Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Το "ανάχωμα" του Αρχιεπισκόπου



Το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι τόσο παλαιό όσο και το ελληνικό κράτος, από την ίδρυση του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ελέγχουν ενορίες, μητροπόλεις και μονές υπήρξαν αντικείμενο σκληρής διελκυστίνδας ανάμεσα στην Ιεραρχία και στους εκπροσώπους της Πολιτείας.
Εξίσου παλαιές είναι και οι κατά καιρούς συζητήσεις για την αξιοποίηση της «ιερής» περιουσίας που κάθε φορά που άνοιγαν, όξυναν τα πολιτικά πάθη και προκαλούσαν συνθήκες διχασμού στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας.
Βλέπετε η εντύπωση που, καλώς ή κακώς, επικρατούσε και αναμφίβολα εξακολουθεί να επικρατεί μεταξύ της πλειονότητας των πολιτών είναι ότι «η Εκκλησία είναι ζάμπλουτη», ενώ η συνεισφορά της σε έργα φιλανθρωπίας και εν γένει στην έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης υπήρξε δυσανάλογα μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στο ύψος της περιουσίας που κατέχει. Στην εδραίωση της εντύπωσης, ή μάλλον της πεποίθησης, αυτής συνέβαλαν και τα κατά καιρούς «σκάνδαλα» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) με πρωταγωνιστές ρασοφόρους που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Έτσι, όταν τον Οκτώβριο του 2009, ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος διατύπωσε για πρώτη φορά την πρόταση να τεθεί η περιουσία της Εκκλησίας στη διάθεση της Πολιτείας, δεν ήταν λίγοι όσοι αμφισβήτησαν τις προθέσεις του ίδιου και της Ιεραρχίας. Και ίσως γι΄ αυτό σχεδόν οι πάντες είχαν ξεχάσει την αρχιεπισκοπική πρόταση μέχρι που ανακοινώθηκε, μόλις αυτές τις μέρες, η κατάθεση τροπολογίας για την ίδρυση κοινής εταιρίας του Δημοσίου και της Εκκλησίας για να αξιοποιηθεί, σε πρώτη φάση, η περιουσία που ανήκει στην Αρχιεπισκοπή.
«Κάλιο αργά, παρά ποτέ», θα πουν όσοι έχουν εικόνα από τις ατέρμονες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος, ενώ αρκετοί θα χαρακτηρίσουν ημιτελές το βήμα που γίνεται, αφού η σύμπραξη που επιχειρείται αφορά μόνον ένα μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας και δεν είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο οι πάμπολλες ανά την Ελλάδα μητροπόλεις αλλά και τα ποικιλώνυμα θρησκευτικά ιδρύματα που διαθέτουν αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία.
Όπως και να έχει, ωστόσο, το πρώτο αυτό βήμα που γίνεται είναι άξιο επαίνου, πολύ περισσότερο που προβλέπεται τα έσοδα τα οποία θα προκύπτουν από την αξιοποίηση, θα κατευθύνονται, όπως τουλάχιστον ανακοινώθηκε, «από μεν την Αρχιεπισκοπή στη στήριξη και την επέκταση του κοινωνικού και φιλανθρωπικού της έργου, από το δε το Δημόσιο στη διεύρυνση των κοινωνικών υποδομών του και στην αρωγή των πλέον ευπαθών και αδύναμων συμπολιτών μας».
Η προσωπικότητα, εξάλλου, του σημερινού Αρχιεπισκόπου και ο μετριοπαθής τρόπος με τον οποίο ασκεί τα καθήκοντά του, αποτελούν την καλύτερη εγγύηση ότι το σχέδιο της αξιοποίησης θα εκπληρώσει τις προσδοκίες που μοιραία δημιουργεί σε τούτη τη δύσκολη συγκυρία της γενικευμένης κρίσης με την οποία βρισκόμαστε όλοι αντιμέτωποι.
Γιατί είναι αλήθεια και πρέπει να λέγεται ότι μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και χωρίς επικοινωνιακές φανφάρες, χιλιάδες συνάνθρωποι μας βρίσκουν καθημερινά αρωγή, μέσα κυρίως από τα ενοριακά συσσίτια, χωρίς μισαλλόδοξους διαχωρισμούς και κατ΄ εφαρμογήν της απόλυτα χριστιανικής ρήσης του Αποστόλου Παύλου «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην…».
Το μεγάλο κενό που δυστυχώς αφήνει η δραματική υποχώρηση του κράτους πρόνοιας κάποιος πρέπει να το καλύψει. Και για όσο η ίδια η Πολιτεία, αδυνατεί να ανταποκριθεί στο ρόλο της, όπως αδυνατούν και άλλες κοινωνικές συλλογικότητες, καλύτερο υποκατάστατο από την Εκκλησία δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της φιλανθρωπικής δράσης της Εκκλησίας, όπως προωθείται από τον κ. Ιερώνυμο και τους συνεργάτες του, αποτελεί το καλύτερο «ανάχωμα» στην επέλαση των δυνάμεων του σκοταδιστικού μίσους και του διχασμού, οι οποίες εκμεταλλευόμενες την ανέχεια δεν διστάζουν να προσβάλουν παντοιοτρόπως την ανθρώπινη υπόσταση όσων υποτίθεται ότι θέλουν να ανακουφίσουν, οργανώνοντας δήθεν διανομές τροφίμων σε κεντρικές πλατείες και σε «ζωντανή» τηλεοπτική κάλυψη.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 2.8.2013)

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

«Είναι που δεν έχουν όρεξη για δουλειά…»

Παρακολουθώντας τον τρόπο που συμπεριφέρονται αρκετοί από τους κυβερνώντες, αλλά και ευρύτερα από το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό, μου έρχεται στο νου μια ρήση, την οποία, εν είδει παροιμίας, χρησιμοποιούσε ο αείμνηστος παππούς μου σε τέτοιες περιστάσεις. «Δεν είναι, παιδί μου, που δεν δουλεύουν, είναι που δεν έχουν όρεξη για δουλειά», έλεγε.
Είναι, όντως, εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πόσο… ανόρεκτα κάνουν τη δουλειά που έχουν αναλάβει αρκετοί από τους κυβερνώντες, οι οποίοι στις περισσότερες των περιπτώσεων κρύβονται πίσω από την τρόικα. Ό,τι κάνουν, ομολογούν ότι γίνεται επειδή «το απαιτεί η τρόικα». Και για ό,τι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν ισχυρίζονται ότι δεν γίνεται διότι «δεν το επιτρέπει η τρόικα».
Θέλω, ωστόσο, να αποφύγω τον πειρασμό να θέσω το ερώτημα «και τότε, ρε φίλε, εσύ γιατί παριστάνεις τον υπουργό;», το οποίο μου έρχεται στα χείλη κάθε φορά που ακούω να διατυπώνονται ισχυρισμοί αυτού του τύπου, επειδή δεν είναι στις προθέσεις μου να υπερασπιστώ τους ιδεοληπτικούς παραλογισμούς που συχνά ενέχουν οι επιβολές των τροϊκανών. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να είναι το μόνιμο άλλοθι για την απραξία.  
Γιατί, κακά τα ψέματα, ο στρεβλός τρόπος με τον οποίο επιχειρείται να εφαρμοστεί η αναγκαία αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, επειδή οι εκπρόσωποι των δανειστών μας θέλουν «εδώ και τώρα ανθρωποθυσίες», είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι, έπειτα από τόσον καιρό που γίνεται συζήτηση για τις επιβεβλημένες αλλαγές, δεν έγινε σε κανένα υπουργείο και σε καμία υπηρεσία ένα, έστω υποτυπώδες, βήμα προς την περιβόητη αξιολόγηση, έτσι ώστε να υπάρχει ένας στοιχειώδης πειστικός αντίλογος απέναντι στις τροϊκανές εμμονές.
Πέραν αυτού, από απλά μέτρα για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών που δεν έχουν οικονομικό κόστος ως την μάχη για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η οποία εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει κάνοντας τη ζωή όλων μας δυσκολότερη, ο κατάλογος με τις πρωτοβουλίες που μπορεί να αναληφθούν από τους έχοντες θέσεις ευθύνης, χωρίς να απαιτείται η άδεια της τρόικας είναι μακρύς.         
Ποιος και γιατί, για παράδειγμα, έχει αφήσει εδώ και κάμποσους μήνες «ακέφαλα» αρκετά νοσοκομεία; Είναι, άραγε, και αυτό «προαπαιτούμενο» για τη δόση; Ή μήπως επανεξετάζεται ο κατάλογος με τους υποψηφίους, επειδή, πλέον, η «μοιρασιά» δεν θα είναι τρικομματική, αλλά δικομματική; (Και με την ευκαιρία στη θέση του «4-2-1», που ξέραμε, τώρα ποιο σύστημα κατανομής των θέσεων ισχύει;).
Ο καθένας μας είναι σε θέση να παραθέσει πολλά ακόμη που μπορεί να γίνουν και δεν γίνονται λόγω της γενικής παραλυσίας που, δυστυχώς, επικρατεί σχεδόν από άκρου εις άκρον της ελληνικής επικρατείας και οφείλεται αφενός στην αβεβαιότητα και στην απαισιοδοξία που έχει καταλάβει τους πάντες και αφετέρου στην απουσία ενός σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας που να ξεπερνάει τη σημερινή δυσμενή μνημονιακή πραγματικότητα και να περιγράφει τη μεταμνημονιακή Ελλάδα.
Αναμφίβολα, ένα τέτοιο σχέδιο ανασυγκρότησης ή μια «νέα αφήγηση», όπως συνηθίζεται να λέγεται τελευταία, συνιστά συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για να υπερβούμε τη σημερινή γενικευμένη καταθλιπτική παραλυσία και να δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία ατμόσφαιρα βεβαιότητας και αισιοδοξίας.
Και καθώς υπάρχει μπροστά μας η προοπτική της λαϊκής ετυμηγορίας, που αν δεν εκφραστεί με πρόωρες βουλευτικές κάλπες το φθινόπωρο, θα έρθει, σίγουρα, η ώρα της τον ερχόμενο Μάιο με την –τουλάχιστον- διπλή αναμέτρηση για την τοπική αυτοδιοίκηση και την Ευρωβουλή, είναι, νομίζω, βέβαιο ότι η πολιτική δύναμη –μεμονωμένη ή συμμαχική- που θα παρουσιάσει την καλύτερη και πιο πειστική «αφήγηση» θα κόψει πρώτη το νήμα.
Με λίγα λόγια, έχω εδραία την πεποίθηση πως νικητής των επόμενων εκλογών θα είναι εκείνος που θα πείσει ότι έχει σχέδιο για τη χώρα και κυρίως όρεξη για να δουλέψει και να το εφαρμόσει χωρίς προσχηματικά άλλοθι και υπεκφυγές.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 29.7.2013)

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Στις ουρές της εφορίας η Ελλάδα αναστενάζει

            Περιμένοντας στην ουρά της εφορίας κατακαλόκαιρο μου ήρθε στο νου η εποχή που οι φορολογικές δηλώσεις αποστέλλονταν στην αρχή του χρόνου και είχαν προεκτυπωμένη την καταληκτική ημερομηνία υποβολής τους που, συνήθως, ήταν η 25η Φεβρουαρίου.
            Τότε, προ τριακονταετίας, παρόλο δεν υπήρχαν ούτε ηλεκτρονικά συστήματα, ούτε κλειδάριθμοι και όλα γινόταν χειρόγραφα, η ταλαιπωρία ήταν μάλλον μικρότερη από τη σημερινή, ενώ οι δηλώσεις υποβάλλονταν τις πιο πολλές φορές χωρίς παράταση (ιδίως όταν δεν ήταν προεκλογική χρονιά…) και οι χρεωστικοί φόροι πληρώνονταν με προγραμματισμένες δόσεις, στις οποίες ο φορολογούμενος είχε επαρκή χρόνο για να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του.
Το γιατί έπειτα από τόσα χρόνια και με τόσες τεχνολογικές προόδους που έχουν πλέον στη διάθεσή τους το κράτος, οι επιχειρήσεις αλλά και η πλειονότητα των μεμονωμένων φορολογουμένων, χρειάζεται να φθάσουμε στον Αύγουστο για να υποβληθούν οι δηλώσεις είναι μια από τις ελληνικές παραδοξότητες που νομίζω ότι απαιτείται να συνεργαστούν πολλοί ειδικοί από εντελώς διαφορετικά επιστημονικά πεδία για να βρεθεί, να βρεθεί, μια εξήγηση.         
            Δεν είναι στις προθέσεις μου να εξιδανικεύσω το παρελθόν και λαμβάνω υπόψη μου τον αντίλογο για τον περιορισμένο αριθμό όσων υπέβαλαν δήλωση παλαιότερα, για την αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου, όπως για την διευκόλυνση στη φοροδιαφυγή και στη φοροαποφυγή που επέτρεπαν τα συστήματα που τότε εφαρμόζονταν.
            Ωστόσο, έπειτα από μια δεκαετία εφαρμογής του Taxisnet και της ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων, δεν μπορεί να ισχυριστεί βάσιμα κανείς ότι έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος στον περιορισμό της φοροδιαφυγής ή της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, αφού, όπως έδειξαν τα πρόσφατα στοιχεία οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι ήταν εκείνοι που έβαλαν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη τους για την αύξηση των εσόδων του κράτους από την άμεση φορολογία.
Η αδικία γίνεται ακόμη πιο ασυγχώρητη όταν συνοδεύεται από την περιττή και αδικαιολόγητη γραφειοκρατία που εξακολουθεί να επικρατεί και έχει ως αποτέλεσμα να σχηματίζονται ατελείωτες ουρές μέσα και έξω από τις εφορίες, όπως, επί παραδείγματι, αυτές που συναντά κανείς στην ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικών, στην οποία όποιος δεν πάει να στηθεί για να πάρει χαρτί προτεραιότητας πριν καν ανοίξει η εφορία δεν πρόκειται να εξυπηρετηθεί μέσα στην ίδια μέρα.
            Η απώλεια μιας ολόκληρης εργάσιμης ημέρας για τη διεκπεραίωση μιας συναλλαγής που, αν δεν έχεις την ατυχία να φθάσεις στο γκισέ σε ώρα που έχει «έχει πέσει» το σύστημα, διαρκεί σχεδόν ένα λεπτό, όπως η παραλαβή του κλειδάριθμου, για τον οποίο έχεις ήδη υποβάλλει ηλεκτρονική αίτηση, είναι ένα εξωφρενικό κόστος που πληρώνουν οι πολίτες επειδή κανείς δεν φρόντισε τις μέρες αιχμής να αυξήσει τις θυρίδες εξυπηρέτησης ή, τέλος πάντως, να τις στελεχώσει με υπαλλήλους που έχουν στοιχειώδη γνώση του αντικειμένου που καλούνται να φέρουν εις πέρας.
            Θα είχε, νομίζω, ενδιαφέρον εάν οι σχεδιαστές αυτών των συστημάτων και γενικά όλοι όσοι λαμβάνουν τις αποφάσεις υποχρεώνονταν να σταθούν μια μέρα σε μια τέτοια ατελείωτη ουρά και να υποστούν αυτή την αφάνταστη ταλαιπωρία. Μόνον, έτσι, θα μπορούσαν, ίσως, να αντιληφθούν τις συνέπειες των σχεδιασμών και των αποφάσεων τους.
            Ιδιαιτέρως διδακτική, επίσης, θα ήταν μια τέτοια εμπειρία και για τους κυβερνώντες, οι οποίοι, αφουγκραζόμενοι τους ταλαιπωρημένους φορολογούμενους, που υπομένουν καταστάσεις για τις οποίες δεν φέρουν καμία ευθύνη, θα καταλάβαιναν γιατί όλο και περισσότεροι πολίτες χάνουν την ελπίδα τους για την ανάκαμψη της χώρας και στρέφονται προς τις λεγόμενες αντισυστημικές επιλογές.
            Βλέπετε, το… «και κερατάς και δαρμένος», κατά πως λέει και το γνωστό ανέκδοτο, δεν είναι εύκολο να το ανέχεται κανείς…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 25 Ιουλίου 2013)

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Το ιδεολογικό πρόσημο της οικονομίας


            «Βρε, πως αλλάζουν οι καιροί…», μπορεί να αναφωνήσει κανείς παρακολουθώντας τα όσα διημείφθησαν κατά την παρουσία του Αμερικανού υπουργού Τζακ Λιου στην ελληνική πρωτεύουσα και συγκρίνοντάς τα με την ατμόσφαιρα που επικράτησε τρία εικοσιτετράωρα νωρίτερα με την αντίστοιχη επίσκεψη του Γερμανού ομολόγου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ποιος, αλήθεια, θα περίμενε πριν από λίγα χρόνια ότι θα παρέλυε η Αθήνα από την επίσκεψη ενός Ευρωπαίου αξιωματούχου, ο οποίος δεν τόλμησε να κυκλοφορήσει στην πόλη, και θα υποδεχόμαστε, εν χορδαίς και οργάνοις, έναν υπερατλαντικό επισκέπτη, ο οποίος –τηρουμένων των αναλογιών- κυκλοφόρησε άνετα παντού;

Δεν είναι ανεξήγητο, βεβαίως, αυτό το κοντράστ, ούτε η εναλλαγή στο ρόλο του «μισητού» προσώπου. Οι δύο υψηλοί επισκέπτες της χώρας μας εκφράζουν δύο εντελώς διαφορετικές οικονομικές συνταγές, που, χωρίς υπερβολή, προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους.

Ο οικονομικός εγκέφαλος της δεξιάς κυβέρνησης του Βερολίνου ήταν και παραμένει ένας εμμονικός κήρυκας της λιτότητας που θέλει να επιβάλει την τιμωρητική πειθαρχία στους σπάταλους νοτιοευρωπαίους, οι οποίοι μόνον με την έμπρακτη μεταμέλεια μπορεί να έχουν το έλεος του για να μπορέσουν να σωθούν από την… ασωτεία που επέδειξαν.

Αντιθέτως, ο άνθρωπος στον οποίο ανέθεσε τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ ο φιλελεύθερος πρόεδρος Ομπάμα, προσπαθεί με όλα τα μέσα να πείσει για τον τερματισμό της καταστροφικής λιτότητας και να πιέσει τους ομολόγους του στον υπόλοιπο πλανήτη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας που, ιστορικά, αποτελεί το μόνο ουσιώδες αντίδοτο για να καταπολεμηθεί η ύφεση και να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας.

Κακά τα ψέματα, το ζήτημα που αναδεικνύουν αυτές οι αντιτιθέμενες προσεγγίσεις είναι απολύτως ιδεολογικό. Και ας μην έχει κανείς αμφιβολία ότι αν στη Γερμανία κυβερνούσαν οι σοσιαλδημοκράτες και στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πάρει το πάνω χέρι οι Ρεπουμπλικάνοι, οι όροι θα ήταν, πιθανότατα, αντεστραμμένοι. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα προγράμματα που αναμετρήθηκαν στις περυσινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ή στην αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γερμανία ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου.

Μπορεί στην ισοπεδωμένη μνημονιακή Ελλάδα, που αγωνίζεται ακόμη να απαλλαγεί από την πελατειακή λογική του παρελθόντος η οποία εξακολουθεί να την κρατά καθηλωμένη, να έχει επικρατήσει ένας απόλυτος ιδεολογικός «αχταρμάς», σε βαθμό που να δυσκολεύεται κανείς να αναγνωρίσει ποιος είναι συντηρητικός και ποιος φιλελεύθερος ή να ξεχωρίσει τον νεοφιλελεύθερο από τον προοδευτικό, στο διεθνές πεδίο τα ζητήματα αυτά είναι, λίγο ως πολύ, λυμένα και ξεκάθαρα.

Παρά τους ισχυρισμούς των φανατικών οπαδών του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου για το «τέλος της ιστορίας», η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν για το ξεπέρασμά της στην Αμερική του Ομπάμα και στην Ευρώπη της Μέρκελ έδειξε ότι υπάρχουν περισσότεροι του ενός δρόμοι.

Γι΄ αυτό και η αμερικανική οικονομία, παρότι έχει μεγάλα συσσωρευμένα χρέη, προτάσσοντας την ανάπτυξη, έχει εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργεί θέσεις εργασίας. Την ίδια περίοδο η Ευρώπη βολοδέρνει στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, παρακολουθώντας σχεδόν άπραγη την εκτόξευση της ανεργίας, επειδή είχε και έχει ως μονοδιάστατο στόχο τον περιορισμό των ελλειμμάτων και την τιθάσευση του χρέους.

Τι δείχνουν όλα αυτά; Μάλλον κάτι αυτονόητο: ότι η οικονομία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερο» ζήτημα και η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής είχε πάντοτε -και θα εξακολουθήσει, μάλλον, στους αιώνες των αιώνων- να έχει ιδεολογικό πρόσημο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.7.2013)

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Για το φιάσκο της «Δωδώνης» ποιος θα πληρώσει;

Ήταν αρχές του 2011, όταν σε μια από τις εκθέσεις – «φετφάδες» που κατά καιρούς συντάσσουν οι τροϊκανοί υπολόγισαν ότι η Ελλάδα για να καταστήσει βιώσιμο το χρέος της και να σωθεί από την χρεοκοπία  θα έπρεπε μέχρι το τέλος του 2015 να φέρει εις πέρας ένα γιγάντιο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων από το οποίο θα εισέπραττε το ασύλληπτο ποσό των 50 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Βρισκόμαστε ήδη στο μέσον αυτής της περιόδου και οι εισπράξεις είναι μέχρι στιγμής μηδενικές, αφού η μια μετά την άλλη οι αποκρατικοποιήσεις που επιχειρούνται οδηγούνται σε φιάσκο, με βασική αιτία την προχειρότητα στο σχεδιασμό, μέσα στην οποία εμφιλοχωρούν η αδιαφάνεια, το σκοτεινό παρασκήνιο και η μεθοδευμένη προώθηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Η περίπτωση της γαλακτοβιομηχανίας «Δωδώνη», που είναι η πρώτη και μόνη μέχρι στιγμής ελεγχόμενη από το δημόσιο επιχείρηση που πέρασε σε ιδιωτικά χέρια, είναι άκρως χαρακτηριστική. Και τα καταστροφικά αποτελέσματα της σπουδής να ξεπουληθεί τα βιώνουν πρωτίστως οι κτηνοτρόφοι της Ηπείρου και μαζί τους όλη η οικονομία της φτωχότερης περιφέρειας της Ευρώπης.
Η «Δωδώνη» που ανήκε πλειοψηφικά στην Αγροτική Τράπεζα, η οποία διαχωρίστηκε σε «καλή», η οποία ιδιωτικοποιήθηκε, και «κακή» τράπεζα, η οποία έμεινε στο δημόσιο, βγήκε άρον – άρον στο σφυρί προκειμένου το τελευταίο να έχει κάποιο όφελος από ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο που διέθετε, αφού η γαλακτοβιομηχανία ήταν επί σειρά ετών κερδοφόρα.
Με έναν διαγωνισμό - παρωδία από τον οποίο απεχώρησαν όλοι οι σοβαροί παίκτες από την διεθνή αγορά που είχαν αρχικά εκδηλώσει ενδιαφέρον, ίσως και επειδή στις διαδικασίες του ενεπλάκησαν δυνάμεις και πρόσωπα που δεν είχαν καμία θεσμική αρμοδιότητα, όπως ο «γαλάζιος» περιφερειάρχης που ομολογημένα καλούσε στο γραφείο του υποψήφιους επενδυτές για να κάνει έλεγχο (!) της οικονομικής τους φερεγγυότητας,  η εταιρία κατέληξε σε ένα ρωσικό, όπως λέγεται, fund, το οποίο, όμως, σχετιζόταν με έναν από τους μεγάλους χρεώστες της «Δωδώνης».
Μήνες μετά την ανάληψη της εταιρίας από τους νέους ιδιοκτήτες, που μπήκαν φουριόζοι υποσχόμενοι νέες επενδύσεις, μυστήριο παραμένει αν καταβλήθηκε αυτό καθεαυτό το συμφωνημένο τίμημα εξαγοράς. Αλλά ακόμη και αν καταβλήθηκε, αυτό σε τίποτε δεν αλλάζει τον «Γολγοθά» που βιώνουν οι χειμαζόμενοι κτηνοτρόφοι της Ηπείρου, από το «φέσι» που τους έχει φορέσει η ιδιωτικοποιημένη «Δωδώνη».
Για πρώτη φορά, ενώ έχει τελειώσει η γαλακτοκομική περίοδος, οι παραγωγοί, που είχαν συνηθίσει δεκαετίες τώρα να πληρώνονται στην ώρα τους, παραμένουν επί μήνες απλήρωτοι και το γεγονός αυτό έχει αλυσιδωτές αρνητικές αντιδράσεις στην τοπική οικονομία ολόκληρης της Ηπείρου που μαστίζεται από ένα τα υψηλότερα ανεργίας σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Οι ιθύνοντες της επιχείρησης επικαλούνται προβλήματα ρευστότητας και αδυναμία εξασφάλισης κεφαλαίων κίνησης, πρόβλημα το οποίο, είν΄ αλήθεια, αντιμετωπίζουν και χιλιάδες άλλες ελληνικές επιχειρήσεις που αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στο προβληματικό εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Μόνον, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα δεν είναι ακριβώς ίδια. Διότι εδώ μιλάμε για επενδυτές, οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν πρόθεση και κυρίως οικονομικές και διαχειριστικές δυνατότητες που δεν διέθετε η χρεωκοπημένη Αγροτική Τράπεζα για να επεκτείνουν τη δυναμικότητα της επιχείρησης, η οποία, κατά τους αντικρατιστές, δεν απέδιδε τα μέγιστα γιατί –εμμέσως, έστω- ελεγχόταν από το δημόσιο.
Αν ήταν να αγοραστεί μια τέτοια επιχείρηση με δανεικά, που μάλιστα δεν ήταν εξασφαλισμένα, τότε θα μπορούσε ο καθένας να την αγοράσει. Και σε μια τέτοια περίπτωση γίνεται ακόμη πιο εξωφρενικός ο αποκλεισμός από τον διαγωνισμό των συνεταιριστικών ενώσεων που κατέχουν ποσοστό μειοψηφίας στη «Δωδώνη». 
Τα ερωτήματα που μοιραία προκύπτουν από το πελώριο φιάσκο στο οποίο οδηγείται αυτό το εγχείρημα αποκρατικοποίησης είναι πολλά. Ας μείνουμε μόνον σε δύο: Θα πληρώσει κανείς για το αποτυχημένο πείραμα που μετέτρεψε μια κερδοφόρα επιχείρηση σε προβληματική; Θα αναλάβει κάποιος την ευθύνη να ζητήσει το λόγο από τους αγοραστές, απαιτώντας να τηρήσουν τους όρους της συμφωνίας με βάση την οποία ανέλαβαν την επιχείρηση;

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 17.7.2013)

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ο κ. Σόιμπλε και οι τρύπες στο νερό



«Αν το υπουργείο Οικονομικών αποφάσιζε να γεμίσει φιάλες με τραπεζογραμμάτια, να τις θάψει σε κατάλληλο βάθος σε μη χρησιμοποιούμενα ανθρακωρυχεία, τα οποία ύστερα γέμιζε με απορρίμματα των πόλεων και επέτρεπε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας, να ξεθάψουν πάλι τα τραπεζογραμμάτια (αφού, βεβαίως, αποκτήσουν το δικαίωμα να το κάνουν, υποβάλλοντας προσφορές σε πλειοδοτικό διαγωνισμό), δεν θα υπήρχε πλέον ανεργία», έγραψε πριν από σχεδόν επτά δεκαετίες ο μεγάλος διανοητής της οικονομικής σκέψης Τζον Μέυναρτ Κέινς.
Όπως εξηγούσε στο μνημειώδες έργο του «Γενική Θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», από το οποίο προέρχεται το συγκεκριμένο απόσπασμα, «με τη συνδρομή των επιπτώσεων» που θα είχε μια τέτοια πρωτοβουλία, «το πραγματικό εισόδημα της κοινωνίας, καθώς επίσης και ο πλούτος της, θα αυξανόταν». Προς άρση δε τυχόν παρεξηγήσεων πρόσθετε πως «θα ήταν, ασφαλώς λογικότερο να ανεγερθούν οικίες και να γίνου ανάλογα έργα». Συμπλήρωνε, όμως, ότι «αν υπάρχουν πολιτικές και πρακτικές δυσκολίες γι΄ αυτό, τα παραπάνω θα ήταν καλύτερα από το τίποτε».
Μου ήρθαν στο νου οι αναφορές αυτές του κορυφαίου οικονομολόγου παρακολουθώντας όλες τις τελευταίες μέρες την πρεμούρα της κυβέρνησης να ψηφιστεί άρον – άρον το περίφημο πολυνομοσχέδιο πριν από την άφιξη στην Αθήνα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έτσι ώστε την επομένη –καθόλου τυχαία προφανώς- να εκταμιευθεί  το πρώτο μέρος της δόσης που ενέκρινε πρόσφατα το Eurogroup.
Ο κ. Σόιμπλε θα το βρει ψηφισμένο το πολυνομοσχέδιο που επέβαλαν οι επιτετραμμένοι του. Μόνον, όμως, που σε κανένα από τα εκατό και βάλε άρθρα του δεν θα βρει κανείς το πνεύμα του Κέινς και την έμφαση που εκείνος έδινε στη σημασία της απασχόλησης ως βασικού προσδιοριστικού παράγοντα για την αύξηση του εισοδήματος και του πλούτου της κοινωνίας.
Ο Γερμανός υπουργός και οι ομοϊδεάτες του που έχουν το «πάνω χέρι» στην ευρωζώνη υποβάλουν εδώ και τριάμισι χρόνια την ελληνική οικονομία στο ανελέητο σισύφειο μαρτύριο να ανοίγει τρύπες που αντί να αυξάνουν, όπως ήθελε ο Κέινς με το παράδειγμα που επικαλέστηκε, μειώνουν τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την αδηφάγο ύφεση που καταστρέφει δουλειές, επιχειρήσεις, ζωές.
Την ώρα που η ελληνική οικονομία αργοπεθαίνει από την έλλειψη ρευστότητας, την επενδυτική άπνοια και την υπερφορολόγηση, κυρίαρχο στοιχείο για τη χώρα αναδεικνύεται, εξαιτίας της ιδεοληπτικής εμμονής των δανειστών μας για ανατροπές στο status του ελληνικού δημοσίου, το αν η δημοτική αστυνομία θα αλλάξει όνομα και θα γίνει διοικητική αστυνομία.
Χωρίς διάθεση υπεράσπισης του ελληνικού δημοσίου, ως Έλλην φορολογούμενος πολίτης θυμώνω με την επιμονή αυτή, όπως -πολύ περισσότερο- και με την αποδοχή της από το περιδεές εγχώριο πολιτικό προσωπικό, όταν κανείς δεν εξηγεί ποιο θα είναι το δημοσιονομικό ή άλλο όφελος από οριζόντια μέτρα αυτού του είδους που πίπτουν επί των κεφαλών δικαίων και αδίκων, επιόρκων ή και ευόρκως ασκούντων τα καθήκοντά τους.
Αναρωτιέμαι δε αν από όσους κυβερνητικούς παράγοντες θα έχουν την ευκαιρία να συνομιλήσουν με τον κ. Σόιμπλε θα βρει κάποιος το σθένος να του πει τις άβολες αλήθειες που είναι βέβαιο ότι δεν θέλει να ακούσει ο Γερμανός υπουργός. Όχι δεν αναφέρομαι στα όσα λέγονται για τις πολεμικές επανορθώσεις που η χώρα του δεν έχει πληρώσει στην Ελλάδα από την περίοδο της κατοχής. Εκεί είναι βέβαιο ότι είναι εξοπλισμένος με –διπλωματικά και άλλα- επιχειρήματα και εύκολα θα ξεφύγει.
Εκεί που θεωρώ ότι δεν θα μπορέσει να ξεφύγει εύκολα είναι αν προειδοποιηθεί ότι, όσο μας καταδικάζει να… ανοίγουμε τρύπες στο νερό, αυτό αργά ή γρήγορα θα στραφεί εναντίον της χώρας του και των φορολογουμένων της. Κι αυτό διότι, όσο τα δάνεια που μας χορηγούνται δεν κατευθύνονται στην αύξηση του εγχώριου προϊόντος, δεν υπάρχει περίπτωση να πάρουν πίσω έστω και ένα μέρος του κεφαλαίου τους, κάτι που είναι πολύ πιθανό να συμβεί και… χωρίς να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμη και αν ο κ. Σόιμπλε δείξει να το ξέρει και να το έχει υπολογίσει, είναι βέβαιο ότι δεν το ξέρουν και δεν το έχουν υπολογίσει οι Γερμανοί ψηφοφόροι που θα κρίνουν τον ίδιο και την κυβέρνηση του σε δέκα εβδομάδες από σήμερα.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 15.7.2013)

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Έξις, δευτέρα φύσις



Συμπληρώνεται, αισίως, ένας μήνας από τη σοβαρότατη κυβερνητική κρίση που απείλησε να οδηγήσει καλοκαιριάτικα τη χώρα σε πρόωρες κάλπες, τις οποίες μάλλον δεν θα τις είχαμε αποφύγει χωρίς την επιβλητική παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα.
Το «μαύρο», ωστόσο, που εξακολουθεί να εκπέμπεται από τις οθόνες της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης δεν είναι ο μοναδικός λόγος που κάνει και τον πλέον καλοπροαίρετο να αισθάνεται ότι το πάθημα δεν έγινε μάθημα.
Άλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι ξαναμοιράστηκαν οι υπουργικές καρέκλες ανάμεσα στους στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και στον περίγυρο του αναβαθμισμένου κυβερνητικού του εταίρου Ευάγγελου Βενιζέλου, στην πράξη τίποτε απολύτως δεν άλλαξε όχι μόνον για την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά ούτε καν στην τρέχουσα κυβερνητική λειτουργία.
Η περιβόητη επικαιροποίηση της προγραμματικής συμφωνίας της κυβέρνησης, η οποία, όπως επιβάλει η κοινή λογική αλλά και είχε επανειλημμένα εξαγγείλει ο κ. Βενιζέλος, συνιστούσε προαπαιτούμενο για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού σχήματος διακυβέρνησης,όχι μόνον δεν προηγήθηκε, αλλά ακόμη την περιμένουμε και το πιο πιθανό είναι να παραπεμφθεί στις περίφημες ελληνικές καλένδες.
Όσο για τις ενστάσεις που από τους ελάσσονες κυβερνητικούς εταίρους εγείρονταν τους τελευταίους μήνεςπερί της ανάγκης για θέσπιση κανόνων συντονισμού του κυβερνητικού σχήματος, ώστε να αποφεύγονται αιφνιδιασμοί, μάλλον ξεχάστηκαν με την ορκωμοσία των νέων υπουργών και υφυπουργών.   
Και αν αυτά είναι τυπικά ζητήματα που στο τέλος – τέλος δεν μαςεπηρεάζουν άμεσα, το δυστύχημα είναι ότι τίποτε καινούργιο δεν έφερε το νέο κυβερνητικό σχήμα στα ουσιώδη ζητήματα που αφορούν τις ζωές όλων μας, με αποτέλεσμα ακόμη και οι άνθρωποι του Γιάννη Στουρνάρα στο ΙΟΒΕ να μας προετοιμάζουν για τα χειρότερα που έρχονται με την βαθύτερη ύφεση και την υψηλότερη ανεργία.
Οι υποτιθέμενες κρίσιμες διαπραγματεύσεις με την τρόικα ολοκληρώθηκαν με την ίδια ακριβώς προχειρότητα που επικράτησε τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια και το αποτέλεσμά τους ήταν σχεδόν πανομοιότυπο (εξαιρώντας, ενδεχομένως, τον… μεταρρυθμιστικό οίστρο του Κυριάκου Μητσοτάκη που… έσωσε το ελληνικό δημόσιο, κατατροπώνοντας τους σχολικούς φύλακες που τύγχαναν της προστασίας του προκατόχου του Αντώνη Μανιτάκη).
Σε κάθε περίπτωση, οι εκπρόσωποι των δανειστών μας επέβαλαν τις απαιτήσεις τους, μερικές από τις οποίες είναι άκρως εξευτελιστικές και άλλες αφόρητα γελοίες, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες ανέλαβαν να συντάξουν άλλο ένα πολυνομοσχέδιο με τα «προαπαιτούμενα» για την εκταμίευση της δόσης και η Βουλή καλείται να τα ψηφίσει με τον ίδιο εκβιαστικό τρόπο που ψηφίστηκαν όλα τα προηγούμεναμνημονιακά μέτρα.
Οι αποφάσεις για μια ακόμη φορά ελήφθησαν πίσω από κλειστές πόρτες και χωρίς καν να συνεδριάσει, έστω για τα μάτια του κόσμου, βρε αδελφέ, κάποιο συλλογικό κυβερνητικό όργανο για να δώσει μια, έστω, τυπική πολιτική νομιμοποίηση σε όλη αυτή την ευτελιστική διαδικασία.
Το υπουργικό συμβούλιο, εξάλλου,που συνεδρίασε αμέσως μετά την ορκωμοσία των νέων μελών του, το πιθανότερο είναι, με βάση την πρακτική του τελευταίου χρόνου, ότι δεν θα ξανασυνεδριάσει μέχρι τον… επόμενο ανασχηματισμό.
Τι μαρτυρούν όλα τούτα; Ότι το πολιτικό προσωπικό που μας εκπροσωπεί είναι έτσι «εκπαιδευμένο» πουαπεχθάνεται κάθε έννοια συλλογικότητας, μάλλον επειδή είναι εθισμένο στη λογική του «ενός ανδρός αρχή»,από την οποία, ίσως και για κοινωνιολογικούς λόγους, είναι δύσκολο να απαλλαγεί.
Γι΄ αυτό και μπορεί να κατεβάζει όποτε θέλει διακόπτες σε δημόσιους οργανισμούς, να διορίζει όποιον επιθυμεί –και δια βοής- γραμματέα στο κόμμα του, να βολεύει τον περίγυρό του στο υπουργικό συμβούλιο και στις θέσεις των κρατικών αξιωματούχων και πάει λέγοντας.
Με λίγα λόγια, είναι αυτό πουσυμπύκνωσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι στη ρήση«έξις δευτέρα φύσις»…

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 10.7.2013)

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Το μυνήγι της ουράς μας



Στο «παρά πέντε» -ή ακόμη και στο «και πέντε»- ένας ακόμη έλεγχος της τρόικας ολοκληρώνεται και μια ακόμη δόση -τμηματικά ή εφάπαξ- θα καταβληθεί τις επόμενες ημέρες, αφού αγκομαχώντας η Βουλή θα ψηφίσει ένα ακόμη κατεπείγον πολυνομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα, που, ως συνήθως, καθυστέρησαν και αν παραστεί ανάγκη μπορεί να υιοθετηθούν με μια ακόμη πράξη νομοθετικού περιεχομένου.
Αλήθεια, έχουν κάποιο νόημα όλα αυτά; «Έχουν», ίσως πουν κάποιοι από τους ελάχιστους εναπομείναντες αισιόδοξους που διατηρούν ενδεχομένως κάποιες αμυδρές ελπίδες ότι «δεν μπορεί κάποτε θα αρχίσει εκείνη η περιβόητη ανάκαμψη» που όλο την ακούμε και ποτέ δεν την βλέπουμε.
Ακόμη, όμως, και αν έχουν δίκιο οι αισιόδοξοι, που σωστά ενδεχομένως ισχυρίζονται ότι «καμιά κρίση δεν υπήρξε αιώνια», στη δική μας περίπτωση δημιουργείται η αίσθηση ότι η επανάληψη για πολλοστή φορά του ίδιου σκηνικού, όπως αυτό περιγράφεται πιο πάνω, όχι μόνον δεν συμβάλει στην έγκαιρη έλευση της ανάκαμψης, αλλά μάλλον λειτουργεί ως τροχοπέδη.
Χωρίς να ενστερνίζομαι την άποψη που, δυστυχώς, όλο και περισσότεροι διατυπώνουν ότι «όλα είναι στημένα», προβληματίζομαι, ειλικρινά, με όσα διαμείβονται σε αυτές τις περιβόητες «διαπραγματεύσεις» με την τρόικα. Τι νόημα, για παράδειγμα, έχει αυτή η περίφημη κινητικότητα στο δημόσιο τομέα, όπως εξελίσσεται; Ποια μεταρρυθμιστική πνοή θα φυσήξει στη χώρα αν οι εργαζόμενοι στη δημοτική αστυνομία πάψουν να ανήκουν στην ευθύνη των δημάρχων και περάσουν στη δικαιοδοσία της ΕΛΑΣ;
«Βλέπεις το τυρί και δεν βλέπεις τη φάκα, που είναι ότι τους περισσότερους εξ αυτών τους πάνε για απόλυση», θα αντιτάξει πιθανότατα ένας περισσότερο καχύποπτος που μπορεί να έχει δίκιο. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Θα μειωθεί, έστω κατ΄ ελάχιστον, η ύφεση που κατατρώει τις σάρκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας;  Δεν νομίζω. Το πιο πιθανό, για να μην πως το απολύτως βέβαιο, είναι ότι οι απολύσεις θα βαθύνουν την αδηφάγο ύφεση.
Ξέρω ότι πολλοί από τους αυτόκλητους –υποτιθέμενους- συνηγόρους των ανέργων, θα σπεύσουν να επαναλάβουν τη γνωστή επωδό που εκφράζεται με το δήθεν αθώο, πλην, όμως, άκρως υποκριτικό και συνάμα παραπλανητικό ερώτημα: «Οι εκατοντάδες χιλιάδες απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα δεν έχουν ψυχή;».
Χωρίς καμία διάθεση να υπερασπιστώ την αναμφίβολα κακή ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει το ελληνικό δημόσιο, αμφισβητώ ότι το «πήγαινε έλα» που θέλουν να επιβάλουν στους υπαλλήλους του, θα βοηθήσει πραγματικά έστω και έναν άνεργο του ιδιωτικού τομέα να ξαναβρεί τη χαμένη του δουλειά.
Γι' αυτό και όλα αυτά που γίνονται μου θυμίζουν τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του και ποτέ δεν την πιάνει. Όσο οι περισπούδαστοι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας και μαζί τους οι δικοί μας κυβερνητικοί ιθύνοντες αναλώνονταν σε «διαπραγματεύσεις», όπως αυτές που είδαμε τις τελευταίες μέρες, η ημιθανής ελληνική οικονομία εξακολουθούσε να αιμορραγεί εξαιτίας της ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας που υποτίθεται ότι θα σταματούσε με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς πολλά πιο ουσιώδη ζητήματα από την κινητικότητα που θα βοηθούσαν την οικονομία να ανακάμψει αν υπάρχει όντως ενδιαφέρον γι΄ αυτό.  Οι μεγάλοι οδικοί άξονες, επί παραδείγματι, στους οποίους έγιναν εικονικά εγκαίνια πριν από δυόμισι μήνες, δημιουργώντας ελπίδες ότι θα ξαναέδιναν δουλειά σε κάποιους από τους ανέργους, χάσκουν ακόμη ημιτελείς. Και, όμως, ούτε οι τροϊκανοί, ούτε οι εδώ συνομιλητές τους έδειξαν να ενδιαφέρονται. 
Το γιατί μοιάζει ανεξήγητο. Εκτός πια και αν το ζητούμενο είναι να κυνηγάμε την ουρά μας στο πλαίσιο ενός νέου «πειράματος» στο οποίο ενδεχομένως θέλουν να μας υποβάλουν οι «ταλιμπάν» που αποφασίζουν για μας.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 7.7.2013)

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

«Νέα Ελλάδα» με παμπάλαιες νοοτροπίες



Ηχεί ως μέγιστη ειρωνεία, αλλά είναι, δυστυχώς, πραγματικότητα. Σε ένα κομματικό συνέδριο που είχε ως κεντρικό σύνθημα τον όρο «Νέα Ελλάδα», ο οποίος μπορεί, όπως αφήνεται να εννοηθεί από συνεργάτες του Αντώνη Σαμαρά, να αποτελέσει τον νέο τίτλο της ΝΔ, του μεγάλου ελληνικού κεντροδεξιού κομματικού σχηματισμού, η μόνη εσωτερική διαπάλη που υπήρξε -ή που, τέλος πάντων, βγήκε προς τα έξω- ήταν για το… μακρινό παρελθόν.
Αναρωτιέμαι, ειλικρινά, οι χιλιάδες σύνεδροι από όλη την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό, που συγκεντρώθηκαν επί τρεις ημέρες στην Αθήνα, επιστρέφοντας στους τόπους κατοικίας και επαγγελματικής δράση τους, ποιες εντυπώσεις θα μεταφέρουν στις οικογένειες τους, στον φιλικό και άλλο περίγυρο τους, στους ομοϊδεάτες τους που τους ψήφισαν για να συμμετάσχουν στο συνέδριο.
Θα τους πουν άραγε ότι μπήκαν σε τόσο κόπο -και έξοδα, επίσης- για να λάβουν μέρος σε μια πολυδάπανη κομματική εκδήλωση, στην οποία κυριάρχησε η ιδεοληπτική –ου μην αλλά και ψηφοθηρική- εμμονή του νεόκοπου στη συμβατική κεντροδεξιά παράταξη Μάκη Βορίδη για τις επιπτώσεις που έχει στη σημερινή πελώρια οικονομική κρίση η πολιτική που άσκησε πριν από τρεις δεκαετίες ο Ανδρέας Παπανδρέου;
Αναμφισβήτητα, δεν μπορεί να έχει κανείς απαίτηση από τον κ. Βορίδη και όλους όσοι γαλουχήθηκαν πολιτικά στους (ακροδεξιούς) χώρους που ο ίδιος κινούνταν όλα τα προηγούμενα να συμπαθήσουν τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους να διατηρούν τις απόψεις τους και να εξακολουθούν να στέκονται κριτικά, ακόμη και επικριτικά, απέναντι στον από χρόνια «δαιμονοποιημένο» ηγέτη της αντίπαλης τους παράταξης.
Εκείνο, ωστόσο, που δεν μπορεί να γίνεται ανεκτό είναι στελέχη πρώτης γραμμής του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος, όπως είναι ο συγκεκριμένος βουλευτής που κατέχει το αξίωμα του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου, να προσπαθούν να στενέψουν τόσο πολύ τα όρια των ευθυνών για τη σημερινή κρίση, ανάγοντάς τα, μάλιστα, σε μια συγκεκριμένη και σχετικά μικρή περίοδο του παρελθόντος και αγνοώντας πλήρως το τι επακολούθησε.
Θα παίξει το παιχνίδι του κ. Βορίδη αν επιχειρήσει να επιχειρηματολογήσει κανείς αναλυτικά για το ποια ήταν η Ελλάδα του 1981 –με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που προφανώς έγιναν και τότε- και πως μετεξελίχθηκε στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, πριν πέσει στα βράχια το 2009, όταν ήλθαν στην επιφάνεια χρόνιες παθογένειες.
Δεν μπορεί, όμως, να μην επισημανθεί ότι οι μεγάλες παθογένειες, κυρίως στον οικονομικό τομέα, που σε κάποιο βαθμό προϋπήρχαν της εποχής του Ανδρέα (όπως π.χ. η έλλειψη σοβαρής παραγωγικής υποδομής), όχι μόνον δεν διορθώθηκαν, αλλά μάλλον επιδεινώθηκαν επί των διαδόχων του (υπερδανεισμός, κλπ). 
Άλλωστε, όσο και αν είναι πολύ νωρίς ακόμη για να γίνει ψύχραιμη ιστορική αποτίμηση στο ισοζύγιο της προσφοράς μιας προσωπικότητας όπως ο Ανδρέας που εξήψε όσο λίγοι πάθη –λατρείας αλλά και μίσους-, είναι πολύ αργά για να αναζητείται σε τόσο παρελθόντα χρόνο ένας και μόνον «αποδιοπομπαίος τράγος» για να φορτωθεί όλα τα μνημονιακά δεινά που υφιστάμεθα την τελευταία τριετία.
Γι΄ αυτό και η ιστορική ακροβασία που συνιστούν οι ισχυρισμοί του κ. Βορίδη δεν είναι παρά μια απόπειρα εξαπάτησης των χειμαζόμενων πολιτών, ένα βολικό και -συνάμα παραλυτικό- «άλλοθι» για να μη γίνει απολύτως τίποτε ή, και αν είναι να γίνει κάτι, να μην θίξουμε το «δικό μας» ακροατήριο, τη «δική μας» πελατεία.
Σε κάθε περίπτωση, η «Νέα Ελλάδα» που επαγγέλθηκε στο κομματικό του συνέδριο ο κ. Σαμαράς θα αργήσει πολύ να ανατείλει όσο στα ηγετικά κλιμάκια της παράταξης του φιλοξενούνται πρόσωπα με τόσο παλαιές, παμπάλαιες νοοτροπίες που αναπαράγουν τη φαυλότητα του παρελθόντος.
Η «Νέα Ελλάδα» αυτό που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο απαιτεί είναι ευθυκρισία, ειλικρίνεια και συλλογική δουλειά. Ευθυκρισία για το παρελθόν, ειλικρίνεια για το παρόν και συλλογική δουλειά για το μέλλον.

(Δημοσιεύθυκε στο WWW.protothema.gr την 1.7.2013)

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Οι (αν)ισορροπίες μιας συγκατοίκησης

Με όση καλή προαίρεση και αν αντιμετωπίσει κανείς ορισμένα από τα πολλά ευτράπελα του χθεσινού κυβερνητικού ανασχηματισμού, είναι δύσκολο να τα προσπεράσει για αρκετούς λόγους και κυρίως για τους εξής τρεις:
Πρώτον, διότι η κυβέρνηση που μόλις σχηματίστηκε έρχεται ως συνέχεια μιας σοβαρότατης κρίσης εξαιτίας της οποίας λίγο έλειψε να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές και, εφόσον αυτό γινόταν στις συνθήκες της πολιτικής έντασης που είχαν δημιουργηθεί, ήταν πολύ πιθανό η ελληνική οικονομία να κατέληγε στην άβυσσο.
Δεύτερον, καθώς η γενικευμένη κρίση που διέρχεται ο τόπος μας και πιο ειδικότερα η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, που εκδηλώνεται με την έντονη αμφισβήτηση του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού, απαιτεί, περισσότερο παρά ποτέ, πολιτικές πρωτοβουλίες που να είναι προϊόν συνεκτικού σχεδίου τόσο για την αντιμετώπιση της σκληρής καθημερινής υφεσιακής πραγματικότητας όσο και για τη συνολική κατεύθυνση της χώρας προς την πορεία εξόδου από το μνημόνιο.
Τρίτον, επειδή το νέο κυβερνητικό σχήμα αποτελεί ένα πρωτόγνωρο «πείραμα», χωρίς προηγούμενο ιστορικό δεδομένο, αφού για πρώτη φορά οι δύο παραδοσιακά κυβερνητικές παρατάξεις αποφάσισαν –κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία- να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συγκυβερνήσουν, σύμφωνα (υποτίθεται) με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η επισήμανση και μόνον της σπουδής να ανακοινωθούν –με τον τρόπο που ανακοινώθηκαν- ονόματα υπουργών και υφυπουργών, χωρίς να προηγηθεί η -περίφημη πλέον- επικαιροποιημένη προγραμματική σύμβαση, αρκεί, νομίζω, για να γίνει αντιληπτό ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν ελήφθη υπόψη στο σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Ούτε η πρόσφατη κρίση φαίνεται να έγινε μάθημα για να μην επαναληφθεί το πάθημα με το αυταρχικό λουκέτο της ΕΡΤ, ούτε, πολύ περισσότερο, διεφάνη από κάποια πλευρά διάθεση να γίνει μια πραγματικά νέα αρχή με την οποία θα εκπεμπόταν το μήνυμα ότι μπαίνουν στο περιθώριο οι γνωστές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που συνέβαλαν τα μάλα για να βρεθούμε εδώ που είμαστε, και εγκαινιάζεται, επιτέλους, μια καινούργια περίοδος.
Αντιθέτως, ακόμη και αν παραβλέψει κανένας το γεγονός ότι μπήκε το κάρο μπροστά από το άλογο, δηλαδή μοιράστηκαν οι θέσεις προτού να καθοριστούν τα καθήκοντα, ελπίζοντας ότι τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει και η νέα προγραμματική συμφωνία, οι επιλογές των προσώπων που –και όπως- έγιναν μαρτυρούν ότι επικράτησε απολύτως η πεπατημένη που χρόνια τώρα ακολουθείται στους εγχώριους κυβερνητικούς σχηματισμούς.
Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι «καραμπόλες» για να βρεθεί οπωσδήποτε θώκος για πρόσωπα που έπρεπε να μείνουν ή να μπουν στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα αν πληρούν τα ουσιαστικά προσόντα για το πόστο στο οποίο κατέληξαν ή αν είχαν να παρουσιάσουν κάτι το άξιο λόγου στην προηγούμενη θητεία τους εντός ή εκτός κυβέρνησης.
Στο ίδιο μοτίβο, δεν περνούν εύκολα απαρατήρητες οι λογικές των εσωκομματικών και γεωγραφικών ισορροπιών ή, ακόμη χειρότερα, της «επετηρίδας» που επικράτησαν σε ορισμένες τοποθετήσεις που είναι φανερό ότι έγιναν για να «βολευτούν» κάποιοι «δικοί μας» που, αν έμεναν έξω, θα γκρίνιαζαν, ενώ είναι φανερό ότι δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν, ιδίως σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που διερχόμαστε.
Για να μην πούμε, τέλος, για τις εμφανείς καχυποψίες των «συγκατοίκων» που αποπνέει η διανομή των οφιτσίων, με την μια πλευρά να θέλει να διατηρήσει πάση θυσία την μονοκρατορία στα «υπουργεία του κράτους», «θυσιάζοντας», κι αυτό εξ ανάγκης, μόνον το Εξωτερικών, και την άλλη να αρκείται στην αριθμητική (αν)ισορροπία.
Εν κατακλείδι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, το νέο κυβερνητικό σχήμα φαίνεται, δυστυχώς, να κτίστηκε τα πλέον παλαιά υλικά που ήταν δυνατόν να βρεθούν, ενώ και οι μέθοδοι οικοδόμησης του που ακολουθήθηκαν δεν είχαν τίποτε το καινοτόμο και το εξωστρεφές, όπως απαιτούν οι καιροί.
Μακάρι οι εξελίξεις να με διαψεύσουν και από σήμερα να ξεκινάει μια νέα εποχή…

(Δημοσιεύθηκε www.protothema.gr στις 25.6.2013)