Μπαίνουμε αισίως στην τέταρτη εβδομάδα που η επικαιρότητα μονοπωλείται σχεδόν από την επιχείρηση εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής, ένα αναμφισβήτητα σοβαρότατο ζήτημα που δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό την ένταση της συζήτησης που επιτέλους άνοιξε για ένα ιδιαιτέρως επικίνδυνο καρκίνωμα που αναπτύχθηκε στο ασθενικό σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, για ένα τόσο πολύπτυχο φαινόμενο, οι εύκολες ερμηνείες που επιχειρούνται από σημαντικά μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου και, πολύ περισσότερο, των μέσων ενημέρωσης, δημιουργεί ανακλαστικά «επικοινωνιακής κόπωσης» που, εν τέλει, αντί για την απομυθοποίηση της εγκληματικής ομάδας που, χωρίς αμφιβολία, συνιστά ο ηγετικός πυρήνας του νεοναζιστικού μορφώματος, μπορεί, εν τέλει να οδηγήσει στην περαιτέρω «μυθοποίηση» τους.
Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο υπερβολική ήταν η αγνόηση του φαινομένου από τα μέσα ενημέρωσης και η ασυλία που παρείχε στους νταήδες χρυσαυγίτες η επίσημη Πολιτεία την τελευταία, τουλάχιστον, τριετία, όταν με την υποψηφιότητα Μιχαλολιάκου για το Δήμο της Αθήνας, το 2010, έκαναν αισθητή την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο, εξίσου υπερβολικά είναι τα μονοθεματικά δελτία ειδήσεων του τελευταίου εικοσαημέρου που αγνοούν επιδεικτικά άλλες σημαντικές εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις που επηρεάζουν την καθημερινότητά μας.
«Δεν υπάρχει άλλο θέμα για να ασχοληθείτε εσείς οι δημοσιογράφοι; Φτάνει πια!», με εγκάλεσαν τις τελευταίες ημέρες αρκετοί καλοπροαίρετοι συμπολίτες μας. Δεν έλειψαν, ωστόσο, και οι -μάλλον περισσότεροι- κακοπροαίρετοι που έσπευδαν να συμπληρώσουν: «Επίτηδες το κάνετε, γιατί θέλετε να καλύψετε την κυβέρνηση και αυτά που περνάει στη Βουλή» (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπολειτουργούσε τις τελευταίες ημέρες).
Είναι και αυτά, προφανώς, σημεία των καιρών μας, των καιρών της καθολικής καχυποψίας των πάντων για τους πάντες, των καιρών του ακραίου ανορθολογισμού και της άκρατης συνωμοσιολογίας που βιώνουμε, των καιρών, αν θέλετε, που έδωσαν υπόσταση στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και επέτρεψαν σε μια δράκα περιθωριακών, οι οποίοι για δύο και πλέον δεκαετίες κινούνταν στο χώρο του υποκόσμου, να φορέσουν τον μανδύα του πολιτικού κόμματος και να μπουν στο ελληνικό Κοινοβούλιο για να το ευτελίσουν εκ των ένδον.
Υπό αυτή την έννοια, η άνδρωση της Χρυσή Αυγής, όπως και η αξιοσημείωτη δημοσκοπική αντοχή της, παρά τις τελευταίες καταιγιστικές αποκαλύψεις, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ακόμη νεοελληνική παραδοξότητα, που δεν μπορεί να εξηγηθεί με κλασσικά ερμηνευτικά σχήματα και εύκολες θεωρήσεις για τις επιπτώσεις από τη λαθρομετανάστευση, το μνημόνιο, την ανεργία ή την απαξίωση του πολιτικού συστήματος εξαιτίας των σκανδάλων διαφθοράς.
Είναι, άραγε, τυχαίο ότι δεν αναζήτησαν λύσεις για το μέλλον τους στους ναζιστές και στον δικό τους υπόκοσμο ούτε η Ιταλία που βίωσε ηχηρά κρούσματα πολιτικής διαφθοράς και δοκιμάζεται από την λαθρομετανάστευση, ούτε η Ισπανία που έχει για μεγαλύτερο διάστημα ποσοστά ανεργίας ανάλογα με τα δικά μας, ούτε η Πορτογαλία στην οποία επίσης φορέθηκε ένας εξίσου ασφυκτικός μνημονιακός κορσές;
Έχω την αίσθηση ότι εκείνο που μας διαφοροποιεί από τις άλλες χειμαζόμενες οικονομικά χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου είναι «Η λογική της παράνοιας», όπως προσφυώς έχει χαρακτηρίσει στο ομότιτλο βιβλίο του ο διανοητής Στέλιος Ράμφος, τη σχεδόν γενικευμένη άρνηση της ελληνικής κοινωνίας να αναλάβει τις ευθύνες της για όλα όσα μας συμβαίνουν.
Δεν βρίσκω, ειλικρινά, άλλον τρόπο να εξηγήσω ούτε την απόλυτη υπερβολή μέσα στην οποία ζούμε και συνοψίζεται ίσως καλύτερα από το γεγονός ότι σε μια χώρα που αδυνατεί να σχεδιάσει στοιχειωδώς την κοινωνική της οργάνωση, όπως καταδεικνύουν εναργώς τα εκτεταμένα φαινόμενα ανομίας, που συναντά κανείς στην καθημερινότητά του, ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της φαντασιώνεται και «ανακαλύπτει» παντού σκοτεινούς σχεδιασμούς που κάνουν πάντα κάποιοι «άλλοι», οι οποίοι εναλλάσσονται κατά περίπτωση: η «μνημονιακή» κυβέρνηση, οι… συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, η «δαιμονική» τρόικα, οι «απαίσιοι» Γερμανοί, οι «ρουφιάνοι» δημοσιογράφοι, οι Αμερικανοί, οι Εβραίοι, οι Ελοχίμ και ό,τι άλλο βάλει ο νους του καθενός.
Φοβούμαι, εν ολίγοις, ότι στη χώρα που γέννησε το μέτρο και την αρμονία, οι έννοιες αυτές αποτελούν εδώ και καιρό αγαθά σε πλήρη ανεπάρκεια. Και όσο αυτό θα εξακολουθήσει να συμβαίνει, θα βολοδέρνουμε, ως κοινωνία, κινούμενοι από την απόλυτη ανοχή απέναντι στην Χρυσή Αυγή ως την ακραία ενασχόληση μαζί της, παίζοντας, δυστυχώς, και στις δύο περιπτώσεις στο δικό της γήπεδο και με τους δικούς της κανόνες.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 10.10.2013)