Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Γιατί οι πλατείες… γεμίζουν μόνον από οπαδούς αθλητικών ομάδων;

        Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τις οποίες καταβάλουν οι πολιτικοί αρχηγοί και τα άλλα στελέχη των κομμάτων, η συμμετοχή του κόσμου στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, που οργανώνονται μόλις μια βδομάδα πριν από τις ευρωεκλογές, είναι, τηρουμένων των αναλογιών με τα ειωθότα εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, από πενιχρές έως πλήρως απογοητευτικές.

Οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές όλων των κομμάτων, οι οποίοι ασθμαίνοντας περιοδεύουν από πόλη σε πόλη για να μπορέσουν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να επικοινωνήσουν με τους ψηφοφόρους όλης της επικράτειας, δυσκολεύονται να βρουν ένα αξιοπρεπές ακροατήριο για να μιλήσουν και να ζητήσουν τον σταυρό των εκλογέων. Και, έτσι, τις περισσότερες φορές εξαντλούν τη δραστηριότητά τους σε μερικές ανόρεκτες χειραψίες που ανταλλάσσουν με συνήθως αδιάφορους θαμώνες καφετεριών ή με καταναλωτές και περιπατητές που κόβουν βόλτες στις αγορές και στα… νυφοπάζαρα.

Η συνθήκη γίνεται ακόμη πιο αποκαρδιωτική αν συγκριθεί με τις τεράστιες κινητοποιήσεις που έγιναν το τελευταίο δεκαπενθήμερο στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στον Πειραιά από οπαδούς των αθλητικών ομάδων του ΠΑΟΚ, του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού οι οποίοι βγήκαν κατά δεκάδες χιλιάδες στους δρόμους και στις πλατείες για να πανηγυρίσουν τις διακρίσεις και τα τρόπαια που απέσπασαν οι σύλλογοι τους οποίους υποστηρίζουν.

Βλέποντας τον κόσμο που συγκεντρώθηκε το βράδυ της Τετάρτης στην πλατεία Κοραή για να γιορτάσει τον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό τίτλο που κατέκτησε ο Ολυμπιακός, παλαιός πειραιώτης με έκπληξη επεσήμαινε ότι ήταν ο περισσότερος κόσμος από κάθε άλλη συνάθροιση των τελευταίων δεκαετιών. Και, όπως ο ίδιος παρατηρούσε, μόνον με τη συμμετοχή στις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις της δεκαετίας του 1980 θα μπορούσε να βρεθεί μια κάποια αριθμητική αναλογία, παρόλο που τα τελευταία χρόνια δεν έλειψαν οι ευκαιρίες των φίλων της πειραϊκής ομάδας για να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν τη χαρά τους.

Με αποκορύφωμα τη μεγάλη ανάταση του 2004 όταν οι Έλληνες ξεσπάσαμε σε διαδοχικούς πανηγυρισμούς εκφράζοντας τη χαρά μας για τη θετική πορεία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που έγινε στην Πορτογαλία, οι μεγάλες αθλητικές επιτυχίες υπήρξαν πάντοτε αφορμές για μαζικές λαοσυνάξεις και συλλογικούς πανηγυρισμούς. Σε κάθε περίπτωση, το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Το συναντάμε -με διαβαθμίσεις είναι η αλήθεια που έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία κάθε λαού- σε πολλές χώρες: μικρές και μεγάλες, ευρωπαϊκές και τριτοκοσμικές.

Για την ερμηνεία του θα πρέπει μάλλον να καταφύγουμε στα εργαλεία της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας - ψυχανάλυσης που εστιάζουν στη θεμελιώδη ψυχολογική ανάγκη του «ανήκειν» που χαρακτηρίζει κάθε μέλος του ανθρωπίνου γένους. Οι ειδικοί επιστήμονες θεωρούν ότι το να ανήκουμε σε κάποια ομάδα, είτε πρόκειται για την οικογένειά μας, την κοινότητα των φίλων μας, το σχολικό και εργασιακό περιβάλλον μας, ή τις οποιεσδήποτε άλλες συλλογικότητες, των οποίων για διάφορους λόγους επιλέγουμε να αποτελούμε μέλη, συνιστά έναν σημαντικό παράγοντα κοινωνικοποίησης, ο οποίος μας κάνει να νιώθουμε καλά, μας προσπορίζει οφέλη για τη σωματική και ψυχική υγεία μας και αυξάνει τις πιθανότητες για επαγγελματική επιτυχία.

Πως το λέει ο μέγας Σαββόπουλος στο τραγούδι του με τίτλο «Ας κρατήσουν οι χοροί»; «…των Eλλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία». Για να συμπληρώσει αμέσως μετά ο ίδιος την ευχή η οποία αναμφισβήτητα απηχεί κάθε κοινότητα: «Να μας έχει ο Θεός γερούς πάντα ν' ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε, βρε, με χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς». Από αρχαιοτάτων χρόνων, άλλωστε, οι άνθρωποι αναζητούσαν λόγους για να ανταμώνουν και να ξεφαντώνουν. Γι΄αυτό και έστηναν πανηγύρια, διοργάνωναν αγώνες, συμμετείχαν σε θρησκευτικές, πολιτιστικές και άλλες εκδηλώσεις, κάτι που αδιάκοπα συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

Τις προηγούμενες πολλές δεκαετίες και κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση, οι Έλληνες εξέφραζαν την ανάγκη του «ανήκειν» και μέσω της κομματικής ένταξης. Τα μεγάλα κόμματα, που ταυτίζονταν με τις παραδοσιακές παρατάξεις, αλλά και κάποια μικρότερα, είχαν εγγεγραμμένους στα μητρώα των μελών τους δεκάδες ή και εκατοντάδες ανθρώπους, ένα σημαντικό μέρος των οποίων συμμετείχε στις εκδηλώσεις που οργάνωνε ο πολιτικός φορέας με τον οποίο ταυτίζονταν.

Αν και σε αρκετές περιπτώσεις ήταν τα ίδια πρόσωπα που μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή για τη δημιουργία εντυπώσεων… λαοθάλασσας, κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει, από άποψη συμμετοχής, τις πολιτικές συγκεντρώσεις του παρελθόντος με τις σημερινές. Η μεγάλη τομή και το σημείο καμπής φαίνεται να ήταν η επέλαση του Μνημονίου και η συνακόλουθη κατάρρευση των πελατειακών δικτύων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελούσαν τον συνεκτικό δεσμό για τα μέλη των κομμάτων.

Παρόλο που δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τον πραγματικό αριθμό των μελών που διαχρονικά είχαν τα κόμματα, καθώς εδώ και χρόνια δεν ακολουθούνται κανόνες εγγραφής και με δύο ευρώ μπορεί ο καθένας να εμφανιστεί για μια και μόνη φορά και να ψηφίσει για την εκλογή αρχηγού, οι αριθμοί των ψηφοφόρων που συμμετέχουν στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις δίνει μια σαφή εικόνα για το ολοένα και μικρότερο ενδιαφέρον των Ελλήνων για το πολιτικό γίγνεσθαι.

Η πολιτική και οι πολιτικοί στη χώρα μας -αλλά η αλήθεια είναι όχι μόνον σε αυτή- έχουν πάψει να παρέχουν θετική προσδοκία, χαρά, ικανοποίηση και αισιοδοξία στους πολίτες. Οπότε είναι μάλλον μοιραία η ολοένα και μεγαλύτερη μείωση του ενδιαφέροντος πολλών -και πάντως όχι μόνον αυτών που χαρακτηρίζαμε παλαιότερα ως «λούμπεν»- για τα πολιτικά τεκταινόμενα, όπως και της διάθεσης για κομματική ένταξη και συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες.

Στις εκλογές του 2004, για παράδειγμα, πήγαν στις βουλευτικές κάλπες πάνω από 7,5 εκατομμύρια ψηφοφόροι, ενώ στις εθνικές εκλογές του περυσινού Ιουνίου ο αριθμός των ψηφισάντων υποχώρησε κάτω από τα 5,3 εκατ. Η πρόβλεψη των ειδικών για τις επερχόμενες ευρωεκλογές είναι ακόμη πιο δυσοίωνη και δεν είναι λίγοι όσοι προεξοφλούν ότι τη μεθεπόμενη Κυριακή η συμμετοχή στις κάλπες θα είναι τόσο χαμηλή που ενδεχομένως θα αποτελέσει μια από τις μεγάλες ειδήσεις, αν όχι και τη μεγαλύτερη όλων, της εκλογικής βραδιάς. 

Οι άδειες πλατείες, άλλωστε, στις οποίες μιλούν οι πολιτικοί μας και μάλιστα σε μια περίοδο που, όπως έδειξαν τα ξεσπάσματα πανηγυριού και χαράς για τις αθλητικές επιτυχίες των ομάδων τους, οι Έλληνες δεν διστάζουν να βγουν στους δρόμους, είναι ένας οιωνός που δύσκολα ανατρέπεται στις λίγες μέρες που μας χωρίζουν από τις κάλπες.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Έλληνες ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι

Η ενασχόληση των πολιτικών δυνάμεων αλλά και των μέσων ενημέρωσης με την επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου δεν άφησε πολύ χώρο για να αναδειχθούν τα στοιχεία μιας -κατά την άποψή μου- πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας η οποία έγινε από τον οργανισμό «ΔιαΝΕΟσις» και φέρει τον τίτλο «τι πιστεύουν οι Έλληνες».

Ανάμεσα στα πολλά και διαφορετικά ερωτήματα, στα οποία κλήθηκαν από την εταιρία «Metron Analysis» να απαντήσουν οι συμμετέχοντες στην δημοσκόπηση, ήταν και ένα που αφορούσε τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται πιο έντονα σήμερα κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας.

Οι απαντήσεις οι οποίες δόθηκαν δεν είναι διόλου ευοίωνες για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, καθώς η ανασφάλεια, η απογοήτευση και ο θυμός είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα, τα οποία υπερτερούν σημαντικά από εκείνα της αισιοδοξίας, της υπερηφάνειας, της σιγουριάς και της αυτοπεποίθησης που είναι μειοψηφικά.

Το πλέον δυσοίωνο, όμως, είναι ότι, όπως προκύπτει από τη συγκριτική παράθεση ανάλογων ερευνητικών ευρημάτων που κατεγράφησαν τα προηγούμενα χρόνια, η συναισθηματική κατάσταση των Ελλήνων αντί να βελτιώνεται, καθώς απομακρυνόμαστε από την οικονομική κρίση που έφερε τα απανωτά Μνημόνια, βαίνει επιδεινούμενη.

Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: τον Δεκέμβριο του 2019, οπότε μετά και την κυβερνητική αλλαγή, που είχε προηγηθεί, και εξαιτίας της οποίας είχε αρχίσει να εμπεδώνεται η εντύπωση της επιστροφής στην κανονικότητα, ανασφάλεια δήλωνε ότι αισθανόταν το 38% των Ελλήνων. Το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 45,8% τον Φεβρουάριο του 2022, όταν έκλεινε ο κύκλος της πανδημίας του κορωνοϊού, για να συνεχίσει την ανοδική πορεία και τον Φεβρουάριο του 2024 να φθάσουμε στο σημείο να δηλώνει ότι αισθάνεται ανασφαλής ένας στους δύο Έλληνες και για την ακρίβεια το 49,9% των ερωτηθέντων.

Ανάλογη αυξητική τάση παρουσίασε και το συναίσθημα της απογοήτευσης το οποίο, από 27,2% που ήταν το 2019, στις δύο επόμενες έρευνες έφθασε στο 45,3% και στο 44,3% αντίστοιχα. Ομοίως, ο θυμός από τον οποίο πριν από πέντε χρόνια διακατεχόταν το 17,4% των Ελλήνων, το 2022 και το 2024 απάντησαν ότι ήταν ένα αίσθημα από το οποίο διακατέχονταν πλέον το 29,8% και το 29,7% των συμμετεχόντων στις αντίστοιχες έρευνες.

Στον αντίποδα, από τις ίδιες χρονοσειρές των ερευνών που έγιναν για λογαριασμό της «ΔιαΝΕΟσις», προκύπτει δραματική μείωση του ποσοστού όσων δηλώνουν ότι αισθάνονται αισιοδοξία, αφού από 30% που ήταν το 2019, υποχώρησε σε 21,7% τον τρέχοντα χρόνο. Μικρότερη υποχώρηση από το 14,1% στο 12,4% εμφανίζει το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι διακατέχονται από το αίσθημα της υπερηφάνειας.

Σταθερά χαμηλά παραμένουν, εξάλλου, τα ποσοστά όσων εκδηλώνουν αισθήματα αυτοπεποίθησης: 7,3% το 2019 και 7,9% το 2024. Όπως και εκείνων που δηλώνουν αισθήματα σιγουριάς και κινούνται από το 5,7%, που ήταν προ πενταετίας, στο 10,3% στο οποίο ανήλθε στη φετινή μέτρηση. Την ίδια ώρα οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που διακατέχονται από αισθήματα ντροπής αυξήθηκαν την τελευταία πενταετία από το 10,2% στο 16,8%.

Δεν χρειάζεται, νομίζω, να είναι κάποιος κοινωνιολόγος ή ειδικός στην κοινωνική ανθρωπολογία για να αντιληφθεί ότι τίποτε θετικό για το μέλλον δεν προοιωνίζεται η έντονη απαισιοδοξία που εκπορεύεται από τα συγκεκριμένα στοιχεία της έρευνας, όπως και από άλλα ευρήματα, τα οποία, π.χ., είναι η διαπιστούμενη έλλειψη αξιοκρατίας και τα προβλήματα στην απονομή της Δικαιοσύνης, που η αναλυτική τους παράθεσή θα επιβεβαίωνε την γενική αρνητική εικόνα.

Είναι προφανές ότι όταν τόσο πολλοί συμπολίτες μας αισθάνονται ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι, μόνον τυχαία δεν μπορεί να θεωρείται η δημογραφική κατάρρευση, με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία, όπως επίσης και η δυσκολία να αφήσει οριστικά πίσω τις δυσμενείς συνέπειες της οικονομικής κρίσης που μας ταλάνισαν την προηγούμενη δεκαετία.

Μοιραία, τα αρνητικά συναισθήματα της πλειονότητας των Ελλήνων αφήσουν έντονο το αποτύπωμα στον τρόπο που ζούμε και δραστηριοποιούμαστε σε κάθε επίπεδο: προσωπικό και οικογενειακό, τοπικό και εθνικό. Ένας ανασφαλής, απογοητευμένος και θυμωμένος πολίτης είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα καταφέρει να είναι δραστήριος και δημιουργικός, έτσι ώστε, εργαζόμενος για την προσωπική του ευημερία, να συμβάλει στη συνολική κοινωνική πρόοδο.

Δυστυχώς, οι λόγοι για τους οποίους παρατηρούνται τα συγκεκριμένα φαινόμενα, θα ήταν αυταπάτη να αναμέναμε ότι θα γίνουν αντικείμενο συζητήσεων στην προεκλογική περίοδο που διάγουμε. Καθώς εξαντλείται ο χρόνος, αφού απομένουν μόνον δύο εβδομάδες έως ότου προσέλθουμε στις κάλπες, μοιάζει απίθανο να βρεθεί στο επίκεντρο των κομματικών αντιπαραθέσεων και να κάνει τους Έλληνες να ξαναβρούν τη χαμένη ελπίδα και αισιοδοξία.

Ίσως διότι είναι δύσκολο να… χωρέσουν τέτοια ζητήματα σε κάποια ανάρτηση στο Tik tok ανάμεσα στα χαριτωμένα σκυλάκια (τον Peanat και τη Farley) που απέκτησαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Μια προεκλογική περίοδος, η οποία υπό αυτές τις συνθήκες οδηγεί στην εκτίμηση ότι μπορεί να επισφραγιστεί με νέο ρεκόρ αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία.

Όπως και να έχει, πάντως, και όσο και αν δικαιούνται να ισχυριστούν κάποιοι ότι η ευθύνη για την έλλειψη αισιοδοξίας ανήκει πρωτίστως στη σημερινή κυβέρνηση και τα αίτια της απαισιοδοξίας των πολιτών οφείλονται στην πολιτική της, αυτό δεν καθιστά άμοιρη ευθυνών την πολυποίκιλη και κατακερματισμένη αντιπολίτευση.

Άλλωστε, αν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα η κυβερνητική παράταξη και ο επικεφαλής της Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκονται σε πορεία προς μια νέα εκλογική νίκη στις 9 Ιουνίου, εκείνες που πρέπει να κοιταχθούν στον καθρέφτη, για να δουν τι φταίει, είναι οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης. Ή μήπως όχι;

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

«Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέπτη»


Σπεύδω να διευκρινίσω ότι τον τίτλο, ο οποίος αποτελεί ρήση του Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη, τον «δανείστηκα» από μια πρόσφατη παρέμβαση του καθηγητή Θάνου Βερέμη στην παρουσίαση του συλλογικού βιβλίου «Κύπρος 1974 – 2024, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνοεκδοτική» και περιέχει τριάντα ενδιαφέροντα διηγήματα τα οποία υπογράφονται από ισάριθμους συγγραφείς.

Ο διαπρεπής καθηγητής της Ιστορίας παρέπεμψε στον μεγάλο μας ποιητή, ο οποίος, ως γνωστόν, υπήρξε και διακεκριμένος διπλωμάτης, δίνοντας με τον τρόπο αυτό απάντηση στο ερώτημα για το πως οδηγηθήκαμε στα δραματικά γεγονότα της Κυπριακής Τραγωδίας και φυσικά στη συνεχιζόμενη για μισό αιώνα τουρκική κατοχή.

«Οι Τούρκοι είναι Τούρκοι και όλοι ξέρουμε την αδηφαγία της ηγεσίας τους. Το ερώτημα είναι εμείς τι κάνουμε και γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας ώστε να υποστηρίξουμε τα δικά μας συμφέροντα», εξήγησε ο κ. Βερέμης προκαλώντας την επιδοκιμασία του ακροατηρίου στην πικρή αναγνώριση ότι τα πράγματα θα είχαν πάρει άλλη τροπή για την Κύπρο αν οι εκάστοτε ηγεσίες στην Αθήνα και στη Λευκωσία τα εύρισκαν μεταξύ τους και κινούνταν στη ίδια γραμμή.

Η πραγματικότητα ήταν ωστόσο διαφορετική και ήδη από τις παραμονές της υπογραφής των Συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου οι Έλληνες διχάστηκαν. Ένας διχασμός που αποσταθεροποιούσε τη νεοσχηματισθείσα Κυπριακή Δημοκρατία και είχε ως αποκορύφωμα το άφρον πραξικόπημα της ανατροπής του Μακαρίου από τη Χούντα των Αθηνών που έδωσε το πρόσχημα στην Άγκυρα για να εισβάλει στην ελληνική Μεγαλόνησο και να κατέχει μισό αιώνα τώρα το 40% των εδαφών της.

Το Κυπριακό δεν είναι, δυστυχώς, το μόνο από τα εθνικά μας ζητήματα στα οποία ιδεοληπτικές εμμονές και μικροκομματικοί υπολογισμοί γίνονται αντικείμενο σφοδρών εσωτερικών συγκρούσεων και εμποδίζουν τη χάραξη μιας ενιαίας εθνικής γραμμής.

Το λεγόμενο «Μακεδονικό» είναι μια από τις πλέον χαρακτηριστικές υποθέσεις, όπως εξάλλου επιβεβαιώθηκε με τα πρόσφατα γεγονότα που ακολούθησαν τη εκλογική νίκη των εθνικιστών στα Σκόπια.

Αντί, λοιπόν, να στείλει συντονισμένα αυστηρό τελεσίγραφο για σεβασμό του διεθνούς δικαίου προς την προκλητική νεοεκλεγείσα Πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, η οποία αμφισβήτησε εν τοις πράγματι τη Συμφωνία των Πρεσπών, η ελληνική πολιτική τάξη επιδόθηκε σε αντιπαραθέσεις που δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα.

Η 71χρονη νομικός και πανεπιστημιακός, η οποία κέρδισε με άνεση την κούρσα για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα στα Σκόπια, αρνήθηκε να ορκιστεί στην ονομασία που καθιέρωσε η Συμφωνία των Πρεσπών για τη χώρα της και είναι «Βόρεια Μακεδονία». Δικαιολόγησε, ωστόσο, τη στάση της επικαλούμενη το υποτιθέμενο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, καθώς, όπως ισχυρίστηκε στις μετέπειτα εξηγήσεις της, λειτούργησε ως «Μακεδόνας πρόεδρος».

Και εμείς πως αντιδράσαμε στην αναμφισβήτητα… κουτοπόνηρη και αυθεντικά λαϊκίστικη συμπεριφορά της εθνικίστριας Προέδρου της γειτονικής χώρας, με την οποία έσπευσε να συμφωνήσει ο επίσης νεοεκλεγείς πρωθυπουργός και αρχηγός του VMRO Κριστιάν Μίτσκοσκι;

Δεν ασχοληθήκαμε, όπως θα ήταν το λογικό και το αναμενόμενο, με το πως η αυθάδης κυρία Σιλιάνοφσκα θα έπαιρνε το μάθημα ότι η παραβίαση των διεθνών συνθηκών δεν μπορεί παρά να έχει συνέπειες και για την ίδια και για τη χώρα της.

Αντιθέτως, στην ελληνική δημόσια σφαίρα αναδείχθηκε ως κυρίαρχο το έλασσον ζήτημα για τη σκοπιμότητα επικύρωσης ή μη από το ελληνικό Κοινοβούλιο κάποιων ήσσονος πολιτικής σημασίας πρωτοκόλλων που απορρέουν από τη Συνθήκη.

Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, δεν μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά ότι αν -ανεξάρτητα από τους λόγους που δεν το έκανε- η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε επικυρώσει τα συγκεκριμένα πρωτόκολλα, τότε ο Μίτσκοσκι και η Σιλιάνοφσκα θα άφηναν κατά μέρος τις εθνικιστικές ιδεοληπτικές και αλυτρωτικές εμμονές τους με τις οποίες κατέλαβαν την εξουσία.

Όπως και να έχει και πέρα από τους ισχυρισμούς των φανατικών υποστηρικτών της, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένα ξεκάθαρο διπλωματικό κείμενο που έλυσε το «Μακεδονικό», ένα ζήτημα το οποίο επί δεκαετίες είχε λάβει μια δυναμική που ήταν δύσκολο να αναστραφεί.

Για την ακρίβεια, οι γείτονες μας είχαν επί πολλές δεκαετίες εγκολπωθεί το κατασκευασμένο αφήγημα ότι, αν και Σλάβοι που ήρθαν τα μέρη μας πολύ αργότερα, υπήρξαν απόγονοι των… αυθεντικών αρχαίων Μακεδόνων του βασιλιά Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάτι το οποίο, κακά τα ψέματα, ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί.

Υπό αυτό το πρίσμα, το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών ήταν ένας -μάλλον αποτυχημένος- συμβιβασμός τον οποίο επέβαλε ο διεθνής παράγων -ΗΠΑ και ΕΕ- σε πείσμα της βούλησης των λαών και στις δύο χώρες που η πλειοψηφία τους ήταν αναφανδόν κατά της Συμφωνίας.

Οι ασφυκτικές πιέσεις, ωστόσο, και οι απροκάλυπτοι εκβιασμοί που ασκήθηκαν σε πολιτικούς στα Σκόπια αλλά και στην Αθήνα, κατά την περίοδο που προηγήθηκαν της επικύρωσης της Συμφωνίας από τα δύο Κοινοβούλια, δεν στάθηκαν ικανοί να αλλάξουν το αρνητικό κλίμα.

Η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ στα Σκόπια καλοδέχτηκε την εξαγορά των βουλευτών της αντιπολίτευσης ώστε να σχηματιστεί η απαιτούμενη πλειοψηφία. Την ίδια ώρα, στην Αθήνα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα «επένδυε» τόσο στον διχασμό που πιθανολογούσε ότι θα προκαλέσει στη ΝΔ το γεγονός ότι η ηγεσία της φλέρταρε με μια λύση, όσο και στο αποτέλεσμα που υπέθετε ότι θα έφερναν οι πιέσεις που ασκούνταν και εδώ από τον διεθνή παράγοντα.

Μοιάζει ασύλληπτο, αλλά είναι γεγονός ότι τον πρώτο και μόνον έξω από το κόμμα του που ενημέρωσε ο τότε πρωθυπουργός για το περιεχόμενο της συμφωνίας, που είχε δεχθεί, ήταν -γιατί άραγε;- ο… Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας δεν επεδίωξε συνάντηση και συναίνεση ούτε με την αξιωματική αντιπολίτευση ή με την ηγεσία κάποιου άλλου κόμμα, ούτε κατέφυγε στη σύγκληση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να ακούσει τι είχαν να πουν και οι άλλες παρατάξεις.

Αρκέστηκε στις παρασκηνιακές επαφές με κάθε λογής πολιτικά «ρετάλια» τα οποία προσείλκυσε για να καταφέρει εν τέλει να σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία ήταν σαφές για όσους δεν είχαν αυταπάτες ότι βρισκόταν σε δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Έξι χρόνια μετά το πρόβλημα του «Μακεδονικού» είναι και πάλι εδώ. Διότι δεν ήταν δυνατόν να επιλυθεί με τη μεσοβέζικη λύση που επιλέχθηκε και ορίζει ότι η Ελλάδα συνορεύει με μια χώρα η οποία μπορεί ναι μεν λέγεται «Βόρεια Μακεδονία», αλλά οι πολίτες της είναι, όπως διατείνονται η Σιλιάνοφσκα και ο Μίτσκοφσκι, «Μακεδόνες» οι οποίοι ομιλούν «μακεδονική» γλώσσα.

Όλα αυτά, αντί να μας προβληματίζουν και να μας οδηγούν σε αναστοχασμό, μας κάνουν, δυστυχώς, να συγκρουόμαστε μεταξύ μας. Ίσως για να δικαιωθεί ο Σεφέρης που τόσο εύστοχα είχε επισημάνει ότι «τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέπτη».

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Πόσο μακριά είναι το 2027;


«Είμαστε στο 2024 και η θητεία της κυβέρνησης λήγει το 2027», ήταν η απάντηση την οποία έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν ρωτήθηκε (από τον Αντώνη Σρόιτερ στη συνέντευξη που παραχώρησε στο protothema.gr) για την ενδεχόμενη πρόθεσή του να διεκδικήσει και μια τρίτη θητεία στο πρωθυπουργικό αξίωμα.

«Ποιος ξέρει τι μπορεί να μεσολαβήσει από τώρα μέχρι το ‘27;», αναρωτήθηκε ο ίδιος προσθέτοντας, αφενός, ότι «στην Ελλάδα δεν έχουμε συνταγματικούς περιορισμούς στο πόσες φορές μπορεί ένας πρωθυπουργός να εκλέγεται» και, αφετέρου, ότι «η αποχώρηση από την πολιτική δεν είναι κάτι που περνά από το μυαλό μου», καθώς, όπως συμπλήρωσε, «αισθάνομαι δημιουργικός» και «έχω ενέργεια να προσφέρω».

Παρότι τις περισσότερες φορές ο ψόγος της σπουδής για πρόβλεψη των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων βαρύνει τους δημοσιογράφους, οι οποίοι, ως εκ του ρόλου τους, θέτουν σχετικά ερωτήματα ή μεταφέρουν εκτιμήσεις, η αλήθεια είναι ότι ανέκαθεν η κοινή γνώμη αρέσκεται να μαθαίνει πληροφορίες για τα μελλούμενα, ακόμη και όταν αυτές είναι συχνά προϊόν εικασιών και υπολογισμών ή δεν αποτελούν στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από απλές επιθυμίες και ευσεβείς πόθους.

Όπως και να έχει, γενικότερα μιλώντας, η προσπάθεια αντιμετώπισης των αβεβαιοτήτων που προέρχονται από το εκ των πραγμάτων άδηλο -βραχυπρόθεσμο ή και μακροπρόθεσμο- μέλλον είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση. 

Και παρά το γεγονός ότι πάμπολλες φορές δεν επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις σε μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά ζητήματα (αποτελέσματα αθλητικών αγώνων ή εκλογών, κληρώσεις λαχείων ή πρόγνωση του καιρού), οι άνθρωποι ποτέ δεν παύουν να πασχίζουν να μάθουν το «τι τέξεται η επιούσα» ή το, κατά το κοινώς λεγόμενο, τι τους ξημερώνει.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα όταν επιχειρούνται προβλέψεις σε τομείς της δημόσιας ζωής που σχετίζονται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι από τους πλέον απρόβλεπτους παράγοντες καθώς είναι ευεπίφορη σε μεταβολές οι οποίες μπορεί να προκληθούν από πολλές και διαφορετικές αιτίες που σε κάποιες περιπτώσεις είναι εγγενείς και άλλοτε έχουν εξωγενή προέλευση.

Ο Αριστείδης, ο οποίος εξοστρακίστηκε από την αρχαία Αθήνα επειδή οι συμπολίτες του είχαν… κουραστεί να ακούν ότι είναι «δίκαιος», όπως και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος καταψηφίστηκε στις εκλογές του 1920, παρόλο που επί των ημερών της ηγεσίας του είχαν πολλαπλασιαστεί τα εδάφη του ελληνικού κράτους, είναι δύο πρόσφορα παραδείγματα που δείχνουν ότι ο παράγων άνθρωπος δεν είναι εύκολα προβλέψιμος.

Επιστρέφοντας στο σήμερα και στο ερώτημα για τι μπορεί να ισχύει στην εγχώρια πολιτική σκηνή σε τρία χρόνια από τώρα, δηλαδή το 2027, οπότε, υπό κανονικές συνθήκες, οι Έλληνες ψηφοφόροι θα έχουμε το επόμενο ραντεβού με τις κάλπες, είναι ίσως σκόπιμο να κάνουμε μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν για να καταδειχθεί ευχερέστερα πόσο επισφαλές είναι να προεξοφλούνται εξελίξεις.

Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να πάμε πολύ μακριά για να φανεί ότι κάτι το οποίο σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή φαντάζει βέβαιο και σταθερό, την επομένη μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως κάποιοι υπολόγιζαν, σχεδίαζαν ή επιθυμούσαν.

Πόσοι, για παράδειγμα, το -όχι και τόσο μακρινό- 2021, από το οποίο μας χωρίζουν μόλις τρία χρόνια, μπορούσαν να διαβλέψουν τους πολιτικούς συσχετισμούς που διαμορφώθηκαν μετά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του περασμένου χρόνου;

Πέραν πάσης -δημοσκοπικής ή άλλης- προσδοκίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενίσχυσε περαιτέρω την πρωτοκαθεδρία που είχε στην πολιτική ζωή του τόπου, την ίδια ώρα που ο βασικός του αντίπαλος Αλέξης Τσίπρας υφίστατο οδυνηρή και απροσδόκητη, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, ήττα.

Ήττα, η οποία τον υποχρέωσε να παραδώσει την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον πανελληνίως άγνωστο Στέφανο Κασσελάκη για τον οποίο ουδείς μπορούσε να προβλέψει ένα χρόνο πριν από τώρα ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες θα αποκτούσε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.

Εκτός από τον μετέπειτα «ουρανοκατέβατο» πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι από τους αρχηγούς των κομμάτων που μετέχουν στην τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση ήταν την ίδια περίοδο παντελώς άγνωστοι.

Ποιος, επί παραδείγματι, ήξερε τον Δημήτριο Νατσιό της Νίκης ή τον Βασίλειο Στίγκα των Σπαρτιατών που παίρνουν τον λόγο στη Βουλή με την ιδιότητα του πολιτικού αρχηγού; 

Ποιος, εξάλλου, είχε φανταστεί ένα χρόνο πριν τον αγώνα ζωής ή θανάτου που θα έδινε για τη δεύτερη θέση της κατάταξης των επικείμενων ευρωεκλογών ο Νίκος Ανδρουλάκης έχοντας αντίπαλο τον Κασσελάκη;

Και ποιος είχε προβλέπει την επανάκαμψη της Ζωής Κωνσταντοπούλου ή την ισχύ που απέκτησε ο Κυριάκος Βελόπουλος συμφωνώντας με την κυβερνητική παράταξη για την αλλαγή των συνθέσεων στις ανεξάρτητες Αρχές;

Υπό αυτή τη συνθήκη και παρότι αμέσως μετά τις επερχόμενες ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου ξεκινά μια τριετής περίοδος στη διάρκεια της οποίας για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, εκτός εξαιρετικού απροόπτου, δεν προβλέπεται να εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία σε κανένα επίπεδο (τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό), το σκηνικό που θα έχει διαμορφωθεί το 2027 δύσκολα θα είναι όμοιο με αυτό που διαμορφώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου.

Ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων που θα βγάλει, η ευρωκάλπη, η οποία θα στηθεί σε τέσσερις εβδομάδες από τώρα, θα αποτελέσει σίγουρα ένα σημείο καμπής για τις εξελίξεις του επόμενου διαστήματος. Τόσο οι κερδισμένοι όσο και οι χαμένοι της επικείμενης αναμέτρησης θα υποχφρεωθούν να «κάνουν ταμείο» και -εκόντες, άκοντες- να επαναπροσδιορίσουν σχεδιασμούς και στόχους.

Σε κάθε περίπτωση, το πλέον πιθανό, αν όχι και βέβαιο, είναι ότι οι εξελίξεις μέχρι τις επόμενες βουλευτικές κάλπες δεν θα είναι ευθύγραμμες.

Τα τρία χρόνια, ιδίως στην εποχή μας, είναι πολλά. Και η ζωή παραμένει, ευτυχώς, απρόβλεπτη. Διότι αλλιώς θα είχε μάλλον πολύ μικρότερο ενδιαφέρον…

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Το «στοίχημα» των… 4,5 εκατομμύριων: Πόσοι Έλληνες θα πάνε στην ευρωκάλπη;


Όλες οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας δίνουν σχεδόν πανομοιότυπα ευρήματα στην πρόθεση ψήφου των επερχόμενων ευρωεκλογών. Λίγο ως πολύ, το ίδιο, κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, δείχνουν και οι μετρήσεις που παραγγέλλονται από κομματικά επιτελεία και δεν δημοσιοποιούνται. 

Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι σοβαρές εκτιμήσεις τις οποίες κάνουν ανεξάρτητοι αναλυτές συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Νέα Δημοκρατία θα κόψει πρώτη το νήμα της ευρωκάλπης της 9ης Ιουνίου με ένα παραπάνω από ευδιάκριτο προβάδισμα από το δεύτερο στην κατάταξη κόμμα που σε αυτή τη φάση φαίνεται να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Βέβαια, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι επιμένουν ότι κάθε άλλο παρά έχουν χαθεί οι ελπίδες του ΠΑΣΟΚ να ανακτήσει εκ νέου τη δεύτερη θέση. 

Οι σχεδόν κατά το ήμισυ «νεόκοποι» ψηφοφόροι που προσελκύει η Κουμουνδούρου, αφού το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη δηλώνουν ότι θα ξαναψηφίσει μόνον το 52% από όσους το ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, έχουν πολύ μικρότερη βεβαιότητα ψήφου από τους αντίστοιχους της Χαριλάου Τρικούπη. Εκτιμάται, δηλαδή, ότι στο δίλημμα «παραλία ή κάλπη», οι πρώτοι είναι περισσότερο επιρρεπείς στην επιλογή του μπάνιου.

Αμφιβολίες διατυπώνονται επίσης και για το κατά πόσο θα διατηρηθεί μέχρι τέλους η ανοδική ορμή που παρουσίασαν τους τελευταίους μήνες οι σχηματισμοί οι οποίοι βρίσκονται στην απέναντι πλευρά του κοινοβουλευτικού τόξου. 

Η πέραν της ΝΔ Δεξιά θα βγει πιθανότατα ενισχυμένη από τις ευρωεκλογές, όπως προβλέπεται να συμβεί και με τα κόμματα του ιδίου φάσματος στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πλην, όμως, όσο κυλά ο χρόνος και μετριάζεται ο θόρυβος γύρω από τον νόμο για τον γάμο των ομόφυλων, μάλλον περιορίζονται οι διαμαρτυρόμενοι ψηφοφόροι που θα εξαρτήσουν τη στάση τους από τη συγκεκριμένη κυβερνητική πρωτοβουλία και θα κατευθυνθούν στα ακροδεξιά.

Αν και οι δημοσκόποι, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, τις πιο πολλές φορές πετυχαίνουν στις προβλέψεις τους, στις οποίες οδηγούνται με βάση τα στοιχεία της εκλογικής συμπεριφοράς που συλλέγουν με τα ερωτηματολόγια, δεν είναι λίγες οι φορές που πέφτουν θύματα αστοχιών.

Ο κυριότερος από τους λόγους για τους οποίους αστοχούν σχετίζεται με την ποιότητα των δειγμάτων τους, τα οποία, όταν δεν είναι αντιπροσωπευτικά του πραγματικού εκλογικού σώματος, αδυνατούν να εντοπίσουν διάφορους αστάθμητους παράγοντες που μπορούν να ανατρέψουν τις εκτιμήσεις οι οποίες βασίζονται στα δημοσκοπικά δεδομένα.

Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοιοι παράγοντες που είναι δύσκολο να σταθμιστούν με μεγάλη ακρίβεια, είναι, για παράδειγμα, το τελικό ποσοστό της συμμετοχής των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, όπως και το συναφές ζητούμενο που είναι η βούληση και η προέλευση όσων δεν θα μπουν, εν τέλει, στον… κόπο να πάνε ως την κάλπη.

Ειδικά σε συνθήκη ευρωεκλογών, κατά την οποία τα παραδοσιακά διλήμματα της διακυβέρνησης είναι εκ των πραγμάτων αμβλυμμένα, συγκριτικά τουλάχιστον με τις βουλευτικές κάλπες, καθίστανται ακόμη πιο δυσχερείς οι υπολογισμοί για την επίπτωση που μπορεί να έχει στο εκλογικό αποτέλεσμα η πιθανότητα να ψηφίσουν λιγότεροι από τους μισούς των πάνω από 9,8 εκατ. ψηφοφόρων οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στους ελληνικούς εκλογικούς καταλόγους που δεν φημίζονται, ωστόσο, για την… εγκυρότητά τους και χρήζουν εδώ και χρόνια ουσιαστικής εκκαθάρισης.

Πολύ περισσότερο που η φετινή ευρωκάλπη είναι η πρώτη εδώ και 15 χρόνια που δεν συμπίπτει με άλλη εκλογική διαδικασία και συγκεκριμένα με τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές που το 2014 και το 2019 είχαν γίνει ταυτόχρονα και, ως εκ τούτου, οι χιλιάδες υποψήφιοι για τα αυτοδιοικητικά αξιώματα είχαν σημαντική συμβολή στην προσέλκυση των ψηφοφόρων οι οποίοι, αφού έφθαναν ως τα εκλογικά τμήματα, ψήφιζαν και στις τρεις κάλπες.

Από όλα αυτά, όμως, σημαντικότερο στοιχείο μπορεί να αποδειχθεί η προϊούσα «αποπολιτικοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας, που επιδεινώθηκε μετά την επέλαση του Μνημονίου το οποίο οδήγησε στη βίαιη κατάλυση των δεσμών που είχε ένας πολύ μεγάλος αριθμός των Ελλήνων πολιτών με τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα και ανέδειξε νέους σχηματισμούς και μορφώματα που βρήκαν μεν πρόσκαιρο εκλογικό ακροατήριο αλλά δεν απέκτησαν ποτέ ανάλογες κοινωνικές ρίζες.

Την τελευταία εικοσαετία η μείωση των ψηφοφόρων είναι ραγδαία, όπως αποκαλύπτεται από τους απόλυτους αριθμούς με τους ψηφίσαντες οι οποίοι από το ιστορικό υψηλό της συμμετοχής που είχαμε στις βουλευτικές εκλογές του 2004, όταν πήγαν στις κάλπες 7.573.368 ψηφοφόροι, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση οδηγηθήκαμε στο ιστορικό χαμηλό του περυσινού Ιουνίου οπότε προσήλθαν στις κάλπες 5.273.299 ψηφοφόροι.

Σε διάστημα δύο δεκαετιών, δηλαδή, και παρότι στο ενδιάμεσο μειώθηκε στα 17 έτη το όριο ηλικίας για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, πάνω από 2,3 εκατ. Έλληνες απέστρεψαν το πρόσωπό τους από τις εκλογές, που σημαίνει ότι περίπου ένας στους τρεις συμπολίτες μας θεώρησε ότι δεν έχει ενδιαφέρον για τη ζωή του η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία.

Αν λάβουμε υπόψη και την μάλλον πενιχρή αποδοχή που βρήκε η επιστολική ψήφος, τόσο από τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό (49.234) όσο και στους κατοίκους του εσωτερικού (153.322) που εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν νωρίτερα από τον… καναπέ ή το γραφείο και να πάνε για μπάνιο την ημέρα των εκλογών, τα πράγματα δεν προοιωνίζονται ιδιαιτέρως ευοίωνα για την κάλπη της 9ης Ιουνίου.

Την τελευταία φορά που έγιναν μόνον ευρωεκλογές και ήταν τον Ιούνιο του 2009, η συμμετοχή ήταν στο 52,54% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και οι ψηφίσαντες είχαν υποχωρήσει στους 5.261.749, ενώ λίγους μήνες αργότερα που έγιναν βουλευτικές εκλογές, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ανήλθαν στους 7.044.606.

Αν επιβεβαιωθούν οι υπολογισμοί που γίνονται από ορισμένους ειδικούς αλλά και από κομματικά επιτελεία, που λαμβάνουν υπόψη και την τεράστια αποχή των αυτοδιοικητικών εκλογών του περασμένου χρόνου, όταν, για παράδειγμα, στον δεύτερο γύρο για την ανάδειξη του δημάρχου Αθηναίων η συμμετοχή υποχώρησε στο 40,71% από 52,5% που ήταν την πρώτη Κυριακή, τότε το πιθανότερο είναι ότι στις 9 Ιουνίου θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ εκλογικής αποχής.

Το «στοίχημα», το οποίο, ανεπισήμως τίθεται από τους ιθύνοντες των εκλογών, είναι να πλησιάσουν οι ψηφίσαντες τα 5 εκατ. και πάντως να μην πέσουν κάτω από τα 4,5 εκατ. Το αν θα κερδηθεί ή όχι το «στοίχημα» θα το μάθουμε όταν κλείσουν οι ευρωκάλπες.

Τότε επίσης θα πληροφορηθούμε και το ποιος ή ποιοι θα ευνοηθούν από την πιθανολογούμενη εκτόξευση της αποχής. Και πόσο αυτή θα εκθέσει ή όχι τους δημοσκόπους εφόσον πέσουν έξω στις εκτιμήσεις τους.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Ό,τι ρίχνουμε στην κάλπη, αυτό βγαίνει στη Βουλή και στην Ευρωβουλή


Όταν την άνοιξη του 2012, που η χώρα όδευε στις πρώτες «μνημονιακές» κάλπες, αποπειράθηκα να πιάσω πολιτική συζήτηση σε έναν καφενέ μιας ελληνικής εσχατιάς, βρέθηκα αντιμέτωπος μια ψυχρολουσία.

Γνωστοί μου και κατά τεκμήριο φιλήσυχοι άνθρωποι οι περισσότεροι θαμώνες, με εξέπληξαν δυσάρεστα όταν έδειξαν να συμφωνούν με έναν εξ αυτών ο οποίος μου αποτάθηκε για να μου πει χωρίς περιστροφές: «Να ξέρεις εμείς εδώ θα ψηφίσουμε Χρυσή Αυγή τούτη τη φορά».

Εκτιμώντας αρχικά ότι επρόκειτο για αστεϊσμό, προσπάθησα να επιχειρηματολογήσω επικαλούμενος τον αριθμό των κομμάτων που εκείνη την ημέρα είχαν ανακηρυχθεί από τον Άρειο Πάγο για να συμμετάσχουν στην εκλογική αναμέτρηση που ήταν προγραμματισμένη να γίνει σε περίπου τρεις εβδομάδες: «Στις εκλογές κατεβαίνουν 31 κόμματα. Έχετε την ευχέρεια να ψηφίσετε οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα 30, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα χαλαλίσετε την ψήφο σας δίνοντάς την σε αυτούς τους Ναζιστές και τους μαχαιροβγάλτες», υποστήριξα.

«Δεν κατάλαβες καλά…», ήρθε άμεσα ο αντίλογος από την ομήγυρη των συνομιλητών μου. «Αυτούς θα ψηφίσουμε γιατί είναι οι μόνοι που θα πονέσουν τους υπόλοιπους και θα κάνουν όλα όσα δεν κάνουν όλοι οι άλλοι…», επέμεινε ο ίδιος. Στην εύλογη απορία μου για το τι είναι εκείνο που προσδοκούν να κάνουν οι χρυσαυγίτες, η απάντηση που έλαβα ήταν μάλλον… αποστομωτική: «Θα ρίξουν ξύλο στη Βουλή!».

Συνέχισα για λίγο να προσπαθώ να καταλάβω το «σκεπτικό» τους διατυπώνοντας την απορία σε τι θα επωφελούνταν εκείνοι από το ξύλο, αλλά σύντομα αντιλήφθηκα το μάταιο του πράγματος και αποχώρησα απογοητευμένος για την τροπή που φαινόταν να παίρνουν οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα εξαιτίας του ασύμμετρου «κοινωνικού πόνου» που προκαλούσε το Μνημόνιο αλλά και της -εξίσου ασύμμετρης- σπέκουλας που είχε στηθεί γύρω από αυτό.

Στις κάλπες που ακολούθησαν 441 χιλιάδες συμπολίτες μας επέλεξαν να δώσουν την ψήφο τους στη Χρυσή Αυγή κατατάσσοντας το μόρφωμα που απαρτίζονταν από δηλωμένους φασίστες στην έκτη θέση με το εντυπωσιακό ποσοστό 6,97%. Στη νέα εκλογική αναμέτρηση που προκηρύχθηκε τον επόμενο μήνα, επειδή ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων δεν απέδωσε κυβερνητική λύση, περίπου ο ίδιος αριθμός Ελλήνων έριξε και πάλι στην κάλπη το χρυσαυγίτικο ψηφοδέλτιο.

Ήταν σαφές ότι οι συντριπτικά περισσότεροι θιασώτες του νεοναζιστικού μορφώματος δεν είχαν επηρεαστεί από τις σφαλιάρες που στο μεταξύ μοίραζε σε γυναίκες βουλευτές ο θρασύδειλος Κασιδιάρης προτού την κοπανήσει από την πίσω πόρτα του τηλεοπτικού στούντιο, όπου έκανε επίδειξη του «ανδρισμού» του, για να αποφύγει το αυτόφωρο. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή στους περισσότερους και σίγουρα σε εκείνους που τους ψήφιζαν για να δουν να πέφτει ξύλο στη Βουλή.

Αποθρασυμένοι και από την ανοχή που απολάμβαναν, καθώς εκείνη την εποχή εξελισσόταν ένας άτυπος ανταγωνισμός κομματικών σχηματισμών και εγκληματικών μορφωμάτων, που έφεραν τον μανδύα του κόμματος , για το ποιος θα αποδείκνυε ότι ήταν περισσότερο… αντισυστημικός ακτιβιστής από τον άλλο, οι χρυσαυγίτες δεν άργησαν να περάσουν από το ξύλο, που μοίραζαν σε αδύναμους μετανάστες, στις δολοφονίες, όπως αυτή του Παύλου Φύσσα.

Παρά ταύτα, εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι εξακολουθούσαν να δίνουν την υποστήριξη αλλά και την ψήφο τους στη Χρυσή Αυγή. Και όταν υπό το βάρος της καταδίκης από τη Δικαιοσύνης τη ηγετικής ομάδας του μορφώματος με κατηγορίες για σύσταση εγκληματικής συμμορίας, οι άνθρωποι που τους ψήφιζαν δεν πήγαν πολύ μακριά.

Κινούμενοι πάνω κάτω στα ίδια μοτίβα του υποτιθέμενου αντισυστημισμού, επέλεξαν να στείλουν με την ψήφο τους στη Βουλή ανυπόληπτα πρόσωπα μόνον και μόνον επειδή είναι φορείς διακίνησης θεωριών συνωμοσίας, λειτουργούν ως αποκλειστικοί… έμποροι αγάπης προς την πατρίδα και τη θρησκεία, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο τους προσόν είναι να… ξυλοφορτώνουν όσους διαφωνούν, ακόμη και αν είναι του ίδιου ακριβώς φυράματος.

Τα όσα διημείφθησαν τις προηγούμενες μέρες στο Περιστύλιο της Βουλή ανάμεσα σε μέλη της Εθνικής Αντιπροσωπείας, που επέλεξαν να λύσουν με γρονθοκοπήματα τις όποιες διαφορές είχαν, υπήρξαν άκρως αποκαλυπτικά.

Οι πεζοδρομιακές ύβρεις που αντάλλαξαν κατ΄ αρχάς μέσω του Διαδικτύου -και για τις οποίες ήρθη η ασυλία του αρχηγού της Ελληνικής Λύσης Κυριάκου Βελόπουλου- και εν συνεχεία δια ζώσης, προτού να πιαστούν στα χέρια, μαρτυρούν ένα επίπεδο που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί και από τα πιο χαμερπή και εκδικητικά ένστικτα ανθρώπων που στέλνουν στη Βουλή και στην Ευρωβουλή εκπροσώπους με την προσδοκία να ρίξουν ξύλο.

Τώρα που οι «τύποι» αυτοί ανταλλάσσουν γροθιές μεταξύ τους, είμαι πολύ περίεργος να μάθω πόσο περήφανοι είναι για τις επιλογές τους όλοι εκείνοι που τους ψήφισαν. Την ίδια περιέργεια έχω να βρεθώ ξανά με τους θαμώνες που συνάντησα πριν από 12 χρόνια σε εκείνον τον καφενέ της ελληνικής περιφέρειας για να πληροφορηθώ τον βαθμό της ικανοποίησης τον οποίο αισθάνονται από την… εκπλήρωση των προσδοκιών τους για την… κοινοβουλευτική δράση των χρυσαυγιτών.

Τι θα τους έλεγα; Τίποτε περισσότερο από αυτό που δεν πρόλαβα να τους πω στην προηγούμενη συνάντησή μας και το οποίο συνιστά την ακόλουθη απλούστατη και απολύτως διαχρονική αλήθεια: Ό,τι ρίχνουμε στην κάλπη, αυτό βγαίνει στη Βουλή και στην Ευρωβουλή.

Με άλλα λόγια -και καθώς σε επτά εβδομάδες από τώρα θα εκφραστεί εκ νέου η λαϊκή ετυμηγορία- ας έχουμε όλοι ανεξαιρέτως υπόψιν μας το εξής: Αν ψηφίζουμε σοβαρούς ανθρώπους, τότε κατά τεκμήριο εκλέγονται σοβαροί άνθρωποι. Ενώ αν ψηφίζουμε κλόουν και μισαλλόδοξους μαχαιροβγάλτες, τόσο αναμφίβολα τίποτε καλό δεν μπορεί να αναμένουμε ότι θα μας επιφυλάξει το μέλλον.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Το αλαλούμ στην κτηματαγορά με τον ΝΟΚ και οι δήμαρχοι των «πλούσιων» προαστίων


Οι πρωτοετείς φοιτητές της Οικονομικής Ιστορίας μαθαίνουν ότι το έναυσμα για την ανάδυση της καπιταλιστικής ανάπτυξης δόθηκε όταν, περί το 1640, ψηφίστηκαν στη Βρετανία οι πρώτοι νόμοι για τις περιφράξεις των αγροτικών γαιών, με τους οποίους ουσιαστικά κατοχυρώθηκαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των περιουσιών που μέχρι τότε ήταν ασαφή.

Στους σχεδόν τέσσερις αιώνες που παρήλθαν έκτοτε, η αποσαφήνιση των περιουσιακών δικαιωμάτων, δηλαδή το τι ανήκει σε ποιον και πώς μπορεί εκείνος να το χρησιμοποιεί, υπήρξε το καθοριστικό κριτήριο το οποίο διαχωρίζει τις σύγχρονες και ευνομούμενες πολιτείες από τα κράτη όπου επικρατούν οι λογικές της αρπαχτής και του… δίκιου των ισχυρών.

Παραβιάζει, θεωρώ, ανοικτές θύρες όποιος διαπιστώσει ότι, στα περίπου 200 χρόνια της ύπαρξης του, το ελληνικό κράτος παραμένει σταθερά στην κατηγορία των μη ευνομούμενων πολιτειών, καθώς δεν έχει καταφέρει να βάλει τάξη στα δικαιώματα επί της περιουσίας που είτε ανήκει στο ίδιο, είτε στους πολίτες του και σε όσους επιλέγουν να επενδύσουν εντός της επικράτειάς του.

Δεν είναι μόνον οι περίφημες λέξεις και εκφράσεις, όπως «αυθαίρετα», «τακτοποίηση υπερβάσεων σε ημιυπαίθριους», «εκτός σχεδίου δόμηση», «καταπάτηση δημοσίων κτημάτων» και «δικαίωμα εξαγοράς καταπατημένων» που συναντά κανείς μόνον στην ελληνική και δεν μπορούν να… μεταφραστούν σε άλλη γλώσσα επειδή δεν υπάρχει αντίστοιχη ορολογία.

Είναι, πολύ περισσότερο, το ότι είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα η οποία δεν διαθέτει ούτε ολοκληρωμένο Κτηματολόγιο ούτε στοιχειώδες δασολόγιο ούτε αποσαφηνισμένο περιουσιολόγιο ούτε ξεκάθαρο χωροταξικό σχεδιασμό, κατά τρόπον ώστε να γνωρίζει επακριβώς ο καθένας τι μπορεί να κάνει και τι όχι σε ένα κομμάτι γης που έχει στην ιδιοκτησία του.

Είναι άκρως χαρακτηριστικό το απίθανο αλαλούμ που προέκυψε τις τελευταίες ημέρες, καθώς κυκλοφόρησαν πληροφορίες ότι το αρμόδιο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣτΕ) έκανε κατ' αρχήν δεκτές τις προσφυγές ορισμένων συμπολιτών μας περί αντισυνταγματικότητας ορισμένων προβλέψεων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ), ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή και έγινε νόμος του κράτους τον Απρίλιο του 2012.

Βασική καινοτομία του ΝΟΚ, ο οποίος συμπληρώνει αισίως αυτές τις μέρες δώδεκα συναπτά έτη εφαρμογής, αλλά συνάμα και «αχίλλειος πτέρνα» του, με βάση την προσφυγή στο ΣτΕ, είναι ότι δίνει «κίνητρα» για τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας μέσω «μπόνους» τα οποία αυξάνουν την επιτρεπόμενη δόμηση.

Πριν καν εκδοθεί, όμως, απόφαση επί του επίμαχου θέματος, αφού, πάντα κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, το Ε΄ Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση για τελική κρίση στην Ολομέλεια του ΣτΕ, ο ένας μετά τον άλλον οι δήμαρχοι «πλούσιων» προαστίων της ευρύτερης πρωτεύουσας έσπευσαν να ανακοινώσουν ότι «παγώνουν» την έκδοση οικοδομικών αδειών.

Ισχυριζόμενοι ότι κατ' αυτόν τον τρόπο προασπίζονται το περιβάλλον των πόλεων τους από την υπερδόμηση και τις πολυώροφες πολυκατοικίες, οι τοπικοί άρχοντες αδιαφορούν για τις συνέπειες που έχουν στην κτηματαγορά οι… ακτιβιστικού τύπου ανακοινώσεις τους, που σε κάποιες περιπτώσεις, περιβάλλονται με τον μανδύα των ομόφωνων αποφάσεων των Δημοτικών Συμβουλίων. Κυρίως, όμως, παραβλέπουν ότι δεν ανήκει στην αρμοδιότητά τους μια τέτοια εξουσία, αφού οι Πολεοδομίες εδρεύουν μεν στους Δήμους, αλλά την εποπτεία επ' αυτών έχουν οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις.

Στον τεκμηριωμένο αντίλογο που διατύπωσε ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ) Γιώργος Στασινός, ανεξάρτητα αν το έκανε για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των συναδέλφων του μηχανικών και αρχιτεκτόνων, υπήρξε καταπέλτης: «Κανείς από όσους φωνασκούν τελευταία για τα ύψη κτιρίων δεν νοιάζεται για το περιβάλλον», δήλωσε.

«Νοιάζονται, απλά, να εξυπηρετήσουν ατομικά ή συλλογικά συμφέροντα. Κάποιοι για να μην κτιστούν δίπλα τους άλλα κτίρια, κάποια ρετιρέ για να μη χάσουν τη θέα τους, κάποιοι για να αυξήσουν την αξία της υφιστάμενης περιουσίας τους, κάποιοι, απλά, για να εξυπηρετήσουν μικροπολιτικά συμφέροντα», συμπλήρωσε.

Ο ίδιος επιμένει με κατηγορηματικό τρόπο ότι «οι δήμοι δεν έχουν καμία αρμοδιότητα να επιβάλλουν απαγορεύσεις έκδοσης αδειών δόμησης» και σε υψηλούς τόνους καλεί τους δημάρχους «να σεβαστούν τη νομιμότητα και να απέχουν από κάθε ενέργεια που προσβάλλει τον νόμο και την εφαρμογή του ΝΟΚ».

Είναι πασίγνωστο ότι ο κ. Στασινός εκλέγεται στο αξίωμα του προέδρου του ΤΕΕ με τη σημαία της κυβερνητικής παράταξης, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να δώσει και την… ταξική διάσταση του ζητήματος που ανέκυψε, υποστηρίζοντας: «Ποιοι φωνάζουν; Ξεκίνησαν κάποιοι στο Ψυχικό και στην Εκάλη, συνεχίζουν τώρα στον Άλιμο και σε Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη. Είδατε εσείς μήπως διαμαρτυρίες στο Κερατσίνι, στην Κοκκινιά, στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω, στο Περιστέρι, σε κάποια περιοχή της Δυτικής Αθήνας ή της Δυτικής Αττικής;».

Ο κ. Στασινός, δε, υπενθυμίζει κάτι εξόχως σημαντικό: Το ότι «η απόφαση απαγόρευσης έκδοσης οικοδομικών αδειών για μια περιοχή επιτρέπεται μόνο στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας και υπό αυστηρές προϋποθέσεις». Προσώρας, ωστόσο, ο αρμόδιος υπουργός δείχνει να «επαναπαύεται» σε μια ανακοίνωση του υπουργείου του που εκδόθηκε προ μηνός.

Η εγχώρια κτηματαγορά, όμως, που ούτως ή άλλως δοκιμάζεται σκληρά, επειδή, κατά τους ειδικούς, λείπουν πάνω από 200.000 κατοικίες για να καλυφθούν οι οικιστικές ανάγκες των Ελλήνων, δεν αντέχει το συνεχιζόμενο αλαλούμ. Το οποίο, εκτός όλων των άλλων οικονομικών παρενεργειών, που επηρεάζουν την εργασία και την ανάπτυξη, σπρώχνει τις τιμές των ακινήτων σε απλησίαστα επίπεδα για τη μεσαία τάξη και περισσότερο για τις νεότερες γενιές που η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης αποτελεί άπιαστο όνειρο.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Στη χώρα με τους περισσότερους αστυνομικούς…

Με μια προσωπική εξομολόγηση αισθάνομαι την ανάγκη να ξεκινήσω τούτο το κείμενο: Στη μία και μόνη φορά που επιβιβάστηκα σε περιπολικό της Αστυνομίας ήταν για χρήση που άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως… υπηρεσία ταξί.

Μου συνέβη πριν από μια εικοσαετία, εκείνον τον φοβερό Αύγουστο του 2004 που η Αθήνα φιλοξενούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και όλη η Ελλάδα ζούσε απογειωμένη στον ρυθμό τους.

Είχαμε μόλις αφήσει πίσω μας το ΟΑΚΑ, όπου είχα βρεθεί με τα παιδιά μου, που ήταν σε νηπιακή ηλικία, για να παρακολουθήσουμε αθλήματα του στίβου. Και καθώς μέσα στον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο κατευθυνόμαστε προς τον σταθμό του Προαστιακού στη Νερατζιώτισσα, ένα όχημα με τα διακριτικά της ΕΛ.ΑΣ. σταμάτησε δίπλα μας.

«Βάλτε γρήγορα μέσα τα παιδιά, μην πάθουν καμία ηλίαση…», μας προέτρεψε ο ένστολος οδηγός του περιπολικού που είχε εκείνη την ώρα βάρδια στον περιβάλλοντα χώρο του Ολυμπιακού Σταδίου. Με την έκπληξη ακόμη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας, μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο ολόκληρη η οικογένεια, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και να μην τον ρωτήσω: «Μου λέτε, σας παρακαλώ, τι πάθαμε; Μας μεταμόρφωσε κάποιος αυτές τις μέρες;».

Ο αστυνομικός, ένας ευπροσήγορος σαραντάρης, αντιλήφθηκε αμέσως το νόημα του ερωτήματός μου: «Έχετε δίκιο, κύριε. Και εγώ με αυτά που βλέπω καθημερινά στη βάρδια μου αναρωτιέμαι πως αλλάξαμε τούτες τις μέρες και γιατί δεν είμαστε συνέχεια έτσι», μου αντέτεινε. Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Για να καταλάβετε, χθες που ήμουν εκτός υπηρεσίας στην Πλατεία Συντάγματος, επειδή έχουν αφαιρέσει για λόγους ασφαλείας όλους τους κάδους, μόλις τελείωσα το τσιγάρο που κάπνιζα έβαλα τη γόπα στην τσέπη μου. Ντρεπόμουν να την πετάξω κάτω….».

Μέχρι να ανταλλάξουμε λίγες ακόμη εμπειρίες για τη συγκινητική συμπεριφορά των εθελοντών, που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στη διοργάνωση εκείνης της υπέρλαμπρης Ολυμπιάδας, η διαδρομή του περιπολικού – ταξί, που έτσι και αλλιώς ήταν κοντινή, ολοκληρώθηκε και αποχαιρετιστήκαμε με την εκατέρωθεν ευχή: «Μακάρι να μείνουμε για πάντα έτσι…». Ευχή, η οποία ίσως και από την επομένη της τελετής λήξης των Αγώνων, αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα.

Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι προέβλεπαν τα αστυνομικά πρωτόκολλα του 2004 για τους έχοντες δικαίωμα επιβίβασης στα αστυνομικά οχήματα, αλλά, όπως και να έχει, είναι εξοργιστικό είκοσι χρόνια αργότερα να πληροφορείται κανείς ότι χρησιμοποιήθηκε ο ισχυρισμός ότι «το περιπολικό, κυρία μου, δεν είναι ταξί» για να αρνηθούν στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας σε μια δυστυχή νέα γυναίκα, που κατήγγειλε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, τη συνδρομή τους. Συνδρομή η οποία, μάλιστα, προβλέπεται ρητά από τους ισχύοντες κανονισμούς της εποχής μας για τον χειρισμό καταγγελιών περί κακοποίησης.

Προσωπικά αισθάνομαι πολύ μεγαλύτερη θλίψη αναλογιζόμενος ότι η τόσο άδικα δολοφονημένη Κυριακή είχε πάνω κάτω την ηλικία που έχουν τώρα τα παιδιά τα οποία μετέφερε εκείνος ο αστυνομικός από το ΟΑΚΑ στη Νερατζιώτισσα για να μην πάθουν… ηλίαση. Διότι είμαι βέβαιος ότι ο συγκεκριμένος ένστολος συμπολίτης μας, καλή του ώρα όπου και αν είναι, δεν θα παρότρυνε τη νέα γυναίκα «πάρε το “100” για να σου διαθέσει περιπολικό» και ούτε θα την άφηνε να φύγει χωρίς συνοδεία από το Αστυνομικό Τμήμα με αποτέλεσμα να πέσει θύμα ενός τόσο ειδεχθούς εγκλήματος λίγο έξω από αυτό.

Πέραν όμως της προσωπικής συμπεριφοράς ενός εκάστου, αλλά και την ενσυναίσθηση ή την προσήλωση στο υπηρεσιακό καθήκον που έχει ή δεν έχει κάποιος, το μείζον και συνάμα πιο αποκαρδιωτικό ζήτημα, το οποίο αναδεικνύεται από την τραγική υπόθεση που διαδραματίστηκε μόλις ελάχιστα μέτρα από την είσοδο του Αστυνομικού Τμήματος των Αγίων Αναργύρων Αττικής, είναι η απόλυτη παράλυση των μηχανισμών για την προστασία των πολιτών σε μια χώρα που αναλογικά με τον πληθυσμό της διαθέτει τους περισσότερους αστυνομικούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ο μέσος όρος των υπηρετούντων στις αστυνομικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 334 αστυνομικοί ανά 100.000 κατοίκους, ενώ στη χώρα μας φθάνουν στους 517, αριθμός που είναι ο δεύτερος υψηλότερος, μετά την Κύπρο που μας ξεπερνά κάτι τι. Υπό αυτή τη συνθήκη, το πρόβλημα δεν είναι η υποστελέχωση που παρατηρείται στις περισσότερες αστυνομικές υπηρεσίες και κατά βάση σε εκείνες που θεωρούνται «μάχιμες» και είναι επιφορτισμένες με το καθήκον της προστασίας του πολίτη.

Αναμφίβολα, το μεγάλο πρόβλημα είναι η ανορθολογική κατανομή του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ., που βεβαίως σχετίζεται και με μια σειρά ανορθολογικών καταστάσεων που διέπει ολόκληρη τη διάρθρωση του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα και αφορούν στις ελλείψεις διαδικασιών ουσιώδους εκπαίδευσης και κυρίως αξιολόγησης, τις ισοπεδωτικές αμοιβές και πολύ περισσότερο την αδυναμία των περισσότερων υπηρετούντων στην Αστυνομία να ζήσουν αξιοπρεπώς με μόνες τις απολαβές της εργασίας τους.

Δύσκολα, εξάλλου, περνάει απαρατήρητο ότι, εκτός από τους περισσότερους αστυνομικούς υπαλλήλους, στη χώρα μας διαθέτουμε τους περισσότερους δικαστικούς, τους περισσότερους ιατρούς και τους περισσότερους εκπαιδευτικούς, την ίδια ώρα που τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η βιομηχανία, το εμπόριο, η αγροτική παραγωγή και οι κατασκευές.

Είναι, άραγε, τυχαίο ότι οι μεγάλες πληγές της ελληνικής κοινωνίας, όπως προκύπτει από την κοινή πεποίθηση αλλά και όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης, σχετίζονται με την ασφάλεια του πολίτη, την απονομή της Δικαιοσύνης, την κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία; Προφανώς όχι. Διότι δεν είναι μόνον ότι ισχύει το γνωστό δόγμα «ουκ εν τω πολλώ το εύ». 

Είναι κυρίως που το ελληνικό Δημόσιο χρειάζεται εκ βάθρων επανίδρυση για να τεθεί επιτέλους στην υπηρεσία του πολίτη.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

«Ταμείο» στις 9 Ιουνίου

Πριν από τέσσερις εβδομάδες το -ανά Παρασκευή- κείμενο του υπογράφοντος σε αυτήν εδώ τη στήλη είχε τον τίτλο «Ο θρήνος για τα Τέμπη δεν χειραγωγείται με επικοινωνιακούς χειρισμούς».

Αφορμή για τις συγκεκριμένες επισημάνσεις υπήρξε το κλίμα το οποίο επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στην ελληνική κοινωνία -να είναι καλά ο μικρός μου φίλος, ο 15χρονος Κωνσταντίνος, που μου έδωσε το έναυσμα- καθώς συμπληρωνόταν ένας χρόνος από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στο οποίο έχασαν τόσο άδικα τις ζωές τους 57 συνάνθρωποί μας.

Μόνον όποιος ήταν κλεισμένος στον δικό του κόσμο ή φορούσε παρωπίδες είχε δυσκολία να αντιληφθεί ότι η κοινή γνώμη τελούσε σε κατάσταση «βρασμού» και, εξαιτίας των όσων είχαν μεσολαβήσει, φαινόταν να είναι ακόμη πιο εξοργισμένη από όσο ήταν τις πρώτες ώρες και μέρες της τραγωδίας. Κυβερνητικά στελέχη, εθελοτυφλώντας, μιλούσαν για «μπαγιάτικο θέμα». 

Ενώ τα γνωστά τρολ του Διαδικτύου ξιφουλκούσαν με φανατισμό εναντίον όσων υποστήριζαν ότι υπάρχουν ερωτήματα τα οποία, καλώς ή κακώς, χρήζουν πειστικών απαντήσεων, οι οποίες δεν δόθηκαν, κυρίως επειδή η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής δεν εκπλήρωσε τον ρόλο της, κατά βάση λόγω της αχαρακτήριστης στάσης που τήρησε η πλειοψηφία των μελών της.

Παρόλο που ήταν περισσότερο από φανερό ότι η συλλογική πληγή της τραγωδίας, όπως την βίωνε η ελληνική κοινωνία, παρέμενε ανοιχτή, οι εργασίες της κοινοβουλευτικής Επιτροπής έκλειναν άρον άρον, ενισχύοντας την εντύπωση για μεθοδευμένη απόπειρα συγκάλυψης και δίνοντας τροφή και επιχειρήματα σε κάθε λογής συνομωσιολόγους.

Εμφορούμενοι προφανώς και από την αλαζονεία του εκλογικού αποτελέσματος της περασμένης χρονιάς, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι απαξίωσαν ακόμη και να παραστούν στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής στην οποία τέθηκε προς συζήτηση το «πόρισμα» της Εξεταστικής.

Οι δημοσκοπήσεις των αμέσως επόμενων ημερών δεν μπορούσαν παρά να καταγράψουν την σχεδόν πάνδημη δυσφορία με την οποία «εισέπραττε» η ελληνική κοινωνία τη συμπεριφορά των κυβερνώντων, οι οποίοι, ανεξαρτήτως προθέσεων, έστελναν προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι βασικό μέλημά τους ήταν να επιβληθεί σιωπητήριο στην υπόθεση. 

Οι συγγενείς των θυμάτων, όμως, αλλά και όσοι τους συνέδραμαν -για «συμφεροντολογικούς» και όχι μόνον λόγους-, δεν ήταν δυνατόν να συμβιβαστούν με αυτή τη στόχευση. 

Σε κάθε δημόσια παρουσία της κυρίας Μαρίας Καρυστιανού, της χαροκαμένης μητέρας που με τόσο γενναία αξιοπρέπεια εκπροσώπησε και τους υπολοίπους συγγενείς, οι άλλοτε απόρθητες γραμμές της επικοινωνιακής άμυνας, που χάρασσε το κυβερνητικό επιτελείο, κατέρρεαν σαν χάρτινοι πύργοι.

Έτσι, πολύ πριν βρουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αφορμή από το -διόλου «αποκαλυπτικό»- δημοσίευμα του κυριακάτικου Βήματος περί «μονταζιέρας» για να υποβάλλουν την πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, είχε προηγηθεί η έντονη κοινωνική δυσπιστία για το που οδηγούσαν οι χειρισμοί της κυβέρνησης. Δυσπιστία η οποία, ας μην αυταπατώμεθα, ήρθε να προστεθεί σε ένα αρνητικό υπόβαθρο που συνθέτουν και άλλοι παράγοντες. 

Όπως, για παράδειγμα, οι δυσμενείς εξελίξεις στον οικονομικό τομέα με τις οξείες πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες που έλαβε τελευταία η κυβέρνηση χωρίς να επιδιώξει ή να πετύχει την ευρύτερη συναίνεση (καθιέρωση επιστολικής ψήφου, νόμος για τα μη κρατικά ΑΕΙ, κ.ά.).

Αλλά και μετά την υποβολή της αντιπολιτευτικής πρότασης, η αντίκρουση που επιχειρήθηκε με επιστράτευση της επιχειρηματολογίας για «οργανωμένα συμφέροντα που συνασπίζονται με την αντιπολίτευση για να πολεμήσουν την κυβέρνηση», δεν απεδείχθη επιτυχής, παρότι κάποιοι… βιαστικοί προέβλεπαν ότι η πρόταση δυσπιστίας θα κατέληγε σε «μπούμερανγκ» για την αντιπολίτευση. 

Δεν είναι μόνον ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί κάνουν όσους διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη να αναφωνούν ότι γινόμαστε «στο ίδιο έργο θεατές», ενθυμούμενοι τα αλήστου μνήμης «διαπλεκόμενα συμφέροντα» και τους αξέχαστους «νταβατζήδες».

Είναι, πολύ περισσότερο, που εξαιτίας αυτού του «ιδεολογήματος», η κυβέρνηση απώλεσε δύο στελέχη της και στενότατους συνεργάτες του πρωθυπουργού, τον Σταύρο Παπασταύρου και τον Γιάννη Μπρατάκο, οι οποίοι παραιτήθηκαν επειδή υπέπεσαν στο ατόπημα (;) να παραστούν σε μια «κοινωνική εκδήλωση», κάτι που, ούτε σε ότι αφορά τους ίδιους, ούτε την πλειονότητα των συναδέλφων τους, είναι κάτι που δεν συμβαίνει για πρώτη φορά. 

Ας μη γελιόμαστε, οι υπουργοί και οι υφυπουργοί αυτής αλλά και κάθε άλλης κυβέρνησης δεν είναι κακό να πίνουν ποτά και να καπνίζουν πούρα σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Αν αυτό δεν επηρεάζει την πολιτική την οποία ασκούν, οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι επιλήψιμο γεγονός.

Όπως και να έχει και επειδή η πολιτική πραγματικότητα είναι αδυσώπητη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αμέσως μετά την καρατόμηση των δύο συνεργατών του άδραξε την ευκαιρία για να διακηρύξει από το βήμα της Βουλής ότι «δεν θα συγκυβερνήσω με κανένα παράκεντρο». Πρόσθεσε ότι «στο τιμόνι του τόπου θα είναι αυτοί που τους ψηφίζουν οι πολλοί και όχι οι λίγοι ισχυροί». Και κατέληξε λέγοντας ότι «αν κάποιος εκδότης μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πολιτικές βλέψεις, ας εμφανιστεί ανοιχτά στην πολιτική αρένα ο ίδιος». 

Η αλήθεια είναι ότι σε θεωρητικό επίπεδο δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κάποιος με αυτές τις επισημάνσεις. Στην πράξη, όμως;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου οι πολίτες με την ψήφο τους θα δώσουν απαντήσεις και θα γίνει «ταμείο» για όλα: για τα Τέμπη, για την ακρίβεια, για το Κράτος Δικαίου, για την ποιότητα διακυβέρνησης και την αξιοπιστία όλων όσοι διεκδικούν την ψήφο τους. 

Κοντός ψαλμός, λοιπόν!

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Θα απαντήσουν και στον οίκο Moody’s οι δικαστές;

 

Από την εποχή που ηγείτο της Δικαιοσύνης, αρχικά ως αρχισυνδικαλίστρια και κατόπιν ως πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ex officio υπηρεσιακή πρωθυπουργός, η… αξέχαστη Βασιλική Θάνου είχαμε να δούμε τους Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς να ξιφουλκούν κατά των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Για όσους ενδεχομένως δεν θυμούνται εκείνες τις «επικές» καταστάσεις, υπενθυμίζουμε ότι η αξιότιμη κυρία Θάνου αλληλογραφώντας με τον τότε πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον καλούσε (στις 13.2. 2015) να παρέμβει προς τα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα και τις κυβερνήσεις άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ των προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης (Τσίπρα-Καμμένου) «για να εξευρεθεί λύση, η οποία θα εξασφαλίσει την ανάπτυξη, χωρίς μέτρα λιτότητας…».

Λίγους μήνες μετά και ούσα πλέον στην κορυφή του Ανώτατου Δικαστηρίου έστελνε την επαύριο του ψευδεπίγραφου δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου επιστολή προς τους Ευρωπαίους ομολόγους της ζητώντας τη συμβολή τους, «προκειμένου να βρεθεί λύση στο ελληνικό ζήτημα, το οποίο είναι ταυτόχρονα και ευρωπαϊκό ζήτημα». Η Νέα Δημοκρατία, ως αξιωματική αντιπολίτευση που ήταν τότε, είχε ψέξει την κ. Θάνου για την πρωτοβουλία της χαρακτηρίζοντας την επιστολή της «πολιτική παρέμβαση, ανεπίτρεπτη για πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου».

Μετά βασάνων και κόπων, η ελληνική Δικαιοσύνη απηλλάγη από την παρουσία της κ. Θάνου, παρότι η ίδια έδωσε σκληρό αγώνα για να παρακαμφθεί το συνταγματικά οριζόμενο ηλικιακό όριο για την παραμονή της στο δικαστικό σώμα, συνεχίζοντας τη δημόσια παρουσία της ως πρωθυπουργική σύμβουλος και κατόπιν ως επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Φαίνεται, όμως, ότι η «παρακαταθήκη» της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου παραμένει ενεργή στα ανώτατα κλιμάκια της δικαστικής εξουσίας.

Δεν εξηγούνται αλλιώς οι επανειλημμένες αντιδράσεις κορυφαίων θεσμικών και συνδικαλιστικών παραγόντων του δικαστικού κόσμου που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα. Το έναυσμα έδωσε τον περασμένο μήνα η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία συνεκλήθη με πρωτοβουλία της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Δικαστηρίου για να απαντήσει στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο οποίο γινόταν μια σειρά αρνητικές επισημάνσεις για το κράτος δικαίου στη χώρα μας. Με ισχυρή πλειοψηφία 49 μελών της Ολομέλειας του Δικαστηρίου που ψήφισαν υπέρ, έναντι 13 που διαφώνησαν, οι αρεοπαγίτες κατέληξαν ότι «τα αναφερόμενα στο Ψήφισμα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων αποτελούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης».

Η άποψη της μειοψηφίας των 13 αρεοπαγιτών ότι το θέμα είναι που ήγειρε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι «πολιτικής φύσεως» και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, απερρίφθη άνευ επαίνων. Και κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στη συνέχεια η οποία δίνεται αυτές τις μέρες με τους εκπροσώπους του εγχώριου δικαστικού συστήματος να στηλιτεύουν τα λεγόμενα της Λάουρα Κοβέσι, η οποία είναι από το 2020 η πρώτη Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας και αποτελεί ένα εμβληματικό πρόσωπο που απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση εξαιτίας του πολύχρονου αγώνα κατά της διαφθοράς που έδωσε νωρίτερα στην πατρίδα της, τη Ρουμανία.

Έχοντας στις αρμοδιότητες της τη διερεύνηση οικονομικών εγκλημάτων στην Ε.Ε., όπως για παράδειγμα απάτες στο ΦΠΑ, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τη διαφθορά, η κ. Κοβέσι μιλώντας σε ελληνικά μέσα ενημέρωσης για την τραγωδία των Τεμπών, έπειτα από επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Ελλάδα, εξέφρασε την άποψη ότι θα είχε αποφευχθεί το μοιραίο δυστύχημα εάν είχε υλοποιηθεί εγκαίρως το έργο της τηλεδιοίκησης με τη περίφημη σύμβαση 717, που χρηματοδοτήθηκε με ευρωπαϊκούς πόρους.

Για τον λόγο αυτό, μάλιστα, η ευρωπαϊκή εισαγγελία άσκησε ήδη ποινική δίωξη σε 23 δημόσιους λειτουργούς, αλλά, όπως είπε η Ρουμάνα εισαγγελέας, με βάση αυτά που ορίζει το ελληνικό σύνταγμα, «δεν καταφέραμε να διεξάγουμε την έρευνα σε βάρος πρώην υπουργών που ήταν ενδεχομένως ύποπτοι για την υπόθεση».

Η ίδια, μεταφέροντας εμπειρία από τη δική της χώρα, ανέφερε: «Είχαμε και μια αντίστοιχη περίπτωση στη Ρουμανία, μια παρόμοια τραγωδία και γνωρίζω καλά ότι πρόκειται για τραύμα και αυτού του είδους το τραύμα δεν μπορεί να επουλωθεί χωρίς την απονομή δικαιοσύνης».

Για να καταλήξει: «Αυτή η ασυλία δεν θα έπρεπε να υπάρχει και θα έπρεπε να μας επιτραπεί να ολοκληρώσουμε την έρευνα μας. Γιατί τώρα με τον τρόπο που εξελίσσεται η έρευνα, είναι σαν να προσπαθείς να πνίξεις ένα ψάρι, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι ένα ψάρι δεν πνίγεται».

Δεν προκάλεσε εντύπωση που ο -διόλου εγκρατής όταν πρόκειται να υπερασπιστεί την κυβερνητική γραμμή- υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης υποστήριξε ότι πρέπει να κινηθούν διαδικασίες… αποπομπής της Ευρωπαίας εισαγγελέως. Είναι άλλωστε ίδιον των Ελλήνων πολιτικών -γνωστή ήδη από τις καταγγελίες των υπουργών της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή για τους… «χαμηλόβαθμους υπαλλήλους» των Βρυξελλών που τους κατέρριψαν τον νόμο για τον λεγόμενο «βασικό μέτοχο»- να επικαλούνται κατά το δοκούν το λεγόμενο ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Τις ίδιες μέρες, άλλωστε, που με επίκληση του ενωσιακού δικαίου περνούσε από τη Βουλή ο νόμος για την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, τα οποία το Σύνταγμά μας ρητά απαγορεύει, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες θέλουν να απαγορεύσουν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς την έρευνα για το που κατέληξαν τα χρήματα του κοινοτικού προϋπολογισμού που δόθηκαν για τους ελληνικούς σιδηροδρόμους.

Εντύπωση, όμως, προκάλεσε ότι, εκτός από την κυβέρνηση,… παρεξηγήθηκαν και οι Έλληνες δικαστές με όσα είπε η Ευρωπαία συνάδελφός τους και έτσι αισθάνθηκαν την ανάγκη να της απαντήσουν δικαστικές ενώσεις αλλά και η ηγεσία του Αρείου Πάγου. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών κατελόγισε στην κ. Κοβέσι «υπέρβαση κατά πολύ των αρμοδιοτήτων» και έκανε λόγο για προσβολή της «θεσμικής αυτονομίας των κρατών-μελών της Ε.Ε.».

Ανεξάρτητα αν έχουν ή όχι επί της ουσίας δίκιο οι θεσμικοί και συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι του δικαστικού κόσμου να ξιφουλκούν κατά του Ευρωκοινοβουλίου ή της Ευρωπαίας εισαγγελέως, το παράδοξο είναι ότι δεν επέδειξαν αντίστοιχη ευαισθησία για το γεγονός ότι λοιδορείται η χώρα, εξαιτίας του απαρχαιωμένου συστήματος απονομής δικαιοσύνης στο οποίο πρωταγωνιστούν οι ίδιοι και έχει ως αποτέλεσμα τις τεράστιες καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων και φθάνει στα όρια της αρνησιδικίας.

Με αποφάσεις τόσο των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, όσο συνηθέστερα και δικών τους, αφού έχουν το μοναδικό προνόμιο να είναι οι αυθεντικοί ερμηνευτές του Συντάγματος, οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς είναι οι πιο καλοπληρωμένοι λειτουργοί του ελληνικού Δημοσίου. Παρά ταύτα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Δικαιοσύνη παραμένει ο «μεγάλος ασθενής» στην εγχώρια δημόσια διοίκηση.

Όποιος το αμφισβητεί δεν έχει παρά να διατρέξει την πρόσφατη έκθεση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Moody’s, ο οποίος προβάλει ως έναν από τους λόγους για τους οποίους δεν αναβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας την υστέρηση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Έχουν, άραγε, γι΄ αυτή την έκθεση κάποιο σχόλιο οι δικαστές μας;