Ένα δίλημμα με κατατρύχει τις τελευταίες ημέρες, καθώς πλησιάζει η ώρα της νέας κάλπης και οι βασικοί διεκδικητές της εξουσίας παρουσιάζουν τις προγραμματικές εξαγγελίες τους. Αναρωτιέμαι: είναι προτιμότερο να εύχεται κανείς να εφαρμοστούν όλα αυτά που, με περισσή προχειρότητα, η οποία δεν ταιριάζει στην εποχή μας, ακούγονται από τις τηλεοράσεις και τα προεκλογικά μπαλκόνια ή να ελπίζει ότι θα αποδειχτούν, για άλλη μια φορά, ψεύτικα μεγάλα προεκλογικά λόγια, που θα διαψευστούν στην πράξη;
Δυσκολεύομαι ειλικρινά να αποφανθώ. Και η δυσκολία μου δεν προέρχεται μόνον από το γεγονός ότι χρειάστηκε να φθάσουμε στο «παρά πέντε» των δεύτερων εκλογών για να μάθουμε τις κυριότερες από τις προεκλογικές διακηρύξεις, οι οποίες, σε κάποιες περιπτώσεις είναι, λιγότερο ή περισσότερο, διαφοροποιημένες από εκείνες με τις οποίες κάποια κόμματα διεκδίκησαν την ψήφο μας μόλις πριν από λίγες εβδομάδες.
Δυσκολεύομαι, κυρίως, από το περιεχόμενο των υποσχέσεων που δίνονται και που στην πλειονότητά τους αποτελούν επανάληψη παρελθούσας μεθοδολογίας, αντίστοιχης με εκείνη που οδήγησε στη σημερινή δυσμενή πραγματικότητα. Πραγματικότητα, η οποία, κατά τη δική μου, τουλάχιστον, προαίρεση, προέρχεται από την επί χρόνια καλλιεργούμενη νοοτροπία πως τα πάντα μπορούμε να τα περιμένουμε από τους «άλλους». Και πάνω από όλα από το… κράτος που μπορεί να δανείζεται και να δαπανά εσαεί, την ίδια στιγμή που εμείς μπορούμε να ασκούμεθα, επαναστατικώ τω τρόπω, στην υποκίνηση και υπόθαλψη κινημάτων «δεν πληρώνω» .
Και τι δεν βρίσκει κανείς στις προεκλογικές διακηρύξεις, που είναι, μάλιστα, ντυμένες με τον μανδύα του «κυβερνητικού προγράμματος»: Αφόρητες γενικότητες για το πόσο… σπουδαία είναι η παγκόσμια ειρήνη, επικίνδυνα αφελείς προσεγγίσεις για σοβαρά ζητήματα, που φθάνουν μέχρι την παγκόσμια πρωτοτυπία του αφοπλισμού της αστυνομίας και των ανοιχτών φυλακών, σε μια χώρα με έντονο πρόβλημα εγκληματικότητας, πειραματισμούς με την εξαγγελία χορήγησης ταξιδιωτικών εγγράφων σε όλους τους παράνομους μετανάστες, υποσχέσεις που «χαϊδεύουν αυτιά» για αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, διπλασιασμό επιδομάτων και επιβολή «διατίμησης» (!) σε βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Ποιος, αλήθεια, δεν θα ήθελε να μας συμβούν όλα αυτά τα ωραία και παραδείσια; Αν, όντως, ήμασταν μια «κοινωνία αγγέλων» σε μια απομονωμένη χώρα με οικονομική αυτάρκεια και περίσσεια πλουτοπαραγωγικών πόρων, όπως αυτή που… φαντασιώνονται διάφοροι πολιτικάντηδες που διακηρύσσουν πως τάχατες η ανακήρυξη της ΑΟΖ θα μας καταστήσει αυτόματα παγκόσμιο ενεργειακό παίκτη, μπορεί πράγματι να μπορούσαμε και φόρους να μην πληρώνουμε και παχυλές συντάξεις (όπως αυτές που υπόσχεται ο… Στέφανος Μάνος!) να εισπράττουμε, επιδιδόμενοι στην αποτελεσματική επίλυση των παγκοσμίων προβλημάτων της μετανάστευσης και της ειρήνης στον κόσμο.
Δυστυχώς, όμως, συμβαίνει να ζούμε σε μια μικρή και υπερχρεωμένη, όσο καμία άλλη, χώρα που έχει ανάγκη δανεικών για να συνεχίσει να λειτουργεί, ακόμη και αν της χαριστεί το σύνολο των παλαιών δανείων. Γι΄ αυτό και δεν χρειάζεται κανείς να είναι οικονομολόγος για να αντιληφθεί πως πρώτιστο καθήκον της κυβέρνησης που θα προκύψει τη μεθεπόμενη Κυριακή, είναι να βρει τρόπους να συνεχιστεί απρόσκοπτα η χρηματοδότηση του δημοσίου για να μην «κατεβάσει ρολά» το κράτος που λέγεται η Ελλάδα.
Παρακάμπτοντας τα επιμέρους, έχει, νομίζω, σημασία να δούμε τι λέει επ΄ αυτού το «νεότευκτο» κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Επαναλαμβάνω αυτολεξεί όσα ακούστηκαν, την περασμένη Παρασκευή, από τα χείλη του επικεφαλής του, Αλέξη Τσίπρα: «Θα διεκδικήσουμε νέα αναδιαπραγμάτευση του χρέους, με στόχο τη δραστική μείωσή του, ή ένα μορατόριουμ για το χρέος και αναστολή πληρωμών των τόκων, έως ότου διαμορφωθούν συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας».
«Το ύψος εξυπηρέτησης του χρέους θα πρέπει, επίσης, να συνδεθεί με το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (ρήτρα ανάπτυξης)», πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας. Απέφυγε, ωστόσο, να πει πότε, έστω κατά προσέγγιση, και με ποιες συγκεκριμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες, ευελπιστεί ότι η χειμαζόμενη ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τέτοιους που να της επιτρέπουν να καλύψει επείγουσες ανάγκες, άμεσες και μεσοπρόθεσμες, όπως, π.χ., η επαναγορά του ΟΤΕ, ώστε, κατόπιν, να είναι σε θέση να αποπληρώνει, έστω, μέρος του συσσωρευμένου χρέους.
Δύο εβδομάδες, όμως, πριν από τις εκλογές, δεν θα έπρεπε να είναι πλήρως αποσαφηνισμένο πόσο επιπλέον χρέος πρέπει να διαγραφεί, όπως και ποιο κομμάτι του θεωρείται «απεχθές» και θα εξαιρεθεί από την αποπληρωμή; Πιθανολογώ, καλόπιστα, ότι η απάντηση στο ερώτημά μου είναι πως όλα αυτά είναι στοιχεία της διαπραγμάτευσης που θα ξεκινήσει η νέα κυβέρνησης, η οποία «αμέσως μετά την ακύρωση του Μνημονίου, θα καταγγείλει τους επαχθείς όρους και θα ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης».
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, όσοι κατέχουν ελληνικά ομόλογα (διεθνείς οργανισμοί, ευρωπαϊκές χώρες, ξένες και εγχώριες τράπεζες, κερδοσκοπικά funds, ιδιώτες επενδυτές, ασφαλιστικά ταμεία, και όποιοι άλλοι) γιατί θα δεχθούν νέο «κούρεμα» των απαιτήσεών τους και μαζί αναστολή πληρωμής των τόκων και ρήτρα εξυπηρέτησης της εναπομείνασας υποχρέωσής μας; Μήπως, εν τέλει, τους είναι ευκολότερο να μας τα… χαρίσουν; Και αν μας… χαρίσουν αυτά, γιατί θα μας δώσουν τα επόμενα που χρειαζόμαστε για να βγάλουμε τη φετινή χρονιά;
Βρίσκω όλα τούτα άκρως αντιφατικά. Και γι΄ αυτό ξεκίνησα με το δίλημμα της ευχής για εφαρμογή των προεκλογικών διακηρύξεων ή της ελπίδας για προσγείωση στην πραγματικότητα. Και τα δύο μου φαίνονται εξίσου προβληματικά. Το πρώτο μου μοιάζει απίστευτη ουτοπία και «δονκιχωτισμός». Το δεύτερο, φοβάμαι, θα απογοητεύσει πολύ κόσμο, ο οποίος στην επόμενη, ίσως, κάλπη να αναζητήσει άλλες -ενδεχομένως, πιο επικίνδυνες- «αντισυστημικές» δυνάμεις για να εκφράσει την οργή από τη νέα διάψευση.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.