Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τράπεζες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τράπεζες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Το μυνήγι της ουράς μας



Στο «παρά πέντε» -ή ακόμη και στο «και πέντε»- ένας ακόμη έλεγχος της τρόικας ολοκληρώνεται και μια ακόμη δόση -τμηματικά ή εφάπαξ- θα καταβληθεί τις επόμενες ημέρες, αφού αγκομαχώντας η Βουλή θα ψηφίσει ένα ακόμη κατεπείγον πολυνομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα, που, ως συνήθως, καθυστέρησαν και αν παραστεί ανάγκη μπορεί να υιοθετηθούν με μια ακόμη πράξη νομοθετικού περιεχομένου.
Αλήθεια, έχουν κάποιο νόημα όλα αυτά; «Έχουν», ίσως πουν κάποιοι από τους ελάχιστους εναπομείναντες αισιόδοξους που διατηρούν ενδεχομένως κάποιες αμυδρές ελπίδες ότι «δεν μπορεί κάποτε θα αρχίσει εκείνη η περιβόητη ανάκαμψη» που όλο την ακούμε και ποτέ δεν την βλέπουμε.
Ακόμη, όμως, και αν έχουν δίκιο οι αισιόδοξοι, που σωστά ενδεχομένως ισχυρίζονται ότι «καμιά κρίση δεν υπήρξε αιώνια», στη δική μας περίπτωση δημιουργείται η αίσθηση ότι η επανάληψη για πολλοστή φορά του ίδιου σκηνικού, όπως αυτό περιγράφεται πιο πάνω, όχι μόνον δεν συμβάλει στην έγκαιρη έλευση της ανάκαμψης, αλλά μάλλον λειτουργεί ως τροχοπέδη.
Χωρίς να ενστερνίζομαι την άποψη που, δυστυχώς, όλο και περισσότεροι διατυπώνουν ότι «όλα είναι στημένα», προβληματίζομαι, ειλικρινά, με όσα διαμείβονται σε αυτές τις περιβόητες «διαπραγματεύσεις» με την τρόικα. Τι νόημα, για παράδειγμα, έχει αυτή η περίφημη κινητικότητα στο δημόσιο τομέα, όπως εξελίσσεται; Ποια μεταρρυθμιστική πνοή θα φυσήξει στη χώρα αν οι εργαζόμενοι στη δημοτική αστυνομία πάψουν να ανήκουν στην ευθύνη των δημάρχων και περάσουν στη δικαιοδοσία της ΕΛΑΣ;
«Βλέπεις το τυρί και δεν βλέπεις τη φάκα, που είναι ότι τους περισσότερους εξ αυτών τους πάνε για απόλυση», θα αντιτάξει πιθανότατα ένας περισσότερο καχύποπτος που μπορεί να έχει δίκιο. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Θα μειωθεί, έστω κατ΄ ελάχιστον, η ύφεση που κατατρώει τις σάρκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας;  Δεν νομίζω. Το πιο πιθανό, για να μην πως το απολύτως βέβαιο, είναι ότι οι απολύσεις θα βαθύνουν την αδηφάγο ύφεση.
Ξέρω ότι πολλοί από τους αυτόκλητους –υποτιθέμενους- συνηγόρους των ανέργων, θα σπεύσουν να επαναλάβουν τη γνωστή επωδό που εκφράζεται με το δήθεν αθώο, πλην, όμως, άκρως υποκριτικό και συνάμα παραπλανητικό ερώτημα: «Οι εκατοντάδες χιλιάδες απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα δεν έχουν ψυχή;».
Χωρίς καμία διάθεση να υπερασπιστώ την αναμφίβολα κακή ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει το ελληνικό δημόσιο, αμφισβητώ ότι το «πήγαινε έλα» που θέλουν να επιβάλουν στους υπαλλήλους του, θα βοηθήσει πραγματικά έστω και έναν άνεργο του ιδιωτικού τομέα να ξαναβρεί τη χαμένη του δουλειά.
Γι' αυτό και όλα αυτά που γίνονται μου θυμίζουν τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του και ποτέ δεν την πιάνει. Όσο οι περισπούδαστοι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας και μαζί τους οι δικοί μας κυβερνητικοί ιθύνοντες αναλώνονταν σε «διαπραγματεύσεις», όπως αυτές που είδαμε τις τελευταίες μέρες, η ημιθανής ελληνική οικονομία εξακολουθούσε να αιμορραγεί εξαιτίας της ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας που υποτίθεται ότι θα σταματούσε με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς πολλά πιο ουσιώδη ζητήματα από την κινητικότητα που θα βοηθούσαν την οικονομία να ανακάμψει αν υπάρχει όντως ενδιαφέρον γι΄ αυτό.  Οι μεγάλοι οδικοί άξονες, επί παραδείγματι, στους οποίους έγιναν εικονικά εγκαίνια πριν από δυόμισι μήνες, δημιουργώντας ελπίδες ότι θα ξαναέδιναν δουλειά σε κάποιους από τους ανέργους, χάσκουν ακόμη ημιτελείς. Και, όμως, ούτε οι τροϊκανοί, ούτε οι εδώ συνομιλητές τους έδειξαν να ενδιαφέρονται. 
Το γιατί μοιάζει ανεξήγητο. Εκτός πια και αν το ζητούμενο είναι να κυνηγάμε την ουρά μας στο πλαίσιο ενός νέου «πειράματος» στο οποίο ενδεχομένως θέλουν να μας υποβάλουν οι «ταλιμπάν» που αποφασίζουν για μας.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 7.7.2013)

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Οι κυβερνήσεις πέφτουν,οι κρατικοδίατοι μένουν

            Τον περασμένο μήνα σε μια ακριτική περιοχή της Ελλάδας, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, έγιναν τα εγκαίνια μιας νέας μονάδας ανακύκλωσης πλαστικού που εγκαταστάθηκε σε ένα παλαιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας το οποίο έβαλε λουκέτο πριν από μερικά χρόνια. Παρότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται δεν είναι παρά ένα μικρό ποσοστό –ίσως και κάτω από 10%- όσων απασχολούνταν παλαιότερα στον ίδιο χώρο, η επένδυση θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντική για την περιοχή που δοκιμάζεται από την ερήμωση και την πληθυσμιακή γήρανση.
Ο επιχειρηματίας, ο οποίος είναι ο ίδιος που είχε κλείσει και ένα όμοιο εργοστάσιο στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, το οποίο είχε επίσης αποκτήσει όταν πριν από δύο δεκαετίες είχε ανακύψει το ζήτημα με τις περιβόητες «προβληματικές» επιχειρήσεις που είχαν περάσει για κάποιο διάστημα στον έλεγχο του δημοσίου, σε μια -μάταιη, όπως αποδείχθηκε- προσπάθεια να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, ήθελε να γιορτάσει το επιχειρηματικό του “come back” στην περιοχή.
Ετοίμασε, λοιπόν, μια μικρή φιέστα, στην οποία κάλεσε το τοπικό πολιτικό προσωπικό, ενώπιον του οποίου εξαπέλυσε έναν… πύρινο λόγο κατά του ελληνικού κράτους, αλλά και των πολιτικών ταγών του, τέτοιον που θα… ζήλευαν και «πούροι» αντιεξουσιαστές, παρόλο που η ουσία των λεγομένων του δεν διέφερε και πολύ από τα επιχειρήματα των προ ετών «αποκλεισμένων» στα χιόνια κατοίκων των βορείων προαστίων της Αθήνας που διαμαρτυρόταν, μέσω της τηλοψίας, κραυγάζοντες «που είναι το κράτος;».
Οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, κατά δήλωση ορισμένων από τους παρισταμένους, ένοιωσαν βαριά την προσβολή που τους έγινε –να κληθούν, δηλαδή, σε μια φιέστα για να ακούσουν να τους σύρει ο οικοδεσπότης τα «εξ αμάξης»-, αλλά, παρά ταύτα, κανείς τους δεν αντέδρασε –κάποιοι ενδεχομένως και από ενοχή, αφού δεν αποκλείεται να του είχαν ζητήσει και καμία πρόσληψη πολιτικού τους φίλου ή συγγενούς.
Έτσι, δεν τόλμησε κάποιος να σηκωθεί και να υπενθυμίσει στον συγκεκριμένο επιχειρηματία, ο οποίος χρημάτισε κατά το παρελθόν στην προεδρία του ΣΕΒ, ότι υπήρξε και ο ίδιος πολιτικός και μάλιστα διορισμένος και όχι αιρετός, αφού θήτευσε ως ευρωβουλευτής και στη διάρκεια της «χαρισάμενης» πενταετούς παρουσίας του στις Βρυξέλλες δεν έτυχε να πληροφορηθούμε κάποια ιδιαίτερη επίδοση που να τον διαφοροποιεί από εκείνους τους οποίους τώρα ψέγει με τόση αυστηρότητα.  
Το ακόμη δυστυχέστερο, όμως, είναι ότι δεν σηκώθηκε ένας από τους προσβεβλημένους τοπικούς παράγοντες να του επισημάνει ότι, από τα στοιχεία που ο ίδιος δημοσιοποίησε, το 40% της επένδυσής του είναι από κρατική και κοινοτική επιχορήγηση –χρήματα, δηλαδή, των Ελλήνων και Ευρωπαίων φορολογουμένων-, ένα επίσης αξιοσέβαστο μέρος προέρχεται από τραπεζικό δανεισμό –τον οποίο χωρίς την εγγύηση του υπερχρεωμένου ελληνικού δημοσίου, μάλλον δεν θα εξασφάλιζε-, ενώ οι καταλήξεις στην επωνυμία των εταιριών που μετέχουν στο επενδυτικό του σχήμα, μαρτυρούν πως, αν δεν είναι offshore, σίγουρα δεν έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, με ό,τι σημαίνει αυτό για τη φοροδοτική τους συμπεριφορά.  
Θυμήθηκα τη μικρή πικρή ιστορία με αφορμή την πρόσφατη γενική συνέλευση του ΣΕΒ, στην οποία τα ηγετικά του στελέχη επιδόθηκαν σε… μαρξιστικές κορώνες και αντιμνημονιακές ρεβεράντζες προς τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο κάλεσαν προφανώς στη λογική του «ποιος ξέρει τι μπορεί να βγάλει η επόμενη κάλπη…» και σε ανάμνηση, ίσως, του «εμείς πρέπει να είμαστε πάντα με το γκουβέρνο», που αποδίδεται στον Μποδοσάκη, στην εμβληματική προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρείν του προηγούμενου αιώνα.  
Μια μέρα μετά, όμως, οι αντιμνημονιακές μάσκες έπεσαν παταγωδώς με την άρνηση της ηγεσίας του ΣΕΒ να προσυπογράψει την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τον καθορισμό του κατώτερου μισθού που αποκάλυψε περίτρανα ότι οι Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες –αρκετοί από τους οποίους κατ΄ όνομα και μόνον επιχειρούν- θέλουν ή δεν θέλουν το μνημόνιο ανάλογα με τα κοντόθωρα μικροσυμφέροντά τους.
Γι΄ αυτό και με κάθε ευκαιρία επιτίθενται στον δημόσιο τομέα, όταν φυσικά δεν τον απομυζούν οι ίδιοι, ενώ δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση να συμβάλλουν στο ελάχιστο για να περιοριστεί η λαίλαπα που σαρώνει τις εργασιακές σχέσεις (και) στον ιδιωτικό τομέα, παρόλο που η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι θεσπισμένοι κανόνες του παιχνιδιού στις κοινωνικές σχέσεις συμβάλλουν αποφασιστικά στην υγιή επιχειρηματικότητα.   
Εν κατακλείδι; Οι κυβερνήσεις πέφτουν, αλλά οι κρατικοδίατοι επιχειρηματίες μένουν σταθεροί και απαρασάλευτοι.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.5.2013)

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

«Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας»

Θα είχε ενδιαφέρον να καταμετρούσε κανείς πόσες φορές από το περασμένο καλοκαίρι που ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις της σημερινής κυβέρνησης με την τρόικα, έχει δώσει ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας την ίδια στερεότυπη απάντηση που έδωσε την Κυριακή, καθώς έβγαινε –για… εκατοστή ίσως φορά- από το Μέγαρο Μαξίμου, επαναλαμβάνοντας ότι «υπάρχει σημαντική πρόοδος».
Όσο και αν είναι κατανοητό ότι μέσα στα «καθήκοντα» του επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης είναι να δείχνει ψύχραιμος και να προκαλεί με τη δημόσια εικόνα του αίσθημα –τεχνητής, έστω- αισιοδοξίας, έχω την εντύπωση ότι η όλη η υπόθεση έχει πλέον καταντήσει παρά πολύ κουραστική, πιο κουραστική ίσως και από την καταμέτρηση των «κλισέ» δηλώσεων του κ. Στουρνάρα.
Δεν ξέρω πόσο πραγματικά εξυπηρετούν όλα αυτά την προσπάθεια να δημιουργηθεί κλίμα πολιτικής σταθερότητας, αλλά εκείνο που με βεβαιότητα μπορώ να ισχυριστώ είναι ότι, η παράταση του σήριαλ υπό τον τίτλο «πρόοδος στις διαπραγματεύσεις» με την τρόικα, εκτός από την δεδομένη απέχθεια των πολιτών, βλάπτει σοβαρά την οικονομική σταθεροποίηση.
Οκτώ μήνες τώρα η χώρα αντί για την πολυπόθητη επανεκκίνηση της οικονομίας, μετρά καθημερινά εκατόμβες νέων ανέργων, την ίδια ώρα που χιλιάδες άλλοι οι οποίοι αν και –υποτίθεται ότι- εργάζονται μένουν απλήρωτοι, αφού οι επιχειρήσεις που τους απασχολούν πνίγονται από την έλλειψη ρευστότητας που τροφοδοτείται (και) από την παρατεινόμενη τραπεζική κρίση.
Λίγες μόνον ώρες, άλλωστε, μετά την τελευταία περί… προόδου διαπίστωση του κ. Στουρνάρα, ήρθε μια ακόμη ανατροπή στα κυβερνητικά σχέδια με την απαίτηση, όπως φαίνεται, της τρόικας να ματαιωθεί η συγχώνευση της Εθνικής Τράπεζας με την Eurobank, ματαίωση που οι συνέπειες βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον θα είναι τεράστιες, αφού ρίχνει πολύ νερό στον μύλο της οικονομικής αβεβαιότητας και ανασφάλειας.
Δεν είμαι από εκείνους που θα βιαστούν να ρίξουν το εύκολο «ανάθεμα» στη μια ή στην άλλη πλευρά, δηλαδή στην κυβέρνηση ή στην τρόικα, πλην, όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν σοβαρές ευθύνες για το «φιάσκο» της  τραπεζικής συγχώνευσης, ευθύνες που πρέπει να καταλογιστούν σε εκείνους στους πραγματικά ανήκουν.
Δεν μπορεί τη μια στιγμή να είναι "σπουδαίο γεγονός" η ένωση των δυνάμεων των δύο πιστωτικών ιδρυμάτων και σε λίγους μήνες να συνιστά "καταστροφή". Κάποιος πρέπει να εξηγήσει τι άλλαξε μέσα σε λίγους μήνες και ποια συμφέροντα ήταν εκείνα που προώθησαν το σχέδιο και ποιοι εξυπηρετούνται τώρα που πάει στράφι το εγχείρημα.   
Εδώ, ωστόσο, που έχουν φθάσει τα πράγματα, το πιο σημαντικό –όχι μόνον σε σχέση με τον τραπεζικό «γάμο» που δεν έγινε- είναι να αντιληφθεί η κυβέρνηση, την οποία ψήφισε ο ελληνικός λαός και όσοι από τον πολιτικό κόσμο την απαρτίζουν θα κριθούν στις επόμενες εκλογές, ότι μόνον μια επιλογή έχει: να βάλει το συντομότερο δυνατό ένα τέλος στο «μαρτύριο της σταγόνας», στο οποίο υποβάλει την ίδια η τρόικα και εκείνη με τη σειρά της τους έλληνες πολίτες.
Η διαιώνιση της σημερινής κατάστασης, που θυμίζει τον ευρηματικό τίτλο «όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» (του πολύ ωραίου μυθιστορήματος του Γιώργου Σκαμπαρδώνη), μόνον (οικονομικά) ερείπια επισωρεύει, σε βαθμό δε τέτοιο που σε λίγο δεν θα έχει μείνει τίποτε όρθιο…
Υ.Γ.: Την επόμενη φορά που θα βγει από το Μαξίμου ο υπουργός Οικονομικών ας δοκιμάσει να μην επαναλάβει το «υπάρχει πρόοδος». Μπορεί να του φέρει… γούρι και την (μεθ)επόμενη φορά να μπορέσει να ανακοινώσει το τέλος των διαπραγματεύσεων.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 8.4.2013)

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Πειραματισμοί και μαθήματα από την κυπριακή τραγωδία

            Σε αντίθεση με τις θετικές επιστήμες, στις θεωρητικές και δη στις ανθρωπιστικές, όπως είναι η οικονομική και η πολιτική επιστήμη, δεν χωρούν πειράματα. Η αντοχή των υλικών, για παράδειγμα, την οποία μπορεί να δοκιμάσει ένας φυσικός, οδηγεί σε αξιωματικά συμπεράσματα και στη διατύπωση γενικών νόμων που ισχύουν παντού και πάντοτε.
            Με τους ανθρώπους, όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Αφενός, διότι το υποκείμενο του πειράματος μπορεί να μην αντέξει την πειραματική δοκιμασία. Αφετέρου, επειδή οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν είναι ομοιόμορφες και επηρεάζονται από καταστάσεις που δεν αναλύονται εργαστηριακά. Με αποτέλεσμα η εκτέλεση του κοινωνικού πειράματος να καταλήγει τις περισσότερες φορές σε έναν ατελέσφορο πειραματισμό που το μόνο που επιτυγχάνει είναι να προκαλεί ανήκεστο βλάβη στο ίδιο το πειραματόζωο.
            Υπό αυτή την έννοια, η Κύπρος αποτέλεσε αυτές τις μέρες, όπως είχε συμβεί παλαιότερα με την Ελλάδα, θύμα επικίνδυνων πειραματισμών στους οποίους επιδίδονται οι φανατικοί αλχημιστές του Βερολίνου και των Βρυξελλών και που το αποτέλεσμα τους, αν εξαιρέσει κανείς τη δεδομένη κοινωνική καταστροφή που προκαλούν, είναι αβέβαιο που θα οδηγήσουν την Κύπρο, την Ελλάδα, την Ευρώπη ολόκληρη. 
Το μόνο, εξάλλου, βέβαιο είναι ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας κυπριακής τραγωδίας, με τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις, στην οποία, όμως, εκτός από τους εγκληματικούς ευρωπαϊκούς πειραματισμούς, μεγάλη συμβολή είχαν, δυστυχώς, και οι αστόχαστα καταστροφικοί ερασιτεχνισμοί της κυπριακής ηγεσίας.
Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρώντας μια –εν βρασμώ, ίσως- σύνοψη του τελευταίου δεκαήμερου που συγκλόνισε την Κύπρο, νομίζω ότι μπορεί κανείς να καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα - «μαθήματα» που εξάγονται από τα γεγονότα και έχουν ευρύτερη σημασία και διαχρονική αξία.
Μάθημα πρώτο: Στον «λάκκο των λεόντων» δεν πας με μοναδική ασπίδα τις δημόσιες σχέσεις. Όπως αποδείχθηκε ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, βασιζόμενος στην προεκλογική στήριξη που του παρέσχε η Άνγκελα Μέρκελ, προσήλθε… χαρωπός στο Eurogroup της 15ης Μαρτίου, θεωρώντας ότι θα εξασφάλιζε χωρίς ανταλλάγματα τη βοήθεια που ζητούσε. Έφυγε, εν τέλει, με τα αυτιά κατεβασμένα όταν του ζήτησαν να αναιρέσει τη μόνη ουσιώδη δέσμευση που είχε αναλάβει προεκλογικά και ήταν ότι δεν θα δεχθεί το «κούρεμα» καταθέσεων.
Μάθημα δεύτερο: Χωρίς επεξεργασμένη εναλλακτική πρόταση, δεν καταφεύγεις σε λεονταρισμούς, αφού η όποια διαπραγματευτική δύναμη διαθέτεις εκμηδενίζεται. Αν βαρύνεται περισσότερο με κάτι από όλα όσα έγιοναν η σημερινή ηγεσία της Κύπρου είναι ότι δεν είχε μελετήσει το θέμα που κλήθηκε να χειριστεί. Το… νεροπίστολο των μελλοντικών ενεργειακών αποθεμάτων που προέταξε απέναντι στο υπερόπλο της άμεσης και άτακτης χρεοκοπίας, που κρατούσαν οι αντίπαλοί της, ήταν από την αρχή βέβαιο ότι δεν θα έφερνε αποτέλεσμα.
Μάθημα τρίτο: Η υπερτίμηση της γεωπολιτικής θέσης οδηγεί σε ταπείνωση. Αυτό ακριβώς συνέβη με το βεβιασμένο και απαράσκευο ταξίδι στη Μόσχα του μοιραίου υπουργού Οικονομικών Μιχάλη Σαρρή. Αν μη τι άλλο, ο ίδιος και όποιοι άλλοι πήραν αυτή την απόφαση αυτή, όφειλαν να ρωτήσουν τους προκατόχους τους και να μην φαντασιώνονται ότι θα μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξουν οι πολύπλοκες στρατηγικές συμμαχίες μιας μεγάλης χώρας, όπως είναι η Ρωσία.   
Μάθημα τέταρτο: Η έλλειψη ψυχραιμίας δεν υπήρξε ποτέ καλός σύμβουλος στην αντιμετώπιση κρίσεων. Ο πανικός από την οποίο κατελήφθησαν οι ιθύνοντες της Λευκωσίας μετά τις αρχικές σκληρές απαιτήσεις των εταίρων και των δανειστών της, τους στέρησε τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν –όσο ήταν δυνατόν- το αρχικό σχέδιο και να αναλογιστούν τις χειρότερες συνέπειες της απόλυτης άρνησης τους που πολύ γρήγορα βρήκαν μπροστά τους.
Μάθημα πέμπτο: Οι καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων κοστίζουν πανάκριβα. Στην κοστοβόρα αβελτηρία του τέως προέδρου Δημήτρη Χριστόφια να λάβει μόνος του τα ενδεδειγμένα μέτρα (στον τραπεζικό και όχι μόνον τομέα) που θα έβγαζαν τη χώρα από την κρίση, προστέθηκαν οι αστείοι ελιγμοί της σημερινής κυβέρνησης που ενέτειναν το πρόβλημα. Έτσι, ο λογαριασμός που καλούνται τώρα να πληρώσουν οι πολίτες της κυπριακής Δημοκρατίας είναι σαφώς μεγαλύτερος και πιο επώδυνος.
Αν, πάντως, έχουν κάποια σημασία, στην παρούσα συγκυρία, όλα αυτά τα «μαθήματα», δεν είναι για να καταλογιστούν οι αναμφισβήτητες ευθύνες. Είναι, πρωτίστως, για να αντιληφθούμε όλοι –και κυρίως η κυπριακή ηγεσία- για το τι πραγματικά συνέβη και πως οδηγήθηκαν τα πράγματα στη τραγική διάσταση που πήραν μετά τις τελευταίες αποφάσεις.  Στο τέλος – τέλος, ο καπιταλισμός είναι καπιταλισμός και για το μόνο που δεν διακρίνεται είναι για τον συναισθηματισμό και τη φιλανθρωπία του…
(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 26.3.2013) 

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Υπάρχει εναλλακτική στην «τσιγκούνα θεία»;


           Κακώς, κάκιστα ίσως, δεν εξαιρέθηκαν εξ αρχής από το «κούρεμα» οι μικροκαταθέτες των κυπριακών τραπεζών. Και δεν χρειάζεται να μας το πει ο «πολύς» Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ο οποίος πριν από ένα χρόνο επέμενε άτεγκτα να περιληφθούν στο απείρως πιο καταστροφικό ελληνικό PSI οι Έλληνες μικροομολογιούχοι που και αυτοί αποταμιευτές ήταν, δεν ήταν ούτε επενδυτές, ούτε κερδοσκόποι.
          Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι η πολύ πιθανή απαλλαγή των Κυπρίων μικροκαταθετών ουδόλως αλλάζει τα δυσμενή δεδομένα του ασύμμετρου οικονομικού πολέμου που διαδραματίζεται στην Κύπρο. Ακόμη δε χειρότερα, η επικέντρωση της όλης συζήτησης στους μικροκαταθέτες, μόνον ως υπεκφυγή και αποπροσανατολισμός λειτουργεί και δεν μετριάζει τη ζημιά που σίγουρα προκαλείται από το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ευρώπη «μπαίνει χέρι» στους τραπεζικούς λογαριασμούς.
          Εξάλλου, είτε εξαιρεθούν ολοσχερώς οι μικροκαταθέτες από το «κούρεμα», είτε μειωθεί το ποσοστό της δικής τους συμμετοχής, ο βαρύς λογαριασμός που καλείται να πληρώσει η μικρή Κύπρος για να περισώσει ό,τι περισώζεται από το υπερτροφικό τραπεζικό της σύστημα, το οποίο από μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημά της μετατράπηκε σε ασήκωτο βαρίδι που απειλεί να την βουλιάξει οικονομικά, δεν φαίνεται να αλλάζει ουσιαστικά.
          Δυστυχώς, η «τσιγκούνα θεία», όπως μάλλον εύστοχα, αποκάλεσε την Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, ο αρχηγός του αντιπάλου γερμανικού κόμματος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, δεν πρόκειται να γίνει ξαφνικά γενναιόδωρη και να απαρνηθεί την τευτονική πειθαρχία την οποία βάλθηκε να να επιβάλει από άκρου εις άκρον της Ευρώπης.
         Αν δει, όμως, κανείς χωρίς συναισθηματισμούς το πρόβλημα της Κύπρου, με λύπη διαπιστώνει ότι το ακόμη μεγαλύτερο δυστύχημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι στην πολιτική της Μέρκελ δεν προβάλλεται καμία σοβαρή εναλλακτική πρόταση που να συνιστά ουσιαστική λύση στο αδιέξοδο ενώπιον του οποίου βρίσκεται η αδύναμη κυπριακή ηγεσία.
         Δεν είναι μόνον ότι καμία από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης –ακόμη και από αυτές που κινδυνεύουν λίαν συντόμως να βρεθούν στη θέση της Λευκωσίας- δεν εξέφρασε αντιρρήσεις στις αποφάσεις που επέβαλε ο Β. Σόιμπλε τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου στο Eurogroup.
         Είναι, κυρίως, ότι τόσο πριν όσο μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup δεν βρέθηκε κανείς –στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο- πρόθυμος να βάλει το χέρι στη δική του τσέπη και να προσφέρει στην Κύπρο τα χρήματα που χρειάζεται ή έστω να υποδείξει μια άλλη πηγή από την οποία θα μπορούσαν να αντληθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια.
         Βλέπετε, ακόμη και οι «ομόδοξοι» Ρώσοι του Β. Πούτιν, κατέστησαν σαφές ότι ενδιαφέρονται πρωτίστως να μη θιγούν οι συμπατριώτες τους που πήγαν τα «μαύρα» τους στο νησί, ενώ φαίνεται να είναι διστακτικοί ακόμη και για να ανανεώσουν το «δανειάκι» των περίπου τριών δισ. ευρώ που –προφανώς με το αζημίωτο- χορήγησαν παλαιότερα στην κυπριακή κυβέρνηση.      
         Κακά τα ψέματα, το ποσό των συνολικά 17 δισεκατομμυρίων ευρώ που απαιτείται για το πρόγραμμα «διάσωσης» (;) της κυπριακής οικονομίας δεν πρόκειται να μειωθεί και τα 5,6 δισ. ευρώ που είναι αναγκαία για να μπορέσουν να σταθούν όρθιες οι κυπριακές τράπεζες δεν θα «πέσουν από τον ουρανό».
         Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυπριακή ηγεσία δεν έχει παρά να σταθμίσει με ψυχραιμία την κατάσταση, να εξαντλήσει τη δημιουργική της φαντασία και να αναζητήσει τη βέλτιστη λύση για τους πολίτες της. Χωρίς, όμως, περαιτέρω χρονοτριβές και ατέρμονες υπεκφυγές.
          Όπως, άλλωστε, αποδείχθηκε, η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων που παρατηρήθηκε τους τελευταίους μήνες με τις αμφιθυμίες της κυβέρνησης του Δημήτρη Χριστόφια, δεν μετρίασε τη ζημιά, μάλλον την επαύξησε. Το ίδιο προφανώς ισχύει και τώρα όσο η κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη ακολουθεί την πεπατημένη και νομίζει ότι κερδίζει κάτι αναβάλλοντας την λήψη αποφάσεων και κρατώντας κλειστές τις τράπεζες.

                    (Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 19.3.2013)

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Τι(ς) πταίει για τη νέα «κυπριακή προδοσία»

            Ταξιδεύοντας για πρώτη φορά στην Κύπρο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχα στο μυαλό μου το στερεότυπο για τη «μαρτυρική Μεγαλόνησο» που προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές της εισβολής και της κατοχής που απείχαν λιγότερο από δύο δεκαετίες.
            Στην πρώτη, ωστόσο, ξενάγηση που μου έγινε στη Λευκωσία, άρχισα να αλλάζω οπτική, ιδίως αφότου άκουσα με έκπληξη την φίλη που μας συνόδευε και είχε μόλις αφήσει μια καλή δουλειά στο κυπριακό δημόσιο για να ξεκινήσει τη δική της επαγγελματική δραστηριότητα, να αναφωνεί: «Να και άλλη τράπεζα άνοιξε εδώ. Να θυμηθώ τη Δευτέρα να έρθω να ζητήσω ένα δάνειο».
            Λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, η Κύπρος στον οικονομικό τομέα ξεπέρασε πολύ γρήγορα το σοκ του πολέμου του 1974 και επωφελούμενη από τις εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή έγινε πόλος έλξης κεφαλαίων που δημιούργησαν συν τω χρόνω έναν υπερτροφικό τραπεζικό τομέα, ο οποίος έδινε αφειδώς δάνεια.
            Το φθηνό χρήμα, στο οποίο είχαν εύκολη πρόσβαση οι κυπριακές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, οδήγησε μια πρωτοφανή οικονομική άνθηση στις ελεύθερες περιοχές του νησιού που γνώρισαν συνθήκες ευημερίας, τέτοιες που κατά πολλούς απετέλεσαν ίσως τον βασικότερο λόγο για τον οποίο ένα μεγάλο μέρος της τοπικής ελίτ δεν έδειχνε και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επίλυση του Κυπριακού. 
            Η επίπλαστη ευημερία, όμως, των Κυπρίων, που στηρίχθηκε στην προσέλκυση κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα, το οποίο λειτούργησε ως καταφύγιο –«μαύρου» κατά το μέγιστο μέρος του- χρήματος, αρχικά από τη Μέση Ανατολή και εν συνεχεία από τους ολιγάρχες που αναδείχθησαν από τα ερείπια της κατάρρευσης του Ανατολικού συνασπισμού, απεδείχθη ότι δεν ήταν –και πως θα μπορούσε, άλλωστε;- αιώνια.
            Οι αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις του νησιού όλων των αποχρώσεων –δεξιές, αριστερές και κεντρώες- μοίρασαν και μοιράστηκαν κάθε είδους προνόμια, με τη νοοτροπία του νεόπλουτου, που δεν κόπιασε και πολύ για να αποκτήσει αυτά που έχει. Κάπως έτσι ήρθε τώρα η ώρα να πληρώσουν οι Κύπριοι πολίτες τον βαρύ λογαριασμό για άφρονες πράξεις και παραλείψεις που βαρύνουν το πολιτικό σύστημα της χώρας, το οποίο στο σύνολό του και σχεδόν χωρίς εξαίρεση μετείχε –λιγότερο ή περισσότερο- στη νομή της εγχώριας εξουσίας.
            Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από ορισμένους ότι η Κύπρος πληρώνει το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκια τους οι κυπριακές τράπεζες, μπορεί να έχουν κάποια βάση αληθείας, δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν το μεγάλο οικονομικό πρόβλημα με το οποίο είναι αντιμέτωπη η χώρα και το οποίο έγινε ακόμη μεγαλύτερο επειδή τα δύο τελευταία –προεκλογικά- χρόνια δεν λήφθηκαν οι απαιτούμενες γενναίες αποφάσεις.  
            Βάση αληθείας, επίσης, μπορεί να έχουν και οι ισχυρισμοί ότι η Κύπρος έγινε «κάρφος εν οφθαλμώ» για άλλες χώρες που δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι τη μετατροπή της σε ένα από τα ισχυρά ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά κέντρα. Ούτε αυτό, όμως, το επιχείρημα είναι αρκετό για να καλύψει τα ανομήματα της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας που δεν φρόντισε τον καιρό του εύκολου χρήματος και της αλματώδους ανάπτυξης να θωρακίσει την οικονομία, αποτρέποντας ελλείμματα και χρέη.  
            Το ίδιο, εξάλλου, ισχύει και για το επιχείρημα ότι ενδεχομένως με την οικονομική ασφυξία που συνιστούν τα σκληρά μέτρα «διάσωσης» που έλαβαν οι ευρωπαίοι εταίροι, οι τελευταίοι (ή κάποιοι που είναι πίσω τους) ευελπιστούν να «βάλουν χέρι» στα μελλοντικά ενεργειακά αποθέματα της χώρας. Είναι πολύ πιθανό να είναι έτσι, αλλά οι πολιτικοί ταγοί τι έκαναν για να το αποτρέψουν;
            Εν ολίγοις, η νέα αυτή «κυπριακή προδοσία», για την οποία πολλοί ήδη ομιλούν, δεν είναι παρά αποτέλεσμα αποφάσεων που ελήφθησαν –ή δεν ελήφθησαν- από την ιθύνουσα τάξη της Κύπρου που άφησε τη χώρα ανοχύρωτη απέναντι στις βουλήσεις του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο, ως γνωστόν, δεν έχει ούτε πατρίδα, ούτε ηθική.
Γι΄ αυτό και τώρα είναι η ώρα όσοι απαρτίζουν την κυπριακή ηγεσία να αναλάβουν όλοι μαζί τις ευθύνες τους, να πουν την αλήθεια στον κυπριακό λαό και να πάρουν τις καλύτερες αποφάσεις που θα βγάλουν τη χώρα τους από τη δεινή θέση στην οποία οι ίδιοι την οδήγησαν.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.3.2013)

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Γιατί δεν μας… χόρτασε ο λόγος του Φρανσουά Ολάντ

«Ο λόγος σου μάς χόρτασε και το ψωμί σου φάτο...», θα λέγαμε υπό άλλες συνθήκες στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ που μας επεφύλαξε, κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας, θερμούς παρηγορητικούς λόγους και μας έδωσε πολλές υποσχέσεις για γαλλικές επενδύσεις στην Ελλάδα.
Θα μπορούσαμε, ίσως, να το πούμε αυτό αν είχε σταματήσει η πορεία της συνεχούς διολίσθησης στην οποία φαίνεται να έχουμε εγκλωβιστεί και από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, όσο και αν ακούμε επαίνους από τους εταίρους μας για τα οικονομικό πρόγραμμα της Ελλάδας που, όπως λένε, «βρίσκεται εντός τροχιάς», προσπαθώντας μάλλον να λειτουργήσει ο λόγος τους ως… αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Δεν ξέρω για ποια τροχιά ομιλούν, αλλά όποιος βιώνει την ελληνική πραγματικότητα, μόνον… εκτροχιασμένες καταστάσεις συναντά και σωστά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας προειδοποίησε, απευθυνόμενος στον Γάλλο ομόλογό του, για τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης εξαιτίας της βαθύτατης ύφεσης στην οποία έχουμε παγιδευτεί.
Η ανεργία εξακολουθεί να καλπάζει με χίλιους συμπολίτες μας (όσοι οι κάτοικοι μιας κωμόπολης!) να χάνουν κάθε μέρα τη δουλειά τους και πολύ περισσότερους να δουλεύουν μεν αλλά να είναι απλήρωτοι, γιατί οι εργοδότες τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Οι πολυδιαφημισμένες δόσεις που εξασφαλίσαμε τον περασμένο Δεκέμβριο δεν φαίνεται να είχαν τη θετική επίπτωση που αναμενόταν, αφού οι τράπεζες, προς τις οποίες κατευθύνθηκαν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πόρων, όχι μόνον δεν διοχέτευσαν ρευστότητα στην ασφυκτιούσα αγορά, αλλά το τελευταίο διάστημα κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση έχοντας κλείσει απολύτως τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης για όλες τις επιχειρήσεις.
Η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, για τα οποία τόσες φορές… πανηγυρίσαμε που τα εξασφαλίσαμε, παραμένει σε απαράδεκτα χαμηλούς ρυθμούς, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την ανάγκη που ένοιωσε ο πρωθυπουργός να ορίσει, μόλις την περασμένη εβδομάδα, τον Κυριάκο Βιρβιδάκη  ως νέο υφυπουργό για το ΕΣΠΑ, από το οποίο, μέχρι τώρα, τα περισσότερα χρήματα που εκταμιεύονται είναι για –μάλλον «εικονικά»- επιμορφωτικά σεμινάρια.
Την ίδια ώρα τα γραφειοκρατικά εμπόδια που είναι ορθωμένα παντού γίνονται όλο και πιο απροσπέλαστα, από τα δικαστήρια που δίνουν πρώτη δικάσιμο σε δύο με τρία χρόνια, ως το ΓΕΜΗ που δημιουργήθηκε ως «σημείο μιας στάσης» για τις επιχειρήσεις και, παρότι ανήκει στην αρμοδιότητα του προέδρου του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου, τον οποίο βλέπουμε συχνά να κατακεραυνώνει γενικώς και αορίστως το κράτος, κάνει πάνω από ενάμισι μήνα για να διεκπεραιώσει μια απλή δημοσίευση καταστατικού εταιρίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, οι υποσχέσεις για επενδύσεις που μας έδωσε ο Γάλλος Πρόεδρος δεν μοιάζουν ικανές να ανατρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί στη χώρα. Ακόμη και αν αύριο το πρωί οι Γάλλοι επιχειρηματίες που έφερε μαζί του ο κ. Ολάντ και έδειξαν ενδιαφέρον να επενδύσουν στη χώρα μας, ξαναπάρουν το αεροπλάνο για την Αθήνα, φθάνοντας εδώ θα βρεθούν αντιμέτωποι με τέτοιο χάος που γρήγορα θα γυρίσουν άπραγοι στο Παρίσι.
Χωρίς να θέλω να μειώσω τη σημασία των διεθνών επαφών, έχω την αίσθηση ότι οι χαρές και τα πανηγύρια που στήσαμε για την –αναμφίβολα αναγκαία και απολύτως πετυχημένη σε συμβολικό επίπεδο συμβολισμού- επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου, σύντομα θα ξεχαστούν, γιατί θα αποδειχθούν στην πράξη άνευ ουσιαστικού αντικειμένου.
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, κανείς να είναι εξειδικευμένος οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι στις μέρες μας η προσέλκυση επενδύσεων δεν γίνεται με διακρατικές συμφωνίες κορυφής, αλλά με τη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Και αυτό ακριβώς είναι που λείπει από τη χώρα μας, όχι μόνον επειδή μια δράκα κουκουλοφόρων επιτίθεται στις εγκαταστάσεις του χρυσωρυχείου της Χαλκιδικής, ούτε γιατί ένας γενικός γραμματέας πιστεύει ότι έχουμε ακόμη υψηλό κατώτατο μισθό.
Για να υπάρξει ουσιαστική προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα χρειάζεται να αλλάξουν πολλά. Με κυριότερο τις νοοτροπίες του παρελθόντος που ευθύνονται για την κρίση και που αυτή, δυστυχώς, δεν έχει καταφέρει ακόμη να τις εξαλείψει.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 20.2.2013).

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Τα παιδιά της χρόνιας ανομίας

Χύνεται, δικαιολογημένα, πολλή μελάνη και θα χυθεί ακόμη περισσότερη το επόμενο διάστημα για να αναλυθεί το φαινόμενο των «εικοσάρηδων» που πήραν τα όπλα και επιδίδονται σε ληστείες για να εξασφαλίσουν τα χρήματα, τα οποία, όπως φαίνεται να πιστεύουν, θα τους επιτρέψουν να γκρεμίσουν το σημερινό κόσμο, τον κόσμο των γονιών τους, ακόμη και αν δεν μοιάζει να είναι ξεκάθαρο στο μυαλό τους με τι θα τον αντικαταστήσουν.
Πέρα από την περιπτωσιολογία και τις δημοσιογραφικά πολλαπλά ενδιαφέρουσες προσωπικές ιστορίες που φέρνουν στο φως οι συλλήψεις των νεαρών τρομοκρατών, εκείνο που περισσότερο από όλα νομίζω ότι χρειάζεται να εξηγηθεί είναι η μαζικότητα που τείνει να λάβει το φαινόμενο των παιδιών που ακολουθούν τέτοιες ατραπούς.
Τι κάνει, άραγε, όλο και περισσότερο νέα παιδιά να οδηγούνται σε τέτοια πορεία;  Η ατομική ευθύνη καθενός από αυτά τα παιδιά είναι, βεβαίως, αναμφισβήτητη. Και, ενδεχομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως να μη μπορεί να παραγνωριστεί εύκολα ο ρόλος του οικογενειακού  περιβάλλοντός, παρόλο που πολλές έρευνες καταδεικνύουν ότι οι επιρροές της οικογένειας δεν είναι τις περισσότερες φορές αυτές που κυρίως καθορίζουν τις επιλογές και τα πρότυπα των παιδιών.
Όπως και να έχει, όμως, τα στερεότυπα για τη… βαρεμάρα των μεγαλωμένων στα πούπουλα παιδιών των βορείων προαστείων, δεν νομίζω ότι επαρκούν για να δώσουν πειστικές απαντήσεις σε ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο. Άλλωστε, και άλλες κοινωνίες έχουν βλαστούς που μεγαλώνουν με «νταντάδες» σε μεγαλοαστικές περιοχές και φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία, χωρίς αυτό να τα κάνει να μπαίνουν στις τράπεζες οπλισμένα με καλάσνικωφ ή να γυρνούν τις νύχτες και να διασπείρουν, όπου μπορούν, γκαζάκια και εκρηκτικά.
Τον Δεκέμβριο του 2008 κάθησα επί αρκετή ώρα και παρακολούθησα το πρωτοφανές για εκείνη την περίοδο, καθώς αργότερα έγινε του «συρμού», θέαμα των δεκαπεντάρηδων, που, χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις και με ακάλυπτα πρόσωπα οι περισσότεροι, πετροβολούσαν μέχρι αργά τη νύχτα τη Βουλή, όπως είχαν κάνει νωρίτερα στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής τους.
Η αίσθηση που μου είχε δημιουργηθεί, μέσα και από κάποιες συζητήσεις που μπόρεσα να κάνω μαζί τους, ήταν ότι εκείνα τα παιδιά αυτό που πετροβολούσαν ήταν ο κόσμος που τα περιέβαλε. Ο κόσμος των γονέων τους, ο δικός μας κόσμος, ο κόσμος της αρπαχτής, του βολέματος, της αναξιοκρατίας, της ατιμωρησίας, της ευρύτατης δυνατότητας να μην τηρούνται στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής συμβίωσης, της χρόνιας ανομίας που κατέτρυχε την ελληνική κοινωνία και που, προϊόντος του χρόνου, μάλλον επιδεινώθηκε.
Ο αστυνομικός που είχε πυροβολήσει στα Εξάρχεια τον συνομήλικό τους δεν ήταν παρά ένας ακόμη «μεγάλος» που αυθαιρέτησε. Και την αυθαιρεσία αυτά τα παιδιά την εύρισκαν συνεχώς μπροστά τους. Τη βίωναν στο δρόμο, στο σχολείο, στο παιχνίδι, μπορεί και στο σπίτι. Την παρακολουθούσαν στα μέσα ενημέρωσης. Και την άκουγαν, αν θέλετε, να την περιγράφουν στις συζητήσεις τους οι γονείς τους, είτε επειδή ήταν οι ίδιοι «θύματα», είτε επειδή είχαν τα «μέσα» και τα κατάφεραν.
Δεν ξέρω αν ήταν από… τύψεις ή από σκοπιμότητες, αλλά πιστεύω ότι τα σαφή προμηνύματα από εκείνη την εξέγερση της νεολαίας, που ήρθε σε μια στιγμή που είχε φθάσει στο απόγειο της η επίπλαστη ευημερία που απολάμβανε επί χρόνια μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνία, η τελευταία δεν τα αντιμετώπισε με τη σοβαρότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Με πρώτες και καλύτερες, φυσικά, τις πολιτικές δυνάμεις που θέλησαν ή να εκμεταλλευτούν την υπόθεση ή απλώς να την… ξορκίσουν.
Η τότε κυβέρνηση θα θυμάστε ότι αρκέστηκε στις ηλίθιες διαχρονικές θεωρίες συνωμοσίας, ανακαλύπτοντας ακόμη και –άκουσον, άκουσον!- «εισαγόμενους» υποκινητές που ήρθαν από το εξωτερικό (πάντα, εξάλλου, οι «έξω» φταίνε) για να την… ανατρέψουν. Η αξιωματική αντιπολίτευση βολεύτηκε με τη φθορά που προκάλεσαν τα γεγονότα στην ήδη παραπαίουσα κυβέρνηση, ενώ δεν έλειψαν και οι δυνάμεις που έτριβαν τα χέρια τους καθώς φαντασιωνόταν αφορμές για να δημιουργηθούν «επαναστατικές συνθήκες» στη χώρα.
Στην τετραετία που πέρασε έκτοτε, εκείνα τα παιδιά του Δεκέμβρη, όπως και άλλα νωρίτερα, μπήκαν στα Πανεπιστήμια, έπειτα από μια κοπιαστική προσπάθεια, που το αποτέλεσμα του κόπου τους το πιθανότερο είναι ότι δεν ήταν αυτό που προσδοκούσαν. Δεν αναφέρομαι μόνον στις συνθήκες που επικρατούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και δεν διαφέρουν από αυτές που επικρατούν σε άλλες λειτουργίες του ελληνικού δημοσίου. Επισημαίνω, κυρίως, τις επιπτώσεις από την πολύπλευρη (οικονομική, πολιτική και, σε κάθε περίπτωση, κοινωνική) κρίση και την πιθανή ματαιότητα που δημιουργείται σε πολλούς νέους εξαιτίας της σχεδόν παντελούς έλλειψης ευκαιριών για επαγγελματική αποκατάσταση με βάση τα προσόντα τους.
Κακά ψέματα, είναι πολύ δύσκολο να είσαι νέος στη σημερινή Ελλάδα και να διατηρείς την εμπιστοσύνη ότι με τις δυνάμεις σου θα τα καταφέρεις. Και όσο και αν αυτή η διαπίστωση δεν συνιστά «άλλοθι» για τρομοκρατικές ενέργειες ή ελαφρυντικό για όσους επιδίδονται σε τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις που υπονομεύουν και δεν προάγουν την κοινωνική πρόοδο, αφού δημιουργούν συνθήκες ζούγκλας, άλλο τόσο, όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί ως τουλάχιστον μια από τις βασικές αιτίες που πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη του επιχειρώντας να ερμηνεύσει το φαινόμενο των ένοπλων εικοσάρηδων που πληθαίνουν γύρω μας.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 5 Φεβρουαρίου 2013)

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Ο «τρώσας και ιάσεται» τη ζημιά στην αξιοπιστία της χώρας


Η μικρή Σοφία, παιδί μεικτού γάμου, απάντησε καταφατικά και με πολύ καμάρι, όταν συμμαθητής της σε σχολείο του εξωτερικού τη ρώτησε αν «είναι μισή Ελληνίδα». Ίσως γιατί δεν περίμενε το σχόλιο «τώρα, δηλαδή, είσαι φτωχή…» που ακολούθησε.
Η πραγματική αυτή ιστορία που συνέβη αυτές τις μέρες σε χώρα της κεντρικής Ευρώπης, που θεωρείται από τις πλουσιότερες, είναι, νομίζω, άκρως ενδεικτική της τεράστιας ζημιάς που έχει προκληθεί από τη σχεδόν διετή έκθεση των ελληνικών οικονομικών προβλημάτων στο μεγεθυντικό φακό των πρωτοσέλιδων του διεθνούς τύπου και των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων παγκοσμίως.
Το «κούρεμα» που υπέστη όλο αυτό το διάστημα η αξιοπιστία της χώρας είναι μάλλον μεγαλύτερο, ή, καλύτερα, «βαθύτερο», κατά την φρασεολογία του «συρμού», από την επικείμενη απομείωση των τίτλων του ελληνικού δημοσίου που αναμένεται να ανακοινωθεί αύριο στις Βρυξέλλες και οι οικονομικές συνέπειες της οποίας παραμένουν «αχαρτογράφητες».
Οι απόψεις, ειδικών και μη, για τα θετικά και τα αρνητικά της αναδιάρθρωσης που είναι αναγκαίο να γίνει στο δυσθεώρητο δημόσιο χρέος διίστανται. Οι λιγότεροι τόκοι, που θα απαιτείται να πληρώνουμε για την εξυπηρέτηση των δανείων τα οποία θα συνεχίσουν να «τρέχουν», είναι σίγουρα κάτι θετικό. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η χώρα δεν θα συνεχίσει να παράγει νέα ελλείμματα, ώστε να έχει ανάγκη για νέο δανεισμό.
Από την άλλη, εφόσον το «κούρεμα» περιλάβει αυτή τη φορά και τους τίτλους του ελληνικού δημοσίου που κατέχουν τα ασφαλιστικά μας ταμεία, τα οποία είχαν εξαιρεθεί από την θνησιγενή, όπως αποδείχθηκε, λύση του περασμένου Ιουλίου, η ανάγκη για νέα χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό που μοιραία θα προκύψει, είναι πολύ πιθανό να συντηρήσει το «φαύλο κύκλο» της υπερχρέωσης, αφού δυνατότητες για νέες περικοπές στις συντάξεις και στις παροχές που χορηγούν τα Ταμεία δεν υπάρχουν.
Αδιευκρίνιστες είναι, βεβαίως, οι επιπτώσεις για τις ελληνικές τράπεζες, και, ακόμη κι αν δεν είμαστε μεταξύ εκείνων που θα… κλάψουν για όσα θα υποστούν, δεν μπορεί, ωστόσο, να μας αφήνει αδιάφορους το γεγονός ότι τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα ή θα ενισχυθούν και πάλι από το ελληνικό δημόσιο ή θα περάσουν σε «ξένα χέρια», εναλλακτικές λύσεις που και οι δύο δεν είναι χωρίς συνέπειες για την δοκιμαζόμενη –και εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας- ελληνική οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν τα ερωτήματα για το τι μέλει γενέσθαι με τους κατόχους των τίτλων του χρέους, δηλαδή τα Ταμεία και τις τράπεζες, παραμένουν ακόμη αναπάντητα, εκείνο που, κατά την άποψή μου, ισχύει χωρίς αμφιβολία είναι ότι η εικόνα της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα έχει πληγεί σχεδόν ανεπανόρθωτα, όπως καταδεικνύει η μικρή ιστορία που σας διηγήθηκα στην αρχή αυτού του σημειώματος.
Εστιάζω την προσοχή μου στην καταβαράθρωση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας, όχι με όρους επικοινωνίας, αλλά με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα, για την προσέλκυση των αναγκαίων για την επανεκκίνηση της οικονομίας μας ξένων επενδύσεων, αλλά -ακόμη, ακόμη- και για την έλευση τουριστών. 
Για όλα αυτά, όμως, ας μην αναζητούμε το εύκολο άλλοθι της συνωμοσιολογικής προσέγγισης που θέλει ότι όλα αυτά μας συμβαίνουν επειδή τάχατες «μας μισούν» κάποιοι κακοί ξένοι. Με κίνδυνο να γίνω μονότονος θα επιμείνω για πολλοστή φορά ότι η υιοθέτηση τέτοιων απόψεων, το μόνο στο οποίο οδηγεί είναι στη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης παραλυσίας που επικρατεί σχεδόν από άκρου εις άκρον της χώρας.
Εξίσου, παραλυτική είναι, κατά γνώμη μου, και η «επένδυση», υπό την μορφή «πανάκειας», στην κυβερνητική αλλαγή, η οποία, θα το επαναλάβω, αργά ή γρήγορα, θα επέλθει. Αν, όμως, δεν συνοδευτεί από αλλαγή νοοτροπίας, τίποτε δεν πρόκειται να γίνει. Οι κυβερνήσεις, άλλωστε, έρχονται και παρέρχονται, αλλά εμείς οι πολίτες είμαστε και θα είμαστε εδώ.
Γι΄ αυτό και πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι νοοτροπίες που πλειοψηφικά επικράτησαν στην ελληνική κοινωνία, ακόμη, αν θέλετε, και με τον τρόπο που επιλέγαμε κυβερνήσεις, είναι αυτές που κυρίως μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Οπότε, δεν μένει, κατά την πεποίθησή μου, παρά να ενστερνιστούμε το ρητό «ο τρώσας και ιάσεται».

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Τα… «αυγά και τα πασχάλια» της κυβερνητικής επικοινωνίας

Επί δύο συνεχείς εβδομάδες ένας από τους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά κι ένας ακόμη που το κύριο αντικείμενο, ακόμη και των δελτίων ειδήσεων του, είναι το αποκαλούμενο life style, που συμβαίνει και οι δύο να ελέγχονται από τον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο, έχουν επιδοθεί σε έναν ανελέητο πόλεμο φθοράς κατά του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Μπεγλίτη, με αφορμή, δήθεν, απόφασή του με την οποία δόθηκε η δυνατότητα στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων να επικοινωνούν απευθείας με την πολιτική ηγεσία.
Σε καθημερινή βάση οι οθόνες των συγκεκριμένων σταθμών κατακλύζονται από δηλώσεις κάθε λογής αποστράτων που σε υψηλότατους τόνους «κατακεραυνώνουν» τον υπουργό Άμυνας που, κατά την άποψή τους, καταλύει την ιεραρχία του στρατεύματος και, έμπλεοι ανησυχιών, κορυβαντιούν για τις συνέπειες που θα επέλθουν στην πειθαρχία των στρατιωτικών.
Ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς τους σφόδρα ανησυχούντες είναι οι ίδιοι που, αν δεν πρωταγωνίστησαν στα πρόσφατα επεισόδια στο «Πεντάγωνο», παρέσχον πλήρη κάλυψη στους συναδέλφους τους που κατέστρεψαν τις πύλες εισόδου του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και εισέβαλαν στον προαύλιο χώρο κατά τη διάρκεια  διαμαρτυρίας για τη μείωση των συντάξεων τους. Και έδειξαν τέτοιο σεβασμό στην ιεραρχία που απαίτησαν από τους εν ενεργεία ηγήτορες του στρατεύματος να κατέβουν από τα επιτελεία τους για να παραλάβουν το ψήφισμα τους.
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε το όλο ζήτημα με… ολύμπια ψυχραιμία και, αν εξαιρέσει κανείς το τελεσίγραφο που έστειλε ο κ. Μπεγλίτης από τη Βουλή, όπου βρισκόταν, να αποχωρήσουν οι απόστρατοι από το εσωτερικό του υπουργείου γιατί αλλιώς θα απομακρυνόταν βιαίως, κανείς άλλος ούτε από τα άλλα κόμματα, ούτε από το κυβερνητικό στρατόπεδο δεν ένοιωσε την ανάγκη να πει μια κουβέντα καταδίκης τόσο των επεισοδίων όσο και της διπλής τηλεοπτικής καμπάνιας κατά του υπουργού που γίνεται από τα μέσα του επιχειρηματικού ομίλου που, είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι δεκαετίες τώρα, διατηρεί «εκλεκτικές συγγένειες» με τις ένοπλες δυνάμεις.
Και αν τα άλλα κόμματα το είδαν με κοντόθωρο ωφελιμισμό, εκπλήσσει η σιωπή της κυβέρνησης, η οποία παγιδευμένη στα λάθη, στις παλινωδίες και στις ανακολουθίες της, αλλά και στη λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», που έχει επικρατήσει τόσο στο υπουργικό συμβούλιο, όσο και στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος, μοιάζει να… έχει παραδώσει το πνεύμα της στο επικοινωνιακό πεδίο.         
Οι κυβερνώντες ανέχονται, επί παραδείγματι, αφήνοντας αναπάντητη, την «οβιδιακή» εναλλαγή ρόλων από τους ιεροκήρυκες της τηλοψίας, οι οποίοι τη μια μέρα εμφανίζονται διαπρύσιοι συνήγοροι της τρόικας, εγκαλώντας την κυβέρνηση και συλλήβδην το πολιτικό σύστημα που δεν συμφωνούν να πάρουν δια μιας όλα τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές μας, ενώ την αμέσως επομένη μέρα, όταν τα μέτρα λαμβάνονται, μεταμορφώνονται σε σφοδρούς κατηγόρους, στηλιτεύοντας την αναλγησία των μεν και των δε και φθάνοντας μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζονται, ακόμη και από σοβαροφανείς σχολιαστές, «καραγκιόζηδες» τα στελέχη της τρόικας.
Παρακολουθούν, επίσης, αμήχανα την καταστροφολογική διαστροφή των πραγμάτων, όταν ακόμη και θετικές προοπτικές παρουσιάζονται μόνον με την αρνητική τους χροιά, όπως, επί παραδείγματι, η γερμανική πρόταση για βαθύτερο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, η οποία μέχρι πρότινος προβαλλόταν ως αναγκαιότητα, αφού «ο λογαριασμός του χρέους δεν βγαίνει με τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου», αλλά τώρα εμφανίζεται ως κάτι το πολύ κακό, γιατί μπορεί να επηρεάσει τις ελληνικές τράπεζες, από τις οποίες εξαρτώνται αμέσως ή εμμέσως και πάντως απολύτως τα καταχρεωμένα –έντυπα και ηλεκτρονικά- μέσα ενημέρωσης.
Δεν βρίσκεται, δυστυχώς, κανείς να εγκαλέσει όλους αυτούς που βάλουν μονομερώς κατά των πολιτικών και των (υπαρκτών και ανύπαρκτων) προνομίων τους, υποδεικνύοντάς τους να «κοιταχθούν στον καθρέφτη» για να δουν τα υπερπρονόμια που οι ίδιοι απόλαυσαν τα προηγούμενα χρόνια, οδηγώντας τις ίδιες της επιχειρήσεις τους σε οικονομική εκτροπή πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των δημόσιων οικονομικών, από τα οποία, εν πολλοίς, σιτίζονταν και οι ίδιοι.
Ο ισοπεδωτικός λαϊκισμός που ξεχειλίζει ολημερίς και ολονυκτίς από τις οθόνες, δίνοντας δίκιο σε όποιον κάθε φορά φωνάζει πιο δυνατά, παραλύει το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, καθώς το «προϊόν» που εκπέμπεται δεν έχει καμία σχέση με την επιβαλλόμενη κριτική που, μαζί με την πληροφόρηση, αποτελεί την βασική αποστολή των ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης.
Θα ήμουν ο τελευταίος πολίτης σε αυτή τη χώρα που –και για επαγγελματικούς λόγους, θα αρνιόμουν την υποχρέωση των μέσων ενημέρωσης και των ανθρώπων που τα λειτουργούν να ασκούν την πιο σκληρή κριτική προς την όποια εξουσία. Ενοχλούμαι, ωστόσο, αφάνταστα από τον διαγκωνισμό «μαυρίλας», για λόγους τηλεθέασης, που συνδυάζεται με σκοπιμότητες, αλλά και με την ημιμάθεια και την επιδερμικότητα των σχολιασμών και αναλύσεων πολλών από τους πρωινούς και βραδινούς βαρύγδουπους κήνσορες.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν συμβαίνουν τυχαία. Συμβαίνουν επειδή η κυβέρνηση, αλλά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα (ποιος θα φανταζόταν, μέχρι πρότινος, στελέχη της ανανεωτικής αριστεράς σε πάνελ κουτσομπολίστικης εκπομπής του Star;), έχουν υποταχθεί πλήρως στη λεγόμενη «τέταρτη εξουσία», καθώς, υπό το βάρος των πελατειακών  ανομιών του παρελθόντος, έχουν καταρρεύσει πλήρως, χάνοντας, όπως λέει ο λαός μας, «τ΄ αυγά και τα πασχάλια».  

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.