Κ αθώς μπήκαμε στο τρίτο δεκαήμερο του
τρίτου καλοκαιρινού μήνα, σήμανε για τους περισσότερους εκδρομείς του Αυγούστου
–και μαζί για τούτη τη στήλη που είχε μια εικοσαήμερη ανάπαυλα- η ώρα της επιστροφής
στη ρουτίνα της καθημερινότητας μας, η οποία, όσο δύσκολη και αν προμηνύεται να
είναι τον επερχόμενο χειμώνα, ο φόβος του άγνωστου χειρότερου την κάνει να
μοιάζει ως πολύτιμη καταφυγή.
Από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, φίλοι και γνωστοί
εύχονταν να καθυστερήσει όσο γίνεται το τέλος του καλοκαιριού, να παραταθούν οι
διακοπές και να μακρύνει ο χρόνος της επανόδου στα “τετριμμένα”. Ταυτόχρονα, η
θερινή ανάπαυλα και η συνακόλουθη ραστώνη, το «γέμισμα των μπαταριών», όπως
συνηθίζαμε να λέμε (έκφραση που δεν θυμάμαι να την άκουσα πρόσφατα),
συνοδευόταν από σχέδια για νέα ξεκινήματα στις σπουδές, στις δουλειές, στις
ζωές μας.
Φέτος για πρώτη φορά αισθάνομαι -και βρήκα και
άλλους να συμμερίζονται τούτο το αίσθημα- μια χωρίς προηγούμενο αδημονία να
γευθούμε στα γρήγορα τους θερινούς “καρπούς” (ξεκούραση, μπάνια και πανηγύρια)
και να επιστρέψουμε άρον – άρον στις “βάσεις” μας. Ευχή και ελπίδα των
περισσοτέρων δεν ήταν το σύνηθες «να βρούμε, γυρνώντας πίσω, καλύτερα τα πράγματα»,
αλλά το… «μη χειρότερα».
Δεν ξέρω πόσο
συνέβαλε σε όλα τούτα η γενικευμένη οικονομική δυσπραγία που αποτυπωνόταν
εναργέστατα στις, τηρουμένων των αναλογιών, σφύζουσες από κόσμο, κυρίως τώρα
τον Αύγουστο, θεσπρωτικές παραλίες, όπως διαπίστωσα ο ίδιος, αλλά και αλλού,
όπως πληροφορήθηκα, με την ταυτόχρονη… αποχή των παραθεριστών από τα τουριστικά
καταστήματα, κυρίως εστιατόρια και ταβέρνες, που οι άνθρωποι που τα λειτουργούν
ή εργάζονται σε αυτά πέρασαν ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι.
Από τις πολλές
συζητήσεις, ωστόσο, που συμμετείχα ή έτυχε να ακούσω, τείνω να πιστέψω πως περισσότερο
από το προβληματικό παρόν, εκείνο που βάρυνε τη συμπεριφορά όλων μας το φετεινό
καλοκαίρι είναι, καλώς ή κακώς, η πίστη των πλειονότητας των συνελλήνων ότι η
κατάσταση δεν βελτιώνεται και «τα χειρότερα είναι ακόμη μπροστά μας».
Άκουσα επανειλημμένα
ανθρώπους να λένε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, «ας πάμε και φέτος στο πανηγύρι,
γιατί του χρόνου μπορεί να μας το έχουν… κόψει κι αυτό», που μπορεί να μην
εδράζεται σε υπαρκτές πραγματικότητες, αλλά είναι άκρως ενδεικτικό για τις
απόψεις που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό
τις συμπεριφορές όλων μας.
Δεν είναι μόνον η
ατέρμονη συζήτηση για τις επικείμενες νέες περικοπές των κρατικών δαπανών κατά
11,5 δισεκατομμύρια ευρώ που επιβαρύνει την ατμόσφαιρα και εντείνει τον φόβο
και την ανασφάλεια των πολιτών που δεν
ξέρουν τι να πιστέψουν και γιατί να προετοιμαστούν με τόσα καταστροφολογικά
σενάρια που κυκλοφορούν και κάνουν τις ζωές τους άνω-κάτω.
Είναι, επιπλέον, τα
«βαλτωμένα» έργα που συναντά κανείς παντού, τα άδεια εργοτάξια, οι χέρσοι
κάμποι (ακόμη και εκεί που πριν από λίγα χρόνια το δημόσιο ξόδεψε εκατομμύρια
εκατομμυρίων για να γίνουν αναδασμοί και να αρδευτούν) που συνιστούν μια συνεχή
υπενθύμιση ότι η κρίση όχι μόνον δεν έγινε ευκαιρία, αλλά συνέτεινε στην
οικονομική παραλυσία, που, αντί να περιορίζεται, δυστυχώς επεκτείνεται.
Είναι, πολύ
περισσότερο, η γενική αίσθηση ότι για τίποτε και πουθενά δεν υπάρχει οργανωμένο
και συνεκτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Μοιάζει πολλές φορές
σαν η χώρα ολόκληρη –ηγέτες και πολίτες- να έχουμε πετάξει «λευκή πετσέτα» και
να περιμένουμε είτε κάποιοι άλλοι να κάνουν αυτό που συνήθως όλοι συνομολογούμε
στις καφενειακές συζητήσεις ότι πρέπει να γίνει, είτε να επέλθει το μοιραίο.
Από την Παιδεία και
την Υγεία ως τη λειτουργία του δημοσίου με τα τα φαινόμενα διαφθοράς και την
φοροδιαφυγή, ή από το μεταναστευτικό και την παραγωγική υποδομή ως τη
γραφειοκρατία και τα εμπόδια στο επιχειρείν , η εντύπωση των πολιτών είναι ότι δεν
γίνεται τίποτε ουσιώδες και οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια ελάχιστα
έχουν βελτιώσει την κατάσταση, αν δεν την έχουν επιβαρύνει κιόλας σε αρκετές
περιπτώσεις.
Γι΄ αυτό, πιστεύω,
ότι πρώτιστη υποχρέωση της σημερινής συγκυβέρνησης είναι να μην μείνει στην
πεπατημένη των μέτρων περικοπής των εισοδημάτων και των κρατικών δαπανών, αλλά
να εκπονήσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση, το οποίο θα
συμφωνήσει με τους εταίρους μας και θα παρουσιάσει στους πολίτες με ειλικρίνεια
και χωρίς ωραιοποιήσεις, φτιασιδώματα και δεύτερες, εκλογικές ή άλλες, σκέψεις.
Χωρίς αυτό, το «μη χειρότερα» θα μας συνοδεύει για πολλούς ακόμη καλοκαίρια.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος,
περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο
Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα:
http://topikakaiatopa.blogspot.com.