Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Εκλογή Κασσελάκη: Πολιτικό φαινόμενο ή μιντιακό γεγονός;


Ας ξεκινήσουμε με την αντικειμενική αλήθεια των αριθμών: Ο Στέφανος Κασσελάκης, επιβεβαιώνοντας όλα τα προγνωστικά, θριάμβευσε στην κούρσα για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό άνω του 56%, αφού ψηφίστηκε από περίπου 75.000 μέλη, οπαδούς και φίλους του κόμματός του. Είναι πολλοί; Ίσως. Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς.

Θέμα οπτικής είναι, άλλωστε, και το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους πέντε ψηφοφόρους που μετείχαν στον πρώτο γύρο της εκλογικής διαδικασίας δεν πήγαν να ψηφίσουν στον δεύτερο γύρο. Παρακολουθώντας ολημερίς τη χθεσινή ειδησεογραφία που βασίζονταν μάλλον στα non paper της Κουμουνδούρου -τα οποία έχουν γίνει πια «του συρμού», αφού τα χρησιμοποιούν και τα άλλα κόμματα- έμενες με την εντύπωση ότι είχαν βγει στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες για να αποθεώσουν τον νέο «Μεσσία».

Όποιος βέβαια είχε την πρόνοια να περάσει έξω από ένα από τα πάμπολλα εκλογικά τμήματα δεν είχε την ίδια εικόνα, κάτι που επιβεβαίωσε και η ανακοίνωση νωρίς το βράδυ του αριθμού των ψηφισάντων. Ήταν συνολικά 15.000 λιγότεροι από την προηγούμενη Κυριακή και αν προσθέσει κανείς τους 7.000 που ψήφισαν τώρα, χωρίς να έχουν ψηφίσει στον πρώτο γύρο, τότε προκύπτει σαφώς ότι περίπου 22.000 ψηφοφόροι της πρώτης Κυριακής δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξαναψηφίσουν.

Τι συμπέρασμα βγάζει όλο αυτό; Ότι η πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει σε καμία περίπτωση τις εντυπώσεις που τα (περισσότερα) μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν. Το απέδειξε, άλλωστε, περίτρανα το ισχνό ακροατήριο το οποίο είχε συγκεντρωθεί έξω από την Κουμουνδούρου και με τα παρωχημένα και χιλιοακουσμένα συνθήματα («Στέφανε προχώρα…», κλπ) προσπαθούσε να δώσει υπόσταση σε ένα γεγονός που κινητοποίησε δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο από το 2% του εκλογικού σώματος.

Επιμένοντας στη γλώσσα των αριθμών, δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι το περίφημο «κίνημα Κασσελάκη», γύρω από το οποίο στρατεύτηκαν τόσες ετερόκλητες δυνάμεις, εκείνο που ουσιαστικά πέτυχε ήταν να κινητοποιήσει κάτι ελάχιστα περισσότερο από το 1% της ελληνικής κοινωνίας, αν ληφθεί υπόψη ότι δόθηκε δικαίωμα ψήφου ακόμη και σε 15χρονα παιδιά, με στόχο να αυξηθεί το ενδιαφέρον των πολιτών και η συμμετοχή στις κάλπες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς τη συμμετοχή του Στέφανου Κασσελάκη στην εκλογική κούρσα, η ανάδειξη του επόμενου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια υπόθεση που θα περνούσε εντελώς απαρατήρητη. Κακά τα ψέματα, ο ουρανοκατέβατος και αμερικανοτραφής 35χρονος οικονομολόγος, ο οποίος μέχρι πρότινος αποτελούσε το απόλυτο αντιπαράδειγμα που θα ήθελαν οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ για αρχηγό τους, έδωσε με την υποψηφιότητά του επικοινωνιακή πνοή σε ένα γεγονός που είχε αφήσει παγερά αδιάφορη τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Υπό αυτή την έννοια, οι αραχνιασμένοι τοίχοι της Κουμουνδούρου έχουν όντως ανάγκη από ένα φως, όπως αυτό που υποσχέθηκε να φέρει ο κ. Κασσελάκης. Βλέποντας, ωστόσο, κανείς όλους εκείνους που στάθηκαν δίπλα του τόσο τον προηγούμενο καιρό που έτρεξε την καμπάνια του μέσα από τα σόσιαλ μίντια, όσο και εκείνα που διημείφθησαν στη διάρκεια της επινίκιας παράστασης, την οποία έδωσε έξω από τα κεντρικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κάποιος ότι η χθεσινή ημέρα ήταν η απαρχή ενός πολιτικού φαινομένου που ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες για αλλαγή που έχει η χώρα.

Με τον ομόφωνα καταδικασμένο από Ειδικό Δικαστήριο Νίκο Παπά στο πλευρό του και με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Παύλο Πολάκη να αποτελεί τον πολιτικό μέντορα και παρασκηνιακό καθοδηγητή του, τίποτε καλό δεν μπορεί να προοιωνίζεται για τη συνέχεια. Διότι ακόμη και αν είναι τόσο φιλομαθής όσο θέλει να λέει ότι είναι, για να δικαιολογήσει τις αντιφάσεις και τις γκάφες στις οποίες υπέπεσε, αν επιλέξει ως δασκάλους τους ίδιους που τον έπεισαν να ισχυρίζεται όσα ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, η κατάληξη την οποία θα έχει η επικοινωνιακή καταιγίδα που συνόδευσε την παρουσία του στο μιντιακό προσκήνιο, είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη.

Πέρα από συνωμοσιολογικού τύπου προσεγγίσεις, τα μίντια, ως εκ της φύσεώς τους, αρέσκονται σχεδόν εξίσου τόσο με τη δημιουργία ειδώλων όσο και με την κατακρήμνισή τους. «Τρελαίνονται» με όσους επικοινωνούν μέσω το tik tok, διότι δίνουν «έτοιμη τροφή». «Εξιτάρονται» με το πηγαινέλα στο γυμναστήριο. «Παθαίνουν ντελίριουμ» με τις οικογένειες, κυρίως όταν δεν είναι συμβατικές. Όπως και με τα χαριτωμένα σκυλάκια που βγαίνουν βόλτα μπροστά στις κάμερες.

Οι συγκεκριμένες προδιαγραφές σε κάνουν μια τηλεοπτική και, εν γένει, μια μιντιακή περσόνα. Είναι στην πραγματικότητα ένας ρόλος που πρέπει να παίζεται για όσο οι αδηφάγες κάμερες είναι ανοιχτές. Και δεν αρκεί να παίζεται με το ίδιο μοτίβο. Το ρεπερτόριο πρέπει να αλλάζει συχνά γιατί οι επαναλήψεις το κάνουν βαρετό. Και όταν τελειώνουν τα ερωτήματα για τους γονείς, τους συντρόφους και τα κατοικίδια, τότε αρχίζουν τα δύσκολα.

Οι «κακομαθημένοι» δημοσιογράφοι ξεκινούν πια να ρωτούν για τις πολιτικές θέσεις, τις προτεραιότητες της διακυβέρνησης, την ακρίβεια, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Κυπριακό και τόσα άλλα για τα οποία ο Στέφανος Κασσελάκης δεν μίλησε όλον αυτόν τον καιρό. Και όταν μίλησε για κάποια εξ αυτών, ή κατέφυγε σε λαϊκίστικες γενικότητες ή απλώς απέδειξε πόσο αδαής είναι για την ελληνική πραγματικότητα.

Φρονίμως, μάλλον, ποιών ο ίδιος, δεν δείχνει να βιάζεται να μπει στο Κοινοβούλιο, όπως θα μπορούσε να γίνει αν παραιτούνταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που διόρισε πριν από εκείνον στη λίστα Επικρατείας ο Αλέξης Τσίπρας. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι ούτε εκείνοι προτίθενται να παραιτηθούν –«ΣΥΡΙΖΑ είναι οι άνθρωποι, δεν είναι κορόιδα…»-, αλλά ούτε ο ίδιος φαίνεται να έχει καμία σχετική πρεμούρα.

Διότι, όση άγνοια κινδύνου και αν διαθέτει ο κ. Κασσελάκης, μπορεί να αντιληφθεί ότι αν ανέβαινε το στο βήμα της Βουλής στην παρούσα φάση, η πιθανότητα να έρθει στο φως η ασχετοσύνη που τον διακρίνει είναι πολύ μεγάλη. Οπότε μέχρι τότε και για όσο μπορεί θα εξακολουθήσει να κρύβεται. Διότι η περίπτωσή του δεν αποτελεί πολιτικό φαινόμενο, όπως διατείνονται οι υποστηρικτές του, καθώς δεν έχει τίποτε να πει, τουλάχιστον ως ηγέτης ενός κόμματος το οποίο θέλει να ισχυρίζεται ότι ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά. Αντιθέτως, όλη η μέχρις στιγμής παρουσία του στο πολιτικό στερέωμα, δεν είναι παρά ένα μιντιακό γεγονός το οποίο δεν θα πάρει πολύ καιρό για να ξεφουσκώσει.

Όπως άλλωστε συμβαίνει στην φυσική, έτσι και στην πολιτική, οι κομήτες όσο ξαφνικά εμφανίζονται, τότε γρήγορα εξαφανίζονται. Εδώ μπορεί να περιμένουμε ως τις ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου.

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Στη χώρα των ψευδαισθήσεων, ο Κασσελάκης είναι ο ιδανικός διάδοχος του Τσίπρα


Εκπλήσσομαι με την έκπληξη την οποία εκφράζουν ορισμένοι για τις εξελίξεις που δρομολογούνται στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε επιβεβαιωθεί, όπως όλα δείχνουν, η σαρωτική επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη, είτε, πράγμα μάλλον απίθανο, καταφέρουν την τελευταία στιγμή να πετύχουν τον στόχο τους οι πιο παραδοσιακές κομματικές δυνάμεις που μάχονται να αποτρέψουν το μοιραίο.

Η συνήθης κατάληξη, την οποία έχουν αναμετρήσεις αυτού του είδους, είναι ότι το επιτιθέμενο «νέο» κερδίζει κατά κράτος το αμυνόμενο «παλαιό». Ειδικά, όμως, στη συγκεκριμένη κούρσα για την εκλογή του επόμενου αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ, το υποτιθέμενο «νέο» που αντιπροσωπεύει ο Κασσελάκης είναι, όσο και αν μπορεί από μια πρώτη άποψη να ακουστεί παράδοξο, εκείνο που εκφράζει αυθεντικότερα το «είναι» του πολιτικού συνονθυλεύματος που ξεπήδησε από το 3% και μετατράπηκε σε κυβερνώσα παράταξη.

Κακά τα ψέματα, οι άνθρωποι που προσήλθαν στις κάλπες της περασμένης Κυριακής και θα πάνε ενδεχομένως και αυτή την Κυριακή να ψηφίσουν υπέρ του «ουρανοκατέβατου» επίδοξου ηγέτη είναι οι ίδιοι που με τον αντίστοιχο ζήλο και με ακόμη μεγαλύτερο πάθος και ενθουσιασμό ψήφιζαν όλα τα τελευταία χρόνια τον Αλέξη Τσίπρα, αγνοώντας τις κυβιστήσεις του, παραβλέποντας τις αυταπάτες του και δικαιολογώντας τις ψευδαισθήσεις του. Αναλογιστείτε μόνον ότι τις παραμονές των τελευταίων εκλογών, που όλοι, λίγο ως πολύ, ξέραμε την κατάληξη την οποία θα είχαν, ο απελθών πλέον αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί στην Έλενα Ακρίτα, όπως η ίδια αποκάλυψε, ότι θα την έκανε υπουργό…

Παρά την ασύστατη σπερμολογία που θέλει και φίλους άλλων κομμάτων να πήγαν να ψήφισαν, κάτι που δεν αποδεικνύεται ούτε στο κατ΄ ελάχιστον, οι ψηφοφόροι του Κασσελάκη είναι προφανές ότι αποτελούν σάρκα εκ της σαρκός του εκλογικού σώματος που πίστεψε ότι ο αρχηγός τους θα βαράει το νταούλι και θα χορεύουν οι αγορές. Είναι ψηφοφόροι που ενθουσιάστηκαν με τις αλλοπρόσαλλες δήθεν διαπραγματεύσεις που έκανε ο Βαρουφάκης -το «asset» του Αλέξη Τσίπρα- με τους εταίρους και δανειστές της χώρας. Είναι πολίτες με εκλογικά δικαιώματα που χόρεψαν στο Σύνταγμα μετά το δημοψήφισμα του 2015, επειδή πέρασε το «όχι», αλλά δεν ενοχλήθηκαν που στη συνέχεια όχι μόνον έγινε «ναι» σε όλες τις απαιτήσεις των ξένων αλλά συνοδεύτηκε και με το βαρύτερο από όλα τα προηγούμενα Μνημόνιο.

Ειλικρινά δεν ξέρω αν όντως είναι ο Τσίπρας πίσω από τον Κασσελάκη, όπως επιμένει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί τελευταία στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Ωστόσο, είναι προφανές ότι τα μέλη, οι οπαδοί και οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν απογοητευθεί από την παραίτηση του πρώην πρωθυπουργού, αίφνης μεταμορφώθηκαν σε φανατικούς οπαδούς του Κασσελάκη. Η πλειονότητα των στελεχών και των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που αντλούσαν υπόσταση από τον τέως αρχηγό τους, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, δεν παραιτήθηκε αποχωρώντας, όπως θα ήταν το φυσικό μετά από τόσες συντριπτικές ήττες που υπέστη, αλλά, κατά δήλωσή του, απλώς παραμέρισε.

Όπως και να έχει, πάντως, ο αμερικανοθρεμμένος οικονομολόγος αντιπροσωπεύει περισσότερο από κάθε άλλον σε αυτή την εκλογική διαδικασία το πνεύμα με το οποίο πολιτεύθηκε ο Αλέξης Τσίπρας. Μπορεί να μιλάει καλύτερα αγγλικά, όπως αρέσκεται να λέει θέλοντας να συγκριθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μπορεί να έχει κάνει καλύτερες σπουδές και να διαθέτει προηγούμενη επαγγελματική διαδρομή, που τον κάνουν να υπερέχει από τον προκάτοχό του στην Κουμουνδούρου, ο οποίος τα μόνα… ένσημα που είχε προλάβει να κολλήσει ήταν τα κομματικά, κατά τα λοιπά, όμως, Τσίπρας και Κασσελάκης έχουν μεγάλες ομοιότητες.

Μιλούν, για παράδειγμα, με ασυγκράτητο λαϊκισμό και περίσσιο θράσος για πράγματα για τα οποία δεν έχουν ιδέα, αδιαφορώντας για την αμάθεια και την ημιμάθεια τους που αποκαλύπτονται, τουλάχιστον στα μάτια των λογικών ανθρώπων. Οι χθεσινές δηλώσεις Κασσελάκη για το Κυπριακό ήταν μόνον ένα μικρό δείγμα της τεράστιας άγνοιας που χαρακτηρίζει τον νεόκοπο πολιτικό αστέρα. Ο οποίος θέλει μάλιστα να πιστεύει ότι μπορεί να γίνει σύντομα πρωθυπουργός αλλά δεν είναι σε θέση να δώσει ούτε μια συνέντευξη σε -φιλικό του, έστω- δημοσιογράφο, ώστε να μάθουμε τι πραγματικά πιστεύει και κυρίως τι γνωρίζει για κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τη διακυβέρνηση της χώρας.

Ο Τσίπρας πέρασε σχετικά εύκολα από αυτό το στάδιο επειδή, λόγω της μνημονιακής παράκρουσης που επικρατούσε στη χώρα στο ξεκίνημα της ηγετικής του καριέρας, τού επετράπη να λέει ανέξοδα όποια μπαρούφα σκαρφιζόταν. Όπως το περιβόητο «Γκόου μπάκ μαντάμ Μέρκελ» και τόσα άλλα ηχηρά συνθήματα που αφιόνιζαν τα πλήθη των υποστηρικτών, παρότι ήταν απλές πομφόλυγες.

Δεν είναι, όμως, μόνον η αμετροέπεια που τους κάνει να μοιάζουν τόσο πολύ. Είναι και πολλά άλλα, όπως η πολακικού τύπου τοξικότητα. Εμφανίζονται και οι δύο τους ως δήθεν καταδιωκόμενα θύματα ενός υποτιθέμενου πολέμου που τάχατες έχει εξαπολύσει εναντίον τους κάποιο απροσδιόριστο «σύστημα» με το οποίο στην πραγματικότητα είναι σε ανοικτή -πλην όμως, υπόγεια- γραμμή. Μαζεύουν γύρω τους χειροκροτητές με μόνο κριτήριο την πίστη στο πρόσωπό τους. Μετέρχονται οι ίδιοι και οι υποστηρικτές τους κάθε θεμιτή και αθέμιτη μέθοδο ηθικής και πολιτικής εξόντωσης όσων δεν είναι μαζί τους. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, που σχεδόν ολόκληρος ο διαδικτυακός στρατός των ακραίων ΣΥΡΙΖΑϊκών τρόλ βρέθηκε από τη μια στιγμή στο πλευρό του Κασσελάκη.

Εν κατακλείδι, λοιπόν, ο Στέφανος Κασσελάκης θα κόψει μάλλον πρώτος το νήμα στην κούρσα που οδηγεί στο υψηλότερο αξίωμα της Κουμουνδούρου επειδή στην πραγματικότητα αποτελεί τον ιδανικότερο διάδοχό του Αλέξη Τσίπρα. Για πόσο διάστημα θα μείνει εκεί είναι άγνωστο. Όπως άγνωστο είναι και το πόσο σύντομα θα επιχειρήσει να επανέλθει ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος φαίνεται να ικανοποιείται επειδή ένα πολιτικό υποκατάστατό του παίρνει εκδίκηση για λογαριασμό του.

Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα και ο κ. Τσίπρας ενδιαφερόταν για το μέλλον του κόμματος του οποίου ηγήθηκε επί μια δεκαπενταετία, τότε θα εύρισκε έναν τρόπο να αποτρέψει την επερχόμενη διάλυση και αποσύνθεσή του.

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Η πραγματικότητα σε… ρόλο αντιπολίτευσης

            Αιφνιδιάστηκα ευχάριστα όταν, πριν από λίγες μέρες, διασχίζοντας νωρίς το πρωί το κέντρο Αθήνας με το αυτοκίνητο, συνάντησα τροχονόμους που διευκόλυναν την κίνηση των οχημάτων η οποία είχε αρχίσει να πυκνώνει καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν επιστρέψει από τις διακοπές και η πολύβουη μεγαλούπολη, στην οποία έχουμε συγκεντρωθεί ο μισός πληθυσμός της Ελλάδος, έπαιρνε τους γνωστούς ρυθμούς της.

Ο αιφνιδιασμός μου οφειλόταν στο γεγονός ότι είχα πολλούς μήνες -ίσως και… χρόνια- να συναντήσω σε ώρες κυκλοφοριακής αιχμής επαρκή αριθμό ανδρών και γυναικών της Τροχαίας που να ρυθμίζουν την κίνηση των οχημάτων και να αποτρέπουν την προσφιλή τακτική πολλών συμπατριωτών μας που, όντας βιαστικοί, σταθμεύουν όπου βρουν ή -ακόμη χειρότερα- κλείνουν τις διασταυρώσεις σε κεντρικές οδικές αρτηρίες κάνοντας κόλαση τη ζωή των υπολοίπων οδηγών και μαζί, φυσικά, και τη δική τους.

Έχοντας, ωστόσο, ανοιχτό το ραδιόφωνο για την πρωινή μου ενημέρωση βρήκα την εξήγηση γι΄ αυτή τη σπάνια -και μάλλον ειδυλλιακή- εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Ο αρμόδιος υπουργός Προστασίας του Πολίτη φιλοξενούνταν εκείνη ακριβώς την ώρα στο στούντιο ραδιοφωνικού σταθμού και μιλούσε για τα προβλήματα που παρέλαβε στον τομέα ευθύνης μου. Για να μην τον… αδικήσω αναζήτησα την επίσημη απομαγνητοφώνηση της συνέντευξής του στο site του υπουργείου και παραθέτω αυτούσια τα λεγόμενα του κ. Γιάννη Οικονόμου.

«Η αποδυνάμωση της Τροχαίας πρέπει να σταματήσει. Τελεία παύλα», είπε ο υπουργός και με σχετικά δραματικούς τόνους συμπλήρωσε: «Μόνο μέσα στο 2023 υπήρξαν κάπου 250 με 256 -αυτή είναι η τάξη μεγέθους, πάνω κάτω- αποσπάσεις ανθρώπων από την Τροχαία ή άλλες υπηρεσίες». Με την ίδια -περισσότερο διαπιστωτική διάθεση- συνέχισε: «Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να γυρίσουνε πίσω. Κυρίως σε ό,τι αφορά τα μεγάλα αστικά κέντρα και την Αθήνα. Χωρίς να έχεις δυναμικό, χωρίς να έχεις ανθρώπους, η πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις θαύματα. Άρα πρώτον πρέπει να σταματήσει η αποδυνάμωση της Τροχαίας, είναι προτεραιότητα μας, είναι στον σχεδιασμό μας…».

Ο ίδιος αμέσως μετά εξηγούσε ότι «ήδη αύριο (σ.σ.: 4 Σεπτεμβρίου) έχουμε μία πολύ μεγάλη σύσκεψη στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας για θέματα οδικής ασφάλειας και τροχαίας. Η αντιμετώπιση του διπλοπαρκαρίσματος είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ουσιαστικά, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε συνθήκες για όσο το δυνατόν λιγότερη κυκλοφοριακή συμφόρηση».

Δεν ξέρω τι έγινε σε αυτή τη σύσκεψη που προανήγγειλε ραδιοφωνικά ο κ. Οικονόμου. Εκείνο, ωστόσο, που ξέρω μετά βεβαιότητος είναι ότι στα οργανωμένα κράτη -πολύ περισσότερο όταν φιλοδοξούν να λέγονται «επιτελικά»- δεν χρειάζεται να γίνονται ειδικές συσκέψεις για τα αυτονόητα. Σε όλο τον (πολιτισμένο) κόσμο οι τροχονόμοι είναι στους δρόμους στις ώρες της κυκλοφοριακής συμφόρησης και κανείς δεν μπορεί να τους αποσπά από αυτό το καθήκον.

Τα ερωτήματα που ευλόγως προκύπτουν από τις παραδοχές του υπουργού είναι πολλά: Πως είναι δυνατόν μέσα σε οκτώ μήνες να έχουν αποσπαστεί σε αλλότρια καθήκοντα 256 τροχονόμοι; Ποιος ή ποιοι ζήτησαν αυτές τις μετακινήσεις. Και ποιος ή ποιοι υπέγραψαν για να γίνουν; Που είναι… κρυμμένοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι και πιθανόν πολλοί ακόμη που αποσπώνται από άλλες υπηρεσίες της Αστυνομίας αλλά και γενικότερα του δημόσιου τομέα; Και, τέλος, γιατί πρέπει να γίνει ειδική σύσκεψη για να επιστρέψουν στη δουλειά για την οποία προσλήφθηκαν;

Όσο και αν οι προφανείς απαντήσεις είναι ότι έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα τα οποία είναι διαχρονικά και λίγο ως πολύ όλες οι πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια έχουν «λερώσει τα χέρια τους» με τέτοιες μεθόδους, το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση, που έχει πλέον μια προϊστορία πενήντα μηνών, σε πάρα πολλούς τομείς δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από την πεπατημένη. Παρά, βεβαίως, τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις.

Από τον τρόπο που διαχειρίστηκε στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας μια αλληλουχία κρίσεων με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη, όπως η πανδημία, το μεταναστευτικό και η υβριδική επίθεση στον Έβρο, οι πληθωριστικές πιέσεις και η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, ειδικά μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, δημιουργήθηκε η εντύπωση τόσο στο εσωτερικό, όπως έδειξαν οι πρόσφατες βουλευτικές κάλπες, όσο και στο εξωτερικό, με την ολοένα και πιο αναβαθμισμένη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα της πιο αποτελεσματικής ομάδας διακυβέρνησης που γνώρισε η χώρα. Τουλάχιστον από την εποχή που ενέσκηψε η μνημονιακή κρίση και εντεύθεν.

Από την επομένη, ωστόσο, των τελευταίων εκλογών η εικόνα άλλαξε και με αποκορύφωμα τους χειρισμούς στις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία, η κυβέρνηση δείχνει να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών για βελτίωση της καθημερινής τους ζωής. Παρόλο που τα ίδια πρόσωπα πάνω κάτω συνθέτουν το κυβερνητικό σχήμα, με βάση το rotation που αποφάσισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται μοιάζει πολύ διαφορετική.

Τι άλλαξε, άραγε, έτσι ώστε σε αυτό το τόσο μικρό διάστημα που μεσολάβησε από την εκκίνηση της νέας τετραετίας και ήδη οδήγησε στην καρατόμηση δύο υπουργών αλλά και στη φημολογία ότι αρκετά ακόμη κυβερνητικά στελέχη δεν… πατούν καλά στα πόδια τους και το αργότερο ως τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου θα πάρουν την… άγουσα για τα αποδυτήρια;

Κακά τα ψέματα, η μόνη ουσιαστική αλλαγή, η οποία έγινε τους τελευταίους μήνες είναι ότι από τις 25 Ιουνίου, οπότε έγιναν οι δεύτερες κατά σειράν εκλογές, η πολιτική ζωή της χώρας απαλλάχθηκε από την ακραία τοξική αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθούσαν η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 που έχασαν την εξουσία. Η σύγκριση της περιόδου 2015-2019 με εκείνη της περιόδου 2019-2023 ήταν συντριπτικά υπέρ της δεύτερης.

Για παράδειγμα, μπροστά στον Παύλο Χαϊκάλη που είχε διορίσει αρμόδιο για το Ασφαλιστικό ο Αλέξης Τσίπρας, οποιονδήποτε κι αν διόριζε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έμοιαζε τιτάνας της πολιτικής ακόμη και αν δεν ήταν ο αποδεδειγμένα αποτελεσματικός Κωστής Χατζηδάκης. Το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς σχεδόν σε όλους τους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Όταν στο εμβολιαστικό πρόγραμμα που εφάρμοζαν όλες οι προηγμένες χώρες, η αξιωματική αντιπολίτευση αντιπαρέβαλε την… ιβερμεκτίνη του Πολάκη, οι πολίτες δεν είχαν δίλλημα ούτε τι να επιλέξουν, ούτε τι να ψηφίσουν.

Τώρα, όμως, που ο ΣΥΡΙΖΑ, βυθισμένος στην εσωστρέφεια που έφερε η βαριά εκλογική ήττα την οποία υπέστη, άφησε το έδαφος της αντιπολίτευσης να το χειρίζεται η… πραγματικότητα, τα πράγματα δυσκόλεψαν για την κυβέρνηση. Γιατί στην Κουμουνδούρου δεν έδιναν δεκάρα για την Τροχαία –«μπάτσοι είναι κι αυτοί, άλλωστε», θα σου έλεγε ένας… δικαιωματιστής. Οι πολίτες, όμως, δεν ανέχονται την κρατική αβελτηρία και ανικανότητα. Είτε αυτή αφορά το συγκριτικά έλασσον ζήτημα της ταλαιπωρίας στους μποτιλιαρισμένους δρόμους. Είτε, πολύ περισσότερο, σχετίζεται με τις αστοχίες και τις εγκληματικές ευθύνες που έπνιξαν στα λασπόνερα του θεσσαλικού κάμπου ανθρώπους, ζώα και καλλιέργειες.

Η πραγματικότητα είναι, εν τέλει, η πιο σκληρή αντιπολίτευση.

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

Σε έναν μήνα ψηφίζουμε: Θα επιλέξουμε φίλους και συγγενείς ή άξιους και ικανούς;

            Οι τεράστιες ζημιές από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές είναι ακόμη ανυπολόγιστες, καθώς την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές τα νερά από τις πλημμύρες που χτύπησαν τη Θεσσαλία, την καρδιά της παραγωγικής Ελλάδας στον αγροτικό τομέα, θα χρειαστεί μερικές ακόμη μέρες για να αποσυρθούν ώστε να αποτιμηθεί το συνολικό κόστος το οποίο θα κληθεί να πληρώσει ο κρατικός προϋπολογισμός και το οποίο θα έρθει να προστεθεί στο ήδη μεγάλο κόστος με το οποίο θα επιφορτιστούμε οι φορολογούμενοι εξαιτίας των θερινών πυρκαγιών.

Υπό αυτό το πρίσμα, η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει αυτή την ώρα είναι ότι η επόμενη μέρα η οποία θα ξημερώσει στη Λάρισα, στη Μαγνησία, στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα όταν αποτραβηχτούν τα ύδατα από τους δρόμους, τα σπίτια και τις καλλιέργειες δεν πρόκειται να είναι ίδια με τις μέρες πριν από το ξέσπασμα του ακραίου καιρικού φαινομένου που είδαμε να εξελίσσεται με τέτοια σφοδρότητα. Η αδιαμφισβήτητη κλιματική κρίση, η οποία εντείνει τα καιρικά φαινόμενα και πολλαπλασιάζει τη συχνότητα της εμφάνισής τους, οδηγώντας σε συχνότερους παρατεταμένους καύσωνες και σε ολοένα πιο σφοδρές βροχοπτώσεις, δεν μπορεί να αποτελεί αέναο άλλοθι για επαναλαμβανόμενες καταστάσεις όπως αυτές του φετινού καλοκαιριού.

Τόσο οι αρμόδιοι επιστήμονες, όσο και τα ίδια τα φαινόμενα των φυσικών καταστροφών, μάς έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει για όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Ως εκ τούτου είναι απολύτως ασυγχώρητο τα συνεχή παθήματα να μη γίνονται μαθήματα. Για όλους μας. Και πρωτίστως για τον κρατικό μηχανισμό σε όλες του τις εκφάνσεις (κυβέρνηση, περιφέρειες, δήμοι). Ουδείς, λοιπόν, δικαιούται πλέον να επικαλείται είτε άγνοια είτε αιφνιδιασμό. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το «έργο» το έχουμε ξαναδεί.

Πριν από τρία χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 2020, η Θεσσαλία δοκιμάστηκε σκληρά από την κακοκαιρία που είχε αποκληθεί «Ιανός». Οι καταστροφές που υπέστησαν τότε ο παραγωγικός ιστός και οι υποδομές της περιοχής ήταν εντυπωσιακά μεγάλες. Ακόμη πιο εντυπωσιακές, όμως, ήταν οι υποσχέσεις οι οποίες δόθηκαν για αποκατάσταση των ζημιών που θα γινόταν με τρόπο ώστε να μην επαναληφθούν ανάλογα φαινόμενα. Όλοι θυμόμαστε τις διαβεβαιώσεις που έδιναν οι ιθύνοντες ότι δεν θα ξαναζήσουμε ανάλογες συνθήκες με ασφαλτοστρωμένους δρόμους να διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν και γέφυρες να καταρρέουν σαν χάρτινα οικοδομήματα.

Έπειτα από εκείνη την εμπειρία, θα περίμενε κανείς ότι τα διόλου ευκαταφρόνητα κονδύλια για την αποκατάσταση των ζημιών που διατέθηκαν από το υστέρημα του ελληνικού λαού θα έπιαναν τόπο και θα απέτρεπαν την επανάληψη των καταστροφών, αφού η… φύση είχε προϊδεάσει για τις διαθέσεις της. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Για του λόγου το αληθές, επικαλούμαι την τηλεοπτική συνέντευξη μιας επιχειρηματία, η οποία, θρηνώντας τις εκ νέου μεγάλες ζημιές που υπέστη το εργοστάσιο της, δήλωνε ότι το ίδιο ακριβώς είχε υποστεί και κατά την επέλαση του «Ιανού». Και, παρότι παραδεχόταν -και μπράβο της!- ότι είχε γενναιόδωρα αποζημιωθεί από το Κράτος, δεν έδειχνε να βολεύεται που οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν και πάλι για να ξαναστηθεί η επιχείρησή της.

Αμφιβάλλω αν τη θλίψη, την οποία εξέπεμπε ο λόγος της συγκεκριμένης κυρίας, τη συμμερίζονται και οι κάθε λογής πολιτικοί παράγοντες που σε τοπικό αλλά και σε κεντρικό επίπεδο έλαβαν την τελευταία τριετία τις αποφάσεις για τα έργα τα υλοποιήθηκαν στη Θεσσαλία. Το γεγονός, άλλωστε, ότι λίγο ως πολύ χτυπήθηκαν οι ίδιες ή παραπλήσιες υποδομές της περιοχής, δείχνει ότι μάλλον δεν υπήρχε ούτε ο κατάλληλος σχεδιασμός ούτε η ενδεδειγμένη εκτέλεση των έργων.

Ακόμα και αν όντως έπεσαν περισσότερα χιλιοστά βροχής ανά τετραγωνικό μέτρο, όπως αρέσκονται να λένε σχετικοί και μη με τις μετεωρολογικές συνθήκες, αυτό επ΄ ουδενί δεν δικαιολογεί τις εικόνες που αποσβολωμένοι βλέπουμε στις τηλεοπτικές οθόνες μας με ανθρώπους να αναζητούν καταφύγιο στις στέγες των σπιτιών τους και να περιμένουν βάρκες και ελικόπτερα να τους διασώσουν.

Οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα αναχώματα των ποταμών και τα αντιπλημμυρικά έργα υποδομής δεν κατασκευάζονται για να αντέχουν μόνον σε συνθήκες καλοκαιρίας. Απαιτείται η αντοχή τους σε συνθήκες παντός καιρού. Γι΄ αυτό, εξάλλου, προβλέπεται ότι προηγούνται μελέτες οι οποίες λαμβάνουν υπόψιν τους και τα πλέον ακραία σενάρια. Έγινε, άραγε, αυτό στα έργα που εκτελέστηκαν στη Θεσσαλία μετά τη θεομηνία του 2020; Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι η απάντηση είναι μία και είναι η προφανής: Όχι, βεβαίως!

Σε ακριβώς ένα μήνα από σήμερα, οι ψηφοφόροι από άκρου εις άκρον της ελληνικής επικράτειας θα κληθούμε στις κάλπες για να επιλέξουμε τοπικούς άρχοντες σε περιφέρειες, δήμους και κοινοτικά διαμερίσματα. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά το 2% των Ελλήνων είναι υποψήφιοι σε αυτές τις κάλπες διεκδικώντας αυτοδιοικητικά αξιώματα ως επικεφαλής ή σύμβουλοι στους ΟΤΑ όλης της χώρας. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων έχουμε κάποιον συγγενή ή -κομματικό και όχι μόνο- φίλο που θέτει υποψηφιότητα και ζητά να τον ψηφίσουμε στις κάλπες της 8ης Οκτωβρίου.

Στις τριάντα μέρες που μεσολαβούν μέχρι να πάμε στα εκλογικά τμήματα για να ασκήσουμε το υπέρτατο δικαίωμα που διαθέτουμε ως πολίτες, έχουμε όλον τον καιρό μπροστά μας για να σταθμίσουμε πολύ καλά σε ποιους θα δώσουμε την ψήφο μας και σε ποιους θα την αρνηθούμε. Είτε ψηφίζουμε στη Θεσσαλία, είτε οπουδήποτε αλλού στη χώρα, χρειάζεται να κλείσουμε τα αυτιά μας στις σειρήνες της συγγένειας και της -κομματικής ή άλλης- φιλίας. Και με το χέρι στην καρδιά να ψηφίσουμε τους άξιους και ικανούς οι οποίοι έχουν όρεξη για δουλειά και μπορούν να δώσουν σύγχρονες λύσεις στα προβλήματα που απασχολούν τις τοπικές κοινωνίες στις μέρες μας.

Οι συγγενείς και φίλοι μας, που αγαπούν πραγματικά τον τόπο που θέλουν να υπηρετήσουν, θα το καταλάβουν. Οι υπόλοιποι δεν έχουν σημασία…

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Η αναίρεση (ή μήπως η… συναίρεση;) του ΣΥΡΙΖΑ

            Στα 180 χρόνια που παρήλθαν από τη συνταγματική καθιέρωση του κοινοβουλευτικού βίου στη χώρα μας, το εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει θεσμική σταθερότητα.

            Ιστορικοί λόγοι, όπως πόλεμοι, οικονομικές κρίσεις, περίοδοι πολιτικής ανωμαλίας και πραξικοπήματα, σε συνδυασμό με τις κοινωνιολογικές συνθήκες που σχετίζονται με την κοινωνική και πληθυσμιακή κινητικότητα, η οποία καταγράφηκε όλες αυτές τις δεκαετίες, διαμόρφωσαν τις συλλογικές νοοτροπίες που δεν επέτρεψαν τη δημιουργία σταθερών κομματικών δομών με θεσμική μνήμη και αδιασάλευτη συνέχεια.

            Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα περισσότερα κόμματα, μικρά και μεγάλα, παραδοσιακά και συγκυριακά, ήταν και παραμένουν αρχηγοκεντρικοί μηχανισμοί χωρίς πάγιες και κατοχυρωμένες θεσμικές διαδικασίες είτε σε οργανωτικό είτε σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η βούληση του αρχηγού είναι ο υπέρτατος κανόνας που υπερισχύει των όποιων καταστατικών προβλέψεων που σπανίως εφαρμόζονται. 

Βασικά ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας, όπως η στελέχωση των οργάνων, η κατάρτιση ψηφοδελτίων, οι πολιτικές - κυβερνητικές συνεργασίες και η διαμόρφωση των προτάσεων σε μείζονα ζητήματα, έχουν αναχθεί σε «αποκλειστικά προνόμια του αρχηγού», επί των οποίων όποιος έχει διαφορετική άποψη «θέτει εαυτόν εκτός κόμματος». 

Τα παραδείγματα των κομμάτων στα οποία ισχύει η «ενός ανδρός αρχή» είναι πάμπολλα τόσο από το παρελθόν όσο και από το παρόν. Με αποτέλεσμα να είναι πολύ συχνές οι κομματικές διασπάσεις, όπως και η δημιουργία νέων -θνησιγενών στην πλειονότητά τους- σχηματισμών από φιλόδοξους δελφίνους οι οποίοι είτε πέφτουν θύματα καρατομήσεων είτε δείχνουν ακόρεστη σπουδή να «στήσουν το δικό τους κομματικό μαγαζί». 

Θυμηθείτε μόνον πόσα κόμματα και κομματίδια της μιας, άντε των δύο χρήσεων, γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως την περίοδο μετά το ξέσπασμα της μνημονιακής κρίσης. Κάποιες στιγμές, μάλιστα, φάνηκε πως θα μπορούσε να διαψευστεί η περίφημη ρήση του Ευάγγελου Αβέρωφ, σύμφωνα με την οποία «όποιο πρόβατο βγαίνει από το μαντρί το τρώει ο λύκος». 

Πλην, όμως, ο χρόνος έδειξε ότι μόλις περιορίστηκε το επικοινωνιακό γκελ των ηγετών - δημιουργών τους, οι νεοπαγείς σχηματισμοί που είχαν δημιουργήσει διαλύθηκαν εις τα εξ ων συνετέθησαν: Εθνική Παράταξη, ΚΟΔΗΣΟ, ΔΗΑΝΑ, ΔΗΚΚΙ, ΚΕΠ, ΛΑΟΣ, ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, ΔΗΣΥ, ΚΙΔΗΣΟ, Χρυσή Αυγή, Ένωση Κεντρώων, Ποτάμι, ΜέΡΑ 25, κ.α.           

Αφορμή γι΄ αυτές τις επισημάνσεις πήρα από το «δράμα» που φαίνεται να βιώνει αυτές τις μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ, το άλλοτε κραταιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τον… ουρανοκατέβατο διεκδικητή της ηγεσίας του, ο οποίος όλως αιφνιδίως εμφανίστηκε τις τελευταίες ημέρες στο προσκήνιο, δημιουργώντας τεράστιο επικοινωνιακό θόρυβο. 

Δικαιολογημένα, τα μέσα ενημέρωσης έστρεψαν τα φώτα τους στο πρόσωπο του -κατά δήλωσή του «άριστου»- νεαρού εφοπλιστή Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος χωρίς την παραμικρή προϋπηρεσία ή και γνώση της λειτουργίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος, ου μην αλλά και της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, έβαλε πλώρη για να γίνει αρχηγός σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το οποίο από την ίδρυσή του πρεσβεύει και υπηρετεί τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που ιδεολογικά, πολιτικά αλλά και κοινωνικά εκπροσωπεί ο επίδοξος νέος ηγέτης του. Θα έλεγε κανείς, βλέποντάς τον στα social media, ότι αποτελεί προϊόν artificial intelligence (τεχνητής νοημοσύνης).

Επισημαίνοντας και σε όσους δεν γνωρίζουν τον ορισμό, όπως τον μαθαίνουν οι δημοσιογράφοι στο ξεκίνημα τους, ότι «είδηση αποτελεί όταν ο άνθρωπος δαγκώνει τον σκύλο και όχι όταν ο σκύλος δαγκώνει άνθρωπο», η στάση των ΜΜΕ δεν είναι διόλου παράδοξη. Και σίγουρα δεν ερμηνεύεται με δαιμονολογικές προσεγγίσεις για συνωμοσία του συστήματος το οποίο θέλησε τάχατες να προωθήσει έναν αμερικανόθρεφτο τεχνοκράτη με θητεία -άκουσον, άκουσον- στη… διαβόητη Goldman Sacs.

Το παράδοξο, αντιθέτως, είναι ότι όποιος παρακολουθεί την τρέχουσα επικαιρότητα, αλλά και τις τάσεις που διαμορφώνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαπιστώνει ότι ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των φίλων και οπαδών της παράταξης που κυβέρνησε τη χώρα για τεσσεράμισι χρόνια, δείχνει να τείνει ευήκοον ους στις γενικόλογες και εν πολλοίς αντιφατικές διακηρύξεις του κ. Κασσελάκη. Και αυτό παρόλο που, από μια πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον, συνιστούν την απόλυτη αναίρεση των απόψεων, θέσεων και προτάσεων που υποστηρίζει το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (για την αξιολόγηση, τα Πανεπιστήμια, τον Στρατό, κοκ).

Σε μια δεύτερη, ωστόσο, ανάγνωση του τρόπου με τον οποίο πολιτεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από τον καιρό που ανέλαβε την ηγεσία του ο Αλέξης Τσίπρας, εύκολα νομίζω ότι μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι δεν εκπλήσσεται που ένας διάττων πολιτικός αστέρας, ο οποίος έρχεται από το πολιτικό… πουθενά, πιστεύει ότι είναι κατάλληλος να αναλάβει αρχηγός σε ένα κομματικό συνονθύλευμα. 

Ένα συνονθύλευμα, το οποίο (ας θυμηθούμε ότι) στέγασε τον Πάνο Καμμένο και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, τη Θεοδώρα Τζάκρη, που ψήφισε τρία μνημόνια, και τον Παύλο Χαϊκάλη, στον οποίο ανετέθη η επίλυση του Ασφαλιστικού, τον Ευάγγελο Αντώναρο και τη Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, την Κατερίνα Παπακώστα και τον Κώστα Ζουράρι, που μόνον σε μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσαν να αναλάβουν υπουργικά χαρτοφυλάκια, τον αειθαλή Στέφανο Τζουμάκα και τον υπερδραστήριο Απόστολο Γκλέτσο, άλλα και τόσους άλλους αστέρες που μόνον σε αυτό το κόμμα θα μπορούσαν να συμβιώνουν, κλείνοντας, όποτε χρειαζόταν, το μάτι και σε χρυσαυγίτες που οι ψήφοι τους δεν ήταν… «μη ευπρόσδεκτες».

Μπορεί οι θέσεις του κ. Κασσελάκη σε όλους εμάς να ακούγονται κατάλληλες για να ενταχθεί σε κάποιο από τα άλλα κόμματα, τη ΝΔ ίσως ή και, ενδεχομένως, το ΠΑΣΟΚ που έχουν ιδεολογική συνάφεια με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, ο ίδιος στον διαδικτυακό επικοινωνιακό ορυμαγδό που έχει εξαπολύσει υποστηρίζει ότι επέλεξε συνειδητά να ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ.

Γι΄ αυτό και ο καιρός θα δείξει -και πολύ περισσότερο οι ψήφοι που θα λάβει, εφόσον φθάσει τελικά στην κάλπη της 10ης Σεπτεμβρίου- αν αποτελεί την αναίρεση ή τη συναίρεση του ΣΥΡΙΖΑ που πορεύθηκε όλα αυτά τα χρόνια με ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις από αυτές που αποπνέει η καμπάνια του ουρανοκατέβατου διεκδικητή της ηγεσίας του.

Κασσελάκης, λοιπόν, και παντός (πολακικού) ΣΥΡΙΖΑ!      

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Στο ίδιο έργο θεατές του… κυνηγιού των εμπρηστών

«Εγώ δεν φταίω...». Με αυτό τον εύγλωττο τίτλο επιγραφόταν πριν από 25 ολόκληρα χρόνια η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα «Τα Νέα» ο τότε αρμόδιος για τη δασοπυρόσβεση υπουργός. 

Ο Στέφανος Τζουμάκας -ναι, ναι, ο νυν υποψήφιος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ- στον οποίο ανήκει η φράση που έγινε τίτλος στη συνέντευξη, ήταν ο τελευταίος υπουργός Γεωργίας που είχε στο χαρτοφυλάκιό του την αρμοδιότητα της κατάσβεσης των δασικών πυρκαγιών. Επί των ημερών της υπουργίας του, όπως άλλωστε και τα περισσότερα προηγούμενα καλοκαίρια, η Ελλάδα είχε βρεθεί επανειλημμένα σε πύρινο κλοιό. Αλλά κι εκείνος, όπως σχεδόν όλοι οι προκάτοχοι αλλά και οι διάδοχοί του, «έψαχνε να βρει το λάθος που έκανε, αλλά δεν το εύρισκε», για να θυμηθούμε τον ισχυρισμό που διατύπωσε δυο δεκαετίες αργότερα ο Νίκος Τόσκας, την επαύριο της τραγωδίας στο Μάτι.   

Το 1998, μετά πολλών βασάνων και κόπων, η κυβέρνηση Σημίτη κατάφερε να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα για την καλύτερη αντιμετώπιση του φαινομένου των ετησίως επαναλαμβανόμενων καταστροφικών πυρκαγιών: καθιέρωσε τον ενιαίο φορέα δασοπυρόσβεσης, που επί χρόνια πρότειναν όλοι οι ειδικοί αλλά δεν υλοποιούνταν επειδή οι δυνάμεις της αδράνειας ήταν ισχυρότερες από τις δυνάμεις της λογικής. Μεταφέρθηκε, σε αυτό το πλαίσιο, η ευθύνη της κατάσβεσης όλων των πυρκαγιών στο Πυροσβεστικό Σώμα το οποίο έως τότε ασχολούνταν μόνον με τις αστικές πυρκαγιές. Ενώ στις φωτιές που ξεσπούσαν σε δασικές περιοχές επιχειρούσαν οι δασοπυροσβέστες του υπουργείου Γεωργίας και για τα εναέρια μέσα ήταν υπεύθυνη η Πολεμική Αεροπορία.

Παρότι πέρασε έκτοτε ένα τέταρτο του αιώνα, τα λεγόμενα του κ. Τζουμάκα θυμίζουν ισχυρισμούς που ακούστηκαν πολλές φορές στη διάρκεια των επόμενων χρόνων. Και που το μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι εξακολουθούν να ακούγονται έως και σήμερα. Με πιο χαρακτηριστικούς τους ισχυρισμούς για τις πολλές ταυτόχρονες πυρκαγιές που ξεσπούν, φαινόμενο το οποίο στην πραγματικότητα είναι ετησίως επαναλαμβανόμενο, ιδίως τις ημέρες που πνέουν ισχυροί άνεμοι και επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες. Όπως και οι ανακυκλούμενες εικασίες για υποτιθέμενο «οργανωμένο σχέδιο εμπρησμών», οι οποίες, ωστόσο, ουδέποτε απεδείχθησαν παρότι σχεδόν χωρίς εξαίρεση κάθε χρόνο διατάσσεται και μια αναβαθμισμένη εισαγγελική έρευνα. 

Το αφήγημα για τη δράση «εμπρηστών που μας καίνε» αποτελεί διαχρονικά μια πολύ εύπεπτη ιστορία για λαϊκή κατανάλωση αλλά και μια πολύ βολική δικαιολογία για την ανικανότητα και την έλλειψη συντονισμού τόσο μετά όσο κυρίως πριν από την εκδήλωση των πυρκαγιών.     

«Πέρσι (σ.σ.: το 1997) όλες οι πυρκαγιές, όλο το έτος, ήταν 3.100. Τον Ιούλιο μόνο, φέτος (σ.σ.: 1998), ήταν 2.800», έλεγε στην περί ης ο λόγος συνέντευξη ο κ. Τζουμάκας. Και συμπλήρωνε: «Πέρσι, μόνο δύο πυρκαγιές έκαιγαν επί δέκα μέρες. Ειδικά της Εύβοιας ­πιστεύω να θυμάστε­ είχε πλησιάσει περίπου το 10ήμερο, και του δάσους της Θεσσαλονίκης είχε περάσει το 5ήμερο. Επίσης θυμάμαι ότι το πρώτο Σαββατοκύριακο είχαμε σε διάστημα μιας ώρας 182 πυρκαγιές και έσβησαν μέσα στη δεύτερη μέρα».

            Και μπορεί ο τότε υπουργός Γεωργίας, παραθέτοντας όλα αυτά τα συγκριτικά στοιχεία, να κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «τα προβλήματα του συντονισμού ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία της δασοπυρόσβεσης ως τώρα», αυτό δεν τον εμπόδισε να στραφεί αφενός κατά των δασικών υπαλλήλων, ο κλάδος των οποίων αντιδρούσε επειδή «δεν έπρεπε να χάσει αυτό το αντικείμενο» καθώς μέχρι τότε διαχειριζόταν σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Επέμεινε σε έναν παλαιότερο ισχυρισμό του για «παρακρατικούς» που υποτίθεται ότι κρύβονταν πίσω από τους εμπρησμούς. Ενώ δεν θέλησε να αποσύρει δήλωση στην οποία είχε προβεί τον προηγούμενο χρόνο μιλώντας γενικώς και αορίστως για δράση «Τούρκων πρακτόρων» και «Γκρίζων Λύκων». 

Κι όλα αυτά την ίδια ώρα που αναγνώριζε ότι «το να υπάρξουν τεκμηριωμένες αποδείξεις είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα». Αλλά παρά ταύτα δεν δυσκολευόταν να πει ότι «στοιχεία φυσικά έχουμε. Και ενδείξεις επίσης. Όχι όμως αποδείξεις. Αλλά υπάρχουν εκτιμήσεις και δεδομένα». Ποια ήταν αυτά τα δεδομένα; Άγνωστον. Ο ίδιος αρκέστηκε να πει ότι «η κυβέρνηση έχει ανησυχίες: γιατί όλα αυτά; Σε τι αποσκοπούν αυτοί οι εμπρησμοί;».

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι ο κ. Τζουμάκας δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε -δυστυχώς- ο τελευταίος που, ως άλλος Δον Κιχώτης, ξιφουλκούσε κατά των (αόρατων) εμπρηστών. Μετά την τραγωδία στο Μάτι, ένας ακόμη τωρινός υποψήφιος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο τότε υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Νίκος Παπάς, έστηνε ολόκληρο σόου μπροστά στις κάμερες για να καταδείξει ότι οι υποτιθέμενοι δορυφόροι που είχε εκτοξεύσει στο Διάστημα είχαν τάχατες εντοπίσει τους εμπρηστές.

Τη σκυτάλη πήρε στις μέρες μας ο νυν υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Βασίλης Κικίλιας, ο οποίος έλυσε την πολυήμερη σιωπή του και με στεντόρεια φωνή ξεσπάθωσε επειδή «κάποιοι αλητήριοι εμπρηστές βάζουν φωτιές». Τους προειδοποίησε, μάλιστα, λέγοντας αυστηρά: «Δεν θα γλιτώσετε, θα σας βρούμε, θα λογοδοτήσετε στη Δικαιοσύνη». 

Με δεδομένο, ωστόσο, ότι οι περισσότεροι εμπρηστές που έχουν προσαχθεί όλα αυτά τα χρόνια έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι παρά πρόσωπα με διαταραγμένη προσωπικότητα, τα οποία τις περισσότερες φορές είτε αφήνονται ελεύθεροι, είτε παραπέμπονται σε ψυχιατρικές κλινικές, το πιθανότερο είναι ότι οι προειδοποιητικές απειλές του κ. Κικίλια κατά των… αλητήριων εμπρηστών θα έχουν την ίδια κατάληξη που είχαν οι ισχυρισμοί Τζουμάκα για «παρακρατικούς» και το δορυφορικό κυνήγι που εξαπέλυσε ο Παπάς.

Η προστασία των δασών -ιδιαίτερα στην εποχή μας που, κακά τα ψέματα, η δασοκάλυψη της Ελλάδας είναι πυκνότερη από οποτεδήποτε άλλοτε στο παρελθόν- είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να εξαντλείται σε εύκολους λαϊκισμούς ότι θα λυθεί το πρόβλημα των πυρκαγιών επειδή ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης θα βρει τους εμπρηστές. Κάτι που, αν όντως συνέβαινε, θα διέψευδε τον τίτλο του υπουργικού χαρτοφυλακίου που του ανέθεσε ο πρωθυπουργός.

Γι΄ αυτό και, εν κατακλείδι, η κυβέρνηση αντί να επιδίδεται στο ατελέσφορο εικονικό κυνήγι των εμπρηστών, καλό θα είναι να ρίξει το βάρος της αφενός στην ενίσχυση των δυνάμεων της δασοπυρόσβεσης και αφετέρου στην προληπτική δασοπροστασία που έχει αποδειχθεί ότι είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των πυρκαγιών. Οι οποίες υπήρχαν πάντοτε. Και θα υπάρχουν στο διηνεκές.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Ψηφίζουν Έφη, αλλά το πνεύμα τους το οδηγεί ο…. «Παυλάρας»

Δεν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει αλλού, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, αλλά στη χώρα μας ενδημεί μια μεγάλη κατηγορία μέσων ενημέρωσης και δημοσιολόγων που δεν περιορίζονται στην αποστολή τους που είναι να μεταδίδουν ή να σχολιάζουν τα γεγονότα, τις ειδήσεις και ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω μας.

Το ενδιαφέρον τους, σχεδόν εμμονικά, είναι στραμμένο στον σχολιασμό της συμπεριφοράς των άλλων μέσων ενημέρωσης. Δεν αρκούνται, για παράδειγμα, στην πεποίθηση που μπορεί να έχουν -και είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους!- ότι η κυβέρνηση έχει ευθύνες για τις πυρκαγιές και, όπως ισχυρίζονται, κακώς κάνει εκκενώσεις μέσω του 112. Εκείνο το οποίο κυρίως τους απασχολεί και σε αυτό εστιάζουν όλη τους την επικριτική διάθεση είναι γιατί τα «συστημικά», όπως αρέσκονται να τα χαρακτηρίζουν, μέσα ενημέρωσης δεν ακολουθούν την ίδια «γραμμή».

Με την ίδια μανία με την οποία καταφέρονταν όλα τα προηγούμενα χρόνια κατά των «βοθροκάναλων», επειδή μετέδιδαν τις δημοσκοπήσεις, που καταδείκνυαν την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα εγκαλούν τους –«πετσοταϊσμένους», κατ΄ αυτούς- επαγγελματίες της ενημέρωσης για τον τρόπο που καλύπτουν την τρέχουσα επικαιρότητα η οποία, εκ των πραγμάτων, κατακλύζεται από την επέλαση των πύρινων μετώπων που κατακαίουν τα ελληνικά δάση.

«Ναι, αλλά γιατί τα κανάλια και τα ραδιόφωνα δεν έχουν 24ωρη κάλυψη;», είναι ο, εν μέσω θέρους και διακοπών για πολλούς εργαζόμενους, ισχυρισμός των -συνήθως άκαπνων- σχολιαστών. Οι οποίοι, κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων, υποστηρίζουν άλλοτε ευθέως και άλλοτε υπαινικτικά ότι όλοι οι άλλοι έχουν πάρει γραμμή από την κυβέρνηση να «κρύβουν την πραγματικότητα». Παραβλέπουν, φυσικά, (ή, μάλλον, κάνουν πως παραβλέπουν) ότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, αυτό θα ήταν το καλύτερο βούτυρο για το δικό τους ψωμί.

Χωρίς αμφιβολία, αν ήταν αληθινές οι καταγγελίες τους για απόκρυψη γεγονότων, θα είχαν χρυσή ευκαιρία να αποκαλύψουν εκείνοι όλη την αλήθεια και να κερδίσουν την αποκλειστικότητα στο αναγνωστικό, στο ραδιοφωνικό και στο τηλεοπτικό κοινό. Φανταστείτε την απήχηση που θα είχε ένας ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός, μια εφημερίδα ή ένα site που θα αποκάλυπτε πραγματικά και αποκλειστικά «όσα όλοι οι άλλοι κρύβουν».

Σε μια τέτοια κατάσταση, τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης θα είχαν χρεωκοπήσει. Και θα ήταν ζήτημα μόνο λίγων εβδομάδων το πότε θα έβαζαν λουκέτο, όση βοήθεια και αν τους παρείχε «το σύστημα». Ενώ αυτοί που θα αποκάλυπταν την… κρυμμένη αλήθεια θα ήταν στην κορυφή της τηλεθέασης, της ακροαματικότητας και της αναγνωσιμότητας.

Αν και την πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή το κοινό, που έχει κριτήριο επιλογής για τα μέσα που του δίνουν ενημέρωση και όχι «fake news» και «wishful thinking» (ευσεβείς πόθους, ελληνιστί) είναι στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, όποιος δεν καταγγέλλει ως μέγιστη υποκρισία την… αξυρισία του Κικίλια «σίγουρα τα έχει πιάσει». Ενώ όποιος διανοηθεί να θυμίσει ότι ο Τσίπρας που είχε υποσχεθεί να μείνει επί των επάλξεων την… έκανε για το Αμέρικα «είναι απολύτως εξωνημένος».

Η αλήθεια είναι ότι στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης, που συνέπεσαν με την άνθηση της διαδικτυακής ενημέρωσης, η οποία έδωσε στον κάθε πικραμένο που αγόραζε ένα smart phone ίσα «δικαιώματα» μετάδοσης και σχολιασμού ειδήσεων με τους επαγγελματίες του κλάδου, δημιουργήθηκε στη χώρα μας ένα μεγάλο κοινό που ήθελε εύκολες δικαιολογίες για τα δεινά που επέπεσαν επί των κεφαλών των Ελλήνων.

Ήταν ένα κοινό που προτιμούσε τις εύπεπτες θεωρίες συνωμοσίας για τις ευθύνες των άλλων. Και το οποίο απέστρεφε το βλέμμα έκλεινε τα αυτιά σε κάθε αναφορά που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τον ίδιο στους υπαίτιους της κρίσης. 

Οι ξένοι, οι δημοσιογράφοι (σ.σ.: θυμηθείτε το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι…», που δονούσε τους δρόμους και τις πλατείες), αλλά και όσοι κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και δεν άλλαξαν στρατόπεδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ήταν οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την οικονομική δυσπραγία, την εκτίναξη της ανεργίας και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων -σχεδόν- όλων μας.

Παρόλο που τα τελευταία χρόνια μειώθηκε σημαντικά το συγκεκριμένο κοινό, η λαϊκίστικη τοξικότητα με την οποία εμποτίστηκε η ελληνική κοινωνία ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί. Γι΄ αυτό και τη βλέπουμε να παραμένει διάχυτη γύρω μας και να εκφράζεται με πολλούς τρόπους και από πολλές κατευθύνσεις.

Είναι, για παράδειγμα, απολύτως χαρακτηριστικές οι επιθέσεις που δέχθηκε αυτές τις μέρες η υποψήφια για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ Έφη Αχτσιόγλου, επειδή εξέφρασε την αυτονόητη αλήθεια προτρέποντας τους «συντρόφους» της «να μην αδικούμε τους δημοσιογράφους», έτσι ώστε «ούτε και εκείνοι να μας αδικούν…».

Με προεξάρχοντα τον γνωστό και μη εξαιρετέο διαπρύσιο… μαχητή του πληκτρολογίου Παύλο Πολάκη, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει ότι θα… συνεχίσει να «αδικεί», εκατοντάδες ή ίσως και χιλιάδες στελέχη, μέλη και φίλοι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξιφούλκησαν κατά των όσων είπε η Αχτσιόχλου.

Είναι προφανώς πάνω – κάτω οι ίδιοι που ξεσηκώθηκαν τον περασμένο Μάρτιο και δεν άφησαν τον Αλέξη Τσίπρα να διαγράψει τον «αψύ Σφακιανό» που είχε επιδοθεί σε… «προγραφές» δημοσιογράφων, δικαστών και θεσμικών παραγόντων οι οποίοι δεν ήταν αρεστοί στον ίδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε αρχηγός του πλήρωσαν στις πρόσφατες εκλογές βαρύ τίμημα -και- εξαιτίας της υπαναχώρησης στη διαγραφή Πολάκη.

Φαίνεται, όμως, ότι το εναπομείναν εκλογικό σώμα των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ εμφορείται σε μεγάλο βαθμό από τις ίδιες ιδέες της βολικής στοχοποίησης των μέσων ενημέρωσης και των εργαζομένων σε αυτά. Γι΄ αυτό και ουδείς από τους τέσσερις υποψηφίους αρχηγούς δεν αντέδρασε στους ισχυρισμούς του Πολάκη, τον οποίο φαίνεται ότι, όπως έκανε και ο Τσίπρας, ουδείς θέλει να βρει απέναντί του.

Επειδή, προφανώς, ο επονομαζόμενος από τους υποστηρικτές του και… «Παυλάρας», έχει με το μέρος του το μεγαλύτερο μέρος των διαδικτυακών στρατευμάτων που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τον διατήρησαν, έστω οριακά, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όλα -ακόμη και οι δημοσκοπήσεις που κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να μην αμφισβητούν πια- δείχνουν ότι η κ. Αχτσιόγλου θα είναι η νέα αρχηγός στην Κουμουνδούρου. Στην παρούσα φάση δείχνει να διστάζει να έρθει σε ανοιχτή ρήξη με τους οπαδούς του «Παυλάρα». Και δικαίως ίσως, λένε κάποιοι, αφού χρειάζεται ψήφους για να εκλεγεί στην ηγεσία.

Αν, όμως, συμβιβαστεί μέχρι τέλους με όσους διακατέχονται από το πολάκειο πνεύμα της τυφλής και δαιμονολογικής σύγκρουσης με τα μέσα ενημέρωσης και τους εργαζομένους σε αυτά, θα κερδίσει ίσως ευκολότερα την εσωκομματική κούρσα. Περπατησιά, όμως, υποψήφιας πρωθυπουργού αποκλείεται να αποκτήσει χωρίς να συγκρουστεί με τέτοιες απόψεις και νοοτροπίες.

Υ.Γ.: Α, και για την ιστορία, ώστε να μην έχουν διάφοροι αυταπάτες, θέλω να θυμίσω ότι πριν από τις νικηφόρες για εκείνον εκλογές του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας δεν συναντήθηκε μόνον στα κρυφά με την περιβόητη πλέον «γάτα Ιμαλαΐων». Ήρθε και στο «Θέμα» και φωτογραφήθηκε μαζί μας στα φανερά. Παρά τα όσα ακολούθησαν όταν έγινε πρωθυπουργός…

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

Στους φοιτητές της, αν τη ρωτήσουν, τι θα πει;

 

Οι μετακινήσεις από ένα κόμμα σε άλλο γνωστών -ή και λιγότερο γνωστών- πολιτικών στελεχών δεν είναι ασυνήθιστο γεγονός. Το συναντάμε δεκαετίες τώρα, τόσο, κατά κόρον, στην εγχώρια όσο και στη διεθνή σκηνή. 

Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια ο Ζακ Λανγκ, εμβληματικός υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις του Γάλλου σοσιαλιστή Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, δεν δυσκολεύτηκε να αναλάβει κρατικό αξίωμα που του ανατέθηκε από τη δεξιά διακυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί. Στις αντιδράσεις, που ευλόγως ξεσηκώθηκαν, ο ίδιος υπερασπίστηκε το δικαίωμα και το καθήκον που είχε να… προσφέρει στην πατρίδα.

Η επωδός της «προσφοράς» είναι η μόνιμη δικαιολογία που προβάλλεται και στα καθ΄ ημάς κάθε φορά που κάποιος -και είναι πολλοί τα τελευταία χρόνια- μεταπηδά από μια κομματική παράταξη σε άλλη. Την περίοδο, μάλιστα, που κορυφώθηκε η μνημονιακή κατάρρευση ίσως να έφθαναν και στο ήμισυ του συνόλου οι απαρτίζοντες το πολιτικό προσωπικό που είχαν «δει το φως το αληθινό» και έσπευσαν να αλλάξουν κομματική στέγη για να αναβαπτιστούν σε κάθε είδους «κολυμβήθρες του Σιλωάμ».

Κάποιες φορές αυτό έγινε με τήρηση των στοιχειωδών προσχημάτων. Προηγούνταν υπόγειες συνεννοήσεις που διαρκούσαν κάποιο διάστημα ώστε να προλειανθεί το επικοινωνιακό έδαφος για τη «μεταγραφή». Συχνά, όμως, όλα κυλούσαν με απροκάλυπτα αμοραλιστική σπουδή. Ουδείς, ούτε ο μεταγραφόμενος, ούτε οι ιθύνοντες του χώρου υποδοχής του, υπολόγιζαν το δικαιολογημένο σοκ που προκαλείται στην κοινή γνώμη από την απότομη μεταμόρφωση ενός πολιτικού στελέχους το οποίο υποστηρίζει σήμερα τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που στεντορείως διατυμπάνιζε την προηγούμενη ημέρα.

Η κυρία Ζέφη Δημαδάμα, η οποία διορίστηκε Γενική Γραμματέας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο νεοσύστατο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, ήταν μέχρι την ώρα που ανακοινώθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου η τοποθέτησή της στην κυβερνητική αυτή θέση δραστήριο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και επί σειρά ετών μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του. Στις τελευταίες εκλογές δεν έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής επειδή, όπως δήλωσε, στερείτο των οικονομικών πόρων που απαιτούνταν να ξοδευτούν στον προεκλογικό αγώνα.

Στρατεύθηκε, παρά ταύτα, στον αγώνα της παράταξής της και με συνεχείς παρουσίες στα μέσα ενημέρωσης δεν περιορίστηκε στην υποστήριξη του κόμματός της. Ξιφουλκούσε με πάθος κατά της κυβερνητικής παράταξης και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Επέμενε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να συνεργαστεί με τη Δεξιά που παρακολουθούσε τον αρχηγό της. Και, ενόψει των δεύτερων εκλογών, ζητούσε από τους ψηφοφόρους να καταψηφίσουν τη ΝΔ για να μην είναι παντοδύναμη κυβέρνηση.

Οι πολίτες δεν εισάκουσαν την προτροπή της κυρίας Δημαδάμα, πλην, όμως, η τελευταία φαίνεται ότι δεν δίστασε να κάνει αυτό που δεν ήθελε να κάνει το κόμμα της. Όχι μόνον ανέλαβε ασμένως το κυβερνητικό πόστο που προφανώς της προσφέρθηκε, αλλά δεν είχε καν την πρόνοια να απεκδυθεί νωρίτερα τα κομματικά αξιώματα που κατείχε στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες, καθώς με το «διαβατήριο» του ΠΑΣΟΚ μετείχε ως αντιπρόεδρος στο PES WOMΕN, τη γυναικεία οργάνωση του κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών.

Προηγήθηκε η διαγραφή της από τη Χαριλάου Τρικούπη και κατόπιν η ίδια αισθάνθηκε την ανάγκη να πληροφορήσει το διαδικτυακό κοινό της ότι θεωρεί «αυτονόητη την υποβολή παραίτησης από κάθε ιδιότητα με κομματικό πρόσημο για λόγους δεοντολογίας και με την πεποίθηση ότι αναλαμβάνει μια αποστολή εθνικού ενδιαφέροντος, η ευόδωση της οποίας προϋποθέτει τη συνεννόηση όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων». 

Καταλαβαίνει κανείς πόσο παράταιρα φάνταζαν όλα αυτά όταν άρχισαν να παρατίθενται οι πολύ πρόσφατες φαρμακερές ατάκες κατά της κυβέρνησης που περιείχαν οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις και οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της κυρίας Δημαδάμα. Η οποία την παραμονή των τελευταίων εκλογών μάς διαβεβαίωνε ότι «στις 25 Ιουνίου ψηφίζουμε για το καλό της χώρας, όχι για να βολευτούμε σε κομματικές ή κυβερνητικές θέσεις».

Δεν γνωρίζω προσωπικά τη νέα Γενική Γραμματέα Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και, ως εκ τούτου, δεν έχω άποψη για τις ικανότητές της και ειδικώς αν είναι τέτοιες που να καθιστούν την επιλογή της ως την καλύτερη για το συγκεκριμένο αξίωμα. Θυμάμαι ότι πριν από μερικούς μήνες, στο πλαίσιο του #metoo, προκάλεσε μεγάλο θόρυβο γύρω από το όνομά της, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κάποιο στέλεχος που είχε φύγει πλέον από το ΠΑΣΟΚ την είχε παρενοχλήσει παλαιότερα. Δεν είπε, όμως, ποτέ το όνομά του. Και ούτε ξεδιαλύθηκε η βασιμότητα των ισχυρισμών της. 

Αρκετοί από τους ανθρώπους που τη γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι πρόκειται για «πολύ φιλόδοξο, πλην, όμως, σοβαρό πρόσωπο». Κάτι που μένει να αποδειχθεί τώρα που -στο μέτρο του αξιώματός της- θα ασκεί εξουσία. Επειδή, ωστόσο, πληροφορούμαι ότι είναι και διδάσκουσα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, προσωπικά θα έχω πάντα την απορία για τον τρόπο με τον οποίο θα απαντήσει στους φοιτητές της όταν τη ρωτήσουν στο αμφιθέατρο αν είναι περήφανη για όσα έλεγε πριν διοριστεί.

Ξέρω, ξέρω, δεν είναι η πρώτη. Και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Αλλά η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας δεν μπορεί να αποτελεί αέναο άλλοθι. Και ούτε οι κωλοτούμπες μπορεί να πολιτογραφηθούν ως κανονικότητα!

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

Η «κατάρα» της δεύτερης τετραετίας μπορεί να γίνει ισχυρότερη χωρίς… αντιπολίτευση


Το μεγαλύτερο καλό που έχουν οι Δημοκρατίες είναι ότι, σε αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα, όσοι αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας ξέρουν -ή οφείλουν να ξέρουν- πως το αξίωμα το οποίο κατέχουν δεν είναι ούτε ισόβιο ούτε αιώνιο. 

Για πολλούς και ποικίλους λόγους, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, η πολύχρονη παραμονή στους διαφόρους θώκους προκαλεί φθορά ακόμη και σε δημοφιλή πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, εκείνοι που μιλούν για το σύνδρομο -κατ΄ άλλους και «κατάρα»- της δεύτερης τετραετίας που αποδίδεται στο γεγονός ότι σχεδόν ποτέ -ή έστω πολύ σπάνια- κάποια κυβέρνηση καταφέρνει να επανεκλεγεί για τρίτη συνεχόμενη φορά.

Στις παραμονές των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων ρώτησα τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη αν είναι στις προθέσεις του να αποχωρήσει από το Μέγαρο Μαξίμου στο τέλος της δεύτερης θητείας του στην πρωθυπουργία. Απάντηση ουσίας δεν έλαβα. Ίσως και δικαιολογημένα διότι ήμασταν σε προεκλογική περίοδο. Χθες που, μιλώντας στον Σκάι, δέχθηκε το ίδιο ερώτημα από τη Σία Κοσιώνη και τον Παύλο Τσίμα, προτίμησε να… κλωτσήσει το τενεκεδάκι παρακάτω, ζητώντας να ερωτηθεί ξανά σε δύο χρόνια.

Δεν ξέρω αν το πρότεινε για λόγους υπεκφυγής ή επειδή έχει αίσθηση των πραγμάτων, αλλά η αλήθεια είναι ότι για κυβέρνηση που εκλέχθηκε πανηγυρικά πριν από λίγες εβδομάδες δεν είναι λίγα τα σύννεφα που μαζεύτηκαν τόσο γρήγορα στον ορίζοντα της. Εκτός από τα πρόωρα φάλτσα τριών κυβερνητικών στελεχών που… δεν έβγαλαν όλα γέλιο, η μεγάλη εικόνα δεν θυμίζει το 2019 που, παρότι ήταν λιγότερο πεπειραμένοι οι υπουργοί που διορίστηκαν τότε, η εκκίνηση εκείνης της κυβέρνησης είχε γίνει με όρους που παρέπεμψαν σε εκ των προτέρων καλοκουρδισμένη μηχανή.

Σε αυτή τη φάση, άλλα ήταν τα νομοσχέδια που είχε ανακοινωθεί προεκλογικά ότι έχουν προτεραιότητα και άλλα τώρα προηγούνται. Γιατί, για παράδειγμα, πήγαν πίσω οι προαναγγελθείσες αλλαγές στο λεγόμενο «επιτελικό κράτος» που θα έπρεπε να ήταν ώριμες; Και ποιος λόγος επέβαλε να προηγηθεί η αποσπασματική ρύθμιση για τη διευκόλυνση της ψήφου των Αποδήμων που δεν επείγει;

Αν έγινε για να εκτεθεί η αντιπολίτευση, μάλλον θυσιάζεται το μείζον για το έλασσον. Δηλαδή οι μικροκομματικοί υπολογισμοί εις βάρος της ανάγκης για μια minimum συναίνεση, εκεί που αυτή είναι απολύτως αναγκαία, όπως στην περίπτωση της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από τους Έλληνες που διαμένουν στο εξωτερικό.

Ο πρωθυπουργός στην ίδια συνέντευξη χαρακτήρισε οξύμωρο τον προεκλογικό ισχυρισμό σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνησή του θα ήταν «αντιπολίτευση του εαυτού της». Αναγνώρισε σωστά ότι «δεν επιβάλλει αυτό η θεσμική μας τάξη». Όπως επίσης και ότι «οφείλουμε να είμαστε πολύ αυστηροί, να έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά, να μην είμαστε θύματα της “γυάλινης σφαίρας” στην οποία μερικές φορές αυτό το κτίριο (σ.σ.: το Μέγαρο Μαξίμου) μετατρέπεται, να μην θεωρούμε ότι έχουμε πάντα δίκιο».

Ο ίδιος είπε ότι βάζει πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών και δεν θα συμβιβαζόταν με μία δεύτερη τετραετία που να είναι «απλά διαχειριστική» και στην οποία τα μέλη της κυβέρνησης θα κάθονται πάνω στις δάφνες της άνετης εκλογικής επικράτησης που είχε η κυβέρνησή του. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόσταση των 23 μονάδων που χωρίζουν την κυβερνητική παράταξη από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το γεγονός ότι το άθροισμα των υπόλοιπων παραδοσιακών κομμάτων υπολείπεται του σχεδόν 41% που πήρε η ΝΔ, δίνουν μεγάλο πλεονέκτημα στον κ. Μητσοτάκη και στους συνεργάτες του.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, αυτό το πλεονέκτημα της έλλειψης αξιόμαχου αντιπάλου, εξαιτίας και του κατακερματισμού της αντιπολίτευσης, μπορεί να γίνει το μεγάλο μειονέκτημα της δεύτερης κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Όχι μόνον διότι τα στελέχη της μπορεί να βάλουν χαμηλά τον πήχη, επειδή δεν προβάλει στον ορίζοντα αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Αλλά κυρίως διότι, με δεδομένη τη φάση της ομφαλοσκόπησης στην οποία έχει περιπέσει η αντιπολίτευση, το μεγαλύτερο μέρος από τα φώτα της κοινής γνώμης είναι στραμμένο στις ενέργειες της κυβέρνησης.

Επικαλούμενος και εγώ το εμβληματικό καβαφικό ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους», που θύμισε ο πρωθυπουργός όταν αναφέρθηκε στα ελληνοτουρκικά, δεν δυσκολεύεται να πω ότι η απόσυρση από το προσκήνιο της τοξικής αντιπαράθεσης που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί συνθήκες στο πολιτικό προσκήνιο που παραπέμπουν στον στίχο του Αλεξανδρινού, σύμφωνα με τον οποίο: «Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».

Κακά τα ψέματα, ο τρόπος με τον οποίο αντιπολιτευόταν ο ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη τετραετία κάθε άλλο παρά δημιουργούσε πρόβλημα στην κυβέρνηση. Το μαρτυρά, άλλωστε, το πρωτοφανές εκλογικό αποτέλεσμα με την άνοδο της κυβερνητικής παράταξης και τον ταυτόχρονο καταποντισμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Να το πούμε με ένα παράδειγμα που τώρα γίνεται πιο ευχερές; Η παβλοφικού τύπου «αλληλεγγύη» σύσσωμης της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς κάθε «μπαχαλάκια» και παραβατικό εισβολέα στους χώρους των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, θόλωνε την εικόνα της πραγματικότητας και δεν άφηνε να φανεί ότι ο διορισμός άοπλης πανεπιστημιακής αστυνομίας δεν μπορούσε παρά να αποδειχθεί μια ιδεοληπτική «τρύπα στο νερό».

Αν δεν την είχε πολεμήσει τόσο πολύ ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας, μάλιστα, ιδεολογικά χαρακτηριστικά στην αντίθεσή του, η κοινή γνώμη θα είχε μάθει ότι η ουσιαστική κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας έχει ήδη γίνει τουλάχιστον από την αρχή του τρέχοντος χρόνου όταν οι άνθρωποι που προσλήφθηκαν για αυτό τον θεσμό τοποθετήθηκαν στα τμήματα, ξεκίνησαν να εκπαιδεύονται στα όπλα και να μετατρέπονται σε ειδικούς φρουρούς της ΕΛΑΣ.

Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να υπάρχει πανεπιστημιακή αστυνομία γιατί μόνον έτσι ήξερε να αντιπολιτεύεται, καταγγέλλοντας ακροδεξιά φαντάσματα, και η κυβέρνηση μια χαρά βολευόταν προβάλλοντας το ανύπαρκτο δόγμα «νόμος και τάξη». Τώρα που η Κουμουνδούρου πασχίζει να βρει νέα/ο αρχηγό ήρθε ο Νότης Μηταράκης να πει δυνατά την αλήθεια.

Για να αποδειχθεί έτσι ότι η «κατάρα» της δεύτερης τετραετίας μπορεί να γίνει ισχυρότερη χωρίς… αντιπολίτευση. Τουλάχιστον χωρίς την αντιπολίτευση που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ τα τέσσερα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία τις πιο πολλές φορές αντιπολιτευόταν την ίδια την πραγματικότητα!

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Η Δημοκρατία αντέχει και στη… «Βαβυλωνία»

Δεν ξέρω πόσοι Έλληνες είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα της νέας Βουλής που ως είθισται άνοιξε με τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων. Αλλά είναι βέβαιο ότι όσοι το έκαναν, επειδή ανέμεναν ότι ο κατακερματισμός της κοινοβουλευτικής σύνθεσης που προέκυψε από την κάλπη της 25ης Ιουνίου θα αύξανε το ενδιαφέρον της πολιτικής αντιπαράθεσης, θα πρέπει μάλλον να απογοητεύθηκαν.

Ο πλουραλισμός των απόψεων αποτελεί αναμφίβολα πλούτο για τη δημοκρατική λειτουργία, υπό την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι η πολυφωνία δεν μετατρέπεται σε κακοφωνία που θυμίζει τη «Βαβυλωνία» του συγγραφέα Δημητρίου Βυζάντιου, στην οποία πολύ εύστοχα παρέπεμψε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας για να ξορκίσει την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και είχε τα γνωστά αποτελέσματα.

Με την επιφύλαξη ότι θα επιβεβαιωθεί το προσεχές διάστημα η πρώτη εικόνα, η οποία σχηματίστηκε στο ξεκίνημα της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν απείχε πολύ από την απόλυτη ασυνεννοησία, τις λεκτικές παρεξηγήσεις και τους αναίτιους διαπληκτισμούς ανάμεσα στους προερχόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδος οι οποίοι στις απαρχές της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους και αδυνατούσαν να βρουν κοινή γλώσσα.

Αν όμως οι πρωταγωνιστές της «Βαβυλωνίας» του Βυζάντιου έβγαζαν γέλιο, έχω την αίσθηση ότι η οκτακομματική σύνθεση της νέας Βουλής εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο βγάζει δεν είναι παρά μια αφόρητη βαρεμάρα. Πώς αλλιώς μπορεί να αισθανθεί κάποιος παρακολουθώντας τον χαμηλής αισθητικής φραστικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε υποτιθέμενους αντισυστημικούς σχηματισμούς που στην πραγματικότητα δεν κομίζουν τίποτε νέο και τίποτε διαφορετικό στην πολιτική ζωή του τόπου;

Πολύ φοβάμαι ότι οι αυτάρεσκες βεβαιότητες, οι ναρκισιστικού χαρακτήρα μικρομεγαλισμοί και οι κοινότυπα λαϊκίστικοι βερμπαλισμοί, που ακούστηκαν κατά κόρον στην πρεμιέρα της Εθνικής Αντιπροσωπείας, θα αποτελέσουν τον κανόνα που θα χαρακτηρίζει τη νέα Βουλή. Οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις θα είναι -και μακάρι να διαψευστώ- μια πολύ δύσκολη άσκηση υπομονής που για να τις παρακολουθήσει κανείς θα χρειάζεται «ιώβειες» ιδιότητες. Πόσες φορές άλλωστε μπορεί να ακούσει κανείς από τα ίδια ή και διαφορετικά χείλη να υπερηφανεύονται ότι αποτελούν την… «αυθεντική» υπερασπιστική δύναμη των ιδεωδών της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας;

Για την ιστορία και μόνον να σημειωθεί ότι ο αρχικός κύκλος των ομιλιών των οκτώ πολιτικών αρχηγών στις προγραμματικές δηλώσεις διήρκησε επτά ολόκληρες ώρες. Υπό αυτή τη συνθήκη, ο καθένας μπορεί να αναρωτηθεί πόσος ακόμη χρόνος θα χρειαζόταν αν έπρεπε να ακολουθήσουν και δευτερολογίες. Και, πολύ περισσότερο, να σκεφθεί πόσοι διαθέτουν τις αντοχές να μείνουν καθηλωμένοι στον καναπέ τους για να ακούσουν τέτοιες συζητήσεις από την αρχή τους έως το τέλος προκειμένου να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα.

Θα ήταν, πάντως, ευχής έργον αν οι πολίτες -και ιδίως όσοι έχουν την έφεση να δελεάζονται από τις «Σειρήνες» του λαϊκισμού- να άκουγαν όλα όσα λέγονται σε αυτές τις συζητήσεις ώστε να μπορούν να κρίνουν και να συγκρίνουν λόγια και πράξεις. Θεωρώ ότι αν το έκαναν, δεν θα είχαν αυταπάτες ότι τα παραδοσιακά κόμματα είναι εκείνα που κατέστρεψαν τη χώρα και έρχονται στη θέση τους οι… τιμωροί ακτιβιστές να μας απαλλάξουν από όλα τα κακά της μοίρας μας.

Καλώς ή κακώς, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, απεδείχθη ότι οι παθογένειες δεν αποτελούν αποκλειστικό «προνόμιο» των παλαιών κομμάτων. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις ο αρχηγοκεντρισμός και η παρεοκρατία είναι περισσότερο κραυγαλέα φαινόμενα στις δυνάμεις που επαγγέλλονται ότι τάχατες διαθέτουν τη «χρυσή συνταγή».

Θυμηθείτε, άλλωστε, πόσα σχήματα της μιας ή, άντε, των δύο κοινοβουλευτικών θητειών γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Από την Πολιτική Άνοιξη έως το ΔΗΚΚΙ και τον ΛΑΟΣ, από τους ΑΝΕΛ έως τη ΔΗΜΑΡ και από το Ποτάμι έως τη Χρυσή Αυγή ή το ΜέΡΑ 25, απεδείχθη ότι η πλειονότητα των νεοπαγών σχηματισμών υπήρξαν θνησιγενείς οργανισμοί που δεν άντεξαν στον χρόνο. Προφανώς επειδή δεν είχαν επί της ουσίας τίποτε σημαντικό να εισφέρουν, πέραν του γεγονότος ότι σε κάποιες περιπτώσεις -και πρέπει να το παραδεχθούμε- λειτούργησαν ως φυτώρια ανάδειξης νέων στελεχών που έκαναν καριέρα σε άλλα κόμματα.

Υπό αυτή την έννοια, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έχουν καλύτερη τύχη η Ελληνική Λύση, οι Σπαρτιάτες, η Νίκη ή η Πλεύση Ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιοριστούν τα δικαιώματα τους που προβλέπονται από τη συνταγματική και κοινοβουλευτική τάξη. Κάθε άλλο. Η Δημοκρατία μας και οι θεσμοί της είναι πλέον τόσο δοκιμασμένοι που είναι βέβαιο ότι θα αντέξουν το καθεστώς της «Βαβυλωνίας». Όπως και τις υπαινικτικές αλληλοκατηγορίες για… «πατριδεμπορία».

Ο καιροί θα δείξουν!