Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Οι δημοσκοπήσεις ευνοούν τους τολμηρούς!

             Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επί 75 συναπτά έτη, τόσο ο πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών, όσο και το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων που ζουν εκεί, παρουσίαζαν ανοδικές τάσεις. Η πορεία αντιστράφηκε για πρώτη φορά το 2020, τη χρονιά, δηλαδή κατά την οποία ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC), που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, πέρυσι το προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών πολιτών μειώθηκε κατά ένα χρόνο και οκτώ μήνες σε σύγκριση με τον αμέσως προηγούμενο χρόνο. Για την ακρίβεια, από τα 78,8 έτη που ήταν το 2019 ο μέσος όρος ζωής όσων ζουν στις ΗΠΑ, το 2020 υποχώρησε στα 77.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες επιπλέον θάνατοι που προκάλεσε η λοίμωξη Covid-19, η οποία έγινε η τρίτη αιτία θανάτου μετά τον καρκίνο και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, σε συνδυασμό με τους πρόσθετους περιορισμούς στη μετανάστευση που συνόδευσαν την πανδημία, είχαν ως αποτέλεσμα να παραμείνει την πρώτη χρονιά της πανδημίας σχεδόν στάσιμος ο αμερικανικός πληθυσμός. Ο οποίος, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, αντιμετωπίζει τα πολυσήμαντα φαινόμενα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης.

Στα δύο χρόνια τώρα που επελαύνει η πανδημία οι ανθρώπινες απώλειες σε όλο τον πλανήτη έχουν ξεπεράσει τα 5,4 εκατομμύρια. Και δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, η μακάβρια λίστα με τους θανάτους θα μακρύνει πολύ ακόμη, παρά τη μεγάλη πρόοδο της επιστημονικής γνώσης που συντελέστηκε αυτό το διάστημα, κυρίως με τα εμβόλια, δευτερευόντως με κάποια θεραπευτικά σχήματα που έσωσαν αρκετές ζωές και ενδεχομένως με τα πολυαναμενόμενα χάπια που μπαίνουν οσονούπω στη μάχη.

Αναλογιζόμενος κανείς το βαρύτατο τίμημα το οποίο έχουν πληρώσει σχεδόν χωρίς εξαίρεση όλες οι χώρες της υφηλίου, δεν μπορεί παρά να απορεί με τη συμπεριφορά τόσων συνανθρώπων μας που έχουν τη δυνατότητα να εμβολιαστούν και δεν το κάνουν. Όπως δεν μπορεί και να μην εκπλήσσεται από το γεγονός ότι τα ζητήματα της πανδημίας εξακολουθούν να γίνονται στη χώρα μας αντικείμενο οξείας κομματικής αντιπαράθεσης.

Από το ξέσπασμα της πανδημίας έως τώρα, σχεδόν δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχει καταγραφεί μια διαφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αξιωματική αντιπολίτευση. Από τις μάσκες και τα παγούρια των μαθητών, έως την καθιέρωση της περιορισμένης υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών και τους περιορισμούς στην κυκλοφορία των πολιτών, από το lockdown και το click away έως τα SMS και τα κίνητρα για τον εμβολιασμό των νέων, δεν έχει υπάρξει ούτε ένα σημείο στο οποίο να συνέπεσαν οι απόψεις και οι εκτιμήσεις των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων.

Κατά έναν πολύ παράδοξο τρόπο ό,τι και να έχει κάνει ως τώρα η κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν χάνει την ευκαιρία να καταγράψει την αντίρρηση ή τη διαφωνία της όταν δε ασκεί οξεία κριτική ή δεν εξαπολύει ανηλεή πολεμική. Όμως, όσο προφανές είναι ότι η κυβέρνηση δεν τα έκανε όλα σωστά, αφού και λάθη έγιναν και ατολμίες εμφανίστηκαν και παλινωδίες παρατηρήθηκαν, εξίσου βέβαιο είναι ότι ούτε η αντιπολίτευση κατείχε την απόλυτη αλήθεια ή γνώριζε τη χρυσή συνταγή που θα αναχαίτιζε την πανδημία και θα εξαφάνιζε κρούσματα, νοσηλείες και ανθρώπινες απώλειες.    

Η αλήθεια είναι ότι και σε άλλες χώρες παρατηρήθηκαν διαφωνίες και συγκρούσεις για τα περιοριστικά μέτρα και τα εμβολιαστικά προγράμματα. Μόνον, όμως, που οι περισσότερες κυβερνήσεις, οι οποίες, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος, χειρίστηκαν την πανδημία, ήρθαν αντιμέτωπες με ακραίες ομάδες αρνητών και όχι με κανονικές πολιτικές δυνάμεις που άσκησαν παλαιότερα κυβερνητικά καθήκοντα ή φιλοδοξούν βάσιμα να ασκήσουν στο μέλλον.  

Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, δεν είναι κακό ούτε η διαφωνία ούτε η κριτική. Αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι και τα δύο είναι μέσα στα καθήκοντα της αντιπολίτευσης, η οποία έχει υποχρέωση να αναδεικνύει τα κακώς κείμενα και να στηλιτεύει τις αστοχίες, τα λάθη και τις παραλείψεις των κυβερνώντων. Έχει, ωστόσο, σημασία πως εκφράζεται η διαφωνία και πως διατυπώνεται η κριτική.

Ένα σοβαρό, για παράδειγμα, ερώτημα είναι αν η συμπαράταξη με τους αντιεμβολίαστους υγειονομικούς προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο ή πυροδοτεί το κύμα των αρνητών. Για να μην πούμε για το λάθος μήνυμα που εκπέμπεται με τον επίμονο ισχυρισμό για προσλήψεις όταν είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο προσωπικό από τις ειδικότητες (εντατικολόγοι και πνευμονολόγοι) που είναι αναγκαίες για να λειτουργήσουν καλύτερα οι ΜΕΘ.

Δεν θα είναι υπερβολή αν ισχυριστεί κάποιος ότι μόνον ένα μέρος από τον χρόνο που αφιερώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες στους καβγάδες για τις ΜΕΘ αν είχε χρησιμοποιηθεί σε μια διακομματική προσπάθεια για να ενισχυθεί η προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα όσων συμπολιτών μας εξακολουθούν να διστάζουν ή φοβούνται, τότε οι υφιστάμενες ΜΕΘ θα αρκούσαν για να νοσηλεύσουν όσους τις χρειαζόταν, παρότι έχουν εμβολιαστεί.

Κατόπιν αυτού είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τα πολιτικά οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει ο Αλέξης Τσίπρας αν ηγείτο του αγώνα υπέρ των εμβολιασμών. Πάντως, ο αρχηγός των Βρετανών Εργατικών Κιρ Στάρμερ, που στηρίζει τα περιοριστικά μέτρα που παίρνει ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον και δεν αρέσουν στα στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος, έχει περάσει μπροστά στις δημοσκοπήσεις.

Εκτός και αν μας που πουν ότι πρόκειται κι εκεί για… συνωμοσία των «πετσομένων» δημοσιογράφων και δημοσκόπων που σπρώχνουν τον Στάρμερ, όπως υποτίθεται ότι κάνουν εδώ με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Όπως και να έχει, πάντως, ο νεοεκλεγείς αρχηγός του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ δείχνει να τολμάει, αφού, όπως διαβάζουμε στο «Θέμα» που κυκλοφορεί, τάσσεται υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού στο Δημόσιο.

Και μπράβο του, διότι, εκτός του ότι προοδευτικοί πολίτες είναι οι λογικοί πολίτες, συμβαίνει στις κάλπες να προσέρχονται οι ζωντανοί και όχι οι… τεθνεώτες!

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Να τελειώνουμε με τους (κάθε λογής) Κουρουμπλήδες

Ούτε ένας, ούτε δύο, ενενήντα εννέα Συντηρητικοί βουλευτές από το κόμμα του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον καταψήφισαν αυτή την εβδομάδα τα νέα μέτρα για την αναχαίτιση της πανδημίας του κορωνοϊού που εσπευσμένα εισηγήθηκε η κυβέρνησή τους έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα αμεριμνησίας κατά το οποίο δεν ίσχυε σχεδόν κανένας περιορισμός, αφού ακόμη και σε κλειστούς χώρους η χρήση μάσκα ήταν απολύτως προαιρετική.

Υπό άλλες συνθήκες, η εισήγηση του Τζόνσον, ο οποίος είναι βαριά εκτεθειμένος στα μάτια των σκεπτόμενων Βρετανών πολιτών για τον απερίσκεπτο και αλλοπρόσαλλο τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την πανδημία ήδη από το ξέσπασμά της, θα απορρίπτονταν και η κυβέρνηση θα κλυδωνίζονταν αφού θα μπορούσε να τεθεί θέμα απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Χάρις, ωστόσο, στην υπεύθυνη στάση των Εργατικών, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα μέτρα υπερψηφίστηκαν με ευρεία πλειοψηφία και, έτσι, η κυβέρνηση του λαϊκιστή Βρετανού πρωθυπουργού, παρέμεινε στη θέση της, ενδεχομένως μέχρι την επόμενη μεγάλη κρίση που θα την οδηγήσει στην πτώση.

Ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ απέφυγε να οξύνει την κατάσταση και να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, επωφελούμενος την ανταρσία των «Τόρις». Κι αυτό παρότι ο αντίπαλός του βρισκόταν στο καναβάτσο καθώς, μεταξύ πολλών άλλων, αντιμετώπιζε και καταγγελίες ότι πέρυσι διοργάνωσε, εν μέσω lockdown, πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ.

Προσπαθήστε λίγο να το κάνετε όλο αυτό εικόνα, βάζοντας στην εξίσωση τις ελληνικές αναλογίες. Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη υποχρεώνεται να πάρει σκληρά μέτρα που την φέρνουν σε αντιπαράθεση με το εκλογικό ακροατήριο της και μια μερίδα βουλευτών της ετοιμάζεται να καταψηφίσει εισηγήσεις της π.χ. για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των ενστόλων. Άραγε, τι θα έκανε η εγχώρια αξιωματική αντιπολίτευση σε μια τέτοια περίπτωση;

Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι στους 21 μήνες, που διαρκεί ήδη η πανδημία, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει υπερψηφίσει ούτε ένα από τα –θετικά ή και λιγότερο θετικά- μέτρα κατά της πανδημίας, η απάντηση είναι πολύ εύκολη: Οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα καταψήφιζαν με τα δύο χέρια ακόμη και προτάσεις που έχουν διατυπωθεί από τα χείλη δικών της στελεχών.

Τις τελευταίες ημέρες, για παράδειγμα, ένας από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ περιφέρεται στα κανάλια εγκαλώντας την κυβέρνηση επειδή δεν επαναφέρει το αμφιλεγόμενο μέτρο της τηλεργασίας στον δημόσιο τομέα, κάνοντας, μάλιστα, παραλληλισμούς με το ό,τι ισχύει διεθνώς με τις εταιρίες τεχνολογίας. Όταν, ωστόσο, θεσπίστηκε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο μέτρο ο περί ού ο λόγος βουλευτής, όπως και όλοι οι συνάδελφοί του, το είχε καταψηφίσει.

Όπως καταψήφισαν ομοθυμαδόν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών στους υγειονομικούς, το οικονομικό κίνητρο για τους εμβολιασμούς των νέων, τα πρόστιμα για τους ηλικιωμένους που παραμένουν ανεμβολίαστοι, τις ποινές για τους αρνητές γονείς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Και τόσα πολλά άλλα που βασικό απότοκό τους δεν ήταν άλλο από τη συγκάλυψη λαθών και παραλείψεων της κυβέρνησης, η οποία προβάλει ως δύναμη ευθύνης και σοβαρότητας.

Δεν πρέπει να έχει υπάρξει άλλη αξιωματική αντιπολίτευση σε όλη την υφήλιο που στη διάρκεια της πανδημίας να έχει πει «όχι σε όλα» και να έχει επιχειρήσει τόσο απεγνωσμένα να εκμεταλλευθεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση που ισχύει παγκοσμίως και για την οποία ουδείς είχε έτοιμη τη συνταγή αντιμετώπισης ή βρήκε να εφαρμόσει άλλο αποτελεσματικό αντίδοτο εκτός από τον μαζικό εμβολιασμό.

Ως αποκορύφωμα όλου αυτού του αρνητικού αντιπολιτευτικού κατήφορου ήρθε το παραλήρημα του βουλευτή Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο οποίος σε ένα ξέφρενο κρεσέντο λαϊκισμού μίλησε για «δολοφονίες». Ναι, το διέπραξε ο πολιτικός που ως υπουργός Υγείας ήθελε να κάνει υποχρεωτικές ορισμένες προληπτικές εξετάσεις, όπως η κολονοσκόπηση, και απειλούσε ότι όσοι δεν τις έκαναν, εφόσον νοσούσαν, θα τιμωρούνταν με την ποινή της συμμετοχής στο κόστος νοσηλείας.

Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Κουρουμπλής δεν είναι ούτε ο πρώτος διδάξας ούτε ο μοναδικός εκπρόσωπος της αμετροεπούς κοινοβουλευτικής μεγαλοστομίας. Τα τελευταία χρόνια μπουχτίσαμε από τέτοιες υπερβολές. Αποτελεί ωστόσο ένα κλασικό παράδειγμα πολιτικού που έκανε καριέρα με την «ικανότητά» του να υποστηρίζει τα πάντα αλλά και τα αντίθετα.

Είναι αυτό το χαρακτηριστικό του, άλλωστε, που τον οδήγησε να γίνει ένας από τους πρώτους βουλευτές που αποσκίρτησαν από το ΠΑΣΟΚ, καταψηφίζοντας το πρώτο Μνημόνιο όταν διείδε την επερχόμενη πτώση της κυβέρνησης του, χωρίς να διστάσει αργότερα, όταν έγινε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, να πει «ναι» στο τρίτο και χειρότερο Μνημόνιο που επιβλήθηκε στη χώρα.

Ο παμπόνηρος, όπως τον περιγράφουν όσοι τον γνωρίζουν καλά, 70χρονος πολιτικός από το Ματσούκι Αιτωλοακαρνανίας, διερμηνεύοντας την πολεμική ατμοσφαιρα που δημιουργούσε το κόμμα του γύρω από το ζήτημα των ΜΕΘ, θεώρησε ότι ήταν η ώρα να κερδίσει ο ίδιος τις εντυπώσεις. Όπως συμβαίνει όμως με τους περισσότερους λαϊκιστές, που θέλουν να είναι πάντα στον αφρό, έτσι και ο κ. Κουρουμπλής ξεπέρασε, μάλλον χωρίς να το αντιληφθεί, τα εσκαμμένα.

Με την άρνησή του, μάλιστα, να ανασκευάσει, ο κ. Κουρουμπλής έδωσε την ευκαιρία στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ να τον διαγράψει, προβαίνοντας, ίσως, στην πρώτη υπεύθυνη πράξη του από την έναρξη της πανδημίας. Ο ίδιος, εξάλλου, ο Αλέξης Τσίπρας και οι πιο στενοί του συνεργάτες έχουν ως τώρα δώσει αρκετά αρνητικά δείγματα γραφής στον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνταν στα θέματα της πανδημίας.

Όπως και να έχει, πάντως, η εξέλιξη που είχε η υπόθεση του Αιτωλοακαρνάνα πολιτικού είναι μάλλον ευοίωνη. Διότι μπορεί αποτελέσει αφορμή για να… τελειώνουμε με τους (κάθε λογής) Κουρουμπλήδες που η συμπεριφορά τους δίνει άλλοθι στους αρνητές. Κάτι που κάνει τη χώρα μας να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού και μοιραία ένα από τα υψηλότερα ποσοστά θνητότητας από τους νοσούντες με Covid.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Το κενό του Νίκου Ανδρουλάκη

 Η ευρεία νίκη την οποία πέτυχε ο Νίκος Ανδρουλάκης στον επαναληπτικό γύρο των εκλογών του Κινήματος Αλλαγής και η πανηγυρική ανάδειξή του στην ηγεσία του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ δεν απετέλεσε έκπληξη για όποιον μπορεί και βλέπει τα πράγματα χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των… wishful thinking (ευσεβών πόθων, ελληνιστί).

Έκπληξη επίσης δεν μπορεί να απετέλεσε ούτε η αθρόα συμμετοχή των μελών και των φίλων του ΠΑΣΟΚ που –σε αναλογία τρεις στους τέσσερις- πήγαν και στο δεύτερο γύρο για να στηρίξουν την ισχυρή εντολή για ανανέωση της παράταξής του, αλλά και ευρύτερα του πολιτικού σκηνικού που είχαν δώσει ήδη από την πρώτη Κυριακή.

Χιλιάδες πολίτες έστειλαν εκ νέου το μήνυμά τους, σε πείσμα όλων των συνωμοσιολογικού τύπου δαιμονολογιών για έξωθεν παρεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία που διακινήθηκαν, κυρίως στις παραμονές του πρώτου γύρου, από ανθρώπους που σκέφτονται με όρους του χθες και δυσκολεύονται να δουν τη νέα πολιτική γεωγραφία που αρχίζει να προβάλλει καθώς η χώρα, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που κουβαλάει από το κοντινό αλλά και το μακρινό παρελθόν, κάνει σοβαρά βήματα επιστροφής στην κανονικότητα.

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης της σημασίας που δικαιολογημένα δίνεται στη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ, αρκεί να επισημάνουμε ότι η υποψήφια της Δεξιάς παράταξης στη Γαλλία Βαλερί Πεκρές η οποία θα τρέξει την προσεχή άνοιξη στην κούρσα της Προεδρίας απέναντι στον Εμάνουελ Μακρόν, τη Μαρί Λεπέν και τους υπολοίπους υποψηφίους, που θα διεκδικήσουν την εκλογή τους στο Μέγαρο των Ηλυσίων, αναδείχθηκε από ένα σώμα ψηφοφόρων που αριθμούσε μόνον τα 140.000 μέλη που είναι εγγεγραμμένα στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων.

Υπό αυτή την έννοια, οι συνθήκες υπό τις οποίες ο 42χρονος ευρωβουλευτής από την Κρήτη γίνεται αρχηγός του τρίτου, μεν, στην κατάταξη κόμματος της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά κομβικού για τις εξελίξεις των επόμενων ετών, μοιάζουν να είναι πολύ ευοίωνες. Το εμφανές, εξάλλου, πολιτικό κενό στον χώρο της Κεντροαριστεράς που άφησε η εκλογική συρρίκνωση, την οποία, δικαίως ή αδίκως, υπέστη το ΠΑΣΟΚ την περίοδο της μνημονιακής κρίσης, είναι εκεί και περιμένει τον κ. Ανδρουλάκη να το (επανα)καταλάβει.

Καλώς ή κακώς, ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο μετακόμισε απογοητευμένη η μεγαλύτερη μάζα των παλαιών ΠΑΣΟΚικών ψηφοφόρων, δεν κατάφερε να τους παράσχει μόνιμη στέγη. Είτε επειδή δεν ήθελε, είτε επειδή δεν μπόρεσε. Όταν ο αρχηγός του δηλώνει στα σοβαρά ότι προτίθεται «να στρίψει Αριστερά για να βρεθεί στο Κέντρο», είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά με την «ανάγνωση» της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, όπως διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια και αποτυπώνεται σε όλες τις μετρήσεις για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Μόνον, για παράδειγμα, ένας που εθελοτυφλεί δεν βλέπει το πολιτικό παράδοξο που συνιστά η φθορά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η αδυναμία της να επωφεληθεί από τα λάθη της κυβέρνησης. 

Πρόκειται, ωστόσο, για παράδοξο που είναι εύκολα ερμηνεύσιμο για όποιον παρακολουθεί την αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αρνείται, με αστεία προσχήματα, να συναινέσει ακόμη και σε πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης που αποτελούν συνέχεια της προηγούμενης, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, οι πολύ σημαντικές αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.

Το βασικό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα η μεγάλη ευκαιρία για τον νέο ηγέτη του ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται μέσα από την κυνική παραδοχή που είχε κάνει πριν από μερικούς μήνες η πρώην υπουργός Έφη Αχτσιόγλου ότι «η κανονικότητα στην πραγματικότητα ποτέ δεν είναι ευκαιρία για την Αριστερά». 

Άλλωστε, παρά τις άκομψες προσπάθειες που έκανε ο αρχηγός του για να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και δεν μπόρεσε να μεταμορφωθεί στο κόμμα του Κέντρου που είχε ανάγκη η σταδιακή υπέρβαση της κρίσης.

Παρά το γεγονός ότι πολλά βήματα για την επιστροφή στην κανονικότητα έγιναν και επί των ημερών που είχε η ίδια την ευθύνη της διακυβέρνησης, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με τη διάθεση της κοινωνίας για ευημερία μέσα από την ανάπτυξη και τη διεύρυνση του συλλογικού πλούτου. 

Παρέμεινε προσκολλημένη σε παρωχημένα δόγματα οργανώνοντας εν μέσω πανδημίας πορείες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τρομοκρατών ή κλείνοντας το μάτι σε κάθε λογής αντιεμβολιαστές που θολώνει την εικόνα της δυσμενούς πραγματικότητας και συσκοτίζει την ατολμία και τη διαχειριστική ανεπάρκεια της κυβέρνησης.

Κακά τα ψέματα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρινόταν με επάρκεια στα αντιπολιτευτικά του καθήκοντα και προέβαλε ως η εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει καταλάβει ένα μέρος του Κέντρου, η διαδικασία για την εκλογή νέου αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ δεν θα κινητοποιούσε τόσο κόσμο και ούτε θα προκαλούσε τόσες συζητήσεις.

Όλα αυτά συνέβησαν διότι είναι πολλοί εκείνοι που βλέπουν το κενό που υπάρχει στο γήπεδο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ένα κενό το οποίο καλείται να καλύψει ο νέος παίκτης που ακούει στο όνομα Νίκος Ανδρουλάκης και μπαίνει από σήμερα στο τερέν.

Το πολιτικό momentum που δημιούργησε η εκλογή του, ευνοεί τον νέο ηγέτη της Κεντροαριστεράς. Από τον ίδιο και τα χαρίσματά του, που περιμένουν να ξεδιπλώσει όσοι τον ψήφισαν, θα εξαρτηθεί αν θα εκμεταλλευτεί τις συνθήκες που θα συναντήσει, ασκώντας σκληρή κριτική προς την κυβέρνηση, από την πλευρά της λογικής, του μέτρου και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν τις προτάσεις του.

Όπως, στο τέλος – τέλος, αρμόζει σε ένα κόμμα και σε έναν αρχηγό της σύγχρονης και αυθεντικής Κεντροαριστεράς που κοιτάει μπροστά.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Fake news και… χούντες στη χώρα της υπερβολής

Ώρες – ώρες είναι απίστευτη η ευκολία με την οποία εκτοξεύονται στη χώρα μας καταγγελίες επί παντός του επιστητού. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι πόσοι άνθρωποι είναι έτοιμοι να υιοθετήσουν άκριτα την οποιαδήποτε τερατολογία διατυπώνουν πρόσωπα που δεν διαθέτουν την παραμικρή έξωθεν καλή μαρτυρία.

Είναι άκρως χαρακτηριστική η τροπή που πήρε ο δημόσιος διάλογος αμέσως μετά τους αστήρικτους, όπως αποδείχθηκε, ισχυρισμούς που διατύπωσε ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ Μιχάλης Γιαννάκος για τις υποτιθέμενες «VIP ΜΕΘ» που διατίθενται μόνον για όσους από τους επωνύμους ασθενούν από την Covid-19.

Τα «μασημένα» λόγια του εν λόγω συνδικαλιστή που ακούστηκαν σε μεταμεσονύκτια εκπομπή πήραν αίφνης μεγάλες διαστάσεις. Δικαιολογημένα εκ πρώτης, θα έλεγε κανείς, κρίνοντας από την ιδιότητα που φέρει ο καταγγέλλων ως συνδικαλιστικός ηγέτης των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία, γεγονός που δημιουργεί την εντύπωση ότι μιλάει έχοντας εκ των ένδον γνώση για τα τεκταινόμενα στο ΕΣΥ.

Επειδή, ωστόσο, όπως λέει και η γνωστή λαϊκή ρήση «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά», δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς για την αξιοπιστία του καταγγέλλοντος. Ο κ. Γιαννάκος δεν είναι ένα άγνωστο πρόσωπο, ούτε είναι ένας τυχαίος συνδικαλιστής. Έχει βαρύ «βιογραφικό», αφού είναι ο άνθρωπος που για πάνω από επτά χρόνια, που είναι πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ ηγείται μιας δράκας συναδέλφων του οι οποίοι με συχνότητα τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα πορεύονται στο κέντρο της Αθήνας με κύριο προορισμό την οδό Αριστοτέλους όπου εδρεύει το υπουργείο Υγείας.

Σχεδόν πάντα οι συμμετέχοντες στις εκδηλώσεις που οργανώνει ο κ. Γιαννάκος είναι πολύ λίγοι, αλλά ο ίδιος βρίσκει τις περισσότερες φορές τρόπους για να κερδίσει θέση στα τηλεοπτικά δελτία με τις ακτιβιστικές πρωτοβουλίες του οι οποίες συνοδεύουν συνήθως τους αμετροεπείς και καταστροφολογικούς ισχυρισμούς του που, αυτό πρέπει να του το… αναγνωρίσουμε, διατυπώνονται ανεξαρτήτως κυβέρνησης.

Ο ίδιος, άλλωστε, δύο φορές τα τελευταία χρόνια έχει πρωταγωνιστήσει στο ακτιβιστικού χαρακτήρα… χτίσιμο με τσιμεντόλιθους της εισόδου του Δρομοκαΐτειου νοσοκομείου, από το οποίο μισθοδοτείται και έλκει τη συνδικαλιστική του ιδιότητα: η πρώτη ήταν το 2013 επί υπουργίας Άδωνη Γεωργιάδη και η δεύτερη το 2018 επί των ημερών του Ανδρέα Ξανθού και του Παύλου Πολάκη.

Οι αντιπαραθέσεις που είχε ειδικά με τον κ. Πολάκη, ο οποίος έβγαινε στα παράθυρα του υπουργείου και φωτογράφιζε τους συγκεντρωμένους κάτω από το γραφείο του για να αποδείξει ότι δεν αντιπροσώπευαν τη μεγάλη μάζα των πραγματικών εργαζομένων στα νοσοκομεία, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο τηλεοπτικού reality που θα προκαλούσε άφθονο γέλιο στο… φιλοθεάμον κοινό.

Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχανε ευκαιρία να χαρακτηρίζει τον πρόεδρο της ΠΟΕΔΗΝ «ξεφτίλα» και να τον προειδοποιεί ότι «έκλεισε ο κύκλος σας, η θέση σας είναι στα σκουπίδια της Ιστορίας». Αλλά και ο συνδικαλιστής δεν ήταν καθόλου φειδωλός, ανταπαντώντας εξίσου ωμά στα πυρά που δεχόταν χαρακτηρίζοντας τον κ. Πολάκη «πολιτικό μίασμα» και «βόθρο»!

Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι δυο τους δεν ήταν τίποτε διαφορετικό από τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που ακούει στο όνομα «λαϊκισμός χωρίς όρια». Γι΄ αυτό και μάλλον ουδείς εξεπλάγη όταν ο Παύλος Πολάκης έδωσε βροντερό παρών στην πρόσφατη συγκέντρωση που οργάνωσε ο κ. Γιαννάκος και οι συν αυτώ κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού των συναδέλφων τους υγειονομικών υπαλλήλων.

Όπως μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε από το γεγονός ότι από μια σημαντική μερίδα των μέσων ενημέρωσης ελήφθησαν σοβαρά τα όσα υποστήριξε για τις «VIP ΜΕΘ» ο συνδικαλιστής ο οποίος μόλις πριν από λίγο καιρό είχε παραδεχθεί ότι σκοπίμως συνέδεσε την παράλυση που υπέστη μιας ατυχής συνάδελφός του με τον εμβολιασμό της, προκειμένου, όπως ομολόγησε, να εξασφαλίσει ότι θα λάμβανε αποζημίωση.

Είναι νομίζω καιρός να παραδεχτούμε και να συνομολογήσουμε ότι ζούμε στη χώρα της απροσμέτρητης υπερβολής, στη χώρα που ο οποιοσδήποτε μπορεί να ισχυρίζεται οτιδήποτε, έχοντας εδραία την πεποίθηση ότι όχι μόνον δεν θα υποστεί συνέπειες και δεν θα πληρώσει τα επίχειρα των πράξεων του αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα ηρωοποιηθεί. Αναλογιστείτε μόνον πόσες φορές το τελευταίο διάστημα ακούσαμε ότι στη χώρα μας βιώνουμε καταστάσεις που θυμίζουν… «χούντα» ή συνιστούν «θεσμικό πραξικόπημα».

Από το περυσινό lockdown, το οποίο ορισμένοι ήλπιζαν και εύχονταν να εφαρμοστεί και φέτος, έως την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών που, σε πείσμα της αντίθετης άποψης σύσσωμης της τάξης των συνταγματολόγων, διάφοροι ημιμαθείς του Διαδικτύου επιμένουν να ισχυρίζονται ότι παραβιάζονται συνταγματικά δικαιώματα, την περίοδο της πανδημίας γίναμε μάρτυρες κάθε είδους δαιμονολογικής και συνωμοσιολογικής θεωρίας.

Το γεγονός ότι ισχυρά αντιεμβολιαστικά κινήματα έδρασαν και εξακολουθούν να δρουν και σε άλλες –εξίσου ή και περισσότερο προηγμένες από μας- χώρες δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για όσα αρκούντως παράδοξα ζούμε στην Ελλάδα, η οποία μπορεί να εξακολουθεί να υπολείπεται σε ορισμένα ζητήματα από τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο στον οποίο θεωρητικά ανήκει, αλλά σε πολλά άλλα –και κυρίως στις συχνά υπερβολικές δημοκρατικές διαδικασίες που ισχύουν- δεν έχει να ζηλέψει τίποτε.

Παρά ταύτα, όμως, σε οποιαδήποτε ευνοούμενη Πολιτεία κανένας συνδικαλιστής δεν θα μπορούσε να συμπεριφερθεί όπως χρόνια τώρα συμπεριφέρεται ο κ. Γιαννάκος. Και, βεβαίως, ούτε όσοι αρέσκονται με τους τωρινούς ισχυρισμούς του θα υποστήριζαν ότι διακατέχονται από… χουντική νοοτροπία όσοι ζητούν να δώσει λόγο στη Δικαιοσύνη για να αποδειχθεί αν όσα διακινεί έχουν σχέση με την πραγματικότητα ή αν αποτελούν ασύστολα fake news.

Υ.Γ.: Σκεφτείτε μόνον τι άλλο θα μπορούσαμε να ακούσουμε αν δεν ήμασταν η τελευταία δυτική χώρα που αποτίναξε το δικτατορικό καθεστώς και αν δεν μετρούσαμε μόλις 47 χρόνια απρόσκοπτου δημοκρατικού βίου και απαλλαγής από την πραγματική χούντα που ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες έζησαν…

Υ.Γ. 2: Και όλα αυτά συμβαίνουν στη χώρα που γέννησε το μέτρο. Τι άραγε να πήγε λάθος;

 

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Το ΠΑΣΟΚ «προώρισται να ζήσει και θα ζήσει»

 Η αθρόα και κατά πολλούς αναπάντεχη συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη νέου ηγέτη του κινήματος Αλλαγής συνιστά από μόνη του ένα πολυσήμαντο πολιτικό γεγονός που δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο που πιστεύει στους δημοκρατικούς θεσμούς και θέλει να ζει σε μια κοινωνία που απαρτίζεται από μέλη τα οποία συμμετέχουν στα κοινά και δείχνουν συμπεριφορά υπεύθυνου πολίτη.

Εκ πρώτης, λοιπόν, όποιος βρέθηκε την Κυριακή σε οποιαδήποτε από τις πολλές ουρές που σχηματίστηκαν στους χώρους που ψήφιζαν τα μέλη και οι φίλοι του ΠΑΣΟΚ, είναι βέβαιο ότι πήρε μια καλή γεύση από μια κομματική διαδικασία που εξελίχθηκε σε νίκη της Πολιτικής και θρίαμβο της δημοκρατικής συμμετοχής.

Αψηφώντας τις ειδικές συνθήκες που συνιστούσε το γεγονός ότι, εν μέσω της ευρισκόμενης σε έξαρση πανδημίας του κορωνοϊού, έπρεπε να στηθούν σε ουρές για να μπουν και να ψηφίσουν σε κλειστές αίθουσες, ηλικιωμένοι στην πλειονότητά τους συμπολίτες μας περίμεναν καρτερικά και χωρίς διαμαρτυρίες να έρθει η σειρά τους για να εκπληρώσουν το δημοκρατικό τους καθήκον. Ένα καθήκον που στους περισσότερους το επέβαλε η συνείδησή τους και μόνο.

Είναι, άλλωστε, πολύ δύσκολο να βρει κάποιος άλλο λόγο που να εξηγεί την προσέλευση τόσων πολλών ανθρώπων στις κάλπες ενός κατά τεκμήριο μικρού, πλέον, κόμματος το οποίο είναι για σχεδόν επτά χρόνια έξω από τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας, πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί κοινή πεποίθηση όλων αυτών πως όταν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας προσέφερε θετικές υπηρεσίες στην πατρίδα και στους πολίτες. Ήταν, κακά ψέματα, μια ψήφος πρωτίστως ευγνωμοσύνης και δευτερευόντως προσδοκίας.

Η ίδια, πιθανότατα, προαίρεση είναι και αυτή που καθόρισε και τη σειρά κατάταξης των υποψήφιων. Για όσους δεν αρέσκονται στις συνωμοσιολογικές εξηγήσεις των πραγμάτων και τείνουν ευήκοον ους στα εκάστοτε μηνύματα της κοινωνίας, η καθαρή επικράτηση του Νίκου Ανδρουλάκη υπήρξε μια σαφής επιβράβευση του 42χρονου ευρωβουλευτή ο οποίος, από τη μια, δεν απομακρύνθηκε από το ΠΑΣΟΚ στα χρόνια της φθοράς του και, από την άλλη, όντας ο νεότερος από τους βασικούς διεκδικητές της ηγεσίας είναι εκείνος που δεν έχει στην πλάτη του τα βαρίδια της εφαρμογής μνημονιακών πολιτικών.

Οι φίλοι του Κινήματος Αλλαγής παραγνώρισαν το γεγονός ότι ο νέος εκλεκτός τους δεν έχει τη βουλευτική ιδιότητα και άρα η παράταξή τους θα είναι κατά κάποιον τρόπο κοινοβουλευτικά ακέφαλη για το διάστημα (μικρό ή μεγαλύτερο, ουδείς γνωρίζει) που απομένει ως τις επόμενες εκλογές. Του συγχώρησαν επίσης πολλές από τις αδυναμίες που επέδειξε, ανάμεσα στις οποίες ήταν αναμφισβήτητα η αναποφασιστικότητα να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα. Προέκριναν μάλλον το γεγονός ότι είναι πολιτικός της νέας εποχής που δεν αρέσκεται στις συγκρούσεις.

Όλα δείχνουν ότι η νίκη του κ. Ανδρουλάκη δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από έκφραση του αισθήματος πολιτικής αυτοσυντήρησης των κοινωνικών δυνάμεων που εκφράστηκαν τα τελευταία 47 χρόνια από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη, του Γιώργου Παπανδρέου, του Ευάγγελου Βενιζέλου και της Φώφης Γεννηματά.

Γι΄ αυτό και εάν υπάρχει ένα κεντρικό συμπέρασμα που εξάγεται από την κάλπη για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, νομίζω ότι αυτό συμπυκνώνεται στην παράφραση μιας διάσημης φράσης του Χαριλάου Τρικούπη που στην προκείμενη περίπτωση είναι ότι το ΠΑΣΟΚ «προώρισται να ζήσει και θα ζήσει».

Επειδή, ωστόσο, στην πολιτική οι εξελίξεις δεν είναι ποτέ ευθύγραμμες, το πως θα ζήσει το ΠΑΣΟΚ -και για την ακρίβεια αν θα αποκτήσει εκ νέου πρωταγωνιστικό ρόλο ή θα συνεχίσει να περιορίζεται σε ρόλο κομπάρσου στην πολιτική ζωή του τόπου- εξαρτάται εν πολλοίς από την ηγετική στόφα που θα επιδείξει ο νέος αρχηγός του.

Υπό αυτή την έννοια, ο κ. Ανδρουλάκης, ο οποίος όλα δείχνουν ότι θα είναι εκείνος που θα κόψει πρώτος το νήμα και την επόμενη Κυριακή, καλείται να πάρει γενναίες πρωτοβουλίες αφενός για να επιτύχει την ενότητα της Κεντροαριστεράς και αφετέρου για να προβάλλει αξιόπιστη εναλλακτική πρότασης εξουσίας. Κάτι που αδυνατεί να κάνει δυόμισι χρόνια τώρα το κόμμα που αναδείχθηκε τον Ιούλιο του 2019 στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Άλλωστε, μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να παραγνωρίζει ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σπατάλησε τη μοναδική ευκαιρία που της δόθηκε, καθώς αποδείχθηκε ανίκανη να εκμεταλλευθεί την τύχη που επεφύλαξε η μνημονιακή κρίση σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, το οποίο αποδείχθηκε ανίκανο να καλύψει το κενό που βρήκε στον χώρο του Κέντρου, που είναι χώρος ευθύνης και λογικής.

Όπως και να έχει, πάντως, η προσπάθεια για να αποκατασταθεί η τάξη πραγμάτων στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς δεν τέλειωσε αυτή την Κυριακή ούτε θα τελειώσει την επόμενη με την πανηγυρική κατά τα φαινόμενα ανάδειξη του νέου αρχηγού στο Κίνημα Αλλαγής. Με τη στάση που τήρησαν, οι 270 χιλιάδες πολίτες που πήγαν στην κάλπη έβαλαν πολύ ψηλά τον πήχη στον επόμενο πρόεδρο του, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τον υπερβεί αν θέλει να δικαιώσει την εντολή που ζήτησε και έλαβε.

Ανεξαρτήτως, εξάλλου, εκλογικού αποτελέσματος, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι επόμενες βουλευτικές κάλπες θα δώσουν το έναυσμα για μια ριζική αναδιάρθρωση του υφιστάμενου εκλογικού σκηνικού, το οποίο, όπως μαρτυρούν όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης και κατέδειξαν οι κάλπες του ΚΙΝΑΛ, βρίσκεται σε φάση μετάβασης.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Με «Ιερεμιάδες» και… κατάρες δεν αρθρώνεται εναλλακτική πρόταση

 Η ανακοίνωση την περασμένη Τρίτη της απόφασης του πρωθυπουργού να καθιερώσει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό για τους συμπατριώτες μας που είναι πάνω από 60 ετών και δεν έχουν πειστεί ως τώρα να κάνουν την αυτονόητη κίνηση που θα σώσει τις ζωές των ίδιων και των γύρω τους, συνοδεύτηκε από έναν καταιγισμό «Ιερεμιάδων» οι οποίες κατέκλυσαν ένα μεγάλο μέρος από τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που, κακά τα ψέματα, αποτελούν τον κατ΄ εξοχήν προπαγανδιστικό μηχανισμό των πολιτικών δυνάμεων.

Με θρηνωδίες που δεν απείχαν καθόλου από τα θρηνητικά ποιήματα του βιβλικού προφήτη Ιερεμία που προέβλεπε την άλωση της Ιερουσαλήμ, ορισμένοι έφθασαν στο σημείο να προαναγγέλλουν ότι το μηνιαίο πρόστιμο των 100 ευρώ, το οποίο θα βεβαιώνει η ΑΑΔΕ σε όσους επιμένουν να μην εμβολιάζονται, θα αποτελούσε το… κύκνειο άσμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Το διαδίκτυο… πήρε φωτιά από τις πύρινες διακηρύξεις «αγωνιστών» του πληκτρολογίου που σε κάποιες περιπτώσεις προέτρεπαν τους πολίτες να βγουν στους δρόμους και στις πλατείες, χωρίς να διευκρινίζουν αν ήταν μόνον για να διαμαρτυρηθούν κατά της εμβολιαστικής «χούντας» ή για να δουν με τα μάτια τους την πτώση της κυβέρνησης που κατά πάσα πιθανότητα θα… απέκρυπταν τα «βοθροκάναλα» και τα υπόλοιπα… πετσοταϊσμένα συστημικά μέσα ενημέρωσης.

Για κάποιον, ωστόσο, περίεργο (;) λόγο οι επαναστατικές εκκλήσεις δεν βρήκαν την ανταπόκριση την οποία προοιωνίζονταν οι διαδικτυακοί «μαχητές». Από όσα τουλάχιστον έγιναν γνωστά (διότι ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κάποιος όλη την… αλήθεια που κρύβουν οι συνωμότες που οσονούπω θα αρχίσουν να κυνηγούν τους «αγωνιστές» με τις σύριγγες), μόνον ένας –αριθμός ένας!- εγνωσμένος «επαναστάτης» κατάφερε και βγήκε στην πλατεία του Γέρακα για να καταγγείλει την… κατάλυση του Συντάγματος. Ήταν ο γνωστός αοιδός που είναι από τους αυτοανακηρυγμένους αρχηγούς των «ψεκ».

Παρέμεινε, εξάλλου, αδιευκρίνιστο το πως ακριβώς αντέδρασε ο γνωστός καθηγητής Αιματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης ο οποίος μόλις ανακοινώθηκε το μέτρο έσπευσε να το χαρακτηρίσει «πινοσετικής έμπνευσης χαράτσι» και να διαπιστώσει ότι «μπλέξαμε». Ο ίδιος τον περασμένο μήνα είχε εισηγηθεί ως μόνη αποτελεσματική λύση τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, αλλά ίσως αυτή η μεταστροφή του να οφείλεται στο γεγονός ότι στο ενδιάμεσο ορίστηκε μέλος του λεγόμενου «think tank», το οποίο άλλοι το ονόμασαν «επιτροπή σοφών», που σχημάτισε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας.

Όπως και να έχει, πάντως, δεν είδε κανείς τον κ. καθηγητή να βγαίνει στο Καρτιέ Λατέν και να διαμαρτύρεται για τη «νεκρανάσταση» επί ελληνικού εδάφους του αλήστου μνήμης Αουγκούστο Πινοσέτ. Μπορεί στο μεταξύ να ενστερνίστηκε την άποψη του προσκείμενου στην αξιωματική αντιπολίτευση ταλαντούχου μουσικοσυνθέτη, ο οποίος στο αρχικό ξέσπασμα της πανδημίας είχε ανακαλύψει την πανάκεια κατά του κορωνοϊού που ακούσει στο όνομα «πρόπολη».

Ο ίδιος τώρα φαίνεται ότι βρήκε άλλον αποτελεσματικό τρόπο αντίδρασης στο «πινοσετικό χαράτσι», αφού όταν ρωτήθηκε σχετικά σε τηλεοπτικό μεσημεριανάδικο περιορίστηκε να πει: «Την κατάρα μου! Μη με βάλεις να πω κάτι άλλο… Την κατάρα μου».

Όλα αυτά δεν θα είχαν καμία ιδιαίτερη σημασία αν ήταν τόσο περιθωριακά όσο πραγματικά τούς αξίζει. Άλλωστε ποτέ δεν έλειψαν από τη δημόσια σφαίρα οι ιδιόρρυθμοι τύποι που επέλεγαν να είναι πνεύματα αντιλογίας είτε από ιδιοσυγκρασία είτε για να ξεχωρίσουν από τους πολλούς.

Η διαφορά τώρα βεβαίως είναι ότι οι ακρότητες που άκριτα εκφράζουν ορισμένοι στον δημόσιο διάλογο έχουν θανάσιμες συνέπειες για μια αξιομνημόνευτη μερίδα συμπολιτών οι οποίοι από ιδεοληψία, φόβο, αφέλεια ή απλή ημιμάθεια είναι έτοιμοι να ενστερνιστούν οποιαδήποτε παλαβομάρα κυκλοφορεί στους διαδικτυακούς καφενέδες των ημερών μας.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σοβαρά όταν πολλές από αυτές τις παλαβομάρες υιοθετούνται από πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα και διεκδικούν να την ξανακυβερνήσουν, όπως το κόμμα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η συζήτηση που έγινε την Τετάρτη στη Βουλή ήταν αποκαλυπτική για τη λαϊκίστικη μάχη των οπισθοφυλακών που επιμένει να δίνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. «Εγώ θέλω, κύριε Μητσοτάκη, να σας πω ότι η απόφαση που παίρνετε εγκυμονεί κινδύνους σε ό,τι αφορά και το κλίμα της κοινωνικής συνοχής, το οποίο είναι απαραίτητο για να καταπολεμήσουμε μια πανδημία, η οποία αποδεικνύεται από την ίδια την πραγματικότητα ότι δεν τελειώνει εδώ και ότι έχει πολυπαραγοντικές συνέπειες και (…) την εκτόξευση, αν θέλετε, της αντιεμβολιαστικής δημαγωγίας το επόμενο διάστημα», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας.

Είναι, ειλικρινά, απορίας άξιον σε ποιους ακριβώς στοχεύει και ποιους θέλει να εκπροσωπήσει ο τέως -και κατά δήλωσή του «αυριανός»- πρωθυπουργός με τέτοιες απόψεις. Όταν τρεις στους τέσσερις Έλληνες, που αποτελούν, κατά τεκμήριο, τους πιο νουνεχείς και νοήμονες συμπατριώτες μας, έχουν εμβολιαστεί και βρίσκονται στην αντίπερα όχθη, απορεί κανείς γιατί πρέπει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ταυτίζεται με τις μειοψηφίες των ψεκασμένων και θρησκόληπτων αρνητών της λογικής.

Ποιος, άραγε, μπορεί να πιστέψει, όπως υποστήριξε ο κ. Τσίπρας υιοθετώντας απόψεις του Διαδικτύου, ότι έχει ταξικά χαρακτηριστικά το ότι δεν υπάρχει κλιμάκωση στο πρόστιμο των 100 ευρώ ανάλογα με το αν είναι κανείς χαμηλοσυνταξιούχος ή ευκατάστατος;

Με αυτά και με αρκετά άλλα, έχοντας μπει στον τρίτο χρόνο της θητείας της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μοιάζει και είναι κυρίαρχη στο πολιτικό σκηνικό. Tην ίδια ώρα γινόμαστε μάρτυρες του παράδοξου φαινομένου να φθείρεται η αξιωματική αντιπολίτευση, παρά τα συχνά οφθαλμοφανή λάθη και τις προφανείς παλινωδίες των ασκούντων την εξουσία.

Όσο, πάντως, και αν προσπαθήσει να αναλύσει κανείς τη συγκεκριμένη κατάσταση, η απλή αλήθεια πίσω από όλα είναι ότι με «Ιερεμιάδες» και… κατάρες δεν αρθρώνεται πειστική εναλλακτική πολιτική πρόταση.

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Όποιος στοιχηματίζει σε lockdown, το πιθανότερο είναι να… πάει κουβά!

 Ένα από τα πολλά παράδοξα που ζούμε στη χώρα μας κατά τους πάνω από 20 μήνες που διαρκεί η πανδημία του κορωνοϊού είναι η σπουδή να αναζητούμε τα επόμενα περιοριστικά μέτρα πριν καν αρχίσει η εφαρμογή των προηγουμένων.

Στην αρχή έμοιαζε με επαγγελματική διαστροφή των δημοσιογράφων, οι οποίοι αναζητούσαν ανυπόμονα το «plan b», ακόμη και όταν δεν είχε ξεκινήσει να εφαρμόζεται το «plan a». Η πορεία, ωστόσο, έδειξε ότι κατ΄ αυτόν τον τρόπο σκέπτονται πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, συμπατριώτες μας. Μια ανεξήγητη αδημονία για την επόμενη κίνηση ακολουθεί σχεδόν κάθε νέα αναγγελία περιορισμού.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το πιο συχνό ερώτημα που τίθεται αυτή την περίοδο είναι: «Πότε λες θα μας κλείσουν;». Προσέξτε τη διατύπωση: όχι «πότε λες να κλείσουμε;», αλλά «πότε θα μας κλείσουν;». Διότι, ως γνωστόν, για κάθε τι άσχημο το οποίο συμβαίνει γύρω μας είναι πάντα κάποιοι… άλλοι που ευθύνονται. Αυτοί που, εν προκειμένω, θα αποφασίσουν το «κλείσιμο». Και όχι όσοι εξ ημών το προκαλούμε με τις συμπεριφορές μας.

Δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κανείς την επίπτωση που έχει στη βούληση των ανθρώπων, πλην, όμως, αδιαμφισβήτητη αλήθεια αποτελεί ότι τα lockdown που εφαρμόστηκαν τον τελευταίο ενάμισι χρόνο είχαν μάλλον… ευεργετικές οικονομικές συνέπειες για τις τσέπες μιας πολύ μεγάλης μερίδας των συνελλήνων. Το μαρτυρούν η τεράστια αύξηση στις καταθέσεις τόσο των νοικοκυριών όσο των επιχειρήσεων που καταγράφηκε το προηγούμενο διάστημα και προήλθαν από τις κάθε είδους αποζημιώσεις που πληρώθηκαν από τον κρατικό κορβανά.

Το συνολικό ποσό που συνέβαλε αποφασιστικά στη στήριξη του εισοδήματος ενός μεγάλου τμήματος του ιδιωτικού τομέα ξεπέρασε τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα τέταρτο του ετήσιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και αύξησε κατά περισσότερο από 10% το ήδη πολύ υψηλό ελληνικό δημόσιο χρέος.

Υπό άλλες συνθήκες, τα στοιχεία αυτά θα μας είχαν θέσει προ πολλού εκτός αγορών και όχι μόνον δεν θα συνεχίζαμε να δανειζόμαστε με τα ιστορικά χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού αλλά δεν θα μας… δάνειζε ούτε το ΔΝΤ όσο σκληρά μνημόνια και αν είμαστε διατεθειμένοι να συνομολογήσουμε.

Η πανδημία, όμως, έχει αλλάξει άρδην τα διεθνή δεδομένα, οπότε όπως όλες σχεδόν οι χώρες του πλανήτη, έτσι και το ελληνικό δημόσιο μπόρεσε και έκανε δαπάνες που σε άλλες εποχές θα ήταν αδιανόητες και θα οδηγούσαν σε κατάρρευση, χειρότερη ίσως και από αυτή με την οποία φαίνεται να είναι αντιμέτωποι αυτό το διάστημα οι εξ Ανατολών γείτονες μας.

Τα περιθώρια για έντονα ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, όπως και για υψηλό δανεισμό του δημοσίου, δεν είναι απεριόριστα. Έχουν όρια, τα οποία, καλώς ή κακώς, είναι πεπερασμένα. Και όποιος επιμείνει να τα υπερβεί, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να πληρώσει βαρύ τίμημα. Ήδη με τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης ο χρόνος έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα για την επαναφορά του στενού κορσέ που λέγεται ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας.

Η ανάληψη του χαρτοφυλακίου του υπουργείου Οικονομικών από τον Φιλελεύθερο Κρίστιαν Λίντνερ είναι το πρώτο σήμα για το επερχόμενο συμμάζεμα. Ακόμη και αν ο νέος επικεφαλής του γερμανικού θησαυροφυλακίου δεν δικαιώσει τη φήμη του που τον θέλει να γίνεται ο «νέος Σόιμπλε», όλοι γνωρίζουν ότι από το μέσον του 2022 και αφού μεσολαβήσουν και οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, τα πράγματα θα αλλάξουν.

Μπορεί να μην πάμε πίσω στο 2010, όπως δήλωσε πρόσφατα ο ίδιος ο Λίντνερ, πλην όμως κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι θα μπορέσουν, από άποψης δημοσίων δαπανών, να επαναληφθούν ξανά στο ορατό μέλλον τα όσα έγιναν τα δύο τελευταία χρόνια. Κακά τα ψέματα, η «νεκρανάσταση» του ιδεών του Κέινς για τη δυνατότητα αύξησης των δημοσίων δαπανών σε έκτακτες συνθήκες κρίσης, όπως αυτές που δημιούργησε η πανδημία, έχουν ημερομηνία λήξης.

Ο στόχος, άλλωστε, της τόνωσης της ζήτησης, που είχαν οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες, φαίνεται ότι επετεύχθη, αν κρίνουμε και από τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που πυροδότησε η ανεπαρκής προσφορά ορισμένων κρίσιμων αγαθών εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής στην οποία οδήγησαν τα εκτεταμένα lockdown που ίσχυσαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.

Με λίγα λόγια και για να επανέλθουμε στα δικά μας, εκείνο που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε άπαντες είναι ότι έχουν εξαντληθεί προ πολλού τα περιθώρια για να επιβληθεί ένα νέο lockdown. Μπορεί ορισμένοι να το ελπίζουν ή να το εύχονται, επειδή μια χαρά βολεύτηκαν όταν δεν λειτουργούσαν τις επιχειρήσεις τους και είχαν έσοδα ή δεν πήγαιναν στις δουλειές τους και είχαν εισόδημα, όμως το ελληνικό δημόσιο δεν έχει τη δυνατότητα να «χρηματοδοτήσει» τυχόν νέους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.

Γι΄ αυτό και είναι ώρα να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας: η κυβέρνηση να δείξει ευθύνη και αποφασιστικότητα στην απαρέγκλιτη εφαρμογή των μέτρων για την αναχαίτιση της πανδημίας που εισηγούνται οι ειδικοί επιστήμονες, η αντιπολίτευση να πάψει να επενδύει πολιτικά στην καταστροφή που μπορεί να φέρει μια νέα έξαρση στην κυκλοφορία του ιού και όλοι εμείς οι πολίτες να τηρούμε τα μέτρα και, πρωτίστως, να εμβολιαζόμαστε.

Αυτά, διότι, κατά τα λοιπά, όποιος στοιχηματίζει στην επιβολή νέου lockdown, το πιθανότερο είναι «να… πάει κουβά», όπως λένε στην αργκό τους οι «ειδικοί» των στοιχημάτων.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Αν τους δίναμε τον Πιερρακάκη οι Βρετανοί μπορεί να μας… επέστρεφαν και τα Μάρμαρα

 Για να μην παραπονούμαστε διαρκώς για όσα άσχημα συμβαίνουν γύρω μας σε σχέση με την πανδημία, αλλά κυρίως για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης των καταστάσεων που επικρατούν έξω από τον μικρόκοσμό μας, έχω την αίσθηση ότι είναι καλό να στρέφουμε συχνά την προσοχή μας για να πληροφορούμαστε τα καλά αλλά και τα κακά που συμβαίνουν στον υπόλοιπο πλανήτη.

Στην αρχή της εβδομάδας είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω για επαγγελματικούς λόγους στο Λονδίνο και να πάρω μια καλή γεύση για το πόσο διαφορετικά -το γράφω όσο πιο κομψά γίνεται- αντιμετωπίζει η Μεγάλη Βρετανία το μείζον ζήτημα της πανδημίας. Αν κάποιοι στη χώρα μας υποστηρίζουν ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει πετάξει λευκή πετσέτα», ούτε μπορούν φανταστούν πόσο αποστασιοποιημένη από τον χειρισμό της πανδημίας είναι η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον.

Ας ξεκινήσουμε κατ΄ αρχήν από τους επισκέπτες που θέλουν να ταξιδέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρειάζεται να συμπληρώσουν το περίφημο «Passenger Locator Form (PLF)» που έχουν επιβάλει οι περισσότερες χώρες. Για να πας στη Βρετανία δεν αρκεί να είσαι εμβολιασμένος, απαιτείται για την έκδοση του PLF να προπληρώσεις, καταβάλλοντας ένα ποσό που αντιστοιχεί περίπου σε 30 ευρώ, ένα τεστ το οποίο υποτίθεσαι ότι υποχρεούσαι να κάνεις δύο ημέρες μετά την άφιξή σου στη χώρα.

Χωρίς να προπληρώσεις το τεστ δεν μπορείς να ολοκληρώσεις τη συμπλήρωση του PLF, αφού σου ζητά τον κωδικό παραγγελίας του τεστ που «έκλεισες» έτσι ώστε να λάβεις το σχετικό kit στη διεύθυνση στην οποία σκοπεύεις να διαμείνεις όταν φθάσεις στον προορισμό σου. Από τη στιγμή, όμως, που θα πληρώσεις, είναι πλέον όλα εντάξει. Είτε παραλάβεις, είτε όχι το kit, είτε κάνεις το τεστ, είτε δεν το κάνεις, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Θεωρητικώς είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις και να ανεβάσεις το αποτέλεσμά του στην αντίστοιχη πλατφόρμα, πλην, όμως, αυτό δεν το ελέγχει κανείς και πουθενά.

Για να καταλάβετε, από τα μέλη της ομάδας που συνταξιδέψαμε από και προς την Ελλάδα, κάποιοι το παρέλαβαν, το έκαναν και το δήλωσαν. Ορισμένοι το παρέλαβαν αλλά δεν μπόρεσαν να ανεβάσουν το αποτέλεσμα στην πλατφόρμα που ήταν δύσχρηστη. Ενώ άλλοι επέστρεψαν πίσω στη χώρα μας χωρίς να παραλάβουν το kit με το τεστ που είχαν πληρώσει. Και φυσικά χωρίς να υποβληθούν στο τεστ να δηλώσουν αν ήταν θετικοί ή αρνητικοί στον ιό, όπως υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνουν με βάση τους ισχύοντες ταξιδιωτικούς κανονισμούς.

Ευρύτερα, άλλωστε, στη Βρετανία η προστασία από την πανδημία είναι θέμα της καλής προαίρεσης του καθενός κατοίκου ή επισκέπτη. Οι περιορισμοί έχουν αρθεί παντού και, είτε πρόκειται για ανοικτούς ή κλειστούς χώρους, μάσκες φορούν ελάχιστοι. Ακόμη και σε χώρους που ο συνωστισμός είναι αναπόφευκτος, όπως για παράδειγμα στα μέσα μεταφοράς, δεν υπάρχει κανείς περιορισμός και δεν ισχύει καμία υποχρεωτικότητα. Το ίδιο και στα καταστήματα στα οποία η πλειονότητα των εργαζομένων αλλά και των καταναλωτών έχουν ακάλυπτα τα πρόσωπά τους. Η πρόσβαση όλων είναι παντού ίδια και πιστοποιητικό εμβολιασμού ή διενέργειας αρνητικού τεστ δεν ζητάει κανείς πουθενά.

Το μόνο παρήγορο ίσως είναι ότι το ποσοστό εμβολιασμού στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι κάπως υψηλό, αφού οι πλήρως εμβολιασμένοι ξεπερνούν το 70%, ποσοστό δηλαδή που είναι πάνω από δέκα μονάδες μεγαλύτερο από το αντίστοιχο στη χώρα μας. Ενώ συγκριτικά πολύ υψηλότερο, σε σχέση με το δικό μας, είναι και το ποσοστό των Βρετανών που έχουν νοσήσει από κορωνοϊό και οι οποίοι πλησιάζουν τα 10 εκατομμύρια και αντιστοιχούν στο 14,5% του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου.

Κατά τα λοιπά, η… ΥΟLO (Yου Only Live Once) συμπεριφορά, που εξ αρχής είχε χαράξει ο ακραία λαϊκιστής πρωθυπουργός Τζόνσον και την οποία άλλαξε ελαφρώς μόνον όταν νόσησε και ο ίδιος, έχει επανέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο και συνεχίζεται σαν να μην τρέχει τίποτε. Οι συνολικοί θάνατοι έχουν ξεπεράσει τους 145 χιλιάδες, αλλά, ίσως και εξαιτίας και του σήματος που εκπέμπει ο ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ 10, έχει πάψει να αποτελεί είδηση το γεγονός ότι κάθε μέρα χάνουν τη ζωή τους περί τους 200 Βρετανούς. Αριθμός, ο οποίος, πάντως, είναι εμφανώς μικρότερος συγκριτικά με τις καθημερινές βαρύτερες ανθρώπινες απώλειες που έχουμε στην Ελλάδα και οι οποίες, όπως όλα δείχνουν οφείλονται στο χαμηλότερο δικό μας εμβολιαστικό ποσοστό.

Συγκρίνοντας, ωστόσο, κανείς τις καταστάσεις στις δύο χώρες, το χαριτολόγημα για… ανταλλαγή των δύο πρωθυπουργών που κυριάρχησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά την εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη σε βρετανικό τηλεοπτικό πρωινάδικο, ίσως να αποκτούσε πραγματική υπόσταση αν οι Βρετανοί πολίτες είχαν υπόψιν τους τον συγκριτικά πολύ καλύτερο τρόπο με τον οποίο λειτουργούν στην Ελλάδα οι πλατφόρμες για την πανδημία που οργάνωσε από το μηδέν η ομάδα που πλαισιώνει τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκο Πιερρακάκη.

Με τα μύρια όσα οργανωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η άλλοτε κραταιά Μεγάλη Βρετανία στη μεταBrexit εποχή, δεν αποκλείεται αν τους… δανείζαμε τον Πιερρακάκη να μας… επέστρεψαν ακόμη και τα Μάρμαρα του Παρθενώνα που έκλεψε ο διαβόητος Λόρδος Έλγιν και τώρα μας λένε ότι είναι ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου…

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Η Αλιστράτη και το ξεστράτισμα

Η υπόθεση με τους δύο γονείς από την Αλιστράτη Σερρών που για δεύτερη συνεχή χρονιά δεν στέλνουν τα τέσσερα παιδιά τους στο σχολείο επειδή διαφωνούν με τις μάσκες και τη διενέργεια διαγνωστικών τεστ για την αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί ίσως την επιτομή για το ξεστράτισμα στο οποίο έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία.

Ένα ζευγάρι αποφάσισε να αυθαιρετήσει εις βάρος των παιδιών του, στερώντας τους το αγαθό και ταυτόχρονα δικαίωμα της Παιδείας και καταδικάζοντάς τα όχι μόνον στην αμάθεια αλλά και σε κοινωνική απομόνωση. Παρά ταύτα, τα πολυποίκιλα όργανα της ελληνικής Πολιτείας που είχαν την αρμοδιότητα να παρέμβουν για να σταματήσουν την απάνθρωπη και αναμφισβήτητα παράνομη συμπεριφορά τους, δεν συγκινήθηκαν.

Μέχρις ότου το ίδιο το ζευγάρι βγει στην τηλεόραση για να διατυμπανίσει την… αντιστασιακή του δράση, ουδείς αισθάνθηκε την ανάγκη να αντιδράσει. Ούτε οι φορείς της εκπαίδευσης, που είναι οι πρώτοι που θα έπρεπε να κινητοποιηθούν. Ούτε οι υπηρεσίες της κοινωνικής πρόνοιας, που, από κοινού με τις τοπικές αρχές, έχουν υποχρέωση να παρεμβαίνουν όταν οι γεννήτορες καταπατούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των παιδιών τους. Ούτε οι αστυνομικές και οι εισαγγελικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να επιβλέπουν την εφαρμογή των νόμων και να οδηγούν τους παραβάτες ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Δυσκολεύεται κάποιος να φανταστεί ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου, στον οποίο υποτίθεται ότι ανήκει και η Ελλάδα, θα μπορούσαν δύο άνθρωποι επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα να παραβιάζουν τόσο κατάφωρα τη νομιμότητα χωρίς να συγκινείται κανείς. Αν είχαμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο περιστατικό, το οποίο απλώς διέλαθε της προσοχής των θεσμικών οργάνων της Πολιτείας, ίσως δεν θα είχε τη σημασία που προσλαμβάνει εξαιτίας του γεγονότος ότι αποτελεί μάλλον μια γενικευμένη κατάσταση που επικρατεί στην εποχή μας.

Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, αλλά κυρίως κατά τη διάρκειά της, είναι πολλά τα γεγονότα που μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν ιδιότυπο «αβδηριτισμό» που χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα δημόσια πράγματα στη χώρα μας. Από την εφαρμογή των στοιχειωδών κανόνων κοινωνικής συμβίωσης έως την τήρηση των νόμων που σωρηδόν ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στην πράξη όλα φαίνεται να... επαφίενται αποκλειστικά και μόνον στον πατριωτισμό των Ελλήνων.

Για κάποιον παράδοξο λόγο, σε ένα μάλλον μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας έχει επικρατήσει η λανθασμένη αντίληψη ότι μπορεί μεν να υφίστανται περιορισμοί και να θεσπίζονται σωρηδόν νέες υποχρεώσεις, αυτό, όμως, δεν χρειάζεται να συνοδεύονται από συνέπειες ή κυρώσεις για όσους τους παραβιάζουν.

Οι γονείς, για παράδειγμα, είναι υποχρεωμένοι να μεριμνούν για να παρακολουθούν τα παιδιά τους τα σχολικά μαθήματα, αλλά, ακόμη και αν δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την υποχρέωσή τους, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτομάτως θα βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια συνέπεια ή κύρωση. Όχι τόσο για λόγους τιμωρητικούς, όσο για παιδευτικούς.

Τα περισσότερα ζητήματα, εξάλλου, σε αυτή τη χώρα αντιμετωπίζονται με μια χαρακτηριστική χαλαρότητα και έναν «ωχαδερφισμό» που συχνά γίνεται παραλυτικός. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ένα μέρος του πολιτικού κόσμου υποστήριζε μεν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών για το υγειονομικό προσωπικό, πλην, όμως, εξέφραζε έντονη διαφωνία με το καθεστώς της διαθεσιμότητας στο οποίο τέθηκαν όσοι επέμεναν να μείνουν ανεμβολίαστοι.

Τι είδους υποχρεωτικότητα, άραγε, θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια τέτοια περίπτωση; Ενδεχομένως όσοι το πρότειναν να είχαν κατά νου ένα είδος… εθελοντικής υποχρεωτικότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, αν ήταν εφικτό να λειτουργήσει θα το είχαν εφαρμόσει και κάπου αλλού στον πλανήτη.

Όπως σε καμία άλλη χώρα δεν θα έμενε χωρίς συνέπειες η προκλητική πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Γρεβενών να αφαιρεί προκλητικά και μπροστά στις κάμερες τις μάσκες των πιστών που τον πλησίαζαν για να ασπαστούν το χέρι του. Η πράξη του ήταν, χωρίς αμφιβολία, παράνομη και καταδικαστέα, αλλά ουδείς από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση αισθάνθηκε την ανάγκη να πάρει θέση και να αποδοκιμάσει τη συμπεριφορά του που βάζει σε κίνδυνο τους εκκλησιαζόμενους οι οποίοι κατά τεκμήριο ανήκουν στις πλέον ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.

Αντίστοιχης λογικής είναι και οι πιο πρόσφατοι ισχυρισμοί σύμφωνα με τους οποίους χαρακτηρίζεται «ρατσιστικό» και «διχαστικό» επιχείρημα να γίνεται λόγος για «πανδημία των ανεμβολίαστων», επειδή οι τελευταίοι μπορεί να… νιώσουν άβολα. Παρόλο που η έκφραση έχει χρησιμοποιηθεί πάμπολλες φορές από ξένους πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν (που, όπως και να έχει, δεν τον λες και ρατσιστή), μόνον στην Ελλάδα αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Είναι και αυτό ένα ακόμη επεισόδιο στο σίριαλ του ξεστρατίσματος που βιώνουμε αρκετά χρόνια. Και το οποίο οι συνθήκες της πανδημίας επανέφεραν στο προσκήνιο. Στο τέλος- τέλος, η έλλειψη σεβασμού στους κανόνες, που αποτελεί προστάδιο της ανομίας, έχει πολλές μορφές, ενώ συχνά ισχύει η αρχαιοελληνική ρήση «εξ όνυχος τον λέοντα»…