Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Όταν ο αρχηγός φαντασιώνεται τανκς να μπαίνουν στη Βουλή

Το τελευταίο διάστημα η πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας έχει ξεστρατίσει για τα καλά. Είναι αλήθεια ότι η επέλαση της πανδημίας έχει εκ των πραγμάτων περιορίσει σημαντικά την πολιτική ύλη επί της οποίας τα κόμματα μπορούν να αντιπαρατίθενται.

Πόσες… κοκορομαχίες, για παράδειγμα, μπορεί να στηθούν για αν είναι ανάγκη να τηρούνται πρακτικά στην Επιτροπή Λοιμωξιολόγων; Και πόσους τηλεκαβγάδες μπορούν να αντέξουν οι άμοιροι τηλεθεατές για το αν τα κρούσματα του κορωνοϊού στη χώρα μας είναι πολύ περισσότερα από άλλες χώρες αν δούμε τον ρυθμό αύξησης τους ή πολύ λιγότερα αν εξετάσουμε τον απόλυτο αριθμό τους;

Είναι προφανές ότι, με τέτοιου επιπέδου… διακυβεύματα, το αντιπολιτευτικό «ψωμί» δεν βγαίνει εύκολα. Πολύ περισσότερο που στο οικονομικό πεδίο είναι πλέον κοινός τόπος ότι ο (κεϊνσιανού τύπου) κρατικός παρεμβατισμός αποτελεί μονόδρομο για να παραμείνουν σε λειτουργία οι μηχανές της οικονομίας και να μη βουλιάξουν στη φτώχεια δισεκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ποιος θα περίμενε άλλοτε ότι μια κεντροδεξιά κυβέρνηση -με αναπληρωτή υπουργό τον Θεόδωρο Σκυλακάκη…- θα μοίραζε επιδόματα σε εργαζόμενους που δεν πάνε στη δουλειά τους;

Με αυτά, λοιπόν, και με πολλά άλλα, παρακολουθούμε, όλο και πιο συχνά τελευταία, τη (δια)μάχη των ιδεών, που αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης, να δίνει τη θέση της στη λεγόμενη «δίκη προθέσεων». Τα στελέχη των κομμάτων δεν αντιπαρατίθενται επισημαίνοντας λάθη, ανακολουθίες, αντιφάσεις ή καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων. Αντιπαρατίθενται επιχειρώντας ο ένας να αποδώσει στον άλλο ανομολόγητες προθέσεις οι οποίες μερικές φορές βρίσκουν έρεισμα σε απλά γλωσσικά ατοπήματα, ενώ άλλες κατασκευάζονται εκ του μηδενός.

Τα όσα είπε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις αυτού του πολύ παράδοξου τρόπου πολιτικής αντιπαράθεσης, ο οποίος δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα αλλά αναζητεί ερείσματα σε μια εικονική πραγματικότητα. Εδώ και λίγο καιρό ο επικεφαλής του ΜέΡΑ 25 προσπαθεί να συνθέσει ένα δικό του «αφήγημα», σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση επιδιώκει να… «διαβρώσει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα».

Δεν χάνει δε ευκαιρία να το λανσάρει ακόμη και όταν δεν υπάρχει καμία αφορμή γι΄ αυτό. Το έκανε πριν λίγες μέρες στην επέτειο Πολυτεχνείου, αλλά παρότι δεν του βγήκε, αφού η επιθυμία του να συλληφθούν ο ίδιος και οι βουλευτές του έμεινε ανεκπλήρωτη. Και έκτοτε το συνεχίζει απτόητος.

Το περασμένο Σάββατο, που ήταν η μέρα των Ενόπλων Δυνάμεων, στην πρόσοψη της Βουλής προβλήθηκε ένα επετειακό βίντεο τεσσάρων λεπτών που παρουσίαζε τις μάχες των Ελλήνων ανά τους αιώνες. Στην απευθείας μετάδοση πρέπει να το είδαν ελάχιστοι, αφού, λόγω του lockdown, η πιθανότητα να κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα άνθρωποι στο Σύνταγμα είναι μηδαμινή. Το είδαν, όμως, πάρα πολλοί από το Διαδίκτυο, είτε μέσω της ιστοσελίδας του ΓΓΕΘΑ που είναι ανηρτημένο είτε μέσω του ΥοuTube.

Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι μεταξύ εκείνων που είδαν το βίντεο δεν ήταν σίγουρα ο κ. Βαρουφάκης. Παρά ταύτα, ο αρχηγός του ΜέΡΑ 25 ανέβηκε στο βήμα της Εθνικής Αντιπροσωπείας για να πει: «Πρόσφατα, κύριε Πρόεδρε της Βουλής, θα μου επιτρέψετε να το πω όσο πιο ελαφρά τη καρδία μπορώ, είδαμε και αυτό το θέαμα με την προβολή ενός τανκ στο κτήριο της Βουλής».

Και με όλη τη… σοβαρότητα που τον διακρίνει, δεν δίστασε να προβεί στην ακόλουθη καταγγελία: «Είναι μία μεταμοντέρνα έκδοση αυτής της ΥΕΝΕΔοποίησης της Ελλάδας. Ντροπή μας. Το τανκ στον Έβρο, αν θέλετε, να το δω σαν σύμβολο της εθνικής ασφάλειας και της ελευθερίας. Το τανκ στην Πλατεία Συντάγματος προβεβλημένο πάνω στην πρόσοψη της Βουλής είναι μια ντροπή για τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό»!

Αν είχε παρακολουθήσει το επίμαχο βίντεο, ο κ. Βαρουφάκης πιθανότατα δεν θα έλεγε όσα είπε. Για τον απλούστατο λόγο ότι στο βίντεο υπήρχαν όλων των ειδών τα οπλικά συστήματα της στεριάς, της θάλασσας και του αέρα: από το υγρό πυρ του Βυζαντίου έως τους εμπροσθογεμείς σισανέδες της Οθωμανικής περιόδου και από τις τριήρεις της αρχαιότητας έως τις μεταπολεμικές «Ντακότες». Δεν εμφανιζόταν, όμως, πουθενά τανκς. Ούτε ένα. Ούτε για δείγμα…

Ο αρχηγός του ΜέΡΑ 25, ο οποίος μάλλον φαντασιώθηκε «το τανκ στην Πλατεία Συντάγματος» δεν είναι, πάντως, ο πρώτος που εφαρμόζει το δόγμα το οποίο αποπνέει η ρήση σύμφωνα με την οποία «όταν διαφωνεί μαζί μας η πραγματικότητα, αλίμονο στην πραγματικότητα».

Από τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη που τον αποκάλεσαν «τυμβωρύχο» εξαιτίας μιας κακής διατύπωσης που χρησιμοποίησε, θέλοντας να πει ότι το σημαντικό για την ανάσχεση της πανδημίας είναι τα μέτρα προφύλαξης και όχι ο αριθμός των ΜΕΘ, έως τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα που τον εμφάνισαν να λέει ότι «είναι πεταμένα τα λεφτά στις ΜΕΘ», ενώ εκείνος αναφερόταν στην επίταξη για την οποία το Σύνταγμα προβλέπει αμοιβή ακόμη και όταν δεν χρησιμοποιούνται, είναι πολλές οι περιπτώσεις που γίνεται μεγάλος ντόρος όχι για τις θέσεις ή τις απόψεις που εξέφρασε κάποιος κυβερνητικός ή άλλος παράγοντας, αλλά για εκείνα που θα ήθελαν να πει οι αντίπαλοί του…

Ας ελπίσουμε, λοιπόν, να μην αργήσει το τέλος της πανδημίας και για έναν επιπλέον λόγο. Διότι ίσως έτσι επιστρέψει η Πολιτική και δούμε τις δίκες προθέσεων να δίνουν και πάλι τη σκυτάλη στις κανονικές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ή μήπως όχι, αφού οι μάχες στο πεδίο της εικονικής πραγματικότητας είναι πιο εύκολες και πιο… άκοπες;

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Στους ίδιους αναπνευστήρες και στις ίδιες ΜΕΘ

 «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μας και η ρήση τους αυτή φαίνεται να βρίσκει την απόλυτη επιβεβαίωση στην εξέλιξη της φονικής και πολλαπλά επώδυνης πανδημίας του κορωνοϊού.

Στους αρκετούς πλέον μήνες που διαρκεί η μεγάλη αυτή δοκιμασία, ο ένας μετά τον άλλο καταρρέουν μια σωρεία από «μύθους» που είτε χτίστηκαν τώρα, είτε επανήλθαν από το παρελθόν και αναδείχθηκαν στις δύσκολες μέρες της ασφυκτικής πίεσης που δέχονται οι σύγχρονες κοινωνίες από την πρωτοφανή υγειονομική κρίση αλλά και τη συνακόλουθη οικονομική δυσπραγία.

Μπορεί οι συνωμοσιολόγοι, οι αρνητές της λογικής και οι κάθε λογής λαϊκιστές και λοιποί ακραίοι να συνεχίσουν να δίνουν τις δικές τους «μάχες χαρακωμάτων», αλλά, για όσους δεν εθελοτυφλούν ή δεν είναι έρμαια των ιδεοληψιών τους, η πραγματικότητα την οποία βιώνουμε έχει κονιορτοποιήσει όλες τις ανόητες και τοξικές θεωρίες για την αμφισβήτηση της ύπαρξης του ιού με βλακώδη ερωτήματα του τύπου «ξέρεις κάποιον που να νόσησε;», όπως και με ανυπόστατους ισχυρισμούς για τις συνέπειες του, του τύπου «δεν μπορούμε να καταστρέψουμε την οικονομία για μια… γριπούλα» ή «όλα γίνονται για να μας φυτέψει… τσιπάκια ο Μπιλ Γκέιτς».

Η ολοένα και μεγαλύτερη, δυστυχώς, εξάπλωση της πανδημίας, υποχρεώνει όλο και περισσότερους να γνωρίζουν κάποιον που προσβλήθηκε από τον ιό και να αναγνωρίζουν ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα χωρίς τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, αλλά και να συνειδητοποιούν ότι ο Μπιλ Γκέιτς, μάλλον δεν δίνει… δεκάρα τσακιστή για να ελέγξει τα μυαλά κάποιων αποδεδειγμένα… άμυαλων.

Όπως και να έχει, άλλωστε, πατρίκιοι και πληβείοι, έχοντες και μη έχοντες, δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι, μετριοπαθείς και εξτρεμιστές, θρησκευόμενοι και αγνωστικιστές, Ευρωπαίοι, Αφρικανοί και Ασιάτες, εργοδότες και υπάλληλοι, είμαστε, λίγο ως πολύ, όλοι αντιμέτωποι με την ίδια αόρατη απειλή για τη ζωή μας και, πάνω κάτω, με τον ίδιο τεράστιο κίνδυνο από τις απώλειες στα εισοδήματά μας.

Με άλλα λόγια, η πανδημία αποτελεί ένα πολύ διδακτικό μάθημα προς όλους μας ότι σε αυτή τη ζωή και σε αυτόν τον πλανήτη εκείνα που μας ενώνουν είναι πολύ πιο σημαντικά από εκείνα που μας χωρίζουν.  Άλλωστε, η δυσμενής πραγματικότητα δείχνει ότι, σίγουρα στη χώρα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, οι πάντες, πλούσιοι και φτωχοί, λογικοί και παράφρονες, ανοιχτόμυαλοι και ψεκασμένοι, μόλις νοσήσουν από Covid-19 τα ίδια ακριβώς τεστ κάνουν για να διαπιστώσουν αν είναι θετικοί στον ιό.

Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι ο ιός δεν κάνει εξαιρέσεις. Έτσι, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει κανείς στην κοινωνία μας, αν είναι δηλαδή αξιωματούχος ή απλός άνθρωπος, αλλά και τις απόψεις και τις δοξασίες από τις οποίες εμφορείται, αν είναι, δηλαδή, ιερωμένος που πιστεύει ότι ο αγιασμός… σκοτώνει τον ιό ή ιδεοληπτικός που θεωρεί υπέρτατο δικαίωμα τη διαδήλωση και όχι την προστασία της ανθρώπινης ζωής, όσοι, εν τέλει, νοσούν και χρειάζονται περίθαλψη διεκδικούν τα ίδια ακριβώς νοσοκομειακά κρεβάτια.

Όπως δεν εκπλήσσεται, πλέον, κανείς με τον όλο και μεγαλύτερο αριθμό των κληρικών που  πλήττονται από την επέλαση του ιού, καθώς πολλοί εξ αυτών αρνούνταν να φορέσουν μάσκα ή να τηρήσουν τα υπόλοιπα μέτρα προστασίας που εισηγούνται οι ειδικοί, έτσι, μάλλον, δεν θα εκπλαγούμε αν τις επόμενες μέρες δούμε να νοσηλεύονται δίπλα δίπλα στον ίδιο νοσοκομειακό θάλαμο κάποιοι από τους διαδηλωτές της επετείου του Πολυτεχνείου μαζί με τους αστυνομικούς που βρέθηκαν εκεί από επαγγελματική υποχρέωση για να αποτρέψουν τον συνωστισμό και τον συγχρωτισμό.

Όπου και αν κόλλησε ο καθένας τον ιό, στην εκκλησία ή στη διαδήλωση, στον χώρο δουλειάς ή στη διασκέδαση, αν δεν είναι ήπια τα συμπτώματα που εμφανίζει, στους ίδιους αναπνευστήρες και στις ίδιες Μονάδες Εντατικής Θεραπείας θα βρεθεί για να αποφύγει τα χειρότερα. Στους αναπνευστήρες και στις Μονάδες του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο, σε πείσμα όσων μέχρι πρότινος το αμφισβητούσαν, θεωρώντας αφελώς ότι μπορούσε να το υποκαταστήσει ο ιδιωτικός τομέας, ή το κακοποίησαν, αφήνοντάς το να ρημάξει στην κακοδιοίκηση.

Το δημόσιο σύστημα υγείας, το ΕΣΥ, για όσους δεν είναι τυφλωμένοι από τα πάθη τους, αποδεικνύεται στο μεγάλο οχυρό μας, στα «ξύλινα τείχη» της εποχής μας που θα μας σώσουν, κατ΄ αντιστοιχία με τα πλοία των Αθηναίων που, σύμφωνα με τον χρησμό της Πυθίας, ήταν τα «ξύλινα τείχη» που τούς έδωσαν τη νίκη απέναντι στον Ξέρξη το 480 π.Χ. στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Υ.Γ.: Όσο για τους επίσης ακραίους ισχυρισμούς ορισμένων ότι ίσως να μη δικαιούνται θέση στις ΜΕΘ όσοι συνειδητά δεν τηρούν τα μέτρα αυτοπροστασίας, επειδή αμφισβητούν τον ιό ή τη σημασία της ατομικής ευθύνης, οι εχέφρονες πολίτες δεν μπορεί να τους υιοθετούν και η ευνομούμενη Πολιτεία επ’ ουδενί δεν μπορεί να τους υλοποιήσει.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το πνεύμα του Σημίτη

 Ένας… αόρατος πρωταγωνιστής κυριάρχησε στην 7ωρη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για την κατάσταση της πανδημίας και τις βαριές επιπτώσεις που έχει στην ελληνική κοινωνία και στην εθνική της οικονομία. Ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Ή, για την ακρίβεια, το πνεύμα που απέπνεε το πρόσφατο πολυσυζητημένο άρθρο του για το καθήκον και την υποχρέωση της αντιπολίτευσης.

Ήταν αρκετοί όσοι έσπευσαν να επικρίνουν και μάλιστα με σφοδρότητα την παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού. Μόνον, όμως, που η επιχειρηματολογία αρκετών εξ αυτών έδειχνε να μην βασίζεται σε αυτές καθαυτές τις θέσεις που διατυπωνόταν στο άρθρο. Στηριζόταν περισσότερο σε «δίκη προθέσεων» που στόχο είχε να υπηρετήσει το «ιδεολόγημα» ότι ο κ. Σημίτης «αβαντάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη».

Δεν ξέρω πόσοι από τους επικριτές του μπήκαν στον κόπο, παρότι επρόκειτο για ένα λιτό κείμενο μόλις 397 λέξεων, να το διαβάσουν. Έχει, ωστόσο, αξία να θυμηθούμε τις βασικές επισημάνσεις του πριν από την απόπειρα να αποδείξουμε τον ισχυρισμό για την ισχυρή επίδραση που είχε η δημόσια παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για την πανδημία.

«Η αντιπολίτευση θα έπρεπε να βοηθήσει σε μια πληρέστερη εικόνα της αντιμετώπισης των προβλημάτων αντί να επιβεβαιώνει κάθε φορά μια γνωστή αντιπαλότητα, χωρίς να αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαφορών», ανέφερε εξ αρχής ο κ. Σημίτης στο άρθρο του που είδε το φως μέσα από την εφημερίδα «Τα Νέα».

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωνε ότι οι δηλώσεις με τις οποίες η αντιπολίτευση αντέδρασε στην ανακοίνωση του δεύτερου lockdown «δεν είναι εξαίρεση σε σχέση με δηλώσεις της και για άλλα θέματα». Και συνόψιζε την επιχειρηματολογία του, υπογραμμίζοντας ότι «ο τρόπος αυτός αντίδρασης δείχνει μία από τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής ζωής».

Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υποστήριξαν ότι ζήτησε, τάχατες, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κηρύξουν «σιωπητήριο», ο κ. Σημίτης ξεκάθαρα υπογράμμισε ότι «η αντιπολίτευση πρέπει να εκφράζεται». Πρόσθεσε, όμως, αμέσως μετά ότι «χρέος της είναι, όταν επισημαίνει τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής δραστηριότητας, να έχει και η ίδια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία ένα κατανοητό και εφαρμόσιμο σχέδιο αντιμετώπισης».

Χωρίς περιστροφές, μάλιστα, συμπλήρωνε κάτι μάλλον αυτονόητο: Ότι, δηλαδή, στην περίπτωση της επιδημίας και του lockdown «τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν παρουσίασαν ένα δικό τους σχέδιο με βάση διεθνή δεδομένα. Δεν εξήγησαν από την αρχή της πανδημίας ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τις υπάρχουσες εμπειρίες. Απλώς παρακολουθούν και αρνούνται».

«Αλλά η κοινή γνώμη δεν χρειάζεται την άρνηση. Για να απαιτήσει τα αναγκαία και σωστά από την κυβέρνηση χρειάζεται πληροφόρηση, τεκμηρίωση, δημιουργικότητα», υπογράμμιζε ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος κατέληγε επισημαίνοντας: «Τότε μόνο θα είναι πρόθυμη να ακολουθήσει δρόμους άλλους από εκείνους που της υπαγορεύει η κυβέρνηση και να αναθέσει σε όσους έχουν διαφορετικές ευθύνες την εξουσία».

Ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι για να επιβραβευτεί ένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αρκεί να λέει «όχι σε όλα» όσα κάνει η εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς να προβάλει εναλλακτική πολιτική πρόταση; Νομίζω κανείς.

Γι΄ αυτό και όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση της Πέμπτης δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί έναν ασυνήθιστο –και καλώς εννοούμενο- ανταγωνισμό μεταξύ των αρχηγών να πείσουν ότι η θεώρησή τους στην υπόθεση της πανδημίας δεν εξαντλούνταν στην κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης αλλά επεκτεινόταν και στη διατύπωση προτάσεων.

Με προεξάρχουσα την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η οποία έκανε μια από τις καλύτερες και πιο τεκμηριωμένες ομιλίες της κατά τα τελευταία πεντέμισι χρόνια που είναι αρχηγός κόμματος, ο ένας μετά τον άλλο οι επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης πάσχισαν να αποδείξουν ότι δεν μένουν μόνον στην κριτική, αλλά διατυπώνουν και προτάσεις.

Χωρίς να λείψουν παντελώς οι υπερβολές, όπως αυτή για τον διορισμό υπουργών κοινής αποδοχής, ούτε οι πλειοδοσίες για τον αριθμό των διορισμών που πρέπει να γίνουν, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από την κυρία Γεννηματά, που ήταν σαφές ότι με την ομιλία της «απαντούσε» και στις επισημάνσεις του Κώστα Σημίτη, όλοι τους, από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Δημήτρη Κουτσούμπα έως τον Κυριάκο Βελόπουλο και τον Γιάνη Βαρουφάκη, έδειξαν να συναισθάνονται ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αποτελεί συνώνυμο της άρνησης και της χαιρέκακης προσμονής να πάνε στραβά τα πράγματα.

Η στάση αυτή, μάλιστα, της αντιπολίτευσης αναγνωρίστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος στην καταληκτική τριτολογία του, με την οποία έκλεισε τη συζήτηση, εξέφρασε διάθεση να υιοθετήσει προτάσεις από όλες τις πτέρυγες, όπως του Αλέξη Τσίπρα για τη χορήγηση υπολογιστών σε μαθητές και την ενίσχυση των οικονομικά αδύναμων ενόψει των Χριστουγέννων, της Φώφης Γεννηματά για τη διενέργεια μαζικών τεστ στα σχολεία και σε άλλες μαζικές δομές και του Κυριάκου Βελόπουλου για την αναστολή των πλειστηριασμών.

Για να αποδειχθεί, έτσι, ότι, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη «έπιασε τόπο». Και, πολύ περισσότερο, ότι η συναίνεση, η λογική και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων προάγουν την πολιτική και συνιστούν κέρδος για την κοινωνία.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Και αν η αντιπολίτευση έκανε «μορατόριουμ»;

 Ο βασικός ρόλος της αντιπολίτευσης είναι, αναμφίβολα, το καθήκον και συνάμα η υποχρέωση να ασκεί κριτική στα πεπραγμένα και τις παραλείψεις της κυβερνητικής πολιτικής. Όταν μάλιστα, πράγμα σπάνιο, ο ρόλος αυτός ασκείται ταυτοχρόνως με τη διατύπωση εφικτών εναλλακτικών προτάσεων, τότε μιλάμε για την απόλυτα επιτυχημένη αντιπολιτευτική τακτική.

Όλα αυτά βεβαίως ισχύουν όταν οι χώρες βρίσκονται σε καθεστώς κανονικότητας, τέτοιο που να επιτρέπει την απρόσκοπτη λειτουργία των θεσμών του πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως, όταν επικρατούν ακραία έκτακτες συνθήκες, όπως, π.χ., ένας πόλεμος ή μια πανδημία, η κατάσταση αλλάζει δραματικά, καθώς εκείνο που, εκ των πραγμάτων, προέχει σε τέτοιες περιστάσεις είναι η διάσωση της κοινωνίας από τις ασύμμετρες απειλές με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αμέσως μετά την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας από την Ιταλία του Μουσολίνι, τον Οκτώβριο του 1940, ακόμη και τα φυλακισμένα από το διδακτορικό καθεστώς Μεταξά στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος, ζήτησαν να επιστρατευθούν και να πολεμήσουν για την υπεράσπιση της εθνικής αξιοπρέπειας. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, εξάλλου, οι οξείες πολιτικές αντιδικίες και οι αθέμιτου ανταγωνισμοί των δύο μεγάλων παρατάξεων της εποχής είχαν διευκολύνει τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στο ερώτημα αν μπορεί να συγκριθούν οι πολεμικές συρράξεις, όπως οι προαναφερόμενες, με την τρέχουσα υγειονομική κρίση, η απάντηση είναι προφανώς θετική. Και τούτο διότι το τίμημα που καλούμαστε να πληρώσουμε εξαιτίας της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης τόσο σε χαμένες ανθρώπινες ζωές όσο και στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είναι συγκρίσιμο με πολεμικές κρίσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι μάλλον απορίας άξιον γιατί οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις στη χώρα μας, διαγ(κ)ωνιζόμενες μεταξύ τους, «χαλούν τον κόσμο» με την κριτική τους για το νέο lockdown στο οποίο εκούσα άκουσα οδηγήθηκε η κυβέρνηση μετά τη «φοβερή ταχύτητα» που, σύμφωνα με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, παρουσίασε τις τελευταίες ημέρες η μετάδοση της πανδημίας.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι για να φθάσουμε στην εκθετική αύξηση των κρουσμάτων, που παρατηρήθηκε τις τελευταίες ημέρες, έγιναν λάθος χειρισμοί. Χειρισμοί για τους οποίους, χωρίς να απαλλάσσονται όλοι όσοι δεν τηρούν τους κανόνες αυτοπροστασίας, την κύρια, αλλά όχι την αποκλειστική, ευθύνη την έχουν αναμφισβήτητα οι κυβερνητικοί ιθύνοντες.

Εστιάζοντας, άλλωστε, κανείς στη μεγάλη εικόνα, η οποία δεν είναι άλλη από την κατάσταση που επικρατεί στις περισσότερες χώρες του πλανήτη και είναι αναλογικά πολύ χειρότερη από εκείνη που αντιμετωπίζει η χώρα μας, δεν μπορεί να μην επισημάνει ότι η σφοδρή κριτική που γίνεται από κάποιες αντιπολιτευτικές δυνάμεις είναι αναντίστοιχη με την πραγματικότητα.

Πολύ περισσότερο που η κριτική αυτή δεν συνοδεύεται και από την υπόδειξη των συγκεκριμένων λανθασμένων χειρισμών και την παράθεση εφικτών εναλλακτικών προτάσεων, αλλά αναλώνεται σε αστεία αιτήματα για… δημοσιοποίηση πρακτικών (!) από τις συνεδριάσεις της Επιτροπής των Λοιμοξιολόγων.

Δεν μπορεί, για παράδειγμα, από τη μια να επικρίνεται η κυβέρνηση τον Μάιο για καθυστέρηση στο άνοιγμα του τουρισμού και τον Αύγουστο να της ασκείται κριτική επειδή επέτρεψε την έλευση τουριστών. Ούτε είναι λογικό να στηλιτεύεται η μη έγκαιρη λήψη μέτρων όταν ελάχιστες μέρες νωρίτερα χαρακτηριζόταν «πρόσχημα» το κλείσιμο της εστίασης, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πήγαινε σε θεατρική παράσταση με στόχο να υποδηλώσει τη διαφωνία του με την αναστολή των πολιτιστικών εκδηλώσεων.

Όπως και έχει, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι, όπως προκύπτει και από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι πολίτες, όσο και αν είναι δυσαρεστημένοι με όσα συμβαίνουν γύρω μας, δεν δείχνουν να επικροτούν τη στάση της αντιπολίτευσης. Η διαρκής γκρίνια, ιδίως όταν συνδυάζεται με χαιρέκακη προσέγγιση και λαϊκίστικο χάιδεμα των αυτιών όλων όσοι πλήττονται από το lockdown, δεν λογίζεται ως εποικοδομητική στάση και ως εκ τούτου φαίνεται να ενοχλεί την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Με δεδομένη, λοιπόν, τη δυσκολία της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και την κρισιμότητα των στιγμών, θα είχε ενδιαφέρον αν κάποιο κόμμα έπαιρνε την πρωτοβουλία να κηρύξει ένα, έστω μονομερές, «μορατόριουμ» στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση για τις επόμενες τρεις εβδομάδες που ισχύει το νέο απαγορευτικό το οποίο θα μας κλείσει και πάλι τους περισσοτέρους εξ ημών στα σπίτια μας.

Θα μπορούσε, χωρίς φυσικά να δίνει συγχωροχάρτι, να συλλέγει στοιχεία με τα τυχόν λάθη και τις αστοχίες που θα συμβούν σε αυτό το διάστημα. Και όταν αλλάξουν τα πράγματα να κάνει μια συνολική, υπεύθυνη και αξιόπιστη αποτίμηση της κατάστασης, καταλογίζοντας τις πραγματικές ευθύνες εκεί που όντως ανήκουν. Το κέρδος από μια τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν πολλαπλό. Θα ήταν πρωτίστως κέρδος, το οποίο θα το καρπώνονταν οι πολίτες. Οι οποίοι, εν τέλει, είναι βέβαιο ότι θα το μεταβίβαζαν στην πολιτική δύναμη που κήρυξε το «μορατόριουμ».

Καταλήγοντας, αν με ρωτάτε πόσες πιθανότητες δίνω να συμβεί κάτι τέτοιο, η απάντηση που μου έρχεται αβίαστα στον νου είναι η εξής: μηδαμινές. Όσο, άλλωστε, ασκείται κριτική από κοινοβουλευτικά στελέχη επειδή ο πρωθυπουργός αποκαλούσε με το μικρό του όνομα τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, όχι «μορατόριουμ» δεν θα δούμε, αλλά δεν θα περάσει μέρα που κάποιοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι δεν θα δημιουργούν συνθήκες εικονικής πολεμικής σύρραξης, αφού είναι οι μόνες που τους «τρέφουν»…

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής στο έλεος του (κάθε) Ερντογάν

 Όσο αποτρόπαια ήταν η αποικιοκρατία των προηγούμενων αιώνων με τους Δυτικούς να καθυποτάσσουν δια πυρός και σιδήρου τον «Τρίτο Κόσμο», εξίσου, αν όχι και ακόμη περισσότερο, αποτρόπαια είναι η επίθεση που δέχεται ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής από τα τρομοκρατικά στοιχεία που στο όνομα του Ισλάμ επιδιώκουν να επιβάλουν τις ακραίες επιλογές τους στις δυτικές κοινωνίες.

Μπορεί σε αυτή τη φάση το πεδίο της αιματηρής δράσης τους να είναι η Γαλλία, αλλά, αναμφισβήτητα, ο πραγματικός στόχος όσων κινούν τα ανθρώπινα πιόνια, τα οποία χωρίς κανένα δισταγμό αφαιρούν ζωές ανυπεράσπιστων και ανύποπτων ανθρώπων, είναι η Ευρώπη και τα ιδεώδη που είναι ψηλά στον κώδικα αξιών των κοινωνιών που την απαρτίζουν.

Ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία στην έκφραση, η χειραφέτηση των γυναικών και η ισότητα των φύλων, που, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, απολαμβάνουμε όλοι όσοι ζούμε στη Δύση, είναι αυτά που επιβουλεύονται οι κάθε είδους τζιχαντιστές που προκαλούν κάθε τρεις και λίγο ένα καινούργιο «λουτρό αίματος»: από τους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης έως το περιοδικό «Σαρλί Εμπντό» και το κέντρο «Μπατακλάν».

Όσο και αν κάποιοι επιμένουν να το αρνούνται, η προ τριακονταετίας πρόβλεψη του Αμερικανού ακαδημαϊκού Σάμιουελ Χάντινγκτον (1927-2008) για τη «σύγκρουση των πολιτισμών» βρίσκει όλο και συχνότερα την επιβεβαίωσή της. Ο νεαρός Τσετσένος που προ ημερών αποκεφάλισε τον Γάλλο καθηγητή επειδή έδειξε στους μαθητές του τα σκίτσα του Μωάμεθ δεν είχε προσωπικές διαφορές με τον 47χρονο εκπαιδευτικό Σαμουέλ Πατί, ο οποίος θα πρέπει να καταταγεί στη χορεία των μαρτύρων για την Ελευθερία που εγγυάται ο Δυτικός Πολιτισμός.

Το γεγονός ότι επίσημες κυβερνήσεις χωρών, όπως η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά όχι μόνον αυτή, παρέχουν κάλυψη σε τέτοιες μισαλλόδοξες και απάνθρωπες ενέργειες συνιστά την καλύτερη απόδειξη ότι οι σφαγές στις οποίες επιδίδονται οι κάθε είδους τζιχαντιστές δεν αποτελούν μεμονωμένα και ασύνδετα μεταξύ τους περιστατικά. Κακά τα ψέματα, υπάρχει ένας ευδιάκριτος ιστός που ενώνει όλες αυτές τις σκοταδιστικές επιθέσεις.

Όποιο όνομα και αν απέκτησαν στην πορεία του χρόνου, παλαιότερα «συστήνονταν» ως «Μουτζαχεντίν» ή «Αλ Κάιντα», εν συνεχεία τους γνωρίσαμε ως «Ισλαμικό Κράτος» και πιο πρόσφατα ως «Αδελφοί Μουσουλμάνοι», ίδιοι και απαράλλαχτοι παραμένουν οι βραχίονες που θέλουν να επιβάλουν μια «κουλτούρα» η οποία δεν αρκείται στη δική της αυθυπαρξία, αλλά τρέφεται από τον αφανισμό οποιουδήποτε έχει διαφορετική αντίληψη για τον τρόπο ζωής.

Η Ευρώπη μέχρι τώρα αντιδρά μάλλον φοβικά στις συνεχείς επιθέσεις που δέχεται στο έδαφος της από στοιχεία που τις περισσότερες φορές κρύβονται πίσω από την ιδιότητα των προσφύγων, όπως συνέβη με τον Τυνήσιο απεχθή δολοφόνο της Νίκαιας που πέρασε από τη Λαμπεντούζα. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δείχνει διάθεση να αλλάξει την ψοφοδεή τακτική που ακολουθεί ως τώρα η ευρωπαϊκή ιθύνουσα τάξη.

Η λυσσώδης αντίδραση του Ερντογάν και άλλων ακραίων μουσουλμάνων καταδεικνύει περίτρανα ότι η στάση του Προέδρου Μακρόν ενοχλεί όσους κρύβονται πίσω από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό που θέλει να καταστρέψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Γι΄ αυτό και η ευρωπαϊκή ηγεσία πρέπει να αφήσει κατά μέρος τις αυταπάτες του παρελθόντος ότι η μονομερής ανοχή που επιδεικνύει μπορεί να εξημερώσει το θηρίο και να φέρει θετικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης.

Οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί επιβάλουν τη λήψη άμεσων αποφάσεων που δεν θα είναι πλέον μόνον αμυντικές, όπως η φύλαξη των συνόρων και ο έλεγχος των εισερχομένων, αλλά μπορεί να γίνουν και επιθετικές. Όποιος δεν σέβεται τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν στην Ευρώπη, πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν έχει θέση στην Ευρώπη. Και αν δεν θέλει να το αντιληφθεί, οι αρχές όλων των ευρωπαϊκών χωρών έχουν καθήκον και υποχρέωση να του δείχνουν την πόρτα της εξόδου.

Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής, ο οποίος αποτελεί τον πόλο έλξης για κάθε ελεύθερο πνεύμα στον πλανήτη, αλλά ταυτόχρονα και «κάρφος εν τω οφθαλμώ» κάθε ισλαμοφασίστα ή όποιο άλλου μισαλλόδοξου και φανατικού, είναι ανάγκη να πάψει να βρίσκεται στο έλεος του (κάθε) Ερντογάν. Μόνον έτσι μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει.

Ώρα λοιπόν να αναφωνήσουμε: Nous sommes tous avec Macron. (Είμαστε όλοι με τον Μακρόν)!

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Η αυτοθυματοποίηση και οι μομφές «στον βρόντο»

 Η πρόταση μομφής εναντίον της (όποιας) κυβέρνησης, ή ενός μεμονωμένου στελέχους της, είναι το ισχυρότερο κοινοβουλευτικό όπλο που διαθέτει στη φαρέτρα της η αντιπολίτευση. Και γι΄ αυτό τον λόγο ασκείται πολύ σπάνια και σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Σύνταγμα, άλλωστε, θέτει περιορισμούς και δεν επιτρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνον μετά την παρέλευση εξαμήνου από την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας, όπως λέγεται στην επίσημη κοινοβουλευτική γλώσσα η αποκαλούμενη «μομφή».

Υπό αυτή την έννοια, η εγχώρια, όπως, εξάλλου, και η διεθνής κοινοβουλευτική πρακτική επιβάλει προτάσεις μομφής να υποβάλλονται σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν η αντιπολίτευση έχει βάσιμες ελπίδες να πλήξει πολιτικά την κυβέρνηση επειδή οι βουλευτές που την στηρίζουν είναι απρόθυμοι να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης. Και, δεύτερον, όταν από την τριήμερη συζήτηση επί της πρότασης η κυβερνητική παράταξη θα υποστεί πολιτική φθορά επειδή θα αδυνατεί να βρει πειστικά επιχειρήματα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της στην επίθεση που θα της εξαπολύσει η αντιπολίτευση.

Είναι, λοιπόν, απορίας άξιο σε ποια από τις δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να ενταχθεί η «μομφή» που κατέθεσε την Πέμπτη ο αρχηγός της αξιωματικής Αλέξης Τσίπρας αντιπολίτευσης κατά του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα για τον συζητούμενο στη Βουλή Πτωχευτικό Κώδικα. «Επενδύει», άραγε, σε διαφοροποίηση βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι μπορεί να μην πουν «όχι» στην ψηφοφορία της Κυριακής; Ή, μήπως, ελπίζει ότι τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης δεν θα έχουν επιχειρήματα να υπερασπιστούν τον κ. Σταϊκούρα;

Η πραγματικότητα βοά ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι πιθανό να συμβεί. Για όποιον δεν εθελοτυφλεί, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ δεν βρίσκεται -σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, διότι αργότερα δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να γίνει- σε κατάσταση τέτοια που να πιθανολογεί κάποιος ότι θα εκφραστεί κατά του υπουργού Οικονομικών σε μια ανοιχτή συζήτηση που καταλήγει σε φανερή ονομαστική ψηφοφορία. Δεν θα έκανε ακόμη και δεν ίσχυε η αυτονόητη αλήθεια ότι ο κ. Σταϊκούρας δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να βάλει την υπογραφή του κάτω από ένα νομοσχέδιο το οποίο αποτελεί προϊόν συνολικής κυβερνητικής βούλησης.

Πολύ περισσότερο που, καλώς ή κακώς, για τα στελέχη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι ένα θετικό νομοσχέδιο το οποίο δίνει λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Είναι ένας ισχυρισμός που θα ακουστεί κατά κόρον στην τριήμερη συζήτηση. Και θα προστίθεται στην επιχειρηματολογία ότι οι μαζικοί πλειστηριασμοί άρχισαν (σ.σ.: όποιος αμφιβάλει ας ρωτήσει τον πρώην υπουργό Παναγιώτη Λαφαζάνη που αντιμετωπίζει διώξεις επειδή προσπαθούσε να τους ματαιώσει…) επί των ημερών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως επίσης και στο αδιάψευστο γεγονός ότι την ίδια περίοδο ήρθη για πρώτη φορά η προστασία της πρώτης κατοικίας που είχε καθιερωθεί από τα πρώτα μνημονιακά χρόνια.

Με δεδομένο, πάντως, ότι η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί κατά του υπουργού Οικονομικών εκδηλώθηκε σε μια μέρα που η επικαιρότητα κατακλυζόταν από σημαντικά γεγονότα, όπως το μήνυμα του πρωθυπουργού για την έξαρση της πανδημίας, οι συνεχιζόμενες τουρκικές προσκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και η κορύφωση της δίκης της Χρυσής Αυγής, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Είτε στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν χάσει πλέον κάθε αίσθηση της επικοινωνιακής πραγματικότητας, είτε το μόνο που τους απασχολεί είναι να βρουν μια ακόμη ευκαιρία για να εκδηλώσουν το μένος τους κατά των μέσων ενημέρωσης.

Το έναυσμα, άλλωστε, το έδωσε με την ομιλία του στη Βουλή ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, λέγοντας προς τα κυβερνητικά έδρανα: «Αλλά να ξέρετε, αυτή η στρατηγική δε θα σας πάει πολύ μακριά. Και ο κοινωνικός αυτοματισμός αλλά και αυτό το απόλυτο που έχετε πετύχει με τα ΜΜΕ, η ΥΕΝΕΔοποίηση της ενημέρωσης, δε θα σας βγει σε καλό. Μπούμερανγκ θα σας γυρίσει. Γιατί δε καταλαβαίνετε ότι όσο να κρύψετε και να διαστρέψετε τη πραγματικότητα, όσο αυτή όχι μόνο δε βελτιώνεται αλλά επιδεινώνεται, θα σας κυνηγάει».

Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι μέχρι στιγμής η… διαστροφή της πραγματικότητας εκείνον που… κυνηγάει είναι την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία βλέπει τις δημοσκοπικές επιδόσεις της να επιδεινώνονται μήνα με τον μήνα. Και εκείνο που ουσιαστικά γίνεται «μπούμερανγκ» είναι η προσπάθεια να αποδοθούν όλα τα δεινά που κατατρύχουν την Κουμουνδούρου στην περιώνυμη «λίστα Πέτσα» και στα «εξαγορασμένα μέσα ενημέρωσης».

Όσο, όμως, παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτό το κατασκευασμένο ιδεολόγημα της «αυτοθυματοποίησης», θα χάνουν το επικοινωνιακό momentum και θα βλέπουν τις προτάσσεις μομφής που καταθέτουν να… πηγαίνουν «στον βρόντο».

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Με… νοσταλγία δεν λειτουργούν «φουγάρα»

 «Στόχος είναι να ανάψουν όσο περισσότερα φουγάρα γίνεται…», δήλωνε η Θεοδώρα Τζάκρη όταν τον Σεπτέμβριο του 2015 αναλάμβανε το χαρτοφυλάκιο της υφυπουργού Βιομηχανίας στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δεκατρείς μήνες αργότερα, ωστόσο, εγκατέλειψε το κυβερνητικό αξίωμα αφήνοντάς μας με την απορία πόσα φουγάρα άναψαν και πότε έσβησαν επί των ημερών της υφυπουργίας της.

Χωρίς να είναι βέβαιο ότι συνδέονται τα δύο γεγονότα, μερικούς μήνες μετά την αντικατάσταση της φερέλπιδος πολιτικού από την Πέλλα, η εταιρεία ΒSH (Βosch Siemens Hausgerate) Hellas που κατασκεύαζε τις λευκές συσκευές «Πίτσος» ανακοίνωνε την απόφαση της γερμανικής μητρικής εταιρείας να βάλει λουκέτο στο εργοστάσιο της επιχείρησης στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Το αρχικό χρονοδιάγραμμα όριζε ότι οι τίτλοι τέλους για την «Πίτσος» θα έπεφταν στο τέλος του 2018, αλλά στη συνέχεια η ημερομηνία λήξης ορίστηκε για το τέλος του 2020.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε απολύτως τίποτε για να εμποδίσει τη δυσμενή αυτή εξέλιξη. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς, καθώς είχε εξαρχής εχθρική διάθεση απέναντι στον συμβιβασμό τον οποίο είχαν πετύχει οι προηγούμενες κυβερνήσεις με τη γερμανική εταιρία Siemens, η οποία προκειμένου να εξιλεωθεί για το σκάνδαλο με τα «μαύρα ταμεία» είχε, μεταξύ άλλων, δεσμευτεί να υλοποιήσει στη χώρα μας επένδυση 60 εκατ. ευρώ που θα απασχολούσε 700 εργαζόμενους.

Στο κείμενο της συμβιβαστικής συμφωνίας με την Siemens, η οποία είχε ψηφιστεί από τη Βουλή ως χωριστός νόμος, η επένδυση δεν κατονομαζόταν, αλλά ήταν κοινό μυστικό ότι αφορούσε τη μετεγκατάσταση του εργοστασίου της BSH - Πίτσος από τον Ρέντη στη Μαγούλα Αττικής. Είχε μάλιστα βρεθεί και το σχετικό ακίνητο, πλην, όμως, ο προσκείμενος στο τότε κυβερνών κόμμα δήμαρχος της περιοχής αντέδρασε στην αδειοδότηση.

Η επένδυση ματαιώθηκε και οι Γερμανοί ιδιοκτήτες της εταιρείας, οι οποίοι είχαν αποκτήσει τον έλεγχο της «Πίτσος» έπειτα από μια μεγάλη απεργία που έγινε στην επιχείρηση στα μέσα της δεκαετία του 1970, αποφάσισαν να κατευθύνουν την παραγωγική τους δραστηριότητα εκτός Ελλάδας, επιλέγοντας πιο συμφέροντες προορισμούς όπως είναι η Τουρκία ή η Σλοβενία. Είναι γνωστό άλλωστε ότι το κεφάλαιο δεν έχει… πατρίδα και κατευθύνεται εκεί που βρίσκει μεγαλύτερο κέρδος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βεβαίως, τα σχέδια των Γερμανών… καπιταλιστών διευκόλυναν τα μάλα και οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση, καθώς δεν άνοιξε μύτη με την απόφαση για το λουκέτο επειδή, όπως γράφηκε τότε χωρίς να διαψευστεί, οι εργατοϋπάλληλοι της επιχείρησης, με τη συναίνεση και του σωματείου τους, εξασφάλισαν γενναίες αποζημιώσεις απόλυσης.

Παραδόξως πως, ωστόσο, το ζήτημα ανακινήθηκε πρόσφατα με επιστολή που έστειλε προς τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου, ζητώντας την παρέμβασή του, ώστε να μην σταματήσει η λειτουργία της «Πίτσος» που έχει ιστορία 155 ετών, με έτος ίδρυσης το 1865. Ακόμη πιο παράδοξη, όμως, ήταν η αντίδραση της πρώην υφυπουργού Βιομηχανίας Θεοδώρας Τζάκρη, η οποία εξέδωσε ανακοίνωση για να επικρίνει τη σημερινή κυβέρνηση ότι ευθύνεται για ένα «λουκέτο» που αποφασίστηκε πριν από τρία χρόνια.

Πέρα από τις πολιτικές καντρίλιες, πάντως, αφού στην κόντρα μπήκαν και άλλοι πολιτικοί από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, η φυγή μιας επιχείρησης από τη χώρα μας και η μεταφορά των δραστηριοτήτων της στην Τουρκία ή όπου αλλού είναι ένα σοβαρό ζήτημα που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορους ούτε όσους απαρτίζουν το πολιτικό σύστημα ούτε την κοινωνία και τους συλλογικούς φορείς της (συνδικάτα, κλπ).

Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την καθυστερημένη αντίδραση της Ομοσπονδίας των μεταλλεργατών, εκδηλώθηκε, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ένα κύμα έντονης νοσταλγίας για τις χαμένες ελληνικές βιομηχανίες που, όπως η «Πίτσος», έγραψαν ιστορία τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν άντεξαν στον διεθνή ανταγωνισμό και οδηγήθηκαν στο λουκέτο.

Κάποιες εξ αυτών μάλιστα κατέρρευσαν πολύ πριν ζήσουμε την τελευταία φάση της φρενήρους παγκοσμιοποίησης, ενώ άλλες διατηρήθηκαν λίγο παραπάνω στη ζωή είτε χάρις σε κρατικές επιδοτήσεις είτε επειδή προσέλκυσαν κεφαλαιακές ενισχύσεις από το εξωτερικό. Το μόνο αναμφισβήτητο συμπέρασμα είναι ότι ο βιομηχανικός χάρτης του 1960 και του 1970 δεν έχει καμία σχέση με τον παραγωγικό χάρτη του 2020. Οι λόγοι για τους οποίους συνέβη αυτό είναι πολλοί και σίγουρα δεν μπορούν να εξαντληθούν σε ένα τέτοιο σημείωμα.

Κακά τα ψέματα, η ποιότητα αλλά κυρίως το κόστος των παραγόμενων στην Ελλάδα ηλεκτρικών συσκευών δεν μπορεί να συγκριθούν με πολλά εισαγόμενα. Και όσο και αν οι έχοντες κάποια ηλικία νοσταλγούμε τις πρώτες συσκευές που μπήκαν σπίτι μας και ήταν made in Greece, έστω και με σχετικά μικρή εγχώρια προστιθέμενη αξία, η συντριπτική πλειονότητα στις μέρες μας προτιμά τις φτηνότερες και πιο σύγχρονες συσκευές ακόμη και όταν αυτές κατασκευάζονται στην… Τουρκία.

Όπως και να έχει, η Ελλάδα του 2020 δεν μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στα φουγάρα. Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στον παγκόσμιο καταμερισμό, σε συνδυασμό με το καλά εκπαιδευμένο προσωπικό που διαθέτει την υποχρεώνουν να στρέψει το ενδιαφέρον της σε νέες μορφές παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως είναι η έρευνα και η καινοτομία, η ψηφιακή τεχνολογία, η πράσινη ενέργεια και η τεχνητή νοημοσύνη στις οποίες μπορεί να πρωταγωνιστήσει.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Κι αν ο Κοντονής μιλούσε και για τη Novartis…

 Κανείς από τους παροικούντες στην… πολιτική Ιερουσαλήμ δεν πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα με την επίθεση που εξαπέλυσε η ηγεσία της Κουμουνδούρου κατά του Σταύρου Κοντονή όταν ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θύμισε τις παλαιότερες επισημάνσεις του σύμφωνα με τις οποίες ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρον άρον ψηφίστηκε τις παραμονές των τελευταίων εκλογών, διευκόλυνε τη Χρυσή Αυγή.

Με αποκορύφωμα, άλλωστε, τη διαβόητη άποψη που διατύπωσε τον Ιούνιο του 2016 ο τότε πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης περί μη διαχωρισμού των ψήφων σε «ευπρόσδεκτες» και «μη ευπρόσδεκτες», όταν το κόμμα του είχε βάλει στόχο να περάσει πάση θυσία την απλή αναλογική, δεν είναι η πρώτη φορά που, είτε ως ψίθυρος είτε ως δημόσια καταγγελία, κυκλοφορούν στη δημόσια σφαίρα βάσιμες υποψίες για υπόγειους υπολογισμούς της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με την παρουσία του νεοναζιστικού μορφώματος στο πολιτικό στερέωμα.

Εκείνο, ωστόσο, που ξένισε σε αυτή την οξεία αντιπαράθεση, ίσως περισσότερο ακόμη και από τη διαγραφή του που αποφασίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ήταν το περιεχόμενο της λιτής ανακοίνωσης με την οποία ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ αποδοκίμασε τον άλλοτε υπουργό του. Χρειάστηκαν μόλις 31 λέξεις για να τον εξουδετερώσουν πολιτικά και να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των καταγγελιών του, τόσο των τωρινών όσο και των ενδεχόμενων μελλοντικών.

«Οι δηλώσεις του Σταύρου Κοντονή, που υιοθετούν την προπαγάνδα και τα fake news της Νέας Δημοκρατίας, είναι απαράδεκτες και αντικειμενικά εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα εχθρικά προς την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία», ήταν το σχόλιο με το οποίο ανασύρθηκαν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας φρασεολογία και πρακτικές της Αριστεράς του Μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής περιόδου.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά: Πώς ορίζονται, αλήθεια, τα «πολιτικά συμφέροντα» που είναι «εχθρικά προς την Αριστερά»; Και με ποιον τρόπο τα «εξυπηρέτησε» ο πρώην υπουργός; Όποιος διατυπώνει μια άποψη που δεν βολεύει την ηγεσία καθίσταται αυτομάτως «εχθρός του κόμματος», ακόμη και αν λέει την αλήθεια;

Τηρουμένων των αναλογιών, η φρασεολογία της Κουμουνδούρου δεν απέχει πολύ από την αντίστοιχη που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση του Νίκου Πλουμπίδη ο οποίος, ενώ οδηγήθηκε στα μέσα της δεκαετία του 50 στο εκτελεστικό απόσπασμα, για την ηγεσία του κόμματός του δεν ήταν παρά «παλιός προβοκάτορας», που «μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο τής προδοσίας»…

Όπως τότε, έτσι και τώρα, όποιος αμφισβητεί το αλάθητο της ηγεσίας, εξοβελίζεται. Ο Κοντονής, εξάλλου, δεν είναι το μόνο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στις μέρες μας στοχοποιείται για τις απόψεις του. Θυμηθείτε τι υπέστη πρόσφατα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επειδή διαφώνησε με τον χαρακτηρισμό «πολιτικός απατεώνας» που αποδίδει ο Αλέξης Τσίπρας στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

Όπως και να έχει, πάντως, το 2020 δεν είναι 1950. Και, ως εκ τούτου, τα πολιτικά στελέχη της εποχής μας δεν βάζουν την «τιμή του κόμματος» πάνω από τον εαυτό τους, όπως ο Πλουμπίδης, ακόμη και όταν δηλώνουν «κομμουνιστές της ανανεωτικής Αριστεράς», όπως ο Κοντονής. Υπό αυτή την έννοια, θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον αν κάποια στιγμή ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης αποφασίσει να μιλήσει για την εποχή που ασκούσε τα υπουργικά του καθήκοντα, έχοντας στο πλάι του τον «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.

Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο «βουλευτής Ζακύνθου», όπως τον αποκαλούσαν υποτιμητικά τον Σ. Κοντονή «σύντροφοι» του, γνωρίζει πολλά για σημαντικές υποθέσεις που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σκεφθείτε μόνον αν κάποια στιγμή θελήσει να περιγράψει τα όσα προηγήθηκαν της παρουσίας του δίπλα στον «Ρασπούτιν» όταν ο τελευταίος, βγαίνοντας από το Μέγαρο Μαξίμου, χαρακτήριζε αμετροεπώς την υπόθεση Novartis ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους»…

Λέτε αυτό να είχαν κατά νου οι ιθύνοντες της Κουμουνδούρου που έσπευσαν να τον διαγράψουν νύκτωρ;

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Υπουργοί σε καραντίνα με άλλοθι τον κορωνοϊό

Την ερχόμενη εβδομάδα συμπληρώνονται 15 μήνες από τις τελευταίες εκλογές στις οποίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε ισχυρή λαϊκή εντολή και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση της απολύτου αρεσκείας του, αφού η άνετη επικράτησή του στην κάλπη τού επέτρεψε να μην είναι δέσμιος πολλών εσωκομματικών ισορροπιών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν με αρκετούς προκατόχους του.

Στη διάρκεια αυτού του δεκαπεντάμηνου, με προεξάρχον το μείζον ζήτημα της υγειονομικής κρίσης που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να χειριστεί και να αντιμετωπίσει τόσα πολλά μεγάλα προβλήματα που σπανίως άλλες κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ακόμη και σε ολόκληρη τη θητεία τους.

Η οξύτατη οικονομική ύφεση που αφήνει πίσω της η ασταμάτητη διασπορά του ιού, η αγωνία για να σταθεί όρθιο το Εθνικό Σύστημα Υγείας, η κλιμάκωση των προκλήσεων του Ερντογάν με όλα τα μέσα, καθώς και η έντονη πίεση που ασκούν οι συνεχιζόμενες μεταναστευτικές ροές, συνιστούν, χωρίς αμφιβολία, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ ταυτόχρονων κρίσεων που δοκιμάζουν τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και συνακόλουθα τις ικανότητες της κυβέρνησης.

Σε καμία, όμως, περίπτωση, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν μπορεί να θεωρείται δικαιολογία για την απραξία που παρατηρείται σε ορισμένους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Κάποιοι υπουργοί δείχνουν να έχουν μπει σε (αυτο)καραντίνα, επικαλούμενοι τον κορωνοϊό. Αγνοούν ή και αδιαφορούν για την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις εκλέγονται παγκοσμίως για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και όχι απλώς και μόνον για να απολαμβάνουν τα στελέχη τους το νέκταρ της εξουσίας.

Στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο πρωθυπουργός μίλησε για τις αστοχίες του σχήματος του οποίου ηγείται. Και έβγαλε, όπως λέμε στην ποδοσφαιρική γλώσσα, «κίτρινη κάρτα» στους συνεργάτες του λέγοντάς τους ότι «δεν είναι πολιτικά  και ηθικά αποδεκτό, οποιοσδήποτε υπουργός να μετακυλύει ευθύνες σε άλλους υπουργούς ή να αποφεύγει να στηρίζει επιλογές της κυβέρνησης ή να αναγνωρίζει αστοχίες επικαλούμενος αναρμοδιότητα».

Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα για τους συνεργάτες του, επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται ότι κάποιοι εξ αυτών έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο τους. Η αναβολή του ανασχηματισμού που ήταν προγραμματισμένος για το περασμένο καλοκαίρι, ενδεχομένως να δημιούργησε σε ορισμένους την εντύπωση ότι είναι αναντικατάστατοι. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι συμπεριφορές των κυβερνητικών στελεχών που φημολογούνταν ότι επρόκειτο να αντικατασταθούν.

Μέχρι να γίνουν οι λίγες διορθωτικές αλλαγές του Αυγούστου έβλεπε κανείς στη συμπεριφορά της πλειονότητας των κυβερνητικών στελεχών μια προσπάθεια να δείξουν ότι παράγουν έργο, αλλά και να εμφανιστούν με κάποια ταπεινότητα. Υπήρχε, άλλωστε, ακόμη τότε ο φόβος της αξιολόγησης και του «ποινολογίου» που υποτίθεται ότι τηρούνται στο Μέγαρο Μαξίμου, καταγράφοντας τη δραστηριότητα όλων.

Η εικόνα αυτή μεταβλήθηκε μετά τον μίνι ανασχηματισμό. Μάλλον επειδή οι περισσότεροι εξέλαβαν την παραμονή τους στο κυβερνητικό σχήμα ως σημάδι επιβράβευσης της έως τότε θητείας τους στην κυβέρνηση. Έτσι, η ταπεινότητα έδωσε τη θέση της στην αλαζονεία και για ουκ ολίγους… μέτρο της επιτυχίας τους έγινε ο αριθμός των προσκλήσεων που λαμβάνουν για να συμμετάσχουν στα πάνελ των πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών.

Το πολυδιαφημισμένο, εξάλλου, σύστημα της αξιολόγησης των υπουργών αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, αφού βασίζεται σε ποσοτικά και όχι σε ποιοτικά στοιχεία. Ποτέ και πουθενά η αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης δεν μετρήθηκε με αριθμούς αποφάσεων, διαταγμάτων και νόμων. Έχει σίγουρα σημασία ποιος τηρεί και ποιος όχι τα χρονοδιαγράμματα στα οποία στηρίζονται τα συστήματα αξιολόγησης, αλλά δεν είναι αυτός ο καθοριστικός δείκτης που διαχωρίζει τον ικανό από τον ανίκανο πολιτικό.

Όπως και να έχει, εκείνο που έχει αρχίσει να γίνεται σαφές στην κοινωνία είναι ότι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τελειώσει προ πολλού ο παρατεταμένος «μήνας του μέλιτος» που έζησε, λόγω και της εσωστρέφειας στην οποία βυθίστηκε η κυρίαρχη αντίπαλη παράταξη. Είναι μια κυβέρνηση που έχει πλέον –καλό και κακό- παρελθόν. Μια κυβέρνηση 15 μηνών που δεν κρίνεται πια από τις προθέσεις της. Κρίνεται για τα όσα έκανε και για τα όσα δεν έκανε αυτό το διάστημα.

Ο κορωνοϊός δεν μπορεί να είναι άλλοθι για πολύ καιρό ακόμη. Ενώ και η αξιωματική αντιπολίτευση θα βγει κάποια στιγμή από τον πολιτικό λήθαργο στον οποίο βρίσκεται. Και θα ασκήσει τον ρόλο που τώρα έχουν αναλάβει οι… φαντασιακοί «μαυροσκούφηδες» του Παύλου Πολάκη.