες πλατείες στις οποίες βλέπει κανείς να κείνται κάποια κομματικά περίπτερα, που τις περισσότερες ώρες της ημέρας είναι έρημα, δεν συναντάς σχεδόν πουθενά σημάδια ότι βρισκόμαστε στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου.

Οι εικόνες στους δρόμους των πόλεων δείχνουν ότι οι εκλογές έχουν πάψει πλέον να αποτελούν ένα -με την καλή και την κακή έννοια- πανηγύρι στο οποίο ο κόσμος συμμετείχε με διάφορους τρόπους.

Φαινόμενα του παρελθόντος, όπως, για παράδειγμα, η ηχορύπανση, με τα μεγάφωνα κομμάτων και υποψηφίων να είναι ανοικτά στη διαπασών, καλώντας τον κόσμο να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις τους, φαίνεται να έχουν μπει βαθιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Η ανεξέλεγκτη αφισορρύπανση, η οποία σε γενικές γραμμές δεν έχει εκλείψει ως φαινόμενο, σε αυτή την προεκλογική είναι πολύ περιορισμένη. 

Ενώ οι συγκεντρώσεις των κομμάτων, ακόμη και με ομιλητές τους αρχηγούς τους, γίνονται σε… στενό κύκλο. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, είναι σε κλειστές αίθουσες. Και, προπαντός, χωρίς τις μαζικές μετακινήσεις οπαδών που στόχο είχαν τη δημιουργία εντυπώσεων για… λαοθάλασσες.

Η αλήθεια είναι ότι αρκετά χρόνια τώρα μιλάμε για «εκλογές του καναπέ», καθώς οι πολίτες τηρούν αποστάσεις από τα κόμματα και στον σχεδιασμό των εκστρατειών που κάνουν τα κομματικά επιτελεία κερδίζει διαρκώς έδαφος η επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα. Παλαιότερα την πρωτοκαθεδρία είχε η τηλεόραση, η οποία, όμως, έχει κόστος και περιορισμούς. Την τελευταία δεκαπενταετία πρωταγωνιστικός είναι ο ρόλος του Διαδικτύου, στο οποίο το κόστος χρήσης είναι προσιτό για όλους όσοι διεκδικούν την ψήφο των πολιτών.

Δεν είναι υπερβολή, πλέον, να μιλάμε για «εκλογές του πληκτρολογίου», αφού αρκούν στοιχειώδεις γνώσεις χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να οργανώσει κάποιος μια εκτεταμένη καμπάνια με την οποία να κάνει γνωστή την υποψηφιότητα του και να απευθυνθεί σε πολυπληθή ακροατήρια, τα οποία με τις παραδοσιακές μεθόδους, όπως τα κεράσματα στα καφενεία, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να προσεγγίσει. Εκτός του ότι θα του κόστιζαν πολύ περισσότερο.

Όπως και να έχει, πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο «βουβές» κάλπες δεν έχουν ξαναστηθεί στη χώρα μας. Και οι απορίες που μοιραία γεννώνται είναι οι εξής: Να ευθύνεται, άραγε, γι΄ αυτό το κλίμα της «βουβαμάρας», η κόπωση από την ούτως ή άλλως μακρά προεκλογική περίοδο που διανύουμε, αφού οι κομματικοί μηχανισμοί όλων των αποχρώσεων είναι σε εκλογική ετοιμότητα τα δύο τελευταία χρόνια; 

Ή μήπως πρέπει να το αποδώσουμε στο ότι ένα μέρος του εκλογικού σώματος έχει προεξοφλήσει ότι η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, στην οποία θα ισχύσει η απλή αναλογική, γίνεται για να γίνει και εκείνη που θα μετρήσει θα είναι η επαναληπτική αναμέτρηση, στην οποία είναι περισσότερο πιθανό ότι θα δώσει βιώσιμη κυβέρνηση;

Κακά τα ψέματα, μπορεί τα κόμματα και οι ηγεσίες τους να χρησιμοποιούν στερεότυπες εκφράσεις του τύπου ότι «βρισκόμαστε ενώπιον της πιο κρίσιμης αναμέτρησης των τελευταίων χρόνων», πλην, όμως, ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος παρακολουθεί τα προεκλογικά τεκταινόμενα με ψύχραιμη απόσταση. Απόσταση, η οποία ενδεχομένως να μην μεταφράζεται κατ΄ ανάγκη σε αδιαφορία για την έκβαση της εκλογικής μάχης. 

Με άλλα λόγια, πολλοί συνέλληνες θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, χωρίς να χρειάζεται να το διατυμπανίσουν.

Όπως, άλλωστε, γίνεται πολλά χρόνια τώρα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, κάτι το οποίο μας έκανε εντύπωση όταν βρισκόμαστε εκεί παραμονές των δικών τους εκλογικών αναμετρήσεων επειδή δεν βλέπαμε υπερβολές αντίστοιχες με αυτές που αποτελούσαν τη δική μας προεκλογική… κανονικότητα με τα πλαστικά σημαιάκια, τους καβγάδες στους δρόμους και τον αφισοπόλεμο.

Το ερώτημα, πάντως, για το ποιος θα ευνοηθεί από αυτή την -μάλλον πρωτόγνωρη για τα καθ΄ ημάς- προεκλογική «βουβαμάρα» δεν μπορεί να απαντηθεί πριν από το βράδυ της 21ης Μαΐου που θα κλείσουν οι κάλπες και θα αρχίσει η καταμέτρηση των ψηφοδελτίων.

Μέχρι τότε -και εκτός εξαιρετικού απροόπτου- εκείνο που μπορεί να διαγνώσει όποιος δεν τρέφεται από αυταπάτες και ψευδαισθήσεις είναι ότι στην κοινωνία δεν φαίνεται να έχει δημιουργηθεί κλίμα ανατροπής των δεδομένων που έχουμε. 

Εκτός και αν υπάρχει κάποιο υπόγειο ρεύμα το οποίο ουδείς αναλυτής έχει καταφέρει να προβλέψει…

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Τα προεκλογικά «λόγια του αέρα»

Δεν μου συμβαίνει συχνά και γι΄ αυτό σπεύδω να επισημάνω εξ αρχής ότι βρίσκω… λογική την άποψη που εξέφρασε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας ότι «όλα όσα προεκλογικά λέγονται θα είναι πολύ διαφορετικά με αυτά που μετεκλογικά θα αποφασισθούν» (Star Channel 10/4/2023).

Μπορεί να εξέπληξε ολίγον η ωμότητα με την οποία εκφράστηκε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να ξένισε η παραδοχή ενός πρώην πρωθυπουργού ότι «προεκλογικά λέγονται πολλά λόγια του αέρα», αλλά σίγουρα συνιστά αυταπάτη να πιστέψουμε ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων συνιστούν θέσφατα που είναι γραμμένα στην πέτρα.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο ισχύει αυτό είναι επειδή ανάμεσα στα προεκλογικά ζητούμενα και στα μετεκλογικά δεδομένα μεσολαβεί ένα συγκλονιστικό γεγονός που είναι το αποτέλεσμα της κάλπης στο οποίο αποτυπώνεται η βούληση του εκλογικού σώματος. Βούληση που, από τη μια, δεν μπορεί κανείς να την προδικάσει προτού να ανοίξουν οι κάλπες και, από την άλλη, ουδείς δικαιούται να την παραβλέψει όταν κλείσουν οι κάλπες και γίνει γνωστή η λαϊκή ετυμηγορία.

Με άλλα λόγια, χωρίς να δικαιολογούνται όσοι καταφεύγουν σε υπερφίαλους βερμπαλισμούς και άλματα λογικής για να προσποριστούν περισσότερες ψήφους, δεν είναι υποχρεωτικό να επιμένουν όλοι στα προεκλογικά τους «θέλω» και να μην λαμβάνουν υπόψιν τους τα μετεκλογικά «μπορώ». Θεωρητικώς, άλλωστε, μιλώντας είναι γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι που κατεβαίνουν στην εκλογική κονίστρα ξεκινούν από την ίδια αφετηρία και κατευθύνονται προς τον ίδιο τερματισμό με στόχο να κόψουν πρώτοι το νήμα.

Όσο και αν στην πράξη τα πράγματα διαφοροποιούνται, δύσκολα μπορεί κάποιος να απαιτήσει από όσους πολιτεύονται να αναγνωρίσουν εκ των προτέρων ότι δεν είναι ταγμένοι στον στόχο της νίκης. Το λέει, εξάλλου, τόσο παραστατικά ο μελοποιημένος από τον Μάνο Χατζιδάκι στίχος του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σύμφωνα με τον οποίο «όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει, στρατιώτη μου, για πόλεμο δεν κάνει…».

Υποχρέωση των κομμάτων -και πρωτίστως της ηγεσίας και των στελεχών τους- είναι να παρουσιάζουν προεκλογικά τις προγραμματικές θέσεις τους και αφού αυτές τεθούν, όπως και οι ικανότητες των προσώπων που προτείνουν για να αναλάβουν αξιώματα, στη βάσανο της λαϊκής κρίσης. Μετά τις εκλογές η υποχρέωση όλων αλλάζει και επικεντρώνεται πλέον στην αποτίμηση και στον βαθμό ανταπόκρισης των πολιτών σε όσα επαγγέλθηκαν.

Εφόσον οι πολίτες εγκρίνουν τις προτάσεις τους, δεν έχουν παρά να επιχειρήσουν να τις εφαρμόσουν. Αν, αντιθέτως, τις απορρίψουν εκείνο που πρέπει να κάνουν είναι να παραχωρήσουν το γήπεδο της εφαρμογής σε όσους πλειοψήφισαν και να περιοριστούν στον ρόλο του ελέγχοντος στον οποίο τους έταξε η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. 

Έτσι επιβάλουν οι κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και έτσι συμβαίνει στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία ασκεί το αντιπολιτευτικό της καθήκον, αγωνιζόμενη να γίνει εκείνη πλειοψηφία και να αναλάβει σε επόμενη φάση τις ευθύνες της διακυβέρνησης.

Αλλά μιας και ξεκινήσαμε με τις απόψεις του Αλέξη Τσίπρα, νομίζω ότι πρέπει επιπλέον να του αναγνωριστεί και η εξίσου εντυπωσιακή δήλωση ότι δεν προτίθεται να επιχειρήσει τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πρώτο κόμμα στην τελική εκλογική κατάταξη. 

Ο ίδιος μάλιστα μίλησε για «κυβέρνηση ηττημένων» και την απέκλεισε ακόμη και αν την καθιστούν δυνατή τα αριθμητικά δεδομένα των βουλευτικών εδρών που θα προκύψουν από την κάλπη της απλής αναλογικής.

Η αλήθεια είναι ότι η τοποθέτησή του αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πρωτοβουλία που ανέλαβε όταν ήταν πρωθυπουργός να ψηφίσει το σύστημα της απλής αναλογικής το οποίο είναι το μόνο που παρέχει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου -σε ψήφους και άρα έδρες- κόμματος. 

Παρά ταύτα, αν όντως εννοεί όσα λέει o πρώην πρωθυπουργός και δεν εντάσσονται οι συγκεκριμένες απόψεις του στον αφορισμό του για τα «προεκλογικά λόγια του αέρα», θα μπορούσε να του… πιστωθεί πολιτική γενναιότητα.

Η προϊστορία, βεβαίως, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μια τέτοια… πίστωση. Κυρίως επειδή έχει προηγηθεί η οδυνηρή εμπειρία με το «όχι» του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015 που μετατράπηκε εν μια νυκτί σε «ναι» σε ένα βαρύτατο τρίτο Μνημόνιο. Αλλά επειδή αρκετοί δεν ενοχλήθηκαν τότε και μάλιστα του έδωσαν δεύτερη ευκαιρία στις εκλογές που έγιναν αμέσως μετά την περιβόητη «κωλοτούμπα», ίσως να μην ενοχληθούν και τώρα.

Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, αλλά και κάθε εκλογικής αναμέτρησης, είναι τι θα κάνει και ποιους θα εμπιστευθεί η πλειονότητα των πολιτών. 

Γι΄ αυτό και πρέπει ο καθένας μας να μετρήσει πολύ καλά που θα δώσει τον ψήφο του. Καθήκον μας, στο τέλος – τέλος, είναι να ξεχωρίσουμε τι από όσα θα ακούσουμε στις πέντε βδομάδες που μας χωρίζουν από τις κάλπες της 21ης Μαΐου, συνιστά «προεκλογικά λόγια του αέρα» και τι όχι.

Δύσκολο μεν, επιβεβλημένο δε!

Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Σάνα ή Πόπη;

Την περασμένη Κυριακή η Φινλανδία είχε βουλευτικές εκλογές και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της πρωθυπουργού Σάνα Μαρίν, η οποία ηγείτο πεντακομματικής κυβέρνησης, κατετάγη τρίτο πίσω από δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα που το υπερσκέλισαν με βραχεία κεφαλή.

Το κεντροδεξιό κόμμα «Εθνική Συμμαχία» έκοψε πρώτο το νήμα με ποσοστό 20,8%, δεύτερο ήρθε το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών με 20,1% και ακολούθησαν οι Σοσιαλδημοκράτες της Μάριν με 19,9%. Παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι αύξησαν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο, η 38χρονη ηγέτης τους δεν αμφιταλαντεύθηκε ούτε στιγμή. 

Το ίδιο βράδυ συνεχάρη τον κεντροδεξιό αντίπαλό της, ο οποίος έλαβε μόλις 1% περισσότερο από την ίδια, αλλά το ποσοστό αυτό αρκούσε για να αναλάβει την ευθύνη του σχηματισμού νέας συμμαχικής κυβέρνησης.

Μια μέρα μετά η Μάριν δρομολόγησε τις διαδικασίες για την εκλογή του διαδόχου της στην ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών, γνωστοποιώντας ότι η ίδια παραμένει απλή βουλευτής ως τον Σεπτέμβριο που θα αναδειχθεί νέος αρχηγός. Πρόλαβε, άραγε, να… χορτάσει την εξουσία και την εγκατέλειψε με τέτοια ευκολία; Δύσκολα μπορεί να το πει κανείς. 

Άλλωστε, εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής μόλις τον Απρίλιο του 2015, ανέλαβε το πρώτο της υπουργικό χαρτοφυλάκιο το καλοκαίρι του 2019 και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ορίστηκε πρωθυπουργός.

Η θητεία της συνοδεύτηκε από το ξέσπασμα δύο κρίσεων που ήταν από τις μεγαλύτερες των τελευταίων δεκαετιών: την πανδημία του κορωνοϊού και την εισβολή στην Ουκρανία. 

Παρότι δέχθηκε επικρίσεις όχι για τα μέτρα που έλαβε, αλλά για τον τρόπο που διασκέδαζε με τους (συνομήλικους, τι άλλο;) φίλους της στη διάρκεια της πανδημίας, η νεότατη πολιτικός αντιμετώπισε με επιτυχία τις κρίσεις που «έτυχαν στη βάρδια της». 

Με γενναιότητα, μάλιστα, προχώρησε στην αναθεώρηση της παραδοσιακής εξωτερικής πολιτικής της χώρας της και εγκαταλείποντας τη φοβική «ουδετερότητα», την οποία με απειλές επέβαλε η γειτονική «ρωσική αρκούδα», ενέταξε τη Φινλανδία στο ΝΑΤΟ.

Συγκυριακά, την επομένη των πρόσφατων εκλογών και ενώ η ίδια είχε γνωστοποιήσει την παραίτησή της, στην έδρα της Ατλαντικής Συμμαχίας ανακοινώθηκε επίσημα ότι η Φινλανδία αποτελεί πλέον το 31ο μέλος του στρατιωτικού συνασπισμού του Δυτικού Κόσμου. 

Η Σάνα Μάριν δεν πανηγύρισε για την εξέλιξη. Ούτε διεκδίκησε ως προσωπικό της επίτευγμα αυτή τη μεγάλη απόφαση που την έκανε πολύ δημοφιλή στο εξωτερικό. Πολύ περισσότερο, δεν διαμαρτυρήθηκε για την εκλογική… τύχη που, παρά ταύτα, της επεφύλαξαν οι συμπατριώτες της ψηφοφόροι.

Αποδέχθηκε την ετυμηγορία της κάλπης και πήγε παρακάτω, δείχνοντας απόλυτη συνέπεια με όσα είχε υποστηρίξει όταν είχε γίνει αποδέκτρια δηλητηριωδών σχολίων για την προσωπική της ζωή και τον τρόπο που επέλεξε να διασκεδάζει. 

«Είμαι ένα ανθρώπινο ον», είπε δακρυσμένη σε μια κομματική εκδήλωση τον περασμένο Αύγουστο. Και αφού διαβεβαίωσε τους πάντες ότι «δεν έλειψε ούτε μια μέρα από τη δουλειά», σημείωσε ότι «προσβλέπει μερικές φορές στη χαρά, στο φως και στην ευχαρίστηση εν μέσω αυτών των σκοτεινών νεφών».

Με εκείνα τα λόγια της, αλλά και με όλη τη στάση της, ανέδειξε ένα σπάνιο πρότυπο πολιτικού. Του πολιτικού που κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του και δεν έχει ανάγκη να υποκρίνεται τον σκληρό και ατσαλάκωτο «άνθρωπο από σίδερο», όπως επιβάλει το στερεοτυπικό υπόδειγμα που φέρεται να ακολουθεί η πλειονότητα των παραδοσιακών πολιτικών. 

Ειδικά στη χώρα μας, όλοι τους είναι άτρωτοι, έχουν πάντα δίκιο και όταν αυτό δεν τους αναγνωρίζεται, οι ίδιοι δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη. Φταίει ο λαός που δεν αναγνωρίζει την αρτιότητα των προτάσεων τους και την τελειότητα των δράσεων τους.

Όποιος έχει αμφιβολία ότι αυτή είναι η επικρατούσα νοοτροπία στην εγχώρια πολιτική ζωή δεν έχει παρά να ανατρέξει στα όσα υποστήριξε σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη στον Σκάι μια νεόκοπη πολιτικός, η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Πόπη Τσαπανίδου.

Επέμεινε να υπερασπίζεται με πάθος την άποψη ότι ο Αλέξης Τσίπρας δικαιούται να διατηρήσει το αξίωμα του αρχηγού, το οποίο κατέχει από το μακρινό 2009, ακόμη και αν το κόμμα του υποστεί νέα εκλογική ήττα στις επερχόμενες κάλπες.

«Βγαίνω από το ρούχο του εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ και σας απαντώ: Η νίκη θα μας ικανοποιήσει. Η ήττα, ακόμη και με μικρή διαφορά, εμένα προσωπικά θα με στεναχωρήσει γιατί θα διαπιστώσω ότι έχει γίνει πολύ συστηματική προπαγάνδα από την κυβέρνηση να φοβηθεί ο κόσμος, να αμφισβητηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ», ανέφερε η μέχρι πρότινος τηλεοπτική δημοσιογράφος. 

«Δηλαδή αν χάσετε, θα χάσετε γιατί ο κόσμος θα έχει παραπλανηθεί;», ήταν το επόμενο εύλογο ερώτημα που δέχθηκε από τη Σία Κοσιώνη, στην οποία χωρίς δισταγμό απάντησε: «Ναι, γιατί είναι τόσο καλό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ».

Ανεξαρτήτως της ωμότητας που είχε, ως απότοκο ίσως και της προηγούμενης επαγγελματικής ιδιότητας της εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, η συγκεκριμένη τοποθέτησή της είναι αποκαλυπτική για τον τρόπο που πολιτεύεται ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού που διεκδικεί την ψήφο των Ελλήνων. 

Ο λόγος των περισσοτέρων χαρακτηρίζεται από τέτοιου είδους βεβαιότητες ότι τα έχουν όλα καλώς καμωμένα. Με αποτέλεσμα να ψάχνουν και να μη βρίσκουν λάθη ακόμη και όταν όλοι οι άλλοι τούς καταλογίζουν ευθύνες. 

Γι΄ αυτό και η υποβολή παραιτήσεων αποτελεί την εξαίρεση. Εξαίρεση, μάλιστα, που συχνά γίνεται με τρόπο απολύτως προσχηματικό, ο οποίος υποκρύπτει προσδοκίες επανόδου από την πίσω πόρτα.

Οι κάλπες της 21ης Μαΐου θα αναδείξουν νικητές και θα καταγράψουν ηττημένους. Πόσοι άραγε από τους τελευταίους θα το αναγνωρίσουν και δεν θα κρυφτούν πίσω από την… παραπλάνηση του λαού; 

Δεν βάζω στοιχήματα, αλλά αν έβαζα θα πόνταρα ότι το «δόγμα» της Πόπης θα κατατροπώσει τη «νοοτροπία» της Σάνα. 

Άλλωστε, εδώ είναι Βαλκάνια!

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Επτά εβδομάδες για σκανδαλοθηρία ή προγραμματικές αντιπαραθέσεις

Ελάχιστοι υποθέτω ότι είναι εκείνοι που μπορεί να εξεπλάγησαν από την τροπή που έλαβε η αντιπαράθεση με την οποία εγκαινιάστηκε η προεκλογική περίοδος μόλις ανακοινώθηκε η ημερομηνία κατά την οποία θα στηθεί η πρώτη βουλευτική κάλπη.

Σαν έτοιμα από καιρό τα κομματικά επιτελεία ξεκίνησαν να ξύνουν τον πάτο των βαρελιών με τα κρυμμένα μυστικά και τα ντοκουμέντα για τα «άπλυτα» των αντιπάλων τους, επιχειρώντας να κατακλύσουν την πολιτική ατμόσφαιρα με (εντός ή εκτός εισαγωγικών) αποκαλύψεις.

Το σκηνικό, άλλωστε, δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε πρωτόγνωρο. Αντιθέτως θα έλεγε κανείς ότι είναι αφόρητα επαναλαμβανόμενο. Σε βαθμό τέτοιο που να δημιουργείται η αίσθηση ότι έχουν χαρακτήρα... εθίμου.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξάλλου, στις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις των πολλών τελευταίων ετών, στο βασικό μενού της προεκλογικής αντιπαράθεσης είχαν σταθερή θέση η σκανδαλοθηρία και η ένθεν κακείθεν απόπειρα δαιμονοποίησης του στελεχιακού δυναμικού της αντίπαλης παράταξης με χαρακτηρισμούς όπως «κλέφτες», «ανεπρόκοποι», «φοροφυγάδες», «μπαταξήδες», κ.ο.κ. 

Η πρακτική είναι γνωστή και δοκιμασμένη. Υποθέσεις οι οποίες φυλάσσονταν στα αρχεία των κομματικών επιτελείων για να χρησιμοποιηθούν στον... κατάλληλο χρόνο, άρχισαν να ανασύρονται από τα συρτάρια. 

Και όταν αυτές δεν επαρκούν για να δημιουργηθούν ισχυρές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη, οι επιτετραμμένοι με την σκανδαλοθηρία δεν δυσκολεύονται να ξεφουρνίσουν ξαναζεσταμένες -υπαρκτές ή ανύπαρκτες- καταγγελίες με σκοπό να σερβιριστούν προς άγραν του ενδιαφέροντος του ανυποψίαστου φιλοθεάμονος κοινού.

Παρόλο όμως που είναι πολύ αμφίβολος ο βαθμός επιρροής που έχει αυτή η ατμόσφαιρα στην πλειονότητα των πολιτών και κυρίως σε εκείνους που δεν είναι φανατικά ταυτισμένοι με ένα κόμμα, το μοτίβο δεν αλλάζει. 

Ίσως επειδή η ευκολία που συνεπάγεται η εκτόξευση κατηγοριών είναι λιγότερο κοπιώδης από την προσπάθεια που χρειάζεται για να καταβάλει μια παράταξη προκειμένου να καταδείξει την υπεροχή της σε προγραμματικές προτάσεις.

Είναι, για παράδειγμα, πολύ πιο εύκολο να εξακοντίζει κάποιος μια επίκριση κατά των αντιπάλων του παρά να καταναλώνει φαιά ουσία για να παρουσιάσει μια επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη πρόταση για έναν ή περισσότερους τομείς πολιτικής. Για το πρώτο αρκούν η ημιμάθεια, το θράσος και η αμετροέπεια. Το δεύτερο απαιτεί γνώση, προσπάθεια και πνευματική κόπωση.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι η προεκλογική σκανδαλοθηρία σπανίως έχει μετρήσιμες επιπτώσεις στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Μπορεί να οπλίζει με «επιχειρήματα» τους ταγμένους της κάθε πλευράς, πλην όμως συνήθως αφήνει παγερά αδιάφορους τους μετακινούμενους ψηφοφόρους οι οποίοι αποτελούν το κρίσιμο υποσύνολο του εκλογικού σώματος που καθορίζει την ετυμηγορία της κάλπης.

Όπως και να έχει, οι εχέφρονες πολίτες δεν καταπίνουν αμάσητη την προπαγάνδα για την υποτιθέμενη αποκλειστικότητα του ηθικού πλεονεκτήματος. Είναι σε θέση να αναγνωρίζουν ότι ούτε οι «καλοί» είναι από τη μια όχθη ούτε οι «κακοί» από την άλλη. 

Η ζωή έχει διδάξει ότι οι απλοϊκότητες με βάση τις οποίες κάποιοι διατείνονται ότι τα πράγματα είναι μόνον «άσπρα» ή μόνον «μαύρα» δεν αποτυπώνουν την πολύπλοκη πραγματικότητα η οποία μας περιβάλει.

Είναι αλήθεια ότι οι ταγμένοι της μιας ή της άλλης πλευράς είναι εκείνοι που δίνουν τον τόνο. Εν προκειμένω, δεν λίγοι εκείνοι που αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι αποτελεί μείζον πολιτικό ζήτημα το χαριστικό δάνειο που έλαβε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας πριν από αρκετά χρόνια ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Ραγκούσης για να οικοδομήσει ακίνητο το οποίο εκμεταλλεύεται εμπορικά. 

Ούτε φυσικά αποτελούν αμελητέα ποσότητα όσοι είναι έτοιμοι να πιστέψουν ότι τα ουκ ολίγα αρνητικά που βιώνουμε σχετίζονται με το γεγονός ότι ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Παπαθανάσης απηλλάγη από την εγγύηση που είχε παράσχει για να δανειοδοτηθεί επιχείρηση με την οποία σχετιζόταν.

Είναι βέβαιο ότι οι πολίτες στο σύνολό τους θα είχαν να κερδίσουν πολύ περισσότερα αν η δημόσια συζήτηση περιστρέφονταν γύρω από την αξιοπιστία των συγκεκριμένων προσώπων. 

Με άλλα λόγια, θα ήταν καλύτερο να συζητούμε για όσα υποστήριζε ο κ. Ραγκούσης προτού προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ για τους πολιτικούς που αλλάζουν κόμματα για να εξασφαλίσουν τα επτά χιλιάρικα της βουλευτικής αποζημίωσης. 

Όπως και για το αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τα όσα ισχυρίζεται ο κ. Παπαθανάσης και ο πολιτικός του προϊστάμενος Άδωνις Γεωργιάδης τόσο για τη συγκράτηση των τιμών που υποτίθεται ότι επέφερε το λεγόμενο «καλάθι του νοικοκυριού» όσο και για τις ξένες επενδύσεις που προσελκύει η χώρα και οι οποίες άλλοι υποστηρίζουν ότι αποτελούν κατά βάση συναλλαγές στον τομέα του real estate.

Δεν έχω αμφιβολία ότι πηχυαίοι τίτλοι για τη «βίλα με πισίνα στην Πάρο που κτίστηκε με δάνειο της Εργατικής Κατοικίας» ή για το «βαθύ κούρεμα στο υπουργικό δάνειο» είναι πιο εύληπτοι για τη μάζα των πολιτών που είναι αποφασισμένοι να ψηφίσουν τη μια ή την άλλη παράταξη.

Διατηρώ, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι τη διαφορά στις κάλπες που θα στηθούν στις 21 Μαΐου θα την κάνει η μειοψηφία εκείνων που θα ψηφίσουν με κριτήριο τις προτάσεις που θα έχουν ενώπιον τους όταν μπουν στο παραβάν.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Μήπως οι μετρήσεις μάς δείχνουν μεγάλο συνασπισμό;

Όταν ο έμπειρος και καταξιωμένος αναλυτής Θωμάς Γεράκης της γνωστής εταιρίας ερευνών Marc ανέλαβε το επαγγελματικό ρίσκο να δημοσιοποιήσει την πρώτη μέτρηση με τις διαθέσεις των Ελλήνων, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών που συγκλόνισε το πανελλήνιο, ήταν αρκετοί οι δημοσιολογούντες που έσπευσαν να του επιτεθούν με ανοίκεια μέσα και χαρακτηρισμούς που δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθούν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αγγελιαφόρος γίνεται στόχος, αλλά ήταν από τις λίγες φορές που η «είδηση» που μετέφερε επιβεβαιώθηκε τόσο γρήγορα και τόσο πανηγυρικά. Αμέσως μετά την έρευνα της Marc, η μια μετά την άλλη, οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως δίνουν με εντυπωσιακή ακρίβεια τα ίδια ευρήματα. 

Σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις έρευνες καταγράφεται ο θυμός των πολιτών που προκαλεί υποχώρηση της δύναμης της κυβερνητικής παράταξης η οποία φθάνει μεν στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας επταετίας, πλην, όμως, δεν στερείται την πρωτιά.

Όπως, επίσης, κατέδειξαν και οι επόμενες έρευνες που διενήργησαν η GPO, η ΜRΒ, η Prorata, η Pulse και η Metron Analysis, τις απώλειες της ΝΔ δεν τις καρπώνονται ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ που παραμένει «ακίνητος», ούτε το ΠΑΣΟΚ το οποίο βολοδέρνει στο φάσμα μεταξύ του μονοψήφιου και του διψήφιου ποσοστού. 

Καλώς ή κακώς, οι πολίτες φαίνεται να χρεώνουν τις ευθύνες για το δυστύχημα σε όλα τα κόμματα που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τα τελευταία χρόνια. Περισσότερο στη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και οι προηγούμενες δεν θεωρούνται άμοιρες ευθυνών.

Έτσι, άλλωστε, εξηγείται γιατί οι διαρροές ψήφων από τη Νέα Δημοκρατία κατευθύνονται είτε προς τη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο», στην οποία αθροίζονται άκυρα, λευκά και αναποφάσιστοι, είτε προς τους μικρότερους σχηματισμούς, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ενισχύονται, αλλά ουδείς εξ αυτών σε βαθμό που να προοιωνίζεται συνθήκες ανατροπής του διαμορφωμένου εδώ και χρόνια σκηνικού.

Με άλλα λόγια και σε πείσμα των κάθε λογής συνωμοσιολόγων, που τα βρίσκουν όλα στημένα και προσυνεννοημένα, οι μετρήσεις εν γένει αποτυπώνουν λίγο ως πολύ τις ίδιες τάσεις. 

Οι εταιρίες, οι οποίες στην αρχή της πανδημίας έδειχναν την κυβερνητική παράταξη να προηγείται με σχεδόν είκοσι μονάδες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτυπώνουν τώρα προβάδισμα ψαλιδισμένο στις τρεις με τέσσερις μονάδες, που με τις αναγωγές μπορεί να φθάνει το πολύ έως τις επτά.

Το πρώτο ενδιαφέρον συμπέρασμα που εξάγεται από το πρόσφατο δημοσκοπικό κύμα είναι ότι έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα ανούσιων αμφισβητήσεων και άγονων αντιπαραθέσεων, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αρχίζουν να συμφιλιώνονται με την αυτονόητη παραδοχή ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι παρά «φωτογραφίες της στιγμής» και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν «εντολές γραμμένες στις πλάκες του Μωυσή». 

Όταν αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι δημοσκοπήσεις.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από τα αριθμητικά δεδομένα των μετρήσεων τα οποία, σε τούτη τουλάχιστον τη φάση, καταγράφουν την αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικής κυβέρνησης τόσο κατ΄ εφαρμογήν του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει στην επερχόμενη κάλπη, όσο και με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση και η ισχύς του οποίου θα ξεκινήσει από την μεθεπόμενη κάλπη.

Οι επιδόσεις των κομμάτων εξουσίας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) είναι τέτοιες που, αν δεν αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα, στη φάση της απλής αναλογικής, δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον πήχη της κυβερνητικής αυτοδυναμίας (151 βουλευτές) ούτε το άθροισμα των εδρών που αναμένεται να λάβουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ούτε η πρόσθεση των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25, ακόμη και αν το τελευταίο περάσει, όπως δείχνουν οι πρόσφατες μετρήσεις, καταφέρει να περάσει το κατώφλι του 3% που δίνει εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση.

Παρόλο που στην παρούσα φάση, οι φανατικοί -και όχι μόνον- όλων των πλευρών το ξορκίζουν, είναι βέβαιο ότι το βράδυ της ημέρας κατά την οποία θα εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία, το σενάριο της συνεργασίας θα τεθεί στον δημόσιο διάλογο εφόσον τα αποτελέσματα της κάλπης προσομοιάζουν με αυτά που δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις. 

Άλλωστε, ακόμη και αν προκύψει αυτοδυναμία, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι οριακή, τόσο μετά την πρώτη όσο και μετά την δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.

Με την ενισχυμένη αναλογική, για παράδειγμα, το πρώτο κόμμα για να διαθέτει 151 βουλευτές θα πρέπει να ξεπεράσει το 37,5% των ψήφων. Πόσο σταθερή, όμως, θα είναι μια τέτοια κυβέρνηση; Ας το αναλογιστούν τα στελέχη και οι οπαδοί της ΝΔ που ενδεχομένως δυσκολεύονται να δουν το κόμμα τους να μοιράζεται τα «λάφυρα» της εξουσίας. Και ας το σκεφθούν οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως όσοι εξ αυτών δεν επιθυμούν απλώς να πάρουν τη ρεβάνς.

Μετά και τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα, η εμπιστοσύνη των πολιτών στις μονοκομματικές κυβερνήσεις φαίνεται να μειώνεται.

Ταυτόχρονα, η στροφή προς το Κέντρο και την ήπια προεκλογική αντιπαράθεση που δείχνει να κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τις τελευταίες εβδομάδες παίρνει αποστάσεις από τον «πολακισμό», διευκολύνει τον διάλογο για την εξεύρεση ενός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος ικανού να οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον.

Άλλωστε, οι περιπτώσεις του Ισραήλ και της Βουλγαρίας που την τελευταία διετία οδηγούνται σε ατέρμονες εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς να επιτυγχάνουν κυβερνητική σταθερότητα, αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγή. 

Στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, τόσο από τις διεθνείς όσο και από τις εγχώριες εξελίξεις, το αίτημα για συνεννόηση των βασικών πολιτικών δυνάμεων γίνεται επιτακτικότερο από ποτέ.

Γι΄ αυτό και ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός, δηλαδή η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποκλείεται a priori. Καθώς πλέον οι διαφορές που χωρίζουν τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι -εξαιρουμένων των φιλοδοξιών για την ανάληψη θώκων- τόσο μεγάλες, μοιραία η προοπτική της συνεργασίας τους θα αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων.

Αν οι συζητήσεις αυτές ευοδωθούν, πολλά πράγματα είναι δυνατόν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Μπορεί τα ένθεν κακείθεν άκρα να φρυάξουν, πλην όμως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα θα αποτελέσει πολύ σύντομα μια υπαρκτή πραγματικότητα που θα απογειώσει την ελληνική οικονομία και θα ανακουφίσει την ελληνική κοινωνία η οποία βιώνει ακόμη δυσκολίες που ορθώθηκαν στον δρόμο της εξαιτίας της μνημονιακής επέλασης.

Αν ρωτάτε πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο, προσωπικά δεν τρέφω μεγάλες αυταπάτες. Γι΄ αυτό και η απάντηση που δίνω είναι απλή: από λίγο έως ελάχιστα. Αλλά ποιος μας εμποδίζει να ελπίζουμε και να προσδοκούμε το καλύτερο;

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

Μήπως είναι ώρα να οριστεί η ημερομηνία της κάλπης;

Με ένα κείμενο 2.220 λέξεων, το οποίο εκφωνούσε επί είκοσι και πλέον λεπτά της ώρας κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, επεχείρησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου να εκθέσει τις απόψεις της κυβέρνησης για το επίμαχο θέμα του Προεδρικού Διατάγματος 85/2022 που αφορά το προσοντολόγιο για τις προσλήψεις στο Δημόσιο και έχει ξεσηκώσει τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας.

Αν και ο ίδιος προλογικά και με έμφαση επεσήμανε ότι «τα όσα αφορούσαν τους καλλιτέχνες σε αυτό το Προεδρικό Διάταγμα έχουν ήδη αποσυρθεί, έχουν ήδη καταργηθεί», από τα λεγόμενά του ήταν προφανής η δυσκολία την οποία εδώ και εβδομάδες αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στην προσπάθεια που καταβάλει να βρει ευήκοα ώτα στα όσα υποστηρίζουν τα στελέχη της αναφορικά με το status των πτυχίων που χορηγούν οι κάθε λογής εγχώριες σχολές των παραστατικών τεχνών (θέατρο, χορός, κλπ).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άτυπη προεκλογική περίοδος στην οποία βρισκόμαστε τους τελευταίους πολλούς μήνες συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός νηφάλιου και ουσιαστικού διαλόγου για την πραγματική διάσταση των ζητημάτων με τα οποία είναι αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία. Με ευθύνη κατά βάση των δύο μεγάλων παρατάξεων που διεκδικούν την εξουσία, διαπιστώνει κανείς την απόλυτη αδυναμία συνεννόησης ακόμη και στα πιο στοιχειώδη. «Μέρα», λέει ο ένας. «Νύχτα», απαντά ο άλλος.

Μπορεί, για παράδειγμα, η κυβέρνηση να υπαναχώρησε πλήρως σε ό,τι αφορά το προσοντολόγιο των ηθοποιών και λοιπών καλλιτεχνών που προσλαμβάνονται στο Δημόσιο, αφήνοντας ανεπηρέαστο το καθεστώς που ίσχυε ως τώρα, η αντιπολίτευση, όμως, κάνει τα πάντα για να συντηρήσει τις αντιδράσεις τις οποίες καλώς ή κακώς προκάλεσε η αρχική διατύπωση του Διατάγματος ανάμεσα στους καλλιτέχνες.

Οι τελευταίοι, αν και ουδείς αντιλαμβάνεται πλέον ποιο ακριβώς είναι το αίτημά τους, συνεχίζουν ακάθεκτοι τις κινητοποιήσεις τους, αφού η κυβέρνηση, παρά τις φλύαρες δηλώσεις των στελεχών της, έχει χάσει την έξωθεν μαρτυρία, ενώ η αντιπολίτευση σιγοντάρει τις αποχές από τις παραστάσεις και τις καταλήψεις των κτηρίων που στεγάζουν τα κρατικά θέατρα. Ως πότε; Το πιθανότερο είναι έως τις εκλογές.

Κακά τα ψέματα, το φαινόμενο δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε σπάνιο. Σε όλες τις προεκλογικές περιόδους οι μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις και οι υπερβολικές προσδοκίες είναι στην ημερήσια διάταξη. Η αδυναμία της εκάστοτε κυβέρνησης να πει κατηγορηματικά «όχι» στα πλέον μαξιμαλιστικά αιτήματα, σε συνδυασμό με την υπερβολική προθυμία της εκάστοτε αντιπολίτευσης να υιοθετεί όλες ανεξαιρέτως τις απαιτήσεις που προβάλλονται από τις κάθε λογής κοινωνικές ομάδες, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κλίμα, οι συνέπειες του οποίου συνήθως γίνονται αντιληπτές μετά τις εκλογές.

Είναι παγκοίνως γνωστό ότι στη παρατεταμένη προεκλογική περίοδο η οποία προηγήθηκε των βουλευτικών εκλογών της άνοιξης του 2004, οι τότε διεκδικητές του πρωθυπουργικού θώκου διαγκωνίστηκαν σκληρά για το ποιος θα μονιμοποιούσε μετεκλογικά στο Δημόσιο περισσότερους συμβασιούχους υπαλλήλους, αδιαφορώντας για το πόσο θα κόστιζε κάτι τέτοιο στον κρατικό προϋπολογισμό. Πέντε χρόνια αργότερα οι δυο τους -ο καθένας με τον τρόπο του- έγιναν αρνητικοί πρωταγωνιστές της χρεωκοπίας της χώρας που ακολούθησε ως μοιραίο απότοκο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της.

Αν και δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει βάσιμα κάποιος ότι στην τρέχουσα συγκυρία βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας νέας δημοσιονομικής κατάρρευσης, όπως εκείνη του 2009, από την άλλη κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει ελαφρά τη καρδία τους προφανείς κινδύνους οι οποίοι ελλοχεύουν εξαιτίας της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που διανύουμε. Ενδεχομένως, δε, και της ασάφειας που επικρατεί σε σχέση με τον ακριβή χρόνο που θα στηθούν οι προσεχείς κάλπες.

Η αλήθεια είναι ότι, σε αντίθεση με ορισμένες άλλες χώρες, στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ σταθερή και εκ των προτέρων γνωστή η ημερομηνία των εκλογών. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όλοι γνωρίζουν ότι αιώνες τώρα οι εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια την Τρίτη, μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου. Στη χώρα μας, αντιθέτως, οι κάλπες στήνονται όποτε βολεύει την εκάστοτε κυβέρνηση.

Είναι πολύ σπάνιες οι φορές που έχει ολοκληρωθεί η τετραετής βουλευτική θητεία, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα μας. Ο κανόνας που ακολουθείται θέλει την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία να γίνεται με γνώμονα τον αιφνιδιασμό της αντιπολίτευσης και σε χρόνο που ευνοεί τους εκλογικούς σχεδιασμούς της κυβερνητικής παράταξης. Συνηθέστατα, αντί της προσήλωσης στους θεσμούς, επικρατεί η υποταγή στους κομματικούς υπολογισμούς.

Ο σημερινός πρωθυπουργός έχει ως τώρα αποφύγει τον πειρασμό να προκηρύξει πρόωρες εκλογές σε περιόδους που οι δημοσκοπήσεις τού έδιναν τη δυνατότητα για άνετη επικράτηση. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης αιτιολόγησε τη στάση του με το επιχείρημα ότι δεν ενέδωσε στον… πειρασμό επειδή «σέβεται τους θεσμούς». Παρά ταύτα, αποφεύγει έως τώρα να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία των επόμενων εκλογών.

Η πρωθυπουργική δήλωση σύμφωνα με την οποία οι κάλπες θα στηθούν «από το Απρίλιο και μετά…» δεν ξεκαθαρίζει το τοπίο και δεν συμβάλει στην πολιτική σταθερότητα που αναμφίβολα έχει ανάγκη ο τόπος. Η συνεχιζόμενη ασάφεια γύρω από το εκλογικό χρονοδιάγραμμα θολώνει την πολιτική ατμόσφαιρα και προκαλεί παρενέργειες που οι συνέπειες τους ίσως φανούν αργότερα.

Υπό αυτό το πνεύμα, ίσως είναι η ώρα για να οριστεί από τώρα με σαφήνεια η ημερομηνία των εκλογών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Η πρόκληση για τον πρωθυπουργό είναι μεγάλη. Και το κέρδος για την Πολιτική, αλλά και για την ελληνική κοινωνία, ακόμη μεγαλύτερο.

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Πέντε μαθήματα από το «κόκκινο κύμα» που κατέληξε… παφλασμός


Με όλες τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις παραδοξότητες που το χαρακτηρίζουν, όπως ο σχεδόν αδιάσπαστος δικομματισμός ή η περιορισμένη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία κυρίως των φτωχότερων στρωμάτων, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα διαθέτει πλεονεκτήματα που μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ζηλευτά από πολλές άλλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Η σταθερότητα, για παράδειγμα, στον χρόνο έκφρασης της λαϊκής ετυμηγορίας είναι ένα από αυτά τα πλεονεκτήματα. Οι κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού είναι από ετών γνωστοί σε όλους και αλλάζουν πάρα πολύ σπάνια, όπως συνέβη πρόσφατα με τα όρια των εκλογικών περιφερειών στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. 

Το σημαντικότερο, όμως, πλεονέκτημα είναι ότι, ακόμη και σε περιόδους ακραίας πολιτικής πόλωσης, όπως αυτή που ζουν τα τελευταία χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες, το αμερικανικό εκλογικό σώμα επιλέγει την «εξισορροπητική» ψήφο.

Όταν στον Λευκό Οίκο ο ένοικος είναι από τη μια πολιτική παράταξη, τότε οι ψηφοφόροι φροντίζουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο να την έχουν οι αντίπαλοί του. Ο άτυπος αυτός κανόνας επιβεβαιώθηκε και στις ενδιάμεσες εκλογές της περασμένη Τρίτης. 

Έτσι, όπως η πλειοψηφία των Δημοκρατικών έκανε δύσκολη τη ζωή του προηγούμενου Ρεπουμπλικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρώντας μάλιστα ακόμη την καθαίρεσή του, τώρα οι ψηφοφόροι έδωσαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων στους Ρεπουμπλικανούς, υποχρεώνοντας τον Δημοκρατικό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να συνδιαλλαγεί με τους αντιπάλους του αν θέλει στη διετία που του απομένει στο αξίωμα να κυβερνήσει αποτελεσματικά τη μεγάλη αυτή χώρα.

Σε πείσμα, όμως, των πρόωρων πανηγυρισμών στους οποίους -με τη συνδρομή και κάποιων δημοσκοπήσεων- επιδόθηκαν τα στελέχη και οι οπαδοί των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι πριν ανοίξουν οι κάλπες έβλεπαν ένα «κόκκινο κύμα» (σ.σ.: από το χρώμα του κόμματός του) να σαρώνει από άκρη σε άκρη τις Ηνωμένες Πολιτείες, η λαϊκή ψήφος διέψευσε τις προσδοκίες τους. 

Ο έλεγχος του δεύτερου νομοθετικού Σώματος, της Γερουσίας, θα παραμείνει -ευτυχώς για την Ελλάδα!- στην παράταξη των Δημοκρατικών. Και, εξ αυτού, η ανάγκη για αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων στα προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας θα είναι ακόμη πιο επιτακτική.

Πέραν, πάντως, από τα συγκεκριμένα γενικά χαρακτηριστικά που διέπουν το αποτέλεσμα αρκετών εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές, από τις οποίες αναδείχθηκε ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής πολιτικής τάξης, ήταν όμοια -και πως θα μπορούσε, άλλωστε;- με κάποια προηγούμενη. 

Γι΄ αυτό και τα αποτελέσματά τους, τα οποία (άλλο αυτό αμερικανικό… παράδοξο, δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμη) αξίζουν μια πιο ενδελεχή ματιά για να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία μπορεί να αποτελέσουν μαθήματα που τυγχάνουν γενικότερης εφαρμογής:

Μάθημα πρώτο: Η υπεροπτική προεξόφληση του εκλογικού αποτελέσματος επιφυλάσσει συχνά οδυνηρές εκπλήξεις. Όποιος έχει αντίθετη άποψη ας ανατρέξει τις τελευταίες ομιλίες του Τραμπ και στις χιλιάδες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το «κόκκινο κύμα» το οποίο κατέληξε ένας απλός… παφλασμός.

Μάθημα δεύτερο: Η βεβαιότητα που ορισμένοι εκφράζουν ότι η κατάσταση της… τσέπης είναι το αποκλειστικό κριτήριο της ψήφου των πολιτών διαψεύστηκε οικτρά. Η ανάγκη προστασίας της Δημοκρατίας από τον «τραμπισμό», όπως και το θέμα των αμβλώσεων, καθόρισε τη συμπεριφορά μιας αξιοσημείωτης μερίδας των προοδευτικών εκλογέων που κινητοποιήθηκαν και πήγαν στην κάλπη.

Μάθημα τρίτο: Οι δημοσκοπήσεις δεν πέφτουν πάντα μέσα. Προφανώς δεν είναι «στημένες», όπως τις θέλουν οι απανταχού της γης συνομωσιολόγοι, αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκουν τις τάσεις, αλλά δεν πετυχαίνουν τα εκλογικά αποτελέσματα με χειρουργική ακρίβεια. Βλέπετε οι άνθρωποι δεν έχουν τη συμπεριφορά των μηχανών και οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προσομοιάζουν με τις φυσικές.

Μάθημα τέταρτο: Η συζήτηση για τον «τοξικό» Τραμπ που άνοιξε από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η ετυμηγορία των Αμερικανών κατέδειξε ότι οι μεγάλες παρατάξεις (και -αν θέλετε- τα συμφέροντα που ταυτίζονται μαζί τους) αποφεύγουν να επενδύσουν σε… «κουτσά άλογα». 

Το σενάριο που ήθελε τον τέως Πρόεδρο να ανακοινώνει μια νέα υποψηφιότητα για το 2024 αποδυναμώθηκε, καθώς μέσα από τις κάλπες ανέτειλαν νέα πολιτικά αστέρια, όπως ο 44χρονος κυβερνήτης στην Πολιτεία της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις. 

Αν όντως επικρατήσει στην κούρσα για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, που σύντομα θα ξεκινήσει, τότε και η τύχη του ήδη 80χρονου νυν Προέδρου Μπάιντεν είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη. Δύσκολα θα ανανεώσει τη θητεία του ακόμη και αν λάβει εκ νέου το χρίσμα από τους Δημοκρατικούς.

Μάθημα πέμπτο: Το ελληνικό λόμπι είναι από τους μεγάλους νικητές αυτών των ενδιάμεσων εκλογών, καθώς πέτυχε τους περισσότερους από τους στόχους που είχε θέσει. Με αποκορύφωμα την αποτυχία να εκλεγεί Γερουσιαστής στην Πολιτεία της Πενσυλβάνιας ο διαβόητος τουρκικής καταγωγής τηλεγιατρός και φίλος του Ερντογάν Δρ Μεχμέτ Οζ. 

Η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της Ομογένειας και οι έξυπνες συμμαχίες που συνήψε με άλλα λόμπι και προσωπικότητες από τις δύο παρατάξεις, είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει την επιρροή της στα κρίσιμα πόστα εξουσίας της Ουάσιγκτον.

Άλλωστε, ποιος διαφωνεί ότι η εφαρμοσμένη πολιτική δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια διαρκή αναμέτρηση συσχετισμών δύναμης στην άσκηση της εξουσίας;

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Ας γίνουμε επιτέλους «θεσμικοί»

Από τη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκλεισε -μάλλον ερμητικά- το παράθυρο της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες ξεκίνησε ένα καινούργιο γαϊτανάκι από ερωτήματα, εικασίες και υποθέσεις για τους λόγους για τους οποίους ο πρωθυπουργός οδηγήθηκε σε μια τέτοια απόφαση.

«Μπλόφα είναι που την έκανε για να αιφνιδιάσει την αντιπολίτευση και να τη βρει ανέτοιμη η προκήρυξη εκλογών», έσπευσαν να… προβλέψουν κάποιοι μετά τη συζήτηση της Τετάρτης στη Βουλή. Διυλίζοντας τον κώνωπα, επειδή δεν το είπε στην αρχική ομιλία του, κατάπιαν την κάμηλο που ήταν ότι στη δευτερολογία και στην τριτολογία μίλησε με σαφήνεια για την εξάντληση της τετραετίας. Παρέβλεψαν, επίσης, ότι υποβάθμισε την επιχειρηματολογία για την «τοξική ατμόσφαιρα» που θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για να αναιρέσει τη δέσμευση που επανειλημμένα είχε αναλάβει.

Όταν την επόμενη μέρα τα πράγματα ξεκαθαρίστηκαν έτι περαιτέρω χάρις και στη βάσανο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων που δέχθηκε στη ραδιοφωνική συνέντευξη που παραχώρησε στον Σκάι, το τροπάρι άλλαξε. «Δεν τον βολεύουν οι δημοσκοπήσεις και έκανε πίσω», έσπευσαν να υποθέσουν ακόμη κι εκείνοι που μια δυο μέρες πριν έδιναν συγκεκριμένες Κυριακές του Σεπτεμβρίου που θα στήνονταν οι κάλπες. Δεν έλειψαν βεβαίως και οι κλασσικοί συνωμοσιολόγοι που με περισσή αυταρέσκεια κόμπαζαν: «εμείς τα λέγαμε, σιγά που θα τον άφηναν οι ξένοι να κάνει εκλογές, όποτε θέλει…». 

Για να είμαστε ειλικρινείς, πάντως, η καχυποψία που αναδύεται μέσα από αυτές τις απόψεις δεν είναι αδικαιολόγητη αν λάβει κανείς υπόψιν του τη μακρά παράδοση που χαρακτηρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Καλώς ή κακώς, εδώ και πολλές δεκαετίες, η προκήρυξη πρόωρων εκλογών αποτελεί τον κανόνα τον οποίο ακολουθούν οι περισσότερες κυβερνήσεις σχεδόν με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση του κομματικού τους συμφέροντος. Αντιθέτως η εξάντληση της τετραετίας είναι η εξαίρεση που τη συναντάμε κυρίως όταν οι κυβερνώντες δεν έχουν βρει τον κατάλληλο χρόνο για να πάνε σε κάλπες που θα μπορούσαν να τις κερδίσουν.

Το Σύνταγμα θέτει περιορισμούς στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών, ορίζοντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει «προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» (στο άρθρο 41). Στην πράξη, ωστόσο, η διάταξη αυτή έχει καταστρατηγηθεί επανειλημμένα από πολλές κυβερνήσεις που επικαλέστηκαν προσχηματικά την αντιμετώπιση εθνικού θέματος για να κάνουν εκλογές σε βολικό χρόνο. 

Γι΄ αυτό και σε προηγούμενες συνταγματικές αναθεωρήσεις είχε πέσει από πολλές πλευρές η ιδέα να αλλάξει ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας σε τρόπον ώστε να… απαγορεύονται οι πρόωρες κάλπες και να επιβάλλεται η ολοκλήρωση της τετραετούς κοινοβουλευτικής θητείας.

Από τη συζήτηση που άνοιξε προέκυψε ότι κάτι τέτοιο συνιστούσε έναν ανέφικτο και μάλλον ψυχαναγκαστικού τύπου περιορισμό που στην εφαρμογή του θα μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από εκείνα που ενδεχομένως θα μπορούσε να λύσει. Και τούτο διότι υπάρχουν περιπτώσεις που η κοινοβουλευτική σύνθεση μπορεί να έχει πραγματική αδυναμία να δώσει βιώσιμη κυβερνητική λύση, οπότε η ανάγκη για ανανέωση της λαϊκής βούλησης να είναι αναπόδραστος μονόδρομος.

Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και όσοι δικαιολογημένα μπορεί να ισχυριστούν ότι κακώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε να φουντώσει η εκλογολογία, την οποία πυροδοτούσαν μέχρι πρότινος ακόμη και στενοί του συνεργάτες, δύσκολα θα διαφωνήσουν με το σκεπτικό με το οποίο απέρριψε, εν τέλει, τις εισηγήσεις που είναι γνωστό ότι δεχόταν για να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία και το σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα που διαθέτει.

Πέραν λοιπόν από «δίκες προθέσεων», η πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, υπό την αίρεση ότι θα τηρηθεί μέχρι τέλους, είναι μια πρωτοβουλία που δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί από όσους πιστεύουν ότι το μεγαλύτερο από τα προβλήματα της χώρας είναι η έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς και η εργαλειοποίησή τους ανάλογα με τη συγκυρία και τα συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών.

Μπορεί, από πρώτη άποψη, η πρωθυπουργική διακήρυξη σύμφωνα με την οποία «οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας για λόγους θεσμικής τάξης και σταθερότητας σε μια κρίσιμη συγκυρία, όπως αυτή που διανύουμε» να μην λέει πολλά στους πολίτες που χειμάζονται από την ενεργειακή κρίση και τις πρωτόγνωρες για τις νεότερες γενιές πληθωριστικές πιέσεις. Από την άλλη, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι πρόκειται για μια πρωτοβουλία που δεν αποκλείεται να ανοίξει καινούργιους δρόμους στον τρόπο διεξαγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η απρόσκοπτη, άλλωστε, λειτουργία των θεσμών, εφόσον γενικευθεί και περιλάβει κρίσιμες υπηρεσίες του Κράτους προς τους πολίτες, όπως είναι πρωτίστως η απονομή της Δικαιοσύνης ή η ασφάλεια των συνθηκών της καθημερινότητάς μας, αποτελεί το σημαντικότερο εχέγγυο για την κοινωνική πρόοδο και εξέλιξη. 

Με άλλα λόγια, ας γίνουμε επιτέλους θεσμικοί. Μόνον κέρδος θα έχει η ελληνική κοινωνία και ο κάθε πολίτης χωριστά.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Και γιατί θα πρέπει να στηθούν δύο φορές οι κάλπες;

Αρκετοί πολιτικοί και ακόμη περισσότεροι πολιτικολογούντες συνηθίζουν να σεναριολογούν και να εκτοξεύουν συνθήματα -δικά τους ή, τις περισσότερες φορές, των επικοινωνιολόγων τους- χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους ότι η πλειονότητα της κοινωνίας, απορροφημένη από τα προβλήματα και τα διαφορετικά προτάγματα της ζωή τους, δεν συνηθίζει να εντρυφεί ιδιαίτερα στις λεπτομέρειες που απασχολούν την πολιτική επικαιρότητα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως μεταδίδουν υπεύθυνοι εταιριών που διεξάγουν έρευνες για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, πολλοί από τους ερωτώμενους στις δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος δυσκολεύονται να απαντήσουν τι θα ψηφίσουν στις δεύτερες εκλογές που από μια σημαντική μερίδα πολιτικών και πολιτικολογούντων προεξοφλείται ότι θα χρειαστεί να προκηρυχθούν επειδή το σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο θα εφαρμοστεί στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, δεν θα δώσει βιώσιμη κυβερνητική λύση. 

Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι -από άγνοια ή αδιαφορία;- δεν θέλουν ή δεν μπορούν να διακρίνουν την επίπτωση στην κατανομή των εδρών, που θα έχει το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο θα ισχύσει στις μεθεπόμενες κάλπες, συγκριτικά με την απλή αναλογική που θα ισχύσει στις επόμενες. Από την άλλη, δεν είναι μικρή και η μερίδα των σκεπτόμενων πολιτών που απορεί γιατί θα πρέπει να γίνεται λόγος για «επαναληπτικές» εκλογές προτού καν εκφραστεί για πρώτη φορά η λαϊκή ετυμηγορία. 

Τούτων δοθέντων, έχω την αίσθηση ότι, όσο θα μικραίνει ο χρόνος που μας χωρίζει από τις κάλπες και θα γίνονται σε πιο πολλούς αντιληπτές οι παράμετροι του ιδιαίτερου πολιτικού τοπίου το οποίο θα διαμορφωθεί από την επομένη της προκήρυξης των εκλογών, τόσο περισσότερο θα αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι και πολύ σώφρον να πάμε να ψηφίσουμε από τη στιγμή που ό,τι και αν ψηφίσουμε θα πρέπει σε περίπου ένα μήνα θα χρειαστεί να ξαναπάμε στα εκλογικά τμήματα για να ξαναψηφίσουμε. Και χωρίς να αποκλείεται να χρειαστεί να πάμε και… τρίτη φορά!

Στη χώρα μας κατά το παρελθόν, την περίοδο 1989-1990 αλλά το 2012, καθώς και πιο πρόσφατα σε άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ ή η Βουλγαρία, απαιτήθηκε οι ψηφοφόροι να κληθούν να συμμετάσχουν σε απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι να καταστεί δυνατή η συγκρότηση κυβέρνησης. Με βάση και το δόγμα που επιτάσσει ότι «στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα», μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι παράδοξη. Αν ο συσχετισμός δυνάμεων που προκύπτει από τις κάλπες δεν δίνει κυβερνητική λύση, δεν είναι σόλοικο να διαλύεται το Κοινοβούλιο και να καλούνται οι πολίτες να εκφράσουν εκ νέου τη βούλησή τους.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι είμαστε μπροστά σε μια μεγάλη και ίσως μοναδική παραδοξότητα όταν συνομολογείται ότι θα πάμε να ψηφίσουμε για τη συγκρότηση μιας Βουλής που το ίδιο βράδυ της ψηφοφορίας θα διαλυθεί. Έτσι ώστε να πάμε να ξαναψηφίσουμε πριν καν εξεταστεί αν το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης κάλπης μπορεί να δώσει μια κυβέρνηση συνεργασίας σαν αυτή που θα συγκροτηθεί μετά τις πρώτες ή και τις… δεύτερες επαναληπτικές εκλογές.

Και αν όλα αυτά ακούγονται θεωρητικά, αναρωτιέμαι τι θα συμβεί στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις σύμφωνα με τις οποίες η μόνη βιώσιμη λύση είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με τη συμμετοχή σε ρόλο ελάσσονος εταίρου του ΠΑΣΟΚ. Το σίγουρο είναι ότι στις συνθήκες της απλής αναλογικής το άθροισμα των εδρών που θα λάβουν η ΝΔ και το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη θα δίνει άνετη κοινοβουλευτική πλειοφηφία.

Αντιθέτως είναι, με όσα ξέρουμε αυτή την ώρα, πολύ αμφίβολο αν θα ξεπεράσει τις 151 έδρες το άθροισμα των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, Το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25 του Γιάννη Βαρουφάκη και αν, όπως διακινείται από στελέχη της Κουμουνδούρου, θα μπορέσει να σχηματιστεί συμμαχική κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία να ασκεί εξουσία έχοντας -φοβερό ανέκδοτο- εξασφαλίσει τη… στήριξη του ΚΚΕ. 

Δεν είναι μόνον ότι πολλοί αντιμετωπίζουν με καγχασμό κάθε σκέψη για συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, από τη στιγμή που οι περισσότεροι ψηφοφόροι της Χαριλάου Τρικούπη είναι πιο… αντιΣΥΡΙΖΑ από τους νεοδημοκράτες, είναι κυρίως που μια τέτοια ετερόκλητη συμμαχία -φανταστείτε μόνον τον Ανδρέα Λοβέρδο να ψηφίζει για πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα…- δεν πρόκειται να πάει πολύ μακριά.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, πάντως, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης θα βρεθεί μπροστά σε δύσκολο δίλημμα. Αν μπει σε κυβέρνηση θα δυσαρεστήσει τους ψηφοφόρους του οι οποίοι δεν θέλουν να συναγελάζονται «με τη Δεξιά» ή «με τους τοξικούς ΣΥΡΙΖΑίους». Αν δεν μπει και πάρει την ευθύνη της προκήρυξης δεύτερων και τρίτων εκλογών, τότε θα κινδυνεύσει με διαρροές των ψηφοφόρων του οι οποίοι ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ επειδή θέλουν να συμμετάσχει στις ευθύνες της διακυβέρνησης και να μη βολεύεται στην άσκηση αντιπολίτευσης.

Στα δεδομένα που πρέπει να ληφθούν υπόψιν είναι ότι ένας αριθμός βουλευτών οι οποίοι θα εκλεγούν με το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να… θυσιαστούν και να μείνουν εκτός Βουλής εφόσον ο κ. Ανδρουλάκης δεν συμφωνήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας και οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές. Θα το κάνουν… αδιαμαρτύρητα, μόνον και μόνον για το καπρίτσιο να μην… λερωθούν με τις κυβερνητικές ευθύνες.

Με αυτά και με πολλά άλλα, που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν στην πορεία προς τις κάλπες, το ερώτημα γιατί θα πρέπει να προεξοφλείται από τώρα το στήσιμο δεύτερης -ή μήπως και τρίτης;- κάλπης θα τεθεί πολλές φορές. Και ειδικά μέσα στο περιβάλλον της μεγάλης αβεβαιότητας που όλα δείχνουν ότι θα στηθούν οι κάλπες, η σπουδή για απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις ίσως αποδειχθεί η χειρότερη από τις εκδοχές που θα έχουν ενώπιόν τους όλες οι πολιτικές δυνάμεις.

Ας μη βιαζόμαστε, λοιπόν!

 

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

Ένα άλλο μοντέλο για την προεκλογική αντιπαράθεση

 

Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τον ισχυρισμό τον οποίο ο υποφαινόμενος διατύπωσε την περασμένη Τρίτη όταν, στο Συνέδριο για την Υγεία που διοργάνωσαν το «Θέμα» και το site «ygeiamou», απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό είπα -περισσότερο χαριτολογώντας- ότι το… ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές.

Με όσα, άλλωστε, βλέπουμε να διαδραματίζονται γύρω μας, εύκολα θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι το ερώτημα ήταν ενδεχομένως εκ του περισσού, αφού όλα μαρτυρούν ότι, ανεξαρτήτως διαψεύσεων, πλησίστιοι οδηγούμαστε στις κάλπες οι οποίες, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα στηθούν στις αρχές του επερχόμενου φθινοπώρου.

Εκείνο, ωστόσο, με το οποίο δύσκολα θα μπορέσει να διαφωνήσει κανείς είναι ότι τον βασικότερο λόγο για τον οποίο επιβάλλεται να μην βραδύνουν οι επόμενες εκλογές συνιστά η ένταση με την οποία διεξάγεται η προεκλογική αντιπαράθεση, που έχει ήδη ξεκινήσει. Ένταση που προοιωνίζεται ακόμη μεγαλύτερη έξαρση των πολωτικών φαινομένων που κάνει κάθε εχέφρονα να αναρωτιέται αν αξίζει τον κόπο η συντήρηση ενός τέτοιου κλίματος το οποίο μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάσσει τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο, πολύ περισσότερο, στα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών.

Δεν ξέρω πόσοι είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν το προαναφερθέν Συνέδριο για την Υγεία, αλλά ειλικρινά όσοι το έκαναν είχαν μια πολύ καλή ευκαιρία να ακούσουν από πρώτο χέρι τις απόψεις των δύο βασικών διεκδικητών της διακυβέρνησης για κρίσιμα θέματα που άπτονται της καθημερινότητας των πολιτών και της ποιότητας ζωής που δικαιούνται να απολαμβάνουν. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκαν και τέθηκαν υπό τη βάσανο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων, ξετυλίγοντας με τον τρόπο που ο καθένας θεώρησε καταλληλότερο, τις θέσεις και τις απόψεις της παράταξής τους.

Αξίζει ίσως να σταθούμε το πρωτοσέλιδο που είχε την επόμενη μέρα η ανήκουσα στον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδα «Αυγή» υπό τον εύηχο τίτλο: «Δύο κόσμοι για την Υγεία». Μπορεί οι… καλοί συνάδελφοι, οι οποίοι συνηθέστατα εμφανίζονται ως διαπρύσιοι κήνσορες της δεοντολογίας, να παρέλειψαν να αναφέρουν τους διοργανωτές του Συνεδρίου (είναι γνωστό άλλωστε ότι το «Θέμα» είναι γι΄ αυτούς… ανύπαρκτο, αλλά και εμάς ποσώς μας απασχολεί η… εκτίμηση που -δεν- μας έχουν), πλην όμως η εκδήλωσή μας τους έδωσε την ευκαιρία να μοιράσουν το πρωτοσέλιδο τους στα δύο μεταφέροντας στο αναγνωστικό τους κοινό όσα οι ίδιοι απεκόμισαν από τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρακολουθώντας τις εργασίες του Συνεδρίου και τα όσα ενδιαφέροντα ακούστηκαν όχι μόνον από τους δύο συγκεκριμένους πολιτικούς αρχηγούς αλλά και από μια σειρά ειδικούς επιστήμονες από την πρώτη γραμμή της μαχόμενης Ιατρικής, πολιτικά στελέχη, πανεπιστημιακούς και συνδικαλιστές, αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί θεματικές εκδηλώσεις αυτού του είδους να μην αποτελούν μοντέλο για τη διεξαγωγή της προγραμματικής αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών.

Φαντασθείτε τις παραμονές των εκλογών αντί για τις πολυδάπανες περιοδείες των στελεχών τους, τα οποία επισκέπτονται χώρους στους οποίους στην πραγματικότητα συγκεντρώνονται αποκλειστικά και μόνον οπαδοί τους που προσέρχονται για να τους επευφημήσουν, χωρίς καν να ακούν τα λεγόμενα τους, αφού έτσι κι αλλιώς είναι αποφασισμένοι να τους ψηφίσουν, να οργανώνονταν εκδηλώσεις στις οποίες θα ακούγονταν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων για βασικά θέματα ενδιαφέροντος των πολιτών, όπως οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, οι προτεραιότητες στην Παιδεία και στην Άμυνα, η κατανομή των κοινωνικών δαπανών, κ.ά.

Αν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων εκφράζονταν με τη νηφαλιότητα με την οποία, παρά τις εκατέρωθεν εντονότατες διαφωνίες, εξέφρασαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας τις θέσεις τους για την Υγεία, το κέρδος θα ήταν μεγάλο και για τους πολίτες, που θα πήγαιναν περισσότερο ενημερωμένοι στις κάλπες, αλλά και για το ίδιο το πολιτικό δυναμικό της χώρας που θα έβλεπε την αξιοπιστία του να αυξάνεται κατακόρυφα. 

Διότι είναι βέβαιο ότι, με εξαίρεση του φανατικούς όλων των πλευρών, η υπόλοιπη κοινωνία δεν αρέσκεται στις κραυγές και στις κόντρες άνευ ορίων. Αντιθέτως προτιμά τον νηφάλιο διάλογο, ακόμη και αν αυτός διανθίζεται από διαφωνίες και σκληρή αντιπαράθεση.

Γνωρίζω ότι σε κάποιες -όχι πολλές είναι αλήθεια- ευρωπαϊκές χώρες, οι θεματικές τηλεμαχίες αποτελούν συνήθεια που βρίσκει ανταπόκριση στους πολίτες. Στη χώρα μας απέχουμε πολύ από την κατάκτηση μιας τόσο υψηλής κορυφής στην κλίμακα του λεγόμενου πολιτικού πολιτισμού. 

Γι΄ αυτό και δεν είμαι ούτε αφελής ούτε… αιθεροβάμων ώστε να πιστέψω πως, ως δια μαγείας και από τη μια στιγμή στην άλλη, θα μπορέσουμε να γίνουμε Δανία ή Σουηδία και να μάθουμε να συζητούμε πολιτικά χωρίς οι συζητήσεις μας να καταλήγουν σε καβγάδες και κόντρες από τους οποίους δεν βγάζει νόημα κανείς.

Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι, προϊόντος του χρόνου, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Οι ακραίες διχαστικές λογικές που επανήλθαν -με ευθύνη πολλών- στο προσκήνιο στη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης, που ξέσπασε το 2010, σιγά σιγά υποχωρούν και δημιουργούν την ελπίδα ότι μπορεί να μην αργήσει η ώρα που θα ισχύσουν τα λόγια του ποιητή (Γιάννη Ρίτσου), σύμφωνα με τα οποία: «…Και να αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε, ήσυχα - ήσυχα κι απλά…».

Πότε μπορεί να γίνει αυτό; Άγνωστο. Αλλά, όπως όλα δείχνουν, σίγουρα όχι πριν από τις επόμενες εκλογές…

 

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Τι θα αλλάξει αν οι Τούρκοι πουν «γιοκ» στον Ερντογάν;

Μπορεί η γειτονική μας Τουρκία να μην αποτελεί υπόδειγμα κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, πλην, όμως, με εξαίρεση κάποια διαλείμματα κατά τα οποία την εξουσία σφετερίζονταν ο Στρατός, με ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα πραξικοπήματα, οι πολιτικές δυνάμεις που ασκούν τη διακυβέρνηση της μεγάλης και τόσο αντιφατικής αυτής χώρας προκύπτουν από εκλογές. 

Ο 68χρονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό για σχεδόν 30 χρόνια. Αρχικά ως υποψήφιος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, αξίωμα στο οποίο αναδείχθηκε το μακρινό 1994, εν συνεχεία, από το 2002, ως αρχηγός κόμματος και υποψήφιος πρωθυπουργός και, από το 2014, ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχει μέχρι τώρα καταφέρει να κερδίζει τη λαϊκή ψήφο κάθε φορά που τη διεκδικεί. 

Στην αρχή, μάλιστα, της καριέρας του είχε, λόγω των ισλαμιστικών απόψεων τις οποίες ενστερνιζόταν από νέος, αντιμετωπίσει διώξεις, κάτι που ο ίδιος επεφύλαξε αργότερα για αρκετούς από τους αντιπάλους του. Ανεξάρτητα, ωστόσο, αν οι περισσότεροι Κούρδοι βουλευτές αντί για την αίθουσα της Εθνοσυνέλευσης, «φιλοξενούνται» σε κελιά φυλακών, η αλήθεια είναι ότι και την εποχή που διωκόμενος ήταν ο Ερντογάν, αλλά και αργότερα που έγινε ο ίδιος διώκτης, είναι οι κάλπες στις οποίες ψηφίζουν οι Τούρκοι που καθορίζουν τις εξελίξεις στη γείτονα.

Όλες αυτές οι επισημάνσεις έχουν τη σημασία τους και χρειάζονται να λαμβάνονται υπόψιν στη δική μας χώρα κάθε φορά που θέλουμε να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα τεκταινόμενα στην Άγκυρα, στην Κωνσταντινούπολη και, εν γένει, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Απλοϊκότητες του τύπου ότι «έχουμε να κάνουμε με ένα ημιδικτατορικό καθεστώς που διοικείται από την ενός ανδρός αρχή», δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν ηγείται όλα αυτά τα χρόνια της Τουρκίας επειδή πείθει τους Τούρκους ότι είναι ικανότερος από τους αντιπάλους του. Και, άρα, για να συνεχίσει να ηγείται θα πρέπει να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες να γίνουν τον επόμενο Ιούνιο.

Μέχρι τώρα ο Τούρκος Πρόεδρος έβγαινε νικητής από όλες τις αναμετρήσεις στις οποίες λάμβανε μέρος προβάλλοντας ως μεγάλο «ατού» του τη βελτίωση της οικονομικής καθημερινότητας του μέσου συμπατριώτη του. Μπορεί ο πρώην κουλουράς στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης να έχει συσσωρεύσει -ο ίδιος και ο περίγυρος του- αμύθητα πλούτη, ήταν η βελτίωση στη ζωή τους, την οποία είδαν επί των ημερών του οι Τούρκοι, που τον έκαναν να είναι δημοφιλής και να του συγχωρούνται τόσες και τόσες παρασπονδίες.

Επειδή, όμως, στην πολιτική αλλά και στη ζωή όλα έχουν κάποια στιγμή ένα τέλος, φαίνεται ότι, υπό προϋποθέσεις, το τέλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι μακριά. Η Τουρκία του 2022 αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Το νόμισμα της χώρας, η λίρα, καταρρέει. Ο πληθωρισμός τρέχει με ασύλληπτους ρυθμούς που έχω την αίσθηση ότι ο πληθυσμός καμίας δυτικής χώρας δεν θα μπορούσε να ανεχτεί. Τα φαραωνικά έργα που μέχρι πρότινος ήταν η ατμομηχανή της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, τώρα έχουν γίνει η παγίδα της ερντογανικής οικονομικής πολιτικής.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα αποχαιρετίσει την εξουσία εφόσον στις επόμενες εκλογές βρεθεί αντιμέτωπος με έναν από τους δημοφιλείς δημάρχους της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου ή της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς. Τα πράγματα είναι κάπως πιο αισιόδοξα για τον Ερντογάν εφόσον επιμείνει να είναι υποψήφιος ο αντιδημοφιλής αρχηγός του ρεπουμπλικανικού λαϊκού κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Όλα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απολύτως συμβατά με αυτό το σκηνικό. Το «Μητσοτάκης γιοκ» που εκστόμισε, όχι για πρώτη φορά, ο Ερντογάν μετά την πρόσφατη πολυσήμαντη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Είναι προφανές ότι ο Τούρκος Πρόεδρος προσπαθεί να βρει διέξοδο στα συσσωρευμένα αδιέξοδά του με την κατακόρυφη ύψωση των απειλητικών τόνων κατά της Ελλάδας.

Το γεγονός, μάλιστα, ότι η χώρα μας -με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να βρίσκονται, ευτυχώς, στο ίδιο μήκος κύματος- αποφεύγει να μπει στον λεκτικό καβγά που μεθοδευμένα φαίνεται να προσπαθεί να πυροδοτήσει η ηγεσία της γείτονος, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ήδη δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν.

Όσο και αν είναι ελεγχόμενα τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, θα βρεθεί κάποιος αρθρογράφος που θα συγκρίνει την αποθεωτική υποδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον με την αδυναμία του Τούρκου Προέδρου να πετύχει όχι πρόσκληση στον Λευκό Οίκο ή, πολύ περισσότερο, στο Καπιτώλιο, αλλά ένα απλό τηλεφώνημα από τον Τζο Μπάιντεν για να του παραπονεθεί που επί των ημερών του βγήκε η Τουρκία από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των αεροσκαφών F-35 και δεν ανάβει πράσινο φως για την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 όπως έχει γίνει ήδη με τα ελληνικά.

Όπως και να έχει, πάντως, μπορεί σωστά να ευχόμαστε οι Τούρκοι να πουν «γιοκ» στον αλαζόνα Ερντογάν όταν στηθούν κάλπες στη γείτονα, αλλά δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι τα πράγματα θα αλλάξουν δραστικά όταν και αν χάσει τις εκλογές ο σημερινός Πρόεδρος της Τουρκίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι ο εισβολέας της Κύπρου Μπουλέντ Ετσεβίτ ανήκε στην ίδια παράταξη με εκείνους που ευελπιστούμε ότι μπορεί να κατανικήσουν τον Ερντογάν; 

Οι ελπίδες της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να εναποτίθενται στις συμμαχίες που συνάπτει, στην ισχύ που η ίδια διαθέτει και στην αποφασιστικότητα της ηγεσίας και του λαού της.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

Η βολική καρικατούρα και ο λογαριασμός που θα πληρωθεί

Όποιος πάρει τοις μετρητοίς την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ και προσέλθει την μεθεπόμενη Κυριακή στην ψηφοφορία για την επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα για να βάλει στην κάλπη, αντί για ψηφοδέλτιο, τον λογαριασμό του ρεύματος, κινδυνεύει να έχει την τύχη εκείνων που σήκωναν παλαιότερα τις μπάρες των διοδίων και μετά έτρεχαν στα δικαστήρια για να καταβάλουν με πρόστιμο το αντίτιμο για τις διελεύσεις των οχημάτων τους, το οποίο είχαν νωρίτερα αρνηθεί επηρεασμένοι από όσους τους είχαν παρασύρει στο κίνημα «δεν πληρώνω».

Το σύνθημα «στις 15 Μαΐου ψηφίζουμε όλοι και τους στέλνουμε πίσω τον λογαριασμό», το οποίο λανσάρει τις τελευταίες ημέρες η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θεωρώντας ότι έτσι θα προσελκύσει περισσότερους ψηφοφόρους, δείχνει ότι οι απαρτίζοντες το επιτελείο της Κουμουνδούρου έχουν μάλλον στερέψει από πρωτοτυπία, όχι μόνον σε υλοποιήσιμες προτάσεις, που ποτέ δεν ήταν το δυνατό τους σημείο, αλλά ακόμη και στη συνθηματολογία στην οποία, κακά τα ψέματα, διακρίνονταν για τη φαντασία τους.

Είναι, υπό αυτές τις συνθήκες, απορίας άξιον ποιος είχε τη φαεινή ιδέα ένα κόμμα που διεκδικεί την εξουσία να επικεντρώσει στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού την καμπάνια του με την οποία υποτίθεται ότι σκοπεύει να αποδείξει ότι αποτελεί πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξωφρενικοί λογαριασμοί που φθάνουν τις τελευταίες πολλές εβδομάδες στα περισσότερα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις της χώρας αποτελούν τη βασική πηγή της δυσφορίας και σε κάποιες περιπτώσεις και της αγανάκτησης που αισθάνονται οι πολίτες.

Την ίδια ώρα, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην πληρώνονται από τους πολίτες οι φουσκωμένοι λογαριασμοί δεν συνιστά εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνηση. Ακόμη και αν ήταν η κυβέρνηση αποκλειστικά υπεύθυνη για την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, που δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να το ισχυριστεί βασίμως, το «δεν πληρώνω» από έχοντες και μη έχοντες έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι λύση.

Έπειτα, μάλιστα, από τα μέτρα που ανακοίνωσε την Πέμπτη ο πρωθυπουργός για τους λογαριασμούς του ρεύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να χάσει να χάσει κατά κράτος στο επικοινωνιακό πεδίο. «Επένδυσε» -λανθασμένα, όπως αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά- στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα τολμούσε να λάβει τις απαιτούμενες αποφάσεις για την ανακούφιση της κοινωνίας από τα δυσβάστακτα βάρη που επωμίζεται τόσο από την ενεργειακή κρίση όσο και από τις γενικότερες πληθωριστικές πιέσεις που προϋπήρχαν ως απότοκα της πανδημίας και επιδεινώθηκαν με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για το γνωστό λάθος το οποίο επανειλημμένα έχει διαπράξει τα τελευταία χρόνια η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία, αντί του Κυριάκου Μητσοτάκη, αντιπολιτεύεται μια βολική καρικατούρα -ένα «σκιάχτρο» που η ίδια κατασκευάσει. Μόνον όμως που το κατασκευασμένο «σκιάχτρο» δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, όπως τουλάχιστον τη βιώνει η πλειοψηφία της κοινωνίας.

Από την εποχή που ο κ. Τσίπρας όντας ακόμη πρωθυπουργός, αδιαφορούσε πλήρως για τα συντριπτικά εις βάρος του δημοσκοπικά ευρήματα και δήλωνε βέβαιος ότι δεν υπήρχε «ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει τις εκλογές από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει προσκολλημένη σε μια εικόνα των πραγμάτων που βολεύει την ίδια. Έχει παγιδευτεί σε ένα -μάλλον ιδεοληπτικού τύπου- αφήγημα ότι έχει απέναντι της μια ανάλγητη κυβέρνηση η οποία αντιστρατεύεται το δικό της συμφέρον και παύει κόντρα στα συμφέροντα όσων την ψήφισαν και προσδοκά να την ξαναψηφίσουν.

Το αποτέλεσμα των λανθασμένων εκτιμήσεων για τις προθέσεις της κυβέρνησης είναι ότι ο πήχης τον οποίο της βάζει η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι μόνον υπερβάσιμος, αλλά της δίνει και το πλεονέκτημα να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως υπεύθυνη και κοινωνικά ευαίσθητη. Το καταδεικνύει το γεγονός ότι, την ώρα που ο κ. Τσίπρας ζητούσε να μην πληρώνεται η διαβόητη «ρήτρα αναπροσαρμογής», ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνον την απενεργοποίησε για το μέλλον αλλά δεσμεύθηκε και να επιστραφούν στους καταναλωτές ένα μέρος των επιπλέον χρημάτων τα οποία πλήρωσαν εξαιτίας της.

Σε αντίθεση με τον πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος διατύπωσε προτάσεις, όπως το πλαφόν στις τιμές λιανικής τιμής της ενέργειας, που συνάδουν με τα λογικά ευρωπαϊκά δεδομένα, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτίμησε να καταφύγει στις λαϊκίστικου τύπου μαξιμαλιστικές υπερβολές, οι οποίες μπορεί να ακούγονται ευχάριστα από ένα μέρος των ψηφοφόρων, πλην όμως, δεν πείθουν την πλειοψηφία της κοινωνίας που μάλλον έχει αποκτήσει… ανοσία σε υποσχέσεις για παραδείσιες καταστάσεις που θα προκύψουν αίφνης «με ένα νόμο και με ένα άρθρο».

Όπως και να έχει, πάντως, ο λογαριασμός δεν θα αργήσει να έρθει και να απαιτεί την πληρωμή του. Το κόστος θα το διαπιστώσουμε στις προσεχείς έρευνες της κοινής γνώμης, που κάποιοι έχουν αρχίσει ήδη να φοβούνται. Η πληρωμή, όμως, του τιμήματος, το οποίο αντιστοιχεί στον καθέναν, θα γίνει στις επόμενες εκλογές. Και τότε το «δεν πληρώνω» δεν θα μετρήσει...